Α.Π. 1126/2023 (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
ΑΜΟΙΒΕΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗ – ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΔΙΑΔΟΧΗ ΤΡΑΠΕΖΩΝ - ΟΡΙΣΜΕΝΟ ΑΓΩΓΗΣ. - Οι επίδικες αξιώσεις του αναιρεσίβλητου, ως προερχόμενες από τη εκτέλεση της μεταξύ αυτού και της δεύτερης εναγομένης σύμβασης εντολής επίδοσης των εγγράφων και των επικυρωμένων αντιγράφων των εκθέσεων επιδόσεων που περιέγραψε αναλυτικά, συγκαταλέγονται στα στοιχεία, που μεταβιβάσθηκαν στο μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα, το οποίο απορροφήθηκε στη συνέχεια από την πρώτη εναγομένη- εκκαλούσα Τράπεζα (της οποίας καθολική διάδοχος είναι η αναιρεσείουσα Τράπεζα). Ακόμη, για το ορισμένο της αγωγής του δικαστικού επιμελητή, με την οποία ζητείται η ελάχιστη νόμιμη αμοιβή του για τις πράξεις που ενήργησε υπό την ισχύ των διατάξεων της ΥΑ 2/54638/022/13.8.2008 πρέπει στο οικείο δικόγραφο να διαλαμβάνεται: α) η ανάθεση από τον εναγόμενο στο ενάγοντα δικαστικό επιμελητή της εντολής για τη διενέργεια συγκεκριμένων πράξεων, β) η μνεία ότι η αιτούμενη με την αγωγή αμοιβή είναι η καθοριζόμενη από το νόμο ελάχιστη για το είδος της ενεργηθείσας πράξης, β) η ακριβής περιγραφή του είδους της ενεργηθείσας πράξης, που λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό της αμοιβής με βάση τα ελάχιστα όρια που ορίζονται στην ως άνω ΚΥΑ και δ) η εκτέλεση της εντολής με τη περαίωση των πράξεων από το δικαστικό επιμελητή. Απορρίπτει αναίρεση - (1, 49, 50 ν. 2318/1995, 166 παρ. 1 ν. 4261/2014, 1, 49, 50 ν. 2318/19.6.1995, 281, 648, 713 ΑΚ, 216 ΚΠολΔ, ΥΑ 2/54638/022/13.8.2008).
ΑΧ
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ζαμπέττα Στράτα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Όλγα Σχετάκη - Μπονάτου, Ιωάννη Δουρουκλάκη, Γεώργιο Αυγέρη και Mαλαματένια Κουράκου - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 27 Σεπτεμβρίου 2022, με την παρουσία και της Γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία "..." και τον διακριτικό τίτλο "...", που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία "..." λόγω διασπάσεως της τελευταίας με απόσχιση του κλάδου τραπεζικής δραστηριότητάς της και σύστασης της πρώτης τραπεζικής εταιρείας, καθολικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία "..." λόγω συγχώνευσης με απορρόφησή του, η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της Φώτιο Σαρρή και Σπυρίδωνα Λάλα, οι οποίοι κατέθεσαν προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου: Σ. Ρ. του Α., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Χρύσα Εψίμου - Μανάβη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., η οποία κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 30-12-2014 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 103/2017 του ίδιου Δικαστηρίου και 1005/2021 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα εταιρεία με την από 19-4-2021 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Οι πληρεξούσιοι της αναιρεσείουσας ζήτησαν την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου της στη δικαστική δαπάνη της.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την από 19 Απριλίου -2021 και με αριθ. κατάθεσης 2086/251/19-4-2021 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών με αριθμό 1005/2021 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Με την προσβαλλομένη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε τυπικά και απέρριψε κατ' ουσίαν την από 21-7-2017 και με αριθμό κατάθεσης 563658/503936/2017 έφεση της πρώτης εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας και τους από 7-12-2018 πρόσθετους λόγους και επικύρωσε, έτσι, τη με αριθμό 103/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία είχε εκδοθεί αντιμωλία των διαδίκων και με την οποία το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε ως ουσιαστικά βάσιμη την από 30-12-2014 και με αριθμό κατάθεσης 142301/423/2014 αγωγή του ενάγοντος κατά της ήδη αναιρεσείουσας. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 3, 566 παρ.1 και 144 του ΚΠολΔ).
Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρο 577 παρ.1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων αυτής (άρθρο 577 παρ. 3 του ΚΠολΔ). Κατά μεν το άρθρο 62 εδ. α ΚΠολΔ. όποιος έχει την ικανότητα να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων έχει και την ικανότητα να είναι διάδικος, κατά δε το άρθρο 61 ΑΚ, ένωση προσώπων για την επιδίωξη ορισμένου σκοπού, καθώς επίσης σύνολο περιουσίας που έχει ταχθεί στην εξυπηρέτηση ορισμένου σκοπού, μπορούν να αποκτήσουν προσωπικότητα (νομικό πρόσωπο), αν τηρηθούν οι όροι που αναγράφει ο νόμος.
Ειδικότερα όσον αφορά την ανώνυμη εταιρεία, από τις διατάξεις του άρθρου 7β παρ. 10 ν. 2190/1920 (όπως το άρθρο 7β προστέθηκε με το άρθρο 7 π.δ. 409/1986 και η παράγραφος 10 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 9 παρ. 3 ν. 3604/2007) προκύπτει ότι αυτή αποκτά νομική προσωπικότητα με την καταχώριση στο οικείο μητρώο ανώνυμων εταιρειών της ιδρυτικής πράξης με το καταστατικό της, μαζί με τη διοικητική απόφαση για τη σύστασή της και την έγκριση του καταστατικού της, όπου απαιτείται, παύει δε να υπάρχει με την καθ' οιονδήποτε νόμιμο τρόπο λύση της (ΑΠ 883/2012). Εξ άλλου κατά το άρθρο 73 Κ.Πολ.Δ. το δικαστήριο εξετάζει και αυτεπαγγέλτως, σε κάθε στάση της δίκης, αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 62 έως 72, στις οποίες περιλαμβάνεται η ικανότητα να είναι κάποιος διάδικος και η νομιμοποίηση των διαδίκων.
Περαιτέρω στο άρθρο 75 παρ. 1 και 2 ν. 2190/1920 (όπως το άρθρο 75 προστέθηκε με το άρθρο 12 π.δ. 498/1987 και η περ. α' της παραγράφου 1 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 70 παρ. 2 ν. 3604/2007) ορίζονται, σχετικά με τη συγχώνευση με απορρόφηση ανώνυμης εταιρείας, η οποία προβλέπεται από τα άρθρα 69 επ. του ίδιου νόμου: "1. Από την καταχώρηση, στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών, της εγκριτικής απόφασης της συγχώνευσης, που προβλέπεται από το άρθρο 74, επέρχονται αυτοδίκαια και ταυτόχρονα χωρίς καμμία άλλη διατύπωση, τόσο για τις συγχωνευόμενες εταιρείες όσο και έναντι των τρίτων, τα ακόλουθα αποτελέσματα: α. Η απορροφούσα εταιρεία υποκαθίσταται στο σύνολο των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων της ή των απορροφούμενων εταιρειών, περιλαμβανομένων των διοικητικών αδειών που έχουν εκδοθεί υπέρ της ή των απορροφούμενων εταιρειών και η μεταβίβαση αυτή εξομοιώνεται με καθολική διαδοχή. β. Οι μέτοχοι της ή των απορροφούμενων εταιρειών γίνονται μέτοχοι της απορροφούσας εταιρείας. γ. Η απορροφούμενη ή οι απορροφούμενες εταιρείες παύουν να υπάρχουν. 2. Οι εκκρεμείς δίκες συνεχίζονται αυτοδικαίως από την απορροφούσα εταιρεία ή κατ' αυτής χωρίς καμμιά ειδικότερη διατύπωση από μέρους της για τη συνέχιση και χωρίς να επέρχεται, λόγω της συγχώνευσης, βιαία διακοπή της δίκης και χωρίς να απαιτείται δήλωση για την επανάληψή τους".
Εξ άλλου κατά το άρθρο 68 ν. 3601/2007 (όπως ίσχυε μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 5 ν. 4021/2011 και πριν από την κατάργησή του με το άρθρο 166 παρ. 1 ν. 4261/2014, έχει δε εν προκειμένω εφαρμογή): "1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του ν. 3458/2006 (Α 94) και του άρθρου 63Ε: α) Πιστωτικό Ίδρυμα δεν δύναται να κηρυχθεί σε πτώχευση ούτε είναι δυνατόν να ανοίξει επ' αυτού προπτωχευτική διαδικασία εξυγίανσης, β) Στην περίπτωση που ανακαλείται η άδεια λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος σύμφωνα με το άρθρο 8, αυτό τίθεται υποχρεωτικώς υπό ειδική εκκαθάριση με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος, γ) Κατά τη διάρκεια της εκκαθάρισης, τη διοίκηση του πιστωτικού ιδρύματος αναλαμβάνει ο οριζόμενος από την Τράπεζα της Ελλάδος ειδικός εκκαθαριστής, δ)... ε)... στ)... ζ)... η)... θ)... ι)... 2. Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος μπορεί να εξειδικεύονται οι όροι εφαρμογής του παρόντος άρθρου. Στην ειδική εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος εφαρμόζονται συμπληρωματικώς και στο μέτρο που δεν αντίκειται στο παρόν άρθρο, όπως αυτό εξειδικεύεται με την ανωτέρω απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος, οι διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα...".
Με τα άρθρα 63Α, 63Β, 63Γ, 63Δ, 63Ε, 63ΣΤ και 63Ζ του ίδιου πιο πάνω ν. 3601/2007 (όπως ίσχυαν μετά την προσθήκη τους με το άρθρο 4 ν. 4021/2011 και πριν από την κατάργησή τους με το άρθρο 166 παρ. 1 ν. 4261/2014, έχουν δε εν προκειμένω εφαρμογή), αναμορφώθηκε το δίκαιο εξυγιάνσεως και εκκαθαρίσεως των πιστωτικών ιδρυμάτων. Μεταξύ των μέτρων εξυγιάνσεως περιλαμβάνονταν η εντολή μεταβιβάσεως περιουσιακών στοιχείων πιστωτικού ιδρύματος και η σύσταση μεταβατικού πιστωτικού ιδρύματος, οι οποίες προβλέπονταν αντίστοιχα από τα άρθρα 63Δ και 63Ε ν. 3601/2007, όπως ίσχυε κατά τ' ανωτέρω.
Ειδικότερα: Κατά το άρθρο 63Δ παρ. 1: "Η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται με απόφασή της να υποχρεώσει πιστωτικό ίδρυμα στη μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων του προς άλλο πιστωτικό ίδρυμα ή προς άλλο πρόσωπο. Τα προς μεταβίβαση περιουσιακά στοιχεία προσδιορίζονται στην απόφαση του προηγούμενου εδαφίου και μπορούν να είναι δικαιώματα, απαιτήσεις, υποχρεώσεις ή και συμβατικές σχέσεις". Κατά το άρθρο 63Ε παρ. 1 εδ. α: "Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, κατόπιν εισήγησης της Τράπεζας της Ελλάδος δύναται, για λόγους δημοσίου συμφέροντος, να συσταθεί μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα, προς το οποίο μεταβιβάζεται το σύνολο ή μέρος των περιουσιακών στοιχείων του αρχικού πιστωτικού ιδρύματος, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 63Δ παράγραφοι 5 έως 12". Κατά το άρθρο 63Ε παρ. 2: "Η απόφαση της παραγράφου 1 καταχωρίζεται στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο.
Με την καταχώριση αυτή, το μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα αποκτά νομική προσωπικότητα. Κοινοποιείται αυθημερόν στην Τράπεζα της Ελλάδος, στο Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων, Επενδύσεων και Εξυγίανσης και στο Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας". Κατά το άρθρο 63Δ παρ. 5 εδ. γ και δ, που κατά την προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρο 63Ε παρ. 1 εδ. α εφαρμόζεται και στην περίπτωση της συστάσεως μεταβατικού πιστωτικού ιδρύματος: "Για το κύρος της μεταβίβασης και το αντιτάξιμό της έναντι τρίτων, οι οποίοι είναι υποκείμενα δικαιωμάτων, υποχρεώσεων ή συμβατικών σχέσεων που μεταφέρονται στο προς η μεταβίβαση πιστωτικό ίδρυμα, δεν απαιτείται αναγγελία προς αυτούς ή συναίνεσή τους. Εκκρεμείς δίκες που σχετίζονται με τα μεταβιβαζόμενα περιουσιακά στοιχεία, συνεχίζονται από το προς η μεταβίβαση πιστωτικό ίδρυμα, χωρίς διακοπή της δίκης και χωρίς να απαιτείται δήλωση για την επανάληψή τους".
Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι με τη σύσταση μεταβατικού πιστωτικού ιδρύματος επέρχεται ex lege υποκατάσταση του αποκτώντος πιστωτικού ιδρύματος στα δικαιώματα και υποχρεώσεις του αρχικού υπό εξυγίανση πιστωτικού ιδρύματος ως προς τις έννομες σχέσεις που μεταβιβάστηκαν σ' αυτό και συνακόλουθα ex lege μετατόπιση της νομιμοποιήσεώς του, αφού υπεισέρχεται στη δικονομική θέση του αρχικού πιστωτικού ιδρύματος ως προς τις δίκες που σχετίζονται με τα μεταβιβαζόμενα περιουσιακά στοιχεία. Η δε υπό εξυγίανση τραπεζική επιχείρηση μπορεί να συνεχίσει να λειτουργεί ως προς το αντικείμενο που συνίσταται στα περιουσιακά στοιχεία που δεν έχουν μεταβιβαστεί, άλλως, εφόσον ανακαλείται η άδεια λειτουργίας της και τίθεται σε ειδική εκκαθάριση με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος, συνεχίζει να υπάρχει για τις ανάγκες της εκκαθαρίσεως (άρθρο 68 ν. 3601/2007).
Περαιτέρω με την ... απόφαση του Υπουργού Οικονομικών (ΦΕΚ ...), που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 63Ε παρ.1 του ισχύοντος κατά την έκδοσή της ν.3691/2007, αποφασίσθηκε η σύσταση μεταβατικού πιστωτικού ιδρύματος με την επωνυμία "..." και στο Παράρτημα 1 της ως άνω απόφασης, ορίσθηκαν τα ακόλουθα: "ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1.1. Στο πιστωτικό ίδρυμα με την επωνυμία "..." (εφεξής: "...") μεταβιβάζονται όλες οι συμβατικές σχέσεις του πιστωτικού ιδρύματος με την επωνυμία "..." (εφεξής: "...") με τρίτους, στις οποίες υποκαθίσταται πλέον πλήρως η "...", καθώς και το σύνολο του ενεργητικού και παθητικού της "..." (δικαιώματα, αξιώσεις, υποχρεώσεις και βάρη κάθε είδους), εκτός από τις συμβατικές σχέσεις και τα περιουσιακά στοιχεία που περιγράφονται στη συνέχεια στον αριθμό 2 υπό στοιχεία α) έως και ιζ), που αναφέρονται εφεξής συνολικά ως "μη μεταβιβαζόμενα στοιχεία".
Στα περιουσιακά στοιχεία (συμβατικές σχέσεις, ενεργητικό και παθητικό) που θα μεταβιβασθούν στη "..." συγκαταλέγονται, εκτός αν περιλαμβάνονται στα μη μεταβιβαζόμενα στοιχεία, ιδίως τα ακόλουθα: α) τα ταμειακά διαθέσιμα της "...", εκτός από αυτά που περιλαμβάνονται στα στα μη μεταβιβαζόμενα στοιχεία.
β) Οι έννομες σχέσεις της "...", που πηγάζουν ή σχετίζονται με καταθέσεις της στην Τράπεζα της Ελλάδος στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και τα ελάχιστα υποχρεωτικά αποθεματικά.
γ) Οι έννομες σχέσεις της "...", που πηγάζουν ή σχετίζονται με καταθέσεις και τραπεζικούς λογαριασμούς που η "...", τηρεί σε πιστωτικά ιδρύματα της Ελλάδος ή του εξωτερικού.
δ) Οι έννομες σχέσεις της "...", που πηγάζουν ή σχετίζονται με δανειακές ή άλλου είδους πιστοδοτικές συμβάσεις που έχει καταρτίσει με πιστωτικά ιδρύματα.
ε) Οι έννομες σχέσεις της "...", έναντι πελατών της που πηγάζουν ή σχετίζονται με δανειακές ή άλλου είδους πιστοδοτικές συμβάσεις με αυτούς. Από τη μεταβίβαση εξαιρούνται έννομες σχέσεις οι οποίες πηγάζοϋν ή σχετίζονται με δανειακές ή άλλου είδους πιστοδοτικές συμβάσεις με πελάτες της "..." που περιλαμβάνονται στα μη μεταβιβαζόμενα στοιχεία,
στ) το σύνολο των έννομων σχέσεων της "..." έναντι πελατών της που απασχολούνται σε υπηρεσίες του Δημοσίου τομέα, καθώς και σε εταιρείες του ευρύτερου δημοσίου τομέα, ή απασχολούνταν κατά το παρελθόν σε αυτές και σήμερα είναι συνταξιούχοι, οι οποίες ειδικότερα πηγάζουν ή σχετίζονται με δανειακές ή άλλου είδους πιστοδοτικές συμβάσεις με αυτούς, χωρίς να υπόκεινται στο κριτήριο περί μη μεταβίβασης βάσει της παρ. 2, στοιχείο ια).
ζ) Χωρίς να υπόκεινται στο κριτήριο περί μη μεταβίβασης βάσει της παρ. 2, στοιχείο ια), οι έννομες σχέσεις της "..." που πηγάζουν ή σχετίζονται με δανειακές ή άλλου είδους πιστοδοτικές συμβάσεις υπαχθείσες στο πρόγραμμα "..." που έχει καταρτίσει η "..." κατ' εφαρμογή των διατάξεων της παρ. 12 του άρθρου 10 του ν. 3082/2002 όπως ισχύει και διέπονται από τον από 2004 "Γενικό Κανονισμό …" και την σχετική απόφαση του Δ.Σ. της "...", ληφθείσα κατά τη 17η Συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου της "..." την 23.9.2003. η) Οι έννομες σχέσεις της "..." έναντι πελατών της που πηγάζουν ή σχετίζονται με δανειακές ή άλλου είδους πιστοδοτικές συμβάσεις με αυτούς, οι οποίες έχουν τιτλοποιηθεί μέσω της έκδοσης τίτλων από την εταιρεία ειδικού σκοπού "...", χωρίς να υπόκεινται στο κριτήριο περί μη μεταβίβασης βάσει της παρ. 2 στοιχείο ια).
θ) Οι συμβάσεις που έχει συνάψει η "..." με φορείς της Γενικής Κυβέρνησης όπως περιλαμβάνονται στο Μητρώο Φορέων Γενικής Κυβέρνησης της "ΕΛ.ΣΤΑΤ.", όπως ισχύει, και με εταιρείες του στενού και ευρύτερου Δημοσίου Τομέα, καθώς και με ασφαλιστικούς φορείς, οι οποίες σε σχέση με δανειακές ή άλλου είδους πιστοδοτικές συμβάσεις, εξυπηρετούν τη διαχείριση της αποπληρωμής υποχρεώσεων υπαλλήλων που λαμβάνουν τη μισθοδοσία τους ή συνταξιούχων που λαμβάνουν τη σύνταξη τους από τους ως άνω φορείς ή εταιρείες. ι) Οι έννομες σχέσεις της "..." που πηγάζουν ή σχετίζονται με συμβάσεις πώλησης με σύμφωνα επαναγοράς (REPOS και REVERSE REPOS) που έχει καταρτίσει η "...".
ια) Οι έννομες σχέσεις της "..." που πηγάζουν ή σχετίζονται με συμβάσεις μίσθωσης ή πώλησης κινητής ή ακίνητης περιουσίας, τόσο στις περιπτώσεις που η "..." έχει συμβληθεί ως μισθωτής ή αγοραστής όσο και στις περιπτώσεις που η "..." έχει συμβληθεί ως εκμισθωτής ή πωλητής. ιβ) Δικαιώματα, ενοχικά και εμπράγματα, της "..." επί αξιόγραφων, εγχάρτων ή άυλων, και επί χρηματοπιστωτικών μέσων, εγχάρτων ή άυλων, συμπεριλαμβανομένων μετοχών, ομολόγων, παραγωγών, επιταγών και άλλων χρεογράφων, εκτός από αυτά που περιλαμβάνονται στα μη μεταβιβαζόμενα στοιχεία, ιγ) Οι τίτλοι που ανήκουν στην "..." λόγω της υπαγωγής της στις διατάξεις του ν. 3723/2008, όπως ισχύει και συγκεκριμένα το ειδικό ομόλογο (που εκδόθηκε σύμφωνα με το άρθρο 1 του ν. 3723/2008) με ...ονομαστικής αξίας ευρώ 225εκ, καθώς και το ειδικό ομόλογο (που εκδόθηκε σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 3723/2008) με ... ονομαστικής αξίας ευρώ 329εκ. ιδ) Εμπράγματα δικαιώματα της "..." επί κινητών και ακινήτων, ιε) Όλες οι απαιτήσεις και οι υποχρεώσεις της "..." κατά του Ελληνικού Δημοσίου και Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, εκτός από αυτές που περιλαμβάνονται στα μη μεταβιβαζόμενα στοιχεία, ιστ) Οι έννομες σχέσεις που πηγάζουν ή σχετίζονται με συμβάσεις ανοίγματος τραπεζικών λογαριασμών και οι υποχρεώσεις της "..." από κάθε είδους καταθέσεις πελατών της σε αυτήν, συμπεριλαμβανομένων των καταθέσεων άλλων πιστωτικών ιδρυμάτων στην "...", ανεξαρτήτως του ορίου και των εξαιρέσεων του ν. 3746/2009. Εντολές πληρωμής, πιστωτικές ή χρεωστικές, με αναφορά σε κάποιον από τους παραπάνω λογαριασμούς, που είχαν δοθεί αλλά δεν είχαν εκτελεστεί έως την ανάκληση της άδειας εκτελούνται πλέον από την "...". Επιταγές που αναφέρουν ως πληρώτρια τράπεζα την "..." θεωρούνται ότι αναγράφουν ως πληρώτρια τράπεζα την "...", με όλες τις σχετικές συνέπειες, και σύρονται επί των παραπάνω λογαριασμών. Ιζ)Οι έννομες σχέσεις από δανειακές ή άλλου είδους πιστοδοτικές συμβάσεις της "..." με την Τράπεζα της Ελλάδος ή άλλα μέλη του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών, συμπεριλαμβανομένων και των πιστοδοτικών συμβάσεων για την παροχή έκτακτης ρευστότητας από την Τράπεζα της Ελλάδος, ιη) Οι έννομες σχέσεις και κάθε είδους υποχρεώσεις και δικαιώματα της "..." που απορρέουν από την καθ' οποιονδήποτε τρόπο συμμετοχή της σε οργανωμένες αγορές, χρηματιστήρια, συστήματα συμψηφισμού, συστήματα πληρωμών, καθώς και συστήματα εκκαθάρισης και/ή διακανονισμού χρηματοπιστωτικών μέσων, περιλαμβανομένων και των υποχρεώσεων και δικαιωμάτων που σχετίζονται με εντολές οι οποίες έχουν εισαχθεί στα ως άνω συστήματα πριν από τη μεταβίβαση των περιουσιακών στοιχείων της "..." σύμφωνα με την παρούσα απόφαση και οι οποίες δεν έχουν εκκαθαριστεί, συμψηφιστεί ή διακανονιστεί έως τον χρόνο αυτόν, ιθ) Ο διακριτικός τίτλος και τα σήματα της "...",
κ) Έννομες σχέσεις της "..." από συμβάσεις οι οποίες εξυπηρετούν τη λειτουργία της, πλην εκείνων που δεν μεταβιβάζονται, κα) Δικαιώματα και υποχρεώσεις που απορρέουν από τη σύμβαση που έχει υπογράψει η "..." με την εταιρεία "..." (και διακριτικό τίτλο "... ΑΕ"), όπως ισχύει. κβ) Δικαιώματα και υποχρεώσεις που απορρέουν από τη "Συμφωνία Μετόχων" που έχει υπογράψει η "..." με την εταιρεία "...", όπως ισχύει, κγ) Δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας της "...", συμπεριλαμβανομένων ιδίως των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, δικαιωμάτων ευρεσιτεχνίας, δικαιωμάτων επί λογισμικού, αποκλειστικές ή μη άδειες χρήσης επί προϊόντων διανοητικής ιδιοκτησίας, κλπ. κδ) Δικαιώματα και συμβατικές σχέσεις που σχετίζονται με τη λειτουργία ή την εξασφάλιση μεταβιβαζόμενων στοιχείων του ενεργητικού, όπως ιδίως απαιτήσεις και εμπράγματα δικαιώματα επί κινητών ή ακινήτων που έχουν μεταβιβαστεί καταπιστευτικά στην "...", έγχαρτα ή άυλα αξιόγραφα {όπως ιδίως επιταγές), έγχαρτα ή άυλα χρηματοπιστωτικά μέσα που έχουν μεταβιβαστεί στην "..." προς εξασφάλιση απαιτήσεων της, δικαιώματα επίσχεσης ή συμψηφισμού, κε) Έννομες σχέσεις από συμβάσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών της "...", κστ) Οι αξιώσεις της "..." για αποζημίωση, ανεξαρτήτως αιτίας και θεμελίωσης (ενδο-συμβατική ή άλλη), συμπεριλαμβανομένων και αξιώσεων της για καταβολή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ανεξαρτήτως αιτίας, καθώς και αξιώσεις αδικαιολόγητου πλουτισμού. Από τη μεταβίβαση εξαιρούνται αξιώσεις που συνδέονται με μη μεταβιβαζόμενα στοιχεία, κζ) Τα δικαιώματα και υποχρεώσεις της "..." έναντι του ΤΕΚΕ, ως είχαν προ της ανάκλησης της αδείας της "...", κη) Όλες οι απαιτήσεις έναντι του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, ως είχαν προ της ανάκλησης της αδείας της "...", κθ) Όλες οι απαιτήσεις και τα δικαιώματα, ενοχικά και εμπράγματα, της "..." που σχετίζονται με την εταιρεία ειδικού σκοπού "...", συμπεριλαμβανομένων κάθε είδους δικαιωμάτων της "..." επί μετοχών της προαναφερόμενης εταιρείας ειδικού σκοπού,
λ) Οι τίτλοι που έχει εκδώσει η υπό στοιχείο κθ) εταιρεία ειδικού σκοπού, και συγκεκριμένα οι τίτλοι με ... ονομαστικής αξίας € 2,5εκ. λα) Οι έννομες σχέσεις οι πηγάζουσες από την έκδοση εγγυητικών επιστολών ή από άλλου είδους εγγυοδοτικές συμβάσεις της "..." και τα συναφή με αυτές αναγωγικά δικαιώματα της "..." έναντι πελατών της ή τρίτων, εφόσον δεν σχετίζονται με δανειακές ή άλλου είδους πιστοδοτικές συμβάσεις με πελάτες οι οποίες δεν μεταβιβάζονται.
2. Δεν μεταβιβάζονται στην "..." τα περιουσιακά στοιχεία {ενεργητικό, παθητικό και έννομες σχέσεις από συμβάσεις) που περιγράφονται αμέσως παρακάτω υπό τα στοιχεία α) έως και ιζ) (μη μεταβιβαζόμενα στοιχεία). Τα μη μεταβιβαζόμενα στοιχεία διατηρούνται υπό τη δικαιοκτησία (ενεργητικό) της "..." ή συνεχίζουν να βαρύνουν (παθητικό) την "...". Εφόσον στα μη μεταβιβαζόμενα στοιχεία περιλαμβάνονται συμβατικές σχέσεις, σ' αυτές συμβαλλόμενη παραμένει η "...".
Τα μη μεταβιβαζόμενα στοιχεία είναι τα ακόλουθα: α) Οι έννομες σχέσεις της "..." με τρίτους που πηγάζουν ή σχετίζονται με συμβάσεις εργασίας που έχει καταρτίσει η "...", περιλαμβανομένων των προκαταβολών μισθών,
β) Οι υποχρεώσεις και τα δικαιώματα της "..." έναντι των μετόχων της, που απορρέουν από τη μετοχική σχέση, συμπεριλαμβανομένων των υποχρεώσεων της "..." για καταβολή μερισμάτων που έχουν εγκριθεί για προηγούμενες χρήσεις, τα οποία δεν έχουν αναληφθεί από τους δικαιούχους, και, σε περίπτωση παραγραφής, η υποχρέωση της "..." για καταβολή τους στο Ελληνικό Δημόσιο,
γ) Όλα τα δικαιώματα, ενοχικά και εμπράγματα, της "..." επί μετοχών των εταιρειών "...", "...", "…", "…" και "…",
δ) Οι έννομες σχέσεις από δανειακές συμβάσεις ή άλλου είδους πιστοδοτικές συμβάσεις της "..." με τις εταιρείες υπό στοιχείο γ) της παρούσας παραγράφου, συμπεριλαμβανομένων και αναγωγικών δικαιωμάτων της ..." από την έκδοση εγγυητικών επιστολών ή από άλλου είδους εγγυοδοτικές συμβάσεις της "..." με τις υπό στοιχείο γ) εταιρείες,
ε) Όλες οι αξιώσεις και υποχρεώσεις της "..." έναντι τρίτων, περιλαμβανομένων και των υπαλλήλων της "...", για καταβολή αποζημίωσης από οποιαδήποτε (συμβατική ή εξωσυμβατική) αιτία, για καταβολή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, καθώς και για απόδοση αδικαιολόγητου πλουτισμού, εφόσον συνδέονται με τα μη μεταβιβαζόμενα στοιχεία,
στ) Οι υποχρεώσεις που κατά το νόμο ικανοποιούνται από το προϊόν της εκκαθάρισης της "...",
ζ) Οι αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις και υποχρεώσεις της "..." κατά του Ελληνικού Δημοσίου.
η) Οι φορολογικές απαιτήσεις και υποχρεώσεις της "...", βάρη και τέλη κάθε είδους, ανεξάρτητα από το εάν έχουν γεννηθεί και αν έχουν βεβαιωθεί κατά το χρόνο μεταβίβασης των περιουσιακών στοιχείων της "..." σύμφωνα με την παρούσα απόφαση. Ιδίως, δε μεταβιβάζονται υποχρεώσεις για καταβολή ή προκαταβολή φόρων κάθε είδους που παρακρατήθηκαν στο χρονικό διάστημα έως τη μεταβίβαση των περιουσιακών στοιχείων της "..." σύμφωνα με την παρούσα απόφαση, για καταβολή τελών ή εισφορών που αφορούν παροχές για το παραπάνω χρονικό διάστημα, για πληρωμή προστίμων (ανεξάρτητα από τον χρόνο επιβολής) για πράξεις ή παραλείψεις της "..." που συντελέστηκαν στο παραπάνω χρονικό διάστημα, για καταβολή συμπληρωματικού ή επιπρόσθετου φόρου αναφορικά με το παραπάνω χρονικό διάστημα,
θ) Οι απαιτήσεις και οι υποχρεώσεις της "..." κάθε είδους έναντι ασφαλιστικών φορέων, οι οποίες αφορούν το χρονικό διάστημα έως τη μεταβίβαση των περιουσιακών στοιχείων της "..." σύμφωνα με την παρούσα απόφαση,
ι) οι υποχρεώσεις της "..." έναντι της ασφαλιστικής εταιρείας "…" που αφορούν την παροχή πρόσθετης ασφάλισης των υπαλλήλων της "...", ια) Οι έννομες σχέσεις της "..." έναντι πελατών της από δανειακές ή άλλου είδους πιστοδοτικές συμβάσεις της "...", συμπεριλαμβανομένων και αναγωγικών δικαιωμάτων της από την έκδοση εγγυητικών επιστολών ή από άλλου είδους εγγυοδοτικές συμβάσεις της "..." με τρίτους, οι οποίες αφορούν: ι. Οφειλές που αφορούν την αγορά ή την επισκευή ακινήτου που χρησιμοποιείται ή πρόκειται να χρησιμοποιηθεί ως κατοικία, οι οποίες ασφαλίζονται με εμπράγματη ασφάλεια επί του εν λόγω ακινήτου, εφόσον ο πιστούχος βρίσκεται σε υπερημερία άνω των εκατόν ογδόντα (180) ημερών και το συνολικό ποσό της καθυστέρησης υπερβαίνει το 2% επί της συνολικής εναπομένουσας οφειλής. Από το εν λόγω κριτήρια εξαιρούνται οι οφειλές για τις οποίες η συνολική αξία της οφειλής δεν υπερβαίνει το εβδομήντα πέντε τοις εκατό (75%) της αγοραίας αξίας του υπέγγυου ακινήτου, ιι. Οφειλές οι οποίες δεν εμπίπτουν στην ανωτέρω κατηγορία, εφόσον ο πιστούχος βρίσκεται σε υπερημερία άνω των ενενήντα (90) ημερών και το συνολικό ποσό της καθυστέρησης υπερβαίνει το 2% της συνολικής εναπομένουσας οφειλής, ιβ) Τα δικαιώματα και οι έννομες σχέσεις που σχετίζονται με τη λειτουργία ή την εξασφάλιση μη μεταβιβαζόμενων στοιχείων του ενεργητικού, όπως ιδίως απαιτήσεις και εμπράγματα δικαιώματα επί κινητών ή ακινήτων που έχουν μεταβιβαστεί καταπιστευτικά στην "..." προς εξασφάλιση μη μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων της, δικαιώματα επίσχεσης ή συμψηφισμού, ιγ) Οι συμβάσεις που έχει συνάψει η "..." με τρίτους και αφορούν: i) χορηγίες της "..." προς φυσικά ή νομικά πρόσωπα, ii) την παροχή διαφημιστικών υπηρεσιών και ιϋ) την απασχόληση παρεχόμενου προσωπικού, ιδ) Οι απαιτήσεις της "..." έναντι του υπό ειδική εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος "…" και οι οποίες απορρέουν από τη μετοχική σχέση. ιε) Οι απαιτήσεις της "..." από τον Επενδυτικό Λογαριασμό για την κάλυψη παροχών του προγράμματος "...", ιστ) Τυχόν υπεραξία που προέκυψε από την απόκτηση των περιουσιακών στοιχείων της "…" δυνάμει της απόφασης ΕΠΑΘ .... ιζ) Ποσό ευρώ δεκαέξι εκατομμυρίων ευρώ (€16.000.000) από τα ταμειακά διαθέσιμα της "...".
3. [,..]. Από την αντιπαραβολή των διατάξεων των παραγράφων 1 και 2 του παραρτήματος I της ως άνω με αριθμό ... απόφασης του Υπουργού Οικονομικών προκύπτει με σαφήνεια ότι στο μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα με την επωνυμία "..." μεταβιβάζονται όλες οι συμβατικές σχέσεις του πιστωτικού ιδρύματος "...", οι οποίες ενδεικτικά και μόνο προσδιορίζονται στην παράγραφο 1 του παραρτήματος υπό τα γράμματα α έως και λα και αποκλείονται της μεταβίβασης μόνον οι συμβατικές σχέσεις του πιστωτικού ιδρύματος "..." που κατά τρόπο αποκλειστικό (και όχι ενδεικτικό) περιγράφονται στις περιπτώσεις α έως ιζ της παραγράφου 2 του Παραρτήματος I.
Εξάλλου, κατά το άρθρο 1 του ν. 2318/19.6.1995 "περί του Κώδικα δικαστικών επιμελητών", όπως ο νόμος αυτός ίσχυε κατά τον ένδικο χρόνο (το έτος 2009), ο δικαστικός επιμελητής είναι άμισθος δημόσιος λειτουργός, έργο του οποίου είναι η ενέργεια επίδοσης δικογράφων και εξώδικων εγγράφων, η εκτέλεση των κατά το άρθρο 904 § 2 ΚΠολΔ εκτελεστών τίτλων και η εκτέλεση κάθε άλλου καθήκοντος που του έχει ανατεθεί με νόμο, τα δε καθήκοντα του τα ασκεί μόνο στην περιφέρεια του Πρωτοδικείου που είναι διορισμένος, με εξαίρεση τις περιπτώσεις του άρθρου 43 του ίδιου νόμου, ενώ οι δικαστικοί επιμελητές των Πρωτοδικείων Αθήνας-Πειραιά μπορούν να ασκούν τα καθήκοντα τους στις περιφέρειες και των δύο Πρωτοδικείων. Περαιτέρω στα άρθρα 49 και 50 του ίδιου νόμου, όπως το άρθρο 50 ίσχυε πριν την τροποποίησή του με το άρθρο 2 υπό παρ. Γ.1 παρ. 3 του ν. 4336/2015 (ΦΕΚ Α' 94), ως εκ του κρίσιμου χρόνου (Φεβρουάριος έως Ιούλιος του έτους 2009) ορίζεται ότι: Ό δικαστικός επιμελητής δικαιούται για κάθε ενέργεια να λάβει από τον εντολέα του τη νόμιμη αμοιβή, καθώς και κάθε δαπάνη που απαιτείται για την πραγματοποίηση της εντολής. Περισσότεροι του ενός εντολείς ευθύνονται εις ολόκληρον. Ο δικαστικός επιμελητής δικαιούται να αξιώσει πριν από κάθε ενέργεια προκαταβολή ολόκληρης ή μέρους της αμοιβής του, την απαιτούμενη δαπάνη και την αναγκαία, κατά περίπτωση, τεχνική συνδρομή για κάθε πράξη - άρθρο 49". "Οι αμοιβές των δικαστικών επιμελητών καθορίζονται κάθε φορά με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Δικαιοσύνης, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως - άρθ. 50-".
Τέλος, κατά τον ως άνω κρίσιμο χρόνο, τα κατώτατα όρια αμοιβών των δικαστικών επιμελητών καθορίζονταν με τη με αριθμό 2/54638/0022/13.8.2008 (ΦΕΚ Β 1716/26.8.2008) κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Δικαιοσύνης περί "Καθορισμού αμοιβών δικαστικών επιμελητών", όπως αυτή διορθώθηκε με το ΦΕΚ Γ 1916/18.9.2008. Από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων των παραγράφων 1 και 2 του Παραρτήματος 1 της με αριθμό ... απόφασης του Υπουργού Οικονομικών, των άρθρων 1, 49 και 50 του ν. 2318/19.6.1995 και 648 επ. και 713 ΑΚ, σαφώς συνάγονται τα εξής: Ο δικαστικός επιμελητής είναι άμισθος δημόσιος λειτουργός, ταγμένος στην εκτέλεση και εφαρμογή του δικαίου, ενεργεί ελεύθερα έναντι του εντολέα του και εντός των οριζόμενων από τον κώδικα δικαστικών επιμελητών ορίων και η μεταξύ αυτού και του εντολέα του σχέση είναι εκείνη της έμμισθης εντολής (ΑΠ 60/2023, ΑΠ 1628/2022) και β) Η αξίωση του δικαστικού επιμελητή για την καταβολή της καθοριζόμενης με τη με αριθμό 2/54638/0022/13.8.2008 Κοινής Υπουργικής Απόφασης αμοιβής του, που υφίστατο σε βάρος του πιστωτικού ιδρύματος με την επωνυμία "..." και που αφορά στις κατ' εντολή του τελευταίου επιδόσεις εγγράφων, μεταβιβάστηκε στο μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα με την επωνυμία "...", που συστάθηκε με την ... απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, καθότι η εν λόγω αξίωση, θεμελιούμενη στη συμβατική σχέση της έμμισθης εντολής, δεν περιλαμβάνεται στις περιοριστικά καθοριζόμενες περιπτώσεις της παραγράφου 2 του Παραρτήματος I της ως άνω Υπουργικής Απόφασης, που παρατέθηκαν και που ρητά εξαιρέθηκαν από τη μεταβίβασή τους και, συνεπώς, συγκαταλέγεται μεταξύ των μεταβιβαζόμενων στοιχείων, που, όπως ήδη αναφέρθηκε, ενδεικτικά (βλ. τη λέξη ιδίως στο 2ο εδάφιο της παρ. 1 του Παραρτήματος 1) παρατίθενται στις περιπτώσεις α έως και λα της παραγράφου 1 του Παραρτήματος 1 της ίδιας Υπουργικής Απόφασης.
Περαιτέρω, για τη νομιμοποίηση προς διεξαγωγή συγκεκριμένης δίκης αρκεί κατ' αρχήν ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι υποκείμενα της επίδικης ουσιαστικής έννομης σχέσης, ότι, δηλαδή, ο ίδιος είναι φορέας του ασκούμενου επίδικου δικαιώματος και ο εναγόμενος της αντίστοιχης υποχρέωσης. Ποια πρόσωπα είναι φορείς συγκεκριμένων δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων ορίζεται από το ουσιαστικό δίκαιο, που επιτρέπει την άσκηση της αγωγής. Ο αναιρετικός έλεγχος της νομιμοποίησης προς διεξαγωγή συγκεκριμένης δίκης γίνεται με το λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, διότι κατά τον ΚΠολΔ η νομιμοποίηση των διαδίκων νοείται ως η εξουσία διεξαγωγής συγκεκριμένης δίκης (ΟλΑΠ 18/2005, ΟλΑΠ 25/2008). Επειδή, λοιπόν, το ουσιαστικό δίκαιο καθορίζει το αντικείμενο της έννομης σχέσεις, αλλά και τους φορείς, η τυχόν εσφαλμένη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας για το ζήτημα της νομιμοποίησης κάποιου διαδίκου, σημαίνει ότι το σφάλμα αυτό οφείλεται σε παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου (ΑΠ 1189/2022, ΑΠ 55/2022, ΑΠ 647/2021, ΑΠ 441/2020).
Ειδικότερα, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 παρ.1 εδ. α του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνο, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ' αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013, ΟλΑΠ 7/2006, ΑΠ 319/2017).
Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Στην τελευταία δε περίπτωση, η παραβίαση του κανόνα αυτού ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο αποκλειστικώς και μόνο με βάση τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν ή ότι δεν αποδείχθηκαν (ΑΠ 319/2017, ΑΠ 1420/2013). Ψευδής δε ερμηνεία είναι η απόδοση στο συγκεκριμένο κανόνα ουσιαστικού δικαίου μη αληθινής και μη αρμόζουσας έννοιας, καθώς και όταν αποδόθηκε σ' αυτόν από το δικαστή περιορισμένη ή στενή έννοια (ΑΠ 140/2022, ΑΠ 826/2018, ΑΠ 566/2013, ΑΠ 62/2005).
Επιπρόσθετα, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 εδ. α του Συντάγματος που επιτάσσει ότι κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά "έλλειψη αιτιολογίας", ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της "ανεπαρκής αιτιολογία", ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους "αντιφατική αιτιολογία" (ΟλΑΠ 1/1999).
Ειδικότερα αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που αναγράφονται σε αυτήν και στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμα της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή κατάλυση του επιδίκου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή η μη της συγκεκριμένης ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης.
Αντίστοιχα ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι όμως όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006). Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΑΠ 319/2017).
Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο αναίρεσης, κατά τα δεύτερο και τρίτο σκέλη αυτού,... η αναιρεσείουσα Τράπεζα αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση τις από τους αριθμούς 19 και 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ αναιρετικές πλημμέλειες, αιτιώμενη ότι χωρίς αιτιολογία και κατ' εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των άρθρων 63 Α, 63 Β, 63 Γ, 63 Δ, 63 Ε, 63 ΣΤ και 632 (προφανώς εννοεί 63Ζ) του ν. 3601/2007 όπως ισχύουν μετά την προσθήκη τους με το άρθρο 4 του ν. 4021/2011 και πριν την κατάργησή τους με το άρθρο 166 παρ. 1 του ν. 4261/2014, το Εφετείο δέχθηκε ότι η ασκούμενη με την ένδικη αγωγή αξίωση του αναιρεσίβλητου, που αφορά αξιώσεις, που αυτός είχε κατά του (δεύτερου εναγομένου και μη διαδίκου στην αναιρετική δίκη) πιστωτικού ιδρύματος με την επωνυμία "...", για τη νόμιμη αμοιβή του από επιδόσεις εγγράφων που ενήργησε κατ' εντολή του τελευταίου, έχουν μεταβιβασθεί στο μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα με την επωνυμία "...", το οποίο, ακολούθως, απορροφήθηκε με συγχώνευση από την πρώτη εναγόμενη -εκκαλούσα Τράπεζα "...", της οποία καθολική διάδοχος είναι η αναιρεσείουσα.
Από την κατά το άρθρο 561 παρ. 2 του ΚΠολΔ επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το Εφετείο, αφού στη μείζονα σκέψη της προσβαλλόμενης απόφασης ανέπτυξε τις διατάξεις των άρθρων 1, 49 και 50 του ν. 2318/1995 "Κώδικας Δικαστικών Επιμελητών" , των άρθρων 63 A, 63Β, 63Γ, 63Δ, 63 Ε, 63 ΣΤ και 63 Ζ του ν. 3601/2007, όπως ίσχυαν μετά την προσθήκη τους με το άρθρο 4 του ν. 4021/2011 και πριν από την κατάργησή τους με το άρθρο 166 παρ. 1 του ν. 4261/2014, και τις παραγράφους 1 και 2 του Παραρτήματος 1 της κατ' εξουσιοδότηση της παρ. 1 του άρθρου 63 Ε εκδοθείσας με αριθμό ... απόφασης του Υπουργού Οικονομικών, στη συνέχεια, μετά από την εκτίμηση των με επίκληση από τους διαδίκους προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε τα ακόλουθα:
Ότι μεταξύ του ενάγοντος (ήδη αναιρεσίβλητου), ο οποίος είναι δικαστικός επιμελητής και της δεύτερης εναγομένης "..." (μη διαδίκου στην αναιρετική δίκη) καταρτίσθηκε προφορικά συμφωνία με βάση την οποία η δεύτερη εναγομένη ανέθεσε στον ενάγοντα από τον Φεβρουάριο του έτους 2009 έως και τον Ιούνιο του ίδιου έτους να προβεί σε συνολικά 11.083 επιδόσεις αναγγελιών της και συμβάσεων εκχωρήσεως απαιτήσεων, συγκοινοποιώντας συμβάσεις προσωπικών δανείων και συμβάσεις εξασφαλιστικών εκχωρήσεων απαιτήσεων μεταξύ αυτής και των συμβαλλομένων μαζί της και να συγκοινοποιήσει στον Υπουργό Οικονομικών τις εκθέσεις επίδοσης των ήδη επιδοθέντων ως άνω εγγράφων. Ότι ο ενάγων σε εκτέλεση της ανωτέρω συμφωνίας πραγματοποίησε νομότυπα και εμπρόθεσμα όλες τις επιδόσεις που περιγράφει στην απόφασή του και ότι παρέδωσε στη δεύτερη εναγομένη (μη διάδικο στην αναιρετική δίκη) τις σχετικές εκθέσεις επίδοσης τον μήνα Ιούλιο του ίδιου έτους, με συνέπεια να δικαιούται τη νόμιμη αμοιβή του που ανέρχεται συνολικά στο ποσό των 724.718,50 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου και του ΦΠΑ 23%. Ότι έναντι του ποσού αυτού ο ενάγων έλαβε 127.866 ευρώ, με συνέπεια να του οφείλεται η διαφορά των 596.852,50 ευρώ, την οποία, όπως είχε κριθεί και πρωτοδίκως οφείλει να του καταβάλει η πρώτη εναγόμενη -εκκαλούσα Τράπεζα, ως υπεισελθούσα (τελικά) στη θέση της δεύτερης εναγομένης και τελούσας υπό εκκαθάριση "..." (μη διαδίκου στην αναιρετική δίκη), σύμφωνα με τις παρατεθείσες στη μείζονα σκέψη της απόφασής του διατάξεις.
Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 1, 49 και 50 του ν. 2318/1995 "Κώδικας Δικαστικών Επιμελητών" , των άρθρων 63 A, 63Β, 63Γ, 63Δ και 63 Ε παρ. 1 του ν. 3601/2007, όπως ίσχυαν μετά την προσθήκη τους με το άρθρο 4 του ν. 4021/2011 και πριν από την κατάργησή τους με το άρθρο 166 παρ. 1 του ν. 4261/2014, των παραγράφων 1 και 2 του Παραρτήματος 1 της κατ' εξουσιοδότηση της παρ. 1 του άρθρου 63 Ε εκδοθείσας με αριθμό ... απόφασης του Υπουργού Οικονομικών, και των άρθρων 1, 49 και 50 του ν. 2318/19.6.1995 και 648 επ. και 713 ΑΚ, που αναλύονται στην προηγηθείσα νομική σκέψη, τις οποίες δεν παραβίασε και εκ πλαγίου. Τούτο διότι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο με συνοπτική αιτιολογία κατέληξε στο θεμελιούμενο στις ως άνω διατάξεις αποδεικτικό του πόρισμα ότι οι επίδικες αξιώσεις του αναιρεσίβλητου, ως προερχόμενες από τη εκτέλεση της μεταξύ αυτού και της δεύτερης εναγομένης "..." σύμβασης εντολής επίδοσης των εγγράφων και των επικυρωμένων αντιγράφων των εκθέσεων επιδόσεων που περιέγραψε αναλυτικά, συγκαταλέγονται στα στοιχεία, που κατά την παράγραφο 1 του Παραρτήματος 1 της με αριθμό ... απόφασης του Υπουργού Οικονομικών μεταβιβάσθηκαν στο μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα με την επωνυμία "...", το οποίο απορροφήθηκε στη συνέχεια από την πρώτη εναγομένη- εκκαλούσα Τράπεζα (της οποίας, όπως προεκτέθηκε, καθολική διάδοχος είναι η αναιρεσείουσα Τράπεζα).
Με βάση δε το ως άνω πόρισμά του ορθά απέρριψε τους πρώτο και δεύτερο λόγους της από 21.7.2017 (και με αριθμό κατάθεσης 563658/503936/2017) έφεσης της πρώτης εναγομένης -εκκαλούσας, επικυρώνοντας έτσι τη με αριθμό 103/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που είχε αποφανθεί ομοίως. Ενόψει αυτών, τα ως άνω αντίθετα υποστηριζόμενα με τα από τους αριθμούς 19 και 1 αντίστοιχα δεύτερο και τρίτο σκέλη του πρώτου λόγου αναίρεσης είναι αβάσιμα και απορριπτέα.
Περαιτέρω, η από μέρους του εναγόμενου προβαλλόμενη έλλειψη ενεργητικής ή παθητικής νομιμοποίησης δεν συνιστά ένσταση, αλλά άρνηση της βάσης της αγωγής και ως εκ τούτου δεν αποτελεί "πράγμα", που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ. (Ολομ. ΑΠ 18/2005, ΑΠ 260/2020, ΑΠ 656/2019). Εξάλλου, "πράγματα", κατά την έννοια της ίδιας πιο πάνω διάταξης, είναι και οι λόγοι έφεσης που περιέχουν παράπονα κατά της πρωτοβάθμιας δίκης, τα οποία αφορούν αυτοτελείς ισχυρισμούς (Ολ.ΑΠ 14/2004, Ολ.ΑΠ 25/2003 ΑΠ 5/2020). Επομένως, ο πρώτος, κατά το πρώτο σκέλος του, λόγος της αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο, υπό την επίκληση του αριθμού 8 εδάφ. β' του άρθρου 559 ΚΠολΔ, διατυπώνεται η αιτίαση, ότι το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν έλαβε υπόψη και δεν απάντησε στους πρώτο και δεύτερο λόγους της έφεσης της αναιρεσείουσας με τους οποίους αυτή παραδεκτά επανέφερε ενώπιόν του τον ουσιώδη και υποβληθέντα στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ισχυρισμό της περί έλλειψης παθητικής νομιμοποίησής της, είναι απαράδεκτος, εφόσον ο πιο πάνω ισχυρισμός δεν συνιστά "πράγμα", που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 647/2021).
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 106, 111 παρ. 2 και 216 παρ. 1 στοιχ. α και β του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η αγωγή πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου και ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς. Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται τα πιο πάνω στοιχεία ή όταν αυτά περιέχονται κατά τρόπο ελλιπή ή ασαφή, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά μη νομότυπη την άσκησή της, επιφέρει δε την απόρριψή της ως απαράδεκτης, λόγω αοριστίας, είτε αυτεπαγγέλτως, είτε κατόπιν προβολής σχετικού ισχυρισμού από τον εναγόμενο. Η αοριστία δε αυτή δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή στο περιεχόμενο άλλων εγγράφων της δίκης, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 108/2020, ΑΠ 837/2019, ΑΠ 1864/2011, ΑΠ 329/2007).
Περαιτέρω η νομική αοριστία της αγωγής, δηλαδή εκείνη που συνδέεται με τη νομική εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα, αποτελεί παράβαση που ελέγχεται με την διάταξη του άρθρου. 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ, αν το δικαστήριο για τον σχηματισμό της κρίσης του για τη νομική επάρκεια της αγωγής κατά την εφαρμογή κανόνα ουσιαστικού δικαίου αξίωσε περισσότερα ή διαφορετικά στοιχεία από τα απαιτούμενα κατά νόμο, κρίνοντας αυτήν ως αόριστη ή αντίθετα αρκέσθηκε σε λιγότερα από τα απαιτούμενα κατά νόμο στοιχεία κρίνοντας αυτήν ως ορισμένη. Πρόκειται δηλαδή και πάλι για παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ως προς τη διαπίστωση ή όχι νομικής αοριστίας της αγωγής (ή της ένστασης) (σχετ. ΟλΑΠ 18/1998, ΟλΑΠ 1573/1981, ΑΠ 108/2020, ΑΠ 515/2016, ΑΠ 991/2014, ΑΠ 57/2005).
Η αοριστία, όμως, της αγωγής μπορεί να μην είναι νομική, αλλά ποσοτική, όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν αναφέρονται με πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που αποτελούν τις προϋποθέσεις εφαρμογής του κανόνα δικαίου, στον οποίο σύμφωνα με το άρθρο 216 παρ. 1 στοιχ. α και β'' ΚΠολΔ στηρίζεται το αίτημα της αγωγής, ή ποιοτική, όταν γίνεται απλά επίκληση των όρων του νόμου, χωρίς ν' αναφέρονται τα θεμελιούντα την εφαρμογή του συγκεκριμένου κανόνα δικαίου πραγματικά περιστατικά. Στις περιπτώσεις αυτές η απόφαση ελέγχεται με βάση τις διατάξεις του άρθρου 559 αριθμοί 8 και 14 ΚΠολΔ (ΑΠ 108/2020, ΑΠ 180/2016, ΑΠ 34/2015, ΑΠ 1192/2012, ΑΠ 220/2012, ΑΠ 1125/2011).
Ειδικότερα όμως, εάν πρόκειται για αγωγή περί καταβολής αμοιβής, αποζημιώσεων ή/και εξόδων που δικάζεται κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από αμοιβές για την παροχή εργασίας (άρθρα 677-681 του ΚΠολΔ), το δικόγραφο αυτής πρέπει επιπλέον να περιέχει, σύμφωνα με το άρθρο 680 του ιδίου Κώδικα [το οποίο από 1 ης Ιανουαρίου 2016 έχει εμμέσως, πλην σαφώς, καταργηθεί με το τέταρτο άρθρο του Ν. 4335/2015, εφόσον δεν περιελήφθη αντίστοιχη διάταξη στον ΚΠολΔ, αλλά εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση ως εκ του χρόνου άσκησης της ένδικης αγωγής - ΑΠ 108/2020, ΑΠ 1251/2018, ΑΠ 441/2016], εκτός από όσα ορίζονται στο άρθρο 216 του ΚΠολΔ, και πίνακα που αναγράφει λεπτομερώς τις αιτούμενες αμοιβές ή τις αποζημιώσεις και τα έξοδα. Κάθε εργασία ή πράξη πρέπει να αναγράφεται χωριστά και απέναντι της ιδιαιτέρως η αμοιβή ή η αποζημίωση και τα έξοδα που έχουν καταβληθεί και μετά την απαρίθμησή τους πρέπει να αναγράφεται το άθροισμα των αμοιβών ή των αποζημιώσεων και των δικαστικών εξόδων. Μάλιστα, αν κάποιο ποσό έχει προκαταβληθεί, πρέπει, σε συμμόρφωση προς το καθήκον της αλήθειας (άρθρο 116 του ΚΠολΔ), να αναγράφεται αυτό κάτω από το άθροισμα [έστω και στο σύνολό του] και να αφαιρείται, ώστε να σημειώνεται το εναπομένον ποσό, του οποίου η πληρωμή διώκεται με την αγωγή (ΑΠ 441/2016). Αυτονόητη προϋπόθεση της εφαρμογής της ως άνω διάταξης του άρθρου 680 του ΚΠολΔ είναι η αγωγή να αφορά την επιδίωξη επί μέρους αξιώσεων για αμοιβές ή αποζημιώσεις ή έξοδα από μερικότερες εργασίες ή πράξεις εκ μέρους του δικαιούχου (δικαστικού επιμελητή, δικηγόρου, συμβολαιογράφου, μηχανικού, ιατρού κλπ), το συνολικό άθροισμα των οποίων αποτελεί και το αντικείμενο της ανοιγείσας με την αγωγή δίκης, οπότε έχει έννοια κατά νόμο η παράθεση του προαναφερόμενου πίνακα.
Συνεπώς, για το ορισμένο της αγωγής του δικαστικού επιμελητή, με την οποία ζητείται η ελάχιστη νόμιμη αμοιβή του για τις πράξεις που ενήργησε υπό την ισχύ των διατάξεων της με αριθμό 2/54638/022/13.8.2008 απόφασης των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Δικαιοσύνης, [η οποία εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση των άρθρων 49 και 50 του ν. 2318/1995 "Κώδικας Δικαστικών Επιμελητών", όπως ίσχυαν κατά τον ένδικο χρόνο (Φεβρουάριο έως και Ιούλιο του έτους 2009) και η οποία δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ Β 1716/26.8.2008, στη συνέχεια δε διορθώθηκε στο ΦΕΚ Β 916/18.9.2008], πρέπει στο οικείο δικόγραφο να διαλαμβάνεται: α) η ανάθεση από τον εναγόμενο στο ενάγοντα δικαστικό επιμελητή της εντολής για τη διενέργεια συγκεκριμένων πράξεων, β) η μνεία ότι η αιτούμενη με την αγωγή αμοιβή είναι η καθοριζόμενη από το νόμο ελάχιστη για το είδος της ενεργηθείσας πράξης, β) η ακριβής περιγραφή του είδους της ενεργηθείσας πράξης, που λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό της αμοιβής με βάση τα ελάχιστα όρια που ορίζονται στην ως άνω ΚΥΑ και δ) η εκτέλεση της εντολής με τη περαίωση των πράξεων από το δικαστικό επιμελητή (σχ. ΑΠ 108/2020).
Στην προκειμένη περίπτωση, από την κατά το άρθρο 561 παρ. 2 του ΚΠολΔ επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της υπόθεσης και της προσβαλλόμενης, με αριθμό 1005/2021 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, στην οποία προβαίνει ο Άρειος Πάγος για την έρευνα της βασιμότητας ή μη του δεύτερου, από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, λόγου αναίρεσης προκύπτουν τα εξής: Με την από 30.12.2014 και με αριθμό κατάθεσης 142301/423/2014 αγωγή του ενάγοντος και ήδη αναιρεσίβλητου δικαστικού επιμελητή κατά των εναγομένων:
1) της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία "..." ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία "..." (της οποίας ακολούθως καθολική διάδοχος είναι η αναιρεσείουσα τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία "...") και 2) της υπό ειδική εκκαθάριση ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία "...", ισχυρίστηκε τα εξής: Ότι κατ' εντολή της δεύτερης εναγομένης ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας "..." (και μη διαδίκου στην αναιρετική δίκη) το χρονικό διάστημα από το Φεβρουάριο του έτους 2009 έως και τον Ιούνιο του ίδιου έτους επέδωσε προς τη ΦΑΕΕ Αθηνών, προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης, προς την 45η Διεύθυνση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, προς τις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες (Δ.ΟΎ.) του Νομού Αττικής που με λεπτομέρεια παραθέτει και προς τον Υπουργό Οικονομικών, τις αναλυτικά διαλαμβανόμενες στο οικείο δικόγραφο (με τους αριθμούς 1 έως και 192) αναγγελίες αυτής, συγκοινοποιώντας προς τους ως άνω παραλήπτες τις συμβάσεις προσωπικών δανείων και τις συμβάσεις εξασφαλιστικών εκχωρήσεων απαιτήσεων, που είχαν συναφθεί μεταξύ της εναγόμενης "..." και συμβαλλομένων με αυτήν (δικαστικών λειτουργών και μελών του ΝΣΚ) και ότι οι επιδόσεις αυτές έγιναν εμπρόθεσμα και νομότυπα, οι σχετικές δε εκθέσεις των εν λόγω επιδόσεων παραδόθηκαν στην εναγομένη τον μήνα Ιούλιο του έτους 2009. Ότι, επίσης, κατ' εντολή της εναγομένης εξέδωσε και επικύρωσε συνολικά 9.105 εκθέσεις επιδόσεων, οι οποίες συγκοινοποιήθηκαν στον Υπουργό Οικονομικών μαζί με τις επιδοθείσες σε αυτόν αναγγελίες και με τα με αυτές συγκοινοποιούμενα έγγραφα (ήτοι συμβάσεις προσωπικών δανείων και συμβάσεις εξασφαλιστικής εκχώρησης απαιτήσεων).
Ότι βάσει της ΚΥΑ 2/54638/0022/13.8.2008 η ελάχιστη νόμιμη αμοιβή του: α) για τις διαλαμβανόμενες στην αγωγή επιδόσεις ανέρχεται στα επιμέρους ποσά, τα οποία παρατίθενται σε κάθε μία από περιγραφόμενες στους αριθμούς 1 έως 192 αιτίες επιδόσεων και τα οποία συναθροιζόμενα ανέρχονται σε 565.381 ευρώ και β) για την έκδοση αντιγράφων των ως άνω 9.105 εκθέσεων επίδοσης, που συγκοινοποιήθηκαν στον Υπουργό Οικονομικών, ανέρχεται σε 159.337,50 ευρώ (ήτοι 9.105 X 5 X 3,50 ευρώ). Ότι έναντι των ελάχιστων αυτών νομίμων αμοιβών του, που συνολικά ανέρχονται σε 724.718,50 ευρώ (ήτοι 565.381 ευρώ + 159.337,50 ευρώ), μέχρι το Δεκέμβριο του έτους 2009 η δεύτερη εναγομένη του είχε καταβάλει τμηματικά το συνολικό ποσό των 127.866 ευρώ, χωρίς έκτοτε να του έχει καταβληθεί άλλο ποσόν, παρότι απέστειλε στην ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία "...", της οποίας καθολική διάδοχος τυγχάνει η πρώτη εναγομένη τραπεζική εταιρεία "...", με συνέπεια να του οφείλεται η διαφορά, που ανέρχεται σε 596,852,50 ευρώ, πλέον του αναλογούντος ΦΠΑ 23%.
Με την επίκληση του πιο πάνω ιστορικού και κατόπιν του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών περιορισμού του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό, ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος ζήτησε να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενες οφείλουν να καταβάλουν σε αυτόν, εις ολόκληρον η καθεμία, το ποσό των 596.852,50 ευρώ, πλέον του αναλογούντος ΦΠΑ 23%, ήτοι του ποσού των 137.276,08ευρώ, με το νόμιμο τόκο κατά τις διακρίσεις της αγωγής. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή είναι πλήρως ορισμένη, καθότι περιέχει όλα τα στοιχεία που αναφέρθηκαν στην προηγηθείσα νομική σκέψη, τα οποία είναι αναγκαία για τη θεμελίωσή της. Ειδικότερα στο οικείο δικόγραφο αναφέρονται α) η ανάθεση από τη δεύτερη εναγομένη της εντολής στον ενάγοντα - δικαστικό επιμελητή να ενεργήσει τις επιδόσεις των αναγγελιών της, που αφορούσαν σε συμβάσεις εκχωρήσεων απαιτήσεων, με συγκοινοποίηση συμβάσεων προσωπικών δανείων και συμβάσεων εξασφαλιστικών εκχωρήσεων απαιτήσεων, που είχαν συναφθεί μεταξύ αυτής και συμβαλλομένων της, β) οι αναλυτικά παρατιθέμενες στο οικείο δικόγραφο με αριθμούς 1 έως 192 αιτίες επιδόσεων των ως άνω εγγράφων, τις οποίες ενήργησε ο ενάγων στους παραλήπτες που αναλυτικά διαλαμβάνονται σε κάθε μία από τις αιτίες αυτές, και αντίστοιχη με καθεμία από τις ως άνω αιτίες αμοιβή του, με συνέπεια να πληρούται η απαίτηση του τότε ισχύοντος άρθρο 680 του ΚΠολΔ να περιέχεται στην ένδικη αγωγή πίνακας που να αναγράφει λεπτομερώς τις ζητούμενες αμοιβές, γ) ο αριθμός των επικυρωμένων αντιγράφων των εκθέσεων επιδόσεων, τα οποία κατ' εντολή της δεύτερης εναγομένης ο ενάγων εξέδωσε προκειμένου να συγκοινοποιηθούν στον Υπουργό Οικονομικών και δ) η ελάχιστη νόμιμη αμοιβή την οποία αυτός δικαιούται για τη έκδοση και επικύρωση αντιγράφων, που αφορούν σε συνολικά 9.105 εκθέσεις επιδόσεων. Δεν απαιτείται, όμως, για το ορισμένο της ένδικης αγωγής, να διαλαμβάνεται στο οικείο δικόγραφο και σύνδεση των επιδοτηρίων με συγκεκριμένους δανειολήπτες, στους οποίους αφορούσε κάθε επίδοση αναγγελίας, καθότι στις με αριθμούς 1 έως 192 αιτίες επιδόσεων σαφώς αναγράφεται ότι οι παραλήπτες των επιδοθέντων εγγράφων ήσαν όλοι εντός του νομού Αττικής, ήσαν, δηλαδή, εντός των περιφερειών στις οποίες ο ενάγων ασκούσε τα καθήκοντά του, ως δικαστικός επιμελητής διορισμένος στην έδρα του Πρωτοδικείου Αθηνών (άρθρο 1 παρ. 3 του ν. 2318.1995, όπως ίσχυε κατά τον ένδικο χρόνο (έτος 2009).
Το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, αφού στη μείζονα σκέψη αυτής διέλαβε την κρίση ότι επί έφεσης του εναγομένου, αν η αγωγή είναι νομικά αβάσιμη ή απαράδεκτη και έγινε πρωτοδίκως δεκτή κατ' ουσίαν, ολικά ή μερικά, μπορεί και χωρίς την υποβολή ειδικού παραπόνου να εξετάσει αυτεπαγγέλτως τις ως άνω ελλείψεις και να την απορρίψει ως αόριστη ή νομικά αβάσιμη και παρέθεσε τα άρθρα 1, 49 και 50 του ν. 2318/19.6.1995, "Κώδικας Δικαστικών Επιμελητών" τη με αριθμό 2/54638/0022/13.8.2008 απόφαση των Υπουργών Οικονομίας -Οικονομικών και Δικαιοσύνης, στη συνέχεια δέχθηκε κατά λέξη ότι: "Η αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη, απορριπτομένων των αντιθέτων αιτιάσεων της εναγόμενης, αφού περιέχονται σ' αυτήν όλα τα απαιτούμενα για την πληρότητά της, κατά τα άρθρα 118, 119 και 216 του ΚΠολΔ στοιχεία, σύμφωνα και με τα εκτεθέντα στη μείζονα νομική σκέψη της παρούσης, ήτοι ο ενάγων θα πρέπει να αμειφθεί με βάση τα ελάχιστα όρια που ορίζει ο νόμος καθότι αυτός παρέσχε τις εκτιθέμενες υπηρεσίες του ύστερα από εντολή της εναγομένης, ενώ στην αγωγή εκτίθεται αναλυτικά εκάστη επί μέρους ενέργεια του ενάγοντος σε κάθε υπόθεση και η οφειλόμενη αμοιβή σ' αυτόν, σε τρόπον ώστε να πληρούται η απαίτηση του νόμου περί ύπαρξης πίνακα στην αγωγή, στον οποίο να αναγράφονται λεπτομερώς οι αϊτούμενες αμοιβές και τα έξοδα (άρθρο 680 ΚΠολΔ), χωρίς να απαιτείται η αναφορά συγκεκριμένων ονομάτων δικαστικών λειτουργών ή μελών του ΝΣΚ, που αφορούσε εκάστη επίδοση.
Συνεπώς, απορριπτέος τυγχάνει ο πρώτος πρόσθετος λόγος της έφεσης, ο οποίος σε κάθε περίπτωση εξετάζεται αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο". Με την ως άνω κρίση του το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν παραβίασε τη δικονομικού δικαίου διάταξη του άρθρου 216 του ΚΠολΔ, όπως αβάσιμα υποστηρίζεται με τον δεύτερο, από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, λόγο αναίρεσης, ο οποίος είναι, ως εκ τούτου, απορριπτέος. Τούτο διότι, όπως ήδη εκτέθηκε, η ένδικη, από 30.12.2014, αγωγή είναι πλήρως ορισμένη. Κατά το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικώς, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν την γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από την συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υποχρέου και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του.
Απαιτείται ακόμη οι πράξεις του υποχρέου και η υπ` αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, επαγομένη ιδιαιτέρως επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σύνδεσμο με την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου. Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου και όταν ακόμη δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση στον υπόχρεο ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται αυτό να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική την μεταγενέστερη άσκηση αυτού, αλλά απαιτείται να συντρέχουν, προσθέτως, ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες, κυρίως, από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του υποχρέου, ενόψει των οποίων και της αδράνειας του δικαιούχου, η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος, τείνουσα στην ανατροπή της διαμορφωθείσας κατάστασης υπό τις ανωτέρω ειδικές συνθήκες και διατηρηθείσας για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, να εξέρχεται των υπό της ανωτέρω διάταξης διαγραφομένων ορίων.
Η ειρημένη αδράνεια του δικαιούχου, που δεν είναι απαραίτητο να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες για τον υπόχρεο συνέπειες, αρκούσας της επέλευσης δυσμενών απλώς για τα συμφέροντά του επιπτώσεων, πρέπει να υφίσταται επί μακρό χρονικό διάστημα, πλην ελάσσονα του δια την παραγραφή του δικαιώματος υπό του νόμου προβλεπομένου, από τότε που ο δικαιούχος μπορούσε να ασκήσει το δικαίωμά του (ΟλΑΠ 8/2001, ΟλΑΠ 17/1995, ΟλΑΠ 62/1990). Το δε ζήτημα αν οι συνέπειες που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος είναι επαχθείς για τον υπόχρεο πρέπει ναι αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν σε βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της άσκησης του δικαιώματός του (ΑΠ 321/2002). Στην περίπτωση αυτή η άσκηση του δικαιώματος μπορεί να καταστεί μη ανεκτή κατά την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη και συνεπώς καταχρηστική και απαγορευμένη. Σε κάθε περίπτωση τα περιστατικά που έγιναν ανελέγκτως δεκτά από το δικαστήριο της ουσίας υπόκεινται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου αν συνιστούν ή όχι κατάχρηση δικαιώματος με την προαναφερθείσα έννοια (ΑΠ 626/2020).
Εξ` άλλου, η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, που έχει έντονο τον χαρακτήρα δημοσίας τάξεως, εφαρμόζεται και επί δικαιωμάτων που απορρέουν από άλλες, επίσης δημοσίας τάξεως διατάξεις, όπως είναι οι αξιώσεις των δικαστικών επιμελητών προς καταβολή της ελάχιστης αμοιβής τους, που ορίζεται από τις οικείες ΚΥΑ, για την παροχή των υπηρεσιών τους, άρθρα 1, 49,50 και 52 του ν. 2318/19.6.1995 "περί του Κώδικα δικαστικών επιμελητών". Οι ΚΥΑ καθορίζουν τα κατώτατα όρια αμοιβών των δικαστικών επιμελητών οι οποίες αποσκοπούν όχι μόνο στην προστασία του ιδιωτικού συμφέροντος του δικαστικού επιμελητή ως εργαζομένου, αλλά και στην κατοχύρωση του κύρους του λειτουργήματός του, ως θεράποντος του δημοσίου συμφέροντος και της κοινωνικής ειρήνης που συνεπάγεται η εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων και επιταγών, η συμφωνία δε μεταξύ εντολέως και δικαστικού επιμελητή για τη λήψη αμοιβής κατώτερης των ελαχίστων καθοριζομένων ορίων, ανεξαρτήτως του χρόνου συνάψεώς της (πριν ή μετά την εκτέλεση της συμφωνημένης εργασίας) και της μορφής υπό την οποία συνάπτεται (αφέσεως χρέους ή άλλης συμφωνίας) είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενομένη (ΑΚ 174, 180, ΑΠ 626/2020).
Ο δικαστικός επιμελητής, παρά την συμφωνία αυτή, δικαιούται να λάβει από τον εντολέα του για κάθε εργασία του, τα από το νόμο οριζόμενα ελάχιστα όρια αμοιβής, ο δε εντολέας του δεν μπορεί ν` αντιτάξει κατά της απαιτήσεώς του προς καταβολή της εν λόγω αξιώσεως, ότι είχε συμφωνηθεί μικρότερη αμοιβή, αφού η συμφωνία αυτή είναι άκυρη. Όμως, η αφορμή ή οι συνθήκες, με τις οποίες έγινε η παραίτηση του δικαστικού επιμελητή από κάθε απαίτησή του για την κατώτατη αμοιβή του, μπορούν να ασκήσουν επιρροή για την εκτίμηση της αντίθεσης της συμπεριφοράς του στην καλή πίστη, αφού, ανεξάρτητα από την ακυρότητα της παραίτησής του η αβίαστη παραίτηση του δικαστικού επιμελητή από την καταβολή της επιπλέον αμοιβής, που προκύπτει από τις περιστάσεις, καθιστά κακόπιστη την εν συνεχεία διεκδίκησή της (ΟλΑΠ 10/2012, ΟλΑΠ 33/2005, ΑΠ.648/2022, ΑΠ 626/2020, ΑΠ 534/2020, ΑΠ 1453/2018) Οι προεκτεθέντες από τους αρ. 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγοι είναι δυνατόν να φέρονται ότι πλήττουν την προσβαλλόμενη απόφαση, γιατί παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου κανόνα δικαίου, αλλά στην πραγματικότητα υπό το πρόσχημα ότι κατά την εκτίμηση των αποδείξεων παραβιάστηκε κανόνας δικαίου, να πλήττουν την απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, οπότε οι λόγοι αναίρεσης θα απορριφθούν ως απαράδεκτοι σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ διότι πλήττουν την ανέλεγκτη, περί την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου (ΑΠ 301/2020).
Από την κατά το άρθρο 561 παρ. 2 του ΚΠολΔ επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, ως προς τις παραδοχές αυτής που αφορούν τα από τους ν αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ σκέλη του ως άνω τρίτου αναιρετικού λόγου προκύπτουν τα ακόλουθα: Το Μονομελές Εφετείο Αθηνών, μετά από την εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που με επίκληση προσκομίσθηκαν ενώπιον του από τους διαδίκους, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πραγματικά περιστατικά κρίση του (άρθρο 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ), ως προς το ενδιαφέρον κατά τον αναιρετικό έλεγχο μέρος, κατά λέξη τα εξής: "Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι η ένσταση περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος του ενάγοντος για καταβολή των αιτούμενων κονδυλίων της κρινομένης αγωγής, καθόσον αφενός υπήρξε μακροχρόνια αδράνειά του ως προς την αναζήτηση των επίδικων αμοιβών (5 έτη), αφετέρου αυτός ουδέποτε κατά το χρονικό διάστημα της απασχόλησής του εξέφρασε διαφωνία ως προς το ύψος αυτών, δημιουργώντας στην εναγόμενη την εύλογη πεποίθηση ότι η αμοιβή του έχει εξοφληθεί με την καταβολή σε αυτόν του ποσού των 127.866 ευρώ και δεν πρόκειται να εγείρει τις κρινόμενες αξιώσεις, τυγχάνει απορριπτέα ως κατ' ουσίαν αβάσιμη.
Ειδικότερα, δεν αποδεικνύεται ότι συμφωνήθηκε αμοιβή μικρότερη από τη νόμιμη. Ο εξετασθείς στο ακροατήριο με επιμέλειά της μάρτυρας κατέθεσε μεν ότι επιλέχθηκε ο ενάγων για την εκτέλεση των εν λόγω εργασιών επειδή συμφώνησε σε αμοιβή κατώτερη της νόμιμης και ότι συμφωνήθηκε κάποια έκπτωση, εν τούτοις προσδιόρισε την εν λόγω έκπτωση σε ποσοστό 50%, το οποίο δεν αντιστοιχεί στο ανωτέρω ποσό το οποίο έχει καταβληθεί στον ενάγοντα. Επίσης κατέθεσε ότι η συμφωνία πραγματοποιήθηκε μεταξύ του ενάγοντος και άλλης υπαλλήλου της δεύτερης εναγομένης, η οποία τώρα βρίσκεται στην …, ενώ ο ίδιος δεν γνωρίζει τον ενάγοντα. Από τα παραπάνω κατατεθέντα αντιφατικά περιστατικά δεν αποδεικνύεται ότι ο ενάγων συμφώνησε σε αμοιβή μικρότερη από τη νόμιμη. Εξάλλου, κατά τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής, σε περίπτωση κατά την οποία είχε συμφωνηθεί μικρότερη από τη νόμιμη αμοιβή, η δεύτερη εναγομένη, ως ανώνυμη τραπεζική εταιρεία θα είχε καταρτίσει προς εξασφάλιση της έγγραφη και όχι προφορική συμφωνία. Σε κάθε περίπτωση δε, οποιαδήποτε συμφωνία περί μικρότερης από τη νόμιμη αμοιβή, είναι, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα στην αρχή της παρούσας μη νόμιμη.
Επομένως, απορριπτέος τυγχάνει και ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι δεν ενημερώθηκε από τον ενάγοντα για την αμοιβή του και ότι σε περίπτωση που γνώριζε εξ αρχής το ... ποια θα ήταν αυτή (αμοιβή) θα έπραττε διαφορετικά κατά τις διαπραγματεύσεις και θα ανέθετε πιθανώς συγκεκριμένες υποθέσεις σε άλλους δικαστικούς επιμελητές, αφού η αμοιβή που ζητά ο ενάγων είναι η ελάχιστη προβλεπόμενη από το νόμο και ο οποιοσδήποτε δικαστικός επιμελητής και εάν ήταν στη θέση της την ίδια αμοιβή θα δικαιούτο. Περαιτέρω, ο ενάγων επέδωσε, όπως αποδεικνύεται από την υπ' αριθμ. ... έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς Ι.Ζ., στην τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία "..." την από 4-7-2013 εξώδικη διαμαρτυρία - πρόσκληση - όχληση - δήλωση του, με την οποία κάλεσε την ανωτέρω εταιρεία όπως εντός δέκα ημερών από την επίδοση της, εξοφλήσει το ποσό των 596.852,50 ευρώ, πλέον ΦΠΑ 23%, ουδόλως δε αποδεικνύεται ότι ο ενάγων είχε επιδείξει προγενέστερα συμπεριφορά από την οποία προέκυπτε ότι δεν θα αναζητούσε το υπόλοιπο της νόμιμης αμοιβής του, εξάλλου ο ανωτέρω μάρτυρας κατέθεσε ότι δεν γνωρίζει εάν ο ενάγων είχε οχλήσει προφορικά τις εναγόμενες για την καταβολή αυτής. Το γεγονός άλλωστε ότι ο ενάγων συνεργάστηκε με την δεύτερη εναγόμενη και σε μεταγενέστερο χρόνο δεν συνεπάγεται ότι δεν είχε πρόθεση να αξιώσει την υπόλοιπη αμοιβή του.
Συνεπώς, δεν υφίσταται καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος του, δεδομένου ότι κατά την κρίση του Δικαστηρίου, αφενός δεν δικαιολογείται η δημιουργία εύλογης πεποίθησης στην εναγόμενη περί μη διεκδίκησης των οφειλομένων σε αυτήν, αφού ουδέποτε ο ενάγων ρητά παραιτήθηκε από τις σχετικές αξιώσεις του.....και αφετέρου δεν συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδΐκων ότι ο ενάγων θα ελάμβανε αμοιβή κατώτερη των νομίμων...".
Με τον τρίτο (και τελευταίο) από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, λόγο αναίρεσης, η αναιρεσείουσα Τράπεζα αιτιάται ότι η προσβαλλομένη απόφαση κατ' εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της ουσιαστικού δικαίου διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ και με την εσφαλμένη αιτιολογία ότι δεν αποδείχθηκε συμφωνία μεταξύ της εταιρείας "... ΑΕ" και του αναιρεσίβλητου για καταβολή στον τελευταίο κατώτερης αμοιβής, παραβίασε ευθέως και εκ πλαγίου την ως άνω διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ και απέρριψε την ένσταση κατάχρησης του δικαιώματος άσκησης της κατ' αυτής ένδικης αγωγής, την οποία (ένσταση) είχε προτείνει πρωτοδίκως, και την οποία επανέφερε προς κρίση στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο με τον 3° πρόσθετο λόγο του από 7.12.2018 δικογράφου των πρόσθετων λόγων έφεσης κατά της με αριθμό 103/2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
Ο ως άνω λόγος αναίρεσης, και κατά τα δύο σκέλη του, με τα οποίο η αναιρεσείουσα αιτιάται ότι το Εφετείο υπέπεσε στις ως άνω από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ πλημμέλειες είναι απαράδεκτος, διότι, με αυτόν δεν προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση έλλειψη αιτιολογίας ή συγκεκριμένη αντιφατική ή ανεπαρκής αιτιολογία, ούτε αποδίδεται σ' αυτήν συγκεκριμένο νομικό σφάλμα, ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του ως άνω κανόνα δικαίου (281 ΑΚ), αλλά υπό την επίφαση των ως άνω αναιρετικών πλημμελειών, προσβάλλεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως αποδεδειγμένα (άρθρο 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ).
Κατόπιν αυτών, πρέπει να απορριφθεί η από 19.4.2021 και με αριθμό κατάθεσης 2086/251/2021 αίτηση για αναίρεση της με αριθμό 1005/2021 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στη πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσίβλητου που παρέστη και κατέθεσε προτάσεις (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ).
Μετά την απόρριψη της αναίρεσης απορρίπτεται ως αβάσιμο, το αίτημα της αναιρεσείουσας περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη αυτών κατάσταση, που αυτή παραδεκτά υπέβαλε με τις προτάσεις. (άρθρο 579 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 19.4.2021 και με αριθμό κατάθεσης 2086/251/2021 αίτηση για αναίρεση της υπ' αριθμ. 1005/2021 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στην καταβολή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσίβλητου, που ορίζει σε χίλια οκτακόσια (1.800) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 21 Δεκεμβρίου 2022.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
και ταύτης καθώς και της αρχαιότερης Αρεοπαγίτου αποχωρησασών, ο αρχαιότερος της σύνθεσης Αρεοπαγίτης
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 14 Ιουλίου 2023.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
1974 - 2025 © Τετράβιβλος. Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος. Όροι και Προϋποθέσεις