Συνθετη Αναζητηση Νομοθεσιας - Νομολογιας

Νομοθεσία

ΘΑΝΑΤΟΣ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΧΕΙΡΙΣΜΟ ΒΑΡΕΟΣ ΜΗΧΑΝΗΜΑΤΟΣ – ΣΥΝΤΡΕΧΟΝ ΠΤΑΙΣΜΑ ΘΑΝΟΝΤΟΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΡΟΚΛΗΣΗ ΤΗΣ ΖΗΜΙΑΣ – ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΜΗ ΕΠΑΡΚΗ ΓΝΩΣΗ ΤΗΣ ΧΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΜΗΧΑΝΗΜΑΤΟΣ –– ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗΣ ΓΙΑ ΨΥΧΙΚΗ ΟΔΥΝΗ

Α.Π. 115/2019 (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)


ΘΑΝΑΤΟΣ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΧΕΙΡΙΣΜΟ ΒΑΡΕΟΣ ΜΗΧΑΝΗΜΑΤΟΣ – ΣΥΝΤΡΕΧΟΝ ΠΤΑΙΣΜΑ ΘΑΝΟΝΤΟΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΡΟΚΛΗΣΗ ΤΗΣ ΖΗΜΙΑΣ – ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΜΗ ΕΠΑΡΚΗ ΓΝΩΣΗ ΤΗΣ ΧΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΜΗΧΑΝΗΜΑΤΟΣ – ΟΙ ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΟΝΤΕΣ ΑΝ ΚΑΙ ΓΝΩΡΙΖΑΝ ΤΗΝ ΜΗ ΕΠΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ ΤΟΥ ΘΑΝΟΝΤΟΣ ΕΠΕΤΡΕΠΑΝ ΣΕ ΑΥΤΟΝ ΝΑ ΧΕΙΡΙΖΟΝΤΑΙ ΤΟΝ ΤΟΡΝΟ – ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗΣ ΓΙΑ ΨΥΧΙΚΗ ΟΔΥΝΗ Ασαφείς αιτιολογίες ως προς το ζήτημα της συνυπαιτιότητος του θανόντος και του ποσοστού αυτής, τούτο δε, διότι, ενώ αρχικώς εδέχθη ότι ο θανών είχε εκπαιδευθεί από τον δεύτερον αναιρεσείοντα και εγνώριζε τον χειρισμό του τόρνου και τους συνεπαγομένους κινδύνους, εν συνεχεία, διέλαβε ότι ο θανών δεν είχε επαρκείς γνώσεις ως προς τον χειρισμό του τόρνου και ότι οι αναιρεσείοντες, αν και εγνώριζαν τούτο, του επέτρεψαν, να χειρίζεται τον τόρνο, δεχόμενο αντιφατικώς προς τις προαναφερθείσες παραδοχές ότι ο θανών δεν είχε ως προς τον χειρισμό του τόρνου επαρκείς γνώσεις, ούτε επαρκή εμπειρία, ούτε είχε εκπαιδευθεί αρκούντως αλλά μόνον στοιχειωδώς και οι αναιρεσείοντες, οι οποίοι εγνώριζαν την ανεπιτηδειότητά του, έπρεπε να προβλέψουν το ατύχημα – Βάσιμος ο λόγος αναίρεσης (300, 914, 932 ΑΚ)


Αριθμός 115/2019

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

B2' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Πηνελόπη Ζωντανού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Θεόδωρο Τζανάκη, Νικόλαο Πιπιλίγκα, Σοφία Τζουμερκιώτη και Λουκά Μόρφη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 29 Μαΐου 2018, με την παρουσία και της Γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων - καθών η κλήση: 1) ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία "... Ο.Ε." που εδρεύει στο ... και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) Κ. Δ. του Ι., ομόρρυθμου εταίρου και διαχειριστή της ως άνω ομόρρυθμης εταιρείας, και 2) Μ. Δ. του Ι. , ομόρρυθμου εταίρου της ως άνω ομόρρυθμης εταιρείας, κατοίκων ... (εκ της εργασίας τους), οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Δημήτριο Βερβεσό, που κατέθεσε προτάσεις. Των αναιρεσιβλήτων - καλούντων: Α. 1) Τ. χήρας Β. Μ. , το γένος Ι. Κ. , κατοίκου ... , ατομικά και ως ασκούσας την γονική μέριμνα και επιμέλεια της ανήλικης κόρης της Π. Μ. του Β. και της ανήλικης και αβάπτιστης κόρης της, 2) Ι. Κ. του Κ., 3) Π. συζ. Ι. Κ. , το γένος Α. Ρ. , αμφοτέρων κατοίκων ... , Β. 1) Δ. Η. Μ. , κατοίκου ... , 2) Α. Ο. του Β. , πρώην συζ. Δ. Μ. , κατοίκου ... , 3) Η. Μ. του Δ. , κατοίκου ... , 4) Α. Μ. του Δ. , κ... και 5) Φ. Μ. του Δ. , κατοίκου ... . Ο Δ. Μ. (Β.1) παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σπυρίδωνα Τσιώτα και οι λοιποί εκπροσωπήθηκαν από τον ίδιο ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο τους, που κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 15/3/2011 αγωγή των Α)1ης, 2ου, 3ης των ήδη αναιρεσιβλήτων - καλούντων και του Κ. Κ. που δεν είναι διάδικος στη δίκη αυτή και την από 9/5/2011 αγωγή των Β1ου, 2ης, 3ου, 4ου και 5ου των ήδη αναιρεσιβλήτων που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1491/2013 του ίδιου Δικαστηρίου και 4042/2014 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησαν οι αναιρεσείοντες με την από 25/11/2014 αίτησή τους, επί της οποίας εκδόθηκε η 605/2017 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, που κήρυξε απαράδεκτή τη συζήτηση. Η υπόθεση επαναφέρεται με την από 28/12/2017 κλήση των καλούντων. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Λουκάς Μόρφης ανέγνωσε την από 1/4/2016 έκθεση της κωλυομένης αν μετάσχει στη σύνθεση Αρεοπαγίτου Δήμητρας Κοκοτίνη, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή του δεύτερου λόγου αναίρεσης κατά το πρώτο σκέλος (από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. και μόνο λόγω αντιφατικών αιτιολογιών) και την απόρριψη των πρώτου και δεύτερου λόγου κατά τα λοιπά. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη τους.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Επειδή, με την υπό κρίση από 25ης Νοεμβρίου 2014 αίτηση διώκεται η αναίρεση της υπ' αριθμόν 4042/2014 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Η πρώτη των αναιρεσιβλήτων Τ. χήρα Β. Μ. , δι' εαυτήν ατομικώς και ως ασκούσα την γονική μέριμνα των ανηλίκων τέκνων της Π. Μ. του Β. και Β. Μ. του Β. , οι δεύτερος και τρίτη των αναιρεσιβλήτων Ι. Κ. του Κ. και Π. σύζυγος Ι. Κ. αντιστοίχως ως και ο Κ. Κ. του Ι. , ο οποίος δεν είναι διάδικος στην προκειμένη δίκη, άσκησαν την από 15ης Μαρτίου 2011 αγωγή κατά των αναιρεσειόντων. Eπίσης, οι τέταρτος, πέμπτη, έκτος, έβδομος και όγδοος των αναιρεσιβλήτων Δ. Μ. του Η., Α. Ο. του Β., Η. Μ. του Δ. , Α. Μ. του Δ. και Φ. Μ. του Δ. αντιστοίχως άσκησαν κατά των αναιρεσειόντων την από 9ης Μαΐου 2011 αγωγή. Επί των συνεκδικασθεισών ως άνω αγωγών, αφορωσών εργατική διαφορά, εξεδόθη η υπ' αριθμόν 1491/2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία οι εν λόγω αγωγές έγιναν εν μέρει δεκτές. Κατά της αποφάσεως αυτής οι αναιρεσείοντες άσκησαν την από 5ης Ιουλίου 2013 έφεση και οι ως άνω ενάγοντες την από 19ης Ιουλίου 2013 έφεση. Κατά την συζήτηση της υποθέσεως ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών οι αναιρεσείοντες άσκησαν και αντέφεση δια των προτάσεων. Επί των συνεκδικασθεισών ως άνω εφέσεων και αντεφέσεως εξεδόθη η προαναφερομένη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία, εκδοθείσα αντιμωλία των διαδίκων, έγιναν δεκτές οι εφέσεις και η αντέφεση και μετ' εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως έγιναν εν μέρει δεκτές οι αγωγές εκτός του ενάγοντος Κ. Κ. του Ι., ως προς τον οποίον απερρίφθη η από 15ης Μαρτίου 2011 αγωγή. Κατά της ως άνω αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών οι αναιρεσείοντες άσκησαν την προαναφερομένη υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως. Η εν λόγω αίτηση έχει ασκηθεί νομίμως και εμπροθέσμως συμφώνως προς τις διατάξεις των άρθρων 552, 553, 556, 558, 564 και 566 ΚΠολΔ. Πρέπει, συνεπώς, κατά την διάταξη του άρθρου 577 παρ. 3 ιδίου Κώδικος να εξετασθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της.

Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 111 και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων, τα οποία θεμελιώνουν κατά νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκηση αυτής από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ωρισμένο αίτημα, άλλως η αγωγή δεν είναι ωρισμένη και απορρίπτεται ως απαράδεκτη και αυτεπαγγέλτως ελλείψει προδικασίας. Η κρίση του δικαστηρίου ότι η αγωγή είναι ωρισμένη παρά την ανεπαρκή έκθεση των αναγκαίων στοιχείων αυτής ελέγχεται αναιρετικώς μέσω του λόγου του αριθμού 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, κατά τον οποίον αναίρεση συγχωρείται, εάν το δικαστήριο παρά τον νόμο εκήρυξε ή δεν εκήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαιώματος ή απαράδεκτο, προϋπόθεση δε του παραδεκτού του εν λόγω αναιρετικού λόγου είναι, όπως προκύπτει από την διάταξη του άρθρου 562 παρ. 2 ΚΠολΔ, ότι ο ισχυρισμός περί αοριστίας της αγωγής, ο οποίος δεν αφορά την δημοσία τάξη, προεβλήθη παραδεκτώς ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και, εάν η υπόθεση διήλθε και τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, ότι επανεφέρθη νομίμως ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου. Εάν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο παρέλειψε να αποφανθεί επί λόγου εφέσεως ότι εσφαλμένως δεν απερρίφθη ως αόριστη η αγωγή, ιδρύεται ο λόγος αναιρέσεως εκ του αριθμού 8 εδ. β' του άρθρου 559 ΚΠολΔ, κατά τον οποίον αναίρεση συγχωρείται, εάν το δικαστήριο παρά τον νόμο δεν έλαβε υπ' όψιν πράγματα προταθέντα και έχοντα ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, προϋπόθεση δε του παραδεκτού και του εν λόγω αναιρετικού λόγου είναι ομοίως ότι ο ισχυρισμός περί αοριστίας της αγωγής προεβλήθη παραδεκτώς ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου.

Εν προκειμένω, δια του πρώτου λόγου της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως προσάπτεται η αιτίαση ότι το Μονομελές Εφετείο Αθηνών αφ' ενός έκρινε ωρισμένες τις ένδικες αγωγές των αναιρεσιβλήτων, οι οποίες όμως ήσαν αόριστες, όπως είχαν προβάλει δια των προτάσεων και πρωτοδίκως και κατ' έφεση οι αναιρεσείοντες, και αφ' ετέρου παρέλειψε να αποφανθεί επί του σχετικού λόγου της εφέσεως αυτών. Ο ως άνω λόγος αναιρέσεως, κατ' αμφότερα τα σκέλη του, εκ των αριθμών 14 και 8 αντιστοίχως του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτος και πρέπει να απορριφθεί, αφού δεν προσκομίζονται οι προτάσεις των αναιρεσειόντων ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ώστε να αποδεικνύεται η προβολή του ισχυρισμού περί αοριστίας της αγωγής πρωτοδίκως, η οποία κατά τα ανωτέρω αποτελεί προϋπόθεση του παραδεκτού των ως άνω λόγων αναιρέσεως.

Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 914, 932 εδ. α' και γ' και 300 εδ. α' ΑΚ ορίζονται αντιστοίχως τα εξής: "'Οποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει", "Σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης.... Σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου η χρηματική αυτή ικανοποίηση μπορεί να επιδικαστεί στην οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης" και "Αν εκείνος που ζημιώθηκε συντέλεσε από δικό του πταίσμα στη ζημία ή την έκτασή της, το δικαστήριο μπορεί να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό της". Από τον συνδυασμό των ως άνω διατάξεων προκύπτει ότι χρηματική ικανοποίηση ένεκα ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης οφείλεται κατά πάσα περίπτωση επί εργατικού ατυχήματος, εφ' όσον συνετέλεσε στην επέλευση τούτου πταίσμα του εργοδότη, εάν όμως στην γένεση ή την έκταση της ζημίας συνετέλεσε και πταίσμα του παθόντος, το δικαστήριο δύναται να μην επιδικάσει χρηματική ικανοποίηση ή να μειώσει το ποσόν αυτής. Η έννοια της συνυπαιτιότητος είναι νομική και ως εκ τούτου η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς την ύπαρξη ή μη συντρέχοντος πταίσματος του ζημιωθέντος σχετικώς με την επέλευση της ζημίας ή την έκταση αυτής, το οποίο λαμβάνεται υπ' όψιν προς προσδιορισμό του ποσού της χρηματικής ικανοποιήσεως, και δη εάν τα περιστατικά, τα οποία το δικαστήριο της ουσίας εδέχθη ανελέγκτως ως αποδειχθέντα συγκροτούν ή όχι την έννοια της συνυπαιτιότητος, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου κατά το άρθρο 559 αρ. 1 και 19 ΚΠολΔ.

Αφ' ετέρου, κατά την διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση συγχωρείται εάν η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως και ιδίως εάν στερείται παντελώς αιτιολογιών ή έχει αντιφατικές ή ανεπαρκείς αιτιολογίες επί ζητήματος ασκούντος ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Τούτο συμβαίνει όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται παντελώς πραγματικά περιστατικά ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία, τα οποία απαιτούνται προς εφαρμογή της εφαρμοσθείσης διατάξεως του ουσιαστικού δικαίου, ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους. Η αναίρεση αφορά τα προσβληθέντα κεφάλαια αλλά και τα τελούντα σε σχέση ουσιαστικής συναφείας προς αυτά κατά τρόπον ώστε να μην είναι δυνατό να αποχωρισθούν, όπως είναι το κεφάλαιο περί δικαστικών εξόδων, το οποίο έχει παρακολουθηματικό χαρακτήρα, οπότε συναναιρούνται και αυτά. Εάν η αίτηση αναιρέσεως περιλαμβάνει πλείονες λόγους και με την παραδοχή ενός λόγου εξαφανίζεται η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση κατά το μέρος, κατά το οποίο προσβάλλεται, δεν εξετάζονται οι λοιποί λόγοι, εκτός εάν υπάρχουν και άλλα προσβληθέντα κεφάλαια, τα οποία παραμένουν άθικτα, ή δικαιολογείται σχετικώς ειδικό έννομο συμφέρον. Εάν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση εξ οιουδήποτε άλλου λόγου εκτός της υπερβάσεως δικαιοδοσίας και της παραβιάσεως των περί αρμοδιότητος διατάξεων, δύναται συμφώνως προς τις διατάξεις του άρθρου 580 παρ. 1 - 3 ΚΠολΔ, να κρατήσει την υπόθεση και να επιληφθεί της εκδικάσεως αυτής, εάν κατά την κρίση του η υπόθεση δεν χρήζει περαιτέρω διευκρινίσεως, άλλως παραπέμπει την υπόθεση, προκειμένου να συζητηθεί σε νέα δικάσιμο, και προκειμένου περί των υπ' αριθμ. 1, 2, 3, 6 έως 17, 19 και 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγων, δύναται να παραπέμψει την υπόθεση ενώπιον άλλου δικαστηρίου ισοβάθμου και ομοειδούς προς το εκδώσαν την αναιρεθείσα απόφαση ή ενώπιον του ιδίου, εάν είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές, εκτός των εκδωσάντων την αναιρεθείσα απόφαση.

Εν προκειμένω, από την επισκόπηση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το Μονομελές Εφετείο εδέχθη τα εξής: "Η πρώτη των εναγομένων εταιρία, που εκπροσωπείται από τον δεύτερο εναγόμενο και διαχειριστή της, ο οποίος επιπλέον τυγχάνει ομόρρυθμος εταίρος της, όπως και η τρίτη εναγομένη, ασχολείται με την κατασκευή, επισκευή και συντήρηση μηχανημάτων αρτοποιίας και διαθέτει τις απαραίτητες εγκαταστάσεις και μηχανήματα στο επί της οδού ... της περιοχής … οίκημα. Την 2-9-2002 προσέλαβε δια του τότε νομίμου εκπροσώπου της Ι. Δ. , πατέρα των παραπάνω εναγομένων, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας τον Β. Μ. , σύζυγο της πρώτης ενάγουσας και πατέρα της ανήλικης Π. (7 ετών περίπου κατά τον χρόνο του ένδικου ατυχήματος), γαμβρό των δευτέρου και τρίτης από τους ενάγοντες της ίδιας αγωγής, υιό των δύο πρώτων από τους ενάγοντες της δεύτερης από τις κρινόμενες αγωγές, και αδελφό των υπολοίπων τριών της ίδιας αγωγής, προκειμένου να παρέχει σ' αυτήν την εργασία του με την ειδικότητα του εργάτη μετάλλων. Ο παραπάνω συγγενής των εναγόντων, ο οποίος παρείχε έκτοτε, ανελλιπώς την προαναφερόμενη εργασία του, προέβαινε αρκετές φορές, και στην εκτέλεση βοηθητικών εργασιών στην εργαλειομηχανή του τόρνου, έχοντας εκπαιδευθεί προς τούτο από τον δεύτερο εναγόμενο, ο οποίος κατά βάση τον χειριζόταν υποβοηθούμενος ορισμένες φορές από τον εργαζόμενο Β. Μ. , χωρίς, ωστόσο, να έχει εφοδιαστεί κανείς τους με πιστοποίηση χειρισμού σύνθετων εργαλειομηχανών, στις οποίες περιλαμβάνεται ο τόρνος.

Στις 30-4-2010, ημέρα Παρασκευή, εργάζονταν από τις πρωινές ώρες στον παραπάνω εργοστασιακό χώρο, ο Β. Μ. μαζί με τον E. A. G. , που εξετάστηκε ως μάρτυρας, στην τοποθέτηση μονωτικού υλικού σε αρτοκλίβανο, και παράλληλα σε απόσταση 5-6 μέτρων ο δεύτερος εναγόμενος στον τόρνο επισκευάζοντας ένα μεταλλικό κύλινδρο ζυμώματος. Συγκεκριμένα, (...) η εργασία που έκανε ο δεύτερος εναγόμενος ήταν η μείωση της διαμέτρου Φ 20 mm των δύο ακραίων τμημάτων του υπό επισκευή κυλίνδρου, συνολικού μήκους 618 mm, και ακολούθως, το γυάλισμά τους και η τοποθέτηση στις δύο αυτές άκρες ρουλεμάν αντίστοιχης διαμέτρου, και τέλος η απομάκρυνση τυχόν σκουριών από το κυρίως σώμα του κυλίνδρου, διαμέτρου Φ 100 mm, με τη βοήθεια επιπρόσθετου ηλεκτρικού τριβείου. Η φάση, που είχε ολοκληρωθεί στον επίμαχο κύλινδρο από τον δεύτερο εναγόμενο, ήταν η πρώτη, ο καθαρισμός δηλαδή των ακραίων τμημάτων, δεδομένου ότι τα ρινίσματα από το μαχαίρι του τόρνου σ' αυτά ήταν εμφανή, Προς τούτο είχε στηριχθεί ο κύλινδρος στη μία άκρη του στον κεντροφορέα (πόντα-κουκουβάγια) του τόρνου και στην άλλη στο σφικτήρα (choke) αυτού, και είχε χρησιμοποιηθεί από τις δύο υπάρχουσες ταχύτητες περιστροφής -υψηλή και χαμηλή- η δεύτερη των 125 στροφών, που ενδείκνυται για την παραπάνω εργασία. Στο σημείο αυτό ο εναγόμενος διέκοψε την λειτουργία του τόρνου για να μεταβεί σε εξωτερικές εργασίες. Στη συνέχεια και, αφού ο εναγόμενος είχε πλέον αποχωρήσει από τον παραπάνω χώρο, ο Β. Μ. κατευθύνθηκε στον τόρνο αλλά αμέσως μόλις τον έθεσε σε λειτουργία το ένα άκρο του ζυμωτικού κυλίνδρου, που προηγουμένως ήταν προσαρμοσμένο στην πόντα του τόρνου, αλλά ακολούθως λύθηκε, προκειμένου να ελεγχθεί η δυνατότητα τοποθέτησης του ρουλεμάν, κινούμενο ελεύθερα τον έπληξε με σφοδρότητα στο κεφάλι, ενώ παράλληλα το άλλο άκρο, που παρέμεινε προσαρμοσμένο στο choke, είχε λυγίσει λόγω της αυξημένης φυγόκεντρης δύναμης, που αναπτύχθηκε σε κλάσματα του δευτερολέπτου, δεδομένου ότι είχε επιλεγεί η λειτουργία του τόρνου στην υψηλή ταχύτητα περιστροφής των 1.000 στροφών.

Αποτέλεσμα των ως άνω ήταν να υποστεί ο Β. Μ. βαριά κρανιοεγκεφαλική κάκωση, συνεπεία της οποίας απεβίωσε στις 11.52 της ίδιας ημέρας στο νοσοκομείο Γ.Ν. …., όπου μεταφέρθηκε με ασθενοφόρο αμέσως μετά το παραπάνω ατύχημα. Για το αποτέλεσμα αυτό, που οφείλεται σε βίαιο συμβάν κατά την εκτέλεση της εργασίας και αποτελεί εργατικό ατύχημα, ευθύνεται καταρχήν ο ίδιος ο θανών. Συγκεκριμένα έχοντας σχετική εμπειρία της χρήσης του τόρνου, δεδομένου ότι λόγω της επτάχρονης και πλέον εργασίας του στην επιχείρηση των εναγομένων είχε ασχοληθεί αρκετές φορές σ' αυτόν, και ενώ η εργασία γυαλίσματος του κυλίνδρου, που ακολουθούσε την εργασία μείωσης της διαμέτρου, που είχε ήδη τελειώσει ο δεύτερος εναγόμενος, επέβαλλε την προσαρμογή και των δύο άκρων του υπό επεξεργασία κυλίνδρου στις αντίστοιχες θέσεις του τόρνου (choke και πόντα), καθώς η εργασία αυτή μπορούσε να γίνει μόνο στην υψηλή ταχύτητα των 1.000 στροφών, ο θανών επιχείρησε να την εκτελέσει με ελεύθερο το ένα άκρο του κυλίνδρου με αποτέλεσμα το θανατηφόρο τραυματισμό του υπό τις προαναφερόμενες συνθήκες. Τονίζεται ότι ανεξαρτήτως 1) της φάσης κατά την οποία διεκόπη η επεξεργασία του κυλίνδρου από το δεύτερο εναγόμενο, και η οποία (διακοπή), (...) μπορεί να έλαβε χώρα μετά τον καθαρισμό της άκρης του τόρνου, που έγινε από τον εναγόμενο, και εναλλακτικά πριν ή μετά το λύσιμο της πόντας, ώστε να ελεγχθεί αν το ρουλεμάν μπορούσε πλέον να προσαρμοστεί στην άκρη του κυλίνδρου, και 2) του από ποιον λύθηκε η πόντα, δηλαδή τον θανόντα ή τον εναγόμενο, για λόγους στοιχειώδους προφύλαξής του ο θανών επιβαλλόταν να ακολουθήσει την παραπάνω διαδικασία προσαρμογής και των δύο άκρων του κυλίνδρου στον τόρνο, δεδομένου ότι είχε ήδη επιλεγεί η υψηλή ταχύτητα περιστροφής του τόρνου, αφού ο μοχλός περιστροφής ήταν πριν την εκκίνηση του τόρνου από τον θανόντα γυρισμένος σ' αυτήν. Η συνυπαιτιότητα του θανόντος, ο οποίος αδικαιολόγητα, και κατά παράβαση των μέτρων, που ο ίδιος όφειλε να λαμβάνει κατ' άρθρο 288 ΑΚ κατά την εργασία του, για την προστασία της υγείας και της σωματικής του ακεραιότητας, και μπορούσε, δεδομένου ότι λόγω της πολύχρονης ενασχόλησής του στην εταιρία των εναγομένων και κατ' επέκταση στον τόρνο που λειτουργούσε σ' αυτήν, γνώριζε τον χειρισμό του και τους κινδύνους, που συνεπαγόταν, (...) έγκειται στο ότι παρέλειψε να προσαρμόσει τον κύλινδρο στον τόρνο με τον προαναφερόμενο τρόπο, που ήταν μονόδρομος λόγω της επιλεγείσας υψηλής ταχύτητας.

Στην έλλειψη της επιβαλλόμενης προσοχής συνετέλεσε κατά την κρίση του Δικαστηρίου και το γεγονός ότι κατά τον χρόνο του ατυχήματος ο θανών είχε συγκέντρωση αλκοόλης στο αίμα σε ποσοστό 0,5 G/L, το οποίο προκαλεί άρση των φυσιολογικών αναστολών, ευφορία, φλυαρία και υπερεμπιστοσύνη (βλ. το …75/7-6-2012 έγγραφο της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Αθηνών). Ενόψει λοιπόν των όσων αποδείχθηκαν παραπάνω το ποσοστό της συνυπαιτιότητας του θανόντος ανέρχεται σε ποσοστό 60%. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι συνυπαίτιοι κατά το υπόλοιπο ποσοστό 40% στην πρόκληση του επίδικου ατυχήματος τυγχάνουν η εναγομένη εργοδότρια ομόρρυθμη εταιρία, όσο και οι συνεναγόμενοι εταίροι, εκ των οποίων ο δεύτερος είχε και τις ιδιότητες του νομίμου εκπροσώπου, διαχειριστή και τεχνικού ασφάλειας της εταιρίας, δεδομένου ότι, ενώ γνώριζαν ότι ο θανών δεν είχε επαρκείς γνώσεις για το χειρισμό του τόρνου, του επέτρεψαν μετά από οδηγίες του δευτέρου εναγομένου, που, όμως, ούτε αυτός είχε σχετική άδεια και συνακόλουθα επαρκείς γνώσεις, να τον χειρίζεται χωρίς μάλιστα την παρουσία και τον έλεγχο του ίδιου. Η τρίτη εναγομένη, εξάλλου, ως ομόρρυθμη εταίρος της συνεναγομένης εταιρίας, ευθύνεται σε κάθε περίπτωση σε ολόκληρο με αυτήν και τον 2° εναγόμενο για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης λόγω της ψυχικής οδύνης των εναγόντων, στην πρόκληση της οποίας συνέβαλε η παραπάνω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του 2ου εναγομένου, που αντιπροσώπευε την ομόρρυθμη εταιρία (...). Οι άνω νομικές υποχρεώσεις των οργάνων της εναγομένης, προς θετική πράξη ή παράλειψη, πηγάζουν α) από το άρθρο 6 παρ. 1 π.δ. 395/1994, όπως τροποποιήθηκε με το π.δ. 89/1999, κατά το οποίο στα πλαίσια της ενημέρωσης των εργαζομένων, ο εργοδότης λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα, ώστε οι εργαζόμενοι να έχουν στη διάθεσή τους τις επαρκείς πληροφορίες, σχετικά με τις συνθήκες χρήσης του εξοπλισμού εργασίας, και β) από το άρθρο 7 παρ. 1 του π.δ. 17/1996, κατά το οποίο οι εργαζόμενοι στους οποίους ανατίθεται η χρησιμοποίηση εξοπλισμού εργασίας εκπαιδεύονται επαρκώς, ιδιαίτερα για τους κινδύνους που, ενδεχομένως, δημιουργούνται κατά τη χρησιμοποίησή του. (...)

Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο ενάγων κατόπιν σχετικής εντολής του δευτέρου εναγομένου κατευθύνθηκε στον τόρνο λίγα λεπτά μετά την αποχώρησή του, ώστε να εκτελέσει τη δεύτερη φάση της προπεριγραφόμενης εργασίας, διότι διαφορετικά δεν υπήρχε προς τούτο λόγος, δεδομένου ότι ήταν ήδη απασχολημένος στην εργασία της μόνωσης κάποιου αρτοκλιβάνου, την οποία διέκοψε για να μεταβεί στον τόρνο. Στο συμπέρασμα αυτό συνηγορεί το γεγονός ότι η προηγηθείσα στοιχειώδης εκπαίδευση του θανόντος στον τόρνο από τον 2° εναγόμενο απέβλεπε ακριβώς στη δυνατότητα εκτέλεσης εργασιών σ' αυτόν και από τον θανόντα σε περιπτώσεις απασχόλησης του ίδιου σε άλλο αντικείμενο. (...) Οι εναγόμενοι, όφειλαν δε και μπορούσαν να προβλέψουν ότι εκ των άνω παραλείψεών τους, σε συνδυασμό με την ανεπιτηδειότητα του θανόντος, αφού εστερείτο άδειας χειριστού για το συγκεκριμένης κατηγορίας μηχάνημα, ήταν δυνατόν να επέλθει ως αποτέλεσμα ο τραυματισμός του, όπως και έγινε τελικά με το επισυμβάν επίδικο θανατηφόρο εργατικό ατύχημα. Με βάση τα προεκτεθέντα η νόμιμα προταθείσα στην πρωτόδικη δίκη από τους εναγομένους σχετική ένσταση συνυπαιτιότητας και του θανόντος στην πρόκληση του κατά τα άνω επισυμβάντος θανάτου του, στηριζομένη στη διάταξη του άρθρου 300 Α.Κ., που την επαναφέρουν ως λόγο έφεσης, πρέπει να γίνει δεκτή ως κατ' ουσίαν βάσιμη κατά το παραπάνω ποσοστό".

Εν συνεχεία, το Μονομελές Εφετείο, αφού έλαβε υπ' όψιν τις συνθήκες επελεύσεως του ατυχήματος, την υπαιτιότητα των αναιρεσειόντων στην πρόκληση τούτου, το ποσοστό της συνυπαιτιότητος του θανόντος, την ηλικία και την οικονομική και κοινωνική κατάσταση αυτού και την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των αναιρεσειόντων απεφάνθη ότι οι αναιρεσίβλητοι εδικαιούντο τα αναφερόμενα στην αναιρεσιβαλλομένη απόφαση ποσά έκαστος ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, τα οποία και επιδίκασε μετ' εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως. Με την εν λόγω κρίση το Εφετείο παρεβίασε εκ πλαγίου με ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες τις διατάξεις των άρθρων 914, 932 εδ. α' και γ' και 300 εδ. α' ΑΚ και εστέρησε την απόφασή του νομίμου βάσεως ως προς το ζήτημα της συνυπαιτιότητος του θανόντος και του ποσοστού αυτής, τούτο δε, διότι, ενώ αρχικώς εδέχθη ότι ο θανών είχε εκπαιδευθεί από τον δεύτερον αναιρεσείοντα και είχε αποκτήσει και εμπειρία λόγω της πολυετούς ενασχολήσεώς του και εγνώριζε τον χειρισμό του τόρνου και τους συνεπαγομένους κινδύνους, εν συνεχεία, διέλαβε ότι ο θανών δεν είχε επαρκείς γνώσεις ως προς τον χειρισμό του τόρνου και ότι οι αναιρεσείοντες, αν και εγνώριζαν τούτο, του επέτρεψαν, να χειρίζεται τον τόρνο, χωρίς μάλιστα την παρουσία και τον έλεγχο του ιδίου του δευτέρου αναιρεσείοντος, ο οποίος όμως, ούτε αυτός είχε επαρκείς γνώσεις, δεχόμενο αντιφατικώς προς τις προαναφερθείσες παραδοχές ότι ο θανών δεν είχε ως προς τον χειρισμό του τόρνου επαρκείς γνώσεις, ούτε επαρκή εμπειρία, ούτε είχε εκπαιδευθεί αρκούντως αλλά μόνον στοιχειωδώς και οι αναιρεσείοντες, οι οποίοι εγνώριζαν την ανεπιτηδειότητά του, έπρεπε να προβλέψουν το ατύχημα. Συνεπώς, ο λόγος της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίον προσάπτεται στην αναιρεσιβαλλομένη απόφαση η αιτίαση εκ του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ της ανεπαρκούς και αντιφατικής αιτιολογίας, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός, ενώ παρέλκει κατά τα ανωτέρω, εν όψει της αναιρετικής εμβελείας του εν λόγω δεκτού γενομένου λόγου, η εξέταση των λοιπών λόγων της αιτήσεως αναιρέσεως.

Κατ' ακολουθίαν, πρέπει συμφώνως προς τα ανωτέρω να αναιρεθεί η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, καθ' ο μέρος αφορά τους διαδίκους της προκειμένης αναιρετικής δίκης, και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου, του οποίου είναι δυνατή η σύνθεση από άλλον Δικαστή εκτός του εκδώσαντος την εν λόγω απόφαση. Eπειδή, συμφώνως προς τις διατάξεις των άρθρων 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ πρέπει να καταδικασθούν οι αναιρεσίβλητοι ως ηττώμενοι στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των αναιρεσειόντων, κατά παραδοχή σχετικού αιτήματος αυτών, ως ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί την υπ' αριθμόν 4042/2014 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, καθ' ο μέρος αναφέρεται στο σκεπτικό.

Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου, συντιθεμένου από άλλον Δικαστή εκτός του εκδώσαντος την εν λόγω απόφαση. Και

Καταδικάζει τους αναιρεσιβλήτους στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των αναιρεσειόντων ποσού δύο χιλιάδων τριακοσίων (2300) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 3 Ιουλίου 2018.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 29 Ιανουαρίου 2019.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ