Συνθετη Αναζητηση Νομοθεσιας - Νομολογιας

Νομοθεσία

Α.Π. 657/2023 (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) ΕΜΠΡΗΣΜΟΣ ΣΕ ΔΑΣΙΚΗ ΚΑΙ ΜΗ ΕΚΤΑΣΗ ΔΙΑ ΠΑΡΑΛΕΙΨΕΩΣ – ΠΛΗΜΜΕΛΗΣ ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ

 

Α.Π. 657/2023 (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)


ΕΜΠΡΗΣΜΟΣ ΣΕ ΔΑΣΙΚΗ ΚΑΙ ΜΗ ΕΚΤΑΣΗ ΔΙΑ ΠΑΡΑΛΕΙΨΕΩΣ – ΠΛΗΜΜΕΛΗΣ ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ. - Εν προκειμένω αν και η προσβαλλομένη απέδωσε στους αναιρεσείοντες αμελή εγκληματική συμπεριφορά που συνίσταται στην παράλειψή τους να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα πυρασφάλειας στον χώρο απορρίψεως απορριμμάτων (ΧΑΔΑ) Δήμου, με αποτέλεσμα να εκδηλωθεί πυρκαγιά εντός του ΧΑΔΑ και να επεκταθεί αυτή, εν τούτοις δεν προσδιορίζει ποια συγκεκριμένα μέτρα πυρασφάλειας, τα οποία αν και όφειλαν αν παρέλειψαν οι αναιρεσείοντες να λάβουν, θα απέτρεπαν την πρόκληση της πυρκαγιάς και ποια την επέκταση αυτής, ώστε να κριθεί ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της αμελούς συμπεριφοράς (παράλειψης) αυτών και του ζημιογόνου αποτελέσματος της προκλήσεως και επεκτάσεως της πυρκαγιάς. Επιπροσθέτως, ουδόλως προσδιορίζεται στην προβαλλόμενη απόφαση η αιτία και η εστία της πυρκαγιάς, ήτοι εάν αυτή προκλήθηκε εξαιτίας αυτοανάφλεξης απορριμμάτων ή ανθρώπινης ενέργειας και δεν καθίσταται απολύτως σαφές αν η εκδηλωθείσα πυρκαγιά, η οποία επεκτάθηκε εκτός χωματερής και κατέκαψε δασικές και γεωργικές εκτάσεις, αποτελεί αναζωπύρωση της εκδηλωθείσας της ιδίας ημέρας πυρκαγιάς, ή πρόκληση νέας τέτοιας (πυρκαγιάς) δεδομένου και του μεσολαβήσαντος χρόνου των τεσσάρων τουλάχιστον ωρών. Τέλος δεν αιτιολογείται με την προσβαλλόμενη η απορρέουσα, ιδιαίτερη νομική υποχρέωση των αναιρεσειόντων για τη λήψη οποιουδήποτε μέτρου πυρασφάλειας προς αποφυγή προκλήσεως και επεκτάσεως πυρκαγιάς, με την έκθεση των πραγματικών περιστατικών που προσδιορίζουν αυτήν (ιδιαίτερη νομική υποχρέωση) και των ειδικοτέρων καθηκόντων εκάστου σε σχέση με την εν λόγω υποχρέωση μη αρκούσης προς τούτο της αναφοράς, ως προς τον 1ο κατηγορούμενο, Δήμαρχο, ότι προϊστατο του Γραφείου Πολιτικής Προστασίας ενόψει και της παραδοχής του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου περί μεταβίβασης αρμοδιοτήτων του στους αντιδημάρχους και δη στον 2ο κατηγορούμενο και ως προς τον τελευταίο, αντιδήμαρχο, της ιδιότητος του ως προϊσταμένου των τεχνικών Υπηρεσιών του Δήμου και αρμοδίου για θέματα αποκομιδής και διαχείρισης αποβλήτων. Αναιρεί 356/2022 Τριμελούς Εφετείου (Πλημ/των) Καλαμάτας - (15, 26 εδ. β', 28, 264 παρ. 2, 265 παρ. 3-1 ΠΚ.).

ΑΧ


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' Ποινικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ελένη Φραγκάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ελένη Κατσούλη, Δημήτριο Τράγκα, Ελένη Μπερτσιά και Αγάπη Τζουλιαδάκη - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημα του στις 4 Απριλίου 2023, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου Ασπρογέρακα, (κωλυομένου του Εισαγγελέως) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1. Π. Κ. του Α., κατοίκου ... που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Φώτιο Λεπίδα και 2. Ι. Α. του Α., κατοίκου ... που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Φώτιο Λεπίδα, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 356/2022 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Καλαμάτας.

Με υποστηρίζοντες την κατηγορία τον: 1. Π. Κ. του Φ. και 2. Ν. Κ. του Φ., κατοίκων ... που δεν εμφανίστηκαν.

Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Καλαμάτας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση της αποφάσεως αυτής για τους λόγους που αναφέρονται στις από 24-2-2023, με αριθμό 1/2023 και 2/2023, αντίστοιχα αιτήσεις αναίρεσης, καθώς και στους από 17-3-2023, αντίστοιχα, πρόσθετους λόγους που περιλαμβάνονται στο σχετικό δικόγραφο, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με αριθμό 212/2023.

Αφού άκουσε Τον Εισαγγελέα ο οποίος πρότεινε να απορριφθούν οι κρινόμενες αιτήσεις αναίρεσης και οι πρόσθετοι λόγοι αυτών και τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τη διάταξη του άρθρου 512 παρ. 1 εδ. γ' του ΚΠοινΔ, ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους υπόλοιπους διαδίκους με κλήση που επιδίδεται σύμφωνα με τα άρθρα 155-162 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166 στο ακροατήριο του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου, ενώ, κατά τη διάταξη της παρ. 3 εδ. α' του ίδιου άρθρου, οι διάδικοι παρίστανται στη συζήτηση με συνήγορο. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 515 παρ. 2 εδ. α' του ίδιου Κώδικα, αν εμφανισθεί ο αναιρεσείων, η συζήτηση γίνεται σαν να είναι παρόντες όλοι οι διάδικοι, ακόμη και αν κάποιος απ' αυτούς δεν εμφανίστηκε. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, αν κατά τη συζήτηση αίτησης αναίρεσης στο ακροατήριο του Αρείου Πάγου εμφανιστεί ο αναιρεσείων και δεν εμφανιστεί ο υποστηρίζων την κατηγορία, καίτοι αυτός κλητεύθηκε νόμιμα, η συζήτηση της υπόθεσης διεξάγεται σαν να ήταν όλοι οι διάδικοι παρόντες.

Στην προκείμενη περίπτωση, κατά την αναφερόμενη στο προεισαγωγικό της απόφασης αυτής δικάσιμο (4-4-2023) και κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από το οικείο έκθεμα, εμφανίστηκαν και παραστάθηκαν νόμιμα οι αναιρεσείοντες. Αντίθετα, δεν παραστάθηκαν και, συνεπώς, θεωρούνται ως δικονομικώς απόντες, οι Π. Κ. και Ν. Κ., οι οποίοι είχαν παρασταθεί ως υποστηρίζοντες την κατηγορία κατά τη δίκη ενώπιον του Δικαστηρίου της ουσίας, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, καίτοι κλητεύθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα, όπως προκύπτει από τα από 8-3-2023 τέσσερα (4) αποδεικτικά επίδοσης, που συντάχθηκαν αρμοδίως από τον Α. Κ., αρχ/κα, σύμφωνα με τα οποία επιδόθηκε στους ως άνω υποστηρίζοντες την κατηγορία δια θυροκολλήσεως και στον αντίκλητο - δικηγόρο τους στον ίδιο προσωπικά, η κλήση 212/2023 του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, προκειμένου να παραστούν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στην προαναφερόμενη δικάσιμο.

Επομένως αφού οι υποστηρίζοντες την κατηγορία δεν παραστάθηκαν, καίτοι έχουν κλητευθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, πρέπει η συζήτηση της υπόθεσης να συνεχιστεί σαν να ήταν και αυτοί παρόντες. Οι υπό κρίση από 24-2-2023, με αριθμό 1/2023 και 2/2023, αιτήσεις των: α) Π. Κ. του Α., κατοίκου ... και β) Ι. Α. του Α., κατοίκου ... για αναίρεση της απόφασης 356/2022 του Τριμελούς Εφετείου (Πλημ/των) Καλαμάτας, με την οποία οι αναιρεσείοντες κηρύχθηκαν ένοχοι για την αξιόποινη πράξη του εμπρησμού εξ αμελείας σε δασική έκταση και μη δια παραλείψεως από άτομο με ιδιαίτερη νομική υποχρέωση και τους επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης έξι (6) μηνών στον καθένα, ανασταλείσα επί τριετία δι' αμφοτέρους, ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα, περιέχουν δε λόγους αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του Κ.Π.Δ. (έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, έλλειψη νόμιμης βάσης) και συνεπώς, είναι παραδεκτές, πρέπει δε να συνεκδικαστούν λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας. Με τις ως άνω αιτήσεις αναίρεσης πρέπει να συνεκδικαστούν και οι επ' αυτών από 17-3-2023 πρόσθετοι λόγοι των αναιρεσειόντων, που κατατέθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρο 509 εδ. α' του Κ.Π.Δ.) και περιέχουν παραδεκτούς λόγους αναίρεσης επιπλέον των περιεχομένων στα κυρίως δικόγραφα και αυτόν εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ (απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο).

Κατά τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 3 του Κ.Π.Δ., απόλυτη ακυρότητα, που δημιουργεί λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ, η οποία λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάδιο της διαδικασίας, ακόμη και στον Άρειο Πάγο, επιφέρει και η παρά το νόμο παράσταση του υποστηρίζοντος την κατηγορία στη διαδικασία του ακροατηρίου. Τέτοια ακυρότητα υπάρχει όταν δεν συντρέχουν στο πρόσωπο του υποστηρίζοντος την κατηγορία οι όροι της ενεργητικής και παθητικής νομιμοποιήσεως για την άσκηση της πολιτικής αγωγής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 63 και 64 του Κ.Π.Δ. και όταν παραβιάστηκε η διαδικασία που έπρεπε να τηρηθεί σχετικά με τον τρόπο και το χρόνο ασκήσεως της υποβολής αυτής κατά το άρθρο 67 του Κ.Π.Δ. Κάθε άλλη έλλειψη ή πλημμέλεια που αφορά την παράσταση του υποστηρίζοντος την κατηγορία, δεν επιφέρει απόλυτη ακυρότητα, εφόσον οι πλημμέλειες αυτές αφορούν απλώς το συμφέρον του δικαιούχου και όχι του κατηγορουμένου ούτε πλήττουν τη δημόσια τάξη.

Τέτοια πλημμέλεια είναι και εκείνη που δημιουργείται στην περίπτωση κατά την οποία η αστική αξίωσης του υποστηρίζοντος την κατηγορία για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από το αδίκημα έχει υποπέσει στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 937 ΑΚ, όταν ο κατηγορούμενος δεν πρότεινε την ένσταση παραγραφής, αφού η εκ του λόγου τούτου απόσβεση της σχετικής αξιώσεως λαμβάνεται υπόψη και από το ποινικό δικαστήριο κατόπιν προβολής της σχετικής ενστάσεως και όχι αυτεπαγγέλτως, έστω και αν προκύπτει από το αποδεικτικό υλικό. Τούτο δε διότι το ποινικό δικαστήριο ερευνά μεν την ενεργητική νομιμοποίηση του δικαιούχου, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις, κατά το κεφάλαιο όμως της αποφάσεως με το οποίο επιλαμβάνεται της παραστάσεως του υποστηρίζοντος την κατηγορία ενεργεί ως πολιτικό δικαστήριο και δεν έχει εξουσία αυτεπάγγελτης ενεργείας, αλλά ενεργεί κατ' ένσταση του υπόχρεου.

Εφόσον όμως η ένσταση παραγραφής διατυπώνεται από τον κατηγορούμενο κατά τρόπο σαφή και ορισμένο (άρθρο 262 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), το Δικαστήριο υποχρεούται να απαντήσει επ' αυτής, αφού η τυχόν βασιμότητά της συνεπάγεται την έλλειψη ενεργητικής νομιμοποιήσεως του υποστηρίζοντος την κατηγορία και, συνακόλουθα, τη μη δυνατότητα αυτού να παρασταθεί στο ποινικό δικαστήριο προς υποστήριξη της κατηγορίας. Η ένσταση αυτή, εφόσον κατά την εκδίκαση της υποθέσεως στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο έχει υποκύψει σε παραγραφή η αξίωση του υποστηρίζοντος την κατηγορία, πρέπει να προβάλλεται κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο και πριν την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας και αν απορριφθεί να επαναφερθεί στο Εφετείο με ειδικό λόγο εφέσεως.

Και τούτο διότι, σύμφωνα με το άρθρο 502 παρ. 2 του ΚΠΔ, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έχει εξουσία να κρίνει επί εκείνων μόνον των μερών της πρωτόδικης αποφάσεως, στα οποία αναφέρονται οι λόγοι έφεσης (ΑΠ 538/2021, 288/2020, 753/2010). Εξάλλου, στο άρθρο 937 του ΑΚ ορίζεται ότι η απαίτηση από αδικοπραξία παραγράφεται μετά πενταετία, αφότου ο παθών έμαθε τη ζημία και τον υπαίτιο σε αποζημίωση...., εάν δε η αδικοπραξία αποτελεί συνάμα κολάσιμη πράξη που κατά τον ποινικό νόμο υπόκειται σε μακρότερη παραγραφή αυτή ισχύει και για την απαίτηση αποζημιώσεως.

Για τη διαπίστωση αν η ποινική παραγραφή της, καλύπτουσας την αδικοπραξία, κολάσιμης πράξης, είναι μακρότερη ή όχι της αστικής παραγραφής, θα ληφθεί υπόψη ο χαρακτηρισμός της κολάσιμης πράξης ως κακουργήματος, πλημμελήματος και η προβλεπόμενη από τον ποινικό κώδικα ή σε άλλους ποινικούς νόμους παραγραφή, όπως αυτή, ως προς τη διάρκειά της, καθορίζεται στο άρθρο 111 του ΠΚ ή άλλου ειδικού ποινικού νόμου και η οποία, προκειμένου για τα πλημμελήματα, είναι πενταετής και κατά τη διάταξη του άρθρου 17 του ΠΚ αρχίζει από τον χρόνο κατά τον οποίο ο υπαίτιος ενήργησε ή όφειλε να ενεργήσει, δηλαδή η αφετηρία της ποινικής παραγραφής μπορεί να είναι διαφορετική από εκείνη της αστικής από αδικοπραξία απαιτήσεως κατά το άρθρο 937 παρ. 1 ΑΚ.

Για τη διακρίβωση εάν, προκειμένου περί πλημμελημάτων, η ποινική παραγραφή είναι μακρότερη ή όχι σε σύγκριση με την αστική παραγραφή, δεν υπολογίζεται το οριζόμενο από την παρ. 2 του άρθρου 113 του ΠΚ μέγιστο διάστημα της τριετούς αναστολής, κατά το οποίο διαρκεί η κυρία διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση (ΟλΑΠ 21/2003). Περαιτέρω με το άρθρο 261 ΑΚ, όπως αυτό ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 101 του ν. 4139/2013 (ΦΕΚ Α' 74/20-3-2013), ορίζονται τα εξής: "Την παραγραφή διακόπτει η άσκηση της αγωγής. Η παραγραφή που διακόπηκε με τον τρόπο αυτό, αρχίζει και πάλι από την έκδοση τελεσίδικης απόφασης ή την κατ' άλλο τρόπο περάτωση της δίκης".

Στην παράγραφο 2 του ως άνω άρθρου ορίζεται ότι: "Στην περίπτωση που οι διάδικοι δεν επισπεύδουν την πρόοδο της δίκης και εφόσον δεν προβλέπεται άλλη προθεσμία για την ενέργεια διαδικαστικών πράξεων από αυτούς, η παραγραφή αρχίζει και πάλι έξι μήνες μετά την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου. Στις περιπτώσεις αυτές η παραγραφή διακόπτεται εκ νέου εφόσον κάποιος διάδικος επισπεύσει την πρόοδο της δίκης". Τέλος στην παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι "η παρούσα διάταξη εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς υποθέσεις εφόσον δεν έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση". Με τη νέα διατύπωση της παρ. 1 θεσπίζονται ταυτόχρονα η διακοπή της παραγραφής (εδάφιο 1) και μία ιδιότυπη αναστολή της παραγραφής εν επιδικία (εδάφιο 2), αφού ο χρόνος παραγραφής που διακόπτεται ("μηδενίζεται") με την άσκηση της αγωγής, "παγώνει" και δεν μετρά καθόλου μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί της αγωγής ή να περατωθεί με άλλον τρόπο η δίκη (ΑΠ 1101/2017, 1257/2016). Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 255 ΑΚ, η παραγραφή αναστέλλεται για όσο χρόνο ο δικαιούχος εμποδίστηκε από δικαιοστάσιο ή από άλλο λόγο ανώτερης βίας να ασκήσει την αξίωση του μέσα στο τελευταίο εξάμηνο του χρόνου της παραγραφής", τέλος δε, κατά τη διάταξη του άρθρου 257 ΑΚ, "Το χρονικό διάστημα της αναστολής δεν υπολογίζεται στο χρόνο της παραγραφής. Όταν πάψει η αναστολή, η παραγραφή συνεχίζεται, σε καμιά όμως περίπτωση δεν συμπληρώνεται πριν περάσουν έξι μήνες".

Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης απόφασης, των πρακτικών της πρωτοδίκου υπ' αρ. 129/2021 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημ/κείου Κυπαρισσίας και των υπ' αρ. 11 και 12/2021 εφέσεων των κατηγορουμένων κατ' αυτής, προκύπτει ότι κατά τη πρωτοβάθμια δίκη οι κατηγορούμενοι προέβαλαν αντιρρήσεις κατά της παραστάσεως των υποστηριζόντων την κατηγορία Π. και Ν. Κ., ισχυριζόμενοι ότι η αξίωσή τους για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από το αδίκημα, έχει υποπέσει στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 937 ΑΚ και ως εκ τούτου δεν νομιμοποιούνται ενεργητικά σε δήλωση παράστασης προς υποστήριξη της κατηγορίας.

Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την 129/2021 απόφασή του απέρριψε ως αβάσιμη την ανωτέρω ένσταση των κατηγορουμένων και κήρυξε αυτούς ενόχους για το αδίκημα του εμπρησμού εξ αμελείας δασικής και μη έκτασης. Κατά της αποφάσεως αυτής οι αναιρεσείοντες άσκησαν τις προαναφερόμενες εφέσεις, στις οποίες, όμως δεν περιέλαβαν ως ειδικό λόγο των εσφαλμένη απόρριψη της ως άνω ενστάσεως τους και επομένως, το σχετικό, αφορών την παράσταση των υποστηριζόντων την κατηγορία, κεφάλαιο της πρωτοδίκου αποφάσεως δεν μεταβιβάστηκε στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, το οποίο ως εκ τούτου δεν είχε εξουσία να κρίνει επί του ζητήματος αυτού.

Παρά ταύτα, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε την επαναφερθείσα προφορικώς ενώπιον του ένσταση των κατηγορουμένων περί αποβολής των υποστηριζόντων την κατηγορία (λόγω παραγραφής της εκ του άρθρου 932 ΑΚ αξιώσεως της), διαλαμβάνοντας την ακόλουθη, κατά πιστή μεταφορά, αιτιολογία: "Στην προκειμένη περίπτωση οι συνήγοροι των κατηγορουμένων προέβαλαν αντιρρήσεις για την παράσταση των πολιτικώς εναγόντων Π. Κ. και Ν. Κ. προς υποστήριξη της κατηγορίας, όπως και πρωτοδίκως, ισχυριζόμενοι ότι η σχετική αστική τους αξίωση έχει παραγραφεί διότι από τη γνώση της ζημίας και των υπόχρεων προς αποζημίωση μέχρι την άσκηση της αξιώσεώς τους για πρώτη φορά στο ακροατήριο του ποινικού δικαστηρίου στον πρώτο βαθμό, παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της πενταετίας, χωρίς να συντρέξει λόγος διακοπής ή αναστολής της παραγραφής.

Ο ανωτέρω ισχυρισμός των κατηγορουμένων περί αποβολής της πολιτικής αγωγής λόγω πενταετούς παραγραφής του σχετικού δικαιώματος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον εντός της πενταετίας από την φερομένη τέλεση της αποδιδόμενης στους κατηγορουμένους αξιόποινης πράξης ασκήθηκε ενώπιον του Μον/λους Διοικητικού Πρωτοδικείου Καλαμάτας η υπ' αριθμ. καταθ. ΑΓ191/31-12-2020 αγωγή αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης των δηλούντων παράσταση προς υποστήριξη της κατηγορίας κατά του δήμου Τριφυλίας (βλ. την υπ' αριθμ. 1324Β/31-12-2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας των Εφετείων Ναυπλίου - Καλαμάτας Π. Κ.).

Ειδικότερα την 31 η-12-2020 διεκόπη η πενταετής παραγραφή του άρθρου 937 ΑΚ εδ. α ΑΚ, η οποία είχε χρόνο αφετηρίας την 13η-6-2015, όταν οι ανωτέρω πολιτικοί ενάγοντες έλαβαν γνώση της ζημίας σε βάρος τους και τον υπόχρεο προς αποζημίωση και θα συμπληρωνόταν την 13η-6-2020, αν δεν μεσολαβούσε η αναστολή της παραγραφής το τελευταίο εξάμηνο της συμπλήρωσής της, ήτοι την 13η-3-2020 μέχρι την 31η-5-2020 δυνάμει της υπ' αρ. Δ1α/ΓΠ.οικ. 17734 Κοινής Υπουργικής Απόφασης (ΦΕΚ Β' 833/12-03-2020) και μεταγενέστερων αντίστοιχων ΚΥΑ, που παρέτειναν την αναστολή, ενώ στη συνέχεια και πριν τη συμπλήρωση του εξαμήνου του άρθρου 257 εδ. β ΑΚ, η προθεσμία παραγραφής ανεστάλη εκ νέου από την 6η-11-2020, δυνάμει της Δ1α/ΓΠ.οικ71342/6-11-2020 Κ.Υ.Α, (ΦΕΚ Β' 4.899/6-11 -2020) και μεταγενέστερων αυτής ΚΥΑ, που την παρέτειναν μετά και την 31 η-12-2020.

Συνεπώς εφόσον η ως άνω αγωγή των πολιτικών εναγόντων ασκήθηκε εντός της πενταετούς προθεσμίας παραγραφής του άρθρου 937 εδ. α ΑΚ, η παραγραφή διεκόπη κατ' άρθρο 261 ΑΚ, με αποτέλεσμα η δηλωθείσα ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου δήλωση παράστασης προς υποστήριξη κατηγορίας να μην έχει υποπέσει στην προβλεπόμενη από την ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διάταξη παραγραφή". Οι αναιρεσείοντες με τον τρίτο πρόσθετο λόγο, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ πλήττουν την προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο υποστηρίζοντας ότι έσφαλε το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε τις αντιρρήσεις τους κατά της παράστασης των υποστηριζόντων την κατηγορία, διότι οι τελευταίοι δεν νομιμοποιούντο ενεργητικά προς τούτο λόγω παραγραφής της σχετικής αστικής αξίωσής τους και ως εκ τούτου παρέστησαν παρά το νόμο κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο του.

Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, πρωτίστως διότι, εφόσον το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να ερευνήσει την εξαιτίας παραγραφής, έλλειψη ενεργητικής νομιμοποίησης των υποστηριζόντων την κατηγορία, ουδεμία ακυρότητα της διαδικασίας προκλήθηκε από την επαναληφθείσα ενώπιόν του δήλωση παράστασης προς υποστήριξη της κατηγορίας και τη συμμετοχή στη ακροαματική διαδικασία των υποστηριζόντων την κατηγορία, μη θεμελιουμένου ως εκ τούτου του σχετικού, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ, αναιρετικού λόγου. Σε κάθε, όμως, περίπτωση, με αυτά που δέχθηκε, σχετικά με την παράσταση των υποστηριζόντων την κατηγορία, το Δικαστήριο της ουσίας ορθά εφάρμοσε τις αναφερθείσες στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, διατάξεις ως προς την μη παραγραφή της αστικής αξιώσεως αυτών και την, ως εκ τούτου, ύπαρξη στο πρόσωπό τους ενεργητικής νομιμοποίησης προς υποστήριξη της κατηγορίας κατά των κατηγορουμένων.

Από το συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 264 παρ. 2 του ισχύοντος από 1-7-2019 νέου ΠΚ (ως είχε πριν την αντικατάστασή του με το άρθρο 45 του Ν. 4855/2021) και του άρθρου 28 ΠΚ προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος του εμπρησμού από αμέλεια, πρέπει να συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) πρόκληση πυρκαγιάς με οποιονδήποτε τρόπο, η οποία θεωρείται ότι υπάρχει όταν εκραγεί φωτιά σημαντικής και ασυνήθους έκτασης, που έχει τάση εξάπλωσης και δεν μπορεί να κατασβεσθεί ένστολα, β) ο δράστης να μην κατέβαλε κατ αντικειμενική κρίση την απαιτούμενη προσοχή που κάθε μέτρια συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος οφείλει να καταβάλει βάσει των νομικών κανόνων, των συνηθειών που επικρατούν και της κοινής πείρας και λογικής, γ) να είχε αυτός τη δυνατότητα, εν όψει των προσωπικών του ιδιοτήτων, των γνώσεων του, λόγω της υπηρεσίας ή του επαγγέλματος του, να προβλέψει και να αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, δ) να υπάρχει αντικειμενικά αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ενέργειας ή της παράλειψης του δράστη και του επελθόντος αποτελέσματος και ε) από την προξενηθείσα πυρκαγιά να προκλήθηκε κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα ή κίνδυνος για άνθρωπο. Όταν η αμέλεια δεν συνίσταται σε ορισμένη ενέργεια ή παράλειψη, αλλά αποτελεί σύνολο συμπεριφοράς, που προηγήθηκε του αποτελέσματος, τότε για τον κατ' αυτό τον τρόπο τελούμενο εμπρησμό από αμέλεια, ο οποίος τελείται με παράλειψη, απαιτείται η συνδρομή όχι μόνο των όρων του άρθρου 28 του ΠΚ, αλλά και του άρθρου 15 του ίδιου Κώδικα. Κατά το τελευταίο αυτό άρθρο, όταν ο νόμος για την ύπαρξη αξιόποινης πράξης απαιτεί την επέλευση ορισμένου αποτελέσματος, η μη αποτροπή αυτού τιμωρείται όπως η πρόκλησή του με ενέργεια, εάν ο υπαίτιος της παράλειψης είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος.

Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι αναγκαία προϋπόθεση της εφαρμογής της, είναι η ύπαρξη νομικής υποχρέωσης του υπαιτίου για ενέργεια που τείνει στην παρεμπόδιση του αποτελέσματος, η επέλευση του οποίου επισύρει ορισμένη ποινή. Η ύπαρξη τέτοιας ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης σε έγκλημα που τελείται με παράλειψη, μπορεί να πηγάζει είτε από ρητή διάταξη του νόμου ή από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων, που συνδέονται με ορισμένη έννομη σχέση του υπόχρεου, είτε από σύμβαση, είτε από ορισμένη συμπεριφορά του υπαιτίου από την οποία δημιουργήθηκε ο κίνδυνος του εγκληματικού αποτελέσματος και πρέπει να αναγράφεται και να αιτιολογείται στην απόφαση, επιπρόσθετα δε να προσδιορίζεται ο επιτακτικός κανόνας δικαίου από τον οποίο πηγάζει η υποχρέωση αυτή (ΑΠ 141/2020).

Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 265 παρ. 3-1 ΠΚ (και ήδη 265 παρ. 2-1 μετά την αντικατάσταση του εν λόγω άρθρου με το άρθρο 46 Ν. 4855/2021) και του άρθρου 28 ιδίου κώδικα, προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος του εμπρησμού εξ αμελείας σε δάσος ή δασική έκταση, απαιτείται, επιπλέον των προαναφερόμενων προϋποθέσεων για το κοινό εξ αμελείας εμπρησμό, η πρόκληση πυρκαγιάς (κατά την έννοια του άρθρου 264) σε δάσος ή δασική έκταση κατά την έννοια του άρθρου 3 Ν. 998/1979 "περί προστασίας δασών κ.λ.π.".

Εξάλλου, καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης από το όρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 οτοιχ. Ε'του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως.

Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση.

Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης του 356/2022, το Τριμελές Εφετείο (Πλημ/των) Καλαμάτας, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, μετά από συνεκτίμηση των προσδιοριζομένων κατ' είδος στο προοίμιο αυτού (σκεπτικού) αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε κατά τη γνώμη της πλειοψηφίας των μελών του, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη, περί τα πράγματα, κρίση του, ότι αποδείχθηκαν ακόλουθα: "οι κατηγορούμενοι τέλεσαν την πράξη για την οποία κατηγορούνται. Ειδικότερα ο πρώτος κατηγορούμενος με την ιδιότητα του Δημάρχου του Δήμου Τριφυλίας και ο δεύτερος κατηγορούμενος με την ιδιότητα του Αντιδημάρχου του ανωτέρω Δήμου και αρμόδιου εκτός των άλλων κατά τόπο της δημοτικής ενότητας Γαργαλιάνων του δήμου Τριφυλίας για θέματα καθαριότητας όλων των κοινόχρηστων χώρων, της αποκομιδής και διαχείρισης των αποβλήτων και της εποπτείας του προσωπικού που παρέχει υπηρεσίες εντός της ως άνω δ.ε. στα ανωτέρω αντικείμενα (βλ. την υπ' αριθμ. 482/15-9-2014 απόφαση του πρώτου κατηγορούμενου - Δημάρχου για ορισμό Αντιδημάρχων και μεταβίβαση αρμοδιοτήτων του), την 13η-6-2015 και περί ώρα 9.30 π.μ. έως 13.00 μ.μ. στην περιοχή "... από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλαν κατά τις περιστάσεις και μπορούσαν να καταβάλουν λόγω και των ανωτέρω ιδιοτήτων τους, δεν προέβλεψαν το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η παράλειψή τους να λάβουν όλα τα απαραίτητα και ενδεικνυόμενα μέτρα ασφαλείας, τα οποία θα εκτεθούν κατωτέρω, στον χώρο απόρριψης απορριμμάτων (ΧΑΔΑ) στην ως άνω περιοχή για την προστασία των παρακείμενων αγροτικών και δασικών εκτάσεων από την πυρκαγιά, με αποτέλεσμα να αναφλεγούν τα απορρίμματα και να αρχίσουν να καίγονται, ακολούθως δε δεν εμπόδισαν την επέκταση της ήδη εκδηλωθείσας πυρκαγιάς, η οποία αφού έκαψε μεγάλο μέρος απορριμμάτων επεκτάθηκε στη συνέχεια σε παρακείμενη δασική έκταση καίγοντας 180 στρέμματα περίπου δασικού όγκου από πουρνάρια, κουμαριές και λοιπούς θάμνους χαμηλής βλάστησης και περίπου 70 στρέμματα ελαιοπερίβολα.

Συγκεκριμένα αποδείχθηκε ότι οι κατηγορούμενοι, οι οποίοι με την ιδιότητα του Δημάρχου του δήμου Τριφυλλίας ο πρώτος εξ αυτών και του Αντιδημάρχου αρμόδιου εκτός των άλλων κατά τόπο της δημοτικής ενότητας Γαργαλιάνων του δήμου Τριφυλίας ο δεύτερος εξ αυτών, αν και είχαν ιδιαίτερη νομική υποχρέωση που πήγαζε από τα άρθρα 58, 59 του ν. 3852/2010, 13 του ν. 3013/2002 σε συνδυασμό με την ανωτέρω υπ' αριθμ. 482/2014 Απόφαση του πρώτου κατηγορούμενου Δημάρχου Τριφυλίας περί εκχώρησης αρμοδιοτήτων στους Αντιδημάρχους (άρθρο 1 περ. Α' α και β), αλλά και από την προηγηθείσα συμπεριφορά τους λόγω των κάτωθι παραλείψεων τους και συγκεκριμένα αν και όφειλαν να διατηρούν τον χώρο πέριξ του ανωτέρω ΧΑΔΑ καθαρό από ξερά χόρτα και άλλα εύφλεκτα αντικείμενα, να έχουν δημιουργήσει και να διατηρούν ικανή περιμετρική ζώνη, να διαθέτουν ικανά μέσα πυρόσβεσης για την περίπτωση εκδήλωσης πυρκαγιάς, να έχουν κατασκευάσει και να διατηρούν περίφραξη και σήμανση (πινακίδες) και ιδίως, να διαθέτουν προσωπικό του Δήμου για την επίβλεψη του συγκεκριμένου χώρου του ΧΑΔΑ, κυρίως κατά τις θερμές ώρες της ημέρας, εντούτοις καμία εκ των υποχρεώσεών τους αυτών δεν είχαν εκπληρώσει.

Συνεπώς αποδεικνύεται ότι υπήρξαν σοβαρές παραλείψεις των υπευθύνων κατηγορουμένων ως προς την αντιπυρική προστασία της ΧΑΔΑ, οι οποίες συνέτειναν αιτιωδώς στο ζημιογόνο αποτέλεσμα της καύσης μεγάλης δασικής και καλλιεργούμενης έκτασης, το οποίο θα αποτρέπονταν αν δεν μεσολαβούσαν οι παραλείψεις αυτές. Η κρίση του Δικαστηρίου ενισχύεται και από τα αναφερόμενα στην από 13-6-2015 έκθεση απλής αυτοψίας, που διενεργήθηκε στον επίδικο ΧΑΛΑ, στην οποία βεβαιώνεται ότι, μετά την αρχική εκδήλωση της πρωινής πυρκαγιάς περί ώρα 9.30 π.μ. και κατά την άφιξη των πυροσβεστών, υπήρχαν αναδυόμενοι καπνοί στο κέντρο της χωματερής σε έκταση περίπου 30 τ.μ. και δεν ήταν δυνατή η πλήρης κατάσβεση των απορριμμάτων με χρήση νερού, λόγω του όγκου τους και της φύσης τους, εκ των οποίων συνάγεται ότι ήταν όχι απλώς αναγκαία, αλλά επιτακτική η συνεχής επίβλεψη της φωτιάς από υπάλληλο του Δήμου, προκειμένου να αποτραπεί το ενδεχόμενο ξαφνικής αναζωπύρωσής της, όπως και συνέβη.

Επίσης αναφέρεται ότι το πυροσβεστικό κλιμάκιο αποχώρησε από τον χώρο του ΧΑΔΑ (επί του οποίου δεν είχε αρμοδιότητα να επιχειρεί και να παραμένει χωρίς να υπάρχει ενεργή εστία φωτιάς) μόνο όταν κατέφθασε υδροφόρα του Δήμου Τριφυλίας και αφού προηγουμένως υπήρξε διαβεβαίωση των πυροσβεστών ότι ο Κ. Μ. (δεύτερος μάρτυρας), υπάλληλος του Δήμου, που βρισκόταν εκεί, θα παρέμενε στο χώρο για παρακολούθηση του συμβάντος και ότι θα ακολουθούσε και χωματουργικό μηχάνημα για επιχωμάτωση των απορριμμάτων.

Περαιτέρω ο δεύτερος κατηγορούμενος, ο οποίος, όπως προαναφέρθηκε, ήταν κατά τόπο αρμόδιος για την εποπτεία του προσωπικού του Δήμου Τριφυλίας, που θα οριζόταν να παρέχει τις υπηρεσίες του εντός της δημοτικής ενότητας Γαργαλιάνων στο αντικείμενο, μεταξύ άλλων, της αποκομιδής και διαχείρισης των αποβλήτων, αν και κατά τις πρωινές ώρες, όπως προαναφέρθηκε είχε εκδηλωθεί μικρής έκτασης πυρκαγιά εντός του ΧΑΔΑ και είχε αυτή, μετά την επέμβαση της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, περιοριστεί σε καπνούς εντός της χωματερής, χωρίς ενεργή φλόγα, έδωσε εντολή στον ανωτέρω Κ. Μ. που είχε παραμείνει στον ΧΑΔΑ για να εποπτεύει τυχόν αναζωπύρωση της πυρκαγιάς και να ειδοποιήσει άμεσα την Πυροσβεστική καθώς και για να επιβλέπει την επιχωμάτωση των απορριμμάτων από χωματουργικό μηχάνημα εργολάβου του Δήμου, να αποχωρήσει από το σημείο, λόγω λήξης του ωραρίου εργασίας του, χωρίς να μεριμνήσει ώστε να αντικατασταθεί αυτός από έτερο υπάλληλο.

Το γεγονός δε ότι παρέμεινε στο χώρο του ΧΑΔΑ ο Κ. Μ., εργολάβος του δήμου, ο οποίος ήταν επιφορτισμένος με την επιχωμάτωση των απορριμμάτων με το μηχάνημά του, δεν μπορεί να αναπληρώσει την έλλειψη εποπτείας του ΧΑΔΑ από τον ως άνω υπάλληλο του δήμου ενόψει της αντικειμενικής αδυναμία του Κ. Μ., λόγω της εργασίας του, να παρακολουθεί την εξέλιξη του συμβάντος και να εποπτεύει ολόκληρο τον χώρο της χωματερής για αναζωπύρωση της φωτιάς ενόψει και των ισχυρών ανέμων που έπνεαν. Πολύ περισσότερο που, όπως σημειώνεται στην ως άνω έκθεση απλής αυτοψίας, λόγω της έλλειψης των προβλεπόμενων μέτρων πυρασφαλείας και του γεγονότος ότι στο βόρειο τμήμα της χωματερής υπήρχαν μεγάλες ποσότητες απορριμμάτων και ξηρών χόρτων εντός της αντιπυρικής ζώνης και εντός του δασικού όγκου υπήρχε εύκολη δίοδος για τη μετάδοση της πυρκαγιάς εκτός του ΧΑΔΑ.

Πράγματι η πυρκαγιά ανεπιτήρητη επεκτάθηκε εκτός του χώρου της ΧΑΔΑ και έλαβε ανεξέλεγκτες διαστάσεις όταν δε ενημερώθηκε εκ νέου η Πυροσβεστική Υπηρεσία περί ώρα 13.30 μ.μ. της ίδιας ημέρας, η πυρκαγιά είχε ήδη επεκταθεί εκτός του χώρου του ΧΑΔΑ και είχε καταστεί αδύνατη η έγκαιρη κατάσβεσή της με αποτέλεσμα την κατάκαυση 180 στρεμμάτων περίπου δασικού όγκου από πουρνάρια, κουμαριές και λοιπούς θάμνους χαμηλής βλάστησης και περίπου 70 στρεμμάτων ελαιοπερίβολων. Συγκεκριμένα υπέστησαν ζημιές από την πυρκαγιά 270 ελαιόδεντρα σε αγρό ιδιοκτησίας του πολιτικώς ενάγοντος Π. Κ., 340 ελαιόδεντρα σε αγρό ιδιοκτησίας του πολιτικώς ενάγοντος Ν. Κ., 140 ελαιόδεντρα σε αγρό συνιδιοκτησίας του 3ου μάρτυρα και της Μ. Κ., 50 ελαιόδεντρα σε αγρό ιδιοκτησίας του Γ. Κ. με διαχειριστή τον 4° μάρτυρα, ενώ κάηκαν ολοσχερώς 30 ελαιόδεντρα νεαρής ηλικίας σε αγρό συνιδιοκτησίας του Α. Λ. και Ι. Λ..

Με βάση τα προεκτεθέντα, οι άνω παραλείψεις των κατηγορουμένων οι οποίες συνέτειναν αιτιωδώς στο ζημιογόνο αποτέλεσμα της καύσης μεγάλης δασικής και καλλιεργούμενης έκτασης, το οποίο θα αποτρέπονταν αν δεν μεσολαβούσαν οι παραλείψεις αυτές, οφείλονται σε αμέλειά τους, καθώς δεν κατέβαλαν την αντικειμενικώς απαιτούμενη προσοχή, την οποία κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος του τομέα δραστηριότητάς τους, με την ίδια ιδιότητα, όφειλε να καταβάλει υπό τις ίδιες πραγματικές περιστάσεις, με βάση τους νομικούς κανόνες, την κοινή, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων πείρα και λογική, την οποία μπορούσαν να καταβάλουν, λόγω των προσωπικών τους ιδιοτήτων, (Δήμαρχος, Αντιδήμαρχος αντίστοιχα), γνώσεων, ικανοτήτων και επαγγελματικής κατάρτισης (γιατρός ο πρώτος και πολιτικός μηχανικός ο δεύτερος). Έτσι, από έλλειψη της προσήκουσας προσοχής δεν προέβλεψαν τα αξιόποινα αποτελέσματα που επήλθαν, τα οποία μπορούσαν να προβλέψουν και να αποφύγουν αν είχαν επιδείξει την αντικειμενικά επιβαλλόμενη επιμελή συμπεριφορά, με βάση τις άνω προσωπικές ιδιότητές τους και τις προαναφερθείσες επικρατούσες συνθήκες και δεδομένα.

Περαιτέρω ο ισχυρισμός του πρώτου κατηγορουμένου περί εκχωρήσεως της αρμοδιότητάς του για την αντιπυρική προστασία του ΧΑΔΑ σε Αντιδήμαρχο του και ειδικότερα στον Σ. Χ., Αντιδήμαρχο Πολιτικής Προστασίας, ο οποίος έχει αποβιώσει, κρίνεται απορριπτέος, με δεδομένο ότι ο Δήμαρχος προΐσταται του Γραφείου Πολιτικής Προστασίας και η πολιτική προστασία εφαρμόζεται από αυτόν (Δήμαρχο) και τον εκάστοτε προϊστάμενο των Τεχνικών Υπηρεσιών του Δήμου (2° κατηγορούμενο) και σε κάθε περίπτωση επικουρείται από τους Αντιδημάρχους του και δεν υποκαθίσταται από αυτούς στην άσκηση των καθηκόντων του.

Συνεπώς πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι οι κατηγορούμενοι, της πράξεως για την οποία κατηγορούνται και να απορριφθεί ο ισχυρισμός τους περί απαλλαγής από την ποινή κατ' άρθρο 267 του παλαιού ΠΚ λόγω της έγκαιρης εκ μέρους τους καταστολής της πυρκαγιάς άλλως λόγω ταχείας αναγγελίας της στην Πυροσβεστική, που έδωσε αφορμή για την καταστολή της, δεδομένου ότι σύμφωνα με τα ως άνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά δεν συνέτρεξε καμία περίπτωση από τις αναφερόμενες στο άρθρο αυτό, που να θεμελιώνει λόγο προσωπικής απαλλαγής τους από της ποινής. Συγκεκριμένα δεν υπήρξε καταστολή της πυρκαγιάς, καθόσον αυτή σταμάτησε μόνο αφού κατέκαυσε 180 στρέμματα δάσους και 70 στρέμματα ελαιοπερίβολων, ούτε έλαβε χώρα γρήγορη αναγγελία αυτής προς την αρμόδια Πυροσβεστική Υπηρεσία έτσι ώστε να δοθεί αφορμή για την καταστολή της εφόσον ακριβώς λόγω της καθυστέρησης στην εκ νέου ειδοποίηση της Πυροσβεστικής προκειμένου να περιορίσει άμεσα την πυρκαγιά, κατέστη δυνατή η επέκταση της εκτός του ΧΑΔΑ.

Ωστόσο, ενόψει του ότι προέκυψε πως οι κατηγορούμενοι, δια των υπαλλήλων και των μέσων που διέθετε ο Δήμος κατά τη δεδομένη χρονική στιγμή, επιχείρησαν έστω με καθυστέρηση και δη μετά τις 13.30 μ.μ. της 15ης-6-2015 να περιορίσουν την ήδη αναζωπυρωθείσα και επεκταθείσα πυρκαγιά, επιδιώκοντας κατά τον τρόπο αυτό να μειώσουν τις συνέπειες των παραλείψεών τους, πρέπει να αναγνωριστεί όπως και πρωτοδίκως στο πρόσωπό τους το ελαφρυντικό της διάταξης του άρθρου 84 παρ. 2 δ' ΠΚ". Ακολούθως, το παραπάνω δικαστήριο της ουσίας κήρυξε τους κατηγορουμένους και ήδη αναιρεσείοντες, ενόχους, κατά πλειοψηφία με την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 περ. δ' του ΠΚ, για την αξιόποινη πράξη του εμπρησμού σε δασική έκταση και μη από αμέλεια δια παραλείψεως, για την οποία τους επέβαλε ποινή φυλάκισης έξι (6) μηνών στον καθένα, ανασταλείσα επί τριετία, με το ακόλουθο διατακτικό: "

Κηρύσσει τους κατηγορούμενους ένοχους κατά πλειοψηφία του ότι: Στην περιοχή ... στις 13.6.2015 και ώρα 09.30, από αμέλειά τους, ήτοι από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλαν κατά τις περιστάσεις και μπορούσαν να καταβάλουν από αμέλειά τους προκάλεσαν πυρκαγιά σε δάσος ή δασική έκταση κατά την έννοια του νόμου. Συγκεκριμένα με παράλειψη οφειλομένης ενέργειας, αφού είχαν ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσουν την επέλευση του ανωτέρω αποτελέσματος το οποίο και τελικά δεν απέτρεψαν και πιο συγκεκριμένα από έλλειψη της προσοχής τους την οποία όφειλαν κατά τις .περιστάσεις και μπορούσαν να καταβάλουν δεν προέβλεψαν το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η παράλειψή τους. Ειδικότερα: Ο πρώτος κατηγορούμενος (Π. Κ.) ως δήμαρχος του Δήμου Τριφυλίας και ο δεύτερος (Ι. Α.) ως αντιδήμαρχος του ανωτέρω Δήμου και αρμόδιος εκτός των άλλων και για θέματα καθαριότητας και ως εκ τούτου υπεύθυνος λειτουργίας του χώρου απορρίψεως απορριμμάτων (ΧΑΔΑ) και του δημοτικού διαμερίσματος ... που βρίσκεται στη θέση "...", δεν έλαβαν όλα τα απαραίτητα και ενδεικνυόμενα μέτρα ασφαλείας στον ανωτέρω ΧΑΔΑ για την προστασία των παρακείμενων αγροτικών και δασικών εκτάσεων από την πυρκαγιά, ήτοι καθαρισμός του χώρου πέριξ του ΧΑΔΑ από τα ξερά χόρτα, ικανή περιμετρική ζώνη, μέσα πυρόσβεσης, επικάλυψη, πινακίδες, περίφραξη, επίβλεψη κατά τις θερμές ώρες και ημέρες και ιδίως όταν φυσούσε άνεμος κ.λ.π., με αποτέλεσμα να αναφλεγούν τα απορρίμματα και να αρχίσουν να καίγονται.

Ακολούθως κατόπιν εντολής του Αντιδημάρχου Ι. Α. ο δημοτικός υπάλληλος του Δήμου Τριφυλίας Κ. Μ. του Δ. κάτοικος ... μετέβη με την ιδιότητα του οδηγού του πυροσβεστικού οχήματος του παραπάνω Δήμου στο σημείο της πυρκαγιάς ο οποίος ενώ διαπίστωσε ότι εντός της χωματερής υπήρχε φωτιά που κάλυπτε έκταση 15 μέτρων περίπου, δεν περίμενε στην παραπάνω θέση παρακολουθώντας την εξέλιξη της φωτιάς μέχρι να φθάσει το χωματουργικό μηχάνημα για την επιχωμάτωση των απορριμμάτων και το σβήσιμο της φωτιάς αλλά αντιθέτως αποχώρησε από το σημείο κατ' εντολή του ανωτέρω Αντιδημάρχου Ι. Α., με συνέπεια μετά την αποχώρησή του, να εκδηλωθεί στο σημείο αυτό φωτιά μεγάλης εντάσεως η οποία έλαβε διαστάσεις πυρκαγιάς η οποία λόγω της έντασης και της έκτασης επεκτάθηκε αρχικά σε μεγάλο μέρος της χωματερής καίγοντας μεγάλο μέρος απορριμμάτων και στη συνέχεια σε δασική έκταση καίγοντας 180 στρέμματα περίπου δασικού όγκου από πουρνάρια, κουμαριές και λοιπούς θάμνους χαμηλής βλάστησης και περί τα 70 στρέμματα ελαιοπερίβολα. Ήτοι στο ελαιοπερίβολο που ανήκει στον Π. Κ. του Φ. υπέστησαν ζημιές από την πυρκαγιά 270 ελαιόδεντρα, στο ελαιοπερίβολο που ανήκει στον Ν. Κ. του Φ. υπέστησαν ζημιές από την πυρκαγιά 340 ελαιόδεντρα, στο ελαιοπερίβολο συνιδιοκτησίας του Κ. Α. και της Κ. r Μ. του Α. υπέστησαν ζημιές από την πυρκαγιά περίπου 140 ελαιόδεντρα, στο ελαιοπερίβολο του Γ. Κ. του Α. με πλήρη διαχειριστή τον Κ. Κ. του Σ. υπέστησαν ζημίες από την πυρκαγιά 50 ελαιόδεντρα περίπου και στο ελαιοπερίβολο συνιδιοκτησίας του Λ. Α. του Σ. και του Λ. Ι. του Σ. κάηκαν ολοσχερώς 30 ελαιόδεντρα νεαρής ηλικίας. Λόγω της έντασης και της έκτασης της ανωτέρω πυρκαγιάς υπήρχε δυνατότητα περαιτέρω επέκτασής της και ως εκ τούτου προέκυψε κοινός κίνδυνος και για άλλο απροσδιόριστο αριθμό ξένων πραγμάτων (κυρίως σε παρακείμενες αγροτικές και δασικές εκτάσεις της περιοχής".

Με τις παραδοχές αυτές, οι οποίες διαλαμβάνονται στο σκεπτικό, σε συνδυασμό με όσα αναφέρονται στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, που παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται, το Δικαστήριο της ουσίας δεν διέλαβε στην εν λόγω απόφασή του την απαιτούμενη από τις προαναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ενώ παράλληλα στέρησε αυτή νόμιμης βάσης, αφού υπάρχουν σ' αυτή ασάφειες, ελλείψεις και αντιφάσεις, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή μη εφαρμογή των προαναφερθεισών ουσιαστικών ποινικών διατάξεων.

Ειδικότερα και σε σχέση με τις αιτιάσεις των αναιρεσειόντων: Α) αν και η αποδοθείσα στους κατηγορουμένους αμελής εγκληματική συμπεριφορά συνίσταται στην παράλειψή τους να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα πυρασφάλειας στον χώρο απορρίψεως απορριμμάτων (ΧΑΔΑ) του Δήμου ……, με αποτέλεσμα α) να εκδηλωθεί πυρκαγιά εντός του ως άνω ΧΑΔΑ στις 9.30 της 13-6-2015 και β) να επεκταθεί αυτή, κατόπιν αναζωπύρωσής της, στις 13.30 της ιδίας ημέρας σε παρακείμενες δασικές και γεωργικές εκτάσεις, καίγοντας 180 στρέμματα δασικού όγκου και 70 στρέμματα ελαιοπερίβολων, εν τούτοις δεν προσδιορίζεται ποια συγκεκριμένα μέτρα πυρασφάλειας, εκ των πολλών και γενικώς αναφερομένων στην προσβαλλόμενη απόφαση, τα οποία αν και όφειλαν αν παρέλειψαν οι κατηγορούμενοι να λάβουν, θα απέτρεπαν την πρόκληση της πυρκαγιάς και ποια την επέκταση αυτής, ώστε να κριθεί ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ανωτέρω αμελούς συμπεριφοράς (παράλειψης) αυτών και του ζημιογόνου αποτελέσματος της προκλήσεως και επεκτάσεως της πυρκαγιάς.

Β) Συναφώς προς τα ανωτέρω ουδόλως προσδιορίζεται στην προβαλλόμενη απόφαση η αιτία και η εστία της πυρκαγιάς, ήτοι εάν αυτή προκλήθηκε εξαιτίας αυτοανάφλεξης απορριμμάτων ή ανθρώπινης ενέργειας. Ο προσδιορισμός της αιτίας της πυρκαγιάς ήταν επιβεβλημένος μεταξύ άλλων και εν όψει του αρνητικού, πλην όμως ουσιώδους για την κατάφαση της ενοχής των, ισχυρισμού των κατηγορουμένων ότι η πυρκαγιά προκλήθηκε με πρόθεση από άγνωστα άτομα, αλλά και του παραδεκτώς επισκοπούμενου περιεχομένου της αναγνωσθείσης από 13-6-2015 εκθέσεως αυτοψίας της επιληφθείσης πυροσβεστικής Υπηρεσίας στην οποία αναφέρεται ότι: "Η πυρκαγιά οφείλεται σε εμπρησμό από πρόθεση, αγνώστου - ων, μέχρι στιγμής ατόμου - ων και τέθηκε με την χρήση γυμνής φλόγας (σπίρτα - αναπτήρα), έβαλε - αν φωτιά στα απορρίμματα".

Γ) από τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης ότι "δεν ήταν δυνατή η πλήρης κατάσβεση των απορριμμάτων" και ότι "το πυροσβεστικό κλιμάκιο αποχώρησε - χωρίς να υπάρχει ενεργής εστία φωτιάς" (σελ. 48) δεν καθίσταται απολύτως σαφές αν η εκδηλωθείσα στις 13.30 της 13-6-2015 πυρκαγιά, η οποία επεκτάθηκε εκτός χωματερής και κατέκαψε δασικές και γεωργικές εκτάσεις, αποτελεί αναζωπύρωση της εκδηλωθείσας στις 9.30 της ιδίας ημέρας πυρκαγιάς, ή πρόκληση νέας τέτοιας (πυρκαγιάς) δεδομένου και του μεσολαβήσαντος χρόνου των τεσσάρων τουλάχιστον ωρών και

Δ) Δεν αιτιολογείται η απορρέουσα, από τις διαλαμβανόμενες στην προσβαλλόμενη απόφαση νομικές διατάξεις, ιδιαίτερη νομική υποχρέωση των κατηγορουμένων για τη λήψη οποιουδήποτε μέτρου πυρασφάλειας προς αποφυγή προκλήσεως και επεκτάσεως πυρκαγιάς, με την έκθεση των πραγματικών περιστατικών που προσδιορίζουν αυτήν (ιδιαίτερη νομική υποχρέωση) και των ειδικοτέρων καθηκόντων εκάστου σε σχέση με την ως άνω υποχρέωση μη αρκούσης προς τούτο της αναφοράς, ως προς τον 1ο κατηγορούμενο, Δήμαρχο, ότι προϊστατο του Γραφείου Πολιτικής Προστασίας ενόψει και της παραδοχής του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου περί μεταβίβασης αρμοδιοτήτων του στους αντιδημάρχους και δη στον 2ο κατηγορούμενο και ως προς τον τελευταίο, αντιδήμαρχο Γαργαλιάνων, της ιδιότητος του ως προϊσταμένου των τεχνικών Υπηρεσιών του Δήμου και αρμοδίου για θέματα αποκομιδής και διαχείρισης αποβλήτων.

Οι προαναφερόμενες ελλείψεις και ασάφειες της προσβαλλόμενης απόφασης, ως προς τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος του εμπρησμού σε δασική και μη έκταση από αμέλεια διά παραλείψεως, για το οποίο καταδικάστηκαν οι αναιρεσείοντες, καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 15, 26 εδ. β', 28, 264 παρ. 2, 265 παρ. 3-1 ΠΚ.

Κατ' ακολουθίαν, οι υπό κρίση σχετικές αναιρετικές αιτιάσεις αμφοτέρων των αναιρεσειόντων, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του Κ.Π.Δ., με τις οποίες πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για έλλειψη νόμιμης βάσης, είναι βάσιμες, γι' αυτό και πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση στο σύνολό της και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί την απόφαση 356/2022 του Τριμελούς Εφετείου (Πλημ/των) Καλαμάτας.

Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 25 Απριλίου 2023.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 28 Απριλίου 2023.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ             Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ