Συνθετη Αναζητηση Νομοθεσιας - Νομολογιας

Νομοθεσία

ΕΝΟΡΚΕΣ ΒΕΒΑΙΩΣΕΙΣ – ΙΔΙΑΙΤΕΡΟ ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΟ ΜΕΣΟ – ΑΠΑΙΤΕΙΤΑΙ ΕΙΔΙΚΗ ΜΝΕΙΑ ΣΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΟΤΙ ΕΛΗΦΘΗΣΑΝ ΥΠ' ΟΨΗ

 

Απόφαση 268 / 2018    (Α1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)


ΕΝΟΡΚΕΣ ΒΕΒΑΙΩΣΕΙΣ – ΙΔΙΑΙΤΕΡΟ ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΟ ΜΕΣΟ – ΑΠΑΙΤΕΙΤΑΙ ΕΙΔΙΚΗ ΜΝΕΙΑ ΣΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΟΤΙ ΕΛΗΦΘΗΣΑΝ ΥΠ' ΟΨΗ – Εν προκειμένω η προσβαλλομένη έλαβε υπόψη (και) την παραπάνω ένορκη βεβαίωση με τη ρητή αναφορά ότι «από τις με αριθμ. ..., .../2013 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων του ενάγοντα (αναιρεσείοντος) ..», από την οποία, σε συνδυασμό και με όλο το περιεχόμενο αυτής δεν καταλείπεται καμία αμφιβολία περί του ότι (και) η εν λόγω ένορκη βεβαίωση, έχει ληφθεί υπόψη για τη διαμόρφωση του αποδεικτικού πορίσματος – Απόρριψη λόγου (421, 422 ΚΠολΔ)


Αριθμός 268/2018 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Α1’ Πολιτικό Τμήμα 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Λέκκα Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αθανάσιο Καγκάνη - Εισηγητή, Αλτάνα Κοκκοβού, Ιωάννη Μπαλιτσάρη και Αγγελική Τζαβάρα, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ, δημόσια στο ακροατήριό του, στις 4 Δεκεμβρίου 2017, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Κ. Σ. του Γ., κατοίκου ..., ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Νικολάου Καλαντζή και κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσιβλήτου: R. (Ρ.) K. (Κ.) του L. (Λ.), κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Άνθιμο Μπόκο και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 8/7/2009 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. 
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1956/2014 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 1742/2016 του Εφετείου Αθηνών. 
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 12/8/2016 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. 
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος της αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παράγραφος 3 του Συντάγματος προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος απ’ αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευσή της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή του (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία Ολ. ΑΠ 1/1999). Δεν υπάρχει όμως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες. Εξάλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος προτάσεως προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες (Ολ. ΑΠ 861/1984). Δηλαδή, μόνο το ότι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς, και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Τα επιχειρήματα δε του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν "αιτιολογία" της απόφασης, ώστε στο πλαίσιο της ερευνώμενης διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 19 να επιδέχεται αυτή μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, ενώ δεν δημιουργείται ο ίδιος λόγος αναίρεσης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ ούτε εξαιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων, οπότε ο σχετικός λόγος αναίρεσης απορρίπτεται ως απαράδεκτος (ΑΠ 1703/2009, ΑΠ 1764/2007, ΑΠ 1008/2007, ΑΠ 346/2006).

Με τον πρώτο λόγο της αναιρέσεως προβάλλεται από τον αναιρεσείοντα η, από το άρθρο 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, αιτίαση με την επίκληση ότι η προσβαλλομένη απέρριψε ως αβάσιμο το, προς επίρρωση του αγωγικού ισχυρισμού αυτού (αναιρεσείοντος), περί καταρτίσεως μεταξύ του ιδίου και της αναιρεσιβλήτου συμβάσεως δανείου (και όχι δωρεάς), προβληθέν, επιχείρημά του "ότι η ερημοδικία της τελευταίας (αναιρεσιβλήτου) κατά τη συζήτηση της (από 16.10.2008) κατ’ αυτής αιτήσεως περί χορηγήσεως άδειας εγγραφής προσημειώσεως υποθήκης αποτελεί ουσιαστική παραδοχή του γεγονότος της οφειλής του αντιδίκου", δεχθείσα με ανεπαρκή αιτιολογία, ότι η ερημοδικία της αναιρεσιβλήτου κατά τη συζήτηση της παραπάνω αιτήσεως οφείλεται στο γεγονός ότι αυτή δεν έλαβε γνώση της δικασίμου καθόσον ο ενάγων (αναιρεσείων) επέδωσε τα δικόγραφα γνωρίζοντας ότι η εναγομένη (αναιρεσίβλητη) δεν διέμενε πλέον στη διεύθυνση της οδού ...".

Ο λόγος αυτός κρίνεται απορριπτέος ως απαράδεκτος καθόσον τα προς θεμελίωσή του επικαλούμενα, ως αναφερόμενα σε επιχειρήματα των διαδίκων και του δικαστηρίου της ουσίας σχετικά με την εκτίμηση των αποδείξεων, δεν μπορούν, κατά τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, να ιδρύσουν την παραπάνω, από το άρθρο 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, προβαλλόμενο αναιρετικό λόγο.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 11 περ. γ ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο, παρά το νόμο, δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Καμιά ωστόσο διάταξη δεν επιβάλλει την ειδική μνεία και τη χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, αλλά αρκεί η γενική μνεία των κατ’ είδος αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη (μάρτυρες, έγγραφα, πραγ/νη, ένορκες βεβαιώσεις κ.λ.π.). Μόνο αν από τη γενική ή και ρητή ακόμη αναφορά, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης, δεν προκύπτει, κατά τρόπο αναμφίβολο (Ολ. ΑΠ 2/2008) ή κατ’ άλλη έκφραση, αδιστάκτως βέβαιο (Ολ. ΑΠ 13-14-15/2005), ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο, στοιχειοθετείται ο από το άρθρ. 559 περ. 11γ’ αναιρετικός λόγος (ΑΠ 577/2015, ΑΠ 87, 483, 495, 1461/13).

Με το δεύτερο λόγο της αναιρέσεως προβάλλεται από τον αναιρεσείοντα η, από το άρθρο 559 αρ. 11 γ’ ΚΠολΔ, αιτίαση με την επίκληση ότι, παρά το νόμο, η προσβαλλομένη απόφαση δεν έλαβε υπόψη, κατά τη διαμόρφωση του αποδεικτικού της πορίσματος, την προς απόδειξη του αγωγικού, περί δανείου, ισχυρισμού μετ’ επικλήσεως προσκομισθείσα από τον ίδιο υπ’ αριθμ. .../10.10.2013 ένορκη, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών, βεβαίωση.

Ο λόγος αυτός κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος αφού, από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι, η τελευταία έλαβε υπόψη (και) την παραπάνω ένορκη βεβαίωση με τη ρητή αναφορά ότι "από τις με αριθμ. ..., .../2013 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων του ενάγοντα (αναιρεσείοντος)....Π. Κ. και L. C. αντίστοιχα...." από την οποία, σε συνδυασμό και με όλο το περιεχόμενο αυτής (προσβαλλομένης αποφάσεως), δεν καταλείπεται καμία αμφιβολία περί του ότι (και) η εν λόγω ένορκη βεβαίωση, έχει ληφθεί υπόψη για τη διαμόρφωση του αποδεικτικού πορίσματος. Πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι, η δια του ερευνόμενου λόγου προβαλλομένη περαιτέρω αιτίαση ότι από το παραπάνω αποδεικτικό μέσο συνάγεται αντίθετο πόρισμα από εκείνο που δέχθηκε η προσβαλλομένη απόφαση κρίνεται απαράδεκτη καθόσον, με την επίκλησή της, πλήττεται η ανέλεγκτη, κατά το αριθ. 561 παρ. 1 ΚΠολΔ, αναιρετικά αξιολόγηση και εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων (ΑΠ 609/13, ΑΠ 495/13, ΑΠ 1127/13).

Κατ’ ακολουθίαν όλων των ως άνω αναφερθέντων και ενόψει της μη προβολής άλλου αναιρετικού λόγου προς έρευνα, πρέπει ν’ απορριφθεί στο σύνολό της, η ένδικη αίτηση αναιρέσεως, να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο (αρ. 495§4 ΚΠολΔ) και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσιβλήτου (άρθρα 176 και 186 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ 

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την (από 12.8.2016 και με αριθμ. Καταθ. ...2016) αίτηση αναίρεσης της 1742/2016 τελεσιδίκου αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσιβλήτου από δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 15 Ιανουαρίου 2018.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 5 Φεβρουαρίου 2018.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ