Συνθετη Αναζητηση Νομοθεσιας - Νομολογιας

Νομοθεσία

ΕΝΝΟΙΑ ΥΠΕΡΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΥΠΕΡΩΡΙΑΣ. ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΑΒΒΑΤΟ ΚΑΙ ΚΥΡΙΑΚΗ. ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ / ΕΝΝΟΙΑ "ΕΤΟΙΜΟΤΗΤΑΣ ΠΡΟΣ ΕΡΓΑΣΙΑ" / ΣΤΗΝ ΕΠΑΝΑΦΟΡΑ ΑΓΩΓΗΣ ΚΑΤΟΠΙΝ ΑΠΟΡΡΙΨΕΩΣ ΗΔΗ ΑΣΚΗΘΕΙΣΑΣ (λόγω αοριστιας) ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΗ Η ΔΙΕΥΡΥΝΣΗ ΤΟΥ ΑΙΤΟΥΜΕΝΟΥ ΠΟΣΟΥ

Μ.Εφ.Λαμ. 41/2019


ΕΝΝΟΙΑ ΥΠΕΡΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΥΠΕΡΩΡΙΑΣ ΜΙΣΘΩΤΩΝ. ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΟ ΣΑΒΒΑΤΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ. ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ - Για να έχει νομική πληρότητα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. Ιεδ. α Κ.Πολ.Δ., το δικόγραφο αγωγής οδηγού φορτηγού αυτοκινήτου, που έχει ως αίτημα την καταβολή αμοιβής για υπερεργασία και υπερωριακή απασχόληση, λόγω υπερβάσεως του χρόνου της συνολικής απασχολήσεως, θα πρέπει να αναφέρεται η εργασιακή σχέση και οι όροι αυτής καθώς και η διάρκεια της εβδομαδιαίας και καθ' εκάστη ημέρα απασχολήσεως (ΑΠ 184/2007, ΑΠ 66/2007 δημοσιευμένες στην νόμος). Περαιτέρω, η εργασία του μισθωτού την Κυριακή ή το Σάββατο, ως έκτη ημέρα υπό το σύστημα της πενθήμερης εργασίας, δεν αποτελεί υπερεργασία ή υπερωρία στο σύνολό της, αλλά μόνο κατά το τμήμα της που υπερβαίνει το ανώτατο όριο της ημερήσιας απασχολήσεως. Έτσι, οι ώρες αυτές (του Σαββάτου ή της Κυριακής) δεν συνυπολογίζονται με τις υπόλοιπες ώρες της εβδομάδας για τον προσδιορισμό των ωρών υπερεργασίας ή υπερωρίας της εβδομάδας.

ΕΝΝΟΙΑ "ΕΤΟΙΜΟΤΗΤΑΣ  ΠΡΟΣ ΕΡΓΑΣΙΑ" - Η εργασιακή μορφή της «σχέσεως ετοιμότητος προς εργασία», αναλόγως του βαθμού ετοιμότητος, διακρίνεται σε δύο κύριες κατηγορίες: α) τη λεγομένη (και συνηθέστερη στην πρακτική) «γνήσια ετοιμότητα προς εργασία», επί της οποίας έχουν εφαρμογή όλες οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, καθόσον ο μισθωτός οφείλει να ευρίσκεται σε ορισμένο τόπο (της επιχειρήσεως ή και εκτός αυτής απ' όπου καλούμενος να έχει τη δυνατότητα να προσέλθει στον τόπο εργασίας) και χρόνο, διατηρώντας τις σωματικές και πνευματικές του δυνάμεις σε ένταση, ώστε να προσφέρει τις υπηρεσίες του μόλις παραστεί ανάγκη, οπότε σε αυτή την περίπτωση ετοιμότητος θεωρείται ότι υφίσταται πλήρης απασχόληση, ανεξαρτήτως του εάν θα παρουσιασθούν περιστατικά για παροχή εργασίας και κατ' αυτόν τον τρόπο η ετοιμότητα της μορφής αυτής εξομοιούται πλήρως με κανονική εργασία, διότι, εκτός της δεσμεύσεως της ελευθερίας, υπάρχει και εγρήγορση των δυνάμεων του μισθωτού και β) τη λεγομένη «μη γνήσια ετοιμότητα» ή «ετοιμότητα κλήσεως», κατά την οποία ο μισθωτός δεν υποχρεούται να έχει σε εγρήγορση τις σωματικές ή πνευματικές του δυνάμεις, έχοντας τη δυνατότητα να αναπαύεται ή να ευρίσκεται εκτός του τόπου εργασίας, οπότε στην περίπτωση αυτή δεν έχουν εφαρμογή όλες οι διατάξεις του εργατικού δικαίου, πλέον δε συγκεκριμένα δεν εφαρμόζονται, εκτός αντιθέτου συμφωνίας, οι διατάξεις ειδικών νόμων, συλλογικών συμβάσεων και διαιτητικών αποφάσεων αναφορικώς προς τα ελάχιστα όρια αμοιβής και τις προσαυξήσεις για νυκτερινή εργασία, υπερεργασία, υπερωριακή απασχόληση, εργασία κατά τις νύκτες, εορτές και Κυριακές και την εβδομαδιαία ανάπαυση των εργαζομένων, αλλά μόνο ο συμφωνηθείς μισθός ή, εάν δεν υφίσταται τοιούτος, ο ειθισμένος μισθός. Βεβαίως μεταξύ των προαναφερομένων δύο κατηγοριών ενδέχεται να υφίστανται και «ενδιάμεσες βαθμίδες ετοιμότητας» και μερική εγρήγορση του μισθωτού, οπότε αναλόγως των χρονικών διαστημάτων υπολογίζονται και οι αποδοχές του μισθωτού. Το ζήτημα του προσδιορισμού του είδους ετοιμότητας εργασίας (γνήσια ή μη γνήσια ετοιμότητα ή άλλη ενδιάμεση μορφή) είναι πραγματικό και θέμα αποδείξεως των πραγματικών εκείνων περιστατικών που δύνανται να υπαχθούν στη μία ή την άλλη κατηγορία.

ΣΤΗΝ ΕΠΑΝΑΦΟΡΑ ΑΓΩΓΗΣ ΚΑΤΟΠΙΝ ΑΠΟΡΡΙΨΕΩΣ ΗΔΗ ΑΣΚΗΘΕΙΣΑΣ (λόγω αοριστιας) ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΗ Η ΔΙΕΥΡΥΝΣΗ ΤΟΥ ΑΙΤΟΥΜΕΝΟΥ ΠΟΣΟΥ - Κατά την τελευταία ημερομηνία συζητήθηκε και εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 152/2013 απόφαση του Εφετείου Λαμίας, η οποία αφού ανακάλεσε την ανωτέρω προδικαστική απόφαση, εξαφάνισε την εκκαλουμένη πρωτόδικη απόφαση, κράτησε και δίκασε την υπόθεση κατ' ουσίαν, απορρίπτοντας την ανωτέρω αγωγή του ενάγοντος ως αόριστη, κρίνοντας ότι ο ενάγων δικαιούται αμοιβής για υπερωριακή απασχόληση μόνον για την προσφερθείσα εργασία κατά τη διάρκεια της πραγματικής οδηγήσεως ή την τυχόν συμμετοχή του στις εργασίες φορτοεκφορτώσεως και όχι για το υπόλοιπο χρονικό διάστημα. Κατόπιν, ο ενάγων άσκησε την από 13-06-2014 κρινόμενη αγωγή (ΕΓΜ9/2014) με την ίδια νομική και ιστορική βάση, ζητώντας την αναγνώριση της οφειλής ποσού 98.884,69 ευρώ σ' αυτόν εκ μέρους της εναγομένης, οπότε αναβίωσε η εκκρεμοδικία της αρχικής αγωγής, της παραγραφής θεωρούμενης ως μηδέποτε διακοπήσας κατ' άρθρα 261 και 263 ΑΚ, συνεπώς, η ένσταση παραγραφής της εναγομένης-εφεσίβλητης, που επαναφέρει νομίμως ενώπιον του δικαστηρίου τούτου με τις προτάσεις της, λόγω διευρύνσεως της ιστορικής βάσης της αγωγής (επειδή το αιτηθέν με την αρχική αγωγή ποσό είναι μικρότερο από το αιτηθέν με την κρινόμενη) είναι απορριπτέα ως ουσία αβάσιμη, καθώς η διαφορά του αιτηθέντος ποσού δεν αποτελεί ανεπίτρεπτη διεύρυνση της ιστορικής βάσεως της αγωγής η οποία είναι η αυτή και στις δύο αγωγές (ΑΠ 652/2003 δημοσιευμένη στην νόμος), αλλά βελτίωση της αρχικώς απορριφθείσας ως αόριστης αγωγής.


Για το πλήρες κέιμενο πατήστε εδώ