Συνθετη Αναζητηση Νομοθεσιας - Νομολογιας

Νομοθεσία

Α.Π. 1628/2022 (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) ΑΜΟΙΒΕΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΕΠΙΜΕΛΗΤΡΙΑΣ – ΕΠΙΔΙΚΑΣΗ ΟΦΕΙΛΟΜΕΝΩΝ ΑΜΟΙΒΩΝ ΓΙΑ ΔΙΕΝΕΡΓΗΘΕΙΣΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΜΕ ΜΙΚΡΟΤΕΡΗ ΑΠΟ ΤΟ ΝΟΜΟ ΑΜΟΙΒΗ

 

Α.Π. 1628/2022 (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)


ΑΜΟΙΒΕΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΕΠΙΜΕΛΗΤΡΙΑΣ – ΕΠΙΔΙΚΑΣΗ ΟΦΕΙΛΟΜΕΝΩΝ ΑΜΟΙΒΩΝ ΓΙΑ ΔΙΕΝΕΡΓΗΘΕΙΣΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΜΕ ΜΙΚΡΟΤΕΡΗ ΑΠΟ ΤΟ ΝΟΜΟ ΑΜΟΙΒΗ – ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗ ΑΣΚΗΣΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ – ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟΣ ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΣ ΑΜΟΙΒΩΝ. - Μόνη η πραγματοποίηση των επιδόσεων από την αναιρεσίβλητη, που της ανέθετε η αναιρεσείουσα Τράπεζα, και η είσπραξη της αμοιβής (μικρότερη της νόμιμης) που της καταβάλλονταν από την τελευταία, χωρίς καμία διαμαρτυρία από την αναιρεσίβλητη για τη μη καταβολή της νόμιμης αμοιβής της, δεν δικαιολογεί τη δημιουργία εύλογης πεποίθησης στην αναιρεσείουσα ότι δεν προτίθεται η αναιρεσίβλητη να ασκήσει στο μέλλον τις αξιώσεις της για την καταβολή της νόμιμης αμοιβής της. Ούτε βέβαια το γεγονός ότι η αναιρεσίβλητη εκτελούσε τις επιδόσεις με μικρότερη αμοιβή από την καθοριζόμενη με την ΚΥΑ, συνιστά ανεπιφύλακτη παραίτηση από το υπόλοιπο της νόμιμης αμοιβής της, ούτε βέβαια, ακόμα και αν γινόταν δεκτό ότι συνιστούσε σιωπηρή παραίτηση, θα της στερούσε το δικαίωμα να διεκδικήσει τη νόμιμη αμοιβή της, αφού τέτοιου είδους συμφωνία ανεξαρτήτως του χρόνου συνάψεώς της (πριν ή μετά την εκτέλεση της συμφωνημένης εργασίας) και της μορφής υπό την οποία συνάπτεται (αφέσεως χρέους ή άλλης συμφωνίας) είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενομένη. Εξάλλου, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις της υπ' αριθμ. 2/54638/0022/13.8.2008 (ΦΕΚ Β' 1716/26.8.2008) ΚΥΑ, καθώς με την προαναφερόμενη ΚΥΑ καθορίζεται το νόμιμο ύψος της αμοιβής του δικαστικού επιμελητή για κάθε επιμέρους ενέργεια, ο δε υπολογισμός της αμοιβής του δικαστικού επιμελητή για κάθε επίδοση, μετά των εξόδων και χρεώσεων που αφορά τις επιδόσεις, είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη από την ύπαρξη και άλλων επιδόσεων στον ίδιο τόπο και χρόνο (με τον ίδιο εντολέα). Η νεότερη ΚΥΑ 21798/11.3.2016 δεν έχει αναδρομική ισχύ και φυσικά δεν ισχύει για τις ένδικες αξιώσεις της αναιρεσίβλητης που αφορούν τα έτη 2011-2012. Απορρίπτει αναίρεση - [281, 648, 713 ΑΚ, 1, 49, 50, 52 ν. 2318/1995 2/54638/0022/13.8.2008 (ΦΕΚ Β' 1716/26.8.2008) ΚΥΑ].


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

B2' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Πιπιλίγκα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρία Σιμιτσή - Βετούλα, Αριστείδη Βαγγελάτο, Κωνσταντίνα Νάκου και Νικόλαο Πουλάκη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 12 Απριλίου 2022, με την παρουσία και της Γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Της αναιρεσείουσας: ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία "ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ανδριανή Παπαδοπούλου, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., η οποία κατέθεσε προτάσεις. Της αναιρεσίβλητης: Ξ. Κ. του Β., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρο τους της Θωμά Σπυρίδη και Αθανασία Αποστολοπούλου, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., οι οποίοι κατέθεσαν προτάσεις.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 22/1/2018 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 30/2019 του ίδιου Δικαστηρίου και 2466/2020 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα εταιρεία με την από 30/9/2020 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

1.-Με την από 30.9.2020 και με αριθμό κατ. 7296/864/30.9.2020 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η με αριθ. 2466/14.4.2020 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από αμοιβές (άρθ. 622 Α του ΚΠολΔ), επί της εκδοθείσας κατά την αυτή διαδικασία με αριθμό 30/31.1.2019 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την προσβαλλόμενη απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου έγινε δεκτή ως βάσιμη κατ' ουσία, κατά ένα μέρος, η από 7.3.2019 και με γενικό και ειδικό αριθμό κατάθεσης 23287/1734/2019 έφεση της εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας και εξαφανίσθηκε η ως άνω απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, η οποία είχε δεχθεί εν μέρει την από 22.1.2018 και με γενικό και ειδικό αριθμό κατ. 12345/31/2018 αγωγή της ενάγουσας - εφεσίβλητης και ήδη αναιρεσίβλητης και είχε υποχρεώσει την εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 31.701,30 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από τις 31.12.2016. Στη συνέχεια το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αφού κράτησε και ερεύνησε την υπόθεση, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη και υποχρέωσε την εναγομένη - εκκαλούσα και ήδη αναιρεσείουσα, να καταβάλει στην ενάγουσα 7.579,80 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από τις 31.12.2016. Η ένδικη αίτηση αναίρεσης της εναγομένης - εκκαλούσας και ήδη αναιρεσείουσας, κατά της προσβαλλόμενης απόφασης, ασκείται από ηττηθέντα (εν μέρει) διάδικο εμπροθέσμως και παραδεκτώς, αφού αυτή (αναίρεση) κατατέθηκε στη Γραμματεία του εκδώσαντος την προσβαλλόμενη απόφαση δικαστηρίου στις 30.9.2020, ενώ, δεν προκύπτει επίδοση της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης, που δημοσιεύτηκε στις 14.4.2020 (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564 παρ.3, 566 παρ.1 και 144 του ΚΠολΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρο 577 παρ.1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων αυτής (άρθρο 577 παρ.3 ΚΠολΔ).

2.-Κατά τη διάταξη του άρθρ. 559 αρ.1 του ΚΠολΔικ αναίρεση επιτρέπεται, αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του ή αν εφαρμοσθεί ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλ. με εσφαλμένη εφαρμογή (Ολ. ΑΠ 7/2006 και Ολ. ΑΠ 4/2005). Στους κανόνες του ουσιαστικού δικαίου, η παραβίαση των οποίων ιδρύει τον από τη διάταξη αυτή προβλεπόμενο λόγο, περιλαμβάνονται, όπως προεκτέθηκε, και οι ερμηνευτικοί κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, με τους οποίους ορίζεται, αφενός, ότι, κατά την ερμηνεία της δήλωσης βουλήσεως αναζητείται η αληθινή βούληση χωρίς προσήλωση στις λέξεις, και αφετέρου, ότι οι συμβάσεις ερμηνεύονται όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη και οι οποίοι εφαρμόζονται σε κάθε περίπτωση, όταν υπάρχει κενό στη δικαιοπραξία ή γεννιέται αμφιβολία για τη δήλωση βουλήσεως.

Ειδικότερα, παράβαση των ερμηνευτικών κανόνων των δικαιοπραξιών, που περιέχονται στα άρθρ. 173 και 200 του ΑΚ, υφίσταται, όταν το δικαστήριο της ουσίας είτε προσέφυγε στους ερμηνευτικούς αυτούς κανόνες προς συμπλήρωση ή ερμηνεία της δικαιοπραξίας, μολονότι δέχθηκε, ότι η δικαιοπραξία είναι πλήρης και σαφής και δεν έχει ανάγκη συμπλήρωσης ή ερμηνείας (ΑΠ 66/2022, ΑΠ 1189/2021, ΑΠ 865/2015, ΑΠ 426/2010), κατά την ανέλεγκτη προς αυτό κρίση του, είτε παρέλειψε να προσφύγει στους ίδιους ερμηνευτικούς κανόνες, καίτοι ανέλεγκτα, επίσης, διαπίστωσε την ύπαρξη κενού ή ασάφειας στις δηλώσεις βουλήσεως των δικαιοπρακτούντων, οι οποίες έχρηζαν έτσι κατάλληλης συμπλήρωσης ή ερμηνείας με εφαρμογή των διατάξεων των άρθρ. 173 και 200 του ΑΚ (ΑΠ 51/2020, ΑΠ 1047/2019, ΑΠ 849/2017, ΑΠ 574/2010, ΑΠ 832/2009). Προσφυγή πάντως στις διατάξεις αυτές υπάρχει, έστω και αν αυτές δεν κατονομάζονται ρητά στην απόφαση, εφόσον από το περιεχόμενο της απόφασης προκύπτει ότι το δικαστήριο, αναζητώντας την αληθινή βούληση των συμβαλλομένων, προσέφυγε τελικά στους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρ. 173 και 200 ΑΚ (ΑΠ 563/2020, ΑΠ 929/2014, ΑΠ 355/2004).

Η διαπίστωση, εξάλλου, από το δικαστήριο της ουσίας κενού ή ασάφειας στη δικαιοπραξία δεν είναι αναγκαίο να αναφέρεται ρητά στην απόφασή του, αλλά αρκεί να προκύπτει και έμμεσα απ' αυτή, όπως συμβαίνει όταν, παρά την έλλειψη σχετικής διαπίστωσης στην απόφαση, το δικαστήριο της ουσίας προέβη σε συμπλήρωση ή ερμηνεία της δικαιοπραξίας, γεγονός που αποκαλύπτει ακριβώς ότι το δικαστήριο αντιμετώπισε κενό ή ασάφεια στις δηλώσεις βουλήσεως των δικαιοπρακτούντων, που το ανάγκασαν να καταφύγει στη συμπλήρωση ή ανάλογα στην ερμηνεία τους (ΑΠ 311/1993, ΑΠ 215/2005). Ιδίως αυτό συμβαίνει, όταν το δικαστήριο προβαίνει στο συσχετισμό των όρων της σύμβασης, στη λήψη στοιχείων εκτός της σύμβασης ή αντλεί επιχειρήματα από το σκοπό της (ΑΠ 338/2016, ΑΠ 631/2012, ΑΠ 1424/2006, ΑΠ 1258/2004). Παράβαση των ερμηνευτικών κανόνων των άρθρ. 173 και 200 του ΑΚ συνιστά και η εσφαλμένη εφαρμογή τους, με την έννοια της ευθείας κατ' αρχήν παράβασης των κανόνων αυτών στην περίπτωση που το σχετικό πόρισμα, στο οποίο κατέληξε το δικαστήριο ως προς την ερμηνεία ή τη συμπλήρωση της δικαιοπραξίας, δεν είναι σύμφωνο με την καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη (ΑΠ 205/2020, ΑΠ 896/2019, ΑΠ 832/2009, ΑΠ 715/2010). Δεν παραβιάζονται όμως οι ως άνω κανόνες και συνεπώς δεν ιδρύεται ο από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ αναιρετικός λόγος, όταν το δικαστήριο της ουσίας διαπιστώνει στην απόφασή του ότι η ελεγχόμενη δήλωση βουλήσεως ήταν σαφής και χωρίς κενά (ΑΠ 66/2022, ΑΠ 1059/2018, ΑΠ 1164/2015, ΑΠ 115/2013) ή ότι λόγω του αντικειμένου της διαφοράς δεν υπάρχει έδαφος ερμηνείας των σχετικών δηλώσεων.

Τοιαύτη περίπτωση συνιστά και η περίπτωση κατά την οποία διώκεται από το δικαστικό επιμελητή η καταβολή της νόμιμης αμοιβής αυτού για πράξεις τις οποίες διενήργησε για λογαριασμό του εντολέα του, με βάση τα εκ του νόμου καθοριζόμενα ποσά, σύμφωνα με τα άρθρα 49 και 50 του ν. 2318/1995 σε συνδυασμό με τα οριζόμενα στη με αριθ. 2/54638/0022/2008 Κοινή Υπουργική Απόφαση (ΚΥΑ) των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β 1716/26.8.2008), όπου τυχόν συμφωνία περί λήψης αμοιβής κατώτερης των καθοριζομένων στην ως άνω ΚΥΑ ποσών είναι αυτοδικαίως άκυρη (ΑΚ 174, 180) και επομένως, αναφορικά με το ύψος της οφειλόμενης στο δικαστικό επιμελητή αμοιβής δεν μπορεί να προκύψει κενό ή αμφισβήτηση, που να χρήζει ερμηνείας.

3.-Στην προκειμένη περίπτωση το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του με την προσβαλλομένη απόφασή του, μεταξύ άλλων, και τα εξής: "Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι κατά τα έτη 2011 - 2012, η ενάγουσα, κατόπιν εντολών που της δόθηκαν από την εναγομένη, μέσω διαφόρων πληρεξουσίων δικηγόρων και λοιπών υπαλλήλων της τελευταίας, ενήργησε για λογαριασμό της εναγομένης, διάφορες πράξεις της υλικής και τοπικής αρμοδιότητας (επίδοση διαταγών πληρωμής με επιταγή προς πληρωμή, εξωδίκων εγγράφων, καταγγελιών, αιτήσεων κλπ), συνολικού αριθμού 1495 επιδόσεων [. . .]

Περαιτέρω και πιο συγκεκριμένα αποδείχθηκε, όπως άλλωστε και η ίδια η ενάγουσα, ισχυρίστηκε, χωρίς να αμφισβητηθεί ειδικά από την εναγομένη, ότι το έτος 2011 πραγματοποίησε 583 επιδόσεις εκ των οποίων 496 επιδόσεις στον Πειραιά και 87 σε διάφορες περιοχές πέριξ αυτού και δη, 16 επιδόσεις στη Δραπετσώνα, 11 στη Νίκαια, 55 στο Κερατσίνι, 2 στο Φάληρο, 1 στις Σπέτσες και 2 στο Πέραμα. Από τις ανωτέρω επιδόσεις για τη νομότυπη εκτέλεσή τους χρειάστηκε η αρωγή μάρτυρα (θυροκόλληση κλπ) σε 314 στον Πειραιά, 9 στην Περιοχή της Δραπετσώνας, 6 στη Νίκαια, 54 στο Κερατσίνι, 2 στο Πέραμα και 1 στις Σπέτσες".

Με βάση τις πιο πάνω παραδοχές, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο επιδίκασε στην ενάγουσα και ήδη αναιρεσίβλητη δικαστική επιμελήτρια, τις οφειλόμενες από το νόμο αμοιβές για τις διενεργηθείσες από την τελευταία πράξεις, συνολικού ύψους 7.579,80 ευρώ. Επομένως το δικαστήριο της ουσίας δεν διαπίστωσε κενό ή ασάφεια στις δηλώσεις βουλήσεως των μερών κατά την ανάθεση των εντολών αναφορικά με το ύψος της καταβλητέας στην αναιρεσείουσα αμοιβής, την οποία άλλωστε ο νόμος προσδιορίζει σε συγκεκριμένα ποσά και συνεπώς ο πρώτος λόγος αναίρεσης κατά το πρώτο αυτού σκέλος από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο προβάλλεται από την αναιρεσείουσα η αιτίαση, ότι το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, παραβίασε τους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ υπό την ειδικότερη μορφή ότι διαπίστωσε κενά ως προς το περιεχόμενο της άτυπης σύμβασης έμμισθης εντολής μεταξύ αυτής και της ενάγουσας, αναφορικά με την αμοιβή της ενάγουσας για κάθε επίδοση και ακολούθως κατέληξε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή στην κρίση ότι οφείλεται στην ενάγουσα η νόμιμη αμοιβή, παρόλο που υπήρχε συμφωνία για μικρότερη αμοιβή, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

4.-Κατά τη διάταξη του άρθρου 281 του Α.Κ. η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, το δικαίωμα ασκείται καταχρηστικά και όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου, που προηγήθηκε της άσκησής του, καθώς και η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το διάστημα που μεσολάβησε, δημιούργησαν στον οφειλέτη την εύλογη πεποίθηση ότι δεν θα ασκηθεί το δικαίωμα, εις τρόπον ώστε η μεταγενέστερη άσκησή του, που θα έχει δυσμενείς για τον οφειλέτη συνέπειες, να μη δικαιολογείται επαρκώς και να υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Μόνη όμως η αδράνεια του δικαιούχου, έστω και μακροχρόνια, ακόμη και εάν δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκηση αυτού, αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπρόσθετες ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του οφειλέτη, ενόψει των οποίων και της αδράνειας του δικαιούχου, η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος, που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε επί μακρό χρόνο, να εξέρχεται καταφανώς των ορίων που τίθενται με τη διάταξη του άρθρου 281 Α.Κ. Η δε κατά τα άνω επιχειρούμενη από τον δικαιούχο εκ των υστέρων ανατροπή της πιο πάνω κατάστασης, απαιτείται να έχει δυσμενείς επιπτώσεις στα συμφέροντα του οφειλέτη, χωρίς να είναι απαραίτητο να προκαλούνται αφόρητες ή δυσβάστακτες για τον υπόχρεο συνέπειες (ΟλΑΠ 8/2018, ΟλΑΠ 7/2002, ΟλΑΠ 8/2001).

Εξ άλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 559 παρ.1 εδ. α του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνο, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ' αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013, ΟλΑΠ 7/2006). Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς.

Στην τελευταία δε περίπτωση, η παραβίαση του κανόνα αυτού ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο αποκλειστικώς και μόνο με βάση τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν ή ότι δεν αποδείχθηκαν (ΑΠ 1420/2013). Στην προκειμένη περίπτωση το δευτεροβάθμιο δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, αφού διέλαβε τα ανωτέρω στη μείζονα αυτού σκέψη, αναφορικά με την ερμηνεία του άρθρου 281 του ΑΚ, απέρριψε ως νομικά αβάσιμη την πρωτοδίκως υποβληθείσα και επαναφερθείσα με λόγο έφεσης στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο ένσταση κατάχρησης δικαιώματος της εναγομένης - εκκαλούσας και ήδη αναιρεσείουσας, επικυρώνοντας ούτω την ομοίως αποφανθείσα απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, με το ακόλουθο σκεπτικό: "Με τον πρώτο λόγο της εφέσεώς της, η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα Τραπεζική εταιρεία, ισχυρίζεται ότι κατ' εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, η εκκαλουμένη απόφαση έκρινε ως μη νόμιμη την πρωτοδίκως προβαλλόμενη ένστασή της, εκ του άρθρου 281 ΑΚ περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος, δεχόμενη ότι δεν επικαλέστηκε (η εναγόμενη) τη συνδρομή ιδιαιτέρων συνθηκών και περιστάσεων αναγομένων στην συμπεριφορά τόσο της ενάγουσας όσο και τη δική της εκ των οποίων να προκύπτει ότι η άσκηση του δικαιώματος της αντιδίκου της αντιβαίνει στις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, ενώ η ίδια (εκκαλούσα) είχε επικαλεστεί τη συνδρομή των απαιτούμενων αναγκαίων περιστάσεων. Πιο συγκεκριμένα, όπως ισχυρίζεται η εναγόμενη - εκκαλούσα, είχε επικαλεστεί ότι η ίδια ως εντολέας Τράπεζα συμφωνούσε σε πρώτη φάση το ύψος των αμοιβών των επιδόσεών της με συμβάσεις που κατήρτιζε με την εταιρεία με την επωνυμία Ρ.... Α.Ε ή τη δικηγορική εταιρεία Π.... – Τ.... ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ και στη συνέχεια αποτελούσε επαγγελματική επιλογή της ενάγουσας να συνεργάζεται ή όχι με τις παραπάνω εταιρείες και συνακόλουθα εναπόκειτο στην ελεύθερη βούλησή της να αποδεχθεί ή όχι την πραγματοποίηση επιδόσεων με τη συγκεκριμένη αμοιβή.

Η ενάγουσα δε, πραγματοποιούσε τις επιδόσεις, δηλαδή εκτελούσε την εντολή, αποδεχόμενη έτσι την πρόταση της εκκαλούσας για την πάγια αμοιβή των 32 ή 35 ευρώ - η οποία (πρόταση της μεταφερόταν από τις ως άνω εταιρείες) - και στη συνέχεια πριν από την εκ μέρους της καταβολή της αμοιβής υπέγραφε η ίδια τον Πίνακα Αμοιβών της, αποδεχόμενη την αμοιβή αυτή για δεύτερη φορά εγγράφως πλέον και ρητά.

Δηλαδή, για κάθε επίδοση που διενεργούνταν από την ενάγουσα καταρτιζόταν ανάμεσα στην εκκαλούσα και την ενάγουσα αρχικά άτυπη συμφωνία σε σχέση με την αμοιβή της και στη συνέχεια η αποδοχή αυτής της αμοιβής περιβαλλόταν και τον έγγραφο τύπο με την υπογραφή κάθε πίνακα αμοιβών και την ανεπιφύλακτη έκδοση της Α.Π.Υ. "σε πλήρη και ολοσχερή εξόφληση", γεγονός που συνιστούσε ανεπιφύλακτη παραίτησή της από το υπόλοιπο της νόμιμης αμοιβής της. Εξάλλου, όπως ανέφερε και πρωτοδίκως, η ενάγουσα δέχθηκε να εισπράττει αυτή την πάγια αμοιβή που της κατέβαλε, επειδή η εκκαλούσα της ανέθετε ένα τεράστιο όγκο επιδόσεων, με περαιτέρω συνέπεια τον πολλαπλασιασμό των εσόδων της. Ούτως εχόντων των πραγμάτων, και παρόλο που η συμφωνία για καταβολή στην αντίδικο αμοιβής κατώτερης της ελάχιστης νόμιμα προβλεπόμενης είναι πράγματι μη νόμιμη και άκυρη, η εκ των υστέρων άσκηση του δικαιώματός της να ζητήσει τις επιπλέον αμοιβές της έρχεται σε προφανή αντίθεση προς την ευθύτητα και την εντιμότητα που απαιτούνται στις συναλλαγές, προς τα επιβαλλόμενα χρηστά συναλλακτικά ήθη και προς τον κοινωνικό και οικονομικό σκοπό του δικαιώματος, με συνέπεια η ενάσκησή του να προσκρούει στην περί δικαίου και ηθικής αντίληψη του μέσου κοινωνικού ανθρώπου.

Ωστόσο, τα όσα ανωτέρω επικαλείται η εκκαλούσα δεν δύνανται να θεμελιώσουν την ένσταση του άρθρου 281 ΑΚ, διότι δεν αποτελούν συνδρομή ιδιαίτερων περιστάσεων, αναγομένων στη συμπεριφορά τόσο του δικαιούχου όσο και του υπόχρεου κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως, όπως αναφέρθηκε στην ανωτέρω νομική σκέψη. Πιο συγκεκριμένα, η ανωτέρω ερμηνευτική εκδοχή- διάσταση, την οποία επιχειρεί να προσδώσει η εκκαλούσα στις ενέργειες της ενάγουσας, ισχυριζόμενη ότι με την τελευταία υπήρχε αρχικώς μια άτυπη, μέσω τρίτων, συμφωνία, που εν συνεχεία περιβαλλόταν τον έγγραφο τύπο, συνιστώντας τελικά ανεπιφύλακτη παραίτηση της ενάγουσας από το υπόλοιπο της νόμιμης αμοιβής της, δεν βρίσκει έρεισμα στο νόμο, αφού στην πραγματικότητα ουδεμία άτυπη και εν συνεχεία έγγραφη συμφωνία υπήρξε μεταξύ τους και σε ουδεμία ανεπιφύλακτη παραίτηση προέβη η ενάγουσα δεδομένου ότι η τελευταία, τουλάχιστον με βάση τα όσα επί, της ουσίας, ισχυρίζεται-επικαλείται η εναγόμενη με το σχετικό λόγο της εφέσεώς της, το μόνο που έπραξε ήταν να εκτελεί τις εντολές της και να λαμβάνει την αμοιβή που της καταβαλλόταν, υπογράφοντας τους πίνακες των αμοιβών της.

Το γεγονός δε, ότι η ενάγουσα πραγματοποιούσε τις επιδόσεις που της ανέθετε η εκκαλούσα, λαμβάνοντας την αμοιβή που της καταβαλλόταν, χωρίς να εκφράσει κάποια διαμαρτυρία κατά το χρόνο των επιδόσεων για την μη καταβολή της νόμιμης αμοιβής της, δεν δικαιολογεί τη δημιουργία εύλογης πεποίθησης στην εκκαλούσα ότι δεν προτίθετο (η ενάγουσα) ν' ασκήσει στο μέλλον τις αξιώσεις της για την καταβολή της νόμιμης αμοιβής της. Περαιτέρω, το γεγονός ότι η ενάγουσα εκτελούσε τις επιδόσεις με μικρότερη αμοιβή από την καθοριζόμενη με την κοινή υπουργική απόφαση, γεγονός άλλωστε ( καταβολή μικρότερης αμοιβής) που παραδέχεται και η ίδια η εκκαλούσα, αφενός δεν συνιστά ανεπιφύλακτη παραίτηση από το υπόλοιπο της νόμιμης αμοιβής της, όπως αβασίμως ισχυρίζεται η εναγομένη, σε κάθε δε περίπτωση, ακόμα και αν γινόταν δεκτό ότι συνιστούσε σιωπηρή παραίτηση, δεν θα της στερούσε το δικαίωμα να διεκδικήσει τις αποδοχές της, αφού τέτοιου είδους συμφωνία ανεξαρτήτως του χρόνου συνάψεώς της (πριν ή μετά την εκτέλεση της συμφωνημένης εργασίας) και της μορφής υπό την οποία συνάπτεται (αφέσεως χρέους ή άλλης συμφωνίας) είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενομένη.

Επομένως, τα πραγματικά περιστατικά που επικαλέστηκε η εναγομένη στην πρωτοβάθμια δίκη και επαναφέρει και ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου, αληθή υποτιθέμενα, δεν καθιστούν την άσκηση του δικαιώματος της ενάγουσας καταχρηστική, καθότι δεν στοιχειοθετείται προφανής υπέρβαση των ορίων του άρθρου 281 ΑΚ για τους λόγους της μακρόχρονης συνεργασίας των διαδίκων, της αμοιβής της ενάγουσας με τον περιγραφόμενο τρόπο καθορισμού της αμοιβής της, την υπογραφή εκ μέρους της του πίνακα αμοιβών της και της ανεπιφύλακτης είσπραξης των αμοιβών της. δεδομένου ότι η άσκηση της ένδικης αξίωσης της ενάγουσας να ζητήσει να λάβει τη νόμιμη αμοιβή της για τις επιδόσεις που είχε εκτελέσει για λογαριασμό της εκκαλούσας, σύμφωνα με τις νόμιμες αμοιβές που προβλέπονταν από τη σχετική ΚΥΑ δεν προσκρούει στις περί δικαίου ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου και εντεύθεν δεν υπερβαίνει, κατ' αντικειμενική κρίση, και μάλιστα προφανώς τα από την παραπάνω διάταξη οριζόμενα όρια.

Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που δέχθηκε τα ίδια απορρίπτοντας ως μη νόμιμη την ένσταση του άρθρου 281 ΑΚ, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο, απορριπτόμενου του σχετικού λόγου εφέσεως. Εξάλλου, σημειώνεται ότι τα όσα επικουρικά προβάλει η εκκαλούσα και δη, ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν ασχολήθηκε, καταλείποντας αδίκαστο τον ισχυρισμό της περί αποδυνάμωσης του δικαιώματος της αντιδίκου της, κρίνονται απορριπτέα ως άνευ αντικειμένου, δεδομένου ότι η αποδυνάμωση του δικαιώματος στην ουσία αποτελεί μια ειδικότερη μορφή κατάχρησης την οποία έχει διαπλάσει η νομολογία και αποτελεί εμφατικότερη εκδοχή της αντιφατικής συμπεριφοράς του δικαιούχου και της μακροχρόνιας αδράνειας του τελευταίου (βλ. ΑΠ 2109/2013), στοιχεία ωστόσο που δεν συντρέχουν στην προκειμένη περίπτωση που η εκκαλούσα αρκείται στο να επαναλάβει όσα επικαλέστηκε και για τη θεμελίωση της καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος και τα οποία κρίθηκαν ως μη νόμιμα".

5.-Με την κρίση του αυτή το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ και κατά συνέπεια δεν υπέπεσε στην από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ αναιρετική πλημμέλεια. Ειδικότερα, μόνη η πραγματοποίηση των επιδόσεων από την αναιρεσίβλητη, που της ανέθετε η εναγομένη - αναιρεσείουσα, και η είσπραξη της αμοιβής (μικρότερη της νόμιμης) που της καταβάλλονταν από την τελευταία, χωρίς καμία διαμαρτυρία από την αναιρεσίβλητη για τη μη καταβολή της νόμιμης αμοιβής της, δεν δικαιολογεί τη δημιουργία εύλογης πεποίθησης στην εναγομένη - αναιρεσείουσα ότι δεν προτίθεται η ενάγουσα - και ήδη αναιρεσίβλητη να ασκήσει στο μέλλον τις αξιώσεις της για την καταβολή της νόμιμης αμοιβής της. Ούτε βέβαια το γεγονός ότι η αναιρεσίβλητη εκτελούσε τις επιδόσεις με μικρότερη αμοιβή από την καθοριζόμενη με την κοινή υπουργική απόφαση, συνιστά ανεπιφύλακτη παραίτηση από το υπόλοιπο της νόμιμης αμοιβής της, ούτε βέβαια, ακόμα και αν γινόταν δεκτό ότι συνιστούσε σιωπηρή παραίτηση, θα της στερούσε το δικαίωμα να διεκδικήσει τη νόμιμη αμοιβή της, αφού τέτοιου είδους συμφωνία ανεξαρτήτως του χρόνου συνάψεώς της (πριν ή μετά την εκτέλεση της συμφωνημένης εργασίας) και της μορφής υπό την οποία συνάπτεται (αφέσεως χρέους ή άλλης συμφωνίας) είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενομένη. Εξάλλου, η αναιρεσείουσα δεν διαλαμβάνει στην ένσταση ποίες ήσαν οι δυσμενείς επιπτώσεις στα συμφέροντα αυτής από την άσκηση του δικαιώματος της αναιρεσίβλητης για την επιδίκαση των από το νόμο προβλεπομένων αμοιβών. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω ο περί του αντιθέτου από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ πρώτος λόγος αναίρεσης, κατά το δεύτερο σκέλος αυτού, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

6.-Κατά το άρθρο 1 του ν. 2318/19.6.1995 "περί του Κώδικα δικαστικών επιμελητών" ο δικαστικός επιμελητής είναι άμισθος δημόσιος λειτουργός, έργο του οποίου είναι η ενέργεια επιδόσεως δικογράφων και εξώδικων εγγράφων, η εκτέλεση των κατά το άρθρο 904 § 2 ΚΠολΔ εκτελεστών τίτλων και η εκτέλεση κάθε άλλου καθήκοντος που του έχει ανατεθεί με νόμο, τα δε καθήκοντά του τα ασκεί μόνο στην περιφέρεια του Πρωτοδικείου που είναι διορισμένος, με εξαίρεση τις περιπτώσεις του άρθρου 43 του ίδιου νόμου, ενώ οι δικαστικοί επιμελητές των Πρωτοδικείων Αθήνας-Πειραιά μπορούν να ασκούν τα καθήκοντα τους στις περιφέρειες και των δύο Πρωτοδικείων. Περαιτέρω στα άρθρα 49, 50 και 52 του ίδιου νόμου, όπως το άρθρο 50 ίσχυε πριν την τροποποίησή του με το άρθρο 2 υποπαρ. Γ.1 παρ. 3 του ν. 4336/2015 (ΦΕΚ Α' 94), ως εκ του κρίσιμου χρόνου (2011 - 2012) ορίζεται: "Ο δικαστικός επιμελητής δικαιούται για κάθε ενέργεια να λάβει από τον εντολέα του τη νόμιμη αμοιβή, καθώς και κάθε δαπάνη που απαιτείται για την πραγματοποίηση της εντολής. Περισσότεροι του ενός εντολείς ευθύνονται εις ολόκληρον. Ο δικαστικός επιμελητής δικαιούται να αξιώσει πριν από κάθε ενέργεια προκαταβολή ολόκληρης ή μέρους της αμοιβής του, την απαιτούμενη δαπάνη και την αναγκαία, κατά περίπτωση, τεχνική συνδρομή για κάθε πράξη - άρθρο 49". "Οι αμοιβές των δικαστικών επιμελητών καθορίζονται κάθε φορά με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Δικαιοσύνης, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως - άρθ. 50-", "Ο δικαστικός επιμελητής δικαιούται να προβεί σε επίσχεση των κάθε μορφής εγγράφων που βρίσκονται στα χέρια του, μέχρι να καταβληθεί η νόμιμη αμοιβή του, καθώς και οι δαπάνες. Το δικαίωμα επισχέσεως ασκείται μόνον εφόσον και κατά την έκταση που ο πίνακας, αμοιβών και δαπανών έχει εγκριθεί από τον Πρόεδρο του συλλόγου ή τον αναπληρωτή του -άρθ. 52". Εξάλλου τα κατώτατα όρια αμοιβών των δικαστικών επιμελητών καθορίζονται με την υπ' αριθ. 2/54638/0022 (ΦΕΚ Β` 1716/2008) κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Δικαιοσύνης περί "Καθορισμού αμοιβών δικαστικών επιμελητών".

Από τις αναφερόμενες παραπάνω διατάξεις, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 648 επ. και 713 ΑΚ προκύπτει, ότι ο δικαστικός επιμελητής είναι άμισθος δημόσιος λειτουργός, ταγμένος στην εκτέλεση και εφαρμογή του δικαίου, ενεργεί ελεύθερα έναντι του εντολέα του και εντός των οριζομένων από τον κώδικα δικαστικών επιμελητών ορίων και η μεταξύ αυτού και του εντολέα του σχέση είναι εκείνη της έμμισθης εντολής. Περαιτέρω από τις διατάξεις της παραπάνω κατά νομοθετική εξουσιοδότηση εκδοθείσας ΚΥΑ (άρθρο 49 του Κώδικα Δικαστικών Επιμελητών), που καθορίζει τις νόμιμες αμοιβές των δικαστικών επιμελητών οι οποίες αποσκοπούν όχι μόνο στην προστασία του ιδιωτικού συμφέροντος του δικαστικού επιμελητή ως εργαζομένου, αλλά και στην κατοχύρωση του κύρους του λειτουργήματός του, ως θεράποντος του δημοσίου συμφέροντος και της κοινωνικής ειρήνης που συνεπάγεται η εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων και επιταγών, συνάγεται ότι η μεταξύ εντολέα και δικαστικού επιμελητή συμφωνία για τη λήψη αμοιβής κατώτερης των ελάχιστων ορίων των καθοριζομένων στην παραπάνω ΥΑ, ανεξαρτήτως του χρόνου συνάψεώς της (πριν ή μετά την εκτέλεση της συμφωνημένης εργασίας) και της μορφής υπό την οποία συνάπτεται (αφέσεως χρέους ή άλλης συμφωνίας) είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενομένη (ΑΚ 174, 180)

Περαιτέρω δε και ειδικότερα από τις σαφείς διατάξεις της κατά νομοθετική εξουσιοδότηση του ως άνω άρθρου, ισχύουσας και εδώ εφαρμοζομένης ως άνω ΚΥΑ 2/54638/0022/2008 των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Δικαιοσύνης [ΦΕΚ Β` 1716/26.8.2008] προκύπτει ότι κάθε επίδοση είναι αυτοτελής και φέρει επίσης αυτοτελώς τα έξοδα/χρεώσεις των παρ. α' έως η' του Α κεφαλαίου αυτού "Α. ΕΠΙΔΟΣΗ : α) Για επίδοση δικογράφου ή οποιουδήποτε άλλου εγγράφου και τη σύνταξη σχετικής έκθεσης, εφόσον αυτή έχει ένα μόνο φύλλο, σε 22,00 ευρώ, [διορθώθηκε με 23,00 ευρώ με την ΚΥΑ 2/64216/0022/2008 [ΦΕΚ Β` 1916/18.9.2008]". Σύμφωνα δε με το ΚΕΦ. Ε. ["ΓΕΝΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ"] παρ· ιβ της ίδιας ΚΥΑ , "ιβ) Αν για την ενέργεια οποιασδήποτε πράξης είναι αναγκαία η μετάβαση ενός ή περισσοτέρων μαρτύρων εκτός της έδρας του δικαστικού επιμελητή, κάθε μάρτυρας δικαιούται, εκτός από τα οδοιπορικά έξοδα ή τη δαπάνη του μεταφορικού του μέσου, πρόσθετης αμοιβής 0,50 ευρώ για κάθε χιλιόμετρο τόσο για τη μετάβαση στον τόπο ενέργειας της πράξης, όσο και για την επιστροφή του". Στο ίδιο πλαίσιο [ΚΕΦ. Ε. "για κάθε κατάθεση αντιγράφου εκθέσεως επίδοσης διαταγής πληρωμής "ο δικαστικός επιμελητής δικαιούται αμοιβή ίση με αυτή της επίδοσης", [παρ. ιε']. Από τα παραπάνω σαφώς προκύπτει ότι η μέθοδος υπολογισμού της αμοιβής και των εξόδων του δικαστικού επιμελητή είναι αντικειμενική και αφορά την κάθε πράξη/ενέργεια/επίδοση ξεχωριστά.

7.-Στην προκειμένη περίπτωση, με το δεύτερο από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης, η αναιρεσείουσα μέμφεται την προσβαλλόμενη απόφαση, διότι κατ' εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του Ν. 2318/1995 και των ανωτέρω ΚΥΑ, απέρριψε τον ισχυρισμό της ότι στις περιπτώσεις που η ενάγουσα -αναιρεσίβλητη διενήργησε περισσότερες των μία επιδόσεις στον ίδιο τόπο και στον ίδιο χρόνο, τα οδοιπορικά έξοδα καθώς και η πρόσθετη αμοιβή χιλιομετρικής αποζημίωσης θα έπρεπε να υπολογίζονται μία φορά, δηλαδή κατά την τιμολόγηση της πρώτης πράξης επίδοσης, καθόσον διαφορετική εκδοχή άγει σε αδικαιολόγητο πλουτισμό της αναιρεσίβλητης, μη συνάδουσα και με το ασκούμενο από αυτήν λειτούργημα, ισχυρισμός που επιβεβαιώνεται και από τη ρητή διάταξη νεότερης διάταξης ΥΑ που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ Β 709/16.3.2016, σύμφωνα με την οποία "Σε περίπτωση που ο δικαστικός επιμελητής διενεργεί περισσότερες της μιας επιδόσεις από τον ίδιο εντολέα, στο ίδιο τοπικό διαμέρισμα και στον ίδιο χρόνο, η πρώτη επίδοση χρεώνεται με την τιμή της οικείας ζώνης, οι δε υπόλοιπες με την τιμή της Α' Ζώνης".

Αναφορικά με τον λόγο αυτό αναίρεσης, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δέχθηκε κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος τα ακόλουθα: "Οι ισχυρισμοί της εκκαλούσας ως προς το δεύτερο (β) σκέλος του λόγους αυτού κρίνονται απορριπτέοι ως μη νόμιμοι, καθόσον με την επίδικη ΚΥΑ των Υπουργών Οικονομικών, Οικονομίας και Δικαιοσύνης, ήτοι την υπ' αριθμ. 2/54638/0022, καθορίζεται το νόμιμο ύψος της αμοιβής του δικαστικού επιμελητή για κάθε επιμέρους ενέργεια, ο δε υπολογισμός της αμοιβής του δικαστικού επιμελητή για κάθε επίδοση, μετά των εξόδων και χρεώσεων, όπως αυτές περιγράφονται στις παρ. α έως η του Α κεφαλαίου που αφορά τις επιδόσεις, είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη από την ύπαρξη και άλλων επιδόσεων στον ίδιο τόπο και χρόνο (με τον ίδιο εντολέα). Η σχετική δε, διάταξη που περιλήφθηκε σε νεότερη ρύθμιση και δη στην ΥΑ 217/2016 [ΥΑ 21798 ΦΕΚ Β` 709/2016] για τον καθορισμό των αμοιβών των δικαστικών επιμελητών και στο Κεφάλαιο Α` παρ. 7 αυτής, την οποία μνημονεύει η εναγομένη, δεν έχει αναδρομική ισχύ. Έτσι, κρίνοντας η εκκαλουμένη και απορρίπτοντας τον ανωτέρω ισχυρισμό ως μη νόμιμο, δεν έσφαλε, αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο".

Με την κρίση του αυτή το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των υποπεριπτώσεων Ε.ια και Ε.ιβ της υπ' αριθμ. 2/54638/0022/13.8.2008 (ΦΕΚ Β' 1716/26.8.2008) Κοινής Απόφασης των Υπουργών Οικονομίας, Οικονομικών και Δικαιοσύνης και κατά συνέπεια δεν υπέπεσε στην από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ αναιρετική πλημμέλεια. Ειδικότερα, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα παραπάνω στη μείζονα σκέψη, με την προαναφερόμενη ΚΥΑ των Υπουργών Οικονομικών, Οικονομίας και Δικαιοσύνης, ήτοι την υπ' αριθμ. 2/54638/0022, καθορίζεται το νόμιμο ύψος της αμοιβής του δικαστικού επιμελητή για κάθε επιμέρους ενέργεια, ο δε υπολογισμός της αμοιβής του δικαστικού επιμελητή για κάθε επίδοση, μετά των εξόδων και χρεώσεων, όπως αυτές περιγράφονται στις παρ. α έως η του Α κεφαλαίου που αφορά τις επιδόσεις, είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη από την ύπαρξη και άλλων επιδόσεων στον ίδιο τόπο και χρόνο (με τον ίδιο εντολέα). Η νεότερη ΚΥΑ 21798/11.3.2016 των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Οικονομικών (ΦΕΚ Β` 709/2016] "για τον καθορισμό των αμοιβών των δικαστικών επιμελητών", την οποία επικαλείται η αναιρεσείουσα και με την οποία ρυθμίζεται διαφορετικά το ζήτημα της αμοιβής του δικαστικού επιμελητή στην περίπτωση περισσότερων επιδόσεων στον ίδιο τόπο και χρόνο, δεν έχει αναδρομική ισχύ και φυσικά δεν ισχύει για τις ένδικες αξιώσεις της αναιρεσίβλητης που αφορούν τα έτη 2011-2012.

Συνεπώς, ο περί του αντιθέτου από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ δεύτερος λόγος αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

8.-Κατ' ακολουθία των ανωτέρω και μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναίρεσης, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η αίτηση αναίρεσης και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα, λόγω της ήττας της (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ) στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσίβλητης, που παρέστη και κατέθεσε προτάσεις, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της τελευταίας (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 30.9.2020 και με αριθ. κατ. 7296/864/30.9.2020 αίτηση αναίρεσης της με αριθ. 2466/14.4.2020 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσείουσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 6 Ιουλίου 2022.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 28 Σεπτεμβρίου 2022.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ