Συνθετη Αναζητηση Νομοθεσιας - Νομολογιας

Νομοθεσία

ΤΡΟΧΑΙΟ ΑΤΥΧΗΜΑ ΣΥΝΕΠΕΙΑ ΣΥΓΚΡΟΥΣΗΣ ΜΕ ΑΜΑΞΟΣΤΟΙΧΙΑ – ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΓΙΑ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗΝ ΑΜΑΞΟΣΤΟΙΧΙΑ ΑΠΟ ΤΑ ΔΙΕΡΧΟΜΕΝΑ ΣΤΗΝ ΔΙΑΒΑΣΗ ΟΧΗΜΑΤΑ – ΦΥΛΑΞΗ ΤΗΣ ΔΙΑΒΑΣΗΣ ΚΑΙ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΓΙΑ ΔΙΕΛΕΥΣΗ ΑΜΑΞΟΣΤΟΙΧΙΑΣ

Α.Π. 1176/2019 (Δ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)


ΤΡΟΧΑΙΟ ΑΤΥΧΗΜΑ ΣΥΝΕΠΕΙΑ ΣΥΓΚΡΟΥΣΗΣ ΜΕ ΑΜΑΞΟΣΤΟΙΧΙΑ – ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΓΙΑ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗΝ ΑΜΑΞΟΣΤΟΙΧΙΑ ΑΠΟ ΤΑ ΔΙΕΡΧΟΜΕΝΑ ΣΤΗΝ ΔΙΑΒΑΣΗ ΟΧΗΜΑΤΑ – ΦΥΛΑΞΗ ΤΗΣ ΔΙΑΒΑΣΗΣ ΚΑΙ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΓΙΑ ΔΙΕΛΕΥΣΗ ΑΜΑΞΟΣΤΟΙΧΙΑΣ – ΣΥΝΤΡΕΧΟΝ ΠΤΑΙΣΜΑ ΠΡΟΣΤΗΘΕΝΤΩΝ ΕΤΑΙΡΙΑΣ ΑΜΑΞΟΣΤΟΙΧΙΑΣ ΓΙΑ ΜΗ ΟΡΘΗ ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ ΤΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΡΥΘΜΙΣΕΩΣ ΚΑΙ ΕΙΔΟΠΟΙΗΣΕΩΣ – ΜΗ ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ ΕΦΕΔΡΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΗΧΟΦΩΤΟΣΗΜΑΤΩΝ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΒΛΑΒΗΣ – Ορθώς κρίθηκε ότι στην επέλευση του ως άνω ατυχήματος συνετέλεσε και πταίσμα των οργάνων της αναιρεσείουσας, που είναι αρμόδια για την τήρηση της κατασκευής νέας υποδομής, συντηρήσεως και λειτουργίας της υφιστάμενης υποδομής, διαχειρίσεως των συστημάτων ρυθμίσεως και ασφάλειας της σιδηροδρομικής κυκλοφορίας, κατά το άρθρο 3 Ν. 3891/2010, τα οποία δεν μερίμνησαν, για την τοποθέτηση, σε περίπτωση βλάβης του αυτοματοποιημένου συστήματος της διαβάσεως, εφεδρικού συστήματος λειτουργίας των ηχοφωτοσημάτων και ημιδρυφράκτων στη διάβαση, προκειμένου να ειδοποιούνται οι πλησιάζοντες στη διάβαση οδηγοί των αυτοκινήτων για την έλευση αμαξοστοιχίας, παράλειψη που συνετέλεσε στην πρόκληση του ατυχήματος με τις προαναφερθείσες συνέπειες – Απόρριψη λόγου αναίρεσης (914, 330, 300 ΑΚ, 10, 26, 27 ΚΟΚ)

ΑΞΙΩΣΕΙΣ ΣΥΓΓΕΝΩΝ ΓΙΑ ΨΥΧΙΚΗ ΟΔΥΝΗ ΛΟΓΩ ΘΑΝΑΤΟΥ ΣΥΓΓΕΝΟΥΣ ΣΕ ΤΡΟΧΑΙΟ ΑΤΥΧΗΜΑ – ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟ ΤΟΥ ΥΨΟΥΣ ΤΗΣ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗΣ – ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ – ΕΝΝΟΜΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΑΥΤΗΣ (932 ΑΚ)


Αριθμός 1176/2019

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Δ' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ειρήνη Κιουρκτσόγλου - Πετρουλάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Σοφία Ντάντου, Μαρία Τζανακάκη, Αντώνιο Τσαλαπόρτα και Θεόδωρο Μαντούβαλο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 1η Φεβρουαρίου 2019, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "... ΑΕ" (... ΑΕ), που εδρεύει στην ... και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Σπυρογιάννη Διονυσάτο, που δεν κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Θ. χας Λ. Τ., το γένος Δ. Μ., 2) Φ. Τ. του Λ., που εκπροσωπείται νόμιμα από την ασκούσα τη γονική της μέριμνα, μητέρα της, Θ. χα Λ. Τ., 3) Δ. (Ά.) Τ. του Λ., που εκπροσωπείται νόμιμα από την ασκούσα τη γονική του μέριμνα, μητέρα του, Θ. χα Λ. Τ., 4) Φ. χας Κ. Τ., το γένος Χ. Κ., κατοίκων ..., 5) Ι. Μ. του Δ., κατοίκου ..., 6) Π. Μ. του Κ., κατοίκου ... και 7) Ε. Μ. του Κ., κατοίκου ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Χαράλαμπο Χριστέλη.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 28-11-2012 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων και του Ο. Μ. ή Μ. του Ι., μη διαδίκου στην παρούσα δίκη, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης και συνεκδικάστηκε με την με αρ. εκθ. καταθ. 10093/17-4-2013 ανακοίνωση δίκης - προσεπίκληση - παρεμπίπτουσα αγωγή της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "...", καθώς και με την με αρ. εκθ. καταθ. 16832/25-7-2014 πρόσθετη παρέμβαση της εταιρείας με την επωνυμία "...", μη διαδίκου στην παρούσα δίκη. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 486/2015 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 2152/2017 του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 2-11-2017 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, με Εισηγητή τον Αρεοπαγίτη Θεόδωρο Μαντούβαλο, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά την διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται μόνον αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο. Η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας αποτελεί λόγο αναίρεσης μόνο αν τα διδάγματα αυτά αφορούν την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ' αυτούς. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλομΑΠ 7/2006, 4/2005).

Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 300, 330 εδάφ. β' και 914 ΑΚ συνάγεται ότι προϋπόθεση της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία είναι η υπαιτιότητα του υπόχρεου, η οποία υπάρχει και στην περίπτωση της αμέλειας, δηλαδή όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, η παράνομη συμπεριφορά του υπόχρεου σε αποζημίωση έναντι εκείνου που ζημιώθηκε και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της ζημίας. Αν η ζημία οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του παθόντος, δεν οφείλεται αποζημίωση, ενώ, αν διαπιστωθεί οικείο πταίσμα αυτού, το δικαστήριο μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 300 ΑΚ, να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό της. Η παράνομη συμπεριφορά, ως όρος της αδικοπραξίας, μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη, αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία αυτή περίπτωση εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωμένος σε πράξη από το νόμο ή τη δικαιοπραξία ή από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη. Αιτιώδης συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου ήταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή και μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν επιτρέπουν το συμπέρασμα να θεωρηθεί, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ορισμένο γεγονός ως πρόσφορη αιτία της ζημίας υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, γιατί είναι κρίση νομική, αναγόμενη στην ορθή ή μη υπαγωγή από το δικαστήριο της ουσίας των διδαγμάτων της κοινής πείρας στην αόριστη νομική έννοια της αιτιώδους συνάφειας.

Επίσης, οι έννοιες της υπαιτιότητας και της συνυπαιτιότητας είναι νομικές και, επομένως, η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ως προς τη συνδρομή ή όχι πταίσματος του φερομένου ως υποχρέου προς αποζημίωση και οικείου πταίσματος του παθόντος κατά την επέλευση της ζημίας, υπόκεινται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου κατά τις διατάξεις του άρθρου 559 αριθμ. 1 και 19 ΚΠολΔ για ευθεία και εκ πλαγίου παράβαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου, καθώς και για παραβίαση διδαγμάτων κοινής πείρας (ΑΠ 1591/2014, ΑΠ 76/2014, ΑΠ 2181/2013). Εκφεύγει όμως του αναιρετικού ελέγχου η κρίση ως προς το βαθμό-τη βαρύτητα του πταίσματος και το ποσοστό, κατά το οποίο πρέπει να μειωθεί η αποζημίωση, διότι η κρίση αυτή σχηματίζεται από την κατ' άρθρο 561 § 1 ΚΠολΔ αναιρετικά ανέλεγκτη εκτίμηση των πραγματικών γεγονότων, χωρίς την υπαγωγή τους σε νομική έννοια (ΑΠ 1591/2014, ΑΠ 1715/2010). Περαιτέρω, η παράβαση διατάξεων του ΚΟΚ δεν θεμελιώνει αυτή καθ' εαυτήν υπαιτιότητα στην επέλευση αυτοκινητικού ατυχήματος, αποτελεί όμως στοιχείο, η στάθμιση του οποίου από το δικαστήριο της ουσίας θα κριθεί σε σχέση με την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συγκεκριμένης πράξης και του αποτελέσματος που επήλθε (ΑΠ 144/2017).

Εξάλλου, κατά το άρθρο 1 Ν. 2671/1998 "Αρμοδιότητες του …" όπως αντικ. με το άρθρο 3 Ν. 3891/2010 "1. Ο … ασκεί καθήκοντα διαχειριστή της ... όπως αυτή ορίζεται στην περ. 16 του άρθρου 2 ΠΔ 41/2005. 2. Ως διαχειριστής της ..., ο … ασκεί τη διαχείριση και εκμετάλλευση της ...ς και έχει ιδίως την ευθύνη κατασκευής νέας υποδομής, συντήρησης και λειτουργίας της υφιστάμενης υποδομής, διαχείρισης των συστημάτων ρύθμισης και ασφάλειας της σιδηροδρομικής κυκλοφορίας, καθώς και όσων αρμοδιοτήτων προβλέπονται από την εθνική και κοινοτική νομοθεσία για το διαχειριστή ......".

Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι τον … βαρύνει η συντήρηση και η καλή λειτουργία της υφιστάμενης υποδομής εν γένει, καθώς και η διαχείριση (προμήθεια, εγκατάσταση, συντήρηση, εποπτεία) και η εξασφάλιση της καλής λειτουργίας των συστημάτων ρύθμισης και ασφάλειας της σιδηροδρομικής κυκλοφορίας. Τέτοια συστήματα ρύθμισης και ασφάλειας της σιδηροδρομικής (οδικής) κυκλοφορίας είναι τα Αυτόματα Συστήματα Ισόπεδων Διαβάσεων (ΑΣΙΔ) που προβλέπονται από το Παράρτημα V του Γενικού Κανονισμού Κινήσεως …και εγκαθίστανται στις ισόπεδες σιδηροδρομικές διαβάσεις. Από τις παραπάνω νόμιμες υποχρεώσεις του …, προς εξασφάλιση της καλής λειτουργίας των συστημάτων ρύθμισης και ασφάλειας της σιδηροδρομικής κυκλοφορίας με την οδική συνάγεται ότι θεσπίζεται και υποχρέωση αυτού εγκατάστασης, εν γένει, προειδοποιητικού εφεδρικού συστήματος, προκειμένου να ειδοποιούνται οι πλησιάζοντες στη φυλασσόμενη διάβαση οδηγοί των αυτοκινήτων για την έλευση αμαξοστοιχίας, στην περίπτωση της μη σωστής λειτουργίας του αυτοματοποιημένου κυρίου συστήματος ρύθμισης και ασφάλειας της σιδηροδρομικής διαβάσεως, όπως, εγκατάσταση και εφεδρικού συστήματος λειτουργίας των ηχοφωτοσημάτων και ημιδρυφράκτων (ΑΣΙΔ) για την περίπτωση κατά την οποία για οποιοδήποτε λόγο θα συνέβαινε να προκληθεί βλάβη στο κύριο σύστημα.

Η υποχρέωση και εξ' αυτής ευθύνη του …, ουδόλως αίρεται από τις διατάξεις του άρθρου 26 § 5 περ. δ' ΚΟΚ με την οποία καθιερώνεται η γενική προτεραιότητα των σιδηροδρομικών οχημάτων έναντι των οδικών τοιούτων, καθώς και του άρθρου 27 § 3 ΚΟΚ, το οποίο ορίζει ότι "Η έλλειψη ηχοφωτεινής σηματοδότησης ή κινητών φραγμάτων σε ισόπεδη σιδηροδρομική διάβαση ή προσώπου ρυθμίζοντος τη σε αυτήν κυκλοφορία, ουδεμία συνεπάγεται αστική ή ποινική ευθύνη για τις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις και το προσωπικό τους, για οποιοδήποτε ατύχημα, το οποίο μπορεί να συμβεί στην αφύλακτη σιδηροδρομική διάβαση, εφόσον αυτό οφείλεται στη μη τήρηση των σχετικών διατάξεων του παρόντος Κώδικα ή άλλου νόμου, από αυτούς που επιχειρούν να διέλθουν από τη διάβαση αυτή", δεδομένου ότι οι διατάξεις αυτές αναφέρονται στις αφύλακτες σιδηροδρομικές διαβάσεις και όχι στις φυλασσόμενες, όπως εν προκειμένω, οι οποίες επισημαίνονται με σήμανση (Κ-31), με αποτέλεσμα οι οδηγοί των αυτοκινήτων που προσεγγίζουν τη διάβαση, εμπιστευόμενοι τη σήμανση και το ΑΣΙΔ που βλέπουν, να πιστεύουν εύλογα ότι διέρχονται από φυλασσόμενη διάβαση.

Τέλος, από τις διατάξεις του άρθρου 932 ΑΚ προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, στο πλαίσιο της διακριτικής εξουσίας που έχει από το άρθρο αυτό, δύναται να καθορίσει το ύψος της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης του δικαιούχου εξ αδικοπραξίας, αφού συνεκτιμήσει, με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας και τους κανόνες της λογικής, τα πραγματικά περιστατικά (κριτήρια καθορισμού) που τίθενται υπόψη του, όπως είναι οι συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, ο βαθμός του πταίσματος του υπόχρεου - δράστη, το είδος και οι συνέπειες της προσβολής, το τυχόν συντρέχον πταίσμα του δικαιούχου, η κοινωνική και η περιουσιακή κατάσταση των μερών, πλην της περιουσιακής κατάστασης της εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρείας, της οποίας η ευθύνη είναι εγγυητική (ΑΠ 405/2015, ΑΠ 532/2012), χωρίς να απαιτείται η ειδικότερη αιτιολόγηση καθενός στοιχείου (ΑΠ 1361/2013). Ο προσδιορισμός από το δικαστήριο της ουσίας του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης, με κρίσιμο χρόνο εκείνον της συζήτησης της υπόθεσης ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, δεν υπόκειται, κατ' αρχήν, στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, αφού σχηματίζεται από την εκτίμηση των πραγματικών γεγονότων (ΚΠολΔ 561 § 1), χωρίς υπαγωγή του πορίσματος σε νομική έννοια, ώστε να μπορεί να κριθεί εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, είτε ευθέως, είτε εκ πλαγίου, για έλλειψη νόμιμης βάσης. Επιβάλλεται, όμως, σε κάθε περίπτωση, να τηρείται, κατά τον καθορισμό του ποσού που επιδικάζεται, η αρχή της αναλογικότητας, ως γενική νομική αρχή και μάλιστα αυξημένης τυπικής ισχύος, ερειδόμενη επί του άρθρου 25 § 1 (εδάφ. δ') του Συντάγματος, υπό την έννοια ότι η σχετική κρίση του δικαστηρίου δεν πρέπει να υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, πράγμα που, αν συμβαίνει, ελέγχεται ως παραβίαση της πιο πάνω γενικής νομικής αρχής, ήτοι ως πλημμέλειες του άρθρου 559 αριθμ. 1 και 19 ΚΠολΔ (ΟλομΑΠ 10/2017, 9/2015, ΑΠ 1864/2017).

Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της δικογραφίας (ΚΠολΔ 561 § 2), οι αναιρεσίβλητοι άσκησαν ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης εναντίον της αναιρεσείουσας και άλλων προσώπων που δεν ενδιαφέρουν την παρούσα δίκη, καθόσον η αναίρεση δεν στρέφεται κατ' αυτών, τη με αριθ. καταθ. 35393/2012 αγωγή, με την οποία ζητούσαν, μεταξύ άλλων, περί των οποίων δεν πρόκειται εν προκειμένω, να υποχρεωθεί η αναιρεσείουσα να τους καταβάλει χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης για το θάνατο των συγγενών τους σε σιδηροδρομικό ατύχημα που συνέβη στις 4-4-2012 σε ισόπεδη σιδηροδρομική διάβαση που υπάρχει στο χιλιομετρικό σημείο 11+000 της σιδηροδρομικής γραμμής ... μεταξύ της υπ' αριθμ. ...0 αμαξοστοιχίας Intercity και του με αρ. κυκλ. ...72 ΙΧΕ αυτοκινήτου που οδηγούσε ο θανών συγγενής τους Λ. Τ. (σύζυγος της 1ης αναιρεσίβλητης, πατέρας των 2ης και 3ου των αναιρεσιβλήτων και υιός της 4ης αναιρεσίβλητης) και στο οποίο επέβαιναν οι επίσης θανόντες συγγενείς τους Δ. Μ. και Π. σύζ. Δ. Μ. (γονείς της 1ης αναιρεσίβλητης, παππούς και γιαγιά των 2ης και 3ου των αναιρεσιβλήτων, γονείς του 5ου αναιρεσίβλητου και αδελφή των 6ου και 7ης των αναιρεσιβλήτων).

Η αγωγή αυτή συνεκδικασθείσα κατά την τακτική διαδικασία με άλλα εισαγωγικά δικόγραφα απορρίφθηκε πρωτοδίκως για λόγους τυπικούς (έλλειψη δικαστικού ενσήμου), μετά δε την άσκηση έφεσης από τους αναιρεσίβλητους εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση 1252/2017 του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης που δέχθηκε εν μέρει την αγωγή των αναιρεσιβλήτων, κρίνοντας ότι ο θανών οδηγός του επιβατικού αυτοκινήτου Λ. Τ. υπήρξε υπαίτιος της πρόκλησης του επίδικου ατυχήματος και του θανάτου του, καθώς και του θανάτου των συνεπιβαινόντων στο αυτοκίνητο συζύγων Δ. και Π. Μ. (πεθερικά του) κατά ποσοστό 60%, επειδή δεν συμμορφώθηκε με την επιβαλλόμενη υποχρέωσή του να ακινητοποιήσει το αυτοκίνητό του πριν την ισόπεδη διάβαση που σημαινόταν με τις πινακίδες Κ-31 (κίνδυνος λόγω ισόπεδης σιδηροδρομικής διάβασης με κινητά φράγματα), Ρ-32 (μέγιστη ταχύτητα 40 χλμ/ώρα) και Ρ-2 (STOP) και πριν εισέλθει σ' αυτή να ελέγξει ότι μπορεί να το πράξει με ασφάλεια και εφόσον ερχόταν αμαξοστοιχία να παραχωρήσει προτεραιότητα διέλευσης σ' αυτή, συνυπαίτια δε κατά ποσοστό 40% του επίδικου ατυχήματος υπήρξε η αναιρεσείουσα γιατί στην επέλευση του ως άνω ατυχήματος συνετέλεσε και πταίσμα των οργάνων της, που είναι αρμόδια για την τήρηση της κατασκευής νέας υποδομής, συντηρήσεως και λειτουργίας της υφιστάμενης υποδομής, διαχειρίσεως των συστημάτων ρυθμίσεως και ασφάλειας της σιδηροδρομικής κυκλοφορίας, κατά το άρθρο 3 Ν. 3891/2010, τα οποία δεν μερίμνησαν, όπως όφειλαν κατά τη διάταξη αυτή, για την τοποθέτηση, σε περίπτωση βλάβης του αυτοματοποιημένου συστήματος της διαβάσεως, εφεδρικού συστήματος λειτουργίας των ηχοφωτοσημάτων και ημιδρυφράκτων στη διάβαση, προκειμένου να ειδοποιούνται οι πλησιάζοντες στη διάβαση οδηγοί των αυτοκινήτων για την έλευση αμαξοστοιχίας, παράλειψη που συνετέλεσε στην πρόκληση του ατυχήματος με τις προαναφερθείσες συνέπειες, δεδομένου ότι το σύστημα αυτό (ΑΣΙΔ) είχε τεθεί εκτός λειτουργίας λόγω προηγηθείσας κλοπής των καλωδίων του από αγνώστους.

Επιδίκασε δε (αναγνωριστικά) ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, (μεταξύ άλλων, τα οποία δεν προσβάλλονται με λόγο αναίρεσης) στην 1η αναιρεσίβλητη ως σύζυγο του θανόντος Λ. Τ. (γενν. στις 4-5-1977 και 12-1-1973 αντίστοιχα) που διαβιούσαν αρμονικά στον κοινό οίκο τους 40.000 €, στους 2η και 3ο αναιρεσίβλητους ως (ανήλικα τότε γενν. στις 10-3-2007 και 5-9-2011 αντίστοιχα) παιδιά τους 25.000 € στο καθένα και στην 4η αναιρεσίβλητη μητέρα του θανόντος (χήρα γενν. στις 1-6-1953) 20.000 €.

Με τον πρώτο λόγο αναίρεσης εκ του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, η αναιρεσείουσα αιτιάται την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι κρίνοντας την ίδια συνυπαίτια του επίδικου ατυχήματος κατά ποσοστό 40% παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 914, 330 εδ. β' ΑΚ, 1 §§ 1 και 2 Ν. 2671/1998 όπως τροπ. με το άρθρ. 3 Ν. 3891/ 2010, 10 § 5 και 27 § 3 ΚΟΚ και του Παραρτήματος V του Γενικού Κανονισμού Κινήσεως …, τις οποίες αν ορθά ερμήνευε και εφάρμοζε θα έπρεπε να κρίνει αυτή παντελώς ανυπαίτια. Ωστόσο, το Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα και με όσα προειπώθηκαν στη μείζονα σκέψη, με τις παραδοχές του ότι στην επέλευση του ως άνω ατυχήματος συνετέλεσε και πταίσμα των οργάνων της αναιρεσείουσας, που είναι αρμόδια για την τήρηση της κατασκευής νέας υποδομής, συντηρήσεως και λειτουργίας της υφιστάμενης υποδομής, διαχειρίσεως των συστημάτων ρυθμίσεως και ασφάλειας της σιδηροδρομικής κυκλοφορίας, κατά το άρθρο 3 Ν. 3891/2010, τα οποία δεν μερίμνησαν, όπως όφειλαν κατά τη διάταξη αυτή, για την τοποθέτηση, σε περίπτωση βλάβης του αυτοματοποιημένου συστήματος της διαβάσεως, εφεδρικού συστήματος λειτουργίας των ηχοφωτοσημάτων και ημιδρυφράκτων στη διάβαση, προκειμένου να ειδοποιούνται οι πλησιάζοντες στη διάβαση οδηγοί των αυτοκινήτων για την έλευση αμαξοστοιχίας, παράλειψη που συνετέλεσε στην πρόκληση του ατυχήματος με τις προαναφερθείσες συνέπειες, ουδόλως υπέπεσε στην πλημμέλεια της παραβίασης ουσιαστικού κανόνα δικαίου που προβλέπεται από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ και ειδικότερα της παραβίασης των άρθρων 914, 330 εδ. β' ΑΚ, 1 § 1 και 2 Ν. 2671/1998 όπως τροπ. με το άρθρ. 3 Ν. 3891/2010, 10 § 5 και 27 § 3 ΚΟΚ, αλλά αντίθετα ορθά ερμήνευσε και υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στους παραπάνω ουσιαστικούς κανόνες δικαίου που εφάρμοσε, τους οποίους δεν παραβίασε και επομένως, ο περί του αντιθέτου πρώτος λόγος αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Με το δεύτερο λόγο αναίρεσης εκ του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, η αναιρεσείουσα αιτιάται την προσβαλλόμενη απόφαση ως προς την επιδίκαση της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης, μόνο έναντι των πρώτων τεσσάρων αναιρεσιβλήτων ως συγγενών μόνο του θανόντος οδηγού του αυτοκινήτου Λ. Τ. και ειδικότερα ως προς την (αναγνωριστική) επιδίκαση στην 1η αναιρεσίβλητη ως χήρα του θανόντος οδηγού του αυτοκινήτου, στη 2η και στον 3ο των αναιρεσιβλήτων ως τέκνων του ιδίου ως άνω θανόντος και στην 4η αναιρεσίβλητη μητέρα αυτού, των ποσών των 40.000 €, 25.000 €, 25.000 € και 20.000 € αντίστοιχα, ότι υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής της ευχέρειας και παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας την οποία επιτάσσουν τα άρθρα 932 ΑΚ και 2 § 1 και 25 του Συντάγματος. [Σημειώνεται ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση επιδίκασε θετική και αποθετική ζημία στην 1η και στον 5ο των αναιρεσιβλήτων και χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης σε όλους τους αναιρεσίβλητους και ειδικότερα τα κατωτέρω χρηματικά ποσά: στην 1η το συνολικό ποσό των 91.634,20 € (384,20 € για έξοδα κηδείας + 1.250 € για ζημία οχήματος + 40.000 € ψυχική οδύνη από το θάνατο του συζύγου της + 25.000 € για ψυχ. οδύνη από το θάνατο του πατέρα της + 25.000 € για ψυχ. οδύνη από το θάνατο της μητέρας της) στη 2η και 3ο συνολικά 45.000 € στον καθένα (25.000 € για ψ.ο. για τον πατέρα τους + 10.000 € ψ.ο. για τον παππού τους + 10.000 € ψ.ο. για τη γιαγιά τους), στην 4η 20.000 € ψ.ο. για το γιο της, στον 5ο συνολικά 54.980,50 € (3.484,50 € για έξοδα κηδείας των γονέων του + 1.250 € για ζημία οχήματος + 25.000 € ψ.ο. για τον πατέρα του + 25.000 € ψ.ο. για την μητέρα του και στους 6ο και 7η 8.000 € στον καθένα ως ψ.ο. για το θάνατο της αδελφής τους].

Ωστόσο, κρίνοντας, όπως παραπάνω, το Εφετείο, δηλαδή με το να καθορίσει τη χρηματική ικανοποίηση των τεσσάρων πρώτων αναιρεσιβλήτων λόγω ψυχικής οδύνης από το θάνατο του οδηγού του αυτοκινήτου Λ. Τ., στα πιο πάνω χρηματικά ποσά, ήτοι στην 1η αναιρεσίβλητο - σύζυγο στο ποσό των 40.000 ευρώ, στη 2η και στον 3ο των αναιρεσιβλήτων - παιδιά του θανόντος στο ποσό των 25.000 ευρώ στον καθένα και στην 4η αναιρεσίβλητη - μητέρα του θανόντος στο ποσό των 20.000 ευρώ "...λαμβανομένων υπόψη του βαθμού του πταίσματος των προστηθέντων υπαλλήλων της (αναιρεσείουσας), της συνυπαιτιότητας του ως άνω θανόντος, της κοινωνικής και περιουσιακής καταστάσεως των (αναιρεσιβλήτων), της οικονομικής καταστάσεως της (αναιρεσείουσας), της συναισθηματικής σχέσεως αυτών με τον θανατωθέντα, του βαθμού της ψυχικής ταλαιπωρίας και θλίψεως αυτών και των λοιπών προσωπικών σχέσεων αυτών...", δεν υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας και κατά συνέπεια δεν παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας, δεδομένου ότι το ποσό αυτό, κατά την κοινή πείρα, τη δικαστηριακή πρακτική και τη συνείδηση για το δίκαιο, δεν υστερεί, και μάλιστα καταφανώς, εκείνου που συνήθως επιδικάζεται σε παρόμοιες περιπτώσεις χρηματικής ικανοποίησης.

Επομένως και ο λόγος αυτός αναίρεσης (δεύτερος) εκ του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας επιδικάζοντας στους άνω αναιρεσίβλητους ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, υπερβολικά ποσά, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Μετά από όλα αυτά και μη υπάρχοντος ετέρου λόγου αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος από την αναιρεσείουσα παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο (ΚΠολΔ 495 § 4) και να καταδικαστεί η τελευταία λόγω της ήττας της στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, οι οποίοι κατέθεσαν προτάσεις και αιτούνται την καταδίκη αυτή (ΚΠολΔ 176, 183), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 2-11-2017 και με αριθμό καταθέσεως 21840/261/2017 αίτηση για αναίρεση της υπ' αριθμ. 2152/2017 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.

Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο. Και

Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 21 Ιουνίου 2019.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 20 Σεπτεμβρίου 2019.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ   Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ