Συνθετη Αναζητηση Νομοθεσιας - Νομολογιας

Νομοθεσία

Α.Π. 32/2024 (Β1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) ΟΔΗΓΟΣ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΩΝ ΛΕΩΦΟΡΕΙΩΝ – ΜΗ ΕΠΑΝΑΠΡΟΣΛΗΨΗ - ΜΙΣΘΩΣΗ ΛΕΟΦΩΡΕΙΩΝ - ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΑΠΟΛΥΣΗΣ, ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΑΠΟΔΟΧΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΔΟΜΑΤΩΝ ΕΟΡΤΩΝ ΚΑΙ ΑΔΕΙΑΣ.

 

Α.Π. 32/2024 (Β1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)


ΟΔΗΓΟΣ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΩΝ ΛΕΩΦΟΡΕΙΩΝ – ΜΗ ΕΠΑΝΑΠΡΟΣΛΗΨΗ - ΜΙΣΘΩΣΗ ΛΕΟΦΩΡΕΙΩΝ - ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΑΠΟΛΥΣΗΣ, ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΑΠΟΔΟΧΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΔΟΜΑΤΩΝ ΕΟΡΤΩΝ ΚΑΙ ΑΔΕΙΑΣ – ΜΗ ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ. - Οι κανονιστικοί όροι των ΣΣΕ και των ΔΑ έχουν ισχύ ουσιαστικού νόμου, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 22 παρ.2 του Συντάγματος και 7 του ν. 1876/1990 και επομένως επ' αυτών δεν έχουν εφαρμογή οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών των άρθρων 173 και 200 ΑΚ. Το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο με το να κρίνει ότι η πρώτη εναγόμενη δικαιολογημένα δεν επαναπροσέλαβε τους ενάγοντες για την κρίσιμη τουριστική περίοδο, εφόσον εκμίσθωσε τα τουριστικά της λεωφορεία στην τρίτη εναγόμενη και ότι ως εκ τούτου δεν υποχρεούται να καταβάλει την αιτούμενη από τους ενάγοντες αποζημίωση λόγω μη επαναπρόσληψής τους, ορθά έκρινε. Με την εκμίσθωση των λεωφορείων της πρώτης εναγομένης προς την τρίτη εναγόμενη, με ιδιωτικό συμφωνητικό, υπό τους όρους που εκτίθενται σ' αυτή, η τρίτη εναγόμενη ως μισθώτρια δεν ανέλαβε, ούτε συνέχισε την επιχειρησιακή δραστηριότητα της πρώτης εναγομένης, η οποία διατήρησε την κυριότητα των λεωφορείων και των υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτή, όπως την πληρωμή των τελών κυκλοφορίας και την ασφάλιση αυτών. Η ως άνω εκμίσθωση δεν συνιστά μεταβίβαση της επιχείρησης ή ενός οργανικού τμήματος αυτής αλλά πρόκειται για εκμίσθωση επιμέρους υλικών στοιχείων (τουριστικών λεωφορείων) χωρίς οργανική ενότητα. Απορρίπτει αναίρεση - (1, 2 παρ.1, 3 παρ.1 και 4 παρ.1 και 2 Π.Δ. 178/2002, 9 από 2.6.2012 και 28.6.2013 Σ.Σ.Ε., Υ.Α. 1869/1987, 38 ν.1836/1989).

ΑΧ


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β1' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους δικαστές, Δήμητρα Ζώη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αριστείδη Βαγγελάτο, Ελπίδα Σιμιτοπούλου, Μαρία-Μάριον Δερεχάνη και Ερατώ Κολέση, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημα του, την 24 Οκτωβρίου 2023, με την παρουσία και της Γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:

Των αναιρεσειόντων:1) Ν. Α. του Ζ., και 2) Μ. Τ. του Ι., κατοίκων …, που παραστάθηκαν δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου Βασιλείου Νιζάμη, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.

Των αναιρεσίβλητων:1) εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία "Γ. Τ. Ε. Μ. Χ. Ε.", όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εδρεύει στο …, 2) Γ. Μ., κατοίκου …, 3) της ομορρύθμου εταιρίας με την επωνυμία "Γ..& Ε.. Χ. Ο..Ε..", όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εδρεύει στο …, και 4) Γ. Χ. του Γ., κατοίκου …, ομόρρυθμου μέλους και νομίμου εκπροσώπου της ομορρύθμου εταιρίας με την επωνυμία "Γ..& Ε.. Χ. Ο..Ε..", όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εδρεύει στο …, οι οποίοι δεν παραστάθηκαν.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10-9-2013 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Ηρακλείου. Εκδόθηκαν η 824/2016 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 653/816/ΤΜε/34/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου. Την αναίρεση της τελευταίας, ζήτησαν οι αναιρεσείοντες με την από 18-1-2019 αίτησή τους.

Εκδόθηκε η 1572/2022 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία κηρύσσει απαρέδεκτη τη συζήτηση της υπόθεσης. Την υπόθεση επανέφεραν για εκ νέου συζήτηση οι αναιρεσείοντες με την από 20-12-2022 κλήση τους.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Εισηγητής ορίσθηκε ο Αρεοπαγίτης Αριστείδης Βαγγελάτος.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την από 20.12.2022 με αριθμ. καταθ. …/10.3.2023 κλήση των καλούντων-αναιρεσειόντων κατά των καθών η κλήση-αναιρεσίβλητων νόμιμα φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η από 18.1.2019 με αριθμ. καταθ. …/21.1.2019 αίτηση αναίρεσης, μετά την έκδοση της υπ' αριθμ.1572/2022 απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου με την οποία κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτησή της.

Με τη διάταξη του άρθρου 576 παρ. 1 του ΚΠολΔ ορίζεται ότι αν ο διάδικος που επισπεύδει τη συζήτηση δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί αλλά δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος συζητεί την υπόθεση σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι, ενώ με την παρ. 2 του ιδίου άρθρου ορίζεται ότι αν ο αντίδικος εκείνου που επέσπευσε τη συζήτηση δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί αλλά δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα. Αν η κλήση για τη συζήτηση δεν επιδόθηκε καθόλου ή δεν επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, ο Άρειος Πάγος κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση και η υπόθεση επαναφέρεται για συζήτηση με νέα κλήτευση. Στην αντίθετη περίπτωση προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί. Τις κλητεύσεις επικαλείται και αποδεικνύει ο παριστάμενος διάδικος (ΑΠ 57/2023, 536/2020).

Στην προκειμένη περίπτωση από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου προκύπτει ότι κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από το πινάκιο στη σειρά της, κατά τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας (24.10.2023), δεν εμφανίσθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο οι καθών η κλήση-αναιρεσίβλητοι, ούτε υποβλήθηκε ως προς αυτούς, κατά το άρθρο 242 παρ.2 του ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και στη διαδικασία της δίκης για την αναίρεση (άρθρο 573 παρ.1 ΚΠολΔ), δήλωση ότι δεν θα παραστούν κατά την εκφώνηση της υπόθεσης.

Από τις προσκομιζόμενες μετ'επικλήσεως από τους καλούντες-αναιρεσείοντες α) υπ'αριθμ. …/8.8.2023, …/8.8.2023, …/1.8.2023 και …/1.8.2023 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφερείας του Εφετείου … Κ. Σ., προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της από 20.12.2022 κλήσης προς συζήτηση της ένδικης αίτησης αναίρεσης με πράξη ορισμού ως αρμοδίου του Β1 Τμήματος του παρόντος Δικαστηρίου και πράξη ορισμού δικασίμου για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε, με την επιμέλεια αυτών, νόμιμα και εμπρόθεσμα στους πρώτη, δεύτερο, τρίτη και τέταρτο καθών η κλήση-αναιρεσίβλητους, αντίστοιχα και β) υπ'αριθμ. …/28.11.2019, …/29.11.2019, …/28.11.2019 και …/28.11.2019 εκθέσεις επίδοσης της ιδίας ως άνω δικαστικής επιμελήτριας, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της από 18.1.2019 αίτησης αναίρεσης με πράξη ορισμού ως αρμοδίου του Β1 Τμήματος του παρόντος Δικαστηρίου και πράξη ορισμού δικασίμου για τη δικάσιμο στις 17.3.2020, κατά την οποία η συζήτησή της ματαιώθηκε, επιδόθηκε, με την επιμέλεια αυτών, νόμιμα και εμπρόθεσμα στους πρώτη, δεύτερο, τρίτη και τέταρτο αναιρεσίβλητους, αντίστοιχα.

Συνακόλουθα, εφόσον οι αναιρεσίβλητοι κλήθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα να παραστούν για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, το Δικαστήριο πρέπει να προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης παρά την απουσία τους (άρθρο 576 παρ.2 ΚΠολΔ). Με το άρθρο 558 του ΚΠολΔ ορίζεται ότι "η αναίρεση απευθύνεται κατά εκείνων, οι οποίοι ήταν διάδικοι στη δίκη, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση ή των καθολικών διαδίκων τους ή των εντολοδόχων τους. Αν υπάρχει αναγκαστική ομοδικία, η αναίρεση πρέπει να απευθύνεται κατά όλων των ομοδίκων, αλλιώς απορρίπτεται ως απαράδεκτη". Διάδικοι είναι εκείνοι, οι οποίοι από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι δικάσθηκαν με αυτήν (ΑΠ 2024/2022, 1697/2017).

Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 552, 553 παρ. 1 β', 309 εδάφ. 1, 321, 495 παρ. 1, 577 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι σε αναίρεση υπόκεινται οι αποφάσεις των ειρηνοδικείων, των μονομελών και πολυμελών πρωτοδικείων, καθώς και των εφετείων, που έχουν καταστεί τελεσίδικες, εκείνες δηλαδή οι οποίες, απεκδύοντας το δικαστήριο από κάθε περαιτέρω εξουσία, περατώνουν τη δίκη και δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση. Ο χαρακτήρας των αποφάσεων ως τελεσίδικων ή μη κρίνεται κατά το χρόνο της άσκησης του ενδίκου μέσου της αναίρεσης, ήτοι της κατάθεσης του σχετικού δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση.

Κατά της απόφασης, που εκδόθηκε με την απουσία, πραγματική ή πλασματική, ενός των διαδίκων, έστω και αν δεν στηρίχθηκε στη συναγωγή δυσμενών συνεπειών από την ερημοδικία του, ενεργοποιείται αμέσως με την έκδοσή της η δυνατότητα άσκησης από αυτόν ανακοπής ερημοδικίας, σύμφωνα με το άρθρο 502 παρ. 1 του ΚΠολΔ, με συνέπεια, όσο διαρκεί η προθεσμία της ανακοπής ερημοδικίας, να αποκλείεται η άσκηση αίτησης αναίρεσης κατ' αυτής, η οποία, αν παρόλα αυτά ασκηθεί, είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, σύμφωνα με το άρθρο 577 παρ. 1 του ΚΠολΔ, με αυτεπάγγελτη έρευνα του δικαστηρίου, αφού σε σχέση με την αναίρεση δεν υπάρχει διάταξη όμοια με τη διάταξη του άρθρ. 513 παρ. 1 εδ. β περ. β του ιδίου Κώδικα, που ορίζει ότι κατά των ερήμην αποφάσεων επιτρέπεται έφεση ήδη από τη δημοσίευσή τους.

Αντίθετα, δηλαδή, με την καθιερούμενη με τη διάταξη αυτή συμπόρευση των προθεσμιών της έφεσης και της ανακοπής ερημοδικίας, η αναίρεση κατά ερήμην απόφασης είναι επιτρεπτή μόνον εφόσον δεν συγχωρείται κατ' αυτής ανακοπή ερημοδικίας ή αναλόγως έφεση, δηλαδή καθιερώνεται η αρχή της διαδοχικής άσκησης των προβλεπόμενων ένδικων μέσων (ΟλΑΠ 11/1998, ΑΠ 211/2023, 602/2021, 692/2021).

Συνεπώς, η ερήμην οριστική απόφαση του εφετείου υπόκειται σε αναίρεση μόνο αφότου έπαυσε να υπόκειται σε ανακοπή ερημοδικίας, είτε γιατί παρήλθε άπρακτη η, κατ' άρθρο 503 παρ. 1 του ΚΠολΔ, προθεσμία των δεκαπέντε (15) ημερών για την άσκησή της, από την επίδοση της απόφασης, είτε γιατί ο διάδικος που δικάστηκε ερήμην και δικαιούται σε άσκησή της, παραιτήθηκε νόμιμα από το ένδικο αυτό μέσο ή από το δικαίωμα άσκησής του, καθόσον έκτοτε καθίσταται η απόφαση αυτή τελεσίδικη και, επομένως, προσβλητή με αναίρεση. Η απόδειξη δε της τελεσιδικίας γίνεται με τη προσκόμιση των σχετικών εκθέσεων επίδοσης ή με τη βεβαίωση του δικαστικού επιμελητή στην απόφαση που επιδόθηκε, σε συνδυασμό με βεβαίωση της γραμματείας του δικαστηρίου ότι δεν ασκήθηκε ένδικο μέσο (ΑΠ 211/2023, 597/2021, 45/2020).

Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 553 του ΚΠολΔ με εκείνες των άρθρων 74, 75 παρ. 1 και 2 και 76 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, συνάγεται ότι, στην απλή ομοδικία η οριστική απόφαση γίνεται τελεσίδικη αυτοτελώς για κάθε ομόδικο και, συνεπώς, υπόκειται σε αναίρεση κατά το μέρος που είναι τελεσίδικη, προτού δηλαδή να γίνει τελεσίδικη και ως προς τους υπόλοιπους ομοδίκους. Αντίθετα, σε περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας, η οριστική απόφαση προσβάλλεται παραδεκτά με αναίρεση μόνο όταν καταστεί τελεσίδικη για όλους τους ομοδίκους (ΑΠ 211/2023, 792/2022, 597/2021). Τέλος, το έννομο συμφέρον του απόντος ομοδίκου για την άσκηση ανακοπής ερημοδικίας, καθώς και τις προϋποθέσεις του παραδεκτού αυτής κρίνει μόνο το δικαστήριο που δικάζει την ανακοπή ερημοδικίας, το οποίο θα κρίνει και τη βασιμότητα των λόγων της, ενώ δεν μπορεί να τις κρίνει παρεμπιπτόντως ο Άρειος Πάγος, όταν εξετάζει αν η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση έχει τελεσιδικήσει (ΟλΑΠ 15/2001, 211/2023, 792/2022).

Στην προκειμένη περίπτωση από την επισκόπηση, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, των διαδικαστικών εγγράφων της υπόθεσης (άρθρο 561 παρ.2 του ΚΠολΔ) προκύπτουν τα εξής: Με την από 10.9.2013 αγωγή, ενώπιον του Ειρηνοδικείου Ηρακλείου, οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσείοντες ζήτησαν, για τους αναφερόμενους σ'αυτή λόγους, να υποχρεωθούν η πρώτη εναγομένη και ήδη πρώτη αναιρεσίβλητη εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, ο δεύτερος εναγόμενος και ήδη δεύτερος αναιρεσίβλητος, η τρίτη εναγομένη και ήδη τρίτη αναιρεσίβλητη ομόρρυθμη εταιρεία και ο τέταρτος εναγόμενος και ήδη τέταρτος αναιρεσίβλητος, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον, να καταβάλουν για αποζημίωση απόλυσης και για διαφορές αποδοχών και επιδομάτων εορτών και αδείας στον πρώτο από αυτούς το ποσό των 15.464,51 ευρώ και στο δεύτερο από αυτούς το ποσό των 14.532,51 ευρώ, με το νόμιμο τόκο.

Το Ειρηνοδικείο Ηρακλείου με την υπ'αριθμ. 824/2016 απόφασή του απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη ως προς το δεύτερο εναγόμενο, ως κατ'ουσία αβάσιμη ως προς την τρίτη εναγόμενη και τον τέταρτο εναγόμενο, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή ως κατ'ουσία βάσιμη ως προς την πρώτη εναγόμενη και υποχρέωσε αυτή να καταβάλει στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 8.732,97 ευρώ και στο δεύτερο ενάγοντα το ποσό των 9.222,82 ευρώ, με το νόμιμο τόκο.

Επί της από 7.2.2017 έφεσης της πρώτης εναγομένης κατά των εναγόντων και επί της από 14.3.2017 έφεσης των εναγόντων κατά της πρώτης εναγόμενης, της τρίτης εναγόμενης και του τέταρτου εναγομένου, εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλομένη υπ'αριθ. 653/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου, με την οποία συνεκδικάσθηκαν α) η από 14.3.2017 έφεση ερήμην της δεύτερης εφεσίβλητης (τρίτης εναγομένης) και του τρίτου εφεσίβλητου (τέταρτου εναγομένου) και αντιμωλία των εκκαλούντων (εναγόντων) και της πρώτης εφεσίβλητης (πρώτης εναγόμενης) και β) η από 7.2.2017 έφεση αντιμωλία της εκκαλούσας (πρώτης εναγομένης) και των εφεσίβλητων (εναγόντων), ορίσθηκε παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας εκ μέρους των ως άνω ερημοδικασθέντων διαδίκων, έγινε τυπικά δεκτή και απορρίφθηκε κατ'ουσία η από 14.3.2017 έφεση, έγινε τυπικά και κατ'ουσία δεκτή η από 7.2.2017 έφεση, εξαφανίσθηκε η πρωτόδικη απόφαση, κρατήθηκε η υπόθεση, έγινε δεκτή εν μέρει η από 10.9.2013 αγωγή ως κατ'ουσία βάσιμη και υποχρεώθηκε η πρώτη εναγόμενη να καταβάλει στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 5.313,17 ευρώ και στο δεύτερο ενάγοντα το ποσό των 5.121,85 ευρώ, με το νόμιμο τόκο.

Κατά της ως άνω απόφασης του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσείοντες άσκησαν την ένδικη από 18.1.2019 με αριθμ. καταθ. …/21.1.2019 αίτηση αναίρεσης κατά α) της πρώτης αναιρεσίβλητης εταιρείας περιορισμένης ευθύνης (πρώτης εναγόμενης- εκκαλούσας-πρώτης εφεσίβλητης), β) του δεύτερου αναιρεσίβλητου (δεύτερου εναγόμενου) και μη διαδίκου στη δευτεροβάθμια δίκη, γ) της τρίτης αναιρεσίβλητης ομόρρυθμης εταιρείας (τρίτης εναγομένης-δεύτερης εφεσίβλητης) και δ) του τέταρτου αναιρεσίβλητου (τέταρτου εναγόμενου-τρίτου εφεσίβλητου). Η αίτηση αναίρεσης καθό μέρος στρέφεται κατά του δεύτερου αναιρεσίβλητου, είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, καθότι αυτός δεν ήταν διάδικος στη δίκη επί της οποίας εκδόθηκε η υπ'αριθμ. 653/2018 αναιρεσιβαλλομένη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου. Περαιτέρω, η αίτηση αναίρεσης, καθό μέρος στρέφεται κατά της τρίτης αναιρεσίβλητης και του τέταρτου αναιρεσίβλητου, είναι, επίσης, απορριπτέα ως απαράδεκτη, καθότι, η προσβαλλόμενη οριστική απόφαση του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου δεν έχει καταστεί τελεσίδικη ως προς τους ως άνω αναιρεσίβλητους, εφόσον ως προς αυτούς, υπόκειται σε ανακοπή ερημοδικίας.

Και τούτο διότι, όπως προεκτέθηκε, οι ως άνω αναιρεσίβλητοι, δικάσθηκαν ερήμην ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου και ως εκ τούτου έχουν δικαίωμα άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της προσβαλλόμενης απόφασης, το, δε, έννομο συμφέρον τους για την άσκηση του ένδικου αυτού μέσου δεν μπορεί να εξεταστεί παρεμπιπτόντως από το παρόν Δικαστήριο κατά την εξέταση της τελεσιδικίας ή μη της προσβαλλόμενης απόφασης, σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προηγήθηκε. Από τα έγγραφα, δε, της δικογραφίας δεν προκύπτει ούτε, άλλωστε, γίνεται σχετική επίκληση από τους παριστάμενους αναιρεσείοντες, ότι επιδόθηκε στη δεύτερη εφεσίβλητη (ήδη τρίτη αναιρεσίβλητη) και στον τρίτο εφεσίβλητο (ήδη τέταρτο αναιρεσίβλητο) της από 14.3.2017 έφεσης των εκκαλούντων (ήδη αναιρεσειόντων) η προσβαλλόμενη απόφαση, ώστε να αρχίσει η προθεσμία των δεκαπέντε (15) ημερών του άρθρου 503 παρ.1 του ΚΠολΔ, για την εκ μέρους τους άσκηση ανακοπής ερημοδικίας, ούτε ότι παραιτήθηκαν από το δικαίωμα προς άσκηση ανακοπής ερημοδικίας ή από το δικόγραφο τυχόν ασκηθείσας ανακοπής ερημοδικίας, κατά της προσβαλλόμενης απόφασης.

Τέλος, ως προς την πρώτη αναιρεσίβλητη, απλή ομόδικο της τρίτης και του τέταρτου των αναιρεσίβλητων στην από 10.9.2013 αγωγή και στην από 17.3.2017 έφεση, η ένδικη από 18.1.2019 με αριθμ. κατάθεσης …/21.1.2019 αίτηση αναίρεσης κατά της προσβαλλόμενης υπ'αριθμ. 653/4.12.2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου (τελεσίδικης ως προς την πρώτη αναιρεσίβλητη), ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 3, 566 παρ.1 και 144 του ΚΠολΔ).

Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθ. 577 παρ.1 του ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των λόγων της (άρθ. 577 παρ. 3 του ΚΠολΔ). Με το άρθρο 38 του ν.1836/1989 (Α 79) κυρώθηκε η υπ'αριθμ. 1869/1987 απόφαση του Υπουργού Εργασίας για την επαναπρόσληψη οδηγών τουριστικών λεωφορείων. Με τις διατάξεις της απόφασης αυτής ορίζεται ότι "Επιχειρήσεις Τουριστικών Λεωφορείων που έχουν προσλάβει και απασχολούν οδηγούς στα λεωφορεία τους για την τουριστική περίοδο, υποχρεούνται να επαναπροσλάβουν τους ίδιους οδηγούς και κατά την επόμενη τουριστική περίοδο, από τότε που αυτή θα αρχίσει, και ανάλογα με τον αριθμό των κινουμένων λεωφορείων τους.

Ο οδηγός προκειμένου να ασκήσει το δικαίωμα για επαναπρόσληψή του, σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, υποχρεούται να υποβάλλει γραπτή δήλωση για την επιθυμία του αυτή στον εργοδότη μέσα στον Φλεβάρη κάθε χρόνου. Σε περίπτωση, που ο οδηγός δεν υποβάλει γραπτή δήλωση ή που μετά τη δήλωσή του, τον καλέσει εγγράφως ο εργοδότης, στη διεύθυνση κατοικίας που του δήλωσε, και δεν παρουσιαστεί μέσα σε πέντε (5) ημέρες για υπηρεσία, χάνει κάθε δικαίωμα για επαναπρόσληψη και αποζημίωση". Σε κάθε περίπτωση, πάντως, το δικαίωμα της επαναπρόσληψης ή της αποζημίωσης του δικαιούχου οδηγού ως συνέπεια της εκ μέρους του υπόχρεου εργοδότη ματαίωσης της κατάρτισης νέας σύμβασης ορισμένου χρόνου, είναι εξαρτημένο από την πραγματική δυνατότητα του εργοδότη να απασχολήσει τον οδηγό και κατά τη νέα τουριστική περίοδο (ΑΠ 1479/2018).

Περαιτέρω, με τις τοπικές, ομοιοεπαγγελματικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας (ΣΣΕ) "Για τους όρους αμοιβής και εργασίας των οδηγών τουριστικών λεωφορείων Κρήτης" από 2.6.2012 (με χρόνο ισχύος από 1.4.2012 αόριστης διάρκειας) και από 28.6.2013 (διετούς ισχύος από 1.4.2013 έως 31.3.2015) και δη με το άρθρο 9 αυτών ορίζεται ότι "1. Οι εργοδότες, οι οποίοι απασχολούν οδηγούς με σύμβαση ορισμένου χρόνου κατά τη θερινή περίοδο, υποχρεούνται να επαναπροσλάβουν τους ίδιους οδηγούς και κατά τη νέα τουριστική περίοδο, εφόσον ο εργαζόμενος ειδοποιήσει έγγραφα τον εργοδότη του, μέχρι το τέλος Φεβρουαρίου, ότι επιθυμεί να εργασθεί και κατά τη νέα περίοδο. Στην περίπτωση κατά την οποία ο οδηγός δεν υποβάλει γραπτή δήλωση ή μετά τη δήλωσή του κληθεί από τον εργοδότη στη διεύθυνση κατοικίας που του δήλωσε και δεν παρουσιασθεί μέσα σε πέντε (5) ημέρες για να αναλάβει υπηρεσία, χάνει κάθε δικαίωμα για επαναπρόσληψη και αποζημίωση. Η γραπτή δήλωση του εργαζόμενου προς τον εργοδότη, ότι επιθυμεί να εργασθεί κατά τη νέα τουριστική περίοδο, γίνεται μέσω του συμβαλλόμενου εργατικού σωματείου στο οποίο είναι μέλος, με έντυπες δηλώσεις που εκτυπώνονται απ' αυτό. 2) Εάν ο οδηγός υποβάλει τη γραπτή δήλωση της προηγούμενης παραγράφου και ο εργοδότης δηλώσει εγγράφως την άρνησή του ή δεν του απαντήσει μέχρι 15 Μαρτίου ότι δέχεται ή απορρίπτει την πρόταση για επαναπρόσληψη, έχει υποχρέωση να του καταβάλει αποζημίωση για την εξεύρεση της οποίας εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις του Ν. 2112/1920. 3) Η επαναπρόσληψη των οδηγών στη νέα τουριστική περίοδο συντελείται υποχρεωτικά το αργότερο μέχρι την 1η Μαΐου κάθε έτους και η λήξη της απασχόλησης στο τέλος της τουριστικής περιόδου και σε κάθε περίπτωση μετά τη συμπλήρωση των απαιτούμενων ημερών εργασίας για την επιδότηση του οδηγού από τον ΟΑΕΔ κατά τη χειμερινή περίοδο. 4) Τόσο κατά τη διάρκεια της θερινής περιόδου όσο και κατά τη νεκρή περίοδο, απόλυση εργασθέντος κατά την προηγούμενη περίοδο χωρεί μόνον κατόπιν καταβολής της νομίμου αποζημιώσεως....5....".

Τέλος, με το άρθρο 14 των ανωτέρω ΣΣΕ ορίζεται ότι "Αποδοχές ανώτερες και όροι εργασίας ευνοϊκότεροι από αυτούς που ρυθμίζονται με την παρούσα ΣΣΕ εξακολουθούν να ισχύουν.... Όροι συλλογικών συμβάσεων, διαιτητικών αποφάσεων, κανονισμών εργασίας και όροι που ρυθμίζονται με νόμους, προεδρικά διατάγματα, υπουργικές αποφάσεις ή έθιμα και δεν τροποποιούνται ρητώς με τη σύμβαση αυτή, διατηρούνται σε ισχύ". Είναι προφανές ότι οι ως άνω ρυθμίσεις των ΣΣΕ για το δικαίωμα επαναπρόσληψης των οδηγών και τις συνέπειες σε περίπτωση ματαίωσής του, που τέθηκαν για πρώτη φορά στην από 26.6.1999 αντίστοιχη τοπική, ομοιοεπαγγελματική ΣΣΕ και επαναλαμβάνονται στις επόμενες για τους όρους αμοιβής και εργασίας των οδηγών τουριστικών λεωφορείων Κρήτης, έχουν σκοπό την προστασία των εργαζομένων από την τυχόν καταστρατήγηση των διατάξεων για επαναπρόσληψη εκ μέρους των εργοδοτών. Η αληθινή έννοιά τους, όμως, πρέπει να αναζητηθεί μέσα στο πνεύμα της γενικότερης νομοθεσίας που διέπει τους εποχιακά απασχολούμενους με συμβάσεις ορισμένου χρόνου.

Οι διατάξεις των ως άνω τοπικών ΣΣΕ δεν παραπέμπουν στην εφαρμογή της ΥΑ 1869/1987, αλλά ούτε και αποκλείουν την εφαρμογή της, πράγμα το οποίο θα έπρεπε να έχει αναφερθεί ρητώς αν το ήθελαν τα μέρη που τις υπέγραψαν, όπως προβλέφθηκε στο τέλος του ως άνω άρθρου 14 των ΣΣΕ. Ως εκ τούτου, οι διατάξεις των τοπικών ΣΣΕ ισχύουν και εφαρμόζονται υπό το πνεύμα της ΥΑ 1869/1987, το οποίο εκφράζει τη γενική αρχή του δικαίου "ουδείς υποχρεούται εις τα αδύνατα". Κατά συνέπεια, και για τους οδηγούς τουριστικών λεωφορείων στην Κρήτη ισχύει ότι ισχύει για τους οδηγούς τουριστικών λεωφορείων στην υπόλοιπη Ελλάδα, ήτοι ότι ο υπόχρεος εργοδότης απαλλάσσεται από την υποχρέωση αποζημίωσης, εφ' όσον δεν εκμεταλλεύεται λεωφορεία στα οποία δύναται να απασχολήσει οδηγούς και κατά την επόμενη τουριστική περίοδο. Διότι η αποζημίωση για μη επαναπρόσληψη δεν είναι αποζημίωση λόγω καταγγελίας συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου, η οποία κατά κανόνα οφείλεται ανεξάρτητα από το λόγο για τον οποίο επέρχεται η καταγγελία ή την ανυπαρξία του, αλλά ειδική, εκ του νόμου αποζημίωση σε περίπτωση συμβάσεως ορισμένου χρόνου, η οποία τελεί υπό την προϋπόθεση που αναφέρθηκε και περί της οποίας οι ως άνω τοπικές ΣΣΕ μόνο αναλογικώς παραπέμπουν στις διατάξεις του ν. 2112/1920 και μόνο για τον υπολογισμό του ύψους αυτής (ΑΠ 1479/2018).

Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 560 του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν 4335/2015 και όπως ίσχυε κατά το χρόνο άσκησης της ένδικης αίτησης αναίρεσης (21.1.2019) "κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και των αποφάσεων των πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, επιτρέπεται αναίρεση μόνο: 1) αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών..., 2) αν το δικαστήριο δεν συγκροτήθηκε όπως ορίζει ο νόμος ή δίκασε ειρηνοδίκης του οποίου είχε γίνει δεκτή η εξαίρεση, 3) αν το δικαστήριο έχει υπερβεί τη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων ή δεν είχε καθ` ύλην αρμοδιότητα, 4) αν παράνομα αποκλείστηκε η δημοσιότητα της διαδικασίας, 5) αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, 6) αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης".

Oι αμέσως πιο πάνω αναιρετικοί λόγοι απαριθμούνται περιοριστικά, αντιστοιχούν δε προς τους λόγους αναίρεσης που προβλέπονται από τους αριθμούς 1, 2, 4, 5, 7, 8 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, προς τους οποίους, όμως, δεν ταυτίζονται απολύτως (ΑΠ 420/2023, 196/2020, 894/2018). Εξ αντιθέτου, συνάγεται ότι κατά των αποφάσεων των ως άνω δικαστηρίων δεν επιτρέπεται αναίρεση για τους λοιπούς, αναφερόμενους στο άρθρο 559 του ΚΠολΔ, λόγους, μεταξύ των οποίων και εκείνος του αριθμού 20 που ιδρύεται "αν το δικαστήριο παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό". Περαιτέρω, με τον εκ του αριθμού 1 του άρθρου 560 του ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς (ΟλΑΠ 4/2023, 2/2023, 3/2022, 4/2021).

Λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 του ΚΠολΔ ιδρύεται και όταν η παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου αφορά τους ερμηνευτικούς κανόνες των δικαιοπραξιών, γενικούς ή ειδικούς, με τους οποίους αίρονται οι ασάφειες ή πληρούνται τα κενά που διαπιστώνονται στις δικαιοπρακτικές δηλώσεις βουλήσεως των μερών. Οι κανονιστικοί, όμως, όροι των συλλογικών συμβάσεων εργασίας και των διαιτητικών αποφάσεων έχουν ισχύ ουσιαστικού νόμου, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 22 παρ.2 του Συντάγματος και 7 του ν. 1876/1990 και επομένως επ'αυτών δεν έχουν εφαρμογή οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών των άρθρων 173 και 200 του ΑΚ (ΑΠ 519/2021, 997/2018, 1091/2012).

Συνεπώς η μη προσφυγή στους κανόνες αυτούς προκειμένου περί ερμηνείας ουσιαστικής διάταξης, όπως είναι και οι διατάξεις των ΣΣΕ, δεν ιδρύει τον εκ του αριθμού 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ (και αντιστοίχως τον εκ του αριθμού 1 του άρθρου 560 του ΚΠολΔ) αναιρετικό λόγο (ΑΠ 519/2021, 1330/2018). Τέλος, κατά την έννοια του άρθρου 560 αριθμ. 6 του ΚΠολΔ, λόγος αναίρεσης για έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης ιδρύεται όταν δεν προκύπτουν σαφώς από το αιτιολογικό της τα περιστατικά που είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση ως προς τη συνδρομή των νόμιμων όρων και προϋποθέσεων της διάταξης που εφαρμόστηκε, ή για τη μη συνδρομή τους που αποκλείει την εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση έχει ενδοιαστικές, ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες στο νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών, τα οποία έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 623/2023, 1456/2021).

Στην προκειμένη περίπτωση η προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε, κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο, μέρος τα εξής : "Οι ενάγοντες, εργάσθηκαν στην εταιρία με την επωνυμία "Γ. Τ. Ε. Μ. Χ. - Ε. Π. Ε." και το διακριτικό τίτλο "M. H. L. T. T.", με αλλεπάλληλες συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, ο πρώτος από την 1-5-2007 και ο δεύτερος από 25-4-2008, για να προσφέρουν σ' αυτήν τις υπηρεσίες τους ως οδηγοί τουριστικών λεωφορείων, κατέχοντας την απαιτούμενη από το νόμο επαγγελματική άδεια ικανότητας οδήγησης Δ' κατηγορίας.

Σε εκτέλεση των όρων των παραπάνω εργασιακών συμβάσεων, εργάσθηκαν έως τη λήξη της θερινής περιόδου του έτους 2012 και ειδικότερα από 15-5-2012 έως 30-9- 2012, με τη νόμιμη αμοιβή, όπως αυτή καθορίζεται από τις εκάστοτε ισχύουσες τοπικές ομοιοεπαγγελματικές σ.σ.ε. "Για τους όρους αμοιβής και εργασίας των Οδηγών Τουριστικών Λεωφορείων Κρήτης", στην κατάρτιση των οποίων συμβάλλονται τόσο το σωματείο, του οποίου είναι μέλη οι ενάγοντες, όσο και η επαγγελματική οργάνωση, της οποίας είναι μέλος η πρώτη εναγομένη. Κατά τη λήξη εκάστης τουριστικής περιόδου οι ενάγοντες δήλωναν στους εκπροσώπους της πρώτης εναγομένης, υποβάλλοντας σχετική έγγραφη αίτηση επαναπρόσληψης, ότι επιθυμούν να εργασθούν στην επιχείρησή της κατά τη νέα τουριστική περίοδο εργασίας με την ίδια ειδικότητα που εργάσθηκαν και τις προηγούμενες τουριστικές περιόδους, δηλαδή των οδηγών λεωφορείου.

Μετά το τέλος της τουριστικής περιόδου του έτους 2012, οι ενάγοντες υπέβαλαν παραδεκτά ενώπιον του επαγγελματικού σωματείου τις με αριθμούς πρωτ. …/22-2-2013 και …/22-2-2013 αιτήσεις επαναπρόσληψής τους την επερχόμενη τουριστική περίοδο. Τον Απρίλιο του έτους 2013 οι ενάγοντες πληροφορήθηκαν από το νόμιμο εκπρόσωπο της πρώτης εναγομένης ότι αυτή προχώρησε σε εκμίσθωση των λεωφορείων της προς την τρίτη εναγομένη εταιρία με την επωνυμία "Γ.. & Ε.. Χ. Ο.", απεκδυόμενη πλέον του μεταφορικού της έργου και ότι, εφ'όσον το επιθυμούν, μπορούσαν να αναζητήσουν εργασία στην τελευταία.

Ειδικότερα, η πρώτη εναγομένη απέστειλε στους ενάγοντες την από 29-4-2013 εξώδικη δήλωση - πρόσκληση (επιδοθείσες με τις με αριθμ. …' και …/30-4-2013 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο …, Μ. Μ.), με τις οποίες τους γνωστοποίησε ότι λόγω οικονομικής δυσπραγίας προέβη στην εκμίσθωση των τουριστικών λεωφορείων ιδιοκτησίας της στην τρίτη εναγομένη εταιρία "Γ.. & Ε.. Χ. Ο." και ότι η τελευταία έχει αναλάβει ρητά την υποχρέωση επαναπρόσληψης των οδηγών που έχουν υποβάλλει προς την ίδια, σχετική αίτηση, καλώντας τους συγχρόνως να απευθυνθούν άμεσα στην τρίτη εναγόμενη εταιρία προκειμένου να οριστικοποιήσουν τη μεταξύ τους συνεργασία για την επερχόμενη τουριστική περίοδο.

Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι, δυνάμει του από 25-4-2013 ιδιωτικού συμφωνητικού μίσθωσης τουριστικών λεωφορείων, η πρώτη εναγομένη εκμίσθωσε στην τρίτη εναγομένη τουριστικά λεωφορεία, κυριότητάς της, για το χρονικό διάστημα από 1-5-2013 έως 31-10-2016, αντί συγκεκριμένου μηνιαίου μισθώματος, όπως προσδιορίζεται ανά τουριστικό λεωφορείο στο Παράρτημα του συμφωνητικού, όπου εξειδικεύονται τα μίσθια λεωφορεία. Η τρίτη εναγομένη "Γ.. & Ε.. Χ. Ο.", φέρει την ευθύνη για την καλή λειτουργία των λεωφορείων κατά το χρόνο της μίσθωσής τους, ευθυνόμενη για την καλή συντήρηση και τυχόν επισκευή βλαβών τους, καθώς και για την αποκατάσταση τυχόν φθορών αυτών από οποιαδήποτε αιτία (βλ. σχετ. όρους 9, 11 περί οδικής βοήθειας, 12, 15, και 16), ενώ η κυρία των λεωφορείων, πρώτη εναγόμενη, διατηρεί την ευθύνη καταβολής των τελών κυκλοφορίας και ασφάλισης των λεωφορείων, υποχρεούμενη σε παράδοση αυτών με τον απαραίτητο εξοπλισμό, σύμφωνα με τον κώδικα οδικής κυκλοφορίας και δικαιούται σε επιτόπια επιθεώρηση των λεωφορείων οποτεδήποτε καθ'όλο το χρόνο της μίσθωσης (βλ. όρους 7,8,14 και 17).

Ρητώς συμφωνήθηκε, επίσης, το δικαίωμα υπαναχώρησης της εκμισθώτριας από τη σύμβαση σε περίπτωση που δεχθεί κάποια πιο συμφέρουσα προσφορά για ένα ή περισσότερα ή και για όλα τα μίσθια λεωφορεία (βλ. όρο 29). Τέλος, σύμφωνα με τον 27 όρο, ρητά συμφωνήθηκε μεταξύ των συμβαλλομένων μερών ότι η μισθώτρια, τρίτη εναγομένη, είναι υποχρεωμένη να προσλάβει τους οδηγούς που απασχολούσε η εκμισθώτρια, πρώτη εναγομένη, την προηγούμενη τουριστική σεζόν με τη συμφωνηθείσα αμοιβή και για την περίοδο της ενοικίασης και θα είναι στο εξής εργοδότριά τους, ευθυνόμενη αποκλειστικά για κάθε παράβαση της εργατικής ασφαλιστικής νομοθεσίας, εάν δε αρνηθεί να το πράξει θα είναι υπόχρεη να αποζημιώσει την εναγομένη για οποιαδήποτε αποζημίωση υποχρεωθεί η τελευταία να τους καταβάλει. Από τις προαναφερόμενες διατάξεις του παραπάνω συμφωνητικού καθίσταται σαφές, ότι αντικείμενο της συμφωνίας των συμβαλλομένων μερών, ήτοι της πρώτης και τρίτης εναγομένης, είναι η εκμίσθωση και μόνον τουριστικών λεωφορείων της πρώτης, όπως, εξάλλου, ρητά αναφέρεται στο άρθρο 3 αυτού (συμφωνητικού).

Από καμία διάταξη δεν συνάγεται κάτι διαφορετικό, ούτε μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι με την προκειμένη εκμίσθωση λεωφορείων συμφωνήθηκε και η μεταβίβαση της επιχείρησης της πρώτης των εναγομένων προς την τρίτη τούτων, καθ'όσον δεν υπάρχει μεταβίβαση ενός οργανικού τμήματος ως αυτοτελούς οικονομικού συνόλου με αλλαγή κατ' ουσία μόνο του φορέα της επιχείρησης. Το μόνο που υφίσταται εν προκειμένω είναι η απλή εκμίσθωση επιμέρους στοιχείων, ήτοι των μίσθιων λεωφορείων, που καθένα από αυτά τυγχάνει αυτοτελούς μεταχείρισης, αφού περιγράφεται αυτοτελώς στο Παράρτημα που συνοδεύει τη βασική μίσθωση, έχει αυτοτελές μίσθωμα, μπορεί να επανέλθει οποτεδήποτε στην κατοχή της εκμισθώτριας, ενώ περαιτέρω την κυριότητα των λεωφορείων εξακολουθεί να διατηρεί η τελευταία, η οποία βαρύνεται και με την εκπλήρωση των βασικών υποχρεώσεων που πηγάζουν από την κυριότητά τους, όπως η πληρωμή των τελών κυκλοφορίας και της ασφάλισής τους.

Δεν πρόκειται, δηλαδή, για ανάληψη και συνέχιση της επιχειρησιακής δραστηριότητας από τον μισθωτή, αλλά για μίσθωση των επιμέρους υλικών στοιχείων χωρίς οργανική ενότητα. Η ενοχική δέσμευση της μισθώτριας να προσλάβει τους οδηγούς, που απασχολούσε η εκμισθώτρια κατά την προηγούμενη τουριστική περίοδο με την συμφωνηθείσα αμοιβή και για την περίοδο ενοικίασης των λεωφορείων, δεν αρκεί από μόνη της να οδηγήσει σε καταφατική κρίση περί μεταβίβασης επιχείρησης από την πρώτη στην τρίτη εναγομένη.

Εξάλλου, το αντίθετο συνάγεται και από το περιεχόμενο του ίδιου του όρου της επίδικης συμφωνίας, καθ'όσον ρητώς συμφωνήθηκε η υποχρέωση αποζημίωσης από την τρίτη εναγομένη προς την πρώτη οποιοσδήποτε αποζημίωσης υποχρεωθεί η τελευταία να καταβάλει στους εργαζομένους της σε περίπτωση αρνήσεως πρόσληψής τους από την τρίτη εναγομένη.

Συνεπώς, η εκκαλούμενη που έκρινε όμοια, ορθά το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και οι πρώτος και δεύτερος λόγος έφεσης της υπό στοιχείο Α, εφέσεως, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Ως εκ τούτου, απορριπτομένης της υπό κρίση αγωγής ως προς τους τρίτη και τέταρτο των εναγομένων ορθώς επιδικάσθηκε η δικαστική δαπάνη αυτών σε βάρος των εναγόντων, γενομένου δεκτού σχετικού αιτήματος των τρίτης και τέταρτου εξ ' αυτών, απορριπτομένου ως ουσία αβάσιμου του περί του αντιθέτου τέταρτου λόγου της υπό στοιχείο Β εφέσεως των εναγόντων, ενώ ουδόλως αποδείχθηκε συμπαιγνία μεταξύ αυτών (τρίτης και τέταρτου των εναγομένων) και της πρώτης εναγομένης προκειμένου να μην επαναπροσληφθούν οι ενάγοντες, όπως εσφαλμένως οι τελευταίοι διατείνονται.

Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι οι ενάγοντες, κατόπιν υποδείξεως της πρώτης εναγομένης, προσήλθαν στην έδρα της επιχείρησης της τρίτης εναγομένης εταιρίας, προκειμένου να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους για την επερχόμενη σεζόν, ωστόσο δεν έλαβε χώρα μεταξύ τους συνεργασία, καθ'ότι η τρίτη εναγομένη αρνήθηκε να αναγνωρίσει την προϋπηρεσία τους ως οδηγών, καθώς και να αναλάβει οποιαδήποτε υποχρέωση από την προηγούμενη εργασιακή τους σχέση, ενώ δια του εκπροσώπου της η τρίτη εναγομένη τούς προσέφερε θέσεις εργασίας με κατάρτιση νέας εργασιακής σύμβασης υπό νέα οικονομικά δεδομένα, προσφορά που οι ενάγοντες δεν αποδέχθηκαν.

Κατόπιν τούτων, οι ενάγοντες την 2-5-2013, αφ'ενός επέδωσαν σχετική εξώδικη δήλωση στην πρώτη και τρίτη των εναγομένων, με την οποία δήλωσαν ότι είναι έτοιμοι να τους προσφέρουν τις υπηρεσίες τους με τους ίδιους όρους που ίσχυαν και αφ'ετέρου προσέφυγαν στην αρμόδια Υπηρεσία του Υπουργείου Εργασίας, Τμήμα Κοινωνικής Επιθεώρησης Εργασίας …. Στη συζήτηση της εργατικής αυτής διαφοράς, παρέστη μόνο η πρώτη εναγομένη, η οποία επανέλαβε τα όσα είχε αναφέρει στην από 30-4-2013 εξώδικη δήλωσή της και δη ότι βρισκόταν σε αντικειμενική αδυναμία να επαναπροσλάβει τους ενάγοντες για την περίοδο 2013, καθ'όσον είχε εκμισθώσει το σύνολο του στόλου των λεωφορείων της στην τρίτη εναγομένη και δεν διέθετε πλέον λεωφορεία για να τους απασχολεί ως οδηγούς λεωφορείων.

Συνεπώς, με βάση τα παραπάνω, δικαιολογημένα η πρώτη εναγομένη δεν επαναπροσέλαβε τους ενάγοντες για την τουριστική περίοδο από 1-5-2013 έως 30-10-2013, λόγω εκμίσθωσης των λεωφορείων της σε τρίτο και δη στην τρίτη εναγομένη.

Συνεπώς, δεν παρέβη υπαιτίως την υποχρέωση επαναπρόσληψης αυτών και, ως εκ τούτου, δεν υποχρεούται στην καταβολή της αιτούμενης αποζημίωσης, αφού η υποχρέωση της πρώτης εναγομένης προς επαναπρόσληψη των εναγόντων εξαρτάται από την πραγματική δυνατότητα αυτής να τους απασχολήσει και κατά την τότε επερχόμενη τουριστική περίοδο ως οδηγούς λεωφορείων. Και τούτο, διότι αυτή είναι η αληθινή έννοια της τοπικής ΣΣΕ, ως προελέχθη, συναγόμενη από το πνεύμα της ΥΑ 1869/1987, σύμφωνα και με τα προεκτεθέντα.

Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που δέχθηκε ότι στην προκειμένη περίπτωση τυγχάνει εφαρμογής η τοπική ΣΣΕ, οι όροι της οποίας είναι ευνοϊκότεροι για τους εργαζομένους από τις διατάξεις της 1869/1987 απόφασης του Υπουργού Εργασίας, με αποτέλεσμα η υποχρέωση επαναπρόσληψης των οδηγών τουριστικών λεωφορείων Κρήτης να μην προϋποθέτει τη διατήρηση ανάλογου αριθμού λεωφορείων από τον εργοδότη, και επιδίκασε υπέρ των εναγόντων αποζημίωση απόλυσης, έσφαλε ως προς την ερμηνεία του νόμου κατά τον βάσιμο περί τούτου τέταρτο σχετικό λόγο, της υπό στοιχείο Α εφέσεως (ενν. της από 7.2.2017 έφεσης της εκκαλούσας και ήδη πρώτης αναιρεσίβλητης) παρελκομένης της εξέτασης των λοιπών λόγων εφέσεως που αφορούν το αυτό ως άνω κεφάλαιο της εκκαλουμένης απόφασης, και απορριπτομένου ως ουσία αβασίμου του πρώτου λόγου της υπό στοιχείο Β εφέσεως (ενν. της από 17.3.2017 έφεσης των εκκαλούντων και ήδη αναιρεσειόντων), που αφορά τον εσφαλμένο υπολογισμό της αποζημίωσης απόλυσης...".

Στην προκειμένη περίπτωση οι αναιρεσείοντες με τον πρώτο λόγο αναίρεσης προσάπτουν κατά της προσβαλλόμενης απόφασης τις αιτιάσεις : α) κατά το πρώτο, εκ του αριθμού 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, σκέλος αυτού, αληθώς, όμως, εκ του αριθμού 1 του άρθρου 560 του ιδίου Κώδικα, εφόσον η προσβαλλόμενη απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου εκδόθηκε επί έφεσης που ασκήθηκε κατά απόφασης ειρηνοδικείου, ότι με το να κρίνει ότι δικαιολογημένα η πρώτη εναγόμενη δεν επαναπρόσλαβε τους ενάγοντες και ήδη αναιρεσείοντες για την τουριστική περίοδο από 1.5.2013 έως 30.10.2013, λόγω της εκμίσθωσης των λεωφορείων της στην τρίτη εναγόμενη και ότι ως εκ τούτου δεν υποχρεούται στην καταβολή προς αυτούς της αιτούμενης αποζημίωσης, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις του άρθρου 9 παρ.1, 2 και 4 των από 2.6.2012 και από 28.6.2013 ΣΣΕ "για τους όρους αμοιβής και εργασίας οδηγών τουριστικών λεωφορείων Κρήτης", βάσει των οποίων αυτοί δικαιούνται την οφειλόμενη αποζημίωση του ν. 2112/1920 λόγω μη επαναπρόσληψής τους από την πρώτη εναγόμενη και ότι εσφαλμένα εφάρμοσε τις διατάξεις της ΥΑ 1869/1987 που δεν ήταν εφαρμοστέες, β) κατά το δεύτερο, εκ του αριθμού 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, σκέλος αυτού, αληθώς, όμως, εκ του αριθμού 1 του άρθρου 560 του ιδίου Κώδικα, ότι κατά την ερμηνεία των διατάξεων του άρθρου 9 των προαναφερθεισών Σ.Σ.Ε. δεν αναζήτησε την αληθινή βούληση των συμβαλλομένων μερών, άλλως προέβη σε κακή εφαρμογή τους παραβιάζοντας τους ερμηνευτικούς κανόνες των δικαιοπραξιών (άρθρα 173 και 200 ΑΚ) και γ) κατά το τρίτο, εκ του αριθμού 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, σκέλος αυτού, ότι παραμόρφωσε το περιεχόμενο των διατάξεων του άρθρου 9 των προαναφερθεισών Σ.Σ.Ε.

Ακολούθως, με το δεύτερο, εκ του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, αληθώς, όμως, εκ του αριθμού 6 του άρθρου 560 του ιδίου Κώδικα, λόγο αναίρεσης, οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την αιτίαση ότι με αντιφατικές αιτιολογίες κατέληξε στο αποδεικτικό της πόρισμα ότι κατ'εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 9 των ως άνω από 2.6.2012 και από 28.6.2013 Σ.Σ.Ε. και της Υ.Α. 1869/1987 αυτοί δεν δικαιούνται την αποζημίωση λόγω μη επαναπρόσληψής τους από την πρώτη εναγόμενη για την προαναφερθείσα τουριστική περίοδο, παραβιάζοντας εκ πλαγίου τις ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις. Ο ως άνω πρώτος λόγος αναίρεσης κατά το δεύτερο σκέλος αυτού είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, καθόσον οι ερμηνευτικοί κανόνες των άρθρων 173 και 200 του ΑΚ εφαρμόζονται μόνο για την ερμηνεία των δικαιοπραξιών και όχι για την ερμηνεία διατάξεων ουσιαστικού νόμου, όπως είναι και οι διατάξεις των ΣΣΕ , σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη νομική σκέψη που προηγήθηκε.

Περαιτέρω, ο ως άνω πρώτος λόγος αναίρεσης κατά το τρίτο σκέλος αυτού, με τον οποίο, όπως προεκτέθηκε, προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η εκ του αριθμού 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ αναιρετική πλημμέλεια, είναι, επίσης, απορριπτέος ως απαράδεκτος, καθότι αντίστοιχος αναιρετικός λόγος (εκ του αριθμού 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ) δεν προβλέπεται στους περιοριστικά αναγραφόμενους στο άρθρο 560 του ιδίου κώδικα λόγους αναίρεσης (επί αποφάσεων πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά αποφάσεων ειρηνοδικείων), όπως στην προκειμένη περίπτωση που η προσβαλλόμενη απόφαση του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου εκδόθηκε επί έφεσης κατά απόφασης ειρηνοδικείου (πέραν του ότι οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας δεν είναι "αποδεικτικά έγγραφα", και άρα δεν επιδέχονται παραμόρφωση κατά το κανονιστικό τους μέρος βλ. ΑΠ 1388/2018, 1510/2009). Τέλος, ο πρώτος λόγος αναίρεσης κατά το πρώτο σκέλος του και ο δεύτερος λόγος αναίρεσης είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.

Και τούτο διότι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο με το να κρίνει ότι η πρώτη εναγόμενη δικαιολογημένα δεν επαναπροσέλαβε τους ενάγοντες για την τουριστική περίοδο από 1.5.2013 έως 30.10.2013, εφόσον εκμίσθωσε τα τουριστικά της λεωφορεία στην τρίτη εναγόμενη για το χρονικό διάστημα από 1.5.2013 έως 31.10.2016 και ότι ως εκ τούτου δεν υποχρεούται να καταβάλει την αιτούμενη από τους ενάγοντες αποζημίωση λόγω μη επαναπρόσληψής τους, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις των παρ. 1,2 και 4 του άρθρου 9 των προαναφερθεισών από 2.6.2012 και από 28.6.2013 Σ.Σ.Ε. "για τους όρους αμοιβής και εργασίας οδηγών τουριστικών λεωφορείων Κρήτης" και τις διατάξεις της Υ.Α. 1869/1987 που κυρώθηκε με το άρθρο 38 του ν.1836/1989 και με επαρκείς αιτιολογίες υπήγαγε τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά στις διατάξεις αυτές.

Πράγματι, ορθά το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο εξάρτησε την υποχρέωση της πρώτης εναγομένης προς επαναπρόσληψη των εναγόντων από την πραγματική δυνατότητα αυτής να τους απασχολήσει και κατά την τότε επερχόμενη τουριστική περίοδο (από 1.5.2013 έως 30.10.2013) ως οδηγούς λεωφορείων, δεχόμενο ότι αυτή είναι η αληθινή έννοια των ως άνω τοπικών Σ.Σ.Ε., συναγόμενη και από το πνεύμα της Υ.Α. 1869/1987, στην οποία ρητώς αναφέρθηκε.

Εξάλλου το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, με τις προεκτεθείσες παραδοχές του, δεν στέρησε την προσβαλλόμενη απόφασή του της νόμιμης βάσης, αφού διέλαβε σ'αυτή επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, οι οποίες στηρίζουν το αποδεικτικό της πόρισμα ότι λόγω της εκμίσθωσης των λεωφορείων της πρώτης εναγόμενης στην τρίτη εναγόμενη για το χρονικό διάστημα από 1.5.2013 έως 31.10.2016 και της εξ αυτής αντικειμενικής αδυναμίας της πρώτης εναγομένης να επαναπροσλάβει τους ενάγοντες για την τουριστική περίοδο από 1.5.2013 έως 30.10.2013, αυτή δεν υποχρεούται να καταβάλει στους ενάγοντες την αποζημίωση για τη μη επαναπρόσληψή τους, που προβλέπεται από τις διατάξεις που προεκτέθηκαν.

Η δε αποδιδόμενη στην προσβαλλόμενη απόφαση, με τον πρώτο λόγο αναίρεσης, αιτίαση ότι εσφαλμένα δεν έκρινε ότι οι διατάξεις του άρθρου 9 των από 2.6.2012 και από 28.6.2013 ΣΣΕ "για τους όρους αμοιβής και εργασίας οδηγών τουριστικών λεωφορείων Κρήτης" που διέπουν το καθεστώς επαναπρόσληψης των οδηγών τουριστικών λεωφορείων και την καταβολή αποζημίωσης σε περίπτωση μη επαναπρόσληψης, κατισχύουν, με βάση τη γενική αρχή της ευνοίας υπέρ των εργαζομένων, των διατάξεων της ΥΑ 1869/1987, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος καθότι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο εφάρμοσε τις διατάξεις του άρθρου 9 των προαναφερθεισών Σ.Σ.Ε., τις οποίες ερμήνευσε υπό το πνεύμα των διατάξεων της Υ.Α. 1869/1987 δεχόμενο ορθά ότι η πρώτη εναγόμενη και ήδη πρώτη αναιρεσίβλητη ως εργοδότης δεν είναι υπόχρεη στην καταβολή αποζημίωσης, λόγω μη επαναπρόσληψης των εναγόντων και ήδη αναιρεσειόντων για την τουριστική περίοδο από 1.5.2013 έως 30.10.2013, εφόσον την περίοδο αυτή δεν εκμεταλλευόταν τουριστικά λεωφορεία στα οποία μπορούσε να τους απασχολήσει ως οδηγούς, λόγω της εκμίσθωσής τους στην τρίτη εναγόμενη και ήδη τρίτη αναιρεσίβλητη.

Με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 του ν. 2112/1920 ορίζεται ότι "η μεταβολή του προσώπου του εργοδότου, οπωσδήποτε επερχομένη, ουδαμώς επηρεάζει την εφαρμογή των υπέρ του υπαλλήλου διατάξεων του παρόντος". Ο ίδιος κανόνας περιέχεται και στο άρθρο 9 παρ. 1 του Β.Δ/τος 16/18-7-1920. Περαιτέρω με τις διατάξεις του π.δ/τος 178/2002 (ΦΕΚ Α' 162/12-7-2002) λήφθηκαν "μέτρα σχετικά με την προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβίβασης επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων, σε συμμόρφωση προς την Οδηγία 98/50/ΕΚ του Συμβουλίου".

Σύμφωνα με το άρθρο 1 του π.δ/τος 178/2002, η συμμόρφωση προς την Οδηγία, αποβλέπει στη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβίβασης επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων. Σύμφωνα με τους ορισμούς των διατάξεων του ως άνω π.δ/τος ως "μεταβίβαση" θεωρείται η μεταβίβαση μιας οικονομικής οντότητας που διατηρεί την ταυτότητά της, η οποία νοείται ως σύνολο οργανωμένων πόρων με σκοπό την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας, είτε κυρίας είτε δευτερεύουσας (άρθρο 2 παρ. 1 στοιχείο β'), ως "μεταβιβάζων" νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο, λόγω μεταβίβασης κατά την ως άνω έννοια, χάνει την ιδιότητα του εργοδότη στην επιχείρηση, την εγκατάσταση ή το τμήμα επιχείρησης ή εγκατάστασης και ως "διάδοχος" νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο, λόγω μεταβίβασης κατά την ως άνω έννοια, αποκτά την ιδιότητα του εργοδότη στην επιχείρηση κλπ (άρθρο 3 παρ.1 στοιχείο α' και β').

Για να υπάρξει μεταβίβαση επιχείρησης ή εκμετάλλευσης ή τμήματος αυτών πρέπει να πρόκειται για μια "οικονομική οντότητα". πρέπει δηλαδή να μεταβιβάζονται τόσα επί μέρους στοιχεία μιας επιχείρησης ή εκμετάλλευσης ή ακόμη και ενός τμήματος επιχείρησης ή εκμετάλλευσης και κατά τέτοιο τρόπο, ώστε τα μεταβιβαζόμενα στοιχεία να έχουν κάποια οργανική ενότητα, την οποία να διατηρούν και υπό το νέο φορέα, ώστε να παραμένουν ικανά για την πραγματοποίηση του σκοπού, τον οποίο επιδίωκε ο προηγούμενος φορέας, δηλαδή να συνεχίζεται η ίδια επιχείρηση ή εκμετάλλευση (ΑΠ 323/2022, 317/2022, 444/2019).

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του ιδίου ως άνω π.δ/τος, με την μεταβίβαση της επιχείρησης και από την ημερομηνία αυτής, όλα τα υφιστάμενα δικαιώματα και οι αντίστοιχες υποχρεώσεις, που είχε ο μεταβιβάζων από σύμβαση ή σχέση εργασίας, μεταφέρονται στο διάδοχο, ο δε προηγούμενος εργοδότης εξακολουθεί να ευθύνεται και μετά τη μεταβίβαση αλληλεγγύως και εις ολόκληρο με το διάδοχο, για τις υποχρεώσεις που είχαν προκύψει από σύμβαση ή σχέση εργασίας μέχρι το χρόνο που αναλαμβάνει ο διάδοχος. Κατά δε την παρ. 2 του ιδίου άρθρου, μετά τη μεταβίβαση, ο διάδοχος εξακολουθεί να τηρεί τους όρους εργασίας που προβλέπονταν ήδη από συλλογική σύμβαση εργασίας, απόφαση διαιτησίας, κανονισμό ή ατομική σύμβαση εργασίας. Οι ως άνω διατάξεις του άρθρου 4 παρ.1 και 2 του π.δ/τος 178/2002 συνιστούν διατάξεις αναγκαστικού δικαίου, αποσκοπώντας στην προστασία του περιεχόμενου της εργασιακής σχέσης (ΑΠ 323/2022, 317/2022, 444/2019). Τέλος, σύμφωνα με την παρ.1 του άρθρο 5 παρ. 1 του ιδίου π.δ/τος, η μεταβίβαση μιας επιχείρησης, εγκατάστασης ή τμήματος επιχείρησης ή εγκατάστασης δεν συνιστά αυτή καθ' εαυτή λόγο απόλυσης εργαζομένων, χωρίς, όμως, η διάταξη αυτή να εμποδίζει, τηρουμένων των σχετικών περί απολύσεως διατάξεων, απολύσεις που είναι αναγκαίο να επέλθουν για λόγους οικονομικούς, τεχνικούς ή οργανώσεως που συνεπάγονται μεταβολές του εργατικού δυναμικού (ΑΠ 323/2022, 317/2022).

Στην προκειμένη περίπτωση οι αναιρεσείοντες με τον τρίτο εκ του αριθμού 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ αληθώς, όμως, εκ του αριθμού 1 του άρθρου 560 του ΚΠολΔ, λόγο αναίρεσης, προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την αιτίαση ότι με το να κρίνει ότι με τη συμφωνία εκμίσθωσης των τουριστικών λεωφορείων της πρώτης εναγομένης στη τρίτη εναγομένη δεν επήλθε μεταβίβαση της επιχείρησης της πρώτης εναγομένης προς την τρίτη εναγόμενη, αλλά ότι επρόκειτο για μίσθωση επιμέρους υλικών στοιχείων, παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1, 2 παρ.1, 3 παρ.1 και 4 παρ.1 και 2 του Π.Δ. 178/2002. Ο ως άνω λόγος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

Και τούτο διότι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, με το να κρίνει, με την προσβαλλόμενη απόφασή του ότι, με την εκμίσθωση των λεωφορείων της πρώτης εναγομένης προς την τρίτη εναγόμενη, με το από 25.4.2013 ιδιωτικό συμφωνητικό, για το χρονικό διάστημα από 1.5.2013 έως 31.10.2016, υπό τους όρους που εκτίθενται σ'αυτή, η τρίτη εναγόμενη ως μισθώτρια δεν ανέλαβε, ούτε συνέχισε την επιχειρησιακή δραστηριότητα της πρώτης εναγομένης, η οποία διατήρησε την κυριότητα των λεωφορείων και των υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτή, όπως την πληρωμή των τελών κυκλοφορίας και την ασφάλιση αυτών και ακολούθως να αποφανθεί ότι η ως άνω εκμίσθωση δεν συνιστά μεταβίβαση της επιχείρησης ή ενός οργανικού τμήματος αυτής από την πρώτη εναγόμενη στην τρίτη εναγόμενη αλλά ότι πρόκειται για εκμίσθωση επιμέρους υλικών στοιχείων (τουριστικών λεωφορείων) χωρίς οργανική ενότητα, δεν παραβίασε αλλά ορθά ερμήνευσε και δεν εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου τις διατάξεις των άρθρων των άρθρων 1, 2 παρ.1, 3 παρ.1 και 4 παρ.1 και 2 του Π.Δ. 178/2002, εφόσον τα ανελέγκτως γενόμενα δεκτά πραγματικά περιστατικά δεν πληρούν τις προϋποθέσεις εφαρμογής των εν λόγω διατάξεων περί μεταβίβασης επιχείρησης ή τμήματος επιχείρησης από την πρώτη εναγόμενη στην τρίτη εναγόμενη.

Επομένως και μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης ως προς την πρώτη αναιρεσίβλητη. Τέλος δεν επιδικάζονται έξοδα σε βάρος των ηττηθέντων αναιρεσειόντων λόγω της ερημοδικίας όλων των αναιρεσίβλητων.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 18.1.2019 με αριθμ. κατάθεσης 21.1.2019 αίτηση για αναίρεση της υπ'αριθμ. 653/2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου, που δίκασε ως Εφετείο.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 5 Δεκεμβρίου 2023.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 9 Ιανουαρίου 2024.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ                                          Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ