Συνθετη Αναζητηση Νομοθεσιας - Νομολογιας

Νομοθεσία

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗΣ – ΑΣΚΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΚΤΕΛΕΣΤΗ ΔΙΑΘΗΚΗΣ ΓΙΑ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΙΔΙΟΓΡΑΦΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΚΑΙ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΑΥΤΗΣ

Εφετ.Πειρ. 69/2021 (Τριμελές)


ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗΣ – ΑΣΚΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΚΤΕΛΕΣΤΗ ΔΙΑΘΗΚΗΣ ΓΙΑ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΙΔΙΟΓΡΑΦΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΚΑΙ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΑΥΤΗΣ – ΑΡΜΟΔΙΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ – ΑΝΕΠΙΤΡΕΠΤΟ ΜΕΤΑΒΟΛΗΣ ΔΙΑΤΑΞΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΚΟΠΟΥ ΑΥΤΗΣ ΕΚΤΟΣ ΑΝ ΕΙΝΑΙ ΑΔΥΝΑΤΗ Η ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΣΚΟΠΟΥ ΤΗΣ – ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΕΠΩΦΕΛΕΣΤΕΡΗ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ – ΕΚΟΥΣΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ – ΕΚΚΡΕΜΟΔΙΚΙΑ ΚΑΙ ΕΝΝΟΜΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ – ΔΕΣΜΕΥΤΙΚΟΤΗΤΑ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΕΚΟΥΣΙΑΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ - Η κατάθεση της από 23.6.2017 αίτησης περί ερμηνείας της ιδιόγραφης διαθήκης, συνεπάγεται εκκρεμοδικία μετά την επέλευση  και κατά την διάρκεια της οποίας δεν δύναται να γίνει νέα δίκη για την αυτή επίδικη διαφορά μεταξύ των αυτών διαδίκων και υπό την αυτή ιδιότητα παρισταμένων και συνεπώς πρέπει να ανασταλεί η εκδίκαση της υπό κρίση αιτήσεως μέχρι να περατωθεί η δίκη επί της από 23.6.2017 ομοίας ως άνω αίτησης, κατά παραδοχή ένστασης εκκρεμοδικίας, λαμβανομένου υπόψη ότι στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 825 Κ.Πολ.Δ εμπίπτουν οι υποθέσεις που αφορούν ερμηνεία των διαχειριστικών πράξεων υπό την προϋπόθεση ότι αναφέρονται στον τρόπο εκκαθάρισης ή της διαχείρισης της περιουσίας που διατίθεται και όχι όταν αυτή αφορά άλλα θέματα - Αναστελλει την εκδίκαση της παρούσας (2020, 2021 ΑΚ, 825, 747, 748, 751 ΚΠολΔ, αρθρ. 10 ν. 4182/2013, 109 Συντ)

Αναστελλει την εκδίκαση της παρούσας (2020, 2021 ΑΚ, 825, 747, 748, 751 ΚΠολΔ, αρθρ. 10 ν. 4182/2013, 109 Συντ)


Αποτελούμενο από τους Δικαστές Σπυριδούλα Μακρή, Πρόεδρο Εφετών, Χρυσούλα Πλατιά, Εφέτη και Φωτεινή Μάμαλη, Εφέτη-Εισηγήτρια  και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την κρινόμενη από 1.4.2019 (αριθ.καταθ. ………../2019) αίτησή του, ο αιτών εκθέτει ότι είναι εκτελεστής της από 30.11.1997 ιδιόγραφης διαθήκης του αποβιώσαντος στην Αθήνα στις 23.5.2009 …….., η οποία δημοσιεύθηκε με το υπ’ αριθ. …../27.11.2009 πρακτικό του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Ότι με την ως άνω διαθήκη του ο διαθέτης συνέστησε δύο ιδρύματα, τα οποία δεν έχουν εγκριθεί έως σήμερα και δη ένα στη νήσο Θήρα, στο οποίο κατέλειπε τα αναφερόμενα στη διαθήκη περιουσιακά στοιχεία και το άλλο στην Αθήνα, στο οποίο επίσης άφησε τα περιγραφόμενα στη διαθήκη περιουσιακά στοιχεία, προς εκπλήρωση κοινωφελών σκοπών, τους οποίους καθορίζει. Ότι από τη διαθήκη προκύπτει σαφώς ότι ο διαθέτης ανέθεσε εξ ολοκλήρου τη διαχείριση και εκτέλεση αυτής στον εκτελεστή της, αλλά συγχρόνως τον διόρισε και διαχειριστή ολόκληρης της καταλειπόμενης περιουσίας του, παρέχοντας σε αυτόν την πλήρη εξουσία να διαθέτει ακόμη και χρηματικά ποσά, κατά την ελεύθερη κρίση του για τον κάθε συγκεκριμένο σκοπό που περιγράφεται στη διαθήκη, χωρίς διατυπώσεις, περιορισμούς και εγκρίσεις, από την αξιοποίηση, εκμετάλλευση και έσοδα της περιουσίας του, περιγράφοντας και καθορίζοντας πλήρως και λεπτομερώς τον τρόπο διοίκησης και διαχείρισης της περιουσίας του, αναθέτοντας αρμοδιότητες και εξουσίες στον εκτελεστή της διαθήκης και σε άλλα κατά περίπτωση πρόσωπα και περιγράφοντας τον τρόπο διαχείρισης και διάθεσης περιουσιακών στοιχείων, ακόμη και πώληση ακινήτων, μη απαιτώντας διατυπώσεις και εγκρίσεις από κανέναν άλλον, πλην αυτών που αναφέρονται στη διαθήκη για κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, αποκλείοντας έτσι πλήρως την καθ’ οιονδήποτε τρόπο ανάμειξη του Κράτους στη διαχείριση και στον τρόπο εκτέλεσης του ταχθέντος σκοπού. Ότι, η Διεύθυνση Κοινωφελών Περιουσιών (Τμήμα Α΄) του Υπουργείου Οικονομικών αμφισβητεί τις εξουσίες αυτές που παρέχει στον αιτούντα η διαθήκη, και υποστηρίζει ότι αυτός για όλες τις ενέργειές του, αναφορικά με την εκκαθάριση και τη διαχείριση της παραπάνω περιουσίας, υπάγεται στην εποπτεία, και τον έλεγχο του Υπουργού Οικονομικών. Ζητεί δε ο αιτών να ερμηνευθεί η από 30.11.1997 ιδιόγραφη διαθήκη του ……….. και να γίνει δεκτό ότι η διαχείριση, η εκποίηση και η εκκαθάριση της κληρονομίας διέπεται από τις περί αυτών διατάξεις της διαθήκης του, με συνέπεια η βούληση του διαθέτου για τον τρόπο εκτέλεσης των διατάξεων της διαθήκης να υπερισχύει έναντι των διατάξεων που αφορούν τη διαχείριση, εκποίηση και εκκαθάριση υπέρ κοινωφελών σκοπών περιουσίας και την εποπτεία και τον έλεγχο των πράξεων αυτών υπό του Υπουργού Οικονομικών, επιτρέπεται δε μόνο κατασταλτικός έλεγχος υπ’ αυτού για τυχόν κακή διαχείριση, βλαπτική ή αντίθετη του σκοπού, για τον οποίο τάχθηκε η περιουσία.

Η έννοια του διαδίκου, όπως αυτή καθορίζεται στα πλαίσια της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας, δεν προσαρμόζεται στη ρυθμιζόμενη από τα άρθρα 741-781 Κ.Πολ.Δ διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, στην οποία, κατά κανόνα, δεν υπάρχει αντιδικία, αλλά μετέχουν στη διαδικασία αυτή οι ενδιαφερόμενοι για το ρυθμιστικό μέτρο, οι οποίοι αποκτούν την ιδιότητα του διαδίκου με τους εξής τρόπους: α)με την υποβολή της αίτησης για την εκδίκαση ορισμένης υπόθεσης της εκούσιας δικαιοδοσίας, β)με την κλήτευση στη διαδικασία αυτή κατόπιν διαταγής του αρμοδίου δικαστηρίου (άρθ. 748 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ), γ)με την άσκηση κύριας ή πρόσθετης παρέμβασης (άρθ. 752 Κ.Πολ.Δ), δ)με την προσεπίκληση που γίνεται είτε με πρωτοβουλία κάθε διαδίκου, είτε αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο (άρθρ. 753 Κ.Πολ.Δ 0 βλ. ΑΠ 2130/2014 ΤΝΠ-Νόμος, ΑΠ 335/2005 ΕλλΔνη 2006.1363, ΑΠ 41/2003 ΕλλΔνη 2003.434, ΑΠ 1076/2002 ΤΝΠ-Νόμος, ΑΠ 1305/1994 ΕλλΔνη 37.638, ΜεφΑθ 211/2016 ΤΝΠ-Νόμος, ΕφΛαρ 74/2013 Δικογραφία 2013.279, ΕφΛαρ 252/2012 Δικογραφία 2012.585, ΕφΘεσ 1458/2011, ΕεμπΔ 2012.123, ΕφΑιγ 273/2011 ΤΝΠ-Νόμος, ΕφΑΘ 29/2010 ΕφΑΔ 2010.725).

Κατά το άρθρο 752 Κ.Πολ.Δ, με το οποίο καθορίζεται κατά διαφορετικό από το άρθρο 81 του ίδιου Κώδικα τρόπο η άσκηση των παρεμβάσεων σε δίκες εκούσιας δικαιοδοσίας, η κύρια παρέμβαση ασκείται με δικόγραφο και εφαρμόζονται γι’ αυτήν οι διατάξεις των άρθρων 747, 748 και 751 του ίδιου Κώδικα, κατά τα οποία η κατάθεση του δικογράφου πρέπει να γίνεται στη γραμματεία του Δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται, ενώ η πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να ασκηθεί και κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο χωρίς προδικασία. Εξάλλου οι προσδιορίζουσες την έννοια των κυρίας και πρόσθετης παρεμβάσεων διατάξεις των άρθρων 79 και 80 του Κ.Πολ.Δ, ερμηνευόμενες σε συνδυασμό προς τη φύση και το σύνολο των διατάξεων της διαδικασίας της εκουσίας δικαιοδοσίας, κατά την οποία, κατά κανόνα, δεν υπάρχει αντιδικία, αν ο παρεμβαίνων υποστηρίζει την αίτηση, η παρέμβαση είναι πρόσθετη, ενώ αν αντιδικεί, ζητώντας είτε την απόρριψη της αίτησης, είτε την παραδοχή του δικού του αιτήματος, η παρέμβαση είναι κύρια (ΑΠ 1076/2002 ΕλλΔνη 2002.1693, Εφ.Πειρ 116/2005 Αρμ 2005.595).

Με την άσκηση κύριας ή πρόσθετης παρέμβασης δεν μεταβάλλεται ο χαρακτήρας της διαδικασίας ως εκούσιας. Σύμφωνα δε με το άρθρο 753 Κ.Πολ.Δ κάθε διάδικος μπορεί να προσεπικαλέσει τρίτο που έχει έννομο συμφέρον να προσέλθει στη δίκη. Το ίδιο μπορεί να πράξει και το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως. Η προσεπίκληση του άρθρου αυτού, και με τις δύο ως άνω εκδοχές της, ασκείται με κατάθεση δικογράφου στη γραμματεία του Δικαστηρίου στο οποίο είναι εκκρεμής η κύρια δίκη, στην οποία προσεπικαλείται ο τρίτος, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 747, 748 και 751 Κ.Πολ.Δ και με επίδοση του αντιγράφου στον προσεπικαλούμενο. Με τη συντέλεση της άσκησης της προσεπίκλησης (κατάθεση και επίδοση), ο προσεπικαλούμενος αποκτά αυτοδικαίως την ιδιότητα του διαδίκου, ανεξάρτητα αν προσέλθει στη δίκη, νομιμοποιούμενος πλέον να ασκήσει μόνο ένδικο μέσο κατά της απόφασης και όχι τριτανακοπή (ΕφΑθ 3834/2011 ΕλλΔνη 2011.1066, Βαθρακοκοίλης, ΕρμΚ.Πολ.Δ, άρθρο 753 αριθ. 4, σελ. 436, ΑΠ 1305/1994, ΑΠ 41/2003, Εφ.Πατρ. 9/2018, Εφ.Λαρ. 74/2013, Εφ.Δωδ. 146/2007, 61/2006, Εφ.Δωδ. 120/2004, Εφ.Λαρ. 591/2000, δημ.ΝΟΜΟΣ).

Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 825 Κ.Πολ.Δ – όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρ. 77 παρ. 3 ν.4182/2013 [ΦΕΚ Α 185/10.9.2013], με έναρξη ισχύος δύο μήνες από τη δημοσίευσή του στο ΦΕΚ – “κάθε αμφιβολία ή αμφισβήτηση για την ερμηνεία διαθήκης ή άλλης πράξης, με την οποία διατίθενται περιουσιακά στοιχεία με κληρονομιά, κληροδοσία ή δωρεά υπέρ του κράτους ή κοινωφελών σκοπών, εφόσον αναφέρεται στον τρόπο της εκκαθάρισης και γενικά της διαχείρισης και της εκτέλεσης της περιουσίας, που έχει διατεθεί για το κράτος ή για κοινωφελή σκοπό, υπάγεται στην αρμοδιότητα του Εφετείου της έδρας της Αποκεντρωμένης Διοίκησης που εποπτεύει την κοινωφελή περιουσία. Αν η κοινωφελής περιουσία υπάγεται στην εποπτεία του Υπουργού Οικονομικών, αρμόδιο είναι το Εφετείο Αθηνών”.

Τέλος, κατά το άρθρο 778 Κ.Πολ.Δ αν στις υποθέσεις, που αναφέρονται στο άρθρο 739 Κ.Πολ.Δ γίνει δεκτή ή απορριφθεί με οριστική απόφαση αίτηση, δεν είναι δυνατόν να συζητηθεί νέα αίτηση των διαδίκων για το ίδιο αντικείμενο κατά τη διαδικασία των άρθρων 741 έως 781 Κ.Πολ.Δ. Από τη διάταξη αυτή, με την οποία καθιερώνεται η δεσμευτικότητα των αποφάσεων, που εκδίδονται κατά την εκούσια δικαιοδοσία και που προσομοιάζει με την αρνητική λειτουργία του ουσιαστικού δεδικασμένου, που απορρέει από αποφάσεις, που εκδίδονται κατά την αμφισβητούμενη δικαιοδοσία, προκύπτει ότι η δεσμευτικότητα αυτή υπάρχει, όταν πρόκειται περί του ίδιου αντικειμένου το οποίο υφίσταται, όταν προβάλλεται το ίδιο αίτημα επί τη βάση των ίδιων πραγματικών γεγονότων, όχι όμως και όταν υπάρχει μεταβολή αυτών, διότι τότε δεν υπάρχει ταυτότητα αντικειμένου των δύο αιτήσεων (προγενέστερης απορριφθείσας και μεταγενέστερης με το ίδιο αίτημα – βλ.ΑΠ 546/2018, Εφ.Αθ. 1245/2018, Εφ.Πατρ. 9/2017, Εφ.ΑΘ. 144/2006, δημ.ΝΟΜΟΣ, Χ.Απαλαγάκη, Κ.Πολ.Δ Ερμηνεία κατ’ άρθρο, άρθρο 778 σελ. 2472-2473, Κεραμέας/Κονδύλης/Νίκας, Ερμηνεία Κ.Πολ.Δ άρθρ. 778 σελ. 1533-1536).

Κατά τη διάταξη του άρθρου 109 παρ. 1 του Συντάγματος, “δεν επιτρέπεται η μεταβολή του περιεχομένου ή των όρων διαθήκης, κωδικέλλου ή δωρεάς, ως προς τις διατάξεις τους υπέρ του Δημοσίου ή υπέρ κοινωφελούς σκοπού”. Η συνταγματική αυτή διάταξη αποβλέπει στην προστασία και κατοχύρωση της θέλησης των διαθετών και δωρητών και εναντίον των πράξεων της πολιτείας ακόμη που έχουν νομοθετικό περιεχόμενο και, σύμφωνα με αυτήν, δεν επιτρέπεται, κατ’ αρχήν, η μεταβολή σκοπού περιουσίας που έχει ταχθεί υπέρ του Δημοσίου ή προς εξυπηρέτηση κοινής ωφέλειας, όχι μόνο με διατάγματα, αλλά ούτε και με νόμο (ΑΠ Ολ. 1241/1979). Κατ’ εξαίρεση, όμως, επιτρέπεται, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου του Συντάγματος, η επωφελέστερη αξιοποίηση ή διάθεση, για τον ίδιο ή άλλο κοινωφελή σκοπό, εκείνου που καταλείφθηκε ή δωρήθηκε, στην περιοχή που καθόρισε ο δωρητής ή ο διαθέτης ή στην ευρύτερη περιφέρεια, όταν βεβαιωθεί με δικαστική απόφαση ότι η θέληση του διαθέτη ή του δωρητή δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί για οποιονδήποτε λόγο, καθόλου ή κατά το μεγαλύτερο μέρος του περιεχομένου της, καθώς και αν μπορεί να ικανοποιηθεί πληρέστερα με τη μεταβολή της εκμετάλλευσης, όπως νόμος ορίζει. Η επωφελέστερη αξιοποίηση ή διάθεση της περιουσίας που καταλείφθηκε ή δωρήθηκε αποτελεί νομική αξιολογική έννοια, η οποία πρέπει να προσδιορίζεται στην αίτηση ως προς τα προτεινόμενα προς υπαγωγή σε αυτήν πραγματικά περιστατικά, προκειμένου να κριθεί από το δικαστήριο αν αυτά πράγματι την συνιστούν, αφού συγκριθεί η προτεινόμενη λύση με την ήδη υπάρχουσα κατάσταση (ΑΠ 1355/2017, βλ.και ΑΠ 2013/2014, ΑΠ 1495/2013, ΑΠ 13/2013, ΑΠ 138/2011, ΑΠ 1547/2010). Κατ’ εφαρμογή της συνταγματικής αυτής διάταξης, εκδόθηκε αρχικά ο ν.455/1976 και, στη συνέχεια, ο ν. 4182/2013, στο άρθρο 10 του οποίου ορίζεται: “Περιουσίες που καταλείπονται υπέρ κοινωφελών σκοπών αξιοποιούνται κατά τον τρόπο που όρισε ο διαθέτης ή δωρητής. Απαγορεύεται η μεταβολή, τόσο των παραπάνω κοινωφελών σκοπών, όσο και του τρόπου και των όρων διαχείρισης της περιουσίας καθώς και των ορισμών για τον τρόπο διοίκησής του (παρ.1). Αν υπάρχει αμφιβολία περί του περιεχομένου της βούλησης του διαθέτη ή δωρητή ή αμφισβήτηση επ’ αυτού, αυτή επιλύεται από το αρμόδιο κατ’ άρθρο 825 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας δικαστήριο (παρ. 2). Το κατά την προηγούμενη παράγραφο δικαστήριο αποφαίνεται επίσης, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, επί του εάν η βούληση του διαθέτη ή δωρητή δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί, για οποιονδήποτε λόγο, καθόλου ή κατά το μεγαλύτερο μέρος της, και καθορίζει τον τρόπο της επωφελέστερης ή ασφαλέστερης αξιοποίησης της περιουσίας, καθώς και το σκοπό και την περιοχή για την οποία πρέπει αυτή να διατεθεί.

Τέλος, κατά την παράγραφο 4 του άρθρου 10 του ως άνω Ν. 4182/2013, η αίτηση προς το Δικαστήριο υποβάλλεται από την αρμόδια αρχή, μετά από προηγούμενη ακρόαση του οργάνου διοίκησης της περιουσίας, ή και από κάθε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει έννομο συμφέρον και κοινοποιείται στην αρμόδια αρχή, επί ποινή απαραδέκτου της συζήτησης (ΑΠ 846/2018). Το συμφέρον αυτό, όπως έχει κριθεί και κατά την ερμηνεία της όμοιας διάταξης του άρθρου 68 Κ.Πολ.Δ, πρέπει εκτός από έννομο, να είναι ατομικό του αιτούντος και άμεσο, δηλαδή το απειλούμενο με την αίτηση δικαίωμα του αιτούντος πρέπει να είναι υπαρκτό κατά την άσκηση της αίτησης (βλ. ΑΠ 1372/2015, ΑΠ 1877/2014, ΑΠ 205/2014 και ΑΠ 1915/2014, όλες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Ως έννομο συμφέρον νοείται κάθε υλικό ή ηθικό όφελος, που αναγνωρίζει ο νόμος υπέρ αυτού που ζητεί δικαστική προστασία, εφόσον επιπλέον είναι άμεσο και παρόν. Άμεσο έννομο συμφέρον υπάρχει, όταν από την ύπαρξη κάποιας έννομης σχέσης (άκυρη δικαιοπραξία κλπ), προκαλείται αβεβαιότητα ως προς ορισμένη έννομη σχέση του ενάγοντος με τρίτο πρόσωπο και συνακόλουθος κίνδυνος για τα συμφέροντα αυτού, (άμεσος και επικείμενος ή και εξαρτώμενος από πρόσθετα μελλοντικά περιστατικά), για την αποτροπή του οποίου ζητείται, ως πρόσφορη και αναγκαία δικαιοδοτική πράξη, η έκδοση δικαστικής απόφασης. Ενώ παρόν είναι το έννομο συμφέρον όταν αφορά έννομες σχέσεις υπαρκτές και παρούσες, και όχι υποθετικές και μελλοντικές ενδεχόμενες.

Εξάλλου νομιμοποίηση των διαδίκων ως διακριτή, μη ταυτιζόμενη με το έννομο συμφέρον, διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης, νοείται η εξουσία διεξαγωγής ορισμένης δίκης για συγκεκριμένη έννομη σχέση, δηλαδή για βιοτική σχέση προσώπου με άλλο πρόσωπο ή με αντικείμενο, η οποία καθορίζεται κατά κανόνα από το ουσιαστικό δίκαιο ως προς τους φορείς της και το αντικείμενό της και η οποία έχει ως περιεχόμενο ή ως έννομη συνέπεια δικαίωμα ή υποχρέωση ή δέσμη δικαιωμάτων και υποχρεώσεων (ΑΠ 875/2015, ΑΠ 772/2014), Υπό το πρίσμα αυτό, για την υποβολή της αιτήσεως του άρθρου 825 Κ.Πολ.Δ, νομιμοποιείται εκτός από την Αρμόδια Αρχή, και κάθε πρόσωπο το οποίο έχει άμεσο έννομο συμφέρον και ιδίως ο κληρονόμος ή συγγενής του διαθέτη, ο εκτελεστής της διαθήκης, ο διαχειριστής της περιουσίας, ο εκκαθαριστής, ο ωφελούμενος από τον σκοπό που έταξε ο διαθέτης, ο Υπουργός των Οικονομικών, καθώς επίσης και η αποκεντρωμένη διοίκηση. Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων συνάγεται τέλος, ότι κατά την έννοια του άρθρου 825 Κ.Πολ.Δ, στην εφαρμογή του οποίου παραπέμπει η διάταξη του άρθρου 10 παρ. 2 Ν. 4182/2013, έννομο συμφέρον κάθε φυσικού ή νομικού προσώπου που υποβάλλει ενώπιον του αρμοδίου Εφετείου αίτηση, περί των αναφερομένων στις παρ. 2 και 3 εδ.α΄του ίδιου άρθρου ζητημάτων, (επίλυση αμφιβολίας περί του περιεχομένου της βούλησης του διαθέτη ή δωρητή ή αμφισβήτηση επ’ αυτού, τροποποίηση κοινωφελών σκοπών, καθορισμός επωφελέστερης ή ασφαλέστερης αξιοποίησης της περιουσίας κλπ), νοείται εκείνο το οποίο αντλούν από αυτό καθεαυτό το περιεχόμενο της διαθήκης. Ο κύκλος των εχόντων έννομο συμφέρον είναι μεν ευρύς, πλην όμως δεν φτάνει μέχρι του σημείου να περιλαμβάνει οποιονδήποτε τρίτον, ο οποίος κατά την υποκειμενική του κρίση θεωρεί ότι δικαιούται να παρεμβαίνει αυτοβούλως σε θέματα διοικήσεως και διαχειρίσεως των κληροδοτημάτων. Έτσι η από το άρθρο 825 Κ.Πολ.Δ δικονομική δυνατότητα της ουσιαστικής διερεύνησης από το κατά τόπο αρμόδιο Εφετείο της αληθούς θέλησης του διαθέτη ή του δωρητή και της διαπίστωσης, αν αυτή εναρμονίζεται ή όχι με τον σκοπό του Ιδρύματος, δεν παρέχεται σε τρίτους (φυσικά ή νομικά πρόσωπα) που δεν έχουν ενοχικό δικαίωμα άμεσα συνδεόμενο ή εξαρτώμενο από το περιεχόμενο της βούλησης του διαθέτη ή του δωρητή. Περαιτέρω η διαδικαστική προϋπόθεση, της συνδρομής εννόμου συμφέροντος, συνιστά ουσιαστική προϋπόθεση παροχής δικαστικής προστασίας, η δε παραβίασή της εμπίπτει στον με αρ. 1 αναιρετικό λόγο του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ, και όχι στον αναιρετικό λόγο με αρ. 14 του ίδιου άρθρου, ο οποίος ανακύπτει μόνο όταν το δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχει τα στοιχεία που δικαιολογούν το έννομο συμφέρον για την άσκησή της (Ολ. ΑΠ 25/2008, ΑΠ 55/2020 δημ.ΝΟΜΟΣ).

Από το συνδυασμό των άρθρων 221 παρ. 1 και 222 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ συνάγεται ότι είναι απαράδεκτη η διεξαγωγή νέας δίκης , όταν αυτή έχει ως αντικείμενο διαφορά, που ταυτίζεται με διαφορά προγενέστερης δίκης, η οποία δημιουργήθηκε από αγωγή, που ασκήθηκε προγενέστερα και έχει την ίδια ιστορική και νομική αιτία (ΑΠ 420/1993 ΕλΔ 36.342). Περαιτέρω κατά το άρθρο 222 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ η ευδοκίμηση της εκκρεμοδικίας συνεπάγεται την αναστολή της δεύτερης δίκης μέχρι την περάτωση της πρώτης. Εάν όμως η πρώτη δίκη έληξε χωρίς να εκδοθεί απόφαση επί της ουσίας, η εκκρεμοδικία αναβιώνει, μπορεί δε να λήξει χωρίς την έκδοση απόφασης, με την παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής, σύμφωνα με τα άρθρα 294 επ., Κ.Πολ.Δ (ΑΠ 1611/1999 ΕλΔ 41.342, ΕφΘες 939/2000, Εφ.Αθ 3895/1996 ΝοΒ 45.798). Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 294, ο ενάγων μπορεί να παραιτηθεί από το δικόγραφο της αγωγής χωρίς συναίνεση του εναγομένου πριν αυτός προχωρήσει στην προφορική συζήτηση της ουσίας της υπόθεσης. Η παραίτηση που γίνεται αργότερα είναι απαράδεκτη, εφόσον ο εναγόμενος προβάλει αντίρρηση και πιθανολογεί ότι έχει έννομο συμφέρον να περατωθεί η δίκη με έκδοση οριστικής απόφασης. Κρίσιμο χρονικά σημείο για την επέλευση των αποτελεσμάτων της παραίτησης από το δικόγραφο της αγωγής, αποτελεί η έναρξη της προφορικής συζήτησης για την ουσία της υπόθεσης, μετά την οποία ο εναγόμενος δικαιούται να προβάλλει αντίρρηση για την παραίτηση. Προφορική για την ουσία συζήτηση της υπόθεσης υπάρχει για τον εναγόμενο, όταν αυτός προχώρησε σε αυτή με την κατάθεση προτάσεων, οι οποίες περιέχουν είτε άρνηση των θεμελιωτικών ισχυρισμών της αγωγής, είτε ενστάσεις, είτε και τα δύο. Δεν μπορεί όμως να θεωρηθεί συζήτηση για την ουσία της υπόθεσης, εκείνη η οποία κηρύχθηκε απαράδεκτη για τυπικούς λόγους, ή εκείνη για την οποία εκδόθηκε απόφαση η οποία αναβάλλει ή αναστέλλει την πρόοδο της δίκης, ή κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση, ή διατάσσει την επανάληψη της συζήτησης, αφού οι περιπτώσεις αυτές ανάγονται σε στάδιο πριν από την εκδίκαση της ουσίας της υπόθεσης (ΑΠ 31/1985 ΕλΔ 26.657 Βασίλη  Βαθρακοκοίλη Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Ερμηνευτική Νομολογιακή Ανάλυση στο άρθρο 294, Έκδοση 1994). Στις περιπτώσεις αυτές ο ενάγων μπορεί, και χωρίς τη συναίνεση του εναγομένου, να παραιτηθεί από το δικόγραφο της αγωγής του, όταν αυτή επανέρχεται προς συζήτηση με κλήση του ενδιαφερομένου (ΑΠ 12/1980, Εφ.Αθ. 1393/2008, Χ. Απαλαγάκη Ερμηνεία κατ’ άρθρο, άρθρο 741 σελ. 2417 παρ. 5).

Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση της υπ’ αριθ. 2225/2018 απόφασης του Εφετείου Αθηνών, της υπ’ αριθ. 173/2019 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα νομίμως προσκομιζόμενα έγγραφα, προκύπτουν τα παρακάτω εκτιθέμενα: Ο αιτών, ……………, με την ιδιότητα του εκτελεστή διαθήκη της από 30/11/1997 ιδιόγραφης διαθήκης του …….. κατέθεσε ενώπιον του Εφετείου Αθηνών την από 23.6.2017 (αριθ.καταθ. ……./2017) αίτηση ερμηνείας  της από 30/11/1997 ιδιόγραφης διαθήκης του ……..  κοινοποιούμενη προς τον Υπουργό Οικονομικών. Το Τριμελές Εφετείο  Αθηνών με την υπ’ αριθ. 2225/2018 απόφασή του συνεκδίκασε αυτή (αίτηση) με την προφορικά ασκηθείσα στο ακροατήριό του και με τις έγγραφες προτάσεις του κύρια παρέμβαση του Συντονιστή Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής, με την ιδιότητα του ασκούντος την εποπτεία επί των υπέρ Κοινωφελων σκοπών και ιδρυμάτων καταλειπομένων περιουσιών και αφού δέχθηκε  την ως άνω κύρια παρέμβαση κήρυξε εαυτό αναρμόδιο (κατά τόπο) να δικάσει επί της ως άνω αιτήσεως και παρέπεμψε τη αίτηση προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ως κατά τόπο και καθ’ ύλη αρμόδιου. Με την από 10.5.2018 (αριθ.καταθ. ………/2018) κλήση, κοινοποιούμενη στον Υπουργό Οικονομικών, στην Αποκεντρωμένη Διοίκηση (Νοτίου) Αιγαίου και στον Συντονιστή Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής, με την ιδιότητα του εποπτεύοντος την καταλειπόμενη υπέρ ιδρυμάτων και για κοινωφελείς σκοπούς περιουσία, νόμιμα  εισήχθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η από 23.6.2017 (αριθ.καταθ. …./2017) αίτηση του καλούντος … …….., διορισθέντος εκτελεστή διαθήκης, περί ερμηνείας της από 30.11.1997 ιδιόγραφης διαθήκης  του …….. Το Δικαστήριο τούτο με την υπ’ αριθ. 172/2019 απόφασή του ,ενόψει των μη κοινοποιήσεων κατ’ άρθρο 10 παρ. 4 εδ.β΄ Ν. 4182/2013, κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση της από 23.6.2017 (αριθ.καταθ. ………../2017) αίτησης. Ο καλών ……. εν συνεχεία, αν και η ισχύς της από 23.6.2017 (αριθ.καταθ. ……./2017) αίτησης δεν είχε λήξει με την έκδοση επί της ουσίας απόφασης, άσκησε στο Δικαστήριο τούτο την νέα από 1.4.2019 (αριθ.καταθ. ………./1.4.2019) αίτηση για το ίδιο αντικείμενο το οποίο υφίσταται με την από 23.6.2017 αίτηση, με το ίδιο αίτημα, επί τη βάσει των ίδιων πραγματικών γεγονότων χωρίς να έχει παραιτηθεί (Κ.Πολ.Δ 294-295) της προγενέστερης ομοίας αίτησης.

Επομένως, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 741, 222 σε συσχέτιση με τη διάταξη του άρθρου 758 Κ.Πολ.Δ, από την οποία απορρέει η δεσμευτικότητα των αποφάσεων, που εκδίδονται κατά την εκούσια δικαιοδοσία, σύμφωνα με τα ανωτέρω αναφερόμενα στη νομική σκέψη (υπ’ αριθ. 2 και 4), προκύπτει ότι, η κατάθεση της από 23.6.2017 αίτησης περί ερμηνείας της από 30.11.1997 ιδιόγραφης διαθήκης, συνεπάγεται εκκρεμοδικία μετά την επέλευση  και κατά την διάρκεια της οποίας δεν δύναται να γίνει νέα δίκη για την αυτή επίδικη διαφορά μεταξύ των αυτών διαδίκων και υπό την αυτή ιδιότητα παρισταμένων.

Πρέπει, συνεπώς, σύμφωνα με το άρθρο 222 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, το οποίο εφαρμόζεται και στη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, κατ’ άρθρο 741 Κ.Πολ.Δ, να ανασταλεί η εκδίκαση της υπό κρίση αιτήσεως μέχρι να περατωθεί η δίκη επί της από 23.6.2017 ομοίας ως άνω αίτησης, κατά παραδοχή ως βασίμου της παραδεκτά προβληθείσας, από τους καθ’ ών η αίτηση – κυρίως παρεμβαίνοντες, ένστασης εκκρεμοδικίας, λαμβανομένου υπόψη ότι στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 825 Κ.Πολ.Δ εμπίπτουν οι υποθέσεις που αφορούν ερμηνεία των διαχειριστικών πράξεων υπό την προϋπόθεση ότι αναφέρονται στον τρόπο εκκαθάρισης ή της διαχείρισης της περιουσίας που διατίθεται και όχι όταν αυτή αφορά άλλα θέματα (ΑΠ 435/2014, ΑΠ 1062/2004, Εφ.Αθ. 9628/2000 δημ.ΝΟΜΟΣ).

Περαιτέρω, ενόψει  της αναστολής εκδίκασης της παρούσας υπόθεσης, το Δικαστήριο κρίνει, ότι δεν συντρέχει περίπτωση να κρίνει περί της ενεργητικής νομιμοποίησης του αιτούντος λόγω έλλειψης της ιδιότητας του εκτελεστή της από 30.11.1997 ιδιόγραφης διαθήκης του . ….. και περί αποκτήσεως στην διαδικασία αυτή της ιδιότητας ως διαδίκου της Μαρίας Καζαντζάκη, η οποία ούτε κλητεύθηκε ύστερα από διαταγή του δικαστηρίου, ούτε προσεπικλήθηκε, ούτε άσκησε παρέμβαση (κύρια ή πρόσθετη) κατά τις διατάξεις και τον τρόπο που εκτίθεται στη νομική σκέψη της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Αναστέλλει την εκδίκαση της από 1.4.2019 (αριθ.καταθ. ………./2019) αίτησης μέχρι να περατωθεί η δίκη επί της από 23.6.2017 (αριθ.καταθ. ……../2017) αίτησης του καλούντος – αιτούντος …….. κοινοποιούμενης προς: 1) Υπουργό Οικονομικών, 2) Συντονιστή της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αιγαίου, αμφότεροι με την ιδιότητα του εποπτεύοντος την καταλειπόμενη υπέρ ιδρυμάτων και για κοινωφελείς σκοπούς περιουσία.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 17η Δεκεμβρίου 2020  και δημοσιεύθηκε στις 28 Ιανουαρίου 2021 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους, τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αιτούντος και την δικαστική πληρεξουσία ΝΣΚ των προς ων η κοινοποίηση.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ    Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ