Συνθετη Αναζητηση Νομοθεσιας - Νομολογιας

Νομοθεσία

ΑΞΙΩΣΕΙΣ ΙΑΤΡΩΝ ΠΟΥ ΕΡΓΑΖΟΝΤΑΙ ΣΤΟΝ ΕΟΠΥΥ ΝΑ ΧΟΡΗΓΕΙΤΑΙ ΚΑΙ ΣΕ ΑΥΤΟΥΣ ΤΟ ΕΠΙΔΟΜΑ ΕΠΙΚΥΝΔΥΝΗΣ ΚΑΙ ΑΝΘΥΓΙΕΙΝΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ – ΔΥΣΜΕΝΗΣ ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΛΟΙΠΟΥΣ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΥΣ – ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΤΗΣ ΙΣΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΙΣΗΣ ΑΜΟΙΒΗΣ

Α.Π. 1124/2019 (Β1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)


ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΕΠΙΔΟΜΑΤΟΣ ΕΠΙΚΥΝΔΥΝΗΣ ΚΑΙ ΑΝΘΥΓΙΕΙΝΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ – ΑΞΙΩΣΕΙΣ ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ ΙΑΤΡΩΝ ΠΟΥ ΕΡΓΑΖΟΝΤΑΙ ΣΤΟΝ ΕΟΠΥΥ ΝΑ ΧΟΡΗΓΕΙΤΑΙ ΚΑΙ ΣΕ ΑΥΤΟΥΣ ΤΟ ΕΝ ΛΟΓΩ ΕΠΙΔΟΜΑ – ΔΥΣΜΕΝΗΣ ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΛΟΙΠΟΥΣ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΥΣ – ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΤΗΣ ΙΣΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΙΣΗΣ ΑΜΟΙΒΗΣ – ΕΝΝΟΜΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ – Ορθώς κρίθηκε ότι ο αποκλεισμός τους από τη χορήγηση του διεκδικούμενού επιδόματος επικίνδυνης και ανθυγιεινής εργασίας, ύψους 150 € μηνιαίως, αποτελεί αδικαιολόγητη δυσμενή διάκριση σε βάρος τους και θα πρέπει αυτό, να χορηγηθεί και σε αυτούς κατ' εφαρμογή της αρχής της ισότητας, καθώς πληρούνται όλες οι εκ του Νόμου προϋποθέσεις – Απόρριψη λόγων αναίρεσης (653 ΑΚ, 4 Συντ)


Αριθμός 1124/2019

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β1' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους δικαστές, Μαρία Νικολακέα, προεδρεύουσα αρεοπαγίτη, Αρετή Παπαδιά, Αντιγόνη Καραΐσκου -Παλόγου, Σοφία Τζουμερκιώτη και Γεώργιο Δημάκη, αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του, την 8η Μαΐου 2018, με την παρουσία και της γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "1η Διοίκηση Υγειονομικής Περιφέρειας Αττικής" (1η Δ.Υ.ΠΕ. Αττικής), όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εδρεύει στην Αθήνα και παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου Στέφανου Μουζουράκη, ο οποίος δεν κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσίβλητων: 1.A. Ι. του Κ., κατοίκου ..., …. ( αναφέρονται 264 ονόματα αναιρεσιβλήτων), , 266. Κ. Ε. του Ν., κατοίκων ..., που παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Δημητρίου-Ελευθερίου Τάγαρη, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 5-5-2015 αγωγή των ήδη αναιρεσίβλητων, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν η 1229/2015 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 8845/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας, ζητεί το αναιρεσείον με την από 6-11-2017 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Εισηγήτρια ορίσθηκε η αρεοπαγίτης Μαρία Νικολακέα. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στα δικαστικά έξοδα.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τις διατάξεις των άρθρων 34, 35 ΑΚ και 62, 73, 313 παρ. 1 περ. δ ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 286 επ. του ιδίου Κώδικα, που κατ' άρθρο 573 παρ.1 εφαρμόζονται και στην κατ' αναίρεση δίκη, προκύπτει ότι σε περίπτωση αποβιώσεως κάποιου διαδίκου πριν από την αμετάκλητη περάτωση της δίκης, εάν ο θάνατός του επήλθε μετά την έκδοση της οριστικής αποφάσεως, οπότε δεν υφίσταται εκκρεμής δικαστικός αγώνας, ούτε στάδιο εφαρμογής των διατάξεων για διακοπή και επανάληψη της δίκης, το κατά της αποφάσεως αυτής από τον αντίδικο του αποβιώσαντος ασκούμενο ένδικο μέσο της αναιρέσεως πρέπει να απευθύνεται, σύμφωνα με το άρθρο 558 ΚΠολΔ, κατά των καθολικών διαδόχων (κληρονόμων) του αποβιώσαντος, απευθυνόμενο δε κατά του τελευταίου είναι άκυρο, υπό την προϋπόθεση όμως ότι ο αναιρεσείων πριν από την άσκηση της αναιρέσεώς του είχε λάβει γνώση με οποιονδήποτε τρόπο του θανάτου του αντιδίκου του, ώστε να διαπιστώσει τους κληρονόμους του και να απευθύνει κατ' αυτών την αναίρεση. Η κατά του αποβιώσαντος απευθυνόμενη αναίρεση, χωρίς ο αναιρεσείων να γνωρίζει το θάνατο του αντιδίκου του, δεν είναι άκυρη και νόμιμα χωρεί η συζήτηση αυτής με τους κληρονόμους του αποβιώσαντος, οι οποίοι καλούνται προς τούτο ή εμφανίζονται κατά τη συζήτηση με την ιδιότητα αυτή στη θέση του αναιρεσιβλήτου και προβάλλουν υπεράσπιση επί της ουσίας της διαφοράς (Ολ. ΑΠ 27/87).

Εξάλλου από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 94 παρ.1, 96 παρ.1,2 και 3, όπως στην παρ.3 προστέθηκε δεύτερο εδάφιο με το άρθρο 63 του Ν.4.509/2017 και 104 ΚΠΔ προκύπτει ότι α) στα πολιτικά δικαστήρια και μάλιστα στον Άρειο Πάγο οι διάδικοι έχουν υποχρέωση να παρίστανται με δικηγόρο και β) η πληρεξουσιότητα δίνεται με συμβολαιογραφική πράξη είτε με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή στην έκθεση κλπ και επί εργατικών διαφορών κατά τη διαδικασία ενώπιον του Αρείου Πάγου και με ιδιωτικό έγγραφο, το οποίο φέρει βεβαίωση του γνήσιου της υπογραφής του διαδίκου από Κέντρο Εξυπηρέτησης Πολιτών ή οποιαδήποτε άλλη δημόσια ή δημοτική αρχή.

Περαιτέρω, στο άρθρο 576 παρ. 2 ΚΠολΔ ορίζεται ότι ''Αν ο αντίδικος εκείνου που έσπευσε η συζήτηση δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί αλλά δε λάβει μέρος σ' αυτή με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα. Αν η κλήση για τη συζήτηση δεν επιδόθηκε καθόλου ή δεν επιδόθηκε νόμιμα ή εμπρόθεσμα, ο Άρειος Πάγος κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση και η υπόθεση επαναφέρεται για συζήτηση με νέα κλήτευση. Στην αντίθετη περίπτωση προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί. Ακολούθως, με την παρ.3 του αυτού ως άνω άρθρου "Αν μετέχουν περισσότεροι στη δίκη για την αναίρεση και δεν κλητεύθηκε κάποιος από αυτούς η συζήτηση κηρύσσεται απαράδεκτη για όλους. Σε περίπτωση απλής (ομοδικίας, αν κάποιος δεν εκπροσωπηθεί από πληρεξούσιο δικηγόρο, η υπόθεση χωρίζεται και η συζήτηση της αίτησης αναίρεσης χωρεί νομίμως ως προς όσους εκπροσωπούνται από πληρεξούσιο δικηγόρο ή έχουν κλητευθεί νομίμως και κηρύσσεται απαράδεκτη ως προς τους λοιπούς.

Τέλος, με τη διάταξη του άρθρου 6 Α παρ.1, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 46 παρ.3 Ν 4305/2014 στο ΝΔ 26/1944 (Κώδικας Νόμων Δικών Δημοσίου, ορίζεται ότι "Η επίδοση από το Ελληνικό Δημόσιο ή οποιοδήποτε ΝΠΔΔ κάθε ένδικου βοηθήματος και ένδικου μέσου, οποιασδήποτε κλήσης προς συζήτηση υπόθεσης, οποιασδήποτε δικαστικής απόφασης, προσωρινής διαταγής, για οποιαδήποτε υπόθεση σε οποιονδήποτε βαθμό ή στο πλαίσιο της αναιρετικής δίκης, ενώπιον οποιουδήποτε πολιτικού ή διοικητικού δικαστηρίου δύναται να γίνει : α) στους αντίδικους του ή τον αντίκλητο τους, β) στο δικηγόρο, ο οποίος τους εκπροσώπησε κατά την τελευταία συζήτηση της, υπόθεση ή έχει υπογράψει το τελευταίο δικόγραφο που αφορά την υπόθεση, στην τελευταία δηλωθείσα κατά τις κείμενες διατάξεις διεύθυνση τους. Ο δικηγόρος στην περίπτωση του προηγούμενου εδαφίου θεωρείται αντίκλητος και για κάθε μεταγενέστερη επίδοση, εκτός από διάδικος κατά περίπτωση, γνωστοποίησε με δήλωση στην Κεντρική Υπηρεσία του Νομικού Συμβούλιου του Κράτους ή την έδρα του ΝΠΔΔ το διορισμό νέου πληρεξούσιου αντίκλητου.........."

Στην προκειμένη περίπτωση ως προς τον αποβιώσαντα προ του χρόνου ασκήσεως της υπό κρίση αναίρεσης εκατοστό έκτο των ήδη αναιρεσιβλήτων Χ. Γ. του Ξ. όπως τούτο προκύπτει από την προσκομιζόμενη σχετιζόμενη ληξιαρχική πράξη θανάτου αυτού που εξέδωσε ο ληξίαρχος ..., η γνώση του θανάτου του οποίου δεν αποδεικνύεται από οποιοδήποτε στοιχείο ότι γνώριζε το αναιρεσείον ΝΠΔΔ, νομίμως συνεχίζεται η δίκη από του αναφερόμενους στα πρακτικά και το προεισαγωγικό μέρος της παρούσης νομίμους εξ αδιαθέτων κληρονόμους αυτών.

Περαιτέρω, όπως προκύπτει από την τεθείσα επί του επικυρωμένους αντιγράφου της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως σφραγίδα του αρμόδιου δικαστικού επιμελητή Ι. Ν. Π., την συζήτηση της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης επισπεύδει το αναιρεσείον ΝΠΔΔ δια του πληρεξούσιου δικηγόρου του Στέφανου Μουζουράκη, με παραγγελία του οποίου επιδόθηκε στον δικηγόρο Αθηνών Ιωάννη Τάγαρη με την ιδιότητα του ως πληρεξούσιου δικηγόρου των ήδη αναιρεσίβλητων στην δευτεροβάθμια δίκη (αρθ.6 Α παρ. 1 του ΝΔ 26/1944, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 46 παρ. 3Ν.4305/2014 κατά τα προεκτεθέντα).

Επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήσεως προς συζήτηση για την στην αρχή της παρούσας αναφερόμενη δικάσιμο. Κατά την ως άνω δικάσιμο κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από την σειρά της στο πινάκιο οι αναιρεσίβλητοι παραστάθηκαν δια του δικηγόρου της Δημήτριου- Ελευθερίου Τάγαρη, ο οποίος εμφανίσθηκε στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση και δήλωσε ότι τους εκπροσωπεί. Όμως από τα επικαλούμενα και τα προσκομιζόμενα από το δικηγόρο των εφεσίβλητων ιδιωτικά, έγγραφα πληρεξουσιότητας προκύπτει ότι οι από αυτούς (αναιρεσίβλητους) αναφερόμενοι στην αίτηση με αριθμό 16 Α. Α., 30 Α. Α., 54 Α. Β., 64 Β. Θ., 72 Β. Δ., 73 Β. Δ., 74 Β. Κ., 75 Β. Ν., 774 Β. Ζ., 86 Β. Δ., 88 Β. Ν., 103 Γ. Γ., 104 Γ. Π., 105 Γ. Γ., 112 Γ. Δ., 122 Γ. Ό., 152 Δ. Ν. 164 Ε. Α., 170 Ζ. Κ., 200 Κ. Ε., 207 Κ. Ε., 228 Κ. Κ., 232 Κ. Ε., 261 Μ. Δ. δεν είχαν χορηγήσει σ αυτόν πληρεξουσιότητα για τη εκπροσώπηση τους στη συζήτηση, δεδομένου όμως ότι αυτός κλητεύθηκαν νομίμως από το επισπεύδον την συζήτηση αναιρεσείον ΝΠΔΔ, κατά τα προεκτεθέντα πρέπει να δικαστούν ερήμην, να προχωρήσει όμως η συζήτηση της υποθέσεως σαν να ήταν και αυτός παρόν (αρθ. 576 παρ.2 ΚΠολΔ).

Από τη διάταξη του άρθρου 17 παρ.1 και 2 του Ν. 3918/2011 (ΦΕΚ Α' 31/2.3.2011, όπως η πρώτη παράγραφος τροποποιήθηκε με τα άρθ. 72§2 ν. 3984/2011, ΦΕΚ Α" 150/27.6.2011, 10§1 και 13§1 ν. 4052/2012, ΦΕΚ Α" 41/1.3.2012) συστήθηκε Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία "Εθνικός Οργανισμός Παροχής Υπηρεσιών Υγείας" (Ε.Ο.Π.Υ.Υ. ή Οργανισμός), που αποτελεί Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης και τελεί υπό την εποπτεία του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, με έναρξη λειτουργίας του 6 μήνες μετά την ως άνω δημοσίευση του νόμου, στον Οργανισμό δε αυτόν (ΕΟΠΥΥ) μεταφέρονται και εντάσσονται ως υπηρεσίες, αρμοδιότητες και προσωπικό ο Κλάδος Υγείας του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων-Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Μισθωτών (ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, αναιρεσείοντος) με τις μονάδες υγείας, το κέντρο διάγνωσης ιατρικής της εργασίας του ΙΚΑ με το σύνολο του εξοπλισμού του κλπ.

Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθ. 23 §1 Β α και β του ως άνω νόμου τις Περιφερειακές Υπηρεσίες του ΕΟΠΥΥ αποτελούν οι υφιστάμενες μονάδες των περιφερειακών υπηρεσιών υγείας του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, οι υγειονομικές υπηρεσίες αυτού που δεν αποτελούν οργανικές μονάδες και λειτουργούν μέχρι την εφαρμογή του παρόντος ενταγμένες στις υπηρεσίες ασφάλισης, οι υπηρεσίες ΙΚΑ-ΕΤΑΜ που ασκούν αρμοδιότητες σχετικές με παροχές ασθενείας σε είδος και λειτουργούν σε υπηρεσίες ασφάλισης κλπ., η ένταξη δε των περιφερειακών υπηρεσιών των μεταφερομένων φορέων στον ΕΟΠΥΥ, σύμφωνα με το ως άνω άρθρο του ως άνω νόμου, δύναται να είναι σταδιακή και πραγματοποιείται με την έκδοση κοινής απόφασης των Υπουργών Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, ενώ κατ' άρθ. 26§9 του ίδιου νόμου, που προστέθηκε με το άρθ. 72§21 ν. 3984/2011 (ΦΕΚ Α' 150/27.6.2011), οι ιατροί, οδοντίατροι, φαρμακοποιοί και το υγειονομικό προσωπικό που υπηρετεί στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ κλπ. μεταφέρονται αυτοδίκαια κατά την ημερομηνία ένταξης των κλάδων υγείας αυτών στον ΕΟΠΥΥ κλπ. Σε εκτέλεση και κατ' εφαρμογή της ως άνω εξουσιοδοτικής διάταξης, με την ΥΑ Φ.80000/οικ. 32115/2009 (ΦΕΚ Β' 3010/2011) από 1-12-2011 μεταφέρθηκαν στον ΕΟΠΥΥ από το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ οι Νομαρχιακές Μονάδες Υγείας, οι Τοπικές Μονάδες Υγείας, τα Τοπικά Ιατρεία κλπ., που αποτελούν, σύμφωνα με το άρθ. 3§3 ΠΔ 266/1989 (όπως η §3 αντικαταστάθηκε με το άρθ. 2 του ΠΔ 363/1992) μαζί με τις λοιπές αναφερόμενες εκεί υπηρεσίες, τις Υπηρεσίες Υγείας του ΙΚΑ.

Τέλος, με το άρθ. 29§1 του ως άνω ν. 3018/2011 ορίζεται ότι ο ΕΟΠΥΥ αποτελεί καθολικό διάδοχο των εντασσομένων φορέων και υπεισέρχεται στα δικαιώματα και υποχρεώσεις αυτών (ενώ κατ' άρθ. 33§9 του ίδιου νόμου εκκρεμείς δίκες που αφορούν διαφορές ή υποθέσεις των εντασσομένων φορέων, συνεχίζονται από τον ΕΟΠΥΥ, χωρίς να επέρχεται διακοπή της δίκης, δικαστικές δε αποφάσεις που εκδίδονται ισχύουν έναντι του ΕΟΠΥΥ). Ακολούθως, με το Ν. 4238/2014 για το Πρωτοβάθμιο Εθνικό Σύστημα Υγείας ορίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι (άρθρο 2) "1. Τα Κέντρα Υγείας και οι λοιπές Μονάδες παροχής υπηρεσιών Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας των Δ.Υ.Πε. αποτελούν τις δημόσιες δομές παροχής υπηρεσιών Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας του Π.Ε.Δ.Υ. 2.Τα Κέντρα Υγείας της Χώρας με τις αποκεντρωμένες μονάδες τους (Πολυδύναμα Περιφερειακά Ιατρεία, Περιφερειακά Ιατρεία, Ειδικά Περιφερειακά Ιατρεία) μεταφέρονται και εντάσσονται στην οργανωτική δομή των οικείων Δ.Υ.Πε. και αποτελούν εφεξής αποκεντρωμένες οργανικές μονάδες τους. Επίσης, μεταφέρονται και εντάσσονται στην οργανωτική δομή των οικείων Δ.Υ.Πε και αποτελούν εφεξής αποκεντρωμένες οργανικές μονάδες τους τα Ειδικά Κέντρα Υγείας και τα Ειδικά Περιφερειακά Ιατρεία τα οποία έχουν συσταθεί ως αποκεντρωμένες μονάδες των Νοσοκομείων του ΕΣΥ.

Ομοίως μεταφέρονται και εντάσσονται στην οργανωτική δομή των οικείων Δ.Υ.Πε. και αποτελούν εφεξής αποκεντρωμένες μονάδες τους: α) τα Πολυδύναμα Περιφερειακά Ιατρεία και τα Περιφερειακά Ιατρεία, τα οποία έχουν συσταθεί ως αποκεντρωμένες μονάδες Νοσοκομείων του ΕΣΥ και β) οι αποκεντρωμένες μονάδες (Πολυδύναμα Περιφερειακά Ιατρεία, Περιφερειακά Ιατρεία, Ειδικά Περιφερειακά Ιατρεία) οι οποίες έχουν συσταθεί ως αποκεντρωμένες μονάδες των Γενικών Νοσοκομείων - Κέντρων Υγείας....3. Οι Μονάδες παροχής υπηρεσιών Π.Φ.Υ. του Εθνικού Οργανισμού Παροχής Υπηρεσιών Υγείας (Ε.Ο.Π.Υ.Υ.) μεταφέρονται και εντάσσονται στην οργανωτική δομή των Δ.Υ.Πε. ως αποκεντρωμένες μονάδες τους, εξαιρουμένων των Φαρμακείων του Ε.Ο.Π.Υ.Υ., τα οποία παραμένουν και λειτουργούν στον Οργανισμό", (άρθρο 7) "Όπου στις διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου γίνεται μνεία σε Κέντρο Υγείας διαλαμβάνονται τα Πολυδύναμα Κέντρα Υγείας και οι Νομαρχιακές και Τοπικές Μονάδες Υγείας, οι οποίες, σύμφωνα με τον παρόντα νόμο μεταφέρονται ως μονάδες παροχής Π.Φ.Υ. του Π.Ε.Δ.Υ. από τον Ε.ΟΠ.Υ.Υ. στις Δ.Υ.Πε."

Εξάλλου, κατά το άρθρο 4 παρ, 1 του Συντάγματος, οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου. Η διάταξη αυτή καθιερώνει όχι μόνο την ισότητα των Ελλήνων έναντι του νόμου αλλά και την ισότητα του νόμου έναντι αυτών, με την έννοια ότι δεσμεύει και το νομοθέτη και τον υποχρεώνει, όταν πρόκειται να ρυθμίσει ουσιωδώς όμοια πράγματα, σχέσεις ή καταστάσεις και κατηγορίες προσώπων, να μην αντιμετωπίζει κατά τρόπο ανόμοιο τις περιπτώσεις αυτές, εισάγοντας διακρίσεις ή εξαιρέσεις, εκτός αν αυτό επιβάλλεται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος. Τη συνδρομή τέτοιου συμφέροντος ελέγχουν τα δικαστήρια ενόψει της κατά το άρθρο 93 παρ. 4 εξουσίας τους να μη εφαρμόζουν νόμο που το περιεχόμενό του είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα.

Συνεπώς, αν γίνει από το νόμο ειδική ρύθμιση για ορισμένη κατηγορία προσώπων και αποκλεισθεί από τη ρύθμιση αυτή, κατ' αδικαιολόγητη δυσμενή διάκριση, άλλη κατηγορία προσώπων, για την οποία συντρέχει ο ίδιος λόγος που επιβάλλει την ειδική εκείνη μεταχείριση, η διάταξη που εισάγει τη δυσμενή αυτή μεταχείριση είναι ανίσχυρη ως αντισυνταγματική. Στην περίπτωση αυτή, προς αποκατάσταση της συνταγματικής αρχής της ισότητας, πρέπει να εφαρμοσθεί και για εκείνους, σε βάρος των οποίων έγινε η δυσμενής διάκριση, η διάταξη που ισχύει για την κατηγορία υπέρ της οποίας θεσπίστηκε η ειδική ρύθμιση, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι παραβιάζεται από τη δικαστική εξουσία η αρχή της διάκρισης των λειτουργιών, που θεσπίζεται από τα άθρα 1, 26 73 επ. και 87 επ. του Συντάγματος.

Περαιτέρω, με το ήδη καταργηθέν με το άρθρο 34 Ν. 4354/2015 άρθρο 15 Ν. 4024/2011 (εφαρμογή ενιαίου μισθολογίου), ορίστηκαν τα εξής: "Εκτός από το βασικό μισθό του υπαλλήλου, δύναται να χορηγηθεί επίδομα επικίνδυνης και ανθυγιεινής εργασίας, μέχρι του ποσού των εκατόν πενήντα (150) ευρώ μηνιαίως. Οι δικαιούχοι του εν λόγω επιδόματος, καθώς και οι όροι και προϋποθέσεις χορήγησης του καθορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, Οικονομικών και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού, η οποία εκδίδεται σε αποκλειστική προθεσμία έξι μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου". Κατ' εξουσιοδότηση της παραπάνω διάταξης εκδόθηκε η οικ.2/16519/0022 ΚΥΑ (ΦΕΚ Β'465/24/02/2012) "καθορισμός επιδόματος επικίνδυνης και ανθυγιεινής εργασίας της παρ. 1 του άρθρου 15 του Ν. 4024/2011 (ΦΕΚ 226/Α/27-10- 2011)", που όρισε μεταξύ άλλων τα εξής: "Καθορίζουμε το μηνιαίο επίδομα επικίνδυνης και ανθυγιεινής εργασίας για τους μόνιμους και δόκιμους πολιτικούς υπαλλήλους και υπαλλήλους με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου και ορισμένου χρόνου (ΙΔΑΧ - ΙΔΟΧ) του Δημοσίου, Ν.Π.Δ.Δ. και Ο.Τ.Α. Α" και ΕΓ βαθμού ανά κατηγορία ως εξής: α) Κατηγορία Α' σε εκατόν πενήντα (150) ευρώ. β) Κατηγορία Β' σε εβδομήντα (70) ευρώ. γ) Κατηγορία Γ σε τριάντα πέντε (35) ευρώ.2. Στην κατηγορία Α' περιλαμβάνονται οι κάτωθι ειδικότητες:

α) Το προσωπικό νοσηλευτικής υπηρεσίας, εργαστηρίων και καθαριότητας, οι απασχολούμενοι αποκλειστικά σε ακτινολογικούς θαλάμους και εμφανίσεις, οι οδηγοί και βοηθοί ασθενοφόρων - διασώστες και οι συντηρητές πειραματόζωων των Νοσοκομείων, των Μονάδων Κοινωνικής Φροντίδας της Χώρας, του Εθνικού Κέντρου Άμεσης Βοήθειας (Ε.Κ.Α.Β.), των Κέντρων Υγείας, των Κέντρων Ψυχικής Υγείας, των Ν.Π.Δ.Δ. του Τομέα Πρόνοιας και των Αγροτικών Ιατρείων, τα οποία υπάγονται στα Δημόσια Νοσοκομεία....3. Στην κατηγορία Β' περιλαμβάνονται οι κάτωθι ειδικότητες: α) Το τεχνικό προσωπικό και το προσωπικό που εργάζεται στην εστίαση και στον ιματισμό των Νοσοκομείων, των Μονάδων Κοινωνικής Φροντίδας της Χώρας, του Εθνικού Κέντρου Άμεσης Βοήθειας (Ε.Κ.Α.Β.), των Κέντρων Υγείας, των Κέντρων Ψυχικής Υγείας, των Ν.Π.Δ.Δ. του Τομέα Πρόνοιας και των Αγροτικών Ιατρείων τα οποία υπάγονται στα Δημόσια Νοσοκομεία...6. Το ανωτέρω επίδομα καταβάλλεται με την απαραίτητη προϋπόθεση ότι οι δικαιούχοι αυτού προσφέρουν υπηρεσία με πλήρη και αποκλειστική απασχόληση στους χώρους και στις ειδικότητες που δικαιολογούν την καταβολή του".

Υπό το προγενέστερο καθεστώς των Ν. 2470/1997 και 8§5 Ν. 3205/2003 το προσωπικό της νοσηλευτικής υπηρεσίας κλπ. δεν λάμβανε επίδομα ανθυγιεινής εργασίας, αλλά το χαρακτηριζόμενο ως νοσοκομειακό επίδομα, που με τις παραπάνω διατάξεις σε συνδυασμό με το άρθρο 25 §1 Ν. 2716/1999, επεκτάθηκε και στο προσωπικό των κέντρων υγείας. Το θεσπιζόμενο ως άνω νοσοκομειακό επίδομα δόθηκε ανάλογα με το αντικείμενο απασχόλησης του προσωπικού αυτού σε αντικατάσταση των διαφόρων επιδομάτων (ανθυγιεινής εργασίας, προσέλκυσης και παραμονής κλπ), με την προϋπόθεση ότι το προσωπικό που το δικαιούται προσφέρει υπηρεσία με πλήρη και αποκλειστική απασχόληση στους οικείους χώρους και στις αντίστοιχες ειδικότητες. Το εν λόγω επίδομα χορηγήθηκε όχι μόνο σε όλο ανεξαιρέτως το προσωπικό των νοσοκομείων και των νοσοκομείων του ΙΚΑ (αρ. 13 ν.2703/1999), που υπηρετούν σε μονάδες που παρέχουν δευτεροβάθμια περίθαλψη, αλλά και στο προσωπικό του Ε.Κ.Α.Β., των Κέντρων Υγείας και Ψυχικής Υγείας που απασχολείται σε μονάδες πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας και πρόληψης (ν.2716/1999).

Εξάλλου, με τις διατάξεις του ΠΔ 266/1989 (Α 127), οι Τοπικές και Νομαρχιακές Μονάδες Υγείας του ΙΚΑ, συνιστούν μονάδες υπηρεσιών πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας (που ρυθμίζονται ενιαία με το Ν. 3235/2004), ώστε οι υπηρετούντες γιατροί σ' αυτές που παρέχουν ολοκληρωμένες υπηρεσίες οδοντιατρικής, ιατρικής περίθαλψης, εργαστηριακής εξυπηρέτησης και πλήρεις υπηρεσίες υγιεινής και πρόνοιας, να δικαιούνται του ανωτέρω επιδόματος (ΑΠ 702/2015, ΑΠ 696/2015). Ακολούθως, στο μισθολόγιο του Ν. 4024/2011, που καταλαμβάνει και τους ιατρούς, που απασχολούνται με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου στο ΙΚΑ (ακολούθως στον ΕΟΠΠΥ, δυνάμει του άρθρου 17§1 Ν. 3918/2011, και στη συνέχεια στο ΠΕΔΥ, δυνάμει του Ν. 423 8/2014)μέχρι τη μεταγενέστερη ένταξή τους στο ΕΣΥ και στο ειδικό μισθολόγιο των ιατρών του ΕΣΥ, δεν περιλήφθηκε το ως άνω νοσοκομειακό επίδομα, παρά μόνο τα ειδικά αναφερόμενα στο Ν. 4024/2011 επιδόματα, μεταξύ των οποίων και αυτό του άρθρου 15 § 1 του νόμου (επικίνδυνης και ανθυγιεινής εργασίας).

Με βάση τα παραπάνω, λαμβανομένου υπόψη ότι το νοσοκομειακό επίδομα, η παροχή του οποίου έπρεπε να επεκταθεί και στους ιατρούς των Τοπικών Μονάδων Υγείας και Κέντρων Ψυχικής Υγιεινής του ΙΚΑ, καθώς τα καθήκοντα και οι συνθήκες εργασίας τους ομοιάζουν ουσιωδώς προς τα καθήκοντα και τις αντίστοιχες συνθήκες εργασίας (ανθυγιεινότητας και επικινδυνότητας) των ιατρών, που το δικαιούνταν ευθέως εκ του νόμου (ΑΠ 702/2015, ΑΠ 696/2015, ΑΠ 438/2014), είχε αντικαταστήσει, μεταξύ άλλων, και το προβλεπόμενο για το προσωπικό των νοσοκομείων επίδομα επικίνδυνης και ανθυγιεινής εργασίας (άρθρο 10§ 1 α' αα' N. 2470/1997), πρέπει να γίνει δεκτό ότι το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 15 Ν. 4024/2011 επίδομα επικίνδυνης και ανθυγιεινής εργασίας, όπως εξειδικεύτηκε ως προς τους δικαιούχους του με την οικ.2/16519/0022 ΚΥΑ (ΦΕΚ Β'465/24/02/2012), στην οποία προστέθηκε και το προσωπικό νοσηλευτικής υπηρεσίας των νοσοκομείων, κέντρων υγείας κλπ., αποτελεί στην ουσία ως προς το παραπάνω προσωπικό μετεξέλιξη του καταργηθέντος νοσοκομειακού επιδόματος, το οποίο λάμβανε τόσο το ιατρικό όσο και το νοσηλευτικό προσωπικό, καθώς αμφότερα έχουν ως δικαιολογητική βάση την επικινδυνότητα και ανθυγιεινότητα της παρεχόμενης από το παραπάνω προσωπικό εργασίας(βλ. ΑΠ 702/2015).

Ως εκ τούτου, ο αποκλεισμός με την προαναφερόμενη ΚΥΑ του ιατρικού προσωπικού των Τοπικών Μονάδων Υγείας του ΙΚΑ (μετέπειτα ΕΟΠΠΥ και στη συνέχεια ΠΕΔΥ) από τη χορήγηση του παραπάνω επιδόματος επικίνδυνης και ανθυγιεινής εργασίας, στις περιπτώσεις που αυτό προσφέρει υπηρεσία με πλήρη και αποκλειστική απασχόληση στους οικείους χώρους και με τα ίδια στοιχεία επικινδυνότητας και ανθυγιεινότητας με το οριζόμενο στην παραπάνω ΚΥΑ προσωπικό νοσηλευτικής υπηρεσίας των νοσοκομείων, κέντρων υγείας, αγροτικών ιατρείων κλπ., έρχεται σε αντίθεση με την καθιερουμένη με το άρθρο 4§1 του Συντάγματος αρχή της ισότητας και συνακόλουθα επιβάλλεται, προς αποκατάσταση της αρχής αυτής, η χορήγηση και σε αυτό του εν λόγω επιδόματος.(πρβλ.ΑΠ 696/2015).

Στην προκειμένη υπόθεση, το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, δικάζον ως Εφετείο επί της Εφέσεως του ήδη αναιρεσείοντος ΝΠΔΔ κατά την υπ' αριθ. 1229/2015 αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Αθηνών όπως προκύπτει, από την προσβαλλόμενη απόφαση, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικώς περί τα πράγματα κρίση του, τα ακόλουθα ουσιώδη : "Οι εφεσίβλητοι (ο 97ος και 98ος είναι το ίδιο πρόσωπο είναι ιατροί με τις αναφερόμενες στο δικόγραφο της αγωγής του ειδικότητες ( δερματολόγοι ωτορινολαρυγγολόγοι, οφθαλμίατροι, γενικής ιατρικής, οδοντίατροι, ορθοπεδικοί, χειρούργοι, κυτταρολόγοι, πνευμονολόγοι, ουρολόγοι, δερματολόγοι, μικροβιολόγοι, παιδίατροι, ακτινολόγοι, παθολογοανατόμοι, γναθοχειρουργοί, βιοπαθολόγοι, ψυχίατροι - παιδοψυχίατροι, νευρολόγοι, φυσικής ιατρικής, αλλεργιολόγοι, γαστρεντερολόγοι), που είχαν προσληφθεί από το ΙΚΑ με ειδικές συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου του άρθρου 10 ΝΔ 1024/1972 και υπηρετούσαν από το χρόνο της πρόσληψής τους στις Νομαρχιακές και Τοπικές Μονάδες Υγείας του Ιδρύματος, προσφέροντας ανάλογα με την ειδικότητά τους τις υπηρεσίες τους στους παραπάνω χώρους με πλήρη και αποκλειστική απασχόληση εντός του ωραρίου τους, ενώ από 1-1-2012 και την ένταξη των κλάδων υγείας του ΙΚΑ στον ΕΟΠΥΥ (Εθνικός Οργανισμός Παροχής Υπηρεσιών Υγείας) προσέφεραν τις υπηρεσίες του στις μεταφερόμενες σ' αυτό υγειονομικές μονάδες και από 31-3-2014 στο εκκαλούν ΝΠΔΔ (1η ΔΥΠΕ), στο όνομα του οποίου, κατά το άρθρο 21 §9 Ν. 4238/2014, συνεχίζονται εκκρεμείς δίκες που αφορούν διαφορές ή υποθέσεις των εντασσόμενων μονάδων, του ιατρικού, νοσηλευτικού και λοιπού προσωπικού που μετατάσσεται ή μεταφέρεται σ' αυτό, χωρίς να επέρχεται διακοπή δίκης, ενώ δικαστικές αποφάσεις που εκδίδονται ισχύουν έναντι του. Κατά μείζονα λόγο, το εκκαλούν νομιμοποιείται παθητικά και για την άσκηση αγωγών, που αφορούν αξιώσεις του προσωπικού κατά του ΕΟΠΥΥ για το χρόνο, που παρείχε τις υπηρεσίες του στις μεταφερόμενες στο εκκαλούν πλέον υγειονομικές μονάδες. Το μισθολόγιο των εφεσιβλήτων διεπόταν από τις 16-6-1993, οπότε και με τη διάταξη του άρθρου 18§ 1 Ν. 2150/1993, εξομοιώθηκαν μισθολογικά με τους μόνιμες θεραπευτές του ΙΚΑ, από το Ν. 1505/1984, ακολούθως από το Ν.2470/1997, στη συνέχεια από το Ν. 3205/2003 και από 1-11-2011 (δηλαδή και για το ένδικο χρονικό διάστημα από 1-5-2012 έως 15-12-2014) από το Ν. 4024/2011. Κατά το ένδικο χρονικό διάστημα (1-5-2012 έως 15-12-2014, πλην της 141ης, της 194ης και της 264ης των εφεσιβλήτων, που εργάστηκαν στο εκκαλούν έως τις 25-8-2014, τις 20-10-2014και τις 7-10-2014 αντιστοίχως), παρείχαν ιατρικές φροντίδες (προληπτικές, διαγνωστικές, θεραπευτικές)στους ασφαλισμένους του ΕΟΠΥΥ και από 31-3-2014 στους απευθυνόμενους στο Πρωτοβάθμιο Εθνικό Δίκτυο Υγείας ασφαλισμένους των φορέων κοινωνικής ασφάλισης, εργαζόμενοι αποκλειστικά στους χώρους των ευρισκόμενων στην Αττική υγειονομικών μονάδων του ΕΟΠΥΥ και μετέπειτα του εκκαλούντος με τις αντίστοιχες ειδικότητές τους.

Ειδικότερα, οι αγγειοχειρουργοί ασχολούνταν με τη διάγνωση και θεραπεία αγγειακών νόσων, οι αιματολόγοι με τη διάγνωση και αντιμετώπιση αιματολογικών νοσημάτων, οι ακτινολόγοι με τη χρήση ακτίνων Χ, υπερήχων, τομογράφων και ψηφιακών αγγειογράφων και διαγνωστικούς σκοπούς, οι αλλεργιολόγοι με τη διάγνωση και θεραπευτική αντιμετώπιση νοσολογικών καταστάσεων της αλλεργιολογίας και κλινικής ανοσολογίας, οι βιοπαθολόγοι - μικροβιολόγοι με τη διενέργεια εργαστηριακών εξετάσεων στα επιμέρους πεδία της μικροβιολογίας, της αιματολογίας, της βιοχημείας και της ανοσολογίας, οι γαστρεντερολόγοι με τη διάγνωση και αντιμετώπιση παθήσεων του πεπτικού συστήματος και την εκτέλεση ενδοσκοπικών πράξεων, οι γενικοί ιατροί με τη διάγνωση και θεραπεία οξέων και χρόνιων νοσημάτων, την παροχή άμεσης περίθαλψης σε επείγουσες περιπτώσεις και την παραπομπή σε άλλες ειδικότητες, οι γναθοχειρουργοί με τη διάγνωση και την αντιμετώπιση παθολογικών καταστάσεων της στοματικής κοιλότητας, των γνάθων και του προσώπου, οι δερματολόγοι με τη διάγνωση και αντιμετώπιση νόσων του δέρματος, των βλεννογόνων, της πρωκτογεννητικής περιοχής και των σεξουαλικών μεταδιδόμενων νοσημάτων, οι ενδοκρινολόγοι με τη διάγνωση και αντιμετώπιση παθήσεων των ενδοκρινών αδένων, των διαταραχών του μεταβολισμού κλπ., οι καρδιολόγοι με τη διάγνωση και αντιμετώπιση των ανατομικών και λειτουργικών καρδιακών συνδρόμων, οι γυναικολόγοι με τη διάγνωση και αντιμετώπιση των παθήσεων του γεννητικού συστήματος της γυναίκας και των οργάνων που επηρεάζουν ή επηρεάζονται από το γεννητικό σύστημα, την παρακολούθηση της εγκυμοσύνης κλπ., οι νευρολόγοι με την διάγνωση και αντιμετώπιση νευρολογικών νοσημάτων, οι νευροχειρουργοί με την αντιμετώπιση των παθολογικών καταστάσεων του νευρικού συστήματος, οι οδοντίατροι με την διάγνωση και αντιμετώπιση των παθήσεων της στοματικής κοιλότητας, οι ορθοπεδικοί με τη διάγνωση και αντιμετώπιση των παθήσεων και κακώσεων του μυοσκελετικού συστήματος, οι ουρολόγοι με τη διάγνωση και αντιμετώπιση των παθήσεων του ουροποιογεννητικού συστήματος, οι οφθαλμίατροι με τη διάγνωση και αντιμετώπιση των παθήσεων των οφθαλμών, οι παθολόγοι με τη διάγνωση και αντιμετώπιση των παθολογικών καταστάσεων του σώματος, οι παιδίατροι με τη διάγνωση και αντιμετώπιση των παιδιατρικών νοσημάτων, οι παιδοψυχίατροι με την ψυχοπαθολογία των παιδιών και εφήβων, οι ρευματολόγοι με τη διάγνωση και αντιμετώπιση νοσημάτων και διαταραχών του μυοσκελετικού συστήματος, των συνδετικών ιστών, των αυτοάνοσων-αυτοφλεγμονοδών νοσημάτων, οι χειρουργοί με την επεμβατική θεραπεία διαφόρων παθήσεων, κακώσεων και ανωμαλιών τους σώματος, οι ψυχίατροι με τη διάγνωση και αντιμετώπιση των ψυχικών διαταραχών και οι ωτορινολαρυγγολόγοι με τη διάγνωση και αντιμετώπιση των παθήσεων του αυτιού, του κροταφικού ιστού, της μύτης, της στοματικής κοιλότητας, του φάρυγγα, του λάρυγγα, της τραχείας, του οισοφάγου.

Κατά την εκτέλεση των παραπάνω καθηκόντων τους στους χώρους των υγειονομικών μονάδων συγχρωτίζονταν καθημερινά με ασθενείς, που φέρουν λοιμωξιγενή ή μικροβιακά στελέχη ή πάσχουν από σοβαρές λοιμώδεις και μεταδοτικές νόσους, που έχουν αυξημένο κίνδυνο μεταδοτικότητας, ενώ και η εκτέλεση των ιατρικών πράξεων στους παραπάνω χώρους ενέχει επικινδυνότητα και ανθυγιεινότητα γι' αυτούς, καθώς κατά τη διάρκειά τους έρχονται σε επαφή με ασθενείς και τα σωματικά εκκρίματά τους, μερικοί εκ των οποίων μάλιστα πάσχουν από μεταδοτικές νόσους (λ.χ. ηπατίτιδα, αφροδίσια νοσήματα, ιογενείς νόσους του αναπνευστικού συστήματος, δερματικές παθήσεις κλπ.)

Περαιτέρω, οι χώροι, όπου παρέχουν τις υπηρεσίες τους (πρωτοβάθμιες μονάδες υγείας) ενέχουν και αυτοί επικινδυνότητα και ανθυγιεινότητα, καθώς αποτελούν χώρους συγκέντρωσης ασθενών, Ως εκ τούτου, οι συνθήκες εργασίας των εφεσιβλήτων είναι το ίδιο δυσμενείς με τις συνθήκες εργασίας του νοσηλευτικού προσωπικού των Νοσοκομείων, των Μονάδων Κοινωνικής Φροντίδας της Χώρας, του Εθνικού Κέντρου Άμεσης Βοήθειας (Ε.Κ.Α.Β.), των Κέντρων Υγείας, των Κέντρων Ψυχικής Υγείας, των Ν.Π.Δ.Δ. του Τομέα Πρόνοιας και των Αγροτικών Ιατρείων, που αμείβεται με το ίδιο μισθολόγιο με τους εφεσίβλητους ιατρούς και στο οποίο χορηγήθηκε το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 15 Ν. 4024/2011 επίδομα επικίνδυνης και ανθυγιεινής εργασίας με την η οικ.2/16519/0022 ΚΥΑ (ΦΕΚ Β'465/24/02/2012).

Συνεπώς, ο αποκλεισμός τους από τη χορήγηση του διεκδικούμενού επιδόματος επικίνδυνης και ανθυγιεινής εργασίας, ύψους 150 € μηνιαίως, αποτελεί αδικαιολόγητη δυσμενή διάκριση σε βάρος τους όπως άλλωστε είχε γίνει δεκτό, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, και για το προβλεπόμενο από τους Ν. 2470/1997 και 3205/2003 νοσοκομειακό επίδομα, του οποίου μετεξέλιξη αποτελεί το διεκδικούμενο από αυτούς επίδομα (σημειώνεται ότι οι εφεσίβλητοι κατά το ένδικο διάστημα δεν λάμβαναν κάποιο άλλο επίδομα λόγω των προαναφερόμενων συνθηκών εργασίας τους ούτε και αμείβονταν με ειδικό μισθολόγιο), και θα πρέπει αυτό, ύψους 150 € για κάθε μήνα απασχόλησης από 1-5-2012 έως τις 15-12-2014, να χορηγηθεί και σε αυτούς κατ' εφαρμογή της αρχής της ισότητας.

Εξάλλου, οι εφεσίβλητοι πληρούν και την τασσόμενη στην παράγραφο 6 της προαναφερόμενης ΚΥΑ προϋπόθεση της πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης στους χώρους, που δικαιολογούν την καταβολή τους, δεδομένου ότι οι τοπικές μονάδες υγείας του ΙΚΑ (μετέπειτα Μονάδες παροχής υπηρεσιών Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας των Δ.Υ.Πε.), όπου υπηρετούν οι εφεσίβλητοι, παρέχουν υπηρεσίες πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, όπως συμβαίνει και στα Κέντρα Υγείας, και ότι η απασχόληση τους στους παραπάνω χώρους είναι αποκλειστική και πλήρης κατά το συμβατικό τους ωράριο, χωρίς να επηρεάζει τούτο το γεγονός ότι μέχρι τις 31-3-2014 οι εφεσίβλητοι δικαιούνταν, υπό το καθεστώς του ΝΔ 1204/1972, να λειτουργούν εκτός του ωραρίου τους και ιδιωτικό ιατρείο, καθώς η ως άνω ΚΥΑ αξιώνει πλήρη και αποκλειστική απασχόληση στους χώρους, που δικαιολογούν την καταβολή του επιδόματος λόγω της ανθυγιεινότητας και επικινδυνότητά τους, εντός του προβλεπόμενου για τους δικαιούχους του επιδόματος ωραρίου, και όχι να μην έχουν οι δικαιούχοι του επιδόματος τη δυνατότητα, εκτός του νόμιμου ή συμβατικού ωραρίου τους, να απασχολούνται σε άλλο εργοδότη ή να αυταπασχολούνται, εφόσον τούτο ήταν επιτρεπτό από τις κείμενες διατάξεις.

Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που με την εκκαλούμενη απόφαση δέχθηκε την αγωγή ως νόμιμη και ουσιαστικά βάσιμη, επιδικάζοντας στους εφεσίβλητους το διεκδικούμενο επίδομα των 150 € μηνιαίως και ειδικότερα στην 141η εφεσίβλητη το συνολικό ποσό των 4.200 €, στην 194η εφεσίβλητη το συνολικό ποσό των 4.5 264η εφεσίβλητη το συνολικό ποσό των 4.425 € και σε καθένα από τους λοιπούς εφεσιβλήτους το ποσό των 4.725 €, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής τους δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, παρά τα όσα αβάσιμα ισχυρίζεται με τους δύο πρώτους λόγους της έφεσής του το εκκαλούν. Περαιτέρω, ο τρίτος λόγος έφεσης του εκκαλούντος, με τον οποίο αυτό παραπονείται ότι εσφαλμένα η εκκαλούμενη απόφαση κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή τυγχάνει απορριπτέος ως απαράδεκτος (αλυσιτελής), καθώς μετά την απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου η εκκαλούμενη απόφαση καθίσταται τελεσίδικη και άρα εκτελεστή (ΕφΑΘ 1147/2012 ΝΟΜΟΣ, Μαργαρίτης, ΕρμΚΠολΔ, άρθρο 520, αρ. 12)...."

Με τις κρίσεις του αυτές το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, το οποίο δίκασε ως Εφετείο και το οποίο δέθηκε τυπικά και απέρριψε κατ' ουσίαν την έφεση του ήδη αναιρεσείοντος, επικυρώνοντας την εκκληθείσα απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών, με την οποία έγινε δεκτή η αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, προέβη σε ορθή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών - που αναιρετικώς ανέλεγκτα έκρινε αποδεδειγμένα- στις εκτεθείσες διατάξεις ουσιαστικού δικαίου που εφάρμοσε, τις οποίες δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία η εφαρμογή και τούτο διότι τα γενόμενα δεκτά ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά ανταποκρίνονται στην ύπαρξη των προϋποθέσεων που τάσσονται από τις διατάξεις αυτές και καταφάσκουν την ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής. Διέλαβε δε στον υπαγωγικό συλλογισμό του επαρκείς, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή εφαρμογή των ανωτέρω. Επομένως οι περί του αντίθετοι πρώτος λόγος αναιρέσεως κατά το πρώτο και τρίτο σκέλη αυτού καθώς και ο δεύτερος λόγος αναίρεσης με τους οποίους προσάπτονται στην προσβαλλόμενη οι από τους αριθμούς 1 και 6 αντίστοιχα του άρθρου 560 ΚΠολΔ (και όχι όπως εσφαλμένα αναφέρεται 559 ΚΠολΔ) αναιρετικές πλημμέλειες είναι απορριπτέες ως αβάσιμοι.

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 560 παρ.5 Κπολ Δ (και όχι 559 παρ. 8 ΚΠολΔ όπως εσφαλμένα αναφέρεται στο αναιρετήριο λόγος αναιρέσεως ιδρύεται όταν το δικαστήριο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προταθήκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Πράγματα με την έννοια της διατάξεως αυτής είναι οι ασκούντες ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων που υπό την προϋπόθεση της νόμιμης πρότασης του θεμελιώνουν ιστορικώς το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ενστάσεως ή αντενστάσεως (ολ.ΑΠ 25/2003) όχι όμως οι ισχυρισμοί που αποτελούν άρνηση της αγωγής, ενστάσεως ή αντενστάσεως η νομικά ή πραγματικά επιχειρήματα τα οποία αντλούνται από το νόμο η από την εκτίμηση των αποδείξεων (ολ ΑΠ 3/1997, ΑΠ 25/2017).

Στην προκείμενη περίπτωση, με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως το αναιρεσείον αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση αληθώς την εκ του άρθρου 560 παρ.5 ΚΠολΔ αναιρετική πλημμέλεια, δίχως όμως να αναφέρει ποιοι ήταν οι ουσιώδεις ισχυρισμοί που ελήφθησαν υπόψη από το Εφετείο δίχως να έχουν προταθεί ή δεν ελήφθη στα υπόψη από αυτό αν και προτάθηκαν νομίμως. Κατόπιν αυτών ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος.

Κατ' ακολουθίαν την ανωτέρω πρέπει ν' απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης και να καταδικάσει το αναιρεσείον στην δικαστική δαπάνη των παρόντων αναιρεσιβλήτων μειωμένη κατ' άρθρον 21 παρ. 9 Ν1902/1990 σε συνδ. Με αρθρ. 22 παρ. 1 Ν.3693/1957.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 6-11-2017 αίτηση για αναίρεση της υπ'αρίθμ 8845/2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και καταδικάζει το αναιρεσείον στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης των παρόντων αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει στο ποσό των εννιακοσίων (900) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 2 Απριλίου 2019.

H ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 10 Σεπτεμβρίου 2019.

Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ   Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ