Συνθετη Αναζητηση Νομοθεσιας - Νομολογιας

Νομοθεσία

ΠΤΩΧΕΥΣΗ-ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΣ ΔΙΑΝΟΜΗΣ-ΑΝΤΙΡΡΗΣΕΙΣ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΠΙΝΑΚΑ ΔΙΑΝΟΜΗΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ ΑΥΤΟΥ

Α.Π. 40/2022 (Α1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)


ΠΤΩΧΕΥΣΗ-ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΣ ΔΙΑΝΟΜΗΣ-ΑΝΤΙΡΡΗΣΕΙΣ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΠΙΝΑΚΑ ΔΙΑΝΟΜΗΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ ΑΥΤΟΥ. - Η προσβαλλομένη απόφαση δέχτηκε ότι το αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο με τις αντιρρήσεις του μπορούσε να αμφισβητήσει την ύπαρξη και το μέγεθος της καταταγείσης απαιτήσεως του αναιρεσείοντος, για το λόγο ότι το περιεχόμενο της αναγγελίας του δεν περιέχει στοιχεία, ώστε η απαίτησή του να καταταγεί ως προερχόμενη από σχέση εξηρτημένης εργασίας, αλλά διαλαμβάνει στοιχεία συνάψεως συμφωνίας, υψηλά αμειβόμενου ελεύθερου επαγγελματία, με την μετέπειτα πτωχεύσασα εταιρεία. Όμως, οι αντιρρήσεις των πιστωτών, εφόσον οι απαιτήσεις που υποβλήθηκαν στη διαδικασία της επαληθεύσεως και μη αμφισβητηθείσες έγιναν δεκτές και βεβαιώθηκαν με όρκο, έχουν ως αντικείμενο μόνο τη σειρά κατατάξεώς τους στον λογαριασμό διανομής, δηλ. αφορούν μόνο το προνόμιο αυτών και όχι την ύπαρξή τους (τη γέννηση και το μέγεθός τους). Δεκτή. - (αρθ. 974, 975, 976, 1007 ΚΠολΔ, αρθ. 542, 555, 579, 580, 581, 582, 583, 589, 591, 647, 648 ΕμπΝ)


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Α1' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Χρήστο Τζανερρίκο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννα Κλάπα - Χριστοδουλέα, Χρήστο Κατσιάνη, Ασημίνα Υφαντή - Εισηγήτρια και Κανέλλα - Τζαβέλλα Δημαρά, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 18 Οκτωβρίου 2021, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: Π. Δ. του Χ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γαβριήλ Κερμανίδη με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.

Του αναιρεσιβλήτου: Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, κατοικοεδρεύοντα στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την Νικολέτα Παπαρούνη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από 26-12-2012 αντιρρήσεις του ήδη αναιρεσιβλήτου, που εισήχθησαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Κιλκίς. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 18/2016 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 1636/2019 του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 21/7/2020 αίτησή του.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα, κατά την διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, υπ'αρθμ.1636/2019 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, η οποία δέχθηκε την έφεση του αναιρεσιβλήτου, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, δέχθηκε εν μέρει τις αντιρρήσεις του αναιρεσιβλήτου κατά του πίνακα διανομής, τον οποίο μεταρρύθμισε, αποβάλλοντας απ'αυτόν τον αναιρεσείοντα και διανέμοντας το ποσό των 6.710,20 ευρώ στο αναιρεσίβλητο. Η αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα. Ειδικότερα στις 6-3-2020 η ομόδικος του αναιρεσείοντος, σύνδικος της ενώσεως πιστωτών, Ε. Β.-Κ. του επέδωσε νομότυπα την ως άνω προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία επίδοση κίνησε την προθεσμία ασκήσεως της αιτήσεως αναιρέσεως (ΑΠ1625/2005).

Όμως από τις 13-3-2020 μέχρι τις 31-5-2020 είχε ανασταλεί η λειτουργία των δικαστηρίων για λόγους δημόσιας υγείας. Με το άρθρο 74 του Ν 4690/2020 ορίστηκε ότι το χρονικό διάστημα της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων (13.3.2020 - 31.5.2020) δεν υπολογίζεται στις νόμιμες και δικαστικές προθεσμίες για τη διενέργεια διαδικαστικών και εξώδικων πράξεων, καθώς και άλλων ενεργειών ενώπιον των δικαστηρίων..., μετά τη λήξη της παραπάνω αναστολής οι προθεσμίες αυτές τρέχουν για όσο χρονικό διάστημα υπολείπεται για να συμπληρωθεί η αντίστοιχη προβλεπόμενη από τον νόμο προθεσμία... οι προθεσμίες της παρ. 2 του άρθρου 215, των παρ. 1 και 2 του 237 και του άρθρου 238 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, καθώς και οι προθεσμίες άσκησης ανακοπών, με εξαίρεση τις προθεσμίες του άρθρου 934 ΚΠολΔ, ένδικων μέσων και πρόσθετων λόγων δεν συμπληρώνονται, αν δεν παρέλθουν επιπλέον τριάντα (30) ημέρες από την προβλεπόμενη λήξη τους.

Στην προκείμενη περίπτωση, η προθεσμία ασκήσεως της ένδικης αιτήσεως αναιρέσεως έληγε μεν στις 24-6-2020 (6 ημέρες από την επίδοση της προσβαλλόμενης αποφάσεως μέχρι την αναστολή και 24 =30 ημέρες), πλην όμως αυτή συμπληρώθηκε, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, στις 24-7-2020. Επομένως, η αίτηση αναιρέσεως, η οποία ασκήθηκε στις 23-7-2020 είναι εμπρόθεσμη, απορριπτομένου ως αβασίμου του αντίθετου ισχυρισμού του αναιρεσιβλήτου και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 αρθμ.3 ΚΠολΔ).

Κατά το άρθρο 580 του Εμπ.Ν "τα υπό των συνδίκων ή παρ' άλλων διά λογαριασμόν της πτωχεύσεως κατατεθέντα χρήματα αναλαμβάνονται μόνο δι' αδείας του Εισηγητού. Εάν υπάρχωσι κατασχέσεις οι σύνδικοι οφείλουσι προηγουμένως να ζητήσωσι την άρσιν αυτών. Ο Εισηγητής δύναται να διατάξη ώστε τα χρήματα ν' αποδοθώσιν υπό του ταμείου απ' ευθείας προς τους πιστωτάς της πτωχεύσεως επί τη βάσει λογαριασμού διανομής, συνταχθέντος υπό των συνδίκων και κηρυχθέντος εκτελεστού". Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι ο ως άνω λογαριασμός διανομής δεν συνιστά πίνακα κατατάξεως απαιτήσεων, κατά την έννοια του άρθρου 974 ΚΠολΔ, αλλά αποτελεί απλώς λογιστική πράξη διανομής της πτωχευτικής περιουσίας μεταξύ των πιστωτών, των οποίων οι πιστώσεις έγιναν δεκτές κατά την καθοριζομένη τάξη (άρθρα 975 και 976 ΚΠολΔ σε συνδυασμό προς τα άρθρα 579, 581, 648 επ. και 660 Εμπ. Ν), εξελεγχθείσες προηγουμένως, κατά την διαδικασία της επαληθεύσεως, ή, επί απαιτήσεων του Δημοσίου, κατά τη διαδικασία του άρθρου 62 παρ. 1 του Κώδικα Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων (ν.δ. 356/1974).

Περαιτέρω, από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 542, 555, 591 και 647 του Εμπ.Ν, προκύπτει ότι, εάν αναφυούν διενέξεις, πρέπει να υποβληθούν ενώπιον του Εισηγητού της πτωχεύσεως, ο οποίος αποφασίζει εντός τριών ημερών, συντασσομένης εκθέσεως περί αυτών, η οποία αποτελεί την αναγκαία προδικασία διεξαγωγής της σχετικής δίκης. Εν συνεχεία οι αντιρρήσεις αυτές φέρονται ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου προς κρίση και απόφαση με κλήση, καλουμένων με αυτή και των δανειστών των οποίων προσβάλλεται με τις αντιρρήσεις η κατάταξή των στον λογαριασμό διανομής.

Οι αντιρρήσεις αυτές, εφ' όσον αφορούν απαιτήσεις που υπεβλήθησαν στη διαδικασία της επαληθεύσεως και μη αμφισβητηθείσες έγιναν δεκτές και εβεβαιώθηκαν με όρκο, ή, αμφισβητηθείσες, έγιναν οριστικώς δεκτές από το δικαστήριο, το οποίο έκρινε επί των κατ' αυτών αντιρρήσεων (άρθρο 660 ΕΝ και 11 ΑΝ 635/1937), αντικείμενο έχουν μόνον τη σειρά κατατάξεως στον λογαριασμό διανομής, ήτοι αφορούν μόνο το προνόμιο αυτών και όχι την ύπαρξή των (την γέννησή των και το μέγεθός των), διότι αυτή αποτέλεσε αντικείμενο της διαδικασίας της επαληθεύσεως των πιστώσεων και της δίκης επί των τυχόν υποβληθεισών αντιρρήσεων κατ' αυτών.

Αρκεί στη σχετική έκθεση να εκτίθενται, με σαφήνεια και επάρκεια, τα πραγματικά περιστατικά, που στηρίζουν την επιδιωκόμενη μεταβολή στη σειρά κατατάξεως και να προκύπτουν από αυτά οι προηγούμενοι στην κατάταξη δανειστές, την θέση των οποίων θέλει να καταλάβει εκείνος που ασκεί τις αντιρρήσεις, ώστε να μπορεί να ελεγχθεί αν όλοι οι εν λόγω δανειστές, κλήθηκαν στο αρμόδιο δικαστήριο. Εξ άλλου, το δικαστήριο, που επιλαμβάνεται της υποθέσεως, καταρτίζει το ίδιο ορθά τον λογαριασμό διανομής κατά τρόπο που να μην υποστούν βλάβη από αυτήν την κατάρτιση οι πιστωτές, οι οποίοι δεν κλήθηκαν στη δίκη. Στην περίπτωση, κατά την οποία ο λογαριασμός του συνδίκου δεν συμπίπτει προς εκείνον του δικαστηρίου και βλάπτει τον ασκούντα τις αντιρρήσεις, το δικαστήριο δέχεται τις αντιρρήσεις και μεταρρυθμίζει τον προσβαλλόμενο λογαριασμό του συνδίκου, έτσι ώστε ο λογαριασμός αυτός να συμπίπτει πλέον προς εκείνον που το δικαστήριο, κατά τα ανωτέρω, έχει καταρτίσει (ΑΠ263/2019,ΑΠ1611/2018,ΑΠ167/2005,ΑΠ 290/2000).

Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως για ευθεία παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμόσθηκε ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμόσθηκε, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναιρέσεως, αν οι πραγματικές παραδοχές της αποφάσεως καθιστούν φανερή την παραβίαση. Τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται.

Με το λόγο αυτό ελέγχεται εάν υπήρξε σφάλμα στη μείζονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, είτε αυτή διατυπώνεται ρητά, είτε εξυπονοείται, σφάλμα στην υπαγωγή της ελάσσονος προτάσεως, την οποία συνιστούν οι πραγματικές παραδοχές, στη μείζονα πρόταση (ΑΠ 502/2007). Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αρθμ.1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, συνισταμένη στο ότι το Εφετείο παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 580, 581, 582, 583, 589, 591,648 επ.,660 Εμπ.Ν, 974, 975, 976, 1007 ΚΠολΔ, δεχόμενο τις αντιρρήσεις του αναιρεσιβλήτου που αμφισβητούν την ύπαρξη, το μέγεθος και το προνόμιο της πτωχευτικής απαιτήσεως του αναιρεσείοντος, η οποία έχει γίνει οριστικά δεκτή κατά το στάδιο των επαληθεύσεων, καθισταμένη έτσι απρόσβλητη.

Από την παραδεκτή, κατ'άρθρο 561 αρθμ.2 ΚΠολΔ, επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το Εφετείο δέχθηκε τα ακόλουθα: << Το Ελληνικό Δημόσιο αρνείται την ύπαρξη και το μέγεθος της καταταγείσης απαιτήσεως του καθ'ου Π. Δ. επειδή αυτή προέρχεται από σχέση ελεύθερου επαγγελματία με την πτωχεύσασα εταιρεία και όχι από σχέση εξηρτημένης εργασίας.

Στην κατατεθείσα στις 24-5-2005 στον γραμματέα της Πτώχευσης αναγγελία του Π. Δ. εκτίθεται ότι μετά από συμφωνία του με την πτωχεύσασα εταιρεία και λόγω της ιδιότητάς του ως λογιστή ανέλαβε την υποχρέωση να επιτηρεί τα λογιστικά βιβλία της εταιρείας, συντάσσοντας συγχρόνως τους ετήσιους ισολογισμούς, τα ισοζύγια και εν γένει όλες τις λογιστικές καταστάσεις, διεκπεραιώνοντας ταυτοχρόνως όλες τις εξωτερικές λογιστικές εργασίες, όπως καταβολή εισφορών ΙΚΑ, καταβολή φόρων, απόδοση και επιστροφή ΦΠΑ, συμβουλές επί εργατικών θεμάτων κλπ., να επισκέπτεται τους βιομηχανικούς χώρους που διατηρούσε η εταιρεία στην ..., ότι πλην των εργασιών που έκανε από το γραφείο του με τους υπαλλήλους και συνεργάτες του, επισκεπτόταν και τον χώρο εγκατάστασης της εταιρείας 2 φορές την εβδομάδα για την επιτήρηση και καθοδήγηση του λογιστηρίου της.

Ότι για την εργασία του αυτή συμφωνήθηκε να λαμβάνει το ποσό των 6.000 ευρώ μηνιαίως, πλέον αδείας, επιδόματος αδείας και δώρο Πάσχα και Χριστουγέννων. Ότι του οφείλονται όλοι οι μισθοί από τον Απρίλιο του 2004 μέχρι τον Μάρτιο του 2005, το δώρο Πάσχα 2004 και μέρος του δώρου Πάσχα 2005, άδεια και επίδομα άδειας ετών 2004 και 2005 και δώρο Χριστουγέννων 2004 και αποζημίωση λόγω καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας.

Με το ανωτέρω όμως περιεχόμενο η αναγγελία του τέταρτου των καθ'ων δεν διαλαμβάνει επαρκή στοιχεία ώστε η απαίτησή του να καταταγεί κατ'άρθρο 975 αρ.3ΚΠολΔ ως προερχόμενη από σχέση εξηρτημένης εργασίας του με την πτωχεύσασα εταιρεία, αλλά αντίθετα περιέχει στοιχεία σύναψης συμφωνίας υψηλά αμειβόμενου ελεύθερου επαγγελματία με την μετέπειτα πτωχεύσασα εταιρεία. Εξάλλου ο τέταρτος των καθ'ων εκθέτει στην αναγγελία ότι διατηρούσε γραφείο με υπαλλήλους και συνεργάτες και ότι συμβούλευε την εταιρεία και για διάφορα εργατικά θέματα, πραγματικά περιστατικά που αληθή υποτιθέμενα, δεν συνάδουν με παροχή υπηρεσιών στα πλαίσια σχέσης εξηρτημένης εργασίας, αλλά συνάδουν με παροχή υπηρεσιών από ελεύθερο επαγγελματία.

Συνεπώς η απαίτησή του δεν θα έπρεπε να καταταγεί ως προερχόμενη από σχέση εξηρτημένης εργασίας, δεκτού γενομένου του σχετικού λόγου των αντιρρήσεων ως νόμω και ουσία βασίμου. Ενόψει αυτών, πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, να γίνει δεκτός ο ως άνω λόγος των αντιρρήσεων που βάλλει κατά της τάξης της διανομής, του προϊόντος της ρευστοποίησης μέρους του ενεργητικού της πτωχευτικής περιουσίας, για την οποία διανομή συντάχθηκε από τη σύνδικο της πτώχευσης ο από 29-11-2012 πίνακας διανομής, που κηρύχθηκε εκτελεστός στις 29-11-2012, με την 45/2012 πράξη του Εισηγητή των Πτωχεύσεων του Πρωτοδικείου Κιλκίς, για συνολικό ποσό 78.642,85 ευρώ και όσον αφορά τον Π. Δ., στον οποίο διανεμήθηκε αναλογικά το ποσό των 6.710,20 ευρώ, να μεταρρυθμιστεί ο πίνακας διανομής, να αποβληθεί απ'αυτόν ο τελευταίος και να διανεμηθεί αναλογικά στο Ελληνικό Δημόσιο, πέραν του ότι διανεμήθηκε και το ανωτέρω ποσό των 6.710,20 ευρώ>>.

Έτσι που έκρινε το Εφετείο παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τις ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, με το να δεχθεί ότι το αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο με τις αντιρρήσεις του μπορούσε να αμφισβητήσει την ύπαρξη και το μέγεθος της καταταγείσης απαιτήσεως του αναιρεσείοντος, για το λόγο ότι το περιεχόμενο της αναγγελίας του δεν περιέχει στοιχεία, ώστε η απαίτησή του να καταταγεί ως προερχόμενη από σχέση εξηρτημένης εργασίας, αλλά διαλαμβάνει στοιχεία συνάψεως συμφωνίας, υψηλά αμειβόμενου ελεύθερου επαγγελματία, με την μετέπειτα πτωχεύσασα εταιρεία, ενώ γίνεται δεκτό, όπως εκτέθηκε στη μείζονα σκέψη, ότι οι αντιρρήσεις των πιστωτών, εφόσον οι απαιτήσεις που υποβλήθηκαν στη διαδικασία της επαληθεύσεως και μη αμφισβητηθείσες έγιναν δεκτές και βεβαιώθηκαν με όρκο, έχουν ως αντικείμενο μόνο τη σειρά κατατάξεώς τους στον λογαριασμό διανομής, δηλ. αφορούν μόνο το προνόμιο αυτών και όχι την ύπαρξή τους (τη γέννηση και το μέγεθός τους). Επομένως είναι βάσιμος ο από το άρθρο 559 αριθμ. 1 ΚΠολΔ πρώτος λόγος της αναιρέσεως.

Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση γι' αυτό και παρέλκει, ως αλυσιτελής, η έρευνα του δευτέρου λόγου της αιτήσεως από τον αρθμ.19 του άρθρου 559ΚΠολΔ. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 580 παρ.3 ΚΠολΔ αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 (για υπέρβαση δικαιοδοσίας και για παράβαση των διατάξεων των σχετικών με την αρμοδιότητα) μπορεί να κρατήσει την υπόθεση και να την δικάσει, αν κατά την κρίση του δεν χρειάζεται άλλη διευκρίνιση. Στην προκείμενη περίπτωση, κατά τα προεκτεθέντα, οι ένδικες αντιρρήσεις του αναιρεσιβλήτου Ελληνικού Δημοσίου είναι αβάσιμες και απορριπτέες, όπως κρίθηκαν και από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και γι' αυτό, εφόσον δεν χρειάζεται άλλη διευκρίνιση, επιβάλλεται, μετά την αναίρεση της προσβαλλόμενης αποφάσεως, να κρατηθεί η υπόθεση από τον Άρειο Πάγο και να απορριφθεί η έφεση του εκκαλούντος-αναιρεσιβλήτου.

Επομένως, πρέπει η αίτηση αναιρέσεως να γίνει δεκτή κατά τον κριθέντα ως άνω βάσιμο λόγο της, να διαταχθεί η επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου στον αναιρεσείοντα (άρθρο 495 αρθμ.3 ΚΠολΔ) και να καταδικαστεί το αναιρεσίβλητο, που ηττήθηκε, στα σχετικά με την αναιρετική και την κατ` έφεση δίκη δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος που κατέθεσε προτάσεις, κατά το σχετικό νόμιμο αίτημά του (άρθρα 106, 176, 183, 189 παρ.1, 191παρ.2 ΚΠολΔ), μειωμένα όμως, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 22§§1 και 3 του Ν 3693/1957, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52§18 του ΕισΝΚΠολΔ, όπως ορίζονται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί την υπ' αριθμ. 1636/2019 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης κατά το εις το σκεπτικό μέρος της που αφορά στον αναιρεσείοντα.

Κρατεί και δικάζει την έφεση του αναιρεσιβλήτου κατά της υπ' αριθμ. 18/2016 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κιλκίς.

Απορρίπτει την έφεση κατ'ουσίαν.

Διατάσσει την επιστροφή στον αναιρεσείοντα του παραβόλου που κατέθεσε για την άσκηση της αναιρέσεως.

Καταδικάζει το αναιρεσίβλητο στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, τα οποία ορίζει για την αναιρετική και την κατ' έφεση δίκη από τριακόσια (300) ευρώ, αντίστοιχα και συνολικά εξακόσια (600) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 20 Δεκεμβρίου 2021.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 14 Ιανουαρίου 2022.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ        Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ