Συνθετη Αναζητηση Νομοθεσιας - Νομολογιας

Νομοθεσία

Δικανικές Σκέψεις στο πλαίσιο της Ποινικής Δικονομίας, επ΄ αφορμή της Αρχής της Αναζήτησης της Ουσιαστικής Αλήθειας (καθώς και επιμέρους δικονομικών ζητημάτων που απορρέουν ή σχετίζονται με αυτήν) /Σκοπός και Ιδιότητες της Ποινικής Δικονομίας.

 

Μελέτη Βασίλη Αποστολόπουλου, Δικηγόρου, Διαπιστευμένου Διαμεσολαβητή [LL.B (Hons), LL.M (Queen Mary University of London), LL.M (City, University of London), LL.M (University of Southampton)]

 

1) Ορισμός Ποινικής Δικονομίας

Το Δικονομικό Ποινικό Δίκαιο συγκροτούν το σύνολο των κανόνων του δικαίου που διέπουν την ποινική διαδικασία στο σύνολό της, αποβλέποντας στην εξέταση και τη βεβαίωση όχι μόνο της ενοχής, αλλά και της αθωότητας του κατηγορουμένου, ώστε στα πλαίσια της δίκαιης διαδικασίας, που ρυθμίζεται από τους ως άνω κανόνες, και απονομής της ορθής ποινικής δικαιοσύνης, το δικαστήριο, το οποίο έχει την τελική κρίση, να κρίνει αν θα πρέπει να εφαρμοσθούν οι από τον Ποινικό Κώδικα προβλεπόμενοι κυρωτικοί κανόνες.

Συνεπώς, η Ποινική Δικονομία διακρίνεται από την κατά δικανική μορφή πραγμάτωση των οικείων κανόνων δικαίου του Ουσιαστικού Ποινικού Δικαίου, που περιγράφουν επακριβώς τόσο τα στοιχεία των αξιόποινων πράξεων, όσο και τις επαπειλούμενες επ' αυτών ποινές, αποσκοπώντας στην παρεμπόδιση της διάπραξης των εγκλημάτων και, ωσαύτως, στην κοινωνική ειρήνευση και σταθερότητα........

 

2) Η Αλληλεξάρτηση μεταξύ των Συγγενών Κλάδων του Δικαίου του Ουσιαστικού Ποινικού Δικαίου και του Δικονομικού Ποινικού Δικαίου

Το ποινικό δικονομικό δίκαιο, ως παρεπόμενος συγγενής κλάδος με εξυπηρετικό του ουσιαστικού ποινικού δικαίου χαρακτήρα αποτελεί το λογικά ύστερο. Οι δε ως άνω ουσιαστικοί κανόνες που, στο πλαίσιο εξάλειψης και καταστολής του εγκλήματος ( ενν. πραγμάτωσης του ουσιαστικού ποινικού δικαίου), περιγράφουν και προσδιορίζουν, κατά τα προειρημένα, επακριβώς τόσο τα αναγκαία αντικειμενικά στοιχεία των αξιόποινων πράξεων, όσο και τις προϋποθέσεις του αξιόποινου, το λογικά πρότερο. Τούτο σημαίνει, ότι δίχως τη συνδρομή πραγμάτωσης της ειδικής αντικειμενικής υπόστασης ενός εγκλήματος, οι δικονομικοί κανόνες στερούνται νοήματος κ΄ εφαρμογής και, ως εκ τούτου, δεν έχουν λόγο ύπαρξης. Για τον λόγο αυτό, στο ελληνικό ποινικό σύστημα, αλλά και σε κάθε δημοκρατικό καθεστώς, άνευ ποινικού δικαίου δεν υφίσταται και λόγος ύπαρξης της ποινικής δικονομίας, αφού, όπως αναπτύξαμε παραπάνω, οι ουσιαστικοί ποινικοί κανόνες ενεργοποιούνται δια των δικονομικών διατάξεων. Διαπιστώνει, λοιπόν, κανείς, ότι ανάμεσα στους δυο ως άνω συγγενείς κλάδους του δικαίου υφίσταται άμεση συνάφεια και συνεπώς δε δύναται να υπάρξει η μια δίχως την άλλη.....

 

3) Η ανωτέρω Κατά Δικανική Μορφή Πραγμάτωση του Ουσιαστικού Ποινικού Δικαίου ως ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της Ποινικής Δικονομίας

Πράγματι, την παραπάνω διαπίστωση αβίαστα συνάγει και το γεγονός, ότι οι δικονομικές διατάξεις, που συνιστούν θεμέλιο της θεωρίας της επιστήμης της ούτως αποκαλουμένης “ποινικής δογματικής”, αποσκοπούν στην κατά τα προειρημένα δικανική μορφή πραγμάτωση του ουσιαστικού ποινικού δικαίου. Η δε κατά δικανική ρύθμιση της παραπάνω πραγμάτωσης επιτελείται, όπως θίξαμε και παραπάνω, με την κοινωνική «αχρήστευση» του δράστη του εγκλήματος, ο οποίος περιέρχεται σε δεινή θέση εξαιτίας της κοινωνικής αδράνειας στην οποία υποβάλλεται με τη λήψη εναντίον του όλων των μέτρων και των δευτερευόντων κυρωτικών κανόνων που αντιστοιχούν στο έγκλημα και προβλέπονται από τις διατάξεις του Ποινικού Κώδικα και τους άλλους ειδικούς ποινικούς νόμους......

 

4) Συνταγματικά Κατοχυρωμένες Θεμελιώδεις Δικονομικές Αρχές

Τούτου λεχθέντος, στο πλαίσιο της ερμηνείας στο χώρο του ουσιαστικού ποινικού δικαίου, ο ποινικός δικαστής, αλλά, έμμεσα, και ο ποινικός νομοθέτης πρώτα και κύρια οφείλουν να εμμένουν στις ακλόνητες και αδιασάλευτες δικαιοκρατικές αρχές που γίνονται δεκτές σήμερα από όλες τις ευρωπαϊκές και παγκόσμιες ποινικές νομοθεσίες, αλλά συνδέονται και με τη συνταγματική νομοθεσία των κρατών, όπως το θεμελιώδες αξίωμα/αρχή της νομιμότητας - καθώς και των επιμέρους αρχών στις οποίες αυτή εξειδικεύεται...........

 

5) Η αρχή της Ηθικής Απόδειξης ή Σύστημα Ελεύθερης Εκτίμησης των Αποδεικτικών Μέσων που καθιερώνει το Άρθρο 177 ΚΠΔ.

Εν πρώτοις, η ποινική διαδικασία συνιστά κρατική διαδικασία, η οποία βρίσκεται σε άμεση συνάφεια με την εγκεκριμένη αντεγκληματική πολιτική, την οποία εφαρμόζει η Πολιτεία. Στο πλαίσιο αυτό, όλοι οι αρμόδιοι δημόσιοι φορείς που επιλαμβάνονται της ποινικής διαδικασίας υποχρεούνται από τις δικονομικές διατάξεις να ευθυγραμμίζονται με την αρχή της αναζήτησης της “ουσιαστικής αλήθειας”.

Συναφής με τη συγκεκριμένη αρχή είναι η αρχή της ηθικής απόδειξης ή σύστημα ελεύθερης εκτίμησης του αποδεικτικού υλικού, που θεσμοθετεί το άρθρο 177 ΚΠΔ. Καθώς, το σύστημα που εγκαθιδρύει στην ποινική διαδικασία το άρθρο 177 ΚΠΔ είναι αυτό της ελεύθερης εκτίμησης των αποδείξεων, οι δικαστές εκτιμώντας τα αποδεικτικά στοιχεία δεν είναι υποχρεωμένοι να συμμορφώνονται με το σύστημα νομικών κανόνων απόδειξης, αλλά είναι ελεύθεροι να αποφασίζουν κατά την πεποίθησή τους, ακολουθώντας τη φωνή της συνείδησής τους και οδηγούμενοι από την απροσωπόληπτη κρίση που προκύπτει από τις συζητήσεις και που αφορά την αλήθεια των πραγματικών γεγονότων, την αξιοπιστία των μαρτύρων και την αξία των άλλων αποδείξεων. (Άλλωστε, για τον σκοπό αυτό και, στο πλαίσιο της αρχής που επιβάλλει στους δικαστές και τους εισαγγελείς, σε κάθε στάδιο της ποινικής δίκης, την υποχρέωση αμερόληπτης κατά τα παραπάνω αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας, ο εισαγγελέας, για παράδειγμα, οφείλει, όπως αναφέρθηκε και ανωτέρω, να κλητεύει στο ακροατήριο όλους τους ουσιώδεις μάρτυρες κατηγορίας και υπεράσπισης, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 326, 327 ΚΠΔ)..........

 

6) Η Αρχή της Αιτιολογίας ως απόρροια της Αρχής της Αναζήτησης της Ουσιαστικής Αλήθειας

Καθώς, όμως, το ανωτέρω σύστημα της ελεύθερης εκτίμησης των αποδείξεων διέπεται από την αρχή της αιτιολογίας των ποινικών αποφάσεων, η αποδοχή ή η απόρριψη του παραπάνω αποδεικτικού υλικού πρέπει να αιτιολογείται ειδικά και εμπεριστατωμένα, σύμφωνα με τις γενικές αρχές των άρθρων 139 ΚΠΔ και 93 παρ. 3 του Συντάγματος, που επιβάλλουν την ως άνω αιτιολόγηση επί ποινή ακυρότητας. Ειδικότερα, το άρθρο 139 ΚΠΔ ρητά αναφέρει, ότι οι δικαστικές αποφάσεις και τα βουλεύματα, καθώς και οι διατάξεις του ανακριτή και του εισαγγελέα, πρέπει να αιτιολογούνται ειδικά και εμπεριστατωμένα, ενώ η καταδικαστική απόφαση και το παραπεμπτικό βούλευμα πρέπει να αναφέρουν και τον αριθμό του εφαρμοστέου ποινικού νόμου. Προς τούτο δε, ρητά ορίζει στο εδ. β΄, ότι μόνη η επανάληψη της διατύπωσης του νόμου δεν αρκεί για να ικανοποιήσει την ως άνω αρχή της αιτιολογίας. Με παρόμοιο τρόπο, η συνταγματική νομοθεσία ορίζει στο άρθρο 93 παρ. 3, ότι κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, απαγγέλλεται δε σε δημόσια συνεδρίαση.............

 

7) Η Αρχή του Σεβασμού και της Προστασίας της Αξίας και της Αξιοπρέπειας του Ανθρώπου

Από τα ανωτέρω συνάγεται, ότι σύμφωνα με το άρθρο 177 ΚΠΔ, οι ποινικοί δικαστές δεν είναι υποχρεωμένοι να ακολουθούν νομικούς κανόνες αποδείξεων, αλλά μπορούν και πρέπει να ερευνούν σε βάθος όλα τα αποδεικτικά στοιχεία που συντείνουν στην αποκάλυψη της ουσιαστικής αλήθειας και την ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Ωστόσο, εύλογα ερωτήματα γεννώνται σχετικά με τα όρια της ελευθερίας που παρέχει στους δικαστές η ως άνω αρχή της ηθικής απόδειξης, όταν στο παραπάνω πλαίσιο αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας, κάποια αποδεικτικά μέσα έχουν αποκτηθεί μέσω αντίστοιχων παραβιάσεων άλλων, συνταγματικά κατοχυρωμένων, καθοριστικών, θεμελιακών δικαιωμάτων του κατηγορούμενου πολίτη.......

 

8) Το Δικαίωμα στη Χρηστή Απονομή Δικαιοσύνης, η οποία συνεπάγεται την συνταγματικά κατοχυρωμένη «Αρχή της Ισότητας των Όπλων»

Τέλος, απόρροια της ανωτέρω αρχής της προστασίας και του σεβασμού της αξίας του ανθρώπου είναι το δικαίωμα κάθε προσώπου να δικασθεί δικαίως, δημόσια και εντός λογικής προθεσμίας, υπό δικαστηρίου το οποίο συγκροτείται από ανεξάρτητα και αμερόληπτα κρατικά όργανα απονομής δικαιοσύνης, τα οποία θα αποφασίσουν με ευθυκρισία επί του βασίμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως. Το ανωτέρω δικαίωμα του κατηγορουμένου θεμελιώνει η αρχή της δίκαιης δίκης, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, διασφαλίζοντας την τελεσφόρο υπεράσπιση του κατηγορουμένου, τηρουμένων των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων που πηγάζουν από το δίκαιο, το οποίο ρυθμίζει την υφιστάμενη έννομη σχέση μεταξύ των δικαστικών λειτουργών και των λοιπών παραγόντων που συγκροτούν την ποινική δίκη......


Δείτε περισσότερα εδώ.