Συνθετη Αναζητηση Νομοθεσιας - Νομολογιας

Νομοθεσία

ΠΡΟΣΒΟΛΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ και ΠΡΟΣΒΟΛΗ ΜΝΗΜΗΣ ΝΕΚΡΟΥ - ΠΟΙΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΔΙΚΑΙΟΥΝΤΑΙ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΩΣ ΑΝΩ ΠΡΟΣΒΟΛΗ - ΑΥΤΟΤΕΛΕΣ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΤΩΝ ΣΤΕΝΩΝ ΣΥΓΓΕΝΩΝ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ / Αποκλεισμός από το μνημόσυνο του επί χρόνια συντρόφου του θανόντος

Απόφαση 1293 / 2017    (Α2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)


ΠΡΟΣΒΟΛΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ - ΑΡΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΒΟΛΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ - ΑΔΙΚΟΠΡΑΚΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΠΡΟΣΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΚΑΙ ΗΘΙΚΗ ΒΛΑΒΗ - ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΣΗ ΕΞΥΒΡΙΣΗΣ - ΠΡΟΣΒΟΛΗ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ ΝΕΚΡΟΥ - ΠΟΙΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΔΙΚΑΙΟΥΝΤΑΙ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΩΣ ΑΝΩ ΠΡΟΣΒΟΛΗ - ΑΥΤΟΤΕΛΕΣ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΤΩΝ ΣΤΕΝΩΝ ΣΥΓΓΕΝΩΝ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ (ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΩΣ ΤΟΥ ΑΝ ΕΙΝΑΙ ΚΛΗΡΟΝΟΜΟΙ ΤΟΥ) - Αγωγή για προσβολή προσωπικότητας του ενάγοντος από την εναγομένη - Ισχυρισμός ότι κατά το μνημόσυνο του συντρόφου του τον εξύβρισε με τις αναφερόμενες φράσεις θέλοντας να θίξει τον σεξουαλικό του προσανατολισμό - Αποκλεισμός αυτού από το μνημόσυνο - Ορθώς το Εφετείο δέχτηκς ότι η φράση "δεν σου είπα να μην ξαναέρθεις εδώ, δεν σου είπα να μην σε ξαναδώ μπροστά μου", που απηύθυνε κατά του αναιρεσείοντος η πρώτη αναιρεσίβλητη, δεν ήταν προσβλητική της τιμής του, ενώ ο αποκλεισμός του αναιρεσείοντος με την ως άνω φράση από το μνημόσυνο του επί 17 έτη ομόφυλου συντρόφου του αποτελούσε ευχέρεια των αναιρεσίβλητων, που το είχαν οργανώσει ως οι μόνοι εξ αδιαθέτου συγγενείς του θανόντος, δεδομένου ότι το μνημόσυνο τελείται μεν σε ιερό ναό, πλην όμως την επιλογή για το ποιοι θα κληθούν να συμμετάσχουν σ’ αυτή την ιεροπραξία την έχουν εκείνοι που είχαν την πρωτοβουλία να το τελέσουν - Αβάσιμοι οι λόγοι αναίρεσης (57, 59, 914, 932 ΑΚ, 365, 368, 361 ΠΚ)


Αριθμός 1293/2017 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

A2’ Πολιτικό Τμήμα 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αντώνιο Ζευγώλη, Ιωσήφ Τσαλαγανίδη, Γεώργιο Κοντό και Αβροκόμη Θούα, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 16 Ιανουαρίου 2017, με την παρουσία και της γραμματέως, Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Γ. Γ. του Λ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Σωτηρόπουλο. 
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Φ. Κ. του Σ., κατοίκου ... (...) Αττικής, 2) Σ. Κ. του Β. και 3) Α. συζύγου Σ. Κ., κατοίκου ... (...) Αττικής.
Ο 2ος αναιρεσίβλητος δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο. Οι 1η και 3η παραστάθηκαν με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Παναγιώτη Παπαλελούδη, ο οποίος δήλωσε ότι ο 2ος των αναιρεσίβλήτων απεβίωσε την 1η Φεβρουαρίου 2016, όπως προκύπτει από την από 2-2-2016 ληξιαρχική πράξη θανάτου του ... του Νομού Αττικής και άφησε κατά την ημέρα θανάτου του μόνους πλησιέστερους συγγενείς, σύμφωνα με το από 12-2-2016 πιστοποιητικό πλησιεστέρων συγγενών, τους: 1) Α. Κ. (3η αναιρεσίβλητη), 2) Φ. Κ. (1η αναιρεσίβλητη) και 3) Β. Κ., εκ των οποίων ο 3ος απεβίωσε στις 17-3-2009. Δυνάμει της υπ’ .../2016 έκθεσης αποποίησης κληρονομιάς του Ειρηνοδικείου Λαυρίου οι 1η και 3η αναιρεσίβλητες αποποιήθηκαν την κληρονομιά του αποβιώσαντος 2ου αναιρεσιβλήτου, ο οποίος τελικά κληρονομήθηκε από τα τέκνα της 1ης αναιρεσίβλητης: 1) Ρ. Σ. του Χ., 2) Α. - Σ. Σ. του Χ., τη γονική μέριμνα των οποίων έχει η 1η αναιρεσίβλητη και 3) Ε. Τ. του Ν., τη γονική μέριμνα του οποίου έχουν η 1η αναιρεσίβλητη και ο Ν. Τ., οι οποίοι συνεχίζουν τη βιαίως διακοπείσα δίκη και εκπροσωπούνται από τον ίδιο. 
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 11-6-2009 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος και τις δύο από 26-2-2010 αγωγές των ήδη αναιρεσιβλήτων και του ήδη αποβιώσαντος Σ. Κ., που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάσθηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3420/2013 του ίδιου Δικαστηρίου και 4107/2015 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. 
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 24-12-2015 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. 
Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Ιωσήφ Τσαλαγανίδης ανέγνωσε την από 5-1-2017 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθούν όλοι οι λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως. 
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η δίκη επί της από 24-12-2015 αιτήσεως του αναιρεσείοντος για αναίρεση της 4107/2015 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών νομίμως επαναλαμβάνεται, κατ’ άρθρο 290 ΚΠολΔ, μετά τη δήλωση του δικηγόρου Αθηνών Πάνου Παπαλελούδη, που καταχωρίσθηκε στα πρακτικά συνεδριάσεως του Δικαστηρίου τούτου, ότι ως πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων, γνωστοποιεί το θάνατο του δευτέρου τούτων Σ. Β. Κ., ο οποίος, όπως προκύπτει από την 10/1/2016 ληξιαρχική πράξη της ληξιάρχου του ..., απεβίωσε την 1-2-2016, με αποτέλεσμα τη βίαιη διακοπή της δίκης, και ότι οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του Α. Κ. (τρίτη αναιρεσίβλητη - σύζυγός του) και Φ. Κ. (πρώτη αναιρεσίβλητη - θυγατέρα του) αποποιήθηκαν την κληρονομία του με την ...-5-2016 δήλωση τούτων ενώπιον του Γραμματέα του Ειρηνοδικείου Λαυρίου, και περαιτέρω, ότι μετά την ως άνω αποποίηση μόνοι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του θανόντος είναι τα ανήλικα τέκνα της Φ. Κ., και συγκεκριμένα: α) η Ρ. Σ. του Χ., β) η Α. - Σ. Σ. του Χ., -τη γονική μέριμνα των οποίων έχει η πρώτη αναιρεσίβλητη λόγω του θανάτου του πατέρα τους Χ. Σ.-, και γ) ο Ε. Τ. του Ν., -τη γονική μέριμνα των οποίων έχουν η πρώτη αναιρεσίβλητη και ο δεύτερος σύζυγός της Ν. Τ.-, οι οποίοι και επαναλαμβάνουν εκουσίως τη δίκη.
Κατά το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως, αν το δικαστήριο της ουσίας παραβίασε κανόνα ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο, ελληνικό ή ξένο, εσωτερικό ή διεθνούς δικαίου.

Περαιτέρω, κατά μεν το άρθρο 57 ΑΚ, "Όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον ... Αξίωση αποζημίωσης σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες δεν αποκλείεται", κατά δε το άρθρο 59 του ίδιου Κώδικα "Στις περιπτώσεις των δύο προηγούμενων άρθρων το δικαστήριο με την απόφασή του, ύστερα από αίτηση αυτού που έχει προσβληθεί και αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, μπορεί επιπλέον να καταδικάσει τον υπαίτιο να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη αυτού που έχει προσβληθεί. Η ικανοποίηση συνίσταται σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα, ή σε οτιδήποτε επιβάλλεται από τις περιστάσεις".

Από το συνδυασμό των πιο πάνω διατάξεων προκύπτει ότι, επί προσβολής της προσωπικότητας και εφόσον αυτή είναι παράνομη, ο νόμος καθιερώνει αντικειμενική ευθύνη του προσβάλλοντος μόνο ως προς την αξίωση για την άρση της προσβολής, ενώ για την αξίωση αποζημίωσης, καθώς και για τη χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, εκείνου που έχει προσβληθεί, ο νόμος απαιτεί η προσβολή να είναι παράνομη και υπαίτια. Εξάλλου, κατά το άρθρο 914 ΑΚ, "Όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει", ενώ κατά το άρθρο 932 του ίδιου Κώδικα, "Σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του".

Περαιτέρω, σύμφωνα με την ΠΚ 361 παρ. 1 "Όποιος, εκτός από τις περιπτώσεις της δυσφήμησης (άρθρα 362 και 363), προσβάλλει την τιμή άλλου με λόγο ή με έργο ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, τιμωρείται... ". Αντικείμενο προσβολής είναι η τιμή και η υπόληψη του φυσικού προσώπου. Ο νόμος θεωρεί ως προστατευόμενο αγαθό την τιμή ή την υπόληψη του προσώπου, το οποίο είναι μέλος μιας οργανωμένης κοινωνίας και κινείται στα πλαίσια της συναλλακτικής ευθύτητας. Η τιμή του προσώπου θεμελιώνεται επί της ηθικής αξίας, η οποία πηγή έχει την ατομικότητα και εκδηλώνεται με πράξεις ή παραλείψεις. Δεν αποκλείεται στην έννοια του γεγονότος να υπαχθούν η έκφραση γνώμης ή αξιολογικής κρίσεως ακόμη δε και χαρακτηρισμός οσάκις αμέσως ή εμμέσως υποκρύπτονται συμβάντα και αντικειμενικά εκδηλωτικά στοιχεία, τα οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση συνιστούν προσβολή της προσωπικότητας, δηλαδή μόνον όταν συνδέονται και σχετίζονται με το γεγονός κατά τέτοιο τρόπο, ώστε ουσιαστικώς να προσδιορίζουν την ποσοτική και ποιοτική του βαρύτητα, άλλως μπορεί να αποτελούν εξύβριση κατά την ΠΚ 361.

Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 365 του ΠΚ με τον τίτλο "προσβολή της μνήμης νεκρού", όποιος προσβάλλει την μνήμη νεκρού με βάναυση ή κακόβουλη εξύβριση ή με συκοφαντική δυσφήμηση (άρθρο 363) τιμωρείται ..., κατά δε το άρθρο 368 παρ. 2 ΠΚ δικαίωμα να υποβάλουν έγκληση στην περίπτωση του άρθρου 365 έχουν ο σύζυγος που επέζησε και τα παιδιά του νεκρού, και αν αυτοί δεν υπάρχουν οι γονείς και οι αδελφοί αυτού. Τέλος, κατά το άρθρο 118 παρ. 1 ΠΚ το δικαίωμα έγκλησης ανήκει στον αμέσως παθόντα από την αξιόποινη πράξη, αν ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά με ειδική διάταξη. Από το συνδυασμό μεταξύ τους των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 368 παρ. 2 εδ. α’ ΠΚ πρόσωπα θεωρούνται ως άμεσα ζημιούμενα από την αξιόποινη πράξη του άρθρου 365 ΠΚ, η οποία αποβλέπει στην προστασία του αισθήματος της ευλάβειας στη μνήμη των νεκρών, το οποίο εύλογα υπάρχει με ζωηρότητα σ’ αυτά τα πρόσωπα, τους αναφερθέντες δηλαδή στενούς συγγενείς του συγκεκριμένου νεκρού, στους οποίους εύλογο είναι ότι τους παρέχεται από το νόμο, όχι μόνο το δικαίωμα της υποβολής της έγκλησης, αλλά και το συνακόλουθο δικαίωμα της παράστασής τους στην ποινική διαδικασία ως πολιτικώς εναγόντων, ώστε να μπορούν να ενεργούν πληρέστερα για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων τους, αφού από την αξιόποινη πράξη της προσβολής της μνήμης του στενού συγγενή τους νεκρού και όταν δεν προσβάλλεται με αυτή η τιμή ή υπόληψη αυτών των ιδίων, θίγονται και αυτά ευθέως στη σφαίρα ακριβώς του ζωηρού αυτού αισθήματος της ευλάβειας στη μνήμη του στενού συγγενούς τους νεκρού, που ανάγεται στον εσωτερικό τους κόσμο και συνεπώς βλάπτονται ηθικώς άμεσα παρά τον νόμο με την έννοια των άρθρων 914 και 932 ΑΚ (Ολ. ΑΠ 1769/1986 ΝοΒ 1987,225).

Επιπροσθέτως, σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της πιο πάνω διατάξεως του άρθρου 57 ΑΚ, "Αν η προσβολή αναφέρεται στην προσωπικότητα προσώπου που έχει πεθάνει, το δικαίωμα αυτό έχουν ο σύζυγος, οι κατιόντες, οι ανιόντες, οι αδελφοί και οι κληρονόμοι του από διαθήκη". Αντικείμενο της προστασίας του παραπάνω άρθρου είναι το δικαίωμα της προσωπικότητας, η οποία αρχίζει με τη γέννηση του ανθρώπου και τερματίζεται με το θάνατό του (ΑΚ 35). Παρά δε το ότι στην παραπάνω διάταξη του δευτέρου εδαφίου χρησιμοποιείται αδόκιμα η έκφραση "προσβολή στην προσωπικότητα προσώπου που έχει πεθάνει", κατά την κρατούσα στην ελληνική νομική φιλολογία άποψη και ορθή ερμηνεία της διατάξεως αυτής πρόκειται για προσβολή της μνήμης αποθανόντος. Τα πρόσωπα που ονομάζει το άρθρο 57 παρ. 1 εδ. β ΑΚ ασκούν δικό τους δικαίωμα (jure proprio) όταν ζητούν την άρση της προσβολής της μνήμης του νεκρού, προστατευτέο δε έννομο αγαθό με το άρθρο 57 ΑΚ είναι η προσωπικότητα των επιζώντων, οι οποίοι εμμέσως με την προσβολή της μνήμης του αποθανόντος προσβάλλονται ατομικώς είτε στη δική τους τιμή είτε στο συναίσθημα της στοργής και το καθήκον ευλαβείας προς τον αποθανόντα. Συνέπεια αυτού είναι, ότι το δικαίωμα των ως άνω προσώπων κρίνεται όχι επί τη βάσει των αρχών του κληρονομικού δικαίου, αλλά ως αυτοτελές που αποκτάται ανεξαρτήτως του αν γίνουν κληρονόμοι του αποθανόντος. Εξάλλου, και στην περίπτωση αυτή μπορεί επιπλέον να επιδικασθεί και χρηματική ικανοποίηση, κατά τη διάταξη του άρθρου 59 ΑΚ, για την ηθική βλάβη αυτών που έχουν προσβληθεί, εφόσον η προσβολή είναι παράνομη.

Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, κατά το ενδιαφέρον την προκειμένη αναιρετική διαδικασία μέρος, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "... Αναφορικά με το ... επεισόδιο, που ο ... Γ. Γ. (αναιρεσείων) ισχυρίζεται ότι συνέβη στις 3-5-2009, κατά τη διάρκεια του 40θήμερου μνημόσυνου του συντρόφου του, και συγκεκριμένα ότι συνοδευόμενος από τρεις φίλους του ιδίου και του ως άνω θανόντος, προσήλθε στον ... (...) Αττικής, προκειμένου να παρευρεθεί σ’ αυτό και ότι κατά την προσέλευσή του στον περίβολο του ναού, η Φ. Κ. (πρώτη αναιρεσίβλητη) απηύθυνε εναντίον του και ενώπιον των παρευρισκόμενων τις φράσεις "εξαφανίσου πουστάρα από εδώ" και "τι θες μωρή πουστάρα εδώ", με πρόθεση να προσβάλει την προσωπικότητά του και να τον μειώσει ηθικά αποκλειστικά λόγω του γενετήσιου προσανατολισμού του, οι καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων είναι πλήρως αντικρουόμενες.

Ειδικότερα, η εξετασθείσα στο ακροατήριο μάρτυρας του ενάγοντος Β. Ρ. κατέθεσε ότι μαζί με τον ενάγοντα είχαν εισέλθει στην εκκλησία και ότι η εναγομένη του είπε κάτι ψιθυριστά στο αυτί, εκείνος βγήκε έξω και στο προαύλιο ήλθε η εναγομένη και του απηύθυνε τη φράση "τι θες μωρή πουστάρα εδώ", με πρόθεση να τον εκδιώξει από το μνημόσυνο. Αντίθετα, ο μάρτυρας της εναγομένης κατέθεσε ότι ο ενάγων πήγε με τρεις φίλους του στο μνημόσυνο, οι οποίοι οι δύο ήταν έξω από την εκκλησία και ο άλλος μέσα και βρισκόταν ακριβώς δίπλα του, αρνούμενος το γεγονός της εξύβρισης, το οποίο δικαιολόγησε ότι έγινε για αντιπερισπασμό του ενάγοντος, διότι οι αντίδικοί του κατέθεσαν αγωγή εναντίον του ζητώντας τα έξοδα, που κατέβαλαν για την αφανή εταιρεία, και αμφισβήτησε την κατάθεση της ως άνω μάρτυρος του ενάγοντος, για την οποία κατέθεσε ότι πρώτη φορά την είδε στο δικαστήριο. Πρέπει να σημειωθεί ότι σε ερωτήσεις που της απευθύνθηκαν η μάρτυρας δεν θυμόταν την ακριβή τοποθεσία της εκκλησίας που μετέβη, την ακριβή ώρα του μνημόσυνου, την οποία προσδιόρισε μεταξύ 9 με 10 π.μ. και δεν θυμόταν τα ενδύματα που φορούσε ο ενάγων, καταθέτοντας ότι μάλλον ήταν μαύρα. Εξάλλου, και οι τρεις μάρτυρες του ενάγοντος, οι οποίοι όλοι πήγαν μαζί του στην εκκλησία και είναι όλοι φίλοι του κατέθεσαν πανομοιότυπα στις ... ένορκες καταθέσεις τους, ότι δηλαδή εισήλθαν όλοι στην εκκλησία και εκεί, όταν τους είδε η εναγομένη, τους είπε να τον πάρουν και να φύγουν έξω, ο δε μάρτυρας Ι. Λ. ότι "δεν σου είπα να μην ξαναέρθεις εδώ, δεν σου είπα να μην σε ξαναδώ μπροστά μου" και αφού βγήκαν έξω, εκεί τον εξύβρισε με τις ανωτέρω φράσεις. Οι μάρτυρες όμως ανταπόδειξης ... σαφώς κατέθεσαν ότι δεν δημιουργήθηκε κανένα επεισόδιο μεταξύ του ενάγοντος και της εναγομένης, ότι όλοι βρίσκονταν καθ’ όλη τη διάρκεια του μνημόσυνου και δεν είδαν κανένα επεισόδιο, ότι όλα είχαν κυλήσει ήσυχα, ενώ όλοι κατέθεσαν ότι η εναγομένη ήταν σε πολύ άσχημη ψυχολογική κατάσταση, που πέραν των τυπικών δεν μπορούσε να μιλήσει, ... ο δε μάρτυρας Ι. Α. ότι είδε τους διαδίκους να συνομιλούν, χωρίς κανένας να ακούει το περιεχόμενο της συνομιλίας τους και ότι οι λέξεις, που διατείνεται ο ενάγων ότι του απηύθυνε δεν ανταποκρίνονται στο ήθος και τον ευγενικό χαρακτήρα της εναγομένης, ενώ ο έτερος μάρτυρας Σ. Γ. εκθείασε τον ευγενικό χαρακτήρα της και κατέθεσε ακόμη ότι σε καμία περίπτωση δεν θα αμαύρωνε την μνήμη του αδελφού της, ξεστομίζοντας απαξιωτικές λέξεις ενώπιον τόσο πολύ κόσμου, που είχε έρθει να τιμήσει τη μνήμη του αδελφού της εντός του ιερού περιβόλου της εκκλησίας.

Το Δικαστήριο, εκτιμώντας όλες τις πλήρως αντικρουόμενες ως άνω καταθέσεις σε συνδυασμό με την εξέταση του διαδίκου (ενν. του αναιρεσείοντος), ο οποίος ουδέν κατέθεσε για την εξύβριση και προσβολή ενώπιον τρίτων της προσωπικότητάς του αναφορικά με το σεξουαλικό του προσανατολισμό, που ήταν και το διακύβευμα της αγωγής του και που πρωτίστως πέραν των άλλων έπρεπε να αναφέρει, αφού οι εξυβριστικές φράσεις που διατείνεται ότι του απηύθυνε η εναγομένη είναι αυτές που τον έθιξαν και τον προσέβαλαν και άσκησε την αγωγή του και όχι η αφανής εταιρεία που είχε με τον αποβιώσαντα και οι οικονομικές διαφορές σχετικά με αυτήν, που έχουν κριθεί από άλλα δικαστήρια, κρίνει ότι η εναγομένη απλώς του είπε "δεν σου είπα να μην ξαναέρθεις εδώ, δεν σου είπα να μην σε ξαναδώ μπροστά μου", και δεν τον εξύβρισε με τις λέξεις που αναφέρει, αφού αυτές, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, δεν μπορεί να ειπώθηκαν από την εναγομένη στα πλαίσια του μνημόσυνου του αδελφού της, και μάλιστα ενώπιον των φίλων του ενάγοντος, ενόψει αφενός μεν της άσχημης ψυχολογικής της κατάστασης αλλά και του γεγονότος ότι οι φράσεις αυτές έθιγαν και τον προσφάτως αποβιώσαντα αδελφό της, με τον οποίο ο τελευταίος συμβίωνε.

Εξάλλου, εάν είχε προσβληθεί τόσο βάναυσα η προσωπικότητά του με τις εξυβριστικές αυτές φράσεις, όπως διατείνεται, όταν απέστειλε μετά από 4 ημέρες, στις 7-5-2009, την εξώδικη γνωστοποίηση - διαμαρτυρία - πρόσκληση και δήλωσή του προς τους ... εξ αδιαθέτου κληρονόμους του θανόντος συντρόφου του, θα το ανέφερε σ’ αυτήν, επιφυλασσόμενος να ασκήσει τα νόμιμα δικαιώματά του, αφού συνέβη μετά από λίγες ημέρες, και κατόπιν θα ανέφερε σχετικά με τη λειτουργία της προαναφερόμενης αφανούς εταιρείας καθώς και τη συνέχιση ή μη της λειτουργίας της επιχείρησης - καταστήματος στα ... Αχαΐας, η οποία, όπως και αποδείχθηκε, ήταν αυτή που τον ενδιέφερε. ... Πρέπει να σημειωθεί ότι η εναγομένη δεν επέδειξε μετά το θάνατο του αδελφού της απρεπή και εξυβριστική συμπεριφορά σε βάρος του ενάγοντος, παρά την αντιδικία τους, αφού στον πρώτο που τηλεφώνησε, μόλις πληροφορήθηκε το θάνατο του αδελφού της, ήταν ο ενάγων, ο οποίος παραβρέθηκε και στην κηδεία, χωρίς όμως να δημιουργήσει κανένα επεισόδιο".

Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο δέχθηκε ότι η ως άνω φράση δεν συνιστά προσβολή της τιμής της προσωπικότητας του αναιρεσείοντος, και συνακόλουθα δέχθηκε το κεφάλαιο αυτό της εφέσεως της πρώτης αναιρεσίβλητης και απέρριψε την έφεση του αναιρεσίοντος κατά της αποφάσεως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, που είχε αποφανθεί αντιθέτως, και κατόπιν αυτού δέχθηκε εν μέρει την αγωγή της πρώτης αναιρεσίβλητης περί δυσφημήσεώς της και απέρριψε την αγωγή του αναιρεσείοντος, με την οποία ζητούσε την επιδίκαση χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης εξαιτίας της επικαλούμενης προσβολής της προσωπικότητάς του. Έτσι που έκρινε το Εφετείο, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε, και ειδικότερα τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 57, 59, 914 και 932 ΑΚ, σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 362, 363 ΠΚ, δεχόμενο ότι η φράση "δεν σου είπα να μην ξαναέρθεις εδώ, δεν σου είπα να μην σε ξαναδώ μπροστά μου", που απηύθυνε κατά του αναιρεσείοντος η πρώτη αναιρεσίβλητη, δεν ήταν προσβλητική της τιμής του. Ειδικότερα, ο αποκλεισμός του αναιρεσείοντος με την ως άνω φράση από το μνημόσυνο του επί 17 έτη ομόφυλου συντρόφου του αποτελούσε ευχέρεια των αναιρεσίβλητων, που το είχαν οργανώσει ως οι μόνοι εξ αδιαθέτου συγγενείς του θανόντος, δεδομένου ότι το μνημόσυνο τελείται μεν σε ιερό ναό, πλην όμως την επιλογή για το ποιοι θα κληθούν να συμμετάσχουν σ’ αυτή την ιεροπραξία την έχουν εκείνοι που είχαν την πρωτοβουλία να το τελέσουν, και συνακόλουθα ο διά ρητών φράσεων αποκλεισμός του αναιρεσείοντος από τη συμμετοχή του στο εν λόγω μνημόσυνο δεν συνιστούσε προσβολή της τιμής του. Κατά συνέπεια, ο από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ πρώτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, κατά το πρώτο μέρος του, με το οποίο ο αναιρεσείων υποστηρίζει τα αντίθετα, προβάλλοντας ότι υπάρχει κακή εφαρμογή του νόμου, γιατί η ως άνω φράση, που δέχθηκε το Εφετείο ότι ελέχθη εκ μέρους της πρώτης αναιρεσίβλητης, συνιστούσε προσβολή της τιμής του, αφού περιείχε άρνηση της ιδιότητάς του ως ομόφυλου συντρόφου του θανόντος και απαγόρευση συμμετοχής του σε μια ιδιαίτερη στιγμή, που εντάσσεται στον πυρήνα της οικογενειακής του ζωής, είναι αβάσιμος.

Ωσαύτως, ο ίδιος λόγος κατά το δεύτερο μέρος του, με το οποίο ο αναιρεσείων μέμφεται το Εφετείο ότι εφάρμοσε εσφαλμένα τα διδάγματα της κοινής πείρας για την εφαρμογή των ως άνω ουσιαστικού δικαίου κανόνων, είναι αβάσιμος. Ειδικότερα, επικαλείται αυτός ότι συνιστά εσφαλμένη εφαρμογή των διδαγμάτων της κοινής πείρας η κρίση ότι η άσχημη ψυχολογική κατάσταση της πρώτης αναιρεσίβλητης και η ομόφυλη σχέση του αδελφού της με τον αναιρεσείοντα την απέτρεψαν από το να εκστομίσει τις αναφερόμενες στην αγωγή του ύβρεις, και ότι τις παραδοχές αυτές χρησιμοποίησε το Εφετείο ως στοιχεία για να απορρίψει την αγωγή του ως αβάσιμη, παρά το ότι κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας η άσχημη ψυχολογική κατάσταση είναι μία από τις αιτίες για τις οποίες το άτομο παρεκτρέπεται, ενώ και οι ομόφυλες σχέσεις ενός προσώπου δεν είναι συνήθως αποδεκτές στο οικογενειακό του περιβάλλον. Ωστόσο, σύμφωνα με τις παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως, όπως εκτέθηκαν παραπάνω, το Εφετείο δεν στήριξε το αποδεικτικό του πόρισμα για τη μη εξύβριση του αναιρεσείοντος εκ μέρους της πρώτης αναιρεσίβλητης στην άσχημη ψυχολογική της κατάσταση κατά την ημέρα του μνημοσύνου του αδελφού της, αλλά στο σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίσθηκαν, και ως στοιχεία ενισχυτικά αυτής της κρίσεως επικαλέσθηκε την άσχημη ψυχολογική της κατάσταση κατά την ημέρα εκείνη σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ήταν η ίδια που είχε ενημερώσει τον αναιρεσείοντα για το θάνατο του αδελφού της, γνωρίζοντας τη μεταξύ τους σχέση. Κατά συνέπεια, η επίκληση των διδαγμάτων της κοινής πείρας δεν έγινε από το Εφετείο προς ερμηνεία ουσιαστικού κανόνα δικαίου, αλλά στα πλαίσια της εκτιμήσεως των αποδείξεων και προς ενίσχυση του αποδεικτικού του πορίσματος. Τέλος, δεν γίνεται επίκληση των διδαγμάτων της κοινής πείρας στην κρίση του Εφετείου ότι, αν πράγματι η πρώτη αναιρεσίβλητη είχε εξυβρίσει τον αναιρεσείοντα στις 3-5-2009, θα το είχε περιλάβει αυτός στην εξώδικη δήλωση που της απέστειλε μετά τέσσερις (4) ημέρες, και δεν θα περιοριζόταν να ασχολείται ο ίδιος μόνο με τα ζητήματα της αφανούς εταιρείας που είχε συστήσει με τον θανόντα αδελφό της, γιατί και η κρίση αυτή συνιστούσε επιχείρημα ενισχυτικό του αποδεικτικού του πορίσματος.

Σύμφωνα με το άρθρο 559 αρ. 8 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως ως "πράγματα" θεωρούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και άρα στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ενστάσεως ή αντενστάσεως ή λόγου εφέσεως. Αντιθέτως, δεν αποτελούν "πράγματα" η αιτιολογημένη άρνηση, οι ισχυρισμοί που αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, τα οποία συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων, καθώς και οι απαράδεκτοι ή αβάσιμοι κατά νόμο ισχυρισμοί, οι οποίοι δεν ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Εξάλλου, δεν στοιχειοθετείται ο λόγος αυτός αναιρέσεως, όταν το δικαστήριο έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό (ΑΠ Ολομ. 12/1991), γεγονός που συντρέχει στην τελευταία περίπτωση και όταν το δικαστήριο δέχθηκε ως αποδειχθέντα γεγονότα αντίθετα από εκείνα που συγκροτούν τον ισχυρισμό, οπότε τον αντιμετωπίζει και τον απορρίπτει εκ των πραγμάτων κατ’ ουσία.

Στην προκειμένη περίπτωση, με τον από το άρθρο 559 αρ. 8 ΚΠολΔ δεύτερο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως ο αναιρεσείων μέμφεται το Εφετείο ότι έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν από τους αναιρεσίβλητους στις αγωγές τους, και συγκεκριμένα το μεν ότι με τις λέξεις που φέρεται να χαρακτήρισε τον θανόντα είχε την πρόθεση να θίξει ατομικά την τιμή των δευτέρου και τρίτης τούτων, το δε ότι προσέβαλε τον θανόντα και με τη λέξη "αχαΐρευτο", που δεν περιλαμβανόταν στους αγωγικούς τους ισχυρισμούς. Ο λόγος είναι αβάσιμος, δεδομένου ότι το Εφετείο δέχθηκε ως προς το ζήτημα τούτο τα ακόλουθα: "... Ο Γ. Γ. (αναιρεσείων) στις 11-4-2009 το μεσημέρι προσήλθε στην οικία των εναγόντων (αναιρεσίβλητων) Σ. Κ. και Α. συζ. Σ. Κ. στην ... (...) Αττικής, προκειμένου να παραλάβει το σκύλο που του είχε χαρίσει ο εκλιπών. Εκεί φανερά οργισμένος, έχοντας την πρόθεση να θίξει την τιμή τους ατομικά αλλά και το συναίσθημα στοργής και το καθήκον ευλάβειας προς τον ... θανόντα, προσέβαλε ενώπιόν τους τη μνήμη του θανόντος Β. Κ., αποκαλώντας τον "αχαΐρευτο, άχρηστο, ψεύτη", ενώ απώθησε και το Σ. Κ., ο οποίος ακολούθως, λόγω και του προχωρημένου της ηλικίας του, έχασε την ισορροπία του και έπεσε στο έδαφος".

Συνεπώς, δέχθηκε το περιστατικό που επικαλούνταν αυτοί στην αγωγή τους ως προσβολή της μνήμης του τεθνεώτος τέκνου τους, για την οποία ο καθένας είχε ατομική αξίωση κατά του προσβαλόντος, σύμφωνα με τα όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη κατά την έρευνα του πρώτου λόγου της αιτήσεως αναιρέσεως, το γεγονός δε ότι το δικαστήριο δέχθηκε, πλην των προσβλητικών λέξεων που ανέφεραν αυτοί στην αγωγή τους για τον εκλιπόντα, και τη λέξη "αχαΐρευτο", δεν συνιστά διάφορο ισχυρισμό με αυτοτελή ύπαρξη, αλλά εντάσσεται στην εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού που προσκομίσθηκε από τους διαδίκους.
Συναφώς προς τα ανωτέρω και σύμφωνα με το άρθρο 562 παρ. 2 ΚΠολΔ, ο από το άρθρο 559 αρ. 14 ΚΠολΔ έκτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο ο αναιρεσείων μέμφεται το Εφετείο ότι παρά το νόμο δεν κήρυξε απαράδεκτη λόγω αοριστίας την αγωγή των δεύτερου και τρίτης των αναιρεσίβλητων, για το λόγο ότι δεν περιλαμβάνει σαφή και ειδική έκθεση των πραγματικών περιστατικών που του αποδίδονται ως εξυβριστική συμπεριφορά σε βάρος των δεύτερου και τρίτης των αναιρεσίβλητων, αλλά μόνο χαρακτηρισμούς και αξιολογικές κρίσεις, είναι προεχόντως απαράδεκτος.

Ειδικότερα, στην αίτηση αναιρέσεως δεν αναφέρεται ότι ο εναγόμενος - αναιρεσείων επικαλέσθηκε με την έφεσή του κατά της αποφάσεως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου τον ισχυρισμό αυτό ως στοιχείο της αοριστίας της αγωγής των δευτέρου και τρίτης των αναιρεσίβλητων. Αντιθέτως, μάλιστα, όπως προκύπτει από το δικόγραφο της εφέσεως του αναιρεσείοντος, αυτός ενώπιον του Εφετείου επικαλέσθηκε ως λόγους εφέσεως την εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και την κακή εκτίμηση των αποδείξεων και δεν επανέφερε με λόγο εφέσεως τον ισχυρισμό περί αοριστίας της αγωγής, που είχε προβάλει ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, με αποτέλεσμα να καθίσταται απαράδεκτος ο λόγος αυτός αναιρέσεως που στηρίζεται σε ισχυρισμό, ο οποίος δεν προτάθηκε νομίμως στο δικαστήριο της ουσίας, εφόσον δεν συντρέχει καμία από τις εξαιρέσεις, που αναφέρονται στο άρθρο 562 παρ. 2 ΚΠολΔ.

Ο εκ του άρθρου 559 αρ. 10 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως, ότι το δικαστήριο παρά το νόμο δέχθηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη, είναι αβάσιμος, αν από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι το δικαστήριο σχημάτισε την κρίση του από τα μνημονευόμενα σ’ αυτήν (απόφαση) αποδεικτικά μέσα (ΑΠ 772/2006).

Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο, όπως από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει, αφού έλαβε υπόψη τα αποδεικτικά μέσα της υπόθεσης (καταθέσεις μαρτύρων, ένορκες βεβαιώσεις και τα με επίκληση προσκομισθέντα έγγραφα), σχημάτισε την κρίση του και κατέληξε στο αποδεικτικό του πόρισμα, με το οποίο, μεταξύ άλλων, δέχθηκε όσα εκτέθηκαν παραπάνω αναφορικά με την προσβολή της μνήμης του τεθνεώτος τέκνου των δευτέρου και τρίτης των αναιρεσίβλητων και την έργω εξύβριση του δευτέρου αναιρεσίβλητου. Επομένως, το Εφετείο δεν δέχθηκε παρά το νόμο πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη και ο εκ του άρθρου 559 αρ. 10 ΚΠολΔ αντίθετος τρίτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως είναι αβάσιμος.

Σύμφωνα με το άρθρο 559 αριθ. 11 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει ή παρά το νόμο έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσκομίστηκαν ή δεν έλαβε υπόψη τα αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Εξάλλου, οι ένορκες βεβαιώσεις που έχουν ληφθεί στα πλαίσια άλλης προηγούμενης δίκης δεν συνιστούν ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, αλλά απλά έγγραφα που συνεκτιμώνται για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ακόμη και αν δεν έχουν τηρηθεί οι τασσόμενες γι’ αυτές διατυπώσεις (ΑΠ 554/2012).

Με τον τέταρτο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως και κατά το πρώτο μέρος ο αναιρεσείων μέμφεται το Εφετείο ότι παρά το νόμο έλαβε υπόψη ως δικαστικά τεκμήρια τις υπεράριθμες ένορκες βεβαιώσεις με αριθμούς ...2012, .../2011, ...2011, .../2011 και .../2011, που προσκόμισαν και επικαλέσθηκαν οι αναιρεσίβλητοι. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, εφόσον, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, το Εφετείο, αφού δέχθηκε ανέλεγκτα, ότι οι εν λόγω ένορκες βεβαιώσεις έχουν ληφθεί στα πλαίσια άλλων προηγούμενων μεταξύ των διαδίκων δικών, παραδεκτά τις έλαβε υπόψη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων. Ωσαύτως, ο ίδιος λόγος κατά το δεύτερο μέρος του, με το οποίο ο αναιρεσείων μέμφεται το Εφετείο ότι παρά το νόμο έλαβε υπόψη το από 24-4-2009 ανυπόγραφο εξιτήριο του ... Νοσοκομείου Αθηνών, το οποίο προσκομίσθηκε σε απλή φωτοτυπία, είναι απαράδεκτος, εφόσον το δικαστήριο για το σχηματισμό του δικανικού του πορίσματος, νομίμως λαμβάνει υπόψη και εκτιμά ελεύθερα, σύμφωνα με το άρθρο 270 παρ. 2 εδ. β’ ΚΠολΔ, όπως ίσχυε κατά το χρόνο εκδικάσεως της εφέσεως, και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, και τέτοια είναι, μεταξύ άλλων, και τα ανυπόγραφα έγγραφα, και κατά συνέπεια παραδεκτά το Εφετείο έλαβε υπόψη το ως άνω έγγραφο. Ο ίδιος λόγος κατά το τρίτο μέρος του, με το οποίο ο αναιρεσείων μέμφεται το Εφετείο ότι έλαβε υπόψη απόδειξη που δεν προσκομίστηκε, και ειδικότερα μία φωτογραφία που φέρεται να προσκόμισαν οι αναιρεσίβλητοι, παρά το ότι δεν την επικαλούνταν με τις προτάσεις τους, είναι απαράδεκτος λόγω αοριστίας, εφόσον δεν προσδιορίζεται στο αναιρετήριο, ποιον αυτοτελή ισχυρισμό των αναιρεσίβλητων, που είχε ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, δέχθηκε το Εφετείο με βάση την εν λόγω φωτογραφία.

Τέλος, με τον ίδιο λόγο κατά το τέταρτο μέρος του ο αναιρεσείων μέμφεται το Εφετείο, γιατί δεν έλαβε υπόψη την από 19-2-2010 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα των αναιρεσίβλητων Χ. Α. ενώπιον του Ειρηνοδίκη Καλαβρύτων, παρά το ότι την επικαλέσθηκε αυτός με τις προτάσεις του τόσο ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου όσο και ενώπιον του Εφετείου, και από την οποία προέκυπτε ότι στο μνημόσυνο του εκλιπόντος Β. Κ. σημειώθηκε φραστικό επεισόδιο στο προαύλιο της εκκλησίας μεταξύ του αναιρεσείοντος και της πρώτης αναιρεσίβλητης, και κατά συνέπεια ανατρεπόταν από το αποδεικτικό αυτό μέσο η ομόφωνη θέση των λοιπών μαρτύρων των αναιρεσίβλητων ότι δεν δημιουργήθηκε κανένα επεισόδιο μεταξύ τους καθ’ όλη τη διάρκεια του μνημοσύνου. Ο λόγος είναι αβάσιμος, εφόσον, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, η ένορκη αυτή βεβαίωση δεν έχει ληφθεί στα πλαίσια της παρούσας δίκης, αλλά με αφορμή άλλη δίκη μεταξύ των διαδίκων. Πράγματι οι αγωγές των αναιρεσίβλητων φέρουν ημερομηνία 26-2-2010 και κατατέθηκαν στη γραμματεία του αρμόδιου δικαστηρίου στις 15-3-2010, δηλαδή μετά ένα μήνα περίπου, αφότου δόθηκε η ως άνω ένορκη βεβαίωση. Κατά συνέπεια δεν αποτελούσε αυτή ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, ώστε να πρέπει να μνημονεύεται διακρινόμενη από τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, αλλά από την περιεχόμενη στην προσβαλλόμενη απόφαση βεβαίωση ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, σε συνδυασμό με τις σκέψεις και το σύνολο των αποδεικτικών αναλύσεων που περιέχει στο αιτιολογικό της, όπως εκτέθηκε παραπάνω κατά την εξέταση του πρώτου λόγου της αιτήσεως αναιρέσεως δεν καταλείπεται καμιά απολύτως αμφιβολία ότι το Εφετείο, για το σχηματισμό του αποδεικτικού του πορίσματος, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε μαζί με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα και την πιο πάνω ένορκη βεβαίωση ως έμμεση απόδειξη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να είναι υποχρεωμένο να κάνει ειδική μνεία ή χωριστή αξιολόγηση αυτής.

Ο από το άρθρο 559 αριθ. 12 ΚΠολΔ προβλεπόμενος λόγος αναιρέσεως της παραβίασης των ορισμών του νόμου σχετικά με τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας προσδίδει σε αποδεικτικό μέσο μεγαλύτερη ή μικρότερη αποδεικτική δύναμη από εκείνη που προσδίδει σ’ αυτό ο νόμος, ενώ δεν δημιουργείται ο λόγος αυτός όταν το δικαστήριο συνεκτιμώντας ελεύθερα τα αποδεικτικά μέσα, κατά το άρθρο 340 ΚΠολΔ, αποδίδει μεγαλύτερη ή μικρότερη βαρύτητα σ’ ένα από αυτά. Με τον πέμπτο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως ο αναιρεσείων αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από το άρθρο 559 αριθ. 12 ΚΠολΔ πλημμέλεια, επειδή το Εφετείο δεν προσέδωσε αυξημένη αποδεικτική δύναμη στο δημόσιο έγγραφο που προσκόμισαν οι αναιρεσίβλητοι, και ειδικότερα στο από 12-4-2009 δελτίο συμβάντων του Α.Τ. ..., από το οποίο προέκυπτε ότι δεν ήταν δυνατό να ευρίσκεται αυτός στην οικία των δευτέρου και τρίτης των αναιρεσίβλητων στις 15.30 της 11-4-2009, όπως αυτοί διατείνονται στην αγωγή τους, και κατά συνέπεια η αγωγή αυτή ως προς το κεφάλαιο που αφορά στην προσβολή μνήμης τεθνεώτος και την έργω εξύβριση του Σ. Κ. ήταν αόριστη.

Ωστόσο, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι το Εφετείο, απορρίπτοντας τον ισχυρισμό του αναιρεσείοντος ότι δεν υπήρξε επεισόδιο μεταξύ αυτού και των δευτέρου και τρίτης των αναιρεσίβλητων, δέχθηκε ότι αυτό έλαβε χώρα το μεσημέρι της 11-4-2009, χωρίς να προσδιορίζει την ακριβή ώρα, και ως ενισχυτικό της κρίσεώς του για την τέλεση του επεισοδίου επικαλείται το ως άνω δελτίο συμβάντων του Α.Τ. ..., από το οποίο προκύπτει ότι την 15.30 ώρα της ως άνω ημερομηνίας προσήλθε ο αναιρεσείων και εξέφρασε παράπονα κατά των Σ. και Α. Κ. για κατ’ έγκληση διωκόμενα εγκλήματα καθώς και για αστικής φύσεως διαφορές, ενώ περί ώρα 15.45 της ίδιας ημέρας προσήλθαν αυτοβούλως οι ως άνω εγκαλούμενοι, οι οποίοι επίσης εξέφρασαν παράπονα κατά του αναιρεσείοντος για κατ’ έγκληση διωκόμενα εγκλήματα καθώς και για αστικής φύσεως διαφορές.

Κατά συνέπεια, το Εφετείο δεν παρέκαμψε την αποδεικτική δύναμη του ως άνω δημοσίου εγγράφου, αναφέροντας μάλιστα το κύριο περιεχόμενό του, και συνακόλουθα ο σχετικός λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο ο αναιρεσείων διατείνεται ότι το Εφετείο, αποφεύγοντας να αναγνωρίσει ότι στις 15.30 της 11-4-2009 δεν βρισκόταν αυτός στην οικία του ζεύγους Κ., υιοθετώντας έτσι τον αγωγικό τους ισχυρισμό ότι το εν λόγω επεισόδιο έλαβε χώρα στις 15.30, παραβίασε την αποδεικτική δύναμη του ως άνω δημοσίου εγγράφου, είναι αβάσιμος.

Ο προβλεπόμενος από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως για παραμόρφωση εγγράφου συνίσταται στο διαγνωστικό λάθος της αποδόσεως από το δικαστήριο της ουσίας σε αποδεικτικό, με την έννοια των άρθρων 339 και 432 ΚΠολΔ, έγγραφο, περιεχομένου καταδήλως διαφορετικού από το αληθινό, εξαιτίας του οποίου καταλήγει σε πόρισμα επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα. Συνεπώς, δεν αποτελούν έγγραφα κατά την έννοια της διατάξεως αυτής και δεν ιδρύουν τον ως άνω αναιρετικό λόγο τα έγγραφα εκείνα που ενσωματώνουν άλλο επώνυμο αποδεικτικό μέσο, συνιστώντας τη γραπτή αποτύπωσή του, ταυτιζόμενα και μη δυνάμενα να διακριθούν από αυτό, όπως οι γνωμοδοτήσεις πραγματογνωμόνων ή προσώπων με ειδικές γνώσεις, τα πρακτικά και οι εισηγητικές εκθέσεις καθώς και οι ένορκες βεβαιώσεις που περιέχουν καταθέσεις μαρτύρων ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου (ΑΠ 7/2007).

Με τον από το άρθρο 559 αρ. 20 ΚΠολΔ έβδομο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως ο αναιρεσείων προβάλλει την αιτίαση ότι το Εφετείο παραμόρφωσε το περιεχόμενο της υπ’ αριθμ. .../19-3-2012 ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρα Ι. Λ., δεχόμενο ότι στην κατάθεσή του περιόρισε αυτός την επίθεση της πρώτης αναιρεσίβλητης στον αναιρεσείοντα μόνο στη φράση "δεν σου είπα να μην ξαναέρθεις εδώ, δεν σου είπα να μην σε ξαναδώ μπροστά μου", αποσιωπώντας πλήρως τη συνέχεια της καταθέσεως του ίδιου μάρτυρα, σύμφωνα με την οποία στο προαύλιο της εκκλησίας η ίδια προσέβαλε τον αναιρεσείοντα και με τις φράσεις "εξαφανίσου πουστάρα από εδώ" και "τι θες μωρή πουστάρα εδώ", παραμορφώνοντας έτσι το περιεχόμενο της ως άνω ένορκης βεβαιώσεως. Ο λόγος προεχόντως είναι απαράδεκτος, γιατί το αποδεικτικό αυτό μέσο δεν αποτελεί έγγραφο κατά την έννοια του άρθρου 559 αρ. 20 ΚΠολΔ. .........