Συνθετη Αναζητηση Νομοθεσιας - Νομολογιας

Νομοθεσία

ΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΕΓΓΥΗΤΗ ΑΝ ΑΠΟ ΠΤΑΙΣΜΑ ΤΟΥ ΔΑΝΕΙΣΤΗ ΕΓΙΝΕ ΑΔΥΝΑΤΗ Η ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΦΕΙΛΕΤΗ – ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΙΣ – ΩΣ ΠΤΑΙΣΜΑ ΝΟΕΙΕΤΑΙ Ο ΔΟΛΟΣ Ή Η ΒΑΡΙΑ ΑΜΕΛΕΙΑ ΚΑΙ ΟΧΙ Η ΕΛΑΦΡΑ ΑΜΕΛΕΙΑ

Α.Π. 1216/2019 (Α2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)


ΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΕΓΓΥΗΤΗ ΑΝ ΑΠΟ ΠΤΑΙΣΜΑ ΤΟΥ ΔΑΝΕΙΣΤΗ ΕΓΙΝΕ ΑΔΥΝΑΤΗ Η ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΦΕΙΛΕΤΗ – ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΙΣ – ΩΣ ΠΤΑΙΣΜΑ ΝΟΕΙΕΤΑΙ Ο ΔΟΛΟΣ Ή Η ΒΑΡΙΑ ΑΜΕΛΕΙΑ ΚΑΙ ΟΧΙ Η ΕΛΑΦΡΑ ΑΜΕΛΕΙΑ – ΑΚΥΡΟΣ Ο ΟΡΟΣ ΣΕ ΣΥΜΒΑΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΠΑΡΑΙΤΕΙΤΑΙ Ο ΕΓΓΥΗΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ 862 ΑΚ – ΕΝΝΟΜΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ – Εν προκειμένω το Εφετείο διέλαβε επαρκείς αιτιολογίες ως προς την ύπαρξη ελαφράς αμέλειας του αναιρεσίβλητου για την ικανοποίηση της απαίτησής του από τον πρωτοφειλέτη δικαιοπάροχο των αναιρεσειόντων και όχι βαριάς αμέλειας, ως ισχυρίζονται οι αναιρεσείοντες, με αποτέλεσμα να μην ελευθερώνεται ο εγγυητής, που είχε παραιτηθεί εγκύρως της εν λόγω ένστασης από την υποχρέωση καταβολής της οφειλής – Απόρριψη των λόγων αναίρεσης (862, 855, 332 ΑΚ)


Αριθμός 1216/2019

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Α2' Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Ιωσήφ Τσαλαγανίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αβροκόμη Θούα, Γεώργιο Αποστολάκη, Θεόδωρο Κανελλόπουλο και Αναστασία Περιστεράκη - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 11 Φεβρουαρίου 2019, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Μ. χήρας Χ. Μ., το γένος Θ., 2) Σ. Μ. του Χ., 3) Ι. Μ. του Χ., κατοίκων ... και 4) Ε. Μ. του Χ., κατοίκου .... Εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Σφακιωτάκη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.
Του αναιρεσιβλήτου: πιστωτικού συνεταιρισμού περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία "....", που εδρεύει στο ... και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Κυπριανή Ψηλού.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 28-9-2002 ανακοπή του αρχικού διαδίκου Χ. Μ. του Ι., που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Χανίων. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 289/2005 του ίδιου Δικαστηρίου και 603/2007 του Εφετείου Κρήτης. Κατά της τελευταίας αυτής απόφασης ασκήθηκε αναίρεση και εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1548/2013 του Αρείου Πάγου, που κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση της από 29-4-2008 αιτήσεως του Χ. Μ. για αναίρεση της υπ' αριθμ. 603/2007 αποφάσεως του Εφετείου Κρήτης και 1886/2014 του Αρείου Πάγου, που αναίρεσε μερικώς την υπ' αριθμ. 603/2007 απόφαση του Εφετείου Κρήτης, κατά τα αναφερόμενα στο σκεπτικό και παρέπεμψε την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, που θα συγκροτείτο από άλλους δικαστές.
Στη συνέχεια εκδόθηκε η υπ' αριθμ.24/2017 απόφαση του Εφετείου Κρήτης, την αναίρεση της οποίας ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 25-5-2017 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η πληρεξούσια του αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά το άρθρο 862 ΑΚ, ο εγγυητής ελευθερώνεται, εφόσον από πταίσμα του δανειστή έγινε αδύνατη η ικανοποίησή του από τον οφειλέτη. Με τη διάταξη αυτή, τίθεται ο κανόνας της ελευθερώσεως του εγγυητή, εάν από πταίσμα (δόλο ή αμέλεια, έστω και ελαφρά) του δανειστή έγινε αδύνατη η ικανοποίησή του από τον οφειλέτη, ενώ η εφαρμογή της εν λόγω διατάξεως δεν αποκλείεται, από τυχόν εκ των προτέρων, παραίτηση του εγγυητή από το κατ' άρθρο 855 ΑΚ, δικαίωμα διζήσεως. Λόγω του ενδοτικού χαρακτήρα της ανωτέρω ρυθμίσεως, ο εγγυητής μπορεί να παραιτηθεί εκ των προτέρων του θεσπιζομένου με αυτήν ευεργετήματος (ελευθερώσεως), όχι όμως και για την περίπτωση κατά την οποία η ικανοποίηση του δανειστή θα καταστεί αδύνατη από δόλο ή βαρειά αμέλεια του τελευταίου, δοθέντος ότι, σύμφωνα με το άρθρο 332 εδ. 1 ΑΚ είναι άκυρη (ΑΚ 174) κάθε προηγούμενη συμφωνία που αποκλείει ή περιορίζει την ευθύνη από δόλο ή βαριά αμέλεια (Ολ.ΑΠ 6/2000). Πταίσμα του δανειστή περί την είσπραξη της απαιτήσεως εκδηλώνεται είτε με ενέργειες-πράξεις είτε με παραλείψεις, ένεκα των οποίων γίνεται αδύνατη η ικανοποίησή του από τον πρωτοφειλέτη.

Στην εγγύηση αορίστου χρόνου ειδικότερα, θεωρείται ότι υπάρχει πταίσμα του δανειστή (και) όταν αυτός αμελεί για ικανό χρόνο να καταδιώξει τον πρωτοφειλέτη, που έπειτα γίνεται αναξιόχρεος (και αν ακόμη ο εγγυητής δεν έκανε χρήση των δικαιωμάτων που του δίνουν οι διατάξεις των άρθρων 867- 868 ΑΚ) ή υπαίτια δεν αποδέχεται την κύρια οφειλή, που έγκυρα του προσφέρεται ή δεν αναγγέλλεται στην πτώχευση του πρωτοφειλέτη ή αμελεί τη διεξαγωγή της δίκης ή αναγκαστικής εκτελέσεως εναντίον του πρωτοφειλέτη. Εφόσον στον Αστικό Κώδικα δεν έχει περιληφθεί ορισμός της βαρειάς αμέλειας, στο δικαστήριο εναπόκειται να κρίνει, εκτιμώντας τις περιστάσεις, πότε η αμέλεια φέρει τη μορφή εκείνης της βαρειάς, αξιολογική του κρίση η οποία υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο, με βάση τα γενόμενα ανελέγκτως δεκτά πραγματικά περιστατικά (ΑΠ419/2013, ΑΠ512/2008).

Κατά δε το άρθρο 559 αριθ. Ια Κ.Πολ.Δ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστείς ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 7/2006, 4/2005). Με το λόγο αυτό αναιρέσεως ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας,, ιδρύει, κατά το άρθρο 559 αριθ. 1 εδ. β" ΚΠολΔ, λόγο αναιρέσεως, όταν αυτά λαμβάνονται ή δεν λαμβάνονται υπόψη από το δικαστήριο κατά την ερμηνεία των κανόνων του δικαίου ή την υπαγωγή σ" αυτούς των πραγματικών περιστατικών, όχι δε και όταν χρησιμοποιούνται ή δεν χρησιμοποιούνται για την εξακρίβωση των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως (ΑΠ1279/2017). Διδάγματα της κοινής πείρας θεωρούνται οι γενικές αρχές που συνάγονται επαγωγικά από την καθημερινή παρατήρηση της εμπειρικής πραγματικότητας, τη συμμετοχή στις συναλλαγές και τις γενικές τεχνικές ή επιστημονικές γνώσεις, οι οποίες έχουν γίνει κοινό κτήμα και χρησιμοποιούνται από το δικαστήριο για την εξειδίκευση των αόριστων νομικών εννοιών και για την έμμεση απόδειξη κρίσιμων γεγονότων ή την εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας των αποδεικτικών μέσων που προσκομίστηκαν (ΑΠ1948/2014,ΑΠ1142/1992).

Περαιτέρω ,κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί κύρωση της παραβάσεως του άρθρου 93 παρ. 3 εδαφ. α'του Συντάγματος, που επιτάσσει ότι κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναιρέσεως ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικό περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία) (ΟλΑΠ 1/1999). Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος προτάσεως προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της αποφάσεως στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Τα επιχειρήματα δε του δικαστηρίου που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν "αιτιολογία", ώστε στο πλαίσιο της διατάξεως του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ να επιδέχονται μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια. Ούτε εξ άλλου ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ εξ αιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικώς τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων (ΑΠ 1420/2013). Εξάλλου, για να είναι ορισμένος ο λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο αποδίδεται ότι η προσβαλλομένη απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση εξ αιτίας ανεπαρκών ή αντιφατικών αιτιολογιών, πρέπει στο αναιρετήριο, να εξειδικεύονται οι ανεπάρκειες ή οι αντιφάσεις που προσάπτονται στις ως άνω παραδοχές, δηλαδή να διαλαμβάνεται, ποίες επιπλέον αιτιολογίες έπρεπε να περιλαμβάνει η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας ή που εντοπίζονται οι αντιφάσεις (ΟλΑΠ 20/2005, ΑΠ 1184/2015).

Συνεπώς, η έλλειψη νόμιμης βάσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως για ελλιπείς, ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες (άρθ. 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ) πρέπει να προκύπτουν από τη διατυπωθείσα προς στήριξη του διατακτικού της αποφάσεως ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δηλαδή από τις παραδοχές της απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας επί των ζητημάτων που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και βάσει των οποίων, ως αναγκαίων, το δικαστήριο κατέληξε στην κρίση περί παραδοχής ή απορρίψεως της αγωγής, της ενστάσεως ή της αντενστόσεως (ΑΠ 1420/2013) και κατά τούτο συνιστούν κατά τα ήδη προεκτεθέντα στοιχεία του ορισμένου του προβαλλομένου στο αναιρετήριο σχετικού λόγου αναίρεσης (ΟλΑΠ 27/1998). Τέλος από τη διάταξη του άρθρου 561 παρ.1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών και ιδιαίτερα του περιεχομένου εγγράφων, εφόσον δεν παραβιάσθηκαν με αυτά κανόνες ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί, ή εφόσον η εκτίμησή τους δεν ιδρύει λόγους αναιρέσεως από τους αριθμούς 19 και 20 του όρθρου 559 του ΚΠολΔ, είναι αναιρετικώς ανέλεγκτη, ο δε αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, από το περιεχόμενο του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει καμία από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις, είναι απαράδεκτος, αφού πλέον πλήττεται η ουσία της υποθέσεως που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο από το δικαστήριο του Αρείου Πάγου (ΑΠ 319/2017). Ο πιο πάνω αναιρετικός λόγος προϋποθέτει ουσιαστική έρευνα της υποθέσεως, αφού η έλλειψη νόμιμης βάσης προϋποθέτει ότι υπάρχουν ελλείψεις στην περιγραφή της εμπειρικής πραγματικότητας. Επομένως, ο λόγος αυτός αναιρέσεως δεν έχει εφαρμογή, όταν το δικαστήριο της ουσίας απέρριψε την αγωγή ως αόριστη ή μη νόμιμη (ΑΠ1909/2014).

Με τον πρώτο και δεύτερο λόγο της αίτησης αναίρεσης οι αναιρεσείοντες μέμφονται την προσβαλλομένη απόφαση για την πλημμέλεια εκ του άρθρου 559αρ 19ΚΠολΔ.Ειδικότερα ισχυρίζονται ότι το Εφετείο διέλαβε αντιφατικές και ανεπαρκείς αιτιολογίες σχετικά με το θέμα της αμέλειας του αναιρεσίβλητου, δεχθέν ότι υφίσταται μεν ελαφρά αμέλεια αυτού αλλά όχι βαριά, καίτοι αυτός (αναιρεσίβλητος) δεν κατήγγειλε τη σύμβαση, αλλά συνέχισε να χρηματοδοτεί τον πιστούχο μέχρι το κλείσιμο του λογαριασμού τον Ιούλιο 2002,αν και δέχθηκε ότι από τον Δεκέμβριο 2001 είχαν αναφανεί οι πρώτες οικονομικές δυσκολίες του να εκπληρώσει τις οικονομικές του υποχρεώσεις. Ομοίως ότι διέλαβε το Εφετείο ανεπαρκείς αιτιολογίες δεχθέν ότι ο αναιρεσίβλητος επέδειξε την επιμέλεια που απαιτείται να καταβάλει κάποιος στις συναλλαγές, καθώς και ότι το γεγονός ότι η απάιτησή του δεν ικανοποιήθηκε από την περιουσία του πρωτοφειλέτη δεν οφείλεται σε βαριά αμέλεια ή δόλο του αλλά κυρίως στην υπαίτια συμπεριφορά του πιστούχου,ο οποίος συνέχισε να κάνει χρήση της πίστωσης, παρόλο που είχε δημιουργήσει χρέη προς τρίτους , καθόσον δεν αναφέρει τα πραγματικά περιστατικά που στήριξε την κρίση του αυτή ,οι δε ελλείψεις αυτές αφορούν αναιρετικά ελεγχόμενη εκτίμηση των αποδείξεων (561 παρ1 ΚΠολΔ). Επιπροσθέτως δε, σε περίπτωση που θεωρηθεί ότι αναφέρονται πραγματικά περιστατικά που συνιστούν απλή αμέλεια του αναιρεσίβλητου και όχι δόλο αυτού για να λάβει τα εξασφαλιστικά μέτρα για την επίδικη απαίτηση, τα ίδια περιστατικά αξιολογούνται ως αποδεικτικά της υπαιτιότητας του πιστούχου, ο οποίος συνέχιζε να κάνει χρήση του δανείου που ασύγγνωστα και υπαίτια του χορηγούσε ο αναιρεσίβλητος και ως εκ τούτου έπρεπε να γίνει δεκτός ο εκ του άρθρου 862 ΑΚ περί βαριάς αμέλειας του αναιρεσίβλητου ισχυρισμός τους .

Το Εφετείο με την προσβαλλομένη απόφαση, κατά το ενδιαφέρον την αναιρετική διαδικασία ζήτημα, δέχθηκε τα εξής :"Δυνάμει της υπ' αριθμό ...8/97 σύμβασης πίστωσης με ανοικτό λογαριασμό και της αυξητικής αυτής υπ' αριθμό ...8/1/99 πρόσθετης πράξης, ο καθ' ου η ανακοπή - εφεσίβλητος πιστωτικός συνεταιρισμός περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία "..." χορήγησε στον Κ. Π. του Ι. πίστωση μέχρι του ποσού των 30.000.000 δρχ. Την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση κάθε χρεωστικού υπολοίπου, που θα προέκυπτε από την εν λόγω σύμβαση πίστωσης και την πρόσθετη αυτής πράξη εγγυήθηκε ο εκκαλών - ανακόπτων, με την υπ' αριθμό ...8/2/2001 σύμβαση παροχής εγγύησης, ευθυνόμενος εις ολόκληρον με τον πρωτοφειλέτη - πιστούχο, παραιτούμενος από το δικαίωμα δίζησης και τα σχετικά δικαιώματα - ενστάσεις των άρθρων 862 επ. ΑΚ. Κατά το χρόνο της κατάρτισης των παραπάνω συμβάσεων, ο πιστούχος - πρωτοφειλέτης ήταν απολύτως φερέγγυος, καθόσον ασχολούνταν με εμπόριο ζωοτροφών και εμπόριο ηλεκτρικών ειδών, διατηρούσε δε πολλά καταστήματα στην περιοχή του νομού .... και θεωρούνταν "μεγάλος οικονομικός παράγοντας", όπως, χαρακτηριστικά κατέθεσε ο μάρτυρας ανταπόδειξης στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο.

Ο εν λόγω λογαριασμός, ο οποίος εξασφαλίστηκε, όπως συνηθιζόταν κατά την τότε τραπεζική πρακτική, με την ενεχυρίαση απλώς των επιταγών της πελατείας του πιστούχου και χωρίς την εγγραφή προσημείωσης υποθήκης επί της ακίνητης περιουσίας του πιστούχου η οποία δεν κρίθηκε απαραίτητη από τον πιστωτή, λόγω της καλής οικονομικής κατάστασης του πιστούχου, στην αρχή εκινείτο ομαλά. Εξάλλου, πρόσθετη εξασφάλιση του παραπάνω λογαριασμού, παρείχαν και οι τέσσερις εγγυητές (μεταξύ των οποίων και ο ανακόπτων), οι οποίοι είχαν εγγυηθεί, ως πρωτοφειλέτες για την εξόφληση του υπολοίπου που θα προέκυπτε κατά το κλείσιμο του λογαριασμού. Από τα τέλη Δεκεμβρίου του 2001, άρχισαν να διαφαίνονται οικονομικές δυσχέρειες του πιστούχου, καθόσον 8 τραπεζικές επιταγές εκδοθείσες εις διαταγήν του δεν πληρώθηκαν κατά τη νόμιμη εμφάνισή τους στην πληρώτρια τράπεζα, λόγω έλλειψης διαθέσιμων κεφαλαίων, ενώ τους μήνες Μάρτιο και Απρίλιο του 2002, ένας μεγάλος αριθμός τραπεζικών επιταγών έκδοσης του ιδίου, επίσης δεν πληρώθηκε για τον ίδιο λόγο, με συνέπεια να εκδοθούν σε βάρος του οι ....4/30.5.02, ....6/31.5.02, ....1/4.6.02, ....2/5.6.02, διαταγές πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χανίων, καθώς και διαταγές πληρωμής των Ειρηνοδικείων Χανίων και Κολυμβαρίου, αντίστοιχα.

Παρόλα αυτά, ο πιστούχος συνέχισε να κάνει χρήση της χορηγηθείσας πίστωσης καθόσον, οι τραπεζικές επιταγές, που προσκόμισε αυτός στην Τράπεζα και ενεχυριάστηκαν για την εξασφάλιση της πίστωσης, πληρώνονταν κατά την εμφάνισή τους, ή έστω και μεταγενέστερα, όπως είθισται σε παρόμοιες περιπτώσεις. Όλα αυτά μέχρι τις 15.7.02, οπότε η δανείστρια Τράπεζα, που πληροφορήθηκε, μέσω του τραπεζικού συστήματος "Τειρεσίας" την έκδοση σε βάρος του πιστούχου των ως άνω διαταγών πληρωμής, που καταδείκνυαν, πλέον, την αφερεγγυότητά του, κατήγγειλε και έκλεισε τον ως άνω λογαριασμό, με χρεωστικό υπόλοιπο σε βάρος του πιστούχου 44.896,00 €. Ακολούθως, ενεργώντας άμεσα, με την από 16.7.02 εξώδικη δήλωση - καταγγελία - πρόσκληση, γνωστοποίησε στον πιστούχο και στον εγγυητή την καταγγελία της σύμβασης, το κλείσιμο του λογαριασμού και το κατάλοιπο αυτού, καλώντας τους ταυτόχρονα ναεκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους από τη σύμβαση. Το παραπάνω ποσό έγινε αμέσως απαιτητό και οι παραπάνω κατέστησαν υπερήμεροι, χωρίς άλλη όχληση και, με βάση τα επικυρωμένα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της καθ' ης, εκδόθηκε η ανακοπτόμενη υπ' αριθμό ....27/02 διαταγή πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χανίων, με την οποία, καταδικάστηκαν οι παραπάνω να καταβάλουν στον εφεσίβλητο εις ολόκληρον το συνολικό ποσό των 44.896,00 €. Εν συνεχεία άμεσα και χωρίς καμία υπαίτια καθυστέρηση, δυνάμει της από 6.9.02 επιταγής προς πληρωμή, ο καθ' ου ξεκίνησε τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος του ανακόπτοντος, καθόσον η μεν ακίνητη περιουσία του πρωτοφειλέτη είχε ήδη προσημειωθεί από την Αγροτική Τράπεζα στις 31.5.00 για ποσό 85.000.000 δρχ., η δε κινητή του περιουσία (ήτοι ένα ΙΧΕ /τ αξίας 10.805,00 €), τα εμπορεύματά του (αξίας 69.442,00 €) και τα κινητά του πράγματα (αξίας 5.340,00 €), κατασχέθηκαν από τρίτους δανειστές, δυνάμει των με αριθμούς ....39/25.6.02 και .....79/3.7.02 εκθέσεων κατάσχεσης των δικαστικών επιμελητών Χανίων Σ. Α. και Μ. Γ., αντίστοιχα, ήτοι λίγο πριν την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής.

Από όλα τα παραπάνω προκύπτει ότι, ο εφεσίβλητος καθ' ου η ανακοπή πιστωτικός συνεταιρισμός, κατέβαλε την επιμέλεια που ί απαιτείται να καταβάλει κάποιος στις συναλλαγές του (άρθρο 330 ΑΚ) και το γεγονός ότι, η απαίτησή του δεν ικανοποιήθηκε από την κινητή και ακίνητη περιουσία του πρωτοφειλέτη - πιστούχου, δεν οφείλεται σε βαριά του αμέλεια ή δόλο, αλλά κυρίως στην υπαίτια συμπεριφορά του πιστούχου, ο οποίος συνέχισε να κάνει χρήση της πίστωσης, παρόλο που είχε ήδη δημιουργήσει χρέη και προς τρίτους, αδυνατώντας, έτσι, να εξυπηρετήσει τη σύμβαση πίστωσης με τον εφεσίβλητο - καθ' ου η ανακοπή. Αναφορικά με τα περί καθυστέρησης του καθ' ου να προβεί σε αναγκαστική εκτέλεση, ώστε να μη διογκωθεί το χρέος, πρέπει να σημειωθεί ότι, ο εφεσίβλητος προέβη σε όλες τις απαιτούμενες νομικές ενέργειες, αμέσως μετά την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, ήτοι αμέσως μόλις απέκτησε εκτελεστό τίτλο, προκειμένου να ικανοποιηθεί από την περιουσία του πιστούχου. Όμως, τα εμπορεύματα και τα κινητά πράγματα του τελευταίου είχαν ήδη κατασχεθεί από τρίτους από τους μήνες Ιούνιο και Ιούλιο 2002, ενώ η μοναδική ακίνητη περιουσία του είχε από ετών προσημειωθεί υπέρ της Αγροτικής Τράπεζας, όταν ακόμα ο πρωτοφειλέτης ήταν απόλυτα φερέγγυος. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι, η μη ικανοποίηση του πιστωτή - εφεσίβλητου, μόνο σε ελαφρά του αμέλεια μπορεί να αποδοθεί, η οποία, όμως, δεν οδηγεί σε έλευθέρωση του εγγυητή - ανακόπτοντος εκκαλούντος,..., καθόσον ο εγγυητής είχε ρητά παραιτηθεί από την ένσταση του άρθρου 862 ΑΚ, η οποία είναι ισχυρή σε περίπτωση ελαφρός αμέλειας του δανειστή".

Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο απέρριψε την έφεση των αναιρεσειόντων και κατά το μέρος, που είχε παραπεμφθεί προς περαιτέρω εκδίκαση με την 1886/2014 απόφαση του Αρείου Πάγου.
Έτσι που έκρινε το Εφετείο, διέλαβε επαρκείς, σαφείς και όχι αντιφατικές αιτιολογίες ως προς την ύπαρξη ελαφράς αμέλειας του αναιρεσίβλητου για την ικανοποίηση της απαίτησής του από τον πρωτοφειλέτη δικαιοπάροχο των αναιρεσειόντων και όχι βαριάς αμέλειας, ως ισχυρίζονται οι αναιρεσείοντες, με αποτέλεσμα να μην ελευθερώνεται ο εγγυητής, που είχε παραιτηθεί εγκύρως της εν λόγω ένστασης (ΑΚ 862) από την υποχρέωση καταβολής της οφειλής. Ειδικότερα δεν συνιστά αντίφαση η παραδοχή ότι από το Δεκέμβριο 2001 είχαν αρχίσει τα οικονομικά προβλήματα του πιστούχου και ότι μόλις μετά επτά μήνες προχώρησε ο αναιρεσίβλητος σε μέτρα σε βάρος του και ότι η συμπεριφορά αυτή δεν συνιστά βαριά αμέλεια του τελευταίου, εφόσον το Εφετείο δέχθηκε παράλληλα ότι η χρηματοδότηση του συνεχιζόταν κανονικά γιατί οι επιταγές πελατείας του πιστούχου πληρώνονταν κατά βάση εγκαίρως, τη δε πληφορόρηση από τον "Τειρεσία", για τον αριθμό των διαταγών πληρωμής σε βάρος του την έλαβε για πρώτη φορά στις 15.7.2002. Επομένως, οι λόγοι αυτοί αναίρεσης είναι αβάσιμοι.

Με τον τρίτο λόγο της ένδικης αίτησης αναίρεσης οι αναιρεσείοντες μέμφονται την προσβαλλόμενη απόφαση για πλημμέλεια εκ του άρθρου 559 αρ.1β ΚΠολΔ. Ειδικότερα, ισχυρίζονται ότι το Εφετείο παραβίασε τα διδάγματα της κοινής πείρας, που αφορούν στην ερμηνεία των κανόνων ουσιαστικού δικαίου δεχθέν ότι για μια Τράπεζα... δεν αρκούν έξι μήνες πολλαπλών αποδείξεων οικονομικής κατάρευσης του πιστούχου της για να λάβει εξασφαλιστικά και εξαναγκαστικά μέτρα είσπραξης απαίτησής της από σύμβαση δανείου, ή διακοπή της χρηματοδότησης του, αλλά εφόσον, έστω καθυστερημένα, πληρώνονται οι επιταγές πελατείας του πιστούχου της, που είχαν εκδοθεί και παραδοθεί σ' αυτήν μεγάλο χρονικό διάστημα πριν την ημέρα πληρωμής τους και πριν την οικονομική κατάρρευση του πιστούχου της, δεν συντρέχει λόγος διακοπής ενωρίτερα της πίστωσης - χρηματοδότησης του πιστούχου, ούτε υφίσταται δόλος, ή έστω βαριά αλλά απλή αμέλεια της Τράπεζας να πράξει ό,τι θα έπραττε κάθε μέσος συνετός πολίτης κατά την επιμέλεια των υποθέσεων του, και, επομένως, δεν ελευθερώνεται ο εγγυητής της υποχρέωσης του να καταβάλει, όσα ο πρωτοφειλέτης οφείλει, εφόσον ο εγγυητής έχει παραιτηθεί της εν λόγω ενστάσεως, κατ' άρθρο ΑΚ 862, ενώ αν η προπεριγραφείσα συμπεριφορά της Τράπεζας είχε χαρακτηριστεί ως βαριά αμέλεια της να παραλείψει να λάβει τα αναγκαία μέτρα εξασφάλισης της απαίτησής της (π.χ. διακοπή της χρηματοδότησης, προσημείωση, κατάσχεση, κ.λ.π.), θα είχε ελευθερωθεί της εκ της συμβάσεως εγγυήσεως υποχρεώσεως του ο εγγυητής, καθώς και αυτοί (αναιρεσείοντες), ή τουλάχιστον δεν θα είχε διαμορφωθεί το εν λόγω χρέος στο ύψος που διαμορφώθηκε εξαιτίας της συνεχιζόμενης χρηματοδότησης του πιστούχου, παρά τη συνεχιζόμενη οικονομική του κατάρρευση και τη άρνηση της Τράπεζας να λάβει μέτρα εξασφάλισης της απαίτησής της. Επίσης, ότι στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται για βαριά αμέλεια της Τράπεζας, γιατί: α) δέχτηκε ότι από το Δεκέμβριο 2001 η Τράπεζα γνώριζε ότι ο πρωτοφειλέτης έπαυσε να πληρώνει τις επιταγές του, β) δέχτηκε ότι τους μήνες Μάρτιο και Απρίλιο 2002 από τα δικαστήρια των Χανίων είχαν εκδοθεί (8) Διαταγές Πληρωμής σε βάρος του πιστούχου της, γ) το Μάιο 202 τρίτοι δανειστές με τη συνδρομή Δικαστικών Επιμελητών αφαίρεσαν εμπορεύματα και λοιπά περιουσιακά στοιχεία από τον πρωτοφειλέτη για την ικανοποίηση απαιτήσεων τους, δ) οι Τράπεζες είναι πανθομολογούμενο ότι όχι μόνο μέσω "Τειρεσία", αλλά λόγω της οργάνωσής τους με άρτιο νομικό τμήμα και πλειάδα Δικηγόρων στην υπηρεσία τους μπορούν σε μηδενικό χρόνο να πληροφορηθούν τις οικονομικές εκκρεμότητες των πιστούχων της και δεν χρειάζεται να αναμένουν επί εξάμηνο για να έχουν την κρίσιμη αυτή πληροφορία και να λάβουν αποφάσεις και μέτρα και σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, αν η παρά ταύτα, η Τράπεζα συνεχίζει τη χρηματοδότηση, τούτο σημαίνει όχι ότι δεν γνώριζε, αλλά ότι δόλια και απαράδεκτα προς όφελος της από τη διάθεση του δανείου και έχουσα την κάλυψη της οφειλής από τους εγγυητές, δηλ. σε βάρος των εγγυητών, συνέχιζε να στηρίζει τον πιστούχο της γνωρίζοντας ότι, πίσω από την χρεοκοπία του πιστούχου παραμένει ο εγγυητής με την ανθηρή οικονομική του κατάσταση και, επομένως, δεν είχε λόγω να σπεύσει να διακόψει την εν λόγω χρηματοδότηση και να κλείσει το λογαριασμό του, ούτε να λάβει ασφαλιστικά μέτρα σε βάρος της περιουσίας του απαρτιζόμενη όχι μόνο από δεσμευμένα ακίνητα, αλλά και από αυτοκίνητα, εμπορεύματα, κ.λ.π. και ότι κατά συνέπεια, το δικάσαν Δικαστήριο παραβίασε τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής, που αφορούν την ερμηνεία κανόνα ουσιαστικού δικαίου και δη του άρθρου 862 σε συνδ. και με άρθρο 330 ΑΚ που καθορίζει ότι, αμέλεια υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές και, βέβαια σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας η Τράπεζα κατά μείζονα λόγο σε σχέση με τον απλό πολίτη, δεν μπορεί να απαλάσσεται από την επιμέλεια αυτή, όταν είναι αναμφισβήτητο ότι, δεν πρόκειται περί ενός φυσικού προσώπου, αλλά περί οργανισμού πολλών και επαϊόντων ατόμων.

Ο λόγος αυτός προβάλλεται απαραδέκτως και αυτό διότι οι παραπάνω αιτιάσεις, όπως προβάλλονται συνιστούν κατά μεγάλο βαθμό επιχειρήματα, ικανά να χρησιμεύσουν μόνο για την εκτίμηση των αποδείξεων. Σε κάθε περίπτωση ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, γιατί ναι μεν, κατά τις παραδοχές του Εφετείου οι φήμες για την κοινή οικονομική πορεία του πιστούχου είχαν αρχίσει από το Δεκέμβριο 2001, πλην όμως, κατά τις ίδιες παραδοχές, οι πρώτες διαταγές πληρωμής σε βάρος του εκδόθηκαν τέλη Μαΐου 2002 και οι περισσότερες κατά μήνα Ιούνιο 2002, με αποτέλεσμα οι σχετικές ενδείξεις στον "Τειρεσία" να εμφανισθούν μόλις τον Ιούλιο 2002, την ίδια περίοδο δε έγιναν και οι κατασχέσεις των εμπορευμάτων του και της κινητής περιουσίας του, με αποτέλεσμα η παράλειψη του αναιρεσιβλήτου συνεταιρισμού να προχωρήσει σε κλείσιμο του λογαριασμού του, όχι νωρίτερα από την 16.7.2002, να μη συνιστά σε καμιά περίπτωση βαριά, αλλά ελαφρά αμέλεια, που συνεπάγεται τα αποτελέσματα του δέχθηκε και το Εφετείο.

Κατόπιν τούτων, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης, να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (αρθρ. 495 Κ.ΠολΔ) και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, λόγω της ήττας του (αρθ. 176 και 83 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 25.5.2017 αίτηση αναίρεσης των Μ. χας Χ. Μ., Σ. Μ., Ι. Μ. και Ε. Μ. κατά της 24/2017 απόφασης του Εφετείου Κρήτης.

Διατάσσει την κατάθεση του παραβόλου στο δημόσιο ταμείο.

Επιβάλλει σε βάρος των αναιρεσειόντων τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου που ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 17 Σεπτεμβρίου 2019.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 30 Σεπτεμβρίου 2019.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ και νυν Πρόεδρος του Αρείου Πάγου   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ