Α.Π. 74/2024 (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)
ΑΚΥΡΟΤΗΤΑ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ – ΠΑΡΑΛΕΙΨΗ ΔΟΣΗΣ ΛΟΓΟΥ ΣΕ ΣΥΝΗΓΟΡΟ ΑΠΟΝΤΟΣ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ ΠΡΙΝ ΤΗ ΛΗΞΗ ΤΗΣ ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ - ΠΑΡΟΧΗ ΕΞΗΓΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΤΥΠΩΣΗ ΘΕΣΕΩΝ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ. - Ο διευθύνων τη συζήτηση δεν έχει υποχρέωση να δώσει το λόγο στον συνήγορο υπεράσπισης του απόντος κατηγορουμένου πριν από την λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας, προκειμένου να παράσχει εξηγήσεις ή να διατυπώσει τη θέση του αναφορικά με την κατηγορία και, εφόσον (ο διευθύνων τη συζήτηση) δεν το πράξει, δεν παραβιάζεται κανένα υπερασπιστικό δικαίωμα του κατηγορουμένου και δεν επέρχεται καμία ακυρότητα της διαδικασίας (απόλυτη ή σχετική), από την παράλειψη αυτή. Απορρίπτει - (171, 172, 365 ΚΠΔ).
ΑΧ
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Βασδέκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρία Λεπενιώτη, Σοφία Οικονόμου-Εισηγήτρια, Κωστούλα Πρίγγουρη και Παρασκευή Τσούμαρη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 27 Ιανουαρίου 2023, με την παρουσία της Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μαριάννας Ψαρρουδάκη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Α. Ζ. του Π., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θεόδωρο Ζευκιλή, για αναίρεση της 314/2022 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Ναυπλίου.
Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Ναυπλίου με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και o αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεσή της για τους λόγους που περιλαμβάνονται στην από 11-11-2022 και με αριθμό πρωτοκόλλου 18/2022 αίτησή του αναίρεσης, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1143/2022.
Αφού άκουσε Την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 11-11-2022 και με αρ. πρωτ. 18/2022 αίτηση - δήλωση του Α. Ζ. του Π., κατοίκου ..., που υποβλήθηκε στον Γραμματέα του Εφετείου Ναυπλίου, για αναίρεση της με αριθ. 314/20-9-2022 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Ναυπλίου, με την οποία καταδικάστηκε σε δεύτερο βαθμό, σε ποινή φυλακίσεως δύο ετών με τριετή αναστολή, για το αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Ελληνικό Δημόσιο (άρθρο 25 παρ.1 περ.β' του Ν. 1882/1990) ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 462, 464, 466, 473 παρ.2, 474 παρ.1 εδ.α' και 4 και 504 ΚΠΔ) και περιέχει λόγους αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' και Δ' ΚΠΔ. Επομένως είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Ι) Κατά τη διάταξη του άρθρου 171 παρ.1 ΚΠΔ, απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως, επέρχεται, μεταξύ των άλλων «δ) και αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου ή του προσώπου στο οποίο αποδίδεται η πράξη κατά την προκαταρκτική εξέταση και την άσκηση των δικαιωμάτων που τους παρέχονται από τον νόμο, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα και τον Χάρτη Θεμελιωδών Ελευθεριών της Ε.Ε.» Κατά τη διάταξη δε του άρθρου 172 παρ.1 ΚΠΔ, «Σχετική ακυρότητα επέρχεται σε κάθε περίπτωση που ο νόμος απαγγέλλει ακυρότητα που δεν υπάγεται στις περιπτώσεις του προηγούμενου άρθρου».
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 502 παρ.1 ΚΠΔ «Αν ο εκκαλών εμφανιστεί ο ίδιος ή ο συνήγορός του στην περίπτωση της παρ.3 του άρθρου 340, η συζήτηση αρχίζει και ο εισαγγελέας αναπτύσσει συνοπτικά την έφεση. Εκτός από τους μάρτυρες που κλητεύθηκαν, το δικαστήριο μπορεί να εξετάσει και άλλους μάρτυρες, αν είναι παρόντες στο ακροατήριο ... Σε κάθε περίπτωση διαβάζονται και λαμβάνονται υπόψη από το δικαστήριο τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης που περιέχουν τις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάστηκαν, οι ένορκες καταθέσεις που δόθηκαν στην προδικασία στις περιπτώσεις του άρθρου 363 και τα έγγραφα υπό τους όρους του άρθρου 362. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται τα άρθρα 329 έως 338, 340, 346 έως 349, 352, 357 έως 361, 364 έως 373». Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 365 παρ.1 εδ.α' και β' ΚΠΔ, «Ο διευθύνων τη συζήτηση καλεί τον κατηγορούμενο να απολογηθεί για την κατηγορία που του αποδίδεται ... Αφού τελειώσει η απολογία, μπορούν να γίνουν ερωτήσεις στον κατηγορούμενο από τον διευθύνοντα τη συζήτηση, τον εισαγγελέα και τους δικαστές. Οι υπόλοιποι διάδικοι, καθώς και οι συνήγοροί τους, επιτρέπεται να υποβάλλουν ερωτήσεις στον κατηγορούμενο μόνο με τη μεσολάβηση εκείνου που διευθύνει τη συζήτηση».
Από τις διατάξεις των δύο τελευταίων άρθρων, προκύπτει ότι στην κατ’ έφεση (όπως και στην πρωτοβάθμια) δίκη, το υπερασπιστικό δικαίωμα του κατηγορουμένου σε απολογία πριν από το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας και η αντίστοιχη υποχρέωση του δικαστηρίου να δώσει προς τούτο, το λόγο στον κατηγορούμενο, προϋποθέτει ότι ο κατηγορούμενος παρίσταται αυτοπροσώπως στη δίκη. Αντίθετα, όταν ο κατηγορούμενος δεν παρίσταται αυτοπροσώπως, αλλά εκπροσωπείται από συνήγορο, δεν προβλέπεται δικαίωμα τούτου, πριν από το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας, για παροχή εξηγήσεων ή διατύπωσης της θέσης του, δια του συνηγόρου του, αναφορικά με την κατηγορία. Εξάλλου, από τις ίδιες διατάξεις προκύπτει ότι στην κατ’ έφεση δίκη δεν προβλέπεται σε κανένα στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας, η διατύπωση της θέσης του κατηγορουμένου αναφορικά με την κατηγορία.
Συνεπώς, ο διευθύνων τη συζήτηση δεν έχει υποχρέωση να δώσει το λόγο στον συνήγορο υπεράσπισης του απόντος κατηγορουμένου πριν από την λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας, προκειμένου να παράσχει εξηγήσεις ή να διατυπώσει τη θέση του αναφορικά με την κατηγορία και, εφόσον (ο διευθύνων τη συζήτηση) δεν το πράξει, δεν παραβιάζεται κανένα υπερασπιστικό δικαίωμα του κατηγορουμένου είτε από το άρθρο 365 ΚΠΔ, είτε από άλλη διάταξη και δεν επέρχεται καμία ακυρότητα της διαδικασίας (απόλυτη ή σχετική, κατ’ άρθρο 171 ή 172 του ΚΠΔ), από την παράλειψη αυτή.
Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτουν τα ακόλουθα: Κατά την εκδίκαση της υποθέσεως στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων δεν παρέστη αυτοπροσώπως, αλλά εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κων/νο Μποσμπόνη. Η Εισαγγελέας ανέπτυξε την έκθεση εφέσεως και ανέφερε ότι δεν είχαν κλητευθεί μάρτυρες προς υποστήριξη της κατηγορίας, ενώ ο συνήγορος του κατηγορουμένου, δεν πρότεινε μάρτυρες υπεράσπισης. Μετά την κήρυξη της έναρξης της αποδεικτικής διαδικασίας, από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου, αναγνώσθηκαν τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, τα έγγραφα του κατηγορητηρίου και τα προσκομισθέντα από τον συνήγορο υπεράσπισης έγγραφα.
Ακολούθως, ο Πρόεδρος ρώτησε την Εισαγγελέα και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του κατηγορουμένου, εάν χρειάζονται κάποια συμπληρωματική εξέταση ή διασάφηση και όταν απάντησαν αρνητικά, κήρυξε τη λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας και έδωσε το λόγο στην Εισαγγελέα, η οποία ανέπτυξε την κατηγορία και πρότεινε να γίνει τυπικά δεκτή η έφεση και να θεωρηθεί η πράξη ως ανέγκλητη. Ο πληρεξούσιος δικηγόρος του κατηγορουμένου, αφού έλαβε το λόγο από τον Πρόεδρο και ανέπτυξε την υπεράσπιση, ζήτησε την αθώωση του εντολέως του. Ακολούθως, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου κήρυξε περαιωμένη τη συζήτηση και το Δικαστήριο αφού συσκέφθηκε μυστικά στην έδρα του, με παρούσα τη Γραμματέα, κατάρτισε και ο Πρόεδρος δημοσίευσε αμέσως την με αριθ. 314/2022 (προσβαλλόμενη) απόφασή του.
Από τα ανωτέρω αναφερόμενα προκύπτει ότι το Δικαστήριο, κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας τήρησε τα προβλεπόμενα από το νόμο και ορθώς δεν έδωσε το λόγο στον συνήγορο υπεράσπισης του κατηγορουμένου, πριν από τη λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας, προκειμένου να παράσχει εξηγήσεις αναφορικά με την κατηγορία, τον οποίο (λόγο) άλλωστε, ούτε και ο συνήγορος της υπεράσπισης ζήτησε. Ενόψει των ανωτέρω, η με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως διατυπούμενη αιτίαση ότι, κατά την εκδίκαση της υποθέσεως στο Δικαστήριο της ουσίας, επήλθε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, διότι ο διευθύνων τη συζήτηση πριν κηρύξει τη λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας, δεν έδωσε το λόγο, κατ’ άρθρο 365 ΚΠΔ, στον συνήγορο υπεράσπισης του κατηγορουμένου, προκειμένου να παράσχει εξηγήσεις και να διατυπώσει τη θέση του αναφορικά με την κατηγορία, είναι αβάσιμη. Συνακόλουθα ο πρώτος λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' ΚΠΔ, είναι αβάσιμος.
ΙΙ) Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990, όπως αυτές τροποποιήθηκαν και συμπληρώθηκαν με τα άρθρα 18 παρ. 2 και 28 παρ. 2 -4 του Ν. 2948/2001, 34 του Ν. 3016/2002, 34 παρ. 1 του Ν. 3220/2004, 3 παρ. 1 του Ν. 3943/2011, 20 του Ν. 4321/2015 και 8 του Ν. 4337/2015, 1. Όποιος δεν καταβάλλει τα βεβαιωμένα στη Φορολογική Διοίκηση χρέη προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων (4) μηνών τιμωρείται με ποινή φυλάκισης: α) Ενός (1) τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων και λοιπών επιβαρύνσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, υπερβαίνει το ποσό των εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ. β) Τριών (3) τουλάχιστον ετών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α, υπερβαίνει το ποσό των διακοσίων χιλιάδων (200.000) ευρώ.
Η ποινική δίωξη ασκείται ύστερα από αίτηση του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ή των Ελεγκτικών Κέντρων ή του Τελωνείου προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους, που συνοδεύεται υποχρεωτικά από πίνακα χρεών, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων και λοιπών επιβαρύνσεων ... Κατά τη σαφή διατύπωση του ανωτέρω άρθρου 25 του Ν. 1882/1990, για κάθε πίνακα χρεών, ο οποίος υποβάλλεται στον εισαγγελέα με την αίτηση του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ., ασκείται ξεχωριστή ποινική δίωξη, που περιλαμβάνει, ως μία πράξη, τη μη καταβολή του αναφερόμενου στον πίνακα συνολικού χρέους, το οποίο είναι δυνατόν να προέρχεται από οποιαδήποτε αιτία, χωρίς διάκριση πλέον και επιρροή, ανάλογα με το ύψος και την προέλευση του κάθε επιμέρους χρέους του πίνακα. Δεν πρόκειται, δηλαδή, λόγω της μη καταβολής καθενός χρέους του πίνακα, για κατ’ εξακολούθηση έγκλημα, ήτοι για περισσότερες πράξεις τελεσθείσες με ενότητα δόλου, αλλά ο νόμος κυριαρχικά θεωρεί πλέον, ότι τα μη καταβληθέντα και περιεχόμενα σε κάθε πίνακα χρέη συνιστούν ένα και μόνο έγκλημα, της μη καταβολής του αθροίσματος των χρεών του πίνακα και μάλιστα με χρόνο τέλεσης τη συμπλήρωση τετραμήνου από το χρόνο ταμειακής βεβαίωσης αυτών.
Με τη ρύθμιση αυτή, η καθυστέρηση καταβολής χρεών προς το Δημόσιο αποκτά τη μορφή ενός εν δυνάμει ιδιότυπου αθροιστικού εγκλήματος, αφού θεμελιώνεται πλέον ποινική ευθύνη στην περίπτωση κατά την οποία το μη καταβληθέν ποσό ξεπερνά το ελάχιστο όριο, ήδη το χρηματικό ποσό των εκατό χιλιάδων ευρώ (100.000,00 €) ή μετά από επανειλημμένη μη καταβολή χρεών συνολικού ποσού ανωτέρου των διακοσίων χιλιάδων ευρώ (200.000,00 €), χωρίς, όμως, τη συνδρομή του στοιχείου της καθ έξη ή κατ’ επάγγελμα τέλεσης στη νομοτυπική μορφή, που χαρακτηρίζει τα αθροιστικά εγκλήματα, γι' αυτό και γίνεται λόγος για ιδιότυπο αθροιστικό έγκλημα (Α.Π. 1012/2021, Α.Π. 181/2021, Α.Π. 818/2020).
Από όσα προαναφέρθηκαν παρέπεται: 1) ότι, αφού πρόκειται για έγκλημα που τελείται εφάπαξ και όχι εξακολουθητικά, κατά λογική και νομική αναγκαιότητα, ως χρόνος τέλεσης αυτού νοείται η συμπλήρωση τετραμήνου από τον χρόνο ταμειακής βεβαίωσης (από και με την οποία η σχετική αστική αξίωση γίνεται ληξιπρόθεσμη) του μερικότερου χρέους με τη χρονικά εγγύτερη ταμειακή βεβαίωση προς τη σύνταξη του συνοδεύοντος την αίτηση για άσκηση της ποινικής δίωξης οικείου πίνακα χρεών, ο χρόνος δε αυτός καλύπτει και τους αντίστοιχους χρόνους των υπόλοιπων, εχόντων προγενέστερες ταμειακές βεβαιώσεις, χρεών, τα οποία, κατά την έννοια του νόμου, συσσωματώνονται σε ένα και μόνο αθροιστικό χρέος, και 2) ότι τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του σχετικού εγκλήματος είναι: α) η μη καταβολή των βεβαιωμένων στις αρμόδιες Δ.Ο.Υ. ή στα τελωνεία χρεών προς το Δημόσιο και τα λοιπά αναφερόμενα πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα από οποιαδήποτε αιτία, β) η παρέλευση τετραμήνου από τον χρόνο που έπρεπε το χρέος να καταβληθεί και γ) το συνολικό άθροισμα των μερικότερων χρεών, με κάθε είδους τόκους και προσαυξήσεις, κατά τον χρόνο σύνταξης του οικείου πίνακα χρεών, να υπερβαίνει το οριζόμενο από τον νόμο χρηματικό ποσό με τις διακρίσεις και κλιμακώσεις που προαναφέρθηκαν, ενώ για την πλήρωση της υποκειμενικής υπόστασης του εν λόγω εγκλήματος απαιτείται δόλος (πρόθεση) με την έννοια του άρθρου 27 παρ. 1 του Π.Κ., ο οποίος πρέπει να καλύπτει όλα τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, αφού δεν καθορίζεται στην οικεία διάταξη άλλη μορφή υπαιτιότητας (άμεσος ή υπερχειλής δόλος).
Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις των παρ. 2 και 3 του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990, όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 23 του Ν.2523/1997 (Φ.Ε.Κ. 179/11-9- 1997, τεύχος πρώτο), 2. Στις πιο κάτω περιπτώσεις οφειλετών του Δημοσίου και τρίτων πλην ιδιωτών, οι προβλεπόμενες ποινές που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, επιβάλλονται και προκειμένου: α) (...) β) Για εταιρίες ομόρρυθμες ή ετερόρρυθμες, στους ομόρρυθμους εταίρους και στους διαχειριστές τους. (...). Για τα χρέη που ήταν ληξιπρόθεσμα κατά την απόκτηση της ιδιότητας αυτής από τους ανωτέρω, η ποινική δίωξη ασκείται μετά τρεις (3) μήνες από την απόκτησή της. Για τα πρόσωπα, που δεν υπείχαν ποινική ευθύνη κατά τις διατάξεις του άρθρου που αντικαθίσταται, όσον αφορά τα ήδη ληξιπρόθεσμα χρέη κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, το ποινικό αδίκημα διαπράττεται μόλις συμπληρωθούν τέσσερις (4) μήνες από την έναρξη της ισχύος του.
Με τις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 25 παρ. 2 και 3 του Ν.1882/1990 προσδιορίζονται τα φυσικά πρόσωπα των ανωνύμων και λοιπών εμπορικών εταιρειών, συνεταιρισμών, κοινοπραξιών, κοινωνιών, αστικών εταιρειών, συμμετοχικών ή αφανών εταιρειών που ασκούν επιχείρηση, αλλοδαπών επιχειρήσεων γενικά, κάθε είδους αλλοδαπών οργανισμών, καθώς και των άλλων νομικών προσώπων και οντοτήτων, τα οποία υπέχουν ευθύνη για την καταβολή των χρεών προς το Δημόσιο, που ήταν βεβαιωμένα ή γεννήθηκαν ή κατέστησαν ληξιπρόθεσμα κατά τον χρόνο που είχαν την ιδιότητα που αναφέρεται στην ανωτέρω διάταξη του άρθρου 25 παρ. 2 του Ν. 1882/1990, προκειμένου να αντιμετωπιστεί το κοινωνικό πρόβλημα της φοροϋπερημερίας, που δημιουργείται από τις αλλεπάλληλες μεταβολές, που υφίστανται τα νομικά πρόσωπα στην εκπροσώπηση, διοίκηση ή διαχείριση των υποθέσεών τους, με συνέπεια να επιβάλλεται, σε κάθε περίπτωση, να προσδιορίζεται η κατά τα άνω ιδιότητα του υπόχρεου για την καταβολή των χρεών και υπέχοντος προς τούτο ποινική ευθύνη (Α.Π. 565/2022, Α.Π. 190/2021).
Τέλος, με το άρθρο 469 του ισχύοντος από 1-7-2019 Ποινικού Κώδικα, ορίζεται ότι «Μετά το εδάφιο β' της παρ. 1 του άρθρου 25 του ν. 1882/1990 προστίθεται εδάφιο γ' ως εξής: Στην αίτηση και στον πίνακα χρεών που υποβάλλονται σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο δεν συμπεριλαμβάνονται και δεν υπολογίζονται για τον προσδιορισμό της ευθύνης του προσώπου, τα χρέη που προέρχονται από τη μη εκτέλεση χρηματικών ποινών που επιβλήθηκαν από ποινικό δικαστήριο και οι σχετικές με αυτά προσαυξήσεις, τόκοι και λοιπές επιβαρύνσεις, καθώς και τα χρέη από τα αδικήματα που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας μαζί με τις σχετικές με αυτά προσαυξήσεις, τόκους και λοιπές επιβαρύνσεις».
Με τη διάταξη αυτή του νέου Ποινικού Κώδικα ρυθμίζεται, με τον αναφερόμενο σ αυτή τρόπο, το προβλεπόμενο από το άρθρο 25 του Ν. 1882/1990 ποινικό αδίκημα της μη καταβολής βεβαιωμένων στη φορολογική διοίκηση χρεών προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημόσιου δικαίου, καθώς και τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, αφού ρητά ορίζεται ότι στις (νέες) αιτήσεις και στον πίνακα χρεών που υποβάλλονται προς τον εισαγγελέα πρωτοδικών, κατά το άρθρο αυτό, δεν συμπεριλαμβάνονται και δεν συνυπολογίζονται για τον προσδιορισμό της ποινικής ευθύνης του προσώπου οι οφειλές που αφορούν: α) χρέη που προέρχονται από τη μη εκτέλεση (αμιγώς) χρηματικών ποινών που επιβλήθηκαν από ποινικό δικαστήριο και οι σχετικές με αυτές προσαυξήσεις, τόκοι και λοιπές επιβαρύνσεις και β) χρέη που προέρχονται από τα φορολογικά αδικήματα, που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Ν. 4174/2013 (ΚΦΔ), μαζί με τις σχετικές με αυτά προσαυξήσεις, τόκους και λοιπές επιβαρύνσεις.
Για την ερμηνεία και εφαρμογή της ως άνω δεύτερης περίπτωσης περί του ποια χρέη δεν πρέπει να περιλαμβάνονται στον πίνακα χρεών γιατί τυποποιούνται στο άρθρο 66 του ΚΦΔ, σημειώνονται τα ακόλουθα: Κατά τις διατάξεις του άρθρου 17 παρ. 1 και 2 του Ν. 2523/1997, όπως ίσχυαν μετά την αντικατάστασή τους με την παρ. 2 εδ. α', β' και γ' του άρθρου 2 του Ν. 3943/2011 (Φ.Ε.Κ. 66/31-3-2011, τεύχος πρώτο), «1. Όποιος, προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή φόρου εισοδήματος, αποκρύπτει καθαρά εισοδήματα από οποιαδήποτε πηγή, παραλείποντας να υποβάλει δήλωση ή υποβάλλοντας ανακριβή δήλωση, τελεί αδίκημα φοροδιαφυγής στη φορολογία εισοδήματος. Ως απόκρυψη καθαρών εισοδημάτων νοείται και η περίπτωση κατά την οποία καταχωρούνται στα βιβλία εικονικές ολικά ή μερικά δαπάνες ή γίνεται επίκληση στη φορολογική δήλωση τέτοιων δαπανών, ώστε να μην εμφανίζονται καθαρά εισοδήματα ή να εμφανίζονται αυτά μειωμένα. 2. Ο δράστης του αδικήματος αυτού τιμωρείται: α) με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός (1) έτους, εφόσον ο φόρος που αναλογεί στα καθαρά εισοδήματα που έχουν αποκρυβεί υπερβαίνει σε κάθε διαχειριστική περίοδο το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ και β) με κάθειρξη, εφόσον ο φόρος που αναλογεί στα καθαρά εισοδήματα που έχουν αποκρυβεί υπερβαίνει σε κάθε διαχειριστική περίοδο το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ. Κατά την επιμέτρηση της ποινής λαμβάνεται υπόψη και η διάρκεια της απόκρυψης.
Οι ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 17 του Ν. 2523/1997 καταργήθηκαν με το άρθρο 71 του Ν. 4174/2013 (Φ.Ε.Κ. 170/26-7-2013, τεύχος πρώτο), όπως αυτό προστέθηκε με το άρθρο 8 του Ν. 4337/2015 (Φ.Ε.Κ. 129/17-10-2015, τεύχος πρώτο), και το ζήτημα του αδικήματος της φοροδιαφυγής στο εισόδημα ρυθμίστηκε από τις διατάξεις του άρθρου 66 παρ. 1 περ. α', 3 και 4 του Ν. 4174/2013 (Φ.Ε.Κ. 170/26-7-2013, τεύχος πρώτο), όπως ίσχυσαν μετά την προσθήκη και αναρίθμηση του ανωτέρω άρθρου 66 με το άρθρο 8 του Ν. 4337/2015 (Φ.Ε.Κ. 129/17-10-2015, τεύχος πρώτο), ήδη δε ρυθμίζεται από τις διατάξεις του άρθρου 66 παρ. 1 περ. α', 3 και 4 του ισχύοντος από 4-11-2022 Ν. 4987/2022 (Φ.Ε.Κ. 206/4-11-2022, τεύχος πρώτο), κατά το οποίο, «1. Έγκλημα φοροδιαφυγής διαπράττει όποιος με πρόθεση:α) προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή φόρου εισοδήματος, ΕΝ.Φ.Ι.Α. ή ειδικού φόρου ακινήτων (Ε.Φ.Α.), αποκρύπτει από τα όργανα της Φορολογικής Διοίκησης φορολογητέα εισοδήματα από οποιαδήποτε πηγή ή περιουσιακά στοιχεία, ιδίως παραλείποντας να υποβάλει δήλωση ή υποβάλλοντας ανακριβή δήλωση ή καταχωρίζοντας στα λογιστικά αρχεία εικονικές (ολικά ή μερικά) δαπάνες ή επικαλούμενος στη φορολογική δήλωση τέτοιες δαπάνες, ώστε να μην εμφανίζεται φορολογητέα ύλη ή να εμφανίζεται αυτή μειωμένη, (...) 3. Όποιος διαπράττει έγκλημα φοροδιαφυγής από τα αναφερόμενα στην παρ. 1 τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών ή χρηματική ποινή σύμφωνα με το άρθρο 57 του Π.Κ.: α) αν ο φόρος που αναλογεί στα φορολογητέα εισοδήματα ή στα περιουσιακά στοιχεία που έχουν αποκρυβεί υπερβαίνει ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος τις εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ ανά είδος φόρου, (...). 4. Επιβάλλεται κάθειρξη, αν το ποσό του φόρου, τέλους ή εισφοράς της παρ. 3 υπερβαίνει ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος τις εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ, εφόσον αφορά Φ.Π.Α., ή τις εκατό πενήντα χιλιάδες (150.000) ευρώ σε κάθε άλλη περίπτωση φόρου, τέλους ή εισφοράς.
Από τις ανωτέρω νέες διατάξεις, που καλύπτουν τις σοβαρές περιπτώσεις φοροδιαφυγής και εξορθολογίζουν το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο με τον επαναπροσδιορισμό των προϋποθέσεων στοιχειοθέτησης των σχετικών εγκλημάτων, προκύπτει ότι, σε σχέση με το αδίκημα της αποφυγής πληρωμής φόρου εισοδήματος, ο υπαίτιος αυτού τιμωρείται σε βαθμό πλημμελήματος, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών ή χρηματική ποινή, αν ο φόρος που αναλογεί στα αποκρυβέντα εισοδήματα υπερβαίνει, ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος, το ποσό των εκατό χιλιάδων ευρώ (100.000,00 €), σε βαθμό δε κακουργήματος, με κάθειρξη, αν ο φόρος που αναλογεί στα αποκρυβέντα εισοδήματα υπερβαίνει, ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος, το ποσό των εκατό πενήντα χιλιάδων ευρώ (150.000,00 €), ενώ όταν ο φόρος που αναλογεί στα αποκρυβέντα εισοδήματα δεν υπερβαίνει το ποσό των εκατό χιλιάδων ευρώ (100.000,00 €), ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος, αλλά είναι μικρότερος αυτού, δεν υφίσταται αξιόποινη πράξη.
Από τα προαναφερόμενα συνάγεται ότι όλες οι φορολογικές παραβάσεις δεν στοιχειοθετούν ποινικά αδικήματα ανεξαρτήτως ποσού ή χρονικού διαστήματος, αλλά τυποποιούνται ως εγκλήματα σε συνάρτηση με την υπέρβαση συγκεκριμένου ποσού, ανά είδος φόρου και ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος. Στις περιπτώσεις αυτές διαπλάθεται έγκλημα υπερχειλούς υποκειμενικής υπόστασης (έγκλημα σκοπού) και ο φορολογούμενος πρέπει να ενεργεί με υπερχειλή δόλο (άρθρο 27 παρ. 2 εδ. β' του Π.Κ.), συγκεκριμένα δε, θα πρέπει να αποκρύπτει και να μη δηλώνει στην αρμόδια φορολογική αρχή καθαρά φορολογητέα εισοδήματα, γνωρίζοντας και επιδιώκοντας να αποφύγει την πληρωμή του φόρου που αναλογεί στα αποκρυβέντα εισοδήματα. Αν δεν υπάρχει ο ανωτέρω εγκληματικός σκοπός στο πρόσωπο του φορολογουμένου, δεν πληρούται η υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος και δεν στοιχειοθετείται το αδίκημα του άρθρου 66 του ανωτέρω νόμου (Α.Π. 983/2021, Α.Π. 1015/2019).
Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 55Α παρ. 1 του ισχύοντος από 4-11-2022 Ν. 4987/2022, που ορίζει ότι: Εάν, με βάση την οριστική πράξη διορθωτικού προσδιορισμού φόρου ή την πράξη επιβολής προστίμου, συντρέχει περίπτωση τέλεσης ή απόπειρας τέλεσης εγκλήματος φοροδιαφυγής, όπως ορίζεται στο άρθρο 66, υποβάλλεται μηνυτήρια αναφορά από τον Διοικητή, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 1 του άρθρου 68. Η ποινική δίωξη ασκείται αυτεπαγγέλτως, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 68 παρ. 1 του ίδιου νόμου, που ορίζει ότι: 1. Εάν συντρέχει περίπτωση τέλεσης ή απόπειρας τέλεσης εγκλήματος του Κώδικα υποβάλλεται αμελλητί μηνυτήρια αναφορά από τον Διοικητή ή από τα όργανα της Φορολογικής Διοίκησης ή από τη Διεύθυνση Οικονομικής Αστυνομίας της Ελληνικής Αστυνομίας. Η ποινική δίωξη ασκείται αυτεπαγγέλτως (παρόμοιες ήταν και οι διατάξεις των άρθρων 55Α παρ. 1 και 68 παρ. 1 του Ν. 4174/2013 που καταργήθηκαν με το άρθρο 71 παρ. 4 του Ν. 4987/2022), σαφώς συνάγεται ότι η κίνηση της ποινικής δίωξης, στις περιπτώσεις των εγκλημάτων της φοροδιαφυγής, τόσο υπό το ισχύον νομικό καθεστώς όσο και υπό την ισχύ του Ν. 4174/2013 και του Ν. 2523/1997 (άρθρο 21), προϋποθέτει την πλήρωση των εξής όρων:
α) τη διενέργεια ελέγχου από τη φορολογική αρχή, β) την έκδοση διοικητικής καταλογιστικής πράξης για το φόρο που προσπάθησε να διαφύγει ο φορολογούμενος και γ) την υποβολή μηνυτήριας αναφοράς από την αρμόδια αρχή, με συνυποβολή των αποδεικτικών εγγράφων για τη συνδρομή των προηγούμενων όρων. Ειδικότερα, όσον αφορά το έγκλημα της φοροδιαφυγής στο εισόδημα, το αδίκημα αυτό στοιχειοθετείται αντικειμενικά είτε με την μη υποβολή δήλωσης φορολογίας εισοδήματος είτε με την υποβολή ανακριβούς δήλωσης φορολογίας εισοδήματος, από την οποία όμως ο φόρος που αναλογεί στα αποκρυβέντα εισοδήματα υπερβαίνει το ποσό των εκατό χιλιάδων ευρώ (100.000,00 €), ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος, οπότε η πράξη αυτή διώκεται σε βαθμό πλημμελήματος, ή το ποσό των εκατό πενήντα χιλιάδων ευρώ (150.000,00 €), ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος, οπότε η εν λόγω πράξη διώκεται σε βαθμό κακουργήματος. Έτσι, όταν το ποσό του φόρου που αναλογεί στα αποκρυβέντα εισοδήματα υπολείπεται του ποσού των εκατό χιλιάδων ευρώ (100.000,00 €), ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος, η πράξη είναι ανέγκλητη και δεν τυποποιείται στα αδικήματα του άρθρου 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας.
Εξάλλου, η αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος της φοροδιαφυγής στο εισόδημα δεν στοιχειοθετείται, ακόμη και όταν ο φόρος, που αναλογεί σ’ αυτό (εισόδημα) και δεν καταβλήθηκε, υπερβαίνει το ποσό των εκατό χιλιάδων ευρώ (100.000,00 €), ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος, στην περίπτωση κατά την οποία ο φορολογούμενος υποβάλει νόμιμα και εμπρόθεσμα δήλωση φορολογίας εισοδήματος, ακολούθως όμως δεν αποδίδει τον φόρο που οφείλει στο Δημόσιο και αναλογεί στα εισοδήματά του, με βάση την ακριβή (όχι ανακριβή) δήλωσή του, καθόσον στην περίπτωση αυτή αποκλείεται εν τη γενέσει της η ύπαρξη του απαιτούμενου υπερχειλούς δόλου του, δηλαδή η επιδίωξή του να αποφύγει την καταβολή του φόρου που αναλογεί στα εισοδήματά του, αφού με την υποβολή της ακριβούς δήλωσής του, ελλείπει το στοιχείο της μερικής ή ολικής απόκρυψης των καθαρών εισοδημάτων του, που κατατείνει σ αυτόν τον σκοπό.
Συνεπώς, στην περίπτωση κατά την οποία ο φορολογούμενος δεν υποβάλει ανακριβή δήλωση φορολογίας εισοδήματος, ώστε να μπορεί να γίνει λόγος για την τέλεση εκ μέρους του της πράξης της φοροδιαφυγής στο εισόδημα, η οποία θα ενεργοποιούσε το φορολογικό ελεγκτικό μηχανισμό, θα κατέληγε δε στη σύνταξη έκθεσης ελέγχου και στην έκδοση διοικητικής καταλογιστής πράξης για το φόρο που προσπάθησε αυτός να διαφύγει, ή εφόσον δεν έχει προηγηθεί αυτεπάγγελτος φορολογικός έλεγχος που να διαπιστώνει με την οικεία έκθεση ελέγχου την ανακρίβεια της δήλωσης του φορολογουμένου και να προσδιορίζει το ακριβές ύψος του φόρου που αυτός απέφυγε να καταβάλει, δεν στοιχειοθετείται η αντικειμενική υπόσταση του αντίστοιχου εγκλήματος που τυποποιείται στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, με μόνη τη μη πληρωμή του φόρου που οφείλει να καταβάλει και αναλογεί στα εισοδήματά του με βάση την ακριβή δήλωση που ο ίδιος έχει υποβάλει, το ίδιο δε συμβαίνει και στην περίπτωση βεβαίωσης φόρου εισοδήματος, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του Ν. 3888/2010 περί περαίωσης των εκκρεμών ελεγμένων φορολογικών υποθέσεων, σύμφωνα με την υπό στοιχεία ΠΟΛ 1138/11-10-2010 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών (Φ.Ε.Κ. 1631/12-10-2010, τεύχος δεύτερο), που δεν καταβάλει ο φορολογούμενος, ανεξαρτήτως του ύψους του, καθόσον και στην περίπτωση αυτή η βεβαίωση γίνεται με σχετική αίτησή του και όχι ύστερα από έλεγχο της αρμόδιας φορολογικής αρχής (Α.Π. 189/2021).
Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 469 του Π.Κ., προκύπτει ότι με αυτήν δεν εξαιρούνται όλες οι περιπτώσεις χρεών που προκύπτουν από πράξεις φοροδιαφυγής στα διάφορα είδη φόρων που μνημονεύονται στο άρθρο 66 ΚΦΔ, ανεξαρτήτως δηλαδή του εκάστοτε ποσού διαφυγόντος φόρου και του εάν το ποσό αυτό είναι κατώτερο του ελάχιστου ορίου θεμελίωσης του αξιοποίνου, αλλά μόνο όσα εξ αυτών, προέρχονται από πράξη που πληρεί όλα τα στοιχεία της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης της αξιόποινης πράξης του άρθρου 66 του ΚΦΔ, είναι δηλαδή αξιόποινη και αυτοτελώς με βάση το άρθρο 66, καθόσον δεν υπάρχει τυποποίηση αδικήματος εάν η πράξη που περιγράφεται σε αυτό δεν συνεπάγεται επιβολή ποινής.
Κατ’ ακολουθίαν των προαναφερομένων, η διάταξη του άρθρου 469 του Π.Κ., ως προς τα μη υπολογιζόμενα χρέη για τον προσδιορισμό της ευθύνης του οφειλέτη χρεών προς το Δημόσιο, εφαρμόζεται μόνο όταν τα περιλαμβανόμενα στον αντίστοιχο πίνακα χρέη αποτελούν αυτοτελώς και φορολογικό αδίκημα, που τυποποιείται στις διατάξεις του άρθρου 66 του ήδη ισχύοντος από 4-11-2022 Ν. 4987/2022 Κύρωση Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (Φ.Ε.Κ. 206/4-11-2022, τεύχος πρώτο), προηγουμένως δε τυποποιούνταν στις διατάξεις του άρθρου 66 του Ν. 4174/2013 - Φορολογικές διαδικασίες και άλλες διατάξεις (Φ.Ε.Κ. 170/26-7-2013, τεύχος πρώτο), όπως προστέθηκε και αναριθμήθηκε με το άρθρο 8 του Ν. 4337/2015, που καταργήθηκε, κατά τα προαναφερόμενα, με το άρθρο 71 παρ. 4 του Ν. 4987/2022, τούτο δε προϋποθέτει αφενός να στοιχειοθετείται ως φορολογικό αδίκημα, αφετέρου δε να υπερβαίνει το οριζόμενο στο ανωτέρω άρθρο 66 του Ν. 4987/2022 ποσό για τη θεμελίωση του αξιοποίνου.
Ήδη, για τα μη στοιχειοθετούντα αδίκημα φοροδιαφυγής χρέη προς το Δημόσιο, κατά τα προαναφερόμενα, η ποινική δίωξη ήταν και είναι μία, συγκεκριμένα δε, εκείνη για το αδίκημα της μη καταβολής βεβαιωμένων χρεών προς το Δημόσιο (άρθρο 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990), καθόσον, σε αντίθετη περίπτωση, από την αποτροπή της διπλής τιμώρησης, στην οποία αποσκοπούσε ο νομοθέτης, καταλήγουμε στην παντελή ατιμωρησία του φοροδιαφεύγοντος, όταν οι φορολογικές παραβάσεις δεν στοιχειοθετούν φορολογικό αδίκημα, κάτι που προφανώς δεν ήταν στις προθέσεις του (νομοθέτη), καθόσον, η αποφυγή του ατόπου της διπλής αξιολόγησης αξιοποίνων πράξεων για την οποία θεσπίστηκε η ανωτέρω διάταξη, δεν μπορεί παρά να έχει κατά λογική αναγκαιότητα την έννοια της εφαρμογής μιας εκ των δύο ποινικών διατάξεων και όχι καμιάς εξ αυτών. Περαιτέρω, επισημαίνεται ότι η διατύπωση στο άρθρο 469 του ισχύοντος Π.Κ. της φράσης «αδικήματα που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας» ουδόλως υποδηλώνει βούληση του νομοθέτη για πλήρη αποκλεισμό της τιμωρίας των οφειλετών του Δημοσίου για τα προερχόμενα από τις ανωτέρω αιτίες χρέη, όταν αυτά δεν πληρούν τα κριτήρια υπαγωγής στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας.
Τουναντίον, η αληθής, βούληση του νομοθέτη είναι τα, κατά τα ως άνω, μη υπαγόμενα (λόγω ποσού ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος, ή λόγω μη στοιχειοθέτησης της υποκειμενικής υποστάσεως του εν λόγω αδικήματος), στη διάταξη του άρθρου 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας χρέη, να συνυπολογίζονται ή να συναθροίζονται με άλλες προερχόμενες από διάφορες αιτίες λοιπές οφειλές προς το Δημόσιο, προς σχηματισμό του διαγραφομένου για την στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος που προβλέπεται στο άρθρο 25 του Ν. 1882/1990 ποσοτικού ορίου (ΟλΑΠ 1/2023).
Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ’ αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της απόφασης, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο αιτιολογίας.
Εξάλλου, σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο προκειμένου να μορφώσει την καταδικαστική του κρίση, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ.1 και 178 του ΚΠΔ, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λπ.) χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προέκυψε από το καθένα χωριστά. Πρέπει όμως να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο ορισμένα από αυτά κατ’ επιλογή, ενώ δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους και δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσης, ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή.
Όταν δε, εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, αφού δεν εξαιρέθηκαν ρητά ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης γιατί δεν εξαίρονται τα λοιπά. Δεν αποτελεί λόγο αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη συσχέτισης των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας (ΑΠ 1123/2020, ΑΠ 2055/2019).
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Ε' του ΚΠΔ, λόγο αναίρεσης της απόφασης συνιστά και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το Δικαστήριο αποδίδει στη διάταξη διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή, όταν το Δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της απόφασης, που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο, σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης.
Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Ναυπλίου, με την προσβαλλομένη με αριθ. 314/2022 απόφαση του, μετά από συνεκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους αποδεικτικών μέσων, δέχτηκε στο σκεπτικό του, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, τα ακόλουθα: "Στην προκειμένη περίπτωση, από την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης, καθώς και των εγγράφων που αναφέρονται στα πρακτικά και την όλη αποδεικτική διαδικασία αποδείχθηκε ότι: Ο κατηγορούμενος στη ..., κατά το χρονικό διάστημα από 1/11/2014 έως 1/7/2016, όντας διευθύνων σύμβουλος της εταιρίας με την επωνυμία "ΕΛΑΙΟΥΡΓΙΑ ... ΑΕΒΕ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ ΑΓΡΟΤΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ" και έδρα το ..., η οποία ήταν οφειλέτης του Δημοσίου και τα χρέη της κατέστησαν ληξιπρόθεσμα κατά την ισχύ του νόμου 3220/2004, με πρόθεση καθυστέρησε την καταβολή τους προς το Δημόσιο για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, το δε ποσό της ληξιπρόθεσμος για την καταβολή οφειλής, μαζί με κάθε είδους προσαυξήσεις υπερβαίνει τα € 100.000 και ανέρχεται σε € 251.825,65. Τα κατ’ ιδίαν χρέη αυτά, όπως περιγράφονται αναλυτικά στον υπ’ αρ. 37/2016 πίνακα χρεών της ΔΟΥ ..., έχουν ως εξής:
[ ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΠΙΝΑΚΑΣ ]
Περαιτέρω, σύμφωνα με όσα τα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη, πρέπει να αφαιρεθούν από τον πίνακα όσα χρέη υπάγονται στις αναφερθείσες εκεί περιπτώσεις του άρθ. 66 Κ.Φορ.Διαδ., ήτοι τα υπ’ αρ. 5 και 17, που αφορούν ΕΝΦΙΑ, τα υπ’ αρ. 6 έως 11, που αφορούν πρόστιμα ΦΠΑ, καθώς και το υπ’ αρ. 16 "αμοιβές από επιχειρηματική δραστηριότητα", που ρητά ορίζεται ως παρακρατούμενος φόρος στο άρθ. 64 Ν 4172/13. Αντιθέτως παραμένουν τα χρέη υπ’ αρ. 1 έως 4 (διοικητικά πρόστιμα) και τα υπ’ αρ. 12 έως 15, καθόσον αφορούν δηλωθέν εισόδημα ("εισοδήματα νομικών προσώπων - προσωρινή βεβαίωση από δήλωση"). Για την τελευταία αυτή περίπτωση πρέπει να σημειωθεί ότι προφανώς δεν νοείται φοροδιαφυγή όταν φορολογείται το εισόδημα που ο ίδιος ο υπόχρεος δήλωσε και συνεπώς πρέπει να απορριφθεί ο περί του αντιθέτου ισχυρισμός του κατηγορουμένου. Τα ανωτέρω κονδύλια (δηλ. τα 1 - 4 και 12 - 15) ανέρχονται συνολικά σε € 245.538,43 και επομένως, αφού υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των € 100.000, η πράξη του κατηγορουμένου δεν έχει καταστεί ανέγκλητη και πρέπει αυτός να κηρυχθεί ένοχος".
Ακολούθως το Δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο για την αξιόποινη πράξη της μη καταβολής ληξιπρόθεσμων χρεών στο Δημόσιο και τον καταδίκασε σε ποινή φυλάκισης δύο (2) ετών, με τριετή αναστολή, με το ακόλουθο διατακτικό: "ΚΗΡΥΣΣΕΙ τον κατηγορούμενο ένοχο του ότι: Στη ... κατά το χρονικό διάστημα από 1.11.2014 έως 1.7.2016, όντας διευθύνων σύμβουλος της εταιρίας με την επωνυμία "ΕΛΑΙΟΥΡΓΙΑ ... ΑΕΒΕ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ ΑΓΡΟΤΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ" και έδρα το ..., με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, ο κατηγορούμενος όντας οφειλέτης του Δημοσίου και ενώ τα χρέη της ανωτέρω εταιρίας κατέστησαν ληξιπρόθεσμα κατά την ισχύ του νόμου 3220/2004, με πρόθεση καθυστέρησε την καταβολή τους προς το Δημόσιο για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, το δε ποσό της ληξιπρόθεσμης για την καταβολή οφειλής, μαζί με κάθε είδους προσαυξήσεις υπερβαίνει τα 100.000 ευρώ.
Συγκεκριμένα, στον ανωτέρω τόπο και χρονικό διάστημα, ενώ ήταν διευθύνων σύμβουλος της εταιρίας με την επωνυμία "ΕΛΑΙΟΥΡΓΙΑ ... ΑΕΒΕ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ ΑΓΡΟΤΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ" και έδρα το ... και ενώ γνώριζε ότι είχαν βεβαιωθεί σε βάρος του από τη Δ.Ο.Υ. ... διάφορα χρέη υπέρ του δημοσίου, όπως αυτά αναφέρονται κατά αριθμό και ημερομηνία βεβαίωσης, οικονομικό έτος και είδος φόρου, ανάλυση του ποσού, το απαιτητό μέρος για κάθε ένα και σε σύνολο, τον τρόπο πληρωμής, τον αριθμό ληξιπρόθεσμων δόσεων και τις ημερομηνίες λήξης της πρώτης και της τελευταίας δόσης, στον πίνακα χρεών που συνοδεύει ως αναπόσπαστο μέρος την υπ’ αρ. Ειδ. Βιβλίου 37/28.11.2016 αίτηση ποινικής δίωξης του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ... και το παρόν κατηγορητήριο, με πρόθεση καθυστέρησε για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων (4) μηνών την καταβολή προς το Δημόσιο ληξιπρόθεσμης οφειλής του, που ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 245.538,43 ευρώ:
[ ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΠΙΝΑΚΑΣ ]
Με τις παραδοχές αυτές, οι οποίες διαλαμβάνονται στο σκεπτικό, σε συνδυασμό με όσα αναφέρονται στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, που παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην απόφασή του, την απαιτούμενη από τις διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ως προς την κατάφαση της ενοχής του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου, αφού αναφέρονται σ` αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά και κατά τρόπο επιτρέποντα τον αναιρετικό έλεγχο, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης της μη καταβολής των βεβαιωμένων στον ένδικο πίνακα ληξιπρόθεσμων χρεών προς το Δημόσιο, συναθροιζόμενων στο συνολικό ποσό των 245.538,43 ευρώ (από τον οποίο, πίνακα, προηγουμένως αφαιρέθηκαν και δεν συνυπολογίσθηκαν για τον προσδιορισμό της ευθύνης του αναιρεσείοντος, τα με αυξ. αριθμούς 5 έως 11, 16 και 17 χρέη), τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς και τους νομικούς συλλογισμούς, δυνάμει των οποίων προέβη στην υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του άρθρου 25 παρ. 1 περ. α' του Ν. 1882/1990, όπως τροποποιήθηκε και αντικαταστάθηκε κατά τα προδιαληφθέντα, με τις διατάξεις των άρθρων 23 του Ν. 2523/1997, 34 του Ν. 3016/2002, 34 παρ.1 του Ν. 3220/2004, 3 του Ν. 3943/2011, 20 του Ν. 4321/2015 και 8 του Ν. 4337/2015 σε συνδυασμό με το άρθρο 469 παρ. 3 του ισχύοντος Π.Κ., καθώς και στις γενικές διατάξεις των άρθρων 1, 12, 14, 16, 17, 18, 26 παρ.1 α`, 27 παρ. 1, 51, 53, 79, 83, 94 παρ.2β του ίδιου ΠΚ, τις οποίες, σύμφωνα με τις προηγηθείσες νομικές σκέψεις, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ευθέως ή εκ πλαγίου, με ασαφείς, ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες και έτσι δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση.
Ειδικότερα, με τις διαλαμβανόμενες στην προσβαλλόμενη απόφαση παραδοχές, το Δικαστήριο προσδιόρισε με σαφήνεια, πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά: α) ότι από τα δεκαεπτά (17), συνολικά, ληξιπρόθεσμα χρέη που περιλαμβάνονται στον παρατιθέμενο στο σκεπτικό του ένδικο πίνακα χρεών, όπως αυτά επαρκώς προσδιορίζονται ως προς το είδος, το ύψος, το χρόνο βεβαιώσεως και τον τρόπο και χρόνο καταβολής εκάστου, μόνο τα οκτώ (8) αποτελούν χρέη προς το Δημόσιο, κατά την έννοια του άρθρου 25 του ν. 1882/1990 και συγκεκριμένα, τα με αύξοντες αριθμούς 1, 2, 3, 4, 12, 13, 14 και 15 του ανωτέρω πίνακα, ανερχόμενα, αντίστοιχα, στα ποσά των 12.782,76, 12.784,09, 1.795,65, 1.197,10, 47.333,47, 74.253,51, 81.553,89 και 13.837,96 ευρώ και συνολικά στο ποσό των 245.538,43 ευρώ, το οποίο υπερβαίνει το ποσό των εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ, αλλά και των διακοσίων χιλιάδων (200.000) ευρώ, β) ότι ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, με την ιδιότητά του, του διευθύνοντος συμβούλου της εταιρείας με την επωνυμία «ΕΛΑΙΟΥΡΓΙΑ ... ΑΕΒΕ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ ΑΓΡΟΤΙΚΩΝ ΠΡΟΙΟΝΤΩΝ», με πρόθεση δεν κατέβαλε το ανωτέρω ενοποιημένο χρέος των 245.538,43 ευρώ, κατά τη λήξη του τετραμήνου από το χρόνο βεβαιώσεώς του από την αρμόδια Δ.Ο.Υ. ... και γ) ότι τα παραπάνω οκτώ συγκεκριμένα χρέη, από τα οποία, τα μεν με αριθμούς 1 έως και 4 αφορούν «πρόστιμα του Υπουργείου Εργασίας», δηλαδή διοικητικά πρόστιμα, ενώ τα με αριθμούς 12 έως και 15, αφορούν «εισόδημα νομικού προσώπου- προσωρινή βεβαίωση από δήλωση», δηλαδή αναλογούντες φόρους εισοδήματος, με βάση την ακριβή δήλωση εισοδήματος που ο ίδιος ο αναιρεσείων, με την ανωτέρω ιδιότητά του υπέβαλε, δεν αποτελούν χρέη από αδικήματα που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας και δεν αφαιρούνται από τον πίνακα των οφειλόμενων προς το Δημόσιο χρεών, κατ’ άρθρο 469 παρ.3 ΠΚ και ως εκ τούτου η ένδικη αξιόποινη πράξη, ως προς τα χρέη αυτά, δεν έχει καταστεί ανέγκλητη.
Σημειωτέον, ότι δεν δημιουργείται καμία ασάφεια μεταξύ σκεπτικού και διατακτικού της προσβαλλόμενης απόφασης, λόγω διαφοροποίησης του αριθμού των διαλαμβανομένων χρεών στον σχετικό πίνακα που παρατίθεται στο σκεπτικό, σε σχέση με τον πίνακα χρεών που διαλαμβάνεται στο διατακτικό, δεδομένου ότι ο πίνακας που παρατίθεται στο σκεπτικό, περιλαμβάνει, όπως προαναφέρεται, το σύνολο των δεκαεπτά (17) χρεών που περιελήφθησαν σ’ αυτόν και βεβαιώθηκαν κατά την κατάρτισή του από την αρμόδια φορολογική αρχή, συνολικού ποσού 251.825,65 ευρώ, από τα οποία, σύμφωνα με τις προδιαληφθείσες παραδοχές της απόφασης, κρίθηκε ότι έπρεπε να αφαιρεθούν τα με αύξοντες αριθμούς 5 έως 11, 16 και 17 χρέη, ενώ ο πίνακας χρεών που παρατίθεται στο διατακτικό περιλαμβάνει μόνο τα οκτώ (8) χρέη, συνολικού ποσού 245.538,43 ευρώ, (μετά την αφαίρεση των παραπάνω με αριθμούς 5 έως 11, 16 και 17 χρεών) που αποτελούν χρέη προς το Δημόσιο, και που με βάση την συνολική οφειλή που προκύπτει από την άθροιση των ποσών αυτών (245.538,43 ευρώ), κηρύχθηκε ένοχος ο αναιρεσείων.
Περαιτέρω, δεν υφίσταται αντίφαση μεταξύ σκεπτικού και διατακτικού της απόφασης ως προς τα επί μέρους χρέη για τα οποία κηρύχθηκε ένοχος ο αναιρεσείων, δεδομένου ότι τα χρέη με αύξοντες αριθμούς 1, 2, 3, 4, 12, 13, 14 και 15 του ένδικου πίνακα χρεών, που σύμφωνα με τις παραδοχές του σκεπτικού της συνυπολογίζονται (παραμένουν) στον πίνακα χρεών, ταυτίζονται με τα οκτώ (8) χρέη που διαλαμβάνονται στο διατακτικό της, αριθμούμενα με αύξοντες αριθμούς 1, 2, 3, 4, 5 (12), 6 (13), 7 (14) και 8 (15), με την επισήμανση ότι στα τέσσερα τελευταία, αντιστοιχούν οι αύξοντες αριθμοί που αναφέρονται εντός των παρενθέσεων. Εξάλλου, η ταύτιση των ανωτέρω χρεών μεταξύ σκεπτικού και διατακτικού προκύπτει και από τα λοιπά αναφερόμενα στοιχεία τους (ημερομηνία βεβαίωσης, οικονομικό έτος και είδος φόρου, ποσό, τρόπος πληρωμής, αριθμός ληξιπρόθεσμων δόσεων και ημερομηνίες λήξης της πρώτης και της τελευταίας δόσης), τα οποία είναι όμοια.
Συνεπώς, όλες οι περί του αντιθέτου αιτιάσεις του αναιρεσείοντος που περιέχονται στον δεύτερο λόγο αναιρέσεως για έλλειψη της απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, ως προς την ενοχή του αναιρεσείοντος, λόγω του ότι η ένδικη αξιόποινη πράξη κατέστη ανέγκλητη και λόγω ασαφειών και αντιφάσεων μεταξύ του σκεπτικού και διατακτικού της, ως προς τα επί μέρους χρέη για τα οποία κηρύχθηκε ένοχος, είναι αβάσιμες. Συνακόλουθα, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, δεύτερος λόγος αναιρέσεως, είναι αβάσιμος.
Κατόπιν των ανωτέρω και μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, η από 11-11-2022 και με αρ. πρωτ. 18/2022 αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 578 παρ.1 ΚΠΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.-
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 11-11-2022 και με αρ. πρωτ. 18/2022 αίτηση - δήλωση του Α. Ζ. του Π., κατοίκου ..., για αναίρεση της με αριθ. 314/20-9-2022 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Ναυπλίου.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9 Ιουνίου 2023.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 12 Ιανουαρίου 2024.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
1974 - 2025 © Τετράβιβλος. Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος. Όροι και Προϋποθέσεις