Συνθετη Αναζητηση Νομοθεσιας - Νομολογιας

Νομοθεσία

ΑΓΩΓΗ ΕΡΓΟΛΑΒΟΥ ΚΑΤΑ ΕΡΓΟΔΟΤΗ ΓΙΑ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΚΑΤΑΒΛΗΘΕΝΤΟΣ ΦΠΑ - ΕΝΝΟΙΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ - ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ.

Μ.Π.Λαμ. 114/2020


ΕΝΝΟΙΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ - ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ. ΟΦΕΙΛΗ ΔΗΜΟΥ ΑΠΟ ΑΝΑΘΕΣΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ ΕΡΓΩΝ ΣΕ ΤΕΧΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ - II. Κατά το άρθρο 41 του ν.δ. 496/1974 «περί Κώδικος Λογιστικού των Ν.Π.Δ.Δ.», κάθε σύμβαση για λογαριασμό Ν.Π.Δ.Δ., που έχει αντικείμενο άνω των 10.000 δραχμών [και ήδη κατά την υπ' αριθμ. 2/42053/0094 απόφαση του Υπουργού των Οικονομικών (ΦΕΚ Β' 1033/07-08-2002) 2.500 ευρώ] ή δημιουργεί υποχρεώσεις διάρκειας, εφ' όσον δεν ορίζεται διαφορετικά, υποβάλλεται στον τύπο του ιδιωτικού εγγράφου, η πρόταση, όμως, για την κατάρτιση της σύμβασης και η αποδοχή της μπορούν να γίνουν και με χωριστά έγγραφα, αίρεται δε η ακυρότητα που προκαλείται από την έλλειψη έγγραφης αποδοχής, αν εκπληρωθεί η σύμβαση. Από τις διατάξεις αυτές, που αποσκοπούν στην εξυπηρέτηση του γενικότερου συμφέροντος και συνεπώς δεν είναι αντίθετες προς τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 20 παρ. 1 του Συντάγματος ούτε προς αυτές του άρθρου 1 παρ. 1 του από 20-03-1952 Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. (ΑΠ 1372/2012 ΤραπΝομΠληρΝΟΜΟΣ), συνάγεται, σε συνδυασμό και με τις αντίστοιχες διατάξεις του άρθρου 84 του ν.δ. 321/1969 «περί Κώδικος Δημοσίου Λογιστικού», με τις διατάξεις του άρθρου 80 του μεταγενέστερου Ν. 2362/1995 «περί Κώδικος Δημοσίου Λογιστικού» (που αντικατέστησε το προηγούμενο ν.δ.) και ήδη του άρθρου 130 Ν. 4270/2014 (που αντικατέστησε το Ν. 2362/1995), ότι ο τύπος του ιδιωτικού εγγράφου, που απαιτείται για τις καταρτιζόμενες για λογαριασμό Ν.Π.Δ.Δ. ή του Δημοσίου ή αναλόγως Δήμου ή Κοινότητας ως άνω συμβάσεις, είναι συστατικός και όχι αποδεικτικός, για αυτό και η έλλειψή του καθιστά κατά τα άρθρα 158 και 159 παρ. 1 ΑΚ άκυρη τη σύμβαση, με συνέπεια να θεωρείται αυτή κατά το άρθρο 180 του ίδιου Κώδικα ως μη γενόμενη, αίρεται δε η ακυρότητα σε περίπτωση εκτέλεσης της σύμβασης, μόνον όταν για τη σύμβαση προηγήθηκε χωριστή έγγραφη πρόταση, χωρίς να επακολουθήσει και έγγραφη αποδοχή, όχι όμως και όταν δεν τηρήθηκε καθόλου ο έγγραφος τύπος για την πρόταση και την αποδοχή. Δυνατή η αναζήτηση αμοιβής με αδικαιολόγητο πλουτισμό.

ΑΓΩΓΗ ΕΡΓΟΛΑΒΟΥ ΚΑΤΑ ΕΡΓΟΔΟΤΗ ΓΙΑ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΚΑΤΑΒΛΗΘΕΝΤΟΣ ΦΠΑ - Από το άρθρο 425 ΑΚ, κατά το οποίο, τα έξοδα της εξοφλητικής απόδειξης φέρει ο οφειλέτης, αν δεν προκύπτει κάτι άλλο από τη σχέση, συνάγεται ότι τα έξοδα που βεβαιώνουν την εξόφληση (μερική ή ολική) της απαίτησης με την έκδοση εξοφλητικής αποδείξεως ή τιμολογίου από το δανειστή που ικανοποιείται από την εξόφληση, τέτοια δε είναι και τα τέλη χαρτοσήμου ή ο φόρος προστιθέμενης αξίας, εμπίπτουν στην έννοια των εξόδων του άρθρου 425 ΑΚ και βαρύνουν τον οφειλέτη. Στην περίπτωση δε που ο δανειστής, όπως συμβαίνει συνήθως στην πράξη, έχει προκαταβάλει τα έξοδα αυτά, μπορεί να στραφεί κατά του οφειλέτη και να τα αναζητήσει κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού (άρθρα 904 επ. ΑΚ). Και τούτο, εφόσον βεβαίως δεν υπάρχει μεταξύ τους διαφορετική συμφωνία, την οποία οφείλει να επικαλεστεί και αποδείξει ο οφειλέτης, ή δεν υφίσταται ειδική διάταξη που υπερισχύει της γενικής τοιαύτης του άρθρου 425 ΑΚ, με την οποία ορίζεται διαφορετικά. Η εν λόγω απαίτηση του εργολάβου έναντι του εργοδότη για την οφειλή του Φ.Π.Α. μπορεί να καταστεί αντικείμενο δίκης, κατά τη διάταξη του άρθρου 69 παρ. 1 περ. ε ΚΠολΔ. Επομένως, για την κατά τα ανωτέρω αναγνώριση της ως άνω οφειλής του Φ.Π.Α. δεν αρκεί η εξόφληση στο μέλλον της σχετικής οφειλής από τον υπόχρεο εργοδότη, αλλά απαιτείται επί πλέον και η έκδοση από τον εργολάβο, κατά το χρόνο είσπραξης της αμοιβής, του κατά τη φορολογική νομοθεσία απαραίτητου φορολογικού στοιχείου. Ο φόρος δε στην περίπτωση αυτή θα υπολογιστεί με βάση το ποσοστό που θα ισχύει κατά το χρόνο της εξόφλησης.

Η ΚΑΘΙΕΡΩΣΗ ΕΙΔΙΚΟΥ ΕΠΙΤΟΚΙΟΥ ΥΠΕΡΗΜΕΡΙΑΣ ΓΙΑ ΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ - Το άρθρο 21 του κ.δ. της 26.06/10.07.1944 περί του Κώδικα των νόμων περί δικών του Δημοσίου, το οποίο διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 109 ΕισΝΑΚ, ορίζει ότι «Ο νόμιμος και ο της υπερημερίας τόκος πάσης του Δημοσίου οφειλής ορίζεται εις 6% ετησίως, πλην εάν άλλως ωρίσθη διά συμβάσεως ή ειδικού νόμου. Ο ειρημένος τόκος άρχεται από της επιδόσεως της αγωγής». Από τη διάταξη αυτή, καθώς και από εκείνη του άρθρου 7 παρ. 2 του ν.δ. 496/1974, η οποία περιέχει ομοίου περιεχομένου με την ανωτέρω ρύθμιση για τα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 340, 341, 345 και 346 ΑΚ συνάγεται ότι, επί χρηματικής οφειλής του Δημοσίου και κάθε Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου και επομένως και Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης, μοναδικό γενεσιουργό λόγο της υποχρεώσεως αυτού προς πληρωμή νομίμων τόκων και τόκων υπερημερίας αποτελεί η επίδοση αντιγράφου αγωγής, ως τέτοιας νοούμενης της καταψηφιστικής αγωγής, αλλά και της αγωγής της οποίας το αρχικό καταψηφιστικό αίτημα περιορίσθηκε σε αναγνωριστικό, η επίδοση της οποίας επιφέρει έναρξη τοκοφορίας, χωρίς προς τούτο να αρκεί η καθ’ οιονδήποτε άλλο τρόπο όχληση ή η παρέλευση δήλης ημέρας, εκτός αν συμφωνήθηκε διαφορετικά ή προκύπτει από ειδικό νόμο. Η ρύθμιση αυτή, θεσπισθείσα για συμφέροντος, συνδεόμενους με την εκπλήρωση των σκοπών του Δημοσίου, των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου και κατ’ επέκταση των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης, δεν αντιβαίνει στις διατάξεις του ισχύοντος Συντάγματος, στο άρθρο 6 παρ. 1 της Διεθνούς Συμβάσεως της Ρώμης, της 4ης-11-1950 που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 και τις διατάξεις του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ιδίας Σύμβασης.


Οι συνδρομητές στο πλήρες πρόγραμμα της Νομοπαίδειας μπορούν να δουν ολόκληρη την απόφαση εδώ.