Α.Π. 801/2023 (Δ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
ΘΑΝΑΤΗΦΟΡΟ ΤΡΟΧΑΙΟ ΑΤΥΧΗΜΑ – ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΦΟΡΤΗΓΟΥ ΜΕ ΜΟΤΟΣΥΚΛΕΤΑ – ΑΠΟΦΑΤΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΠΕΡΙ ΥΠΑΡΞΗΣ ΑΙΤΙΩΔΟΥΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΥ ΜΕΤΑΞΥ ΔΙΑΠΙΣΤΩΜΕΝΗΣ "ΜΕΘΗΣ" ΚΑΙ ‘‘ΧΡΗΣΗΣ ΤΟΞΙΚΩΝ ΟΥΣΙΩΝ'' ΟΔΗΓΟΥ ΖΗΜΙΟΓΟΝΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ ΚΑΙ ΠΡΟΚΛΗΣΗΣ ΕΝΔΙΚΟΥ ΑΤΥΧΗΜΑΤΟΣ. - Μόνη η διαπίστωση της οδήγησης υπό την επίδραση οινοπνεύματος, πέρα του επιτρεπόμενου ορίου ή χρήσης απαγορευμένης ουσίας (στο νόμο δεν αναφέρονται όρια τοξικών ουσιών, πέραν των οποίων ο ελεγχόμενος οδηγός θεωρείται ότι βρίσκεται υπό την επίδραση αυτών και δεν είναι ικανός προς ασφαλή οδήγηση), δεν αρκεί για την κατάφαση της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παράβασης αυτής και του ατυχήματος και, συνακόλουθα, για την παραδοχή ότι υπάρχει εξαίρεση από την ευθύνη του ασφαλιστή, αλλά απαιτείται και η συνδρομή αιτιώδους συνάφειας. Εν προκειμένω, ο αναιρεσίβλητος, που κρίθηκε συνυπαίτιος (60%) της πρόκλησης του ατυχήματος τελούσε υπό την επήρεια μέθης [βρέθηκε να έχει καταναλώσει αλκοόλ, το οποίο μετρήθηκε με χρήση συσκευής αλκοολόμετρου σε 0,23 χιλιοστά του γραμμαρίου ανά λίτρο εκπνεόμενου αέρα κατά την πρώτη μέτρηση και σε 0,17 χιλιοστά του γραμμαρίου ανά λίτρο εκπνεόμενου αέρα κατά τη δεύτερη, ενώ έγινε και λήψη αίματος και ούρων για εργαστηριακή εξέταση κατά την οποία (εξέταση αίματος) δεν ανιχνεύθηκε οινόπνευμα] και τοξικών ουσιών [ανιχνεύθηκε η παρουσία Δ9 τετραϋδροκανναβινόλης και 11 nor Δ9-ΤΗC-9- καρβοξυλικού οξέως (υπάγονται στην κατηγορία των ψευδαισθησιογόνων-παραισθησιογόνων)], κατά την οδήγηση του με φορτηγό, βάρους άνω των 3,5 τόνων, έβαινε με καλές καιρικές συνθήκες σε αγροτική περιοχή, με αραιή κυκλοφορία και σε αγροτική οδό, επί της οποίας υπήρχε σήμανση υποχρεωτικής διακοπής της πορείας Ρ2 (STOP), η ορατότητα της οποίας περιοριζόταν από την ύπαρξη δένδρων, δεν ακινητοποίησε το όχημα του προκειμένου να ελέγξει την επί έτερης επαρχιακής οδού κίνηση των οχημάτων και να παραχωρήσει στην προκειμένη περίπτωση την προτεραιότητα σε μοτοσικλέτα, που τη στιγμή εκείνη προσέγγιζε τη διασταύρωση, αλλά συνέχισε την πορεία του και εισήλθε εντός αυτής, φράσσοντας με τον τρόπο αυτό την πορεία της μοτοσικλέτας. Ο οδηγός της μοτοσικλέτας φρέναρε απότομα, διανύοντας 28,50 μ. οπότε απώλεσε την ισορροπία του (ελλείψει και συστήματος αντιμπλοκαρίσματος) και αφού διένυσε, ο οδηγός μαζί με τη μοτοσικλέτα ακόμα 13,20 μέτρα, επέπεσε στο πίσω μέρος του φορτηγού, στο μέσο του ρεύματος κυκλοφορίας της μοτοσικλέτας και εντός της διασταύρωσης. Ο οδηγός της μοτοσικλέτας εκσφενδονίσθηκε από το σημείο της πρόσκρουσης και βρέθηκε σε απόσταση 6,30 μ. από το σημείο της σύγκρουσης. Αποτέλεσμα της σύγκρουσης ήταν να τραυματισθεί θανάσιμα ο οδηγός της μοτοσικλέτας, ο οποίος δεν φορούσε κράνος. Ανυπαρξία αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της μέθης και της χρήσης απαγορευμένων ουσιών του οδηγού-αναιρεσιβλήτου και της επίδρασης αυτής στην οδηγική συμπεριφορά του και στην πρόκληση του ατυχήματος. Ορθά και αιτιολογημένα τα προαναφερόμενα πραγματικά περιστατικά αξιολογήθηκαν από το δικαστήριο ως ικανά να θεμελιώσουν αμελή οδηγική συμπεριφορά του πιο πάνω οδηγού και, ως εκ τούτου, άλλωστε, αυτός κρίθηκε συνυπαίτιος για την πρόκληση της σύγκρουσης, όχι όμως και ικανά να θεμελιώσουν αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της οδήγησης αυτού υπό την επήρεια οινοπνεύματος και τοξικών ουσιών και του αποτελέσματος που επήλθε (πρόκληση του ατυχήματος και των συνεπειών του), το οποίο, υπό τις παραπάνω περιστάσεις θα είχε συμβεί, έστω και αν ο συγκεκριμένος οδηγός τελούσε σε κατάσταση νηφαλιότητας (χωρίς την επίδραση οινοπνεύματος και τοξικών ουσιών). Απορρίπτει αναίρεση - (4 παρ.3, 12 παρ. 1, 26 παρ. 4, 42 ν. 2696/1999, 6β παρ.1 περ. β΄ ν. 489/1976, Κ.Υ.Α. 43500/5691/2002).
ΑΧ
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μυρσίνη Παπαχίου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αικατερίνη Βλάχου, Γεωργία Κατσιμαγκλή, Ασπασία Μεσσηνιάτη - Γρυπάρη και Σωκράτη Πλαστήρα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 4 Νοεμβρίου 2022, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης ασφαλιστικής και αντασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία "Υ. Α.», που εδρεύει στην …… και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Τσούτσο με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Του αναιρεσιβλήτου: Γ. Κ. του Θ., κατοίκου ..., ο οποίος δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από 16-5-2011 και 28-11-2011 αγωγές προσώπων, μη διαδίκων στην παρούσα δίκη, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αμαλιάδος και συνεκδικάστηκαν με τις από 20-1-2012 και 3-4-2012 ανακοινώσεις δίκης - προσεπικλήσεις σε παρέμβαση - παρεμπίπτουσες (εξ αναγωγής) αγωγές της ήδη αναιρεσείουσας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 64/2013, όπως αυτή διορθώθηκε με την 76/2013, οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 195/2016 του Μονομελούς Εφετείου Πατρών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 31-10-2018 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, με Εισηγητή τον Αρεοπαγίτη Σωκράτη Πλαστήρα, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκε μόνο η αναιρεσείουσα όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 576 παρ. 2 του ΚΠολΔ, αν κατά τη συζήτηση της αναιρέσεως δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί, αλλά δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, κάποιος από τους διαδίκους, ο Άρειος Πάγος ερευνά αυτεπαγγέλτως αν ο απολειπόμενος διάδικος επέσπευσε εγκύρως τη συζήτηση, οπότε συζητεί την υπόθεση σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι, ή, αν τη συζήτηση επέσπευσε ο αντίδικος του απολειπόμενου διαδίκου, οπότε εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα. Αν η κλήση για συζήτηση δεν επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα ο Άρειος Πάγος κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση και η υπόθεση επαναφέρεται για συζήτηση με νέα κλήτευση. Στην αντίθετη περίπτωσή προχωρεί στην συζήτηση παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί.
Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 226 παρ. 4 εδ. β` και γ` του ΚΠολΔ, η οποία, κατ` άρθρο 575 εδ. β` του ίδιου Κώδικα, εφαρμόζεται και στην αναιρετική δίκη, αν η συζήτηση αναβληθεί ο γραμματέας είναι υποχρεωμένος αμέσως μετά το τέλος της συνεδρίασης να μεταφέρει την υπόθεση στη σειρά των υποθέσεων που πρέπει να συζητηθούν κατά τη δικάσιμο που ορίστηκε. Κλήση του διαδίκου για εμφάνιση στη δικάσιμο αυτή δεν χρειάζεται και η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Κατά την έννοια της τελευταίας διάταξης η αναβολή της υπόθεσης και η εγγραφή αυτής στο πινάκιο του δικαστηρίου για την μετ` αναβολή δικάσιμο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων και επομένως δεν χρειάζεται νέα κλήτευση για τη μετ` αναβολή δικάσιμο του απολειπόμενου διαδίκου, όταν ο τελευταίος είχε νομίμως κλητευθεί να παραστεί κατά τη δικάσιμο κατά την οποία αναβλήθηκε η υπόθεση ή είχε παραστεί νομίμως κατά τη δικάσιμο αυτή (ΑΠ 3/2021, ΑΠ 805/2019).
Στην ερευνώμενη υπόθεση, από την με αριθμ. …/8-11-2021 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Πατρών Μ. Π., που προσκομίζει η αναιρεσείουσα ασφαλιστική εταιρία, η οποία επισπεύδει τη συζήτηση της υπόθεσης, προκύπτει ότι, ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της από 31-10-2018 (αριθμ. εκθ. καταθ. ..1-11-2018) αιτήσεως αναιρέσεως, με την κάτω από αυτήν πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την δικάσιμο της 28-1-2022, επιδόθηκε, νομότυπα και εμπρόθεσμα, στον εναγόμενο. Η συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως, κατά την προαναφερόμενη δικάσιμο, ματαιώθηκε "λόγω των αιφνιδίων και εκτάκτων καιρικών φαινομένων της 27 και 28-1-2022», σύμφωνα με την με αριθμ. 4035/26-1-2022 απόφαση [ΦΕΚ Β’190/26-1-2022]του Υπουργού Δικαιοσύνης περί αναστολής λειτουργίας Δικαστηρίων και Εισαγγελιών της Περιφέρειας Αττικής και Κρήτης και επαναπροσδιορίστηκε, αυτεπαγγέλτως, για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο [4-11-2022], με πράξη της Προέδρου του Δ' Πολιτικού Τμήματος και γράφτηκε στο οικείο πινάκιο με αριθμό 41.
Κατά συνέπεια, αφού ο ως άνω αναιρεσίβλητος δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο κατά την παρούσα δικάσιμο, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε με την σειρά της από το οικείο πινάκιο, ούτε κατέθεσε έγγραφη δήλωση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ., που εφαρμόζεται, κατά την διάταξη του άρθρου 573 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα και στην διαδικασία της αναιρετικής δίκης και εφ' όσον για τη σημερινή δικάσιμο δεν ήταν απαραίτητη η ιδιαίτερη κλήτευσή του, δεδομένου ότι η εγγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο έγινε από το γραμματέα και ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων, κατ' άρθρο 226 παρ. 4 εδ. β` και γ`του ΚΠολΔ, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση παρά την απουσία του (άρθρο 576 παρ. 2 του ΚΠολΔ). Με την από 31-10-2018 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η εκδοθείσα κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητο και τη σύμβαση ασφαλίσεώς του (άρθρο 681Α'ΚΠολΔ) με αριθμ. 195/2016 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πατρών. Η εν λόγω αίτηση αναίρεσης έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα. Επομένως, είναι παραδεκτή (άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 1, 577 παρ. 1 του ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων αυτής (άρθρ. 577 παρ. 3 του ΚΠολΔ).
Από την παραδεκτή επισκόπηση (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) των διαδικαστικών εγγράφων προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη, με την υπό κρίση αίτηση αναίρεσης, απόφαση, είναι αποτέλεσμα της ακόλουθης διαδικαστικής διαδρομής: Οι συγγενείς του Θ. Ρ., απευθυνόμενοι στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αμαλιάδας, άσκησαν τις με αριθμούς καταθέσεως ../2011 και ../2012 αγωγές αποζημίωσης από αυτοκινητικό ατύχημα εναντίον της ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία "Υ. Α." και εναντίον του Γ. Κ., με τις οποίες ζητούσαν την καταβολή αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ψυχικής οδύνης, για τον θανάσιμο τραυματισμό του ως άνω συγγενούς τους στο αυτοκινητικό ατύχημα, που συνέβη στις 7-8-2010, στην επαρχιακή οδό Μάχου Βαρθολομιού, όταν το με αριθμό κυκλοφορίας ... φορτηγό αυτοκίνητο, βάρους άνω των 3,5 τόνων, οδηγούμενο από τον Γ. Κ. και ασφαλισμένο, για τις προς τρίτους ζημίες, στην ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία "Υ. Α.», κινούμενο στη χωμάτινη αγροτική οδό Νεοχωρίου-Μάχου, παραβίασε την απαγορευτική πινακίδα υποχρεωτικής διακοπής της πορείας STOP και εισήλθε στην επαρχιακή οδό Μάχου-Βαρθολομιού, στην οποία κινείτο ο Θ. Ρ., οδηγώντας την με αριθμ. κυκλοφορίας ... μοτοσικλέτα του, με αποτέλεσμα τη σύγκρουση των οχημάτων και τον θανάσιμο τραυματισμό του οδηγού της μοτοσικλέτας.
Οι παραπάνω αγωγές συνεκδικάσθηκαν με τις, από 20-1-2012 (αριθμ. καταθ. 164/ΕΜ/20/2012) και από 3-4-2012 (αριθμ. καταθ. 467/ΕΜ/68/2012), παρεμπίπτουσες αγωγές της ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία "Υ. Α.», εναντίον του ασφαλισμένου της Γ. Κ. (οι οποίες ενδιαφέρουν την παρούσα δίκη), ζητώντας να αναγνωριστεί ότι ο τελευταίος οφείλει να της καταβάλει οποιοδήποτε χρηματικό ποσό υποχρεωθεί αυτή να καταβάλει στους ενάγοντες των κύριων αγωγών, ισχυριζόμενη ότι ο ασφαλισμένος της οδηγούσε το ως άνω φορτηγό αυτοκίνητο, βάρους άνω των 3,5 τόνων, υπό την επήρεια αλκοόλ και τοξικών ουσιών, κατά παράβαση του Κ.Ο.Κ., γεγονός που συνδέεται αιτιωδώς με την πρόκληση του ατυχήματος, και επομένως, συντρέχει περίπτωση εξαίρεσης, σύμφωνα με τους όρους της μεταξύ τους συναφθείσας ασφαλιστικής σύμβασης. Επί των αγωγών αυτών εκδόθηκε η με αριθμ. 64/2013 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αμαλιάδας, η οποία δέχθηκε εν μέρει τις κύριες αγωγές (οι οποίες δεν ενδιαφέρουν την παρούσα δίκη) και απέρριψε τις παρεμπίπτουσες αγωγές της ασφαλιστικής εταιρίας.
Κατά της ως άνω απόφασης και μόνο ως προς το κεφάλαιο αυτής που αφορούσε τις παρεμπίπτουσες αγωγές, η ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία "Υ. Α." άσκησε την από 2-1-2014 (αριθμ. καταθ. 3/2014) έφεσή της, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμ. 195/2016 προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία απέρριψε κατ' ουσίαν την έφεση. Την αναίρεση της ως άνω απόφασης ζητεί, με την υπό κρίση, από 31-10-2018, αίτηση η ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία "Υ. Α.». Η παράβαση των διατάξεων του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας (ΚΟΚ) δεν θεμελιώνει αυτή καθ` εαυτήν υπαιτιότητα στην επέλευση αυτοκινητικού ατυχήματος, αποτελεί όμως στοιχείο, η στάθμιση του οποίου από το δικαστήριο της ουσίας θα κριθεί σε σχέση με την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συγκεκριμένης παράβασης και του αποτελέσματος που επήλθε.
Ειδικότερα, κατά τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 42 του ν. 2696/1999 (ΚΟΚ), όπως το άρθρο τούτο ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 43 παρ. 2 του ν. 2963/2001, "απαγορεύεται η οδήγηση κάθε οδικού οχήματος από οδηγό, ο οποίος κατά την οδήγηση του οχήματος βρίσκεται υπό την επίδραση οινοπνεύματος, τοξικών ουσιών ή φαρμάκων που σύμφωνα με τις οδηγίες χρήσης τους ενδέχεται να επηρεάζουν την ικανότητα του οδηγού. Ο ελεγχόμενος οδηγός θεωρείται ότι βρίσκεται υπό την επίδραση οινοπνεύματος όταν το ποσοστό αυτού στον οργανισμό είναι από 0,50 γραμμάρια ανά λίτρο αίματος (0,50 gr/L) και άνω, μετρούμενο με τη μέθοδο της αιμοληψίας ή από 0,25 χιλιοστά του γραμμαρίου ανά λίτρο εκπνεόμενου αέρα και άνω, όταν η μέτρηση γίνεται στον εκπνεόμενο αέρα με αντίστοιχη συσκευή αλκοολομέτρου.
Με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Υγείας και Πρόνοιας, Δημόσιας Τάξης και Μεταφορών και Επικοινωνιών, μπορεί να ορισθεί και μικρότερο ποσοστό από το αναφερόμενο στο προηγούμενο εδάφιο, να καθοριστούν ειδικές κατηγορίες οδηγών με μικρότερα ποσοστά, προσαρμοζόμενων αναλόγως και των ορίων της παραγράφου 7, να εξειδικεύονται τα όρια τοξικών ουσιών ή φαρμάκων της παρούσας παραγράφου, που ενδέχεται να επηρεάζουν την ικανότητα του οδηγού και να καθορίζονται οι επιστημονικοί τρόποι και η διαδικασία διαπίστωσης της χρήσης οινοπνεύματος, τοξικών ουσιών ή φαρμάκων κατά τις παραγράφους του παρόντος άρθρου, καθώς και κάθε σχετική λεπτομέρεια «. Ήδη, με το άρθρο 1 της με αριθμ. 2500/15/135-ι`/2011(ΦΕΚ Β` 2077/19-9-2011) Κ.Υ.Α. των Υπουργών Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων - Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Προστασίας του Πολίτη "Διαπίστωση χρήσης οινοπνεύματος, τοξικών ουσιών και φαρμάκων από οδηγούς και πεζούς σε τροχαία ατυχήματα», που εκδόθηκε κατ` εξουσιοδότηση της ανωτέρω διάταξης του άρθρου 42 παρ. 1 του ν. 2696/1999 και με την οποία αντικαταστάθηκε η Κ.Υ.Α. 43500/5691/2002, ορίζεται ότι: ‘‘απαγορεύεται η οδήγηση επιβατηγών αυτοκινήτων δημόσιας χρήσης (ΕΔΧ), φορτηγών αυτοκινήτων με μέγιστο επιτρεπόμενο βάρος μεγαλύτερο των 3,5 τόνων, σχολικών και λοιπών κατηγοριών λεωφορείων, ασθενοφόρων, οχημάτων μεταφοράς επικίνδυνων εμπορευμάτων, μοτοσικλετών και μοτοποδηλάτων, από οδηγό στον οργανισμό του οποίου υπάρχει οινόπνευμα σε ποσοστό μεγαλύτερο από 0,20 γραμμάρια ανά λίτρο αίματος (0,20gr/I), μετρούμενο με τη μέθοδο της αιμοληψίας ή από 0,10 χιλιοστά του γραμμαρίου ανά λίτρο εκπνεόμενου αέρα και άνω, όταν η μέτρηση γίνεται στον εκπνεόμενο αέρα με αντίστοιχη συσκευή αλκοολομέτρου ...
2. Η διαπίστωση της ύπαρξης οινοπνεύματος στον οργανισμό του οδηγού γίνεται με τη μέθοδο της αιμοληψίας ή με συσκευή αλκοολομέτρου από τον εκπνεόμενο αέρα, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στις διατάξεις του άρθρου 42 του ν. 2696/1999 (Α` 57) όπως ισχύει''. Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 17 παρ. 1 εδάφ. γ` του ν. 3557/2007, η ισχύς του οποίου άρχισε, κατ` άρθρ. 18 του νόμου αυτού, από 14-5-2007, με τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης (ΦΕΚ 100/τ.Α`/14-5-2017), καταργήθηκε η Κ4/585/5-4-1978 απόφαση του Υπουργού Εμπορίου (ΦΕΚ 795/τ. ΑΕ και ΕΠΕ), ενώ με τη διάταξη του άρθρου 4 του ίδιου νόμου προστέθηκε το άρθρο 6β στο π.δ/γμα 237/1986 (που κωδικοποίησε το ν. 489/1976 "περί υποχρεωτικής ασφαλίσεως της εξ ατυχημάτων αυτοκινήτων αστικής ευθύνης»), το οποίο ορίζει, στην πρώτη παράγραφό του, ότι: 1. Εξαιρούνται από την ασφάλιση οι ζημίες που προκαλούνται: α) από ..., β) από οδηγό, ο οποίος, κατά το χρόνο του ατυχήματος, τελούσε υπό την επίδραση οινοπνεύματος ή τοξικών ουσιών, κατά παράβαση του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας (ν. 2696/1999, ΦΕΚ 57 Α`), όπως εκάστοτε ισχύει, εφόσον η εν λόγω παράβαση τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με την πρόκληση του ατυχήματος ..., γ)από ...
Οι προαναφερόμενες νομοθετικές ρυθμίσεις, που απαρτίζουν, περιοριστικά πλέον, τους τρεις (3) λόγους εξαίρεσης από την ασφάλιση, αποτελούν λόγους απαλλαγής του ασφαλιστή έναντι του ασφαλισμένου του με την επισήμανση ότι επιτρέπεται με τη σύμβαση ασφάλισης να ορίζονται, πέραν των περιπτώσεων αυτών και άλλες περιπτώσεις εξαίρεσης από την ασφαλιστική κάλυψη, εφόσον αυτές αφορούν μόνο προαιρετική ασφαλιστική κάλυψη, κατ` άρθρ. 6β παρ. 2 του ίδιου π.δ/τος (ΑΠ 1877/2017, ΑΠ 474/2017). Από τα παραπάνω σαφώς προκύπτει ότι ο νόμος προβλέπει την ανάγκη συνδρομής αιτιώδους συνάφειας, ως μιας περαιτέρω προϋπόθεσης για τη συγκρότηση του λόγου εξαίρεσης στην περίπτωση β' (ΑΠ 1053/2021, ΑΠ 837/2020, ΑΠ 90/2019, ΑΠ 1657/2018, ΑΠ 158/2015 ).
Εξάλλου, όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 11 παρ. 1 του π.δ/τος 237/1986, ο όρος που περιλήφθηκε στη σύμβαση ασφάλισης της αστικής ευθύνης από αυτοκινητικά ατυχήματα, σύμφωνα με τον οποίο αποκλείονται της ασφάλισης ζημίες προξενούμενες σε χρόνο που ο οδηγός του αυτοκινήτου τελούσε υπό την επίδραση οινοπνεύματος ή τοξικών ουσιών, κατά την έννοια και τις προϋποθέσεις του πιο πάνω άρθρου 42 του ΚΟΚ, δεν απαλλάσσει μεν τον ασφαλιστή από την ευθύνη προς αποζημίωση του ζημιωθέντος τρίτου, αλλά παρέχει σ` αυτόν το δικαίωμα να εναγάγει τον ασφαλισμένο και να αξιώσει από αυτόν, είτε με αυτοτελή, είτε με παρεμπίπτουσα αγωγή, την αποζημίωση που κατέβαλε ή θα καταβάλει στον τρίτο, με την προϋπόθεση βέβαια ότι η παράβαση του ασφα
λιστικού αυτού όρου από τον ασφαλισμένο συνδέεται αιτιωδώς με την επέλευση του ζημιογόνου ατυχήματος (ΑΠ 837/2020, ΑΠ 90/2019, ΑΠ 262/2018, ΑΠ 809/2017, ΑΠ 847/2015, ΑΠ 158/2015). Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, γενικώς λαμβανόμενα, μπορούν να θεωρηθούν αντικειμενικώς ως πρόσφορη αιτία της ζημίας που επήλθε υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, γιατί είναι κρίση νομική, αναγόμενη στην ορθή ή μη υπαγωγή από το δικαστήριο της ουσίας των διδαγμάτων της κοινής πείρας στην αόριστη νομική έννοια της αιτιώδους συνάφειας, ενώ η κρίση για το αν πράγματι στη συγκεκριμένη περίπτωση η πράξη ή η παράλειψη εκείνη αποτέλεσε την αιτία του ζημιογόνου αποτελέσματος δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, καθόσον ανάγεται σε εκτίμηση πραγματικού υλικού, σύμφωνα με το άρθρ. 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ (ΑΠ 12/2020, ΑΠ 551/2020, ΑΠ 1656/2018, ΑΠ 1038/2018). Περαιτέρω, ο λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 559 αριθμός 1 του ΚΠολΔ για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ιδρύεται αν το δικαστήριο δεν εφάρμοσε τέτοιο κανόνα, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της εφαρμογής του ή αν εφάρμοσε αυτόν ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθή, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη ή μη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στον κανόνα δικαίου, που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (Ολ.ΑΠ 1/2016, Ολ.ΑΠ 2/2013, Ολ.ΑΠ 7/2006, Ολ.ΑΠ 4/2005).
Στην περίπτωση κατά την οποία το δικαστήριο έκρινε κατ` ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, τα οποία ανελέγκτως δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναιρέσεως, αν οι πραγματικές παραδοχές της αποφάσεως καθιστούν προφανή την παραβίαση. Τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (Ολ.ΑΠ 8/2018, Ολ.ΑΠ 7/2006, ΑΠ 1053/2021, ΑΠ 3/2020).
Εξάλλου, τα διδάγματα κοινής πείρας, δηλαδή οι αρχές για την εξέλιξη των πραγμάτων που συνάγονται από την παρατήρηση του καθημερινού βίου, την επιστημονική έρευνα και την εν γένει επαγγελματική ενασχόληση, μπορούν να χρησιμοποιηθούν, είτε για να εξακριβωθεί η βασιμότητα των πραγματικών περιστατικών που αποτέλεσαν το αντικείμενο της απόδειξης είτε για να γίνει, μετά την εξακρίβωση της βασιμότητας αυτών, η υπαγωγή τους σε νομικούς κανόνες. Για τη θεμελίωση του λόγου αναιρέσεως του άρθρου 559 αριθ. 1 εδ. β` του ΚΠολΔ για παραβίαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας, πρέπει η παραβίαση να αφορά την ερμηνεία ή εφαρμογή κανόνα δικαίου, δηλαδή εξειδίκευση αόριστων νομικών εννοιών ή υπαγωγή πραγματικών γεγονότων σ` αυτόν, ενώ ο ως άνω λόγος δεν θεμελιώνεται όταν η παραβίαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας αφορά την εκτίμηση αποδείξεων (Ολ.ΑΠ 2/2008, Ολ.ΑΠ 8/2005, ΑΠ 1053/2021, ΑΠ 551/2020, ΑΠ 79/2018, ΑΠ 1333/2018, ΑΠ 1657/2018, ΑΠ 542/2018).
Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται, αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση, και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος, η οποία ορίζει ότι κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή του (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία) (Ολ.ΑΠ 1/2020, Ολ.ΑΠ 2/2019, ΑΠ 1217/2020, ΑΠ 8/2018).
Εξάλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες (ΑΠ 85/2020, ΑΠ 38/2020, ΑΠ 1217/2020).
Συνεπώς, κατά την έννοια του αναιρετικού αυτού λόγου η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και υπάρχει, επομένως, εκ πλαγίου παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα έτσι, να μην μπορεί να ελεγχθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε (ΑΠ 1053/2021, ΑΠ 78/2020, ΑΠ 59/2020).
Ειδικότερα, αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που αναγράφονται σε αυτήν και στηρίζουν το αποδεικτικό της πόρισμα για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή κατάλυση του επίδικου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που, είτε είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση, της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή του ή όταν η απόφαση έχει ελλείψεις, όσον αφορά το νομικό χαρακτηρισμό των κρίσιμων περιστατικών που έγιναν δεκτά (Ολ.ΑΠ 15/2006, ΑΠ 1053/2021, ΑΠ 78/2020, 38/2020, ΑΠ 638/2019, ΑΠ 98/2017).
Αντιθέτως, δεν υπάρχει έλλειψη νόμιμης βάσης και δεν έχει εφαρμογή η παραπάνω διάταξη όταν πρόκειται για ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και μάλιστα στην ανάλυση, στάθμιση και αξιολόγηση του εξαγόμενου από αυτές πορίσματος, γιατί στην κρίση αυτή το δικαστήριο προβαίνει ανελέγκτως, κατ` άρθρο 561 παρ.1 του ΚΠολΔ, εκτός αν δεν είναι σαφές το αποδεικτικό πόρισμα και για το λόγο αυτό καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος (Ολ.ΑΠ 1/2020). Επομένως, ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα, ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς, και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΑΠ 414/2019). Τα επιχειρήματα δε του δικαστηρίου που σχετίζονται απλώς με την συνεκτίμηση των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές με βάση τις οποίες διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν "αιτιολογία" της απόφασης, ικανή να ελεγχθεί αναιρετικά με τον παραπάνω λόγο για ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα, ούτε ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθμός 19 του ΚΠολΔ., αν το δικαστήριο της ουσίας δεν ανέλυσε ιδιαιτέρως ή διεξοδικά τα επιχειρήματα, των διαδίκων, που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς τους, οπότε ο σχετικός λόγος αναίρεσης απορρίπτεται ως απαράδεκτος (ΑΠ 162/2020, ΑΠ 1112/2020, ΑΠ 797/2020, ΑΠ 882/2019, ΑΠ 169/2019, ΑΠ 565/2018).
Στην ερευνώμενη υπόθεση, το δικάσαν Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφαση και κατά το μέρος που ενδιαφέρει την παρούσα (αναιρετική) δίκη, δέχθηκε ότι το αυτοκινητικό ατύχημα προκλήθηκε από τη συγκλίνουσα συνυπαιτιότητα αμφοτέρων των οδηγών των εμπλακέντων οχημάτων και καθόρισε, ειδικότερα, τη συνυπαιτιότητα του ασφαλισμένου στην αναιρεσείουσα ασφαλιστική εταιρία, με αριθμ. κυκλοφορίας ... φορτηγού αυτοκινήτου, βάρους άνω των 3,5 τόνων και ήδη αναιρεσιβλήτου, σε ποσοστό 60% και του οδηγού της με αριθμ. ... 370 μοτοσικλέτας σε ποσοστό 40%. Επίσης, σχετικά με τις παρεμπίπτουσες αγωγές της ήδη αναιρεσείουσας ασφαλιστικής εταιρίας κατά του ασφαλισμένου της, ήδη αναιρεσιβλήτου, απέρριψε αυτές με την ακόλουθη, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά περί των πραγμάτων, κρίση του: ‘‘... στις 7.8.2010 και περί ώρα 20.15, ο Θ. Ρ. του Κ., οδηγώντας την με αρ. κυκλ. ... … μοτοσικλέτα του στην επαρχιακή οδό Μάχου- Βαρθολομιού, όπου το όριο ταχύτητας είναι 90 χιλ/ ώρα, έβαινε με ταχύτητα 100 χιλ/ώρα, με κατεύθυνση από Μάχου προς Βαρθολομιό, πλησιάζοντας διασταύρωση της εν λόγω οδού με αγροτική οδό, όπου είχε προτεραιότητα έναντι των κινούμενων επ' αυτής, λόγω ύπαρξης σήματος "SΤΟΡ" επί της αγροτικής οδού. Στο σημείο εκείνο η επαρχιακή οδός Μάχου-Βαρθολομιού είναι ευθεία, διπλής κατεύθυνσης, με πλάτος οδοστρώματος 6,40 μέτρων. Ταυτόχρονα, ο εφεσίβλητος, οδηγώντας το με αρ. κυκλ. ... φορτηγό αυτοκίνητο του, βάρους άνω των 3,5 τόνων, ασφαλισμένο για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη στην εκκαλούσα (ήδη αναιρεσείουσα), έβαινε επί της χωμάτινης αγροτικής οδού Νεοχωρίου-Μάχου, με κατεύθυνση προς Μάχου, προσεγγίζοντας την ως άνω διασταύρωση. Στο σημείο εκείνο η αγροτική οδός είναι χαλικόδρομος, διπλής κατεύθυνσης, ευθεία, με πλάτος οδοστρώματος 5 μέτρων. Οι καιρικές συνθήκες ήταν καλές, η κυκλοφορία οχημάτων και πεζών αραιή και η κατάσταση των οδών ξηρά. Ωστόσο, ο πρώτος εναγόμενος δεν ακινητοποίησε το όχημά του προ του επί της αγροτικής οδού Νεοχωρίου-Μάχου σήματος SΤΟΡ, που βρισκόταν στην πορεία του, προκειμένου να ελέγξει την επί της επαρχιακής οδού Μάχου-Βαρθολομιού κίνηση των οχημάτων και να παραχωρήσει στην προκειμένη περίπτωση την προτεραιότητα στη μοτοσικλέτα του Θ. Ρ., που τη στιγμή εκείνη προσέγγιζε τη διασταύρωση, αλλά συνέχισε την πορεία του και εισήλθε εντός αυτής, φράσσοντας με τον τρόπο αυτό την πορεία της μοτοσικλέτας του Θ. Ρ.. Ο τελευταίος φρέναρε απότομα, διανύοντας 28,50 μ. οπότε απώλεσε την ισορροπία του (ελλείψει και συστήματος αντιμπλοκαρίσματος) και αφού διένυσε, ο οδηγός μαζί με τη μοτοσικλέτα ακόμα 13,20 μέτρα, επέπεσε στο πίσω μέρος του φορτηγού, στο μέσο του ρεύματος κυκλοφορίας της μοτοσικλέτας και εντός της διασταύρωσης.
Ο οδηγός της μοτοσικλέτας εκσφενδονίσθηκε από το σημείο της πρόσκρουσης και βρέθηκε σε απόσταση 6,30 μ. από το σημείο της σύγκρουσης. Αποτέλεσμα της σύγκρουσης ήταν να τραυματισθεί θανάσιμα ο οδηγός της μοτοσικλέτας Θ. Ρ., ο οποίος δεν φορούσε κράνος. Στον οδηγό του φορτηγού Γ. Κ. (εφεσίβλητο), που δεν τραυματίσθηκε, έγινε έλεγχος μέθης με τεστ εκπνοής, όπου στην πρώτη μέτρηση βρέθηκε ποσότητα αλκοόλης 0,23 mg/Ι και στη δεύτερη μέτρηση 0,17 mg/Ι, ενώ λήφθηκε και δείγμα αίματος και ούρων για εργαστηριακή εξέταση.
Κατά την εξέταση αίματος δεν ανιχνεύθηκε οινόπνευμα, ανιχνεύθηκε όμως η παρουσία Δ9 τετραϋδροκανναβινόλης και 11 nor Δ9-ΤΗC-9- καρβοξυλικού οξέως, που υπάγονται στην κατηγορία των ψευδαισθησιογόνων-παραισθησιογόνων. Εξάλλου, από την ιατροδικαστική έκθεση προέκυψε ότι η ποσότητα αλκοόλης στο αίμα του θανόντος οδηγού της μοτοσικλέτας ανερχόταν σε ποσοστό 0,70 mg/1 αίματος.
Με την πρωτόδικη απόφαση έγινε δεκτό ότι ο εφεσίβλητος-οδηγός του ως άνω ΙΧΦ αυτοκινήτου Γ. Κ. ήταν συνυπαίτιος κατά ποσοστό 60% στην πρόκληση του επίδικου ατυχήματος, καθώς παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 12 παρ.1, 26 παρ.4 σε συνδ. με 4 παρ.3/Ρ-2 Ν. 2094/1992, λαμβανομένου υπόψη πως η συνεχόμενη ύπαρξη ελαιόδεντρων στην περιοχή περιόριζε την ορατότητά του.
Κατά το υπόλοιπο ποσοστό (40%) κρίθηκε συνυπαίτιος ο θανών οδηγός της μοτοσικλέτας, καθώς έγινε δεκτό πως καίτοι πλησίαζε διασταύρωση και κινείτο σε στενή επαρχιακή οδό πλάτους 6,40 μέτρων, ενώ υπήρχαν και δέντρα στις άκρες της οδού, οδηγούσε τη μοτοσικλέτα με υπερβολική ταχύτητα άνω των 100 χιλ./ώρα και υπό την επήρεια αλκοόλ (0,70 mg/1 αίματος), που τον οδήγησε σε υπερεκτίμηση των οδηγικών του ικανοτήτων, και δεν κατάφερε να διενεργήσει αποφευκτικό ελιγμό προς τα αριστερά, με ταυτόχρονη πέδηση της μοτοσικλέτας του, καθώς επέπεσε στο πίσω μέρος του φορτηγού, στο μέσο του ρεύματος του κυκλοφορίας, ενώ είχε ελεύθερο τουλάχιστον το αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας ... Το Ι.Χ. φορτηγό όχημα του εφεσιβλήτου ήταν ασφαλισμένο στην εκκαλούσα ασφαλιστική εταιρία, δυνάμει του υπ' αριθ. 2190685264 ασφαλιστηρίου συμβολαίου.
Συγκεκριμένα, με το ασφαλιστήριο αυτό η παρεμπιπτόντως ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα ανέλαβε την ασφαλιστική κάλυψη της αστικής ευθύνης του ιδιοκτήτη, του κατόχου και του οδηγού του ανωτέρω ΙΧΦ αυτοκινήτου για τις ζημιές που θα προκαλούσε σε τρίτους κατά την κυκλοφορία του κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα (21.6.2010-21.12.2010). Στο ασφαλιστήριο αναγραφόταν ρητώς ότι η ασφαλιστική σύμβαση διέπεται από τις διατάξεις των ΝΔ 400/70, Ν. 489/1976, ΠΔ 237/1986, Ν. 3557/2007, Ν. 2496/1997 όπως ισχύουν ...
Εν προκειμένω, όπως ήδη εκτέθηκε, με τη χρήση συσκευής αλκοολόμετρου διαπιστώθηκε από τα αρμόδια όργανα της Τροχαίας ότι ο οδηγός του ΙΧΦ Γ. Κ. είχε στο αίμα του αλκοόλη σε ποσοστό 0,23 χιλιοστών ανά λίτρο εκπνεόμενου αέρα κατά την πρώτη μέτρηση και 0,17 κατά τη δεύτερη. Παράλληλα, έγινε λήψη αίματος και ούρων για εργαστηριακή εξέταση. Κατά την εξέταση αίματος δεν ανιχνεύθηκε οινόπνευμα, ανιχνεύθηκε όμως η παρουσία Δ9 τετραϋδροκανναβινόλης και 11 nor Δ9-ΤΗC-9- καρβοξυλικού οξέως, που υπάγονται στην κατηγορία των ψευδαισθησιογόνων-παραισθησιογόνων. Ο ίδιος ο εναγόμενος κατέθεσε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου πως πριν το ατύχημα είχε καταναλώσει ένα κουτί μπύρα, ενώ ισχυρίσθηκε πως είχε κάνει χρήση χασίς πριν από πέντε ημέρες. Ωστόσο δεν αποδείχθηκε ότι τα ανωτέρω επηρέασαν την οδηγική του ικανότητα και συνετέλεσαν στην ως άνω αμελή του συμπεριφορά κατά την οδήγηση. Και τούτο διότι ως προς την αλκοόλη πρόκειται για μικρή υπέρβαση του αυστηρότερου πλαισίου που τίθεται για ειδικές κατηγορίες οδηγών, μεταξύ των οποίων και η ένδικη περίπτωση που αφορά οδήγηση φορτηγού αυτοκινήτου άνω των 3,5 τόνων, ενώ ήταν κάτω από το όριο που θέτει ο νόμος στις λοιπές περιπτώσεις. Η συγκεκριμένη ποσότητα αλκοόλης κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, δεν επιδρά ουσιωδώς στη φυσιολογική συμπεριφορά κάθε ανθρώπου και ειδικότερα στην οδική συμπεριφορά ενός οδηγού, υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες που προαναφέρθηκαν (φως ημέρας, καλοκαιρία, ξηρό οδόστρωμα, κυκλοφορία οχημάτων αραιή).
Περαιτέρω, μόνη η ανίχνευση στο αίμα και στα ούρα του εφεσίφλητου τοξικής ουσίας, που καταδεικνύει τη χρήση ινδικής κάνναβης, χωρίς να προκύπτουν τα ποσοστά αυτής στο αίμα, ώστε να διαπιστωθεί εάν πράγματι επηρέασε την οδηγική ικανότητα του εφεσίβλητου δεν αρκεί, προκειμένου να γίνουν δεκτές οι παρεμπίπτουσες αγωγές της εκκαλούσας, καθώς η παραβίαση της πινακίδος "SΤΟΡ», σε αγροτική περιοχή με αραιή κυκλοφορία, όπου η ορατότητα περιοριζόταν από την ύπαρξη δέντρων, όπως προαναφέρθηκε, θα μπορούσε να έχει συμβεί στον οποιοδήποτε οδηγό που θα οδηγούσε με τον ίδιο τρόπο και υπό τις αυτές συνθήκες. Κατόπιν όλων αυτών δεν συντρέχει περίπτωση εξαίρεσης από την ασφαλιστική κάλυψη, εφόσον η παράβαση του άρθρου 42 του ΚΟΚ και των ως άνω διατάξεων των Υπουργικών Αποφάσεων, που εκδόθηκαν κατ' εξουσιοδότησή του, εκ μέρους του εναγομένου δεν τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με την πρόκληση του εν λόγω ατυχήματος και τις συνέπειες αυτού, όπως απαιτείται πλέον με το άρθρο 6β περ. β" του π.δ. 237/1986, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 4 του ν. 3557/2007 και ισχύει από 14.5.2007 (ΦΕΚ 100Α/14.5.07). Η εκκαλουμένη, που έκρινε όμοια και απέρριψε τις παρεμπίπτουσες αγωγές ως κατ' ουσία αβάσιμες, ορθά το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και όσα αντίθετα υποστηρίζει η εκκαλούσα-παρεμπιπτόντως ενάγουσα, με την έφεση της είναι απορριπτέα ως αβάσιμα ... ‘‘. Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο, όπως προαναφέρθηκε, απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμες, ως προς το ζήτημα της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της "μέθης" και του ζημιογόνου αποτελέσματος, τις παρεμπίπτουσες αγωγές της αναιρεσείουσας ασφαλιστικής εταιρίας.
Κρίνοντας, έτσι, το δικαστήριο της ουσίας δεν παραβίασε, ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 42 του Κ.Ο.Κ., 6β παρ.1 περ.β του ν. 489/1976 και της Κ.Υ.Α. 43500/5691/2002, που παρατέθηκαν στην αρχή της παρούσας απόφασης, ενώ διέλαβε στην απόφασή του επαρκείς, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, ως προς το επίμαχο αυτό ζήτημα που έχει ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, δηλ. της ύπαρξης ή όχι αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της διαπιστωμένης "μέθης" και ‘‘χρήσης τοξικών ουσιών'' του οδηγού του ζημιογόνου αυτοκινήτου - ήδη αναιρεσιβλήτου (και, κατ` ακρίβεια, της επίδρασης αυτών στην οδηγική συμπεριφορά του) και της πρόκλησης του ένδικου ατυχήματος, οι οποίες καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο, ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των διατάξεων αυτών και, συνεπώς, δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, όπως αναπτύχθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας, μόνη η διαπίστωση της οδήγησης υπό την επίδραση οινοπνεύματος, πέρα του επιτρεπόμενου ορίου ή χρήσης απαγορευμένης ουσίας (στο νόμο δεν αναφέρονται όρια τοξικών ουσιών, πέραν των οποίων ο ελεγχόμενος οδηγός θεωρείται ότι βρίσκεται υπό την επίδραση αυτών και δεν είναι ικανός προς ασφαλή οδήγηση), δεν αρκεί για την κατάφαση της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παράβασης αυτής και του ατυχήματος και, συνακόλουθα, για την παραδοχή ότι υπάρχει εξαίρεση από την ευθύνη του ασφαλιστή, αλλά απαιτείται και η συνδρομή αιτιώδους συνάφειας.
Στην ερευνώμενη υπόθεση, δεν υπάρχει ανεπάρκεια ή ασάφεια των αιτιολογιών, ούτε αντίφαση μεταξύ των παραδοχών του δικαστηρίου ότι ο αναιρεσίβλητος, που κρίθηκε συνυπαίτιος (60%) της πρόκλησης του ατυχήματος, κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 12 παρ. 1, 26 παρ. 4 σε συνδ. με 4 παρ.3 του ν. 2696/1999 (ΚΟΚ), τελούσε υπό την επήρεια μέθης [«... βρέθηκε να έχει καταναλώσει αλκοόλ, το οποίο μετρήθηκε με χρήση συσκευής αλκοολόμετρου σε 0,23 χιλιοστά του γραμμαρίου ανά λίτρο εκπνεόμενου αέρα κατά την πρώτη μέτρηση και σε 0,17 χιλιοστά του γραμμαρίου ανά λίτρο εκπνεόμενου αέρα κατά τη δεύτερη, ενώ έγινε και λήψη αίματος και ούρων για εργαστηριακή εξέταση κατά την οποία (εξέταση αίματος) δεν ανιχνεύθηκε οινόπνευμα ...’’] και τοξικών ουσιών[ανιχνεύθηκε η παρουσία Δ9 τετραϋδροκανναβινόλης και 11 nor Δ9-ΤΗC-9- καρβοξυλικού οξέως (υπάγονται στην κατηγορία των ψευδαισθησιογόνων-παραισθησιογόνων)], κατά την οδήγηση του με αριθμ. κυκλοφορίας ... φορτηγού αυτοκινήτου, βάρους άνω των 3,5 τόνων, ότι, αυτός, έβαινε, με καλές καιρικές συνθήκες, σε αγροτική περιοχή, με αραιή κυκλοφορία και στην αγροτική οδό Νεοχωρίου-Μάχου, επί της οποίας υπήρχε σήμανση υποχρεωτικής διακοπής της πορείας Ρ2 (STOP), η ορατότητα της οποίας περιοριζόταν από την ύπαρξη δένδρων, ότι δεν ακινητοποίησε το όχημα του προκειμένου να ελέγξει την επί της επαρχιακής οδού Μάχου-Βαρθολομιού κίνηση των οχημάτων και να παραχωρήσει στην προκειμένη περίπτωση την προτεραιότητα στη μοτοσικλέτα του Θ. Ρ., που τη στιγμή εκείνη προσέγγιζε τη διασταύρωση, αλλά συνέχισε την πορεία του και εισήλθε εντός αυτής, φράσσοντας με τον τρόπο αυτό την πορεία της μοτοσικλέτας του Θ. Ρ. και της παραδοχής του για ανυπαρξία αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της μέθης και της χρήσης απαγορευμένων ουσιών του οδηγού-αναιρεσιβλήτου και της επίδρασης αυτής στην οδηγική συμπεριφορά του και, άρα, ούτε στην πρόκληση του ατυχήματος, διότι τα προαναφερόμενα πραγματικά περιστατικά αξιολογήθηκαν από το δικαστήριο ως ικανά να θεμελιώσουν αμελή οδηγική συμπεριφορά του πιο πάνω οδηγού και, ως εκ τούτου, άλλωστε, αυτός κρίθηκε συνυπαίτιος για την πρόκληση της σύγκρουσης, όχι όμως και ικανά να θεμελιώσουν αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της οδήγησης αυτού υπό την επήρεια οινοπνεύματος και τοξικών ουσιών και του αποτελέσματος που επήλθε (πρόκληση του ατυχήματος και των συνεπειών του), το οποίο, υπό τις παραπάνω περιστάσεις θα είχε συμβεί, έστω και αν ο συγκεκριμένος οδηγός τελούσε σε κατάσταση νηφαλιότητας (χωρίς την επίδραση οινοπνεύματος και τοξικών ουσιών).
Κατά συνέπεια, είναι αβάσιμοι οι σχετικοί, από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, λόγοι αναίρεσης, με τους οποίους η αναιρεσείουσα υποστηρίζει τα αντίθετα. Κατά τα λοιπά, είναι απαράδεκτες οι αιτιάσεις για παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας που αποδίδονται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση με τον πρώτο, από το άρθρο 559 αριθμ. 1εδ. β' του ΚΠολΔ λόγο της αναίρεσης, κατά τις οποίες, κατ` εκτίμηση όσων αναφέρονται στο αναιρετήριο, παρά την παραδοχή από το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά, αναφορικά με την αμελή οδηγική συμπεριφορά του αναιρεσιβλήτου και τη διαπιστωμένη μέθη του και χρήση απαγορευμένων ουσιών, εν τούτοις, εσφαλμένα στη συνέχεια δέχθηκε ότι η συμπεριφορά αυτή του οδηγού του ζημιογόνου αυτοκινήτου δεν τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με την οδήγηση του αυτοκινήτου υπό μέθη και χρήση απαγορευμένων ουσιών, παραβιάζοντας έτσι τα διδάγματα της κοινής πείρας, σύμφωνα με τα οποία η υπό μέθη και χρήση απαγορευμένων ουσιών οδήγηση αυτοκινήτου επηρεάζει την εν γένει ικανότητα του οδηγού να οδηγεί με ασφάλεια, δηλαδή προκαλεί σ` αυτόν έλλειψη νηφαλιότητας και, επομένως, αδυναμία του να οδηγεί με σύνεση και συνεχώς τεταμένη την προσοχή, να ασκεί επί του οχήματός του πλήρη έλεγχο, ώστε να μπορεί κάθε στιγμή να εκτελεί τους απαιτούμενους χειρισμούς και να λαμβάνει συνεχώς υπόψη τις επικρατούσες συνθήκες, προκειμένου να ρυθμίζει την οδηγική του συμπεριφορά ανάλογα με τις συνθήκες αυτές και, συνεπώς, υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της επιδράσεως του οινοπνεύματος και του ατυχήματος. Και τούτο, διότι οι προβαλλόμενες αιτιάσεις, ως προς την παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας, αναφέρονται στην εκτίμηση των αποδείξεων και όχι στην ερμηνεία των κρίσιμων πιο πάνω κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν ή στην υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ` αυτούς, όπως απαιτείται για τη θεμελίωση του ως άνω λόγου αναίρεσης (ΑΠ 1053/2021, ΑΠ 158/2015).
Κατ` ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος από την αναιρεσείουσα παραβόλου, λόγω της ήττας της, στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 εδ. ε` του ΚΠολΔ, όπως ισχύει και εφαρμόζεται στην παρούσα υπόθεση μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015, που ισχύει, κατ` άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 αυτού, για τα κατατιθέμενα από 1-1-2016 ένδικα μέσα). Διάταξη περί δικαστικών εξόδων σε βάρος της αναιρεσείουσας που ηττήθηκε και υπέρ του αναιρεσιβλήτου δεν θα περιληφθεί, διότι ο τελευταίος λόγω της ερημοδικίας του δεν έχει υποβληθεί σε δικαστικά έξοδα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την, από 31-10-2018 [αριθμ. καταθ. ..1-11-2018], αίτηση για αναίρεση της με αριθμ. 195/2016 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Πατρών.
Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος από την αναιρεσείουσα παραβόλου στο δημόσιο ταμείο.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 16 Δεκεμβρίου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 30 Μαΐου 2023.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
1974 - 2024 © Τετράβιβλος. Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος. Όροι και Προϋποθέσεις