Συνθετη Αναζητηση Νομοθεσιας - Νομολογιας

Νομοθεσία

ΛΑΘΡΕΜΠΟΡΙΑ – ΕΝΝΟΙΑ - ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΕΙΔΗ ΠΡΟΪΟΝΤΑ – ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΣΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ – ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΕΛΩΝΕΙΑΚΟΥ ΚΩΔΙΚΑ

Α.Π. 1097/2019 (Ε΄ ΠΟΙΝΙΚΕΣ)


ΛΑΘΡΕΜΠΟΡΙΑ – ΕΝΝΟΙΑ - ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΕΙΔΗ ΠΡΟΪΟΝΤΑ – ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΣΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ – ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΕΛΩΝΕΙΑΚΟΥ ΚΩΔΙΚΑ (155 παρ. Ια και β του Ν. 2960/2001 "Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας) - Και υπό την ισχύ του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα η καθοιονδήποτε τρόπο διαφυγή ή απόπειρα διαφυγής της καταβολής του οφειλομένου για τα πετρελαιοειδή προϊόντα ειδικού φόρου καταναλώσεως είναι πράξη ποινικώς κολάσιμη και χαρακτηρίζεται ως λαθρεμπορία, η οποία τιμωρείται κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο α' της παρ. 1 του άρθρου 157 του ανωτέρω νόμου με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών, εκτός αν το αντικείμενο της λαθρεμπορίας δεν έχει σημαντική αξία και προορίζεται για ατομική χρήση ή ανάλωση του υπαιτίου, οπότε το ελάχιστο της ποινής μειώνεται στο ένα έκτο. Δηλαδή από τη συνδυασμένη εφαρμογή των άρθρων 119Α παρ. 2, 155 παρ. 2 περ. ζ και 157 Ν. 2960/2001 συνάγεται ότι και η κατοχή προϊόντων που υπάγονται σε Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης και τα οποία κατέχονται με τέτοιον τρόπο ώστε να αποφεύγεται ή να επιχειρείται η αποφυγή καταβολής των οφειλόμενων φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων, μεταξύ των οποίων και ο Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης χαρακτηρίζεται ως λαθρεμπορία και τιμωρείται και ποινικά ως τέτοια (βλ. ΑΠ 832/2016).


Αριθμός 1097/2019

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Χυτήρογλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Διονυσία Μπιτζούνη, Βασιλική Ηλιοπούλου, Βασιλική Μπαζάκη - Δρακούλη και Στυλιανό Δαρέλλη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Ιανουαρίου 2019, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Καραγιάννη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Σ. Δ. του Ι., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Εμμανουήλ Γρηγοράκη, για αναίρεση της υπ'αριθ.ΗΤ1844/2018 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και 
o αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 12.11.2018 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1465/18.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς νέα κρίση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από δικαστές άλλους από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση από 12-11-2018 αίτηση του Σ. Δ. του Ι. για αναίρεση της υπ' αριθμ. ΗΤ 1844/2018 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών (δικάζοντος 0)ς δευτεροβάθμιο), με την οποία κηρύχθηκε ένοχος της πράξης της λαθρεμπορίας και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης οκτώ (8) μηνών, η εκτέλεση της οποίας ανεστάλη για τρία (3) έτη, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 463, 473, 474 παρ. 2, 505 παρ. Ια, του ΚΠοινΔ) καθόσον η προσβαλλόμενη απόφαση καταχωρήθηκε καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο καθαρογραφής στις 24-10-2018 και αυτή (αίτηση αναίρεσης), ασκήθηκε με δήλωσή που επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 12-11-2018, προβάλλονται δε με αυτή, ως λόγοι αναίρεσης, η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της απόφασης και η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διάταξης που εφαρμόστηκε (άρθρα 510 παρ. 1, στοιχ. Δ και Ε ΚΠοινΔ). Πρέπει επομένως να εξεταστεί στην ουσία της.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 155 παρ. Ια και β του Ν. 2960/2001 "Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας" λαθρεμπορία είναι α) η εντός του τελωνειακού εδάφους εισαγωγή ή εξ αυτού εξαγωγή εμπορευμάτων υποκειμένων σε δασμούς, φόρους και λοιπές επιβαρύνσεις που εισπράττονται στα τελωνεία, χωρίς τη γραπτή άδεια της αρμόδιας Τελωνειακής Αρχής ή σε άλλο από τον ορισμένο παρ' αυτής τόπο και χρόνο, β) οποιαδήποτε ενέργεια που αποσκοπεί να στερήσει το Ελληνικό Δημόσιο ή την Ευρωπαϊκή Ένωση των υπ' αυτών εισπρακτέων δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων από τα εισαγόμενα ή εξαγόμενα εμπορεύματα και αν ακόμη αυτά εισπράχθηκαν κατά χρόνο και τρόπο διάφορο εκείνου που ορίζει ο νόμος. Επίσης, κατά την παράγραφο 2 εδαφ. ζ' του ως άνω άρθρου 155 του νόμου 2960/2001 ως λαθρεμπορία θεωρείται και η αγορά, πώληση και κατοχή εμπορευμάτων που έχουν εισαχθεί ή τεθεί στην κατανάλωση κατά τρόπο που συνιστά το αδίκημα της λαθρεμπορίας. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, ιδρύεται αυτοτελής νομοτυπική μορφή του εγκλήματος της λαθρεμπορίας, του οποίου η αντικειμενική υπόσταση συνίσταται στην αγορά, πώληση ή κατοχή από πρόσωπο, εκτός του εισαγωγέα, εμπορευμάτων που υπόκεινται σε εισαγωγικό δασμό, τέλος, φόρο ή δικαίωμα, και που έχουν εισαχθεί εντός των συνόρων του Ελληνικού Κράτους, χωρίς άδεια της τελωνειακής αρχής. Υποκειμενικώς δε, για τη στοιχειοθέτηση στην περίπτωση αυτή του εγκλήματος της λαθρεμπορίας, απαιτείται δόλος, που συνίσταται στη γνώση, κατά τον κρίσιμο χρόνο, του υπαιτίου ότι το εμπόρευμα που αγόρασε, πώλησε ή κατέχει είναι προϊόν λαθρεμπορίας, κατά την παραπάνω έννοια, καθώς και στη θέληση αυτού να αποστερήσει το Ελληνικό Δημόσιο ή την Ευρωπαϊκή Ένωση από τον οφειλόμενο δασμό, τέλος ή δικαίωμα και λοιπές επιβαρύνσεις.

Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 53 του άνω Ν. 2960/2001, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1, παρ. 1 του Ν. 3336/2005 (".Εναρμόνιση της Ελληνικής Νομοθεσίας προς την Οδηγία 2003/96/Έκτου Συμβουλίου της 27ης Οκτωβρίου 2003 περί επιβολής Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης και άλλες διατάξεις"), "Επιβάλλεται Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης (Ε. Φ. Κ.) στα ενεργειακά προϊόντα, στην ηλεκτρική ενέργεια, στην αλκοόλη, στα αλκοολούχα ποτά και στα βιομηχανοποιημένα καπνά και καθορίζονται τα περί παραγωγής, μεταποίησης, κατοχής, κυκλοφορίας και ελέγχου των προϊόντων αυτών, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντα Κώδικα.". Σύμφωνα δε με το άρθρα 72 και 73 του ως άνω νόμου (2960/2001, όπως τροποποιήθηκε με τον Ν. 3336/2005) ως ενεργειακά προϊόντα για την εφαρμογή του τρίτου μέρους του Τελωνειακού Κώδικα θεωρούνται, μεταξύ άλλων, και το πετρέλαιο εσωτερικής καύσης (DIESEL) που χρησιμοποιείται ως καύσιμο κινητήρων. Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι επιβάλλεται ειδικός φόρος καταναλώσεως στα πετρελαιοειδή, και καθορίζονται τα περί παραγωγής, μεταποιήσεως κατοχής, κυκλοφορίας και ελέγχου των προϊόντων αυτών σύμφωνα με τις διατάξεις του ανωτέρω τελωνειακού Κώδικα.

Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 119Α "Παραβάσεις-Κυρώσεις" του Ν. 2960/2001, το οποίο προστέθηκε με την παρ. 28 του άρθρου 85 του Ν. Ν.3842/2010 σε εναρμόνιση προς την Οδηγία 2008/118/ΕΚ: "7. Με την επιφύλαξη των διατάξεων της επόμενης παραγράφου, η μη τήρηση των διατυπώσεων του τρίτου μέρους του παρόντος Κώδικα χαρακτηρίζεται ως απλή τελωνειακή παράβαση κατά τα προβλεπόμενα από τα άρθρα 142 και επόμενα του παρόντος Κώδικα και επισύρει πρόστιμο μέχρι δεκαπέντε χιλιάδες (15.000) ευρώ για κάθε παράβαση, δυνάμενο να αναπροσαρμόζεται με προεδρικά διατάγματα, που εκδίδονται με πρόταση του Υπουργού Οικονομικών. 2. Η με οποιονδήποτε τρόπο διαφυγή ή απόπειρα διαφυγής της καταβολής των οφειλόμενων φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων, καθώς και η μη τήρηση των διατυπώσεων που προβλέπονται από το τρίτο μέρος του παρόντος Κώδικα με σκοπό τη μη καταβολή των ως άνω φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων, χαρακτηρίζονται και τιμωρούνται διοικητικώς και ποινικώς ως λαθρεμπορία κατά τις διατάξεις των άρθρων 142 και επόμενα του παρόντος Κώδικα. Το πολλαπλό τέλος επιβάλλεται και αν ακόμη κριθεί αρμοδίως ότι δεν συντρέχουν τα στοιχεία αξιοποίνου λαθρεμπορίας. 3. Οι εκτός των περιπτώσεων των προηγούμενων παραγράφων 1 και 2 διαπραττόμενες παραβάσεις, κατά την παραγωγή, μεταποίηση, κατοχή, μεταφορά και πώληση των προϊόντων του άρθρου 53 του παρόντος Κώδικα, τιμωρούνται με τις ειδικότερες διατάξεις που ισχύουν, κατά περίπτωση, για τα προϊόντα αυτά.". Με το δε άρθρο 26 παρ. 6 του Ν. 3943/2011 (ΦΕΚ Α 66/31-3-2011) η παρ. 1 αντικαταστάθηκε ως εξής: "7. Με την επιφύλαξη των διατάξεων της επόμενης παραγράφου, η μη τήρηση των διατυπώσεων του τρίτου μέρους του παρόντος Κώδικα χαρακτηρίζεται ως απλή τελωνειακή παράβαση κατά τα προβλεπόμενα από τα άρθρα 142 και επόμενα του παρόντος Κώδικα και επισύρει πρόστιμο από πεντακόσια (500) ευρώ μέχρι δεκαπέντε χιλιάδες (15.000) ευρώ για κάθε παράβαση, ανάλογα με τη βαρύτητα και τη συχνότητα της. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών μπορεί να αναπροσαρμόζονται τα ελάχιστα όρια του προστίμου που προβλέπεται στο προηγούμενο εδάφιο. Με όμοια απόφαση μπορεί οι απλές τελωνειακές παραβάσεις να κατατάσσονται σε κατηγορίες ανάλογα με τη σοβαρότητα τους και να προσδιορίζεται ειδικότερα το ύφος του προστίμου μέσα στα όρια που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο.". Να σημειωθεί δε ότι η ανωτέρω διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 119Α αντιστοιχεί κατά περιεχόμενο με τη διάταξη του άρθρου 118 παρ. 5 του ιδίου νόμου, πριν την αντικατάσταση της με την παρ. 26 του άρθρου 85 του Ν. 3842/2010.

Από τις ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι και υπό την ισχύ του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα η καθοιονδήποτε τρόπο διαφυγή ή απόπειρα διαφυγής της καταβολής του οφειλομένου για τα πετρελαιοειδή προϊόντα ειδικού φόρου καταναλώσεως είναι πράξη ποινικώς κολάσιμη και χαρακτηρίζεται ως λαθρεμπορία, η οποία τιμωρείται κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο α' της παρ. 1 του άρθρου 157 του ανωτέρω νόμου με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών, εκτός αν το αντικείμενο της λαθρεμπορίας δεν έχει σημαντική αξία και προορίζεται για ατομική χρήση ή ανάλωση του υπαιτίου, οπότε το ελάχιστο της ποινής μειώνεται στο ένα έκτο. Δηλαδή από τη συνδυασμένη εφαρμογή των άρθρων 119Α παρ. 2, 155 παρ. 2 περ. ζ και 157 Ν. 2960/2001 συνάγεται ότι και η κατοχή προϊόντων που υπάγονται σε Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης και τα οποία κατέχονται με τέτοιον τρόπο ώστε να αποφεύγεται ή να επιχειρείται η αποφυγή καταβολής των οφειλόμενων φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων, μεταξύ των οποίων και ο Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης χαρακτηρίζεται ως λαθρεμπορία και τιμωρείται και ποινικά ως τέτοια (βλ. ΑΠ 832/2016).

Περαιτέρω η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη, συνδρομή των αντικειμενικοί και υποκειμενικοί στοιχείων του εγκλήματος οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού και του διατακτικού της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ίδιου Κώδικα, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για τον λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στον συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως.

Στην προκείμενη περίπτωση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, με την προσβαλλόμενη, υπ' αριθμ. ΗΤ 1844/2018 απόφαση του δέχθηκε, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, τα ακόλουθα: "Ο κατηγορούμενος, στις 4.10.2011, στον ..., με την ιδιότητα του ως ιδιοκτήτης των υπ' ...26, ...45 και ...13 βυτιοφόρων οχημάτων, κατείχε εντός αυτών συνολικά 14-330 λίτρα πετρελαίου κίνησης diesel, χωρίς να κατέχει για αυτά τα απαιτούμενα παραστατικά και τιμολόγια από τα οποία να προκύπτει η νόμιμη προέλευση και κατοχή της ανωτέρω ποσότητας, με αποτέλεσμα να μην έχουν καταβληθεί στο Δημόσιο και στις αρμόδιες τελωνειακές αρχές οι αναλογούντες στην παραπάνω ποσότητα πετρελαίου δασμοί και φόροι, οι οποίοι ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 10.070,96 ευρώ, ποσό κατά το οποίο ζημιώθηκε το ελληνικό δημόσιο. Πρέπει, επομένως, να κηρυχθεί ένοχος της πράξης για την οποία κατηγορείται.".

Ακολούθως, κήρυξε τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο ένοχο του ότι: "Στον ..., στις 4-10-2011, Κατείχαν από κοινού εμπορεύματα που είχαν εισαχθεί και τεθεί στην κατανάλωση κατά τρόπο που συνιστά το αδίκημα της λαθρεμπορίας και ειδικότερα σαν ιδιοκτήτες των με αριθμούς κυκλοφορίας ...26, ...45 και ...13 βυτιοφόρων οχημάτων κατείχαν εντός αυτών 14330 λίτρα diesel (πετρελαίου) κίνησης άγνωστης προέλευσης χωρίς να είναι εφοδιασμένοι με τα απαιτούμενα παραστατικά και τιμολόγια, από τα οποία να προκύπτει η νόμιμη προέλευση και κατοχή της ανωτέρω ποσότητας πετρελαίου και συνεπώς χωρίς να έχουν καταβληθεί στις αρμόδιες τελωνειακές αρχές οι εισπρακτέοι δασμοί και λοιποί φόροι που αναλογούσαν στην εν λόγω ποσότητα καυσίμων οι οποίοι ανέρχονται στο ποσό των 10.070,96 ευρώ και που κατ' αυτό τον τρόπο στερήθηκε το Ελληνικό Δημόσιο.".

Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας, κατά παραδεκτή αλληλοσυμπλήρωση αυτών που διαλαμβάνονται στο σκεπτικό με αυτά που αναφέρονται στο διατακτικό, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτούμενη από τις διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια και πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της λαθρεμπορίας κατ' εξακολούθηση από τον αναιρεσείοντα, οι αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και οι συλλογισμοί με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 53, 119Α παρ. 1 και 2, 142 παρ. 1 και 2, 155 παρ.1 α και β, 2 στοιχ. ζ, 157 παρ.1 περ. α και 160 του Ν. 2960/2001, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε και δεν παραβίασε, ευθέως ή εκ πλαγίου.

Ειδικότερα αναφέρονται στην προσβαλλόμενη απόφαση τα περιστατικά από τα οποία προκύπτει ότι ο ήδη αναιρεσείων με πρόθεση κατείχε την αναφερόμενη ποσότητα πετρελαίου κίνησης, η οποία είχε εισαχθεί παράνομα ήτοι χωρίς να έχει τα νόμιμα παραστατικά αγοράς, τα οποία αποτελούν και αποδεικτικά νόμιμης φορολόγησης, και χωρίς, συνεπώς να έχουν καταβληθεί στις αρμόδιες τελωνειακές αρχές οι εισπρακτέοι δασμοί και λοιποί φόροι που αναλογούσαν στην εν λόγω ποσότητα καυσίμων οι οποίοι ανέρχονται στο ποσό των 10070,96 ευρώ. Εξάλλου, όπως εκτίθεται αναλυτικά ανωτέρω, δεν απαιτείται κατ' άρθρο 119Α παρ. 2, 155 παρ. 2 περ. ζ και 157 του Ν. 2960/2001 η παράνομη εισαγωγή από το εξωτερικό, αλλά αρκεί και μόνη η κατοχή τους με τρόπο ώστε να αποφεύγεται ή να επιχειρείται η αποφυγή καταβολής των οφειλόμενων φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων, μεταξύ των οποίων και ο Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης. Περαιτέρω, η γνώση του αναιρεσείοντος για τον χαρακτηρισμό, ως λαθρεμπορευμάτων, της ποσότητας καυσίμων που κατείχε, προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο από τις πιο πάνω παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως, κατά τις οποίες αυτός δεν κατείχε νόμιμα παραστατικά αγοράς, κατοχής και καταβολής στο δημόσιο των αναλογούντων δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων. Επίσης, σε αντίθεση με όσα διαλαμβάνονται στην υπό κρίση αίτηση αναίρεσης, ο αναιρεσείων κατηγορούμενος καταδικάστηκε για την πράξη της κατοχής της ποσότητας του πετρελαίου και όχι για την εισαγωγή και θέση στην κυκλοφορία, η αναφορά στις οποίες γίνεται μόνο ως διατύπωση της νομοτυπικής μορφής του εγκλήματος πριν την, ορθή κατά τα ανωτέρω, υπαγωγή, μόνο στην περίπτωση της κατοχής των λαθρεμπορευμάτων. Επομένως ο σχετικός, από το άρθρο 510 παρ. 1 Δ του ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλονται τα αντίθετα είναι αβάσιμος.

Με τον ίδιο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται και η αιτίαση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις πιο πάνω περί λαθρεμπορίας ουσιαστικές ποινικές διατάξεις. Ειδικότερα, ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι από το συνδυασμό των διατάξεων 53, 118 παρ. 4 και 5, 142 παρ. 1 και 2, 155 παρ. Ια, 157 παρ. Ια και 160 παρ. 1 του Ν. 2960/2001, προκύπτει ότι μόνη η παραδοχή ότι δεν είχε τα απαιτούμενα παραστατικά και τιμολόγια, από τα οποία να προκύπτει η νόμιμη προέλευση και κατοχή της ποσότητας του πετρελαίου, συγκροτεί μόνο φορολογική παράβαση. Οι αιτιάσεις αυτές είναι αβάσιμες, διότι σύμφωνα με τις παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως, συνέτρεξαν στην κρινόμενη υπόθεση και τα στοιχεία της αξιόποινης πράξεως της λαθρεμπορίας με την πιο πάνω έννοια του άρθρου 155 του Τελωνειακού Κώδικα. Όπως δε προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 119Α παρ. 1 και 2 και 142 του ίδιου Κώδικα, μπορούν να συνυπάρξουν οι προβλεπόμενες από τις διατάξεις αυτές απλές τελωνειακές παραβάσεις με την αξιόποινη πράξη της λαθρεμπορίας που προβλέπεται από τα άρθρα 155 επ. αυτού, αφού αφενός στο πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 119Α ορίζεται ότι "Με την επιφύλαξη των διατάξεων της επόμενης παραγράφου, η μη τήρηση των διατυπώσεων του τρίτου μέρους του παρόντος Κώδικα χαρακτηρίζεται ως απλή τελωνειακή παράβαση κατά τα προβλεπόμενα από τα άρθρα 142 και επόμενα του παρόντος Κώδικα..." αφετέρου στο τελευταίο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 142, ρητώς -και πάλι- ορίζεται ότι οι προβλεπόμενες από αυτές κυρώσεις, για το τις ως τελωνειακές χαρακτηριζόμενες παραβάσεις, επιβάλλονται "ακόμη και αν κρινόταν, αρμοδίως, ότι δεν συντρέχουν τα στοιχεία αξιόποινης λαθρεμπορίας".

Στην προκείμενη δε περίπτωση, κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως συνέτρεξαν τα εν λόγω στοιχεία του αξιοποίνου της λαθρεμπορίας και, συνεπώς, πρέπει, να απορριφθεί ως αβάσιμος κατ' ουσίαν ο λόγος αναιρέσεως από τη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Ε ΚΠοινΔ. Ακολούθως, πρέπει η κρινομένη αίτηση να απορριφθεί στο σύνολο της και καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 του ΚΠοινΔ) κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 12-11-2018 αίτηση του Σ. Δ. του Ι., κατοίκου ... (οδός ...) για αναίρεση της υπ' αριθμ. ΗΤ 1884/2018 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.

Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, το ύψος των οποίων καθορίζει στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Απριλίου 2019

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 10 Ιουνίου 2019.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ