Συνθετη Αναζητηση Νομοθεσιας - Νομολογιας

Νομοθεσία

Ζητήματα γενικού ποινικού δικαίου – Η έννοια της «πράξης» στο ποινικό δίκαιο – Η ειδική υπόσταση των εγκλημάτων – Οι αρνητικές προϋποθέσεις του ποινικού κολασμού μιας πράξης

 

Μελέτη Βασίλη Αποστολόπουλου, Δικηγόρου, Διαπιστευμένου Διαμεσολαβητή [LL.B ( Hons), LL.M (Queen Mary University of London), LL.M (City, University of London), LL.M (University of Southampton)]

 

Το «έγκλημα» και η «ποινή» ως οι δυο βασικοί πυλώνες στο Ελληνικό ποινικό δίκαιο/ Η αρχή της νομιμότητας

Το «έγκλημα» και η συνακόλουθη «ποινή» αποτελούν σταθερά τους δύο ακρογωνιαίους λίθους του ποινικού δικαίου. Κατά μία άποψη που έχει διατυπωθεί στη νομική θεωρία, το «έγκλημα», η αντικειμενική υπόσταση του οποίου, κατά το άρθρο 14 ΠΚ, πραγματώνεται με τη διενέργεια θετικής συμπεριφοράς , δηλαδή ανθρώπινης θετικής ενέργειας, από την οποία επέρχεται μια μεταβολή στον εξωτερικό κόσμο που γίνεται αισθητά αντιληπτή στο κοινωνικό περιβάλλον , αποτελεί κεντρικής σημασίας έννοια στο ποινικό δίκαιο επειδή αυτό είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την έννοια της «ποινής» που εκφράζει την έντονη αποδοκιμασία της πολιτείας, δηλαδή της έννομης τάξης, απέναντι στο πρόσωπο του δράστη. Για το σκοπό αυτό, στο ποινικό δίκαιο δεν υφίσταται «έγκλημα» χωρίς «ποινή», αλλά σε ένα δημοκρατικό καθεστώς ούτε «ποινή» χωρίς «έγκλημα». Διαπιστώνει, λοιπόν, κανείς ότι οι δύο αυτές έννοιες είναι τόσο αλληλένδετες μεταξύ τους, ώστε στην πραγματικότητα να μη μπορεί να υπάρξει η μία δίχως την άλλη. Η ως άνω παράγραφος συνοψίζεται στη θεμελιώδη αρχή του ποινικού δικαίου που προβλέπεται στο άρθρο 1 ΠΚ, αλλά, και στο άρθρο 7 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) ( «μη επιβολή ποινής χωρίς αδίκημα») , ενώ, ταυτόχρονα, εκφράζεται και ως συνταγματική επιταγή στο άρθρο 7 παρ. 1 του Συντάγματος ( «καμία ποινή χωρίς νόμο»).

Αναφορικά με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων Ανθρώπου, αξίζει να αναφερθεί πως αποτελεί μία από τις βασικές πηγές του Ελληνικού ποινικού δικονομικού δικαίου, δηλαδή της Ελληνικής ποινικής δικονομίας. Η δε παραβίαση,  από τα κράτη-μέλη, των θεμελιωδών αρχών που απορρέουν από αυτήν, καθώς και του ανεπαρκούς συστήματος απονομής δικαιοσύνης εντός των κρατών-μελών , οδηγεί πρόσωπα/ιδιώτες στο να προσφύγουν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων Ανθρώπου ( ΕΔΔΑ) με έδρα το Στρασβούργο. Για να προσφύγει, ωστόσο, ο ιδιώτης στο ΕΔΔΑ πρέπει, πρώτα,  να έχει εξαντλήσει όλα τα προβλεπόμενα ένδικα μέσα και βοηθήματα στην εσωτερική έννομη τάξη, τα οποία αποδείχθηκαν αναποτελεσματικά. Τέλος, αξίζει να αναφερθεί πως, το αίτημα του κάθε ιδιώτη, που καταφεύγει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων Ανθρώπου, λόγω παραβίασης οιασδήποτε εκ των αρχών, που καθιερώνονται με την ΕΣΔΑ, περιορίζεται αυστηρά σε αξίωση αποζημίωσης κατά του κράτους-μέλους μόνο και ποτέ κατά ιδιώτη, ενώ, για το ύψος της αποζημίωσης, η οποία άλλοτε είναι πλήρης και άλλοτε εύλογη, κάθε φορά κρίνει ad hoc το δικαστήριο.

Επανερχόμενος στην ως άνω θεμελιώδη αρχή της απαγόρευσης επιβολής ποινής άνευ νόμου, που επιβάλλεται από το ποινικό δίκαιο στο άρθρο 1 ΠΚ, η ίδια ως άνω αρχή επιβάλλεται, όπως εξηγήσαμε παραπάνω, και από την αντίστοιχη συνταγματική νομοθεσία, στο άρθρο 7 παρ. 1 του Συντάγματος, το οποίο καθιερώνει την «αρχή της νομιμότητας», που συνοψίζεται στο περίφημο “nullum  crimen nulla poena sine lege”.

Σύμφωνα με την αρχή αυτή , κανένα έγκλημα και καμία ποινή δεν επιβάλλεται χωρίς νόμο, ο οποίος να την είχε ορίσει/προβλέψει ρητά πριν από την τέλεση της πράξης ( ήτοι, η νομοθεσία να το είχε προβλέψει ρητά εκ των προτέρων). Η ως άνω αρχή εξειδικεύεται στις εξής ακόλουθες επιμέρους αρχές:

α) “nullum crimen nulla poena sine lege stricta”, σύμφωνα με την οποία ο ποινικός νόμος πρέπει να είναι γραπτός και ορισμένος. Τούτο σημαίνει πως, ουδεμία ποινή δύναται να επιβληθεί χωρίς την ύπαρξη σχετικής «γραπτής» ποινικής διάταξης, που να θεσπίζεται κατά τρόπο σαφή και συγκεκριμένο,  προσδιορίζοντας επακριβώς τόσο τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης ενός/κάθε εγκλήματος όσο και την επαπειλούμενη ποινή, χωρίς τη χρήση γενικών και αόριστων εκφράσεων,

β) “nullum crimen nulla poena sine lege praevia”, σύμφωνα με την οποία ο ποινικός νόμος, που προβλέπει το έγκλημα και ορίζει την ποινή, πρέπει να έχει τεθεί σε ισχύ πριν από την τέλεση του εγκλήματος, απαγορεύοντας την αναδρομική εφαρμογή κανόνων δικαίου για τη θεμελίωση ή επιβάρυνση του αξιόποινου. Κατ΄εξαίρεση, επιτρέπεται η αναλογική εφαρμογή, μόνο όταν ο ποινικός νόμος, που εφαρμόζεται αναδρομικά, είναι ηπιότερος, μειώνοντας ή εξαλείφοντας πλήρως το αξιόποινο, κατ΄άρθρο 2 ΠΚ,

γ) “nullum crimen nullum poena sine lege certa”, σύμφωνα με την οποία κάθε ποινικός νόμος είναι ρητός και δεν επιτρέπει την αναλογία μεταξύ των διαφόρων ποινικών διατάξεων. Τούτο σημαίνει πως, κάθε κανόνας δικαίου αφορά κάθε έγκλημα ξεχωριστά και δεν επιτρέπει την ανάλογη εφαρμογή ή τις εξομοιώσεις τους ενός με το άλλο για τη θεμελίωση ή επιβάρυνση  του αξιόποινου ή για να καλυφθούν κενά και παραλείψεις άλλων ποινικών διατάξεων.

 

Η έννοια της «πράξης», που πραγματώνει την αντικειμενική υπόσταση ενός εγκλήματος, στο γενικό ποινικό δίκαιο

Επανερχόμενος στους δύο βασικούς πυλώνες του ποινικού δικαίου, αξίζει να αναφερθεί πως γύρω από τις δυο ως άνω έννοιες, δηλαδή το «έγκλημα» και την «ποινή», διαρθρώνονται όλα τα εγκλήματα ως προς τη δομή τους. Ωστόσο, στην έννοια της πράξης, που συνιστά την εγκληματική συμπεριφορά, ως ένα από τα αναγκαία στοιχεία ενός εγκλήματος,  περιλαμβάνεται, κατά το άρθρο 14§2 ΠΚ, εκτός από την ύπαρξη θετικής ενέργειας και η παράλειψη ανθρώπινης συμπεριφοράς, δηλαδή μυικής αδράνειας ή αποχής του ανθρώπινου σώματος από ορισμένη κοινωνικώς προσδοκώμενη ενέργεια, που δεν προβλέπεται ρητά από το νόμο, αλλά συνιστά ιδιαίτερη νομική υποχρέωση του δράστη για την παρεμπόδιση του εγκλήματος. Τούτο, βέβαια, υπό τον όρο μόνο πως ο δράστης δύναται να ενεργήσει και να αντιληφθεί την κατάσταση που καθιστά την ενέργειά του ως νομικά ( και όχι απλώς ηθικά) επιβεβλημένη για την αποτροπή επέλευσης του εγκληματικού αποτελέσματος.

Τα εγκλήματα παράλειψης αποτροπής του εγκλήματος, καίτοι αποτελεί ιδιαίτερη νομική υποχρέωση του δράστη, για τα οποία, όμως, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, δεν υφίσταται ρητή περιγραφή του νόμου, ονομάζονται μη γνήσια εγκλήματα αποτελέσματος και περιγράφονται στο άρθρο 15 ΠΚ. Ο δράστης με την παράλειψη του οδηγεί νομοτελειακά σε ένα συγκεκριμένο άδικο αποτέλεσμα ( π.χ. αντί να σε δολοφονήσω με μαχαίρι, ως γιατρός, αν και είχα την ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να σε περιθάλψω, σε αφήνω αβοήθητο) με αποτέλεσμα η αδράνεια του δράστη να έχει ακριβώς την ίδια ποινική απαξία ωσάν το αποτέλεσμα να είχε προκληθεί με θετική ενέργεια.  Συνεπώς, τα δια της παραλείψεως τελούμενα εγκλήματα ενεργείας έχουν την ίδια ένταση και παράγουν το ίδιο άδικο με τα εγκλήματα ενεργείας, και, ως εκ τούτου, εξομοιώνονται πλήρως σε απαξία με τα εγκλήματα ενεργείας, κατ΄ αρθρο 14§2 ΠΚ. Επειδή δε οδηγούν στην παραγωγή ενός αξιόποινου αποτελέσματος αποτελούν, κατά κανόνα, εγκλήματα αποτελέσματος, η αντικειμενική υπόσταση των οποίων δεν εξαντλείται σε μια απλή συμπεριφορά, αλλά απαιτείται και η επέλευση ενός αποτελέσματος που να διακρίνεται νοητά, κατά τη μεταβολή που επιφέρει στον εξωτερικό κόσμο, από τη συμπεριφορά που το προκάλεσε, π.χ. ανθρωποκτονία του άρθρου 299 ΠΚ.

Τέλος, αξίζει να τονίσουμε  πως για να θεμελιωθεί η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση του υπαίτιου μιας παράλειψης πρέπει αυτή να είναι ειδική και όχι γενική, π.χ. η υποχρέωση του γονέα να σώσει, όχι οιονδήποτε, αλλά μόνο το τέκνο του από κίνδυνο ζωής και, επιπλέον, νομική ( και όχι ηθική, που εν προκειμένου είναι σχετικά αδιάφορο), χωρίς, δε, να απαιτείται σχετική ρητή πρόβλεψη από τον ποινικό νόμο , π.χ. η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση, όπως παρατέθηκε και πιο πάνω, του ιατρού ή της νοσοκόμας να περιθάλψουν τον ασθενή τους.

Ούτως ειπείν, πηγές ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης ενέργειας, που αποσκοπεί στην αποτροπή ενός αξιόποινου αποτελέσματος, αποτελούν είτε ο νόμος, π.χ. η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση των γονέων να φροντίζουν και να διατρέφουν τα παιδιά τους, είτε συμβάσεις μεγάλης χρονικής διάρκειας, π.χ. συμβάσεις με φαρμακοποιούς ή γιατρούς, είτε προγενέστερη επικίνδυνη ενέργεια του υπαίτιου της παράλειψης.

Ωστόσο, όταν ο ίδιος ο ποινικός νόμος, εξ αντιδιαστολής με τα όσα έχουμε αναφέρει έως τώρα σχετικά με τα ως άνω μη γνήσια εγκλήματα παραλείψεως, χρησιμοποιεί διατάξεις, που περιγράφουν ρητά την παράλειψη ως εγκληματική συμπεριφορά, τότε, έχουμε τα γνήσια εγκλήματα παράλειψης. Χαρακτηριστικά παραδείγματα γνήσιων εγκλημάτων παράλειψης συνιστούν η παράλειψη λύτρωσης από κίνδυνο ζωής, του άρθρου 307 ΠΚ, η παράλειψη έγκαιρης αναγγελίας στην αρχή, στην παρασιώπηση εγκλημάτων, κακουργήματος που μελετάται ή κακουργήματος που εκτελείται ήδη, κατ΄ άρθρο 232 ΠΚ και, η παράλειψη εκτέλεσης σύμβασης, υπό συνθήκες πολέμου ή επικείμενου πολέμου, για τις ανάγκες των πολεμικών δυνάμεων της πολιτείας, κατ΄ άρθρο 145 ΠΚ.

Τέλος, γνήσια εγκλήματα παράλειψης θεωρούνται, κατά κανόνα, τα εγκλήματα συμπεριφοράς, η αντικειμενική υπόσταση των οποίων εξαντλείται στη συμπεριφορά του δράστη, χωρίς την απαίτηση επέλευσης κάποιου αποτελέσματος, που να διακρίνεται νοητά από τη συμπεριφορά που επέφερε τη μεταβολή στον εξωτερικό κόσμο.

Επανερχόμενος στην έννοια της πράξης στο γενικό ποινικό δίκαιο, πρέπει να καταστεί σαφές ότι, η ύπαρξη μιας ποινικά ενδιαφέρουσας, για το νομοθέτη,  πράξης, συνιστά απαραίτητο όρο για τη θεμελίωση της ενοχής του δράστη και τη συνακόλουθη ποινή του. Τούτο σημαίνει, πως κάθε ανθρώπινη συμπεριφορά που δεν πραγματώνει τους όρους ενός εγκλήματος, είναι νομικώς αδιάφορη και δεν υφίσταται άδικο ούτε θεμελιώνεται ενοχή και, συνεπώς, αποκλείεται η επιβολή οιασδήποτε μορφής ποινής.

Ειδικότερα, στο άρθρο 14 ΠΚ, όπως ήδη αναπτύξαμε πιο πάνω, εξειδικεύεται η έννοια της αξιόποινης πράξης. Πράγματι έχει επιβληθεί με δογματική θεμελίωση από τη νομολογία του Αρείου Πάγου από το 1950 (χρόνος ενάρξεως ισχύος του ΠΚ) μέχρι σήμερα, ότι κατά την έννοια του άρθρου 14 ΠΚ, υπαίτιος διαπράξεως εγκλήματος είναι εκείνος, ο οποίος, όπως αναπτύχθηκε εκτενώς παραπάνω, με πράξη ή με παράλειψη, πραγμάτωσε την αντικειμενική υπόσταση συγκεκριμένου εγκλήματος ή και τρίτος, ως συνεργός, όταν με πρόθεση παρείχε τη συνδρομή του κατά τις διατάξεις των άρθρων 45 επ. ΠΚ.

Ως πράξη, νοείται εκούσια κοινωνικώς ενταγμένη ανθρώπινη εξωτερική συμπεριφορά προς έτερον, που αποτελεί εξωτερίκευση του εσωτερικού  κόσμου του δράστη με τη συμμετοχή του «εγώ» του, επιφέρουσα, όπως ήδη αναφέρθηκε, μεταβολή στον εξωτερικό κόσμο, που είναι αντίθετη προς τις απαγορεύσεις και τις επιταγές του ποινικού νόμου. Είναι σαφές, πως στο νομικό μας πολιτισμό, όπως ήδη θίξαμε, δεν εντάσσεται ποτέ στο πεδίο ρύθμισης του ποινικού νομοθέτη το τι είναι, τι αισθάνεται, τι φρονεί, τι πιστεύει και τι σκέφτεται κάποιος, δηλαδή τα εσωτερικά γεγονότα που διαδραματίζονται στον ψυχικό κόσμο του ατόμου, παρά μόνο το τι πράττει, που αποτελεί εξωτερικευμένη εκδήλωση της συνείδησης του.

Ούτως ειπείν, για την τυποποίηση μιας ποινικά ενδιαφέρουσας εγκληματικής πράξεως απαιτείται ορισμένη ανθρώπινη μυϊκή ενέργεια ή αδράνεια που εμφορείται από τη βούλησή του ατόμου και ενέχει, στην πλημμεληματική της μορφή, την εξωτερικευμένη περιφρόνηση του δράστη περί τη διαφύλαξη προσωποπαγών εννόμων αγαθών που προστατεύονται από τις ποινικές διατάξεις.

 

Η δομή ενός/κάθε εγκλήματος/Η έννοια της ειδικής υπόστασης των εγκλημάτων

α.1) Αντικειμενική υπόσταση

Κάθε έγκλημα αποτελείται από την αντικειμενική του υπόσταση, δηλαδή το σύνολο των πραγματικών περιστατικών που βρίσκονται στον εξωτερικό κόσμο και χρησιμοποιεί ο νομοθέτης για να περιγράψει ένα έγκλημα στο ποινικό δίκαιο. Αναγκαία στοιχεία που περιλαμβάνονται στην αντικειμενική υπόσταση ενός εγκλήματος συνιστούν το υποκείμενο του εγκλήματος, η εγκληματική συμπεριφορά που προσβάλει το νομικό αντικείμενο, δηλαδή το ξένο έννομο αγαθό, το νομικό αντικείμενο του εγκλήματος, που προστατεύεται από τις ποινικές διατάξεις, οι περιστάσεις και, τέλος, το εγκληματικό αποτέλεσμα. Από τα ως άνω αναγκαία αντικειμενικά στοιχεία ανήκοντα στον εξωτερικό κόσμο που συνθέτουν το έγκλημα και αναδεικνύουν τον άδικο χαρακτήρα της πράξης, τα πιο σημαντικά είναι το υποκείμενο του εγκλήματος και, η ίδια η πράξη, που συνιστά την εγκληματική συμπεριφορά. Ώστε, κάθε έγκλημα αποτελείται από την αντικειμενική του υπόσταση, που συνιστούν οι ως άνω αναγκαίες προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για να θεμελιωθεί το άδικο μιας συμπεριφοράς.

α.2) Υποκειμενική υποσταση

Ωστόσο, την αντικειμενική υπόσταση ενός εγκλήματος επικαλύπτουν τα υποκειμενικά στοιχεία του αδίκου, τα οποία συγκροτούν  την υπαιτιότητα που συνθέτει την υποκειμενική υπόσταση, δηλαδή το δόλο του δράστη, που αναφέρεται στο άρθρο 26 ΠΚ και μνημονεύεται ειδικά σε τι συνίσταται στο άρθρο 27 ΠΚ, ή, την αμέλεια, κατ΄ άρθρο 28 ΠΚ, ώστε να ενδεικνύεται ο καταλογισμός της πράξης. Συνεπώς, η υπαιτιότητα, ως υποκειμενικό στοιχείο του αδίκου, αφορά τον υποκειμενικό ψυχικό δεσμό ή σύνδεσμο του δράστη ενός εγκλήματος με την εγκληματική άδικη συμπεριφορά, άνευ της οποίας δεν αναγνωρίζεται αξιόποινη πράξη από το νομικό μας πολιτισμό. Για παράδειγμα, υποκειμενικά στοιχεία του αδίκου που επικαλύπτουν την αντικειμενική υπόσταση ενός εγκλήματος συνιστούν ο σκοπός παράνομης ιδιοποίησης του ξένου κινητού πράγματος από την κατοχή άλλου στην κλοπή του άρθρου 372 ΠΚ και, η απόφαση τέλεσης εγκλήματος στην απόπειρα του άρθρου 42 ΠΚ. Ειδικότερα, η κλοπή είναι έγκλημα σκοπού που έχει υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση, αφού δεν αρκεί η απλή υπαιτιότητα που συναντώ σε κάθε έγκλημα ( δόλος ή αμέλεια) αλλά απαιτείται επιπλέον σκοπός παράνομης ιδιοποίησης. Ο δράστης, πρέπει, μέσω της κλοπής, να στοχεύει στο να αποστερήσει οριστικά το πράγμα από τον ιδιοκτήτη ή κάτοχό του και να το ενσωματώσει στη δική του νομή και κατοχή, να το νέμεται σαν να ήταν αληθινός κύριος. Έγκλημα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση συνιστά και η απόπειρα κακουργήματος ή πλημμελήματος, αφού το υποκειμενικό στοιχείο του δόλου που επικαλύπτει την αντικειμενική της υπόσταση περιλαμβάνει τόσο την απόφαση τέλεσης του εγκλήματος, δηλαδή την εκδήλωση της εγκληματικής βούλησης του δράστη που κατατείνει στο τελειωμένο έγκλημα, έστω και εάν αυτό δεν πρόλαβε να ολοκληρωθεί, όσο, και, το ίδιο το ολοκληρωμένο έγκλημα.
Ώστε, το σύνολο των στοιχείων της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης, που περιγράψαμε πιο πάνω, συγκροτούν την έννοια της ειδικής υπόστασης κάθε εγκλήματος.

 

β) Η συνδρομή αρνητικών προυποθέσεων του ποινικού κολασμού μιας πράξης ( λόγοι άρσης του αδίκου, του καταλογισμού)

β.1) Στάδιο ελέγχου του αδίκου

Όταν πληρούνται τα αναγκαία στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης ενός εγκλήματος, κατ΄ αρχήν, η συμπεριφορά του δράστη, θεωρείται, ως άδικη. Είναι σαφές, ότι η πλήρωση των αντικειμενικών αναγκαίων στοιχείων ενός εγκλήματος, ενδεικνύει τον καταρχήν άδικο χαρακτήρα μιας συμπεριφοράς, εκτός εάν,  συντρέχουν οι αρνητικές προϋποθέσεις του ποινικού κολασμού μιας πράξης ( κάθε φορά θα εξετάζεται η υπόθεση ad hoc). Τούτο συμβαίνει όταν, αρχικά,  κατά τον έλεγχο του αδίκου, διαπιστώνεται η συνδρομή ενός εκ των γενικών λόγων άρσης του άδικου χαρακτήρα οποιουδήποτε εγκλήματος, που προβλέπονται στον ποινικό κώδικα, όπως:

(α) άρθρο 20 ΠΚ, δεν είναι άδικη η πράξη που αποτελεί ενάσκηση δικαιώματος ή εκπλήρωση καθήκοντος επιβεβλημένου από το νόμο,

β) άρθρο 21 ΠΚ, αίρεται το άδικο μιας κατ΄ αρχήν άδικης πράξης που υποχρεούται να εκτελέσει αρμόδιο υφιστάμενο όργανο ύστερα από παράνομη προσταγή που έλαβε, σύμφωνα, όμως, με τους νόμιμους τύπους, από αρμόδια αρχή, την τυπική νομιμότητα της οποίας δεν ήταν σε θέση να εξετάσει ( εκτός εάν, η παράνομη διαταγή αντιβαίνει εμφανώς στο Σύνταγμα, οπότε ο αποδέκτης της υποχρεούται να την αναφέρει στον προϊστάμενο του προστάξαντος, αρνούμενος να την εκτελέσει,

γ) άρθρο 22 ΠΚ, σύμφωνα με το οποίο μια καταρχήν άδικη πράξη δεν είναι τελειωτικά άδικη, όταν, ο δράστης, βρίσκεται σε κατάσταση άμυνας, δεχόμενος άδικη και παρούσα επίθεση, που γίνεται με ανθρώπινη ενέργεια ή παράλειψη ( στα γνήσια και μη γνήσια εγκλήματα παράλειψης) με πρόθεση ή από αμέλεια, η οποία στρέφεται κατά του ίδιου του αμυνόμενου ή άλλου παραβιάζοντας τους ποινικούς κανόνες και απειλώντας βλάβη ή διακινδύνευση στα έννομα αγαθά τους και στο πλαίσιο αντίδρασης προς υπεράσπιση του εαυτού του ή του άλλου, προβαίνει σε πράξη άδικη για να αποκρούσει την επίθεση αυτή προστατεύοντας υπέρτερο αγαθό/συμφέρον (έστω και εάν ο δράστης/αποδέκτης της επίθεσης έδωσε αφορμή, στην εις βάρος του επίθεση, με τη συμπεριφορά του).

Η ως άνω διάταξη, ωστόσο, δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση της υπέρβασης του αναγκαίου μέτρου της άμυνας, με συνέπεια, ο δράστης, να τιμωρείται με ποινή ελαττωμένη, κατά το μέτρο του άρθρου 83 ΠΚ , εάν η υπέρβαση έγινε με πρόθεση,  ή, με την ποινή του εξ αμελείας εγκλήματος, εάν η υπέρβαση έγινε από αμέλεια, κατά το άρθρο 23 ΠΚ. Σύμφωνα, ωστόσο, με το εδάφιο β΄ του ίδιου ως άνω άρθρου, αίρεται το δεοντολογικό στοιχείο του καταλογισμού και δεν τιμωρείται όποιος ξεπέρασε τα όρια της άμυνας εξαιτίας του φόβου ή της ταραχής που του προκάλεσε η άδικη επίθεση, αφού, εδώ,  η έκπληξη και η ψυχική πίεση που δοκιμάζει ο δράστης από την αιφνιδιαστική επίθεση που γίνεται εναντίον του είναι τόσο έντονη και μεγάλη, που αποκλείει τη δυνατότητα συμμόρφωσής του με το δίκαιο.

Δεν απαλλάσσεται από την ποινή, πάντως, όποιος προκάλεσε την επίθεση άλλου με σκοπό να διαπράξει εναντίον του αξιόποινη πράξη με το πρόσχημα της άμυνας, κατ΄ άρθρο 24 ΠΚ.

Ομοίως, δεν απαλλάσσεται από την ποινή, όποιος, πιστεύοντας εσφαλμένα, ότι βρίσκεται σε κατάσταση άμυνας, δεχόμενος υποθετική άδικη επίθεση, προβαίνει σε άδικη πράξη, με σκοπό να αποκρούσει την επίθεση αυτή, η οποία είναι ανύπαρκτη. Εδώ, πρόκειται για νομιζόμενη άμυνα, που συνιστά νομιζόμενο λόγο άρσης του αδίκου και όχι αληθινό, αφού ο δράστης, υπολαμβάνει εσφαλμένα, ότι συντρέχει στο πρόσωπό του νόμιμη άμυνα, που δικαιολογεί την άδικη συμπεριφορά του, ενώ στην πραγματικότητα δεν υφίσταται κάτι τέτοιο. Συνεπώς, ο δράστης αγνοεί, ότι με την άδικη συμπεριφορά του πραγματώνει τους όρους της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος και, ως εκ τούτου, τιμωρείται για άνευ συνειδήσεως αμέλεια, αφού η πλάνη του στα πραγματικά περιστατικά που συνθέτουν το έγκλημα, εξομοιώνεται με την πραγματική πλάνη του άρθρου 30§1 ΠΚ, που αποκλείει το δόλο και την ενσυνείδητη αμέλεια και τιμωρεί το έγκλημα εξ αμελείας και,

δ) άρθρο 25 ΠΚ, σύμφωνα με το οποίο αίρεται το άδικο μιας πράξης, όταν κάποιος, ευρισκόμενος σε κατάσταση ανάγκης, προκειμένου να αποτρέψει παρόντα και άλλως αναπότρεπτο κίνδυνο, που απειλεί τον ίδιο ή την περιουσία του ίδιου ή κάποιου άλλου χωρίς δική του υπαιτιότητα, προκαλεί βλάβη στα έννομα αγαθά άλλου. Τούτο, βέβαια, εφ' όσον το έννομο αγαθό που απειλήθηκε δεν μπορούσε να προστατευθεί διαφορετικά παρά μόνο με την ταυτόχρονη προσβολή του έννομου αγαθού που θυσιάστηκε. Εδώ, προϋπόθεση, για την άρση του αδίκου, συνιστά, η βλάβη που προκλήθηκε στον άλλο, να είναι κατά το είδος και τη σπουδαιότητα της, όμοια ή κατώτερη του επικείμενου κινδύνου, δηλαδή της απειλούμενης βλάβης.

Μόλις που χρειάζεται να τονισθεί ότι, οι διατάξεις του ως άνω άρθρου 23 ΠΚ, που αφορούν στην υπέρβαση της άμυνας, εφαρμόζονται αναλογικά και στην περίπτωση της κατάστασης ανάγκης του άρθρου 25 ΠΚ.

Μορφή, ωστόσο, κατάστασης ανάγκης υπό ευρεία έννοια, που αίρει τον άδικο χαρακτήρα μιας καταρχήν άδικης πράξης, συνιστά και η σύγκρουση δύο ή περισσοτέρων νομικών καθηκόντων, που βαρύνουν την ίδια χρονική στιγμή τον ίδιο φορέα, ο οποίος περιέρχεται σε τέτοια αδιέξοδη κατάσταση, ώστε η εκπλήρωση του ενός να είναι αδύνατη χωρίς την ταυτόχρονη προσβολή του άλλου. Ως παράδειγμα εδώ, μπορεί να παρατεθεί η περίπτωση του ιατρού, ο οποίος, αν και έχει ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να περιθάλψει δύο ή περισσότερους βαριά τραυματίες, που έχουν την ίδια χρονική στιγμή ανάγκη τη φροντίδα του, η αδιέξοδη κατάσταση, στην οποία έχει προφανώς περιέλθει τον εξαναγκάζει να περιθάλψει μόνο τον ένα εξ αυτών, με αποτέλεσμα οι υπόλοιποι τραυματίες να παραμείνουν αβοήθητοι και να αποβιώσουν. Εδώ, η ενέργεια του ιατρού, αν και πληροί τους όρους της αντικειμενικής υπόστασης της ανθρωποκτονίας με πρόθεση, του άρθρου 299 ΠΚ, δια παραλείψεως τελούμενη, κατ΄ άρθρο 14§2 ΠΚ, δεν θεωρείται άδικη και ο δράστης/ιατρός δεν τιμωρείται εξαιτίας της σύγκρουσης νομικών καθηκόντων. Παρόμοιο παράδειγμα σύγκρουσης νομικών καθηκόντων ενέργειας που αίρει τον άδικο χαρακτήρα μιας κατ΄αρχήν άδικης συμπεριφοράς αποτελεί και η περίπτωση του γονέα, ο οποίος βλέποντας και τα τρία τέκνα του να κινδυνεύουν να πνιγούν λόγω σφοδρής πλημμύρας, επιλέγει υποχρεωτικά να διασώσει μόνο το ένα εξ αυτών αφήνοντας τα άλλα δυο αβοήθητα.

Στο σημείο αυτό πρέπει να τονίσουμε πως, η ως άνω σύγκρουση νομικών καθηκόντων που αίρει το άδικο μπορεί να αφορά και σύγκρουση καθήκοντος ενέργειας με καθήκον παράλειψης, που συνιστά ειδική περίπτωση κατάστασης ανάγκης και ο έλεγχος του αδίκου γίνεται πάντοτε σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 25 ΠΚ.

Μόλις που χρειάζεται να τονισθεί ότι, όσα έχουμε αναφέρει έως τώρα αφορούν στο γενικό μέρος του ποινικού κώδικα, που αναφέρεται στους γενικούς λόγους άρσης το αδίκου οποιουδήποτε εγκλήματος. Ωστόσο, πέραν των ως άνω γενικών αρνητικών προϋποθέσεων, που περιέχονται στο γενικό μέρος και εφαρμόζονται σε οποιοδήποτε έγκλημα, ο ποινικός κώδικας περιλαμβάνει, στο ειδικό του μέρος, και κάποιους ειδικούς λόγους, οι οποίοι αίρουν τον άδικο χαρακτήρα ορισμένων μόνο εγκλημάτων, κατά κύριο λόγο, όταν πρόκειται να διαφυλαχθεί δικαιολογημένο συμφέρον από την παράνομη συλλογή, αξιοποίηση και επεξεργασία ιδιωτικών απορρήτων, όπως:

α) τη χρησιμοποίηση, εντός του αναγκαίου μέτρου, υπηρεσιακού απορρήτου, που παραβίασε υπάλληλος παραβαίνοντας τα καθήκοντά του, για την ικανοποίηση του δικαιολογημένου ενδιαφέροντος της ενημέρωσης της κοινής γνώμης, κατ΄ άρθρο 252§3 ΠΚ

β) την τεχνητή διακοπή εγκυμοσύνης που ενεργείται με τη συναίνεση της εγκύου ή αν είναι ανήλικη με τη συναίνεση ενός από τους γονείς της ή αυτού που ασκεί την επιμέλεια στις περιπτώσεις που ενδείκνυται να γίνει, κατά το άρθρο 304§4-5 ΠΚ,

γ) τις περιπτώσεις, στις οποίες οι προσβολές κατά της τιμής λόγω δυσμενών κρίσεων για επιστημονικές, καλλιτεχνικές ή επαγγελματικές εργασίες, δυσμενών εκφράσεων που περιέχονται σε έγγραφο δημόσιας αρχής για αντικείμενα που ανάγονται στον κύκλο της υπηρεσίας της, καθώς και εκδηλώσεων που γίνονται για την εκτέλεση νόμιμων καθηκόντων, την άσκηση νόμιμης εξουσίας ή για τη διαφύλαξη ( προστασία) δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον, θεωρούνται θεμιτές και, κατά συνέπεια, δεν αποτελούν άδικη πράξη, κατά το άρθρο 367 ΠΚ,

δ) τη χρήση ενώπιον οποιασδήποτε δικαστικής ή άλλης ανακριτικής αρχής του περιεχόμενου απόρρητης τηλεφωνικής επικοινωνίας και προφορικής συνομιλίας μεταξύ τρίτων ή μεταξύ του δράστη και άλλου χωρίς τη ρητή συναίνεση του τελευταίου ως αποδεικτικού μέσου, που αποκτήθηκε με υποκλοπή και αποτυπώθηκε σε υλικό φορέα αθέμιτα και παρανόμως, η οποία είναι επιτρεπτή για τη διαφύλαξη δικαιολογημένου συμφέροντος, το οποίο δεν μπορούσε να διαφυλαχθεί διαφορετικά, όπως, για παράδειγμα, την προστασία της τιμής και της υπόληψης αυτού του οποίου προσβάλλεται το απόρρητο της επικοινωνίας επειδή τα ως άνω έννομα αγαθά δεν μπορούσαν να διαφυλαχθούν με διαφορετικό τρόπο , κατ΄ άρθρο 304Α §4 ΠΚ, το οποίο αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 του Ν 3674/2008, αλλά ως προς το επιτρεπτό ή μη της χρήσης προϊόντος υποκλοπής ως αποδεικτικού μέσου σε σχετική δίκη ισχύουν τα ίδια όπως ακριβώς και πριν από τη θέσπιση του ως άνω νόμου και,

ε) την παραβίαση της υποχρέωσης τήρησης επαγγελματικής εχεμύθειας/απορρήτου, η οποία είναι επιτρεπτή και δεν τιμωρεί την πράξη, όταν ο υπαίτιος φανερώνει ιδιωτικά απόρρητα, τα οποία του εμπιστεύτηκαν ή τα έμαθε λόγω του επαγγέλματός του ή της ιδιότητάς του, αποβλέποντας στην εκπλήρωση καθήκοντός του ή στη διαφύλαξη έννομου ή για άλλο λόγο δικαιολογημένου ουσιώδους δημόσιου συμφέροντος ή του ίδιου ή κάποιου άλλου, το οποίο δεν μπορούσε να διαφυλαχθεί διαφορετικά, κατά το άρθρο 371§4 ΠΚ.

Τέλος, ειδικό λόγο άρσης του αδίκου αποτελεί και η συναίνεση ή η εικαζόμενη συναίνεση του παθόντος, που εφαρμόζεται κυρίως στο κατ΄ έγκληση διωκόμενο αδίκημα της σωματικής βλάβης της παραγράφου 2 του άρθρου 308, αλλά και στο αδίκημα της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας του άρθρου 381 ΠΚ, υπό τον όρο ότι η συναίνεση που δίνει ο παθών δεν αντιβαίνει στα χρηστά ήθη. Διευκρινίζεται, πάντως, ότι, η συναίνεση του παθόντος, που συνιστά λόγο άρσης του αδίκου, δεν εφαρμόζεται σε όλα ανεξαιρέτως τα κατ΄έγκληση διωκόμενα αδικήματα, κυρίως, δε, δεν εφαρμόζεται  στις αυτεπάγγελτα διωκόμενες αξιόποινες πράξεις. Σε κάθε περίπτωση, η συναίνεση μπορεί να λειτουργήσει ως λόγος άρσης του αδίκου μόνο εάν δόθηκε πριν από την τέλεση της πράξης και εάν ο δράστης γνώριζε ότι ο παθών συναινεί πριν προβεί στην πραγμάτωση των όρων της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος. Μόλις που χρειάζεται να αναφερθεί ότι, η συναίνεση που δίνει ο παθών υπό την ψυχολογική πίεση απειλής ή σε κατάσταση μέθης, δε συνιστά ποτέ λόγο άρσης του αδίκου.

Σε κάθε περίπτωση, εάν ο δράστης ξεκίνησε την εγκληματική του δράση γνωρίζοντας, μεν, ότι η πράξη του απαγορεύεται δικαιϊκά, αγνοώντας δε, ότι ταυτόχρονα συντρέχει λόγος άρσης του αδίκου, τότε, συντρέχει στο πρόσωπό του αγνοούμενη συναίνεση ( αγνοούμενος λόγος άρσης του αδίκου) και ο δράστης θα τιμωρηθεί με την ποινή του άρθρου 83 ΠΚ μειωμένη στο μισό λόγω ανάστροφης πραγματικής πλάνης (απρόσφορη απόπειρα), κατ΄ άρθρο 43 ΠΚ, αφού ο δράστης υπολαμβάνει ότι υφίστανται πραγματικά περιστατικά, που παραβιάζουν τους ποινικούς κανόνες, τα οποία στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν.

β.2) Διάγνωση μιας τελειωτικά καταλογιστής πράξης

Περαιτέρω, πέρα από τους λόγους άρσης του αδίκου, αρνητικές προϋποθέσεις του ποινικού κολασμού μιας πράξης, μπορεί να συνιστούν επίσης και οι διάφοροι λόγοι άρσης του καταλογισμού κατά τη ρητή περιγραφή του νόμου. Είναι σαφές ότι, μια κατ΄αρχήν άδικη πράξη, από μόνη της, όσο ειδεχθής και άδικη και αν είναι, κατά τον έλεγχο του αδίκου της οποίας δεν διαπιστώνονται λόγοι άρσης του άδικου χαρακτήρα αυτής, δεν αρκεί για τη θεμελίωση της ενοχής του δράστη και τη συνακόλουθη επιβολή σε αυτόν ποινικών κυρώσεων, έστω και εάν ο τελευταίος, κριθεί από το δικαστήριο ως επικίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια ( κάτι το οποίο αντιμετωπίζεται, εν προκειμένω, στο πλαίσιο επιβολής του αναγκαίου μέτρου φύλαξης σε δημόσιο θεραπευτικό κατάστημα, κατ΄ άρθρο 69 ΠΚ). Αντίθετα, για να υπάρξει ενοχή και δυνατότητα επιβολής ποινής, απαιτείται, επιπλέον, καταλογισμός σε ενοχή περί του αδικήματος στον πράξαντα. Κατ΄ ακολουθείαν, στο στάδιο αυτό ο έλεγχος της ποινικής ευθύνης, που ενδέχεται να υπέχει ο δράστης, κρίνεται στο επίπεδο της ικανότητας προς καταλογισμό λόγω δόλου ή αμέλειας, που συγκροτούν, όπως εξηγήσαμε πιο πάνω, τις δυο απαραίτητες προς θεμελίωση της ενοχής μορφές υπαιτιότητας του δράστη, ανάλογα με την απαίτηση του νόμου, ώστε να θεμελιωθεί μια τελειωτικά καταλογιστή πράξη. Τούτο προϋποθέτει την έρευνα της τυχόν συνδρομής των προβλεπόμενων εκ του νόμου λόγων που αποκλείουν τον καταλογισμό, όπως:

α)  κατά το άρθρο 34 ΠΚ, τη νοσηρή διατάραξη των πνευματικών ή ψυχικών λειτουργιών του δράστη, που συνιστά το βιολογικό στοιχείο της ικανότητας του προς καταλογισμό, ή, την αδυναμία αντίληψης των πράξεών του, ώστε να μπορεί να ενεργήσει σύμφωνα με την αντίληψή του για το άδικο αυτό, που συνιστά το δεοντολογικό/διανοητικό στοιχείο, δηλαδή τον περιορισμό της ικανότητας του δράστη να αντιληφθεί το άδικο της πράξης του και να συμμορφωθεί με τις περί αδίκου αξιολογήσεις του.
Από την εφαρμογή της ως άνω διάταξης, ωστόσο, εξαιρούνται οι περιπτώσεις υπαίτιας πρόκλησης ελαττωμένης ικανότητας προς καταλογισμό, δηλαδή υπαίτιας διατάραξης της συνείδησης του δράστη, ενώ βρίσκεται σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, με σκοπό τη διάπραξη μιας αξιόποινης πράξης, όπως προβλέπονται ρητά στις παραγράφους 1, 2 και 3 του άρθρου 35 ΠΚ και στην παράγραφο 2 του άρθρου 36 ΠΚ, π.χ. ο δράστης, προκειμένου να σκοτώσει κάποιον επειδή διστάζει, ενώ βρίσκεται σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, περιάγει τον εαυτό του σε κατάσταση υπαίτιας μέθης, με σκοπό να αποκτήσει θάρρος και να διαπράξει την ανθρωποκτονία. Εδώ, η ανθρωποκτονία θα του καταλογιστεί σαν να την τέλεσε με δόλο/πρόθεση εφ' όσον είχε δόλο στην διατάραξη της συνείδησης του, κατ΄ άρθρο 35§1 ΠΚ.
Σε κάθε άλλη περίπτωση, οι λόγοι απαλλαγής του δράστη από τον καταλογισμό εξαιτίας ελαττωμένης ικανότητας, που συνεπάγεται η μερική θόλωση των βασικών νοητικών, συνειδησιακών και συναισθηματικών του βιωμάτων προς το κοινωνικό περιβάλλον κατά την τέλεση του εγκλήματος, περιλαμβάνουν κάθε ψυχική νόσο, συμπεριλαμβανομένων και των οργανικών/εξωγενών ψυχώσεων, που οφείλονται σε λήψη τοξικών ουσιών, τις ψυχικές καταστάσεις στις οποίες ο δράστης του εγκλήματος τελεί σε βαριά κατάσταση συναισθήματος ή πάθους, τα εγκλήματα που τελούνται σε κατάσταση υπνηλίας ή υπερκόπωσης, οι οποίες μειώνουν σημαντικά την ικανότητα του δράστη προς διάγνωση του αδίκου και σχετική συμμόρφωση με το δίκαιο, καθώς επίσης και την κατανάλωση αλκοόλ, που οδηγεί το δράστη σε κατάσταση μέθης. Στην τελευταία περίπτωση, ωστόσο, διευκρινίζεται, ότι, όποιος, εκτός από τις περιπτώσεις του άρθρου 35 ΠΚ, με πρόθεση ή από αμέλεια, περιάγει τον εαυτό του σε κατάσταση πλήρους μέθης και επομένως κατά το άρθρο 34 ΠΚ πλήρους ανικανότητας προς καταλογισμό και σε αυτή την κατάσταση γίνεται υπαίτιος άδικης πράξης, η οποία σε διαφορετική περίπτωση θα του καταλογιζόταν ως κακούργημα ή πλημμέλημα, τιμωρείται με το άρθρο 193 ΠΚ. Σύμφωνα με την κρατούσα άποψη, πρόκειται για έγκλημα αφηρημένης διακινδύνευσης, το οποίο ο νομοθέτης τιμωρεί ούτως ή άλλως εξαιτίας και μόνο της επικινδυνότητας στη συμπεριφορά του δράστη, αφού, εδώ, ο κίνδυνος για το έννομο αγαθό δεν περιλαμβάνεται στην αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος που πρέπει να αποδεικνύεται και να αιτιολογείται ως προϋπόθεση του αξιοποίνου, αλλά τεκμαίρεται και εικάζεται αμάχητα από τον ποινικό νομοθέτη ότι υπάρχει, αρκεί η συμπεριφορά του δράστη να πληροί και τον εξωτερικό όρο του αξιοποίνου που είναι η τέλεση αξιόποινης πράξης σε επικίνδυνη κατάσταση υπαίτιας μέθης.
Επανερχόμενος στον ορισμό της ικανότητας προς καταλογισμό, μόλις που χρειάζεται να αναφερθεί ότι, μόνο εφ' όσον διαπιστωθεί η καταρχήν προϋπόθεση της συνδρομής του πρώτου βιολογικού στοιχείου, δηλαδή της νοσηρής διατάραξης των πνευματικών ή ψυχικών λειτουργιών του δράστη, δύναται ο εφαρμοστής του δικαίου να προχωρήσει στον έλεγχο της συνδρομής του δεύτερου δεοντολογικού στοιχείου, που αφορά τη δυνατότητα συνείδησης του αδίκου και σχετικής συμμόρφωσης του δράστη προς τις επιταγές της έννομης τάξης.
Διευκρινίζεται, πάντως, ότι απαραίτητη προϋπόθεση για την πλήρωση του δεύτερου δεοντολογικού στοιχείου του καταλογισμού, που θεμελιώνει την ενοχή του δράστη μιας αξιόποινης πράξης, συνιστά, η μη συμμόρφωση του τελευταίου με τις περί αδίκου αξιολογήσεις του, να είναι αποτέλεσμα όχι οιασδήποτε επιλογής αλλά μόνο μιας ελεύθερης επιλογής, σε κάθε, δε, περίπτωση να μην είναι αποτέλεσμα μιας επιλογής, για παράδειγμα, καταπιεσμένης. Τούτο σημαίνει ότι, ο δράστης αποφάσισε να πράξει, πραγματώνοντας τους όρους του εγκλήματος, καίτοι μπορούσε να πράξει διαφορετικά ( «άλλως δύνασθαι πράττειν»),

β) εξ αντιδιαστολής με την κατάσταση ανάγκης του άρθρου 25 ΠΚ που αίρει τον άδικο χαρακτήρα μιας πράξης, πρόσθετο λόγο αποκλεισμού του καταλογισμού συνιστά και η κατάσταση ανάγκης που προβλέπεται στο άρθρο 32 ΠΚ, σύμφωνα με το οποίο η πράξη παραμένει, μεν, άδικη, ωστόσο, αίρεται ο καταλογισμός. Όπως με την κατάσταση ανάγκης του άρθρου 25 ΠΚ, έτσι και εδώ, προϋπόθεση για την άρση του καταλογισμού συνιστά η απαραίτητη ύπαρξη επικείμενου και άλλως αναπότρεπτου κινδύνου, που να απειλεί τον πράττοντα ή την περιουσία του ιδίου ή συγγενούς του, ανιόντος ή κατιόντος ή αδελφού ή συζύγου του, ώστε να εξαναγκάζεται αυτός να προβεί στην πρόκληση βλάβης στον άλλον λόγω την πίεσης που του ασκεί η κατάσταση της έντονης συναισθηματικής του φόρτισης, αρκεί η βλάβη που προκλήθηκε στον άλλον να είναι κατά το είδος και τη σπουδαιότητα ανάλογη με τον επερχόμενο κίνδυνο (απειλούμενη βλάβη),

γ) πλήρη ανικανότητα προς καταλογισμό έχουν και οι κωφάλαλοι εγκληματίες, εφ' όσον δεν πληρούν το διανοητικό στοιχείο που είναι η απαιτούμενη πνευματική ικανότητα να αντιληφθούν το άδικο της πράξης τους και να συμμορφωθούν με τις περί αδίκου αξιολογήσεις τους, κατ΄ άρθρο 33 ΠΚ, εκτός εάν είχαν την ικανότητα να διακρίνουν το άδικο της πράξης τους, οπότε δεν συντρέχει περίπτωση ανικανότητας προς καταλογισμό και τιμωρούνται με ποινή ελαττωμένη του άρθρου 83 ΠΚ, ακριβώς και μόνο επειδή πληρούται το βιολογικό στοιχείο ότι είναι κωφάλαλοι, κατά την παράγραφο 2 του ίδιου ως άνω άρθρου,

δ) όσον αφορά την ποινική ανηλικότητα, οφείλουμε να διευκρινίσουμε ότι, σύμφωνα με το άρθρο 121 ΠΚ, ως ανήλικοι, για την εφαρμογή των διατάξεων του ποινικού κώδικα, νοούνται αυτοί που, κατά το χρόνο τέλεσης της αξιόποινης πράξης έχουν ηλικία μεταξύ του όγδοου και του δέκατου όγδοου έτους της ηλικίας τους συμπληρωμένων. Ειδικότερα, τα νήπια ως 8 ετών έχουν το ακαταλόγιστο και δεν μπορούν να υποβληθούν σε αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα ασφαλείας που προβλέπονται για τους ανηλίκους στα άρθρα 122 και 123, αντίστοιχα, του ποινικού κώδικα, αφού οι πράξεις τους δεν έχουν κανένα απολύτως ποινικό ενδιαφέρον. Αντίθετα, οι ανήλικοι 8-13 ετών είναι, μεν, ποινικώς ανεύθυνοι και, συνεπώς, οι αξιόποινες πράξεις που τελούν δεν τους καταλογίζονται, ωστόσο, στην περίπτωση τους επιβάλλονται τα ως άνω αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα ασφαλείας ( και μόνο), κατά το άρθρο 126 ΠΚ. Σύμφωνα, δε, με το ίδιο ως άνω άρθρο, οι ανήλικοι, που κατά το χρόνο τέλεσης μιας αξιόποινης πράξης, έχουν συμπληρώσει το δέκατο τρίτο έως δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας τους, εκτός από την επιβολή σε αυτούς των ως άνω αναμορφωτικών ή θεραπευτικών μέτρων, μπορεί, αν κρίνεται αναγκαίο, να τους επιβληθεί και ποινικός σωφρονισμός κατά το άρθρο 127 ΠΚ, μέσω ειδικών σωφρονιστικών νόμων που προβλέπουν περιορισμό σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων. Στο πλαίσιο της τελευταίας προσεγγίσεως, διευκρινίζεται ότι, κατά το ίδιο ως άνω άρθρο, οι ανήλικοι που τέλεσαν μια αξιόποινη πράξη, η οποία, αν την τελούσε ενήλικος, θα του καταλογιζόταν ως κακούργημα απειλούμενο με την ποινή της ισόβιας κάθειρξης, δεν τιμωρούνται ποτέ για κακουργηματική δράση , αλλά ως πλημμέλημα, μέσω του ως άνω συστήματος σωφρονισμού και της αυξημένης προστασίας ανηλίκων.

Σύνοψη της έννοιας της «πράξης» στο γενικό ποινικό δίκαιο/Οι εξωτερικοί όροι του αξιοποίνου

Ολοκληρώνοντας, για την τυποποίηση της ποινικής υπόστασης μιας «εγκληματικής πράξης», την έννοια της οποίας, ο ποινικός νομοθέτης, εξειδικεύει, όπως αναπτύξαμε πιο πάνω, στο άρθρο 14 ΠΚ, απαιτείται μια ορισμένη, αξιολογικώς ουδέτερη, εκούσια, κοινωνικώς ενταγμένη εξωτερική ανθρώπινη συμπεριφορά προς έτερον, με ενέργεια ή παράλειψη, που να αποτελεί έκφραση του εσωτερικού κόσμου του δράστη, δυνάμενη να ελεγχθεί από τη συνείδησή του και η οποία να επιφέρει μια μεταβολή στον εξωτερικό κόσμο, ενέχουσα α) την αδιαφορία και την περιφρόνηση του ( δράστη) για τη διαφύλαξη των ξένων εννόμων αγαθών και το αληθές νόημα αυτής ( της πράξης του δράστη) στο κοινωνικό περιβάλλον, β) την ανάγκη συνδρομής αποδοχής ( από το δράστη) του επερχόμενου εγκληματικού αποτελέσματος, γ) τον άδικο χαρακτήρα αυτής, δ) τον καταλογισμό της (άδικης πράξης) στον πράξαντα, ε) την πρόβλεψη του αδικήματος από τους ποινικούς νόμους πριν από την τέλεση ( της πράξης) , καθώς και στ) τη συνδρομή αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της πράξης του δράστη και του επελθόντος εγκληματικού αποτελέσματος.


......... (για την συνέχεια της μελέτης πατήστε εδώ).