Συνθετη Αναζητηση Νομοθεσιας - Νομολογιας

Νομοθεσία

ΣΥΚΟΦΑΝΤΙΚΗ ΔΥΣΦΗΜΗΣΗ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ

Α.Π. 723/2022 (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)


ΣΥΚΟΦΑΝΤΙΚΗ ΔΥΣΦΗΜΗΣΗ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ. Ορθή και αιτιολογημένη καταδίκη δεδομένου ότι η αναιρεσείουσα: α) ενώ εξεταζόταν ανωμοτί ως κατηγορουμένη για την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης κατ' εξακολούθηση ανέφερε μεταξύ άλλων για τον εγκαλούντα, ότι ως πληρεξούσιος δικηγόρος προσώπου (με την οποία η κατηγορουμένη είχε μακροχρόνια αντιδικία) της τηλεφωνούσε και της ζητούσε χρήματα για να κλείσει η υπόθεση υπέρ αυτής, β) οι ως άνω ισχυρισμοί, των οποίων έλαβαν γνώση όχι μόνον οι Δικαστές του Δικαστηρίου, αλλά και οι λοιποί παράγοντες της δίκης (πληρεξούσιοι δικηγόροι, γραμματείς), ήταν ψευδείς και η κατηγορουμένη τελούσε εν γνώσει της αναληθείας αυτών, γ) τα γεγονότα αυτά μπορούσαν να επιφέρουν μείωση της τιμής και της υπόληψης του εγκαλούντος. Οι τηλεφωνικές συνδιαλέξεις δεν αποδεικνύουν οπωσδήποτε και το περιεχόμενο της τηλεφωνικής συνομιλίας, όπως θέλει να το παρουσιάσει η κατηγορούμενη - αναιρεσείουσα. Εξάλλου, στην έννοια των τρίτων περιλαμβάνονται οι δικαστές, εισαγγελείς και λοιποί αρμόδιοι παράγοντες της δίκης. Απορρίπτει αίτηση αναίρεσης (362, 363 ΠΚ).

Ι.Α.Χ.


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Z' Ποινικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιλτιάδη Χατζηγεωργίου, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, (ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, ο οποίος ορίστηκε με την υπ' αριθμ. 18/2021 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου), Κωνσταντίνα Μαυρικοπούλου, Γεώργιο Κόκκορη, Μαριάνθη Παγουτέλη - Εισηγήτρια και Αναστασία Μουζάκη (η οποία ορίστηκε με την υπ' αριθμ. 20/2021 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου), Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημα του στις 10 Μαρτίου 2021, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ισίδωρου Ντογιάκου, (κωλυομένου του Εισαγγελέως) και της Γραμματέως Ευθυμίας Καλογεροπούλου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Ε. Π. του Β., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ευθύμιο Αναγνώστου, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 5148/2020 αποφάσεως του Α' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Με υποστηρίζοντα την κατηγορία τον Κ. Σ. του Ε., κάτοικο ..., ο οποίος δεν παραστάθηκε.

Το Α' Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη, ζητάει την αναίρεση της αποφάσεως αυτής για τους λόγους που αναφέρονται στην από 12 Ιανουαρίου 2021 κρινόμενη αίτηση, η οποία ασκήθηκε με δήλωση που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 18 Ιανουαρίου 2021 και έλαβε αριθμό πρωτοκόλλου 386/21, που καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με αριθμό 132/2021.

Αφού άκουσε Τον Εισαγγελέα που πρότεινε να απορριφθεί και να επιβληθούν τα έξοδα στην αναιρεσείουσα και τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση, από 12-1-2021, δήλωση ενώπιον του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που επιδόθηκε σ' αυτόν στις 18-1-2021, με αριθμό πρωτοκόλλου 381, για αναίρεση της, υπ' αριθ. 5148/2020, απόφασης του Α' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης (δικάσαντος κατ' έφεση της, υπ' αριθ. 18041/2017, απόφασης του Γ' Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσ/νίκης), η οποία καταχωρήθηκε στο Ειδικό Βιβλίο στις 30-12-2020, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στις 18-1- 2021, από άτομο που είχε δικαίωμα και έννομο συμφέρον προς άσκησή της, κατ' αποφάσεως που υπόκειται στο ένδικο μέσο της αναιρέσεως, (άρθρα 462 περ. β', 464, 466, 473 παρ. 2 & 3, 474 παρ. 2Α και 4, 504 παρ. 1 και 505 ΚΠΔ).

Συνεπώς η αίτηση αυτή είναι παραδεκτή και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω ως προς τη βασιμότητα των προβαλλόμενων μ' αυτή αναιρετικών λόγων.

Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 362 και 363 του παλαιού Π.Κ., όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή του, από 1-7-2019, με τον νόμο 4619/2019 και εφαρμόζεται, εν προκειμένω, ως ευμενέστερος, για την κατηγορούμενη, κατ' άρ-θρο 2 Π.Κ., προβλέπεται ότι: "όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, τιμωρείται με φυλάκιση έως ένα έτος ή χρηματική ποινή".

Από τις ως άνω διατάξεις συνάγεται ότι το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης προϋποθέτει είτε ισχυρισμό, ενώπιον τρίτου, ψευδούς γεγονότος που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη άλλου, είτε διάδοση σε τρίτον τέτοιου γεγονότος, το οποίο ανακοινώθηκε προηγουμένως στον υπαίτιο από άλλον. Ως γεγονός δε, κατά την έννοια των πιο πάνω διατάξεων, θεωρείται κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου, που ανάγεται στο παρελθόν ή το παρόν, υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό απόδειξης, καθώς και κάθε συγκεκριμένη σχέση ή συμπεριφορά, αναφερόμενη στο παρόν ή στο παρελθόν, που υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στην ηθική και την ευπρέπεια. Για την υποκειμενική θεμελίωση του εν λόγω εγκλήματος απαιτείται άμεσος δόλος, που συνίσταται στην ηθελημένη ενέργεια του ισχυρισμού ή της διαδόσεως ενώπιον τρίτου του ψευδούς γεγονότος, εν γνώσει του δράστη, με την έννοια της βασιμότητας, ότι αυτό είναι ψευδές και δύναται να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου. Δεν αρκεί δηλαδή ο απλός ή ο ενδεχόμενος δόλος (ΑΠ 45/2020).

Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ" του Κ.Π.Δ., λόγο αναίρεσης, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο.

Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο, κατ' είδος, προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά κατ' επιλογή. Επίσης, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για τον σχηματισμό της δικανικής κρίσης.

Σε περίπτωση δε που εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα, αφού δεν εξαιρέθηκαν ρητά. Για την πληρότητα της αιτιολογίας της καταδικαστικής απόφασης για το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης, είναι αναγκαία η αναφορά, ότι το γεγονός, που αποτέλεσε περιεχόμενο του ισχυρισμού ή της διάδοσης, είναι ψευδές και ότι ο ισχυρισμός ή η διάδοση έγιναν ενώπιον τρίτου. Στην έννοια του τρίτου διαλαμβάνεται οποιοδήποτε φυσικό πρόσωπο ή αρχή, που έλαβαν γνώση του δυσφημιστικού ισχυρισμού ή της διάδοσης και γενικώς οποιοσδήποτε άλλος πλην του δυσφημουμένου έλαβε γνώση των ανωτέρω. Η ύπαρξη του δόλου που απαιτείται, κατά το άρθρο 26 παρ. 1 του Π.Κ., για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, δεν είναι, κατ' αρχήν, ανάγκη να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών, που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται, ότι προκύπτει από την πραγμάτωση των περιστατικών τούτων.

Όταν όμως, αξιώνονται από τον νόμο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως η "εν γνώσει" ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξης ή η τέλεση της πράξης με τον "σκοπό" πρόκλησης ορισμένου αποτελέσματος, δηλαδή άμεσος δόλος ή υπερχειλής δόλος, η ύπαρξη αυτού πρέπει να αιτιολογείται ειδικά, με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν, ότι υπήρχε το στοιχείο της γνώσης και του σκοπού. Και τούτο, διότι, σε σχέση με τον άμεσο δόλο, η γνώση, ως ενδιάθετη βούληση, επιβάλλεται να εξειδικεύεται και να συνοδεύεται από εκδηλώσεις του δράστη, με τρόπο ώστε να συνάγεται σαφώς, ότι το περιεχόμενο του ισχυρισμού ή της διάδοσης ήταν αποτέλεσμα της ενσυνείδητης ενέργειάς του, διαφορετικά η απόφαση στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Υπάρχει, όμως, και στις περιπτώσεις αυτές η εν λόγω αιτιολογία, όταν, σύμφωνα με τις παραδοχές της απόφασης, ο, σχετικός με το ψευδές γεγονός, ισχυρισμός του δράστη θεμελιώνεται σε προσωπική πεποίθηση ή αντίληψη του ιδίου ή σε δική του πράξη ή παράλειψη, οπότε είναι αυτονόητη η σχετική γνώση του, χωρίς να απαιτείται παράθεση άλλων, σχετικών με τη γνώση, περιστατικών.

Τέλος, λόγο αναίρεσης, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του Κ.Π.Δ., αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει, όταν ο δικαστής αποδίδει στον νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή συντρέχει, όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης συνιστά και η, εκ πλαγίου, παραβίαση της διάταξης αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται στον συνδυασμό του σκεπτικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης.

Όμως, δεν αποτελούν λόγους αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και, ειδικότερα, η εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολό-γησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη συσχέτισης των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ή της εσφαλμένης ερμη-νείας ή εφαρμογής του νόμου, πλήττεται ανεπίτρεπτα η, αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα, κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, (ΑΠ 1338/2020, ΑΠ 45/2020, ΑΠ 1705/2019).

Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλομένης υπ' αριθμό 5148/2020, καταδικαστικής απόφασής του, το Α' Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη, περί τα πράγματα κρίση του, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα επί λέξει πραγματικά περιστατικά:

"...Από την ανωμοτϊ κατάθεση του παρισταμένου προς υποστήριξη της κατηγορίας, την ένορκη κατάθεση των μαρτύρων κατηγορίας στο ακροατήριο, που περιέχονται στα ενσωματωμένα στην παρούσα απόφαση πρακτικά της δημόσιας συνεδριάσεως του παρόντος Δικαστηρίου, την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, τα οποία αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο και καταχωρήθηκαν στα ίδια πρακτικά και γενικά από όλη τη συζήτηση της υποθέσεως (και από την αξιολογική εκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, σύμφωνα με την προβλεπόμενη από το άρθρο 177 παρ. 1 ΚΠΔ αρχή της ηθικής αποδείξεως,) αποδείχθηκαν τα ακόλουθα:

Η κατηγορουμένη, Ε. Π., είχε δικαστικό αγώνα με την (ήδη αποβιώσασα στις 21 Αυγούστου 2011) Μ. Μ., εξ αφορμής χρηματικής απαιτήσεως, την οποία η κατηγορουμένη ισχυριζόταν ότι είχε κατά της Μ. και προς ικανοποίηση της οποίας επέσπευδε αναγκαστική εκτέλεση εις βάρος της (της Μ.). Η Μ. Μ. τον Μάρτιο του 2006 προσέλαβε δικηγόρο, για να αναλάβει την υπεράσπιση των συμφερόντων της στην αντιδικία που είχε με την κατηγορουμένη, τον πολιτικώς ενάγοντα, Κ. Σ., ο οποίος τότε ασκούσε ενεργά το δικηγορικό επάγγελμα, συνταξιοδοτηθείς αργότερα, το καλοκαίρι του 2010. Πλην όμως, σύντομα ξεκίνησε προσωπική διαμάχη μεταξύ της κατηγορουμένης και του δικηγόρου της αντιδίκου της, Μ., ήτοι του πολιτικώς ενάγοντος, με αποτέλεσμα να αρχίσουν δικαστικοί αγώνες μεταξύ των εδώ διαδίκων τόσο στα πολιτικά όσο και στα ποινικά δικαστήρια.

Στις 19.06.2013, και ενώ στο Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης εκδικάζονταν, ως ξεχωριστές υποθέσεις, I. αφενός μεν οι εφέσεις της εδώ κατηγορουμένης και της μητέρας της (Π. Π.) κατά της 11442/23.05.2011 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία (σε πρώτο βαθμό) η μεν μητέρα της κατηγορουμένης κρίθηκε ένοχη των αδικημάτων της ψευδορκίας μάρτυρα και της συκοφαντικής δυσφήμησης εις βάρος του εδώ πολιτικώς ενάγοντος (Κ. Σ.) και η κατηγορούμενη (ένοχη) των αδικημάτων της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία και της ηθικής αυτουργίας σε συκοφαντική δυσφήμηση (εις βάρος του εδώ πολιτικώς ενάγοντος) (κατόπιν μηνύσεως του εδώ πολιτικώς ενάγοντος που έλαβε ΑΒΜ: Α2007ΕΓΧ/876) και II. αφετέρου έφεση της εδώ κατηγορουμένης κατά της 6548/27.03.2012 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία αυτή κρίθηκε (σε πρώτο βαθμό) ένοχη του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης κατ' εξακολούθηση εις βάρος του εδώ πολιτικώς ενάγοντος (κατόπιν μηνύσεως του εδώ πολιτικώς ενάγοντος που έλαβε ΑΒΜ: Α2006ΕΓΧ/649)" συνέβησαν τα εξής:

Κατά την εκδίκαση της έφεσης της κατηγορουμένης κατά της με αρ. 6548/27.03.2012 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, επί της οποίας (έφεσης) εκδόθηκε η 2386/2013 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, η κατηγορουμένη ανέφερε στην απολογία της, μεταξύ άλλων, επί λέξει (όπως αναφέρεται στα πρακτικά της με αρ. 2386/2013 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης) ότι ο εδώ πολιτικώς ενάγων "έπαιρνε τηλέφωνο και [της] έλεγε "έχεις λεφτά, δώσ' μου, ξέρεις εσύ"", εννοώντας προφανέστατα ότι κατά τις εν λόγω τηλεφωνικές συνδιαλέξεις του με την ίδια, ο εδώ πολιτικώς ενάγων της ζητούσε να του δώσει χρήματα, για να κλείσει την αντιδικία της με τη Μ. Μ. κατά τρόπο ευνοϊκό για την ίδια (την εδώ κατηγορουμένη). Για να κάνει δε πιστευτό τον ισχυρισμό της αυτόν, η εδώ κατηγορουμένη προσκόμισε - κατά την εκδίκαση της υπόθεσης εκείνης στο Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης - και αναλυτική κατάσταση συνδιαλέξεων της τηλεφωνικής της σύνδεσης, με αρ. 2310- 531781, για το διάστημα από 6.12.2010 έως και 15.12.2010, δηλ. το προσκομισθέν και στην παρούσα δίκη προς ανάγνωση 325/2838603 έγγραφο του Τμήματος Υποστήριξης Πωλήσεων του ΟΤΕ (ανωτέρω, έγγραφο 230), από το οποίο προκύπτει ότι δέχθηκε δύο κλήσεις από τη με αριθμό 2310-531197 σύνδεση σταθερής τηλεφωνίας, η οποία αντιστοιχεί στον αριθμό τηλεφώνου της οικίας του πολιτικώς ενάγοντος - (Σ.), μία κλήση στις 7-12-2010, περί ώρα 16.19', και άλλη μία στις 9-12-2010, περί ώρα 15.37'·

Πράγματι, από το ως άνω έγγραφο του Τμήματος Υποστήριξης Πωλήσεων του ΟΤΕ συνάγεται ότι από τον αριθμό σταθερού τηλεφώνου της οικίας του πολιτικώς ενάγοντος πραγματοποιήθηκαν οι ανωτέρω δύο κλήσεις (στους ανωτέρω χρόνους) προς τον αριθμό σταθερής τηλεφωνίας της κατηγορουμένης. Ουδαμώς όμως έχει αποδειχθεί ότι κατά τα τηλεφωνήματα αυτά ο πολιτικώς ενάγων ζήτησε από την κατηγορουμένη να του καταβάλει χρηματικό ποσό, προκειμένου να κλείσει αυτός τη δικαστική της διαμάχη με τη Μ. κατά τρόπο συμφέροντα στην ίδια. Το ένα άλλωστε των εν λόγω τηλεφωνημάτων (το γενόμενο στις 09.12.2010, ώρα 15.37') διήρκεσε μόλις δέκα (10) δευτερόλεπτα, κατά τα οποία προφανώς οι διάδικοι δεν πρόλαβαν να πουν κάτι ουσιαστικό. Και σύμφωνα με τα διδάγματα όμως της λογικής και της κοινής πείρας είναι εντελώς απίθανο ο πολιτικώς ενάγων, κατά τη διάρκεια της άλλης κλήσης - της γενομένης στις 7-12-2010, ώρα 16.19', η οποία διήρκεσε ένα λεπτό και τρία δευτερόλεπτα -, να ζητήσει χρήματα από την κατηγορουμένη για τον ως άνω σκοπό. Αν ο πολιτικώς ενάγων ζητούσε χρήματα, προφανώς θα προσδιόριζε και το χρηματικό ποσό που ζητούσε από την κατηγορουμένη για να κλείσει την αντιδικία της (έστω και ως συνταξιούχος πλέον) με τη Μ., πλην όμως η κατηγορουμένη δεν ανέφερε ότι ο πολιτικώς εναγών ζήτησε συγκεκριμένο χρηματικό ποσό.

Περαιτέρω, πέραν της συμφωνίας για το χρηματικό ποσό, ο πολιτικώς ενάγων και η κατηγορουμένη θα έπρεπε να συμφωνήσουν και για τη διευθέτηση των μεταξύ τους εκκρεμών (είτε πολιτικών είτε ποινικών) δικών, καθώς θα ήταν άτοπο η κατηγορουμένη να δώσει χρηματικό ποσό στον πολιτικώς ενάγοντα, προκειμένου αυτός να κλείσει την αντιδικία της με τη Μ., και αυτή (κατηγορουμένη) να συνεχίζει να κινδυνεύει με ποινικές καταδίκες ή με καταδίκες από αστικά δικαστήρια σε καταβολή χρηματικών ποσών προς τον πολιτικώς ενάγοντα.

Συνεπώς, αν ο πολιτικώς ενάγων επιχειρούσε να αποσπάσει χρηματικά ποσά από την κατηγορουμένη για να διευθετήσει υπέρ αυτής την αντιδικία της με τη Μ. Μ., θα έπρεπε να υποβάλει σε αυτήν μία ολοκληρωμένη πρόταση, με την οποία θα προσδιοριζόταν και το προς καταβολή ποσό και θα οριζόταν και ο τρόπος με τον οποίον θα έκλειναν και οι μεταξύ τους (του πολιτικώς ενάγοντος και της κατηγορουμένης) διαφορές, κάτι που ούτε η κατηγορουμένη επικαλείται ότι συνέβη, ούτε από οποιοδήποτε άλλο στοιχείο της δικογραφίας προκύπτει, ούτε θα μπορούσε να συμβεί σε συνομιλία ενός-όλου κι όλου-λεπτού. Εξάλλου, και άλλη φορά (το μακρινό 2006) ο πολιτικώς ενάγων, ως πληρεξούσιος δικηγόρος της Μ. Μ., είχε τηλεφωνήσει -όπως δέχεται η με αρ. 6265/2007 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων) - στον αριθμό τηλεφώνου του γραφείου διαχείρισης κοινοχρήστων πολυκατοικιών, που διατηρεί η κατηγορουμένη και συνομίλησε με αυτήν για τις δικαστικές της διαμάχες με τη Μ. (άρα δεν μπορεί να θεωρηθεί ούτε καν ως "ύποπτο" το ότι ο πολιτικώς ενάγων κάλεσε απευθείας την κατηγορουμένη).

Συνεπώς, ο προκείμενος ισχυρισμός, τον οποίον προέβαλε η κατηγορουμένη ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης κατά την εκδίκαση της έφεσης της κατά της 6548/27-03-2012 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσα-λονίκης, είναι ψευδής, η ίδια δε η κατηγορουμένη τελούσε εν γνώσει του ψεύδους του ισχυρισμού της αυτού, καθώς ο πολιτικώς ενάγων δεν της ζήτησε ποτέ χρήματα, προκειμένου να διευθετήσει κατά τρόπο συμφέροντα στην ίδια τη δικαστική της διένεξη με τη Μ. Μ..

Ο ισχυρισμός της δε αυτός, του οποίου έλαβαν δεδομένα γνώση οι Δικαστές που αποτελούσαν κατά την ανωτέρω ημερομηνία (19.06.2013) τη σύνθεση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης και η Γραμματέας της έδρας, καθώς επίσης και οι πληρεξούσιοι συνήγοροι στη δίκη εκείνη τόσο της (εδώ και εκεί) κατηγορουμένης (Ε. Α. και Ν. Χ.) όσο και του (εδώ και εκεί) πολιτικώς ενάγοντος (Ν. Π.), μπορούσε να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του πολιτικώς ενάγοντος, καθώς αυτός εμφανιζόταν ως άτομο αναξιόπιστο και χωρίς ηθικούς φραγμούς, που περιφρονεί τους κώδικες δεοντολογίας που διέπουν τη συμπεριφορά των (ενεργών και πρώην) δικηγόρων και είναι πρόθυμο χάριν του χρήματος να πλήξει τα συμφέροντα των πρώην πελατών του, που του εμπιστεύθηκαν όσο ήταν εν ενεργεία το χειρισμό δικαστικών τους υποθέσεων, κάτι βέβαια το οποίο γνώριζε η κατηγορουμένη.

Αποδείχθηκε δηλαδή ότι, σύμφωνα και με όσα αποδίδονται στην κατηγορουμένη με το κατηγορητήριο, στην Θεσσαλονίκη την 19/06/2013, ισχυρίστηκε προφορικώς ενώπιον τρίτων για κάποιον άλλον γεγονότα που μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψή του, τα δε ανωτέρω γεγονότα ήταν ψευδή και η κατηγορουμένη τελούσε εν γνώσει της αναληθείας αυτών και συγκεκριμένα, ενώ εξεταζόταν ανωμοτί ως εκκαλούσα -κατηγορουμένη κατά τη δικάσιμο της 19ης Ιουνίου 2013, ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Θεσ-σαλονίκης, για την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης κατ' εξακολούθηση, κατόπιν της με αριθμ. ΒΜ: Α2006ΕΓΧ/649 μηνύσεως του εγκαλούντος Κ. Σ. του Ε. εναντίον της, ανέφερε μεταξύ άλλων για τον εγκαλούντα, ότι ως πληρεξούσιος δικηγόρος της Μ. Μ. (με την οποία η κατηγορουμένη είχε μακροχρόνια αντιδικία) της τηλεφωνούσε και της ζητούσε χρήματα για να κλείσει η υπόθεση υπέρ αυτής.

Οι ως άνω ισχυρισμοί που κατατέθηκαν ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Θεσσαλονίκης, των οποίων έλαβαν γνώση όχι μόνο οι Δικαστές του Δικαστηρίου αυτού, αλλά και οι λοιποί παράγοντες της δίκης (πληρεξούσιοι δικηγόροι, γραμματείς), ήταν ψευδείς και η κατηγορουμένη τελούσε εν γνώσει της αναλη-θείας αυτών, καθόσον στην πραγματικότητα ουδέποτε ο εγκαλών της είχε ζητήσει χρήματα, μπορούσαν δε τα ανωτέρω λεχθέντα να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος, καθόσον ενείχαν αμφισβήτηση της επαγγελματικής και προσωπικής του εντιμότητας και αξιοπρέπειας".

Στη συνέχεια, το παραπάνω Δικαστήριο της ουσίας, που δίκασε, όπως προεκτέθηκε, σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ένοχη την αναιρεσείουσα της αξιόποινης πράξης της συκοφαντικής δυσφήμησης, που αποτελεί αντικείμενο της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης και της επέβαλε ποινή φυλάκισης επτά (7) μηνών, ενώ ανέστειλε την εκτέλεση της ανωτέρω ποινής φυλάκισης για μία τριετία, με το ακόλουθο, κατά πιστή μεταφορα, διατακτικό:

"ΚΗΡΥΣΣΕΙ την παραπάνω κατηγορούμενη ένοχη του ότι: Στην Θεσσαλονίκη την 19/06/2013, ισχυρίστηκε προφορικώς ενώπιων τρίτων για κάποιον άλλον γεγονότα που μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του, τα δε ανωτέρω γεγονότα ήταν ψευδή και η κατηγορουμένη τελούσε εν γνώσει της αναληθείας αυτών και συγκεκριμένα, ενώ εξεταζόταν ανωμοτί ως εκκαλούσα -κατηγορουμένη κατά τη δικάσιμο της 19ης Ιουνίου 2013, ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Θεσσαλονίκης, για την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης κατ' εξακολούθηση, κατόπιν της με αριθμ. ΒΜ: Α2006ΕΓΧ/649 μηνύσεως του εγκαλούντος Κ. Σ. του Ε. εναντίον της, ανέφερε μεταξύ άλλων για τον εγκαλούντα, ότι ως πληρεξούσιος δικηγόρος της Μ. Μ. (με την οποία η κατηγορουμένη είχε μακροχρόνια αντιδικία) της τηλεφωνούσε και της ζητούσε χρήματα για να κλείσει η υπόθεση υπέρ αυτής. Οι ως άνω ισχυρισμοί που κατατέθηκαν ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Θεσσαλονίκης, των οποίων έλαβαν γνώση όχι μόνο οι Δικαστές του Δικαστηρίου αυτού, αλλά και οι λοιποί παράγοντες της δίκης (πληρεξούσιοι δικηγόροι, γραμματείς), ήταν ψευδείς και η κατηγορουμένη τελούσε εν γνώσει της αναληθείας αυτών, καθόσον στην πραγματικότητα ουδέποτε ο εγκαλών της είχε ζητήσει χρήματα, μπορούσαν δε τα ανωτέρω λεχθέντα να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος, καθόσον ενείχαν αμφισβήτηση της επαγγελματικής και προσωπικής του εντιμότητας και αξιοπρέπειας".

Με αυτά που δέχθηκε το Α' Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, κατά την παραδεκτή αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και διατακτικού, διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφασή του την απαιτούμενη από τις προαναφερθείσες, στην παραπάνω μείζονα σκέψη, διατάξεις του Συντάγματος και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα, και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, και κατά τρόπο επιτρέποντα τον αναιρετικό έλεγχο, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης κατ' εξακολούθηση, για το οποίο καταδικάσθηκε η αναιρεσείουσα, τις αποδείξεις, από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1, 14, 26, 27, 79, 98 και 362-363 του παλαιού Π.Κ., τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν τις παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, δηλαδή, με ελλιπή ή αντιφατική αιτιολογία, οπότε δεν στέρησε την απόφαση του από νόμιμη βάση.

Ειδικότερα, η προσβαλλομένη απόφαση έλαβε υπόψη της και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα που προσκομίσθηκαν στο Δικαστήριο της ουσίας, τα οποία αναφέρει κατά το είδος τους (ανωμοτί κατάθεση του υποστηρίζοντος την κατηγορία, τους μάρτυρες κατηγορίας, αναγνωσθέντα στο ακροατήριο έγγραφα, κ.λ.π.), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε κατά νόμο ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τί προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά, ούτε και να προβεί σε αξιολογική συσχέτιση των κατ' ιδίαν αποδεικτικών μέσων.

Έτσι, με σαφήνεια δέχεται η προσβαλλομένη απόφαση, ότι η αναιρεσείουσα: α) ενώ εξεταζόταν ανωμοτί ως εκκαλούσα -κατηγορουμένη κατά τη δικάσιμο της 19ης Ιουνίου 2013, ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Θεσσαλονίκης, για την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης κατ' εξακολούθηση, κατόπιν της, με αριθμ. ΒΜ: Α2006ΕΓΧ/649, μηνύσεως του εγκαλούντος Κ. Σ. του Ε. εναντίον της, ανέφερε μεταξύ άλλων για τον εγκαλούντα, ότι ως πληρεξούσιος δικηγόρος της Μ. Μ. (με την οποία η κατηγορουμένη είχε μακροχρόνια αντιδικία) της τηλεφωνούσε και της ζητούσε χρήματα για να κλείσει η υπόθεση υπέρ αυτής, β) οι ως άνω ισχυρισμοί, που κατατέθηκαν ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Θεσσαλονίκης, των οποίων έλαβαν γνώση όχι μόνον οι Δικαστές του Δικαστηρίου αυτού, αλλά και οι λοιποί παράγοντες της δίκης (πληρεξούσιοι δικηγόροι, γραμματείς), ήταν ψευδείς και η κατηγορουμένη τελούσε εν γνώσει της αναληθείας αυτών, γ) τα γεγονότα αυτά μπορούσαν να επιφέρουν μείωση της τιμής και της υπόληψης του εγκαλούντος και ήδη υποστηρίζοντος την κατηγορία, δ) αιτιολογεί τη γνώση της, αφού σύμφωνα με τις παραδοχές της απόφασης, ο σχετικός με το ψευδές γεγονός ισχυρισμός της κατηγορουμένης, θεμελιώνεται σε προσωπική πεποίθηση ή αντίληψη της ιδίας, οπότε είναι αυτονόητη η σχετική γνώση της, χωρίς να απαιτείται η παράθεση άλλων, σχετικών με τη γνώση, περιστατικών και ε) αιτιολογεί την κρίση του ως προς το προσαχθέν έγγραφο του ΟΤΕ, με το οποίο η κατηγορουμένη επιχείρησε να αποδείξει τις τηλεφωνικές συνδιαλέξεις του υποστηρίζοντος την κατηγορία προς την ίδια, αποφαινόμενο ότι οι συνδιαλέξεις αυτές δεν αποδεικνύουν οπωσδήποτε και το περιεχόμενο της τηλεφωνικής συνομιλίας μεταξύ τους, όπως θέλει να το παρουσιάσει η κατηγορούμενη - αναιρεσείουσα.

Συνεπώς, οι, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του Κ.Π.Δ., πρώτος και δεύτερος λόγοι αναίρεσης, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλομένη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για έλλειψη νόμιμης βάσης καθώς και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων 362-363 του Π.Κ., είναι αβάσιμοι και ως εκ τούτου απορριπτέοι.

Ειδικότερα απορριπτέος είναι και ο δεύτερος και τελευταίος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο η αναιρεσείουσα επικαλείται ότι στην έννοια των τρίτων δεν περιλαμβάνονται οι δικαστές, εισαγγελείς και λοιποί αρμόδιοι παράγοντες της δίκης, δεδομένου ότι και τα ως άνω πρόσωπα υπάγονται στην έννοια του τρίτου, εκτός του δυσφημουμένου προσώπου (βλ. και ΟλΑΠ 3/2021).

Τέλος οι εμπεριεχόμενες στους προεκτεθέντες λόγους αναίρεσης λοιπές αιτιάσεις περί την εκτίμηση των αποδείξεων, συνιστώσες αμφισβήτηση των, σε βάρος του αναιρεσείοντος, ουσιαστικών παραδοχών της προσβαλλόμενης καταδικαστικής απόφασης και της ορθότητας του αποδεικτικού πορίσματος της, ως αναφερόμενες σε διαφορετική αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων, απαραδέκτως προβάλλονται, δοθέντος ότι, με την επίφαση των παραπάνω αναιρετικών λόγων, πλήττουν την ανέλεγκτη αναιρετικώς, κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, περί τα πράγματα.

Κατ' ακολουθία των ανωτέρω και δεδομένου ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η, υπό κρίση αίτηση.

Σημειώνεται ότι, εφόσον εμφανίστηκε η αναιρεσείουσα, η συζήτηση της υποθέσεως έγινε έστω και χωρίς την παρουσία του υποστηρίζοντος την κατηγορία, Κ. Σ. του Ε., ο οποίος αν και κλήθηκε νόμιμα, (βλ. από 17-2-2021 αποδεικτικό επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσ/νίκης Ό. Χ.) δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο (άρθρο 515 § 2 ΚΠοινΔ).

Τέλος πρέπει να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 578 παρ. I Νέου ΚΠοινΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την, από 12-1-2021, δήλωση της Ε. Π. του Β., κατοίκου ... (οδός ...), ενώπιον του Εισαγγελέα του Αρείου Πά-γου, που επιδόθηκε σ' αυτόν στις 18-1-2021, με αριθμό πρωτοκόλλου 381, για αναίρεση της, υπ' αριθ. 5148/2020, από-φασης του Α' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης (δικάσαντος κατ' έφεση). Και

Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ορίζει σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 8 Ιουλίου 2021.

Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ και ήδη Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δη-μόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 16 Μαΐου 2022.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ