Συνθετη Αναζητηση Νομοθεσιας - Νομολογιας

Νομοθεσία

Α.Π. 24/2024 (Α2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΗ (ΕΚΠΡΟΘΕΣΜΗ) ΑΝΑΚΟΠΗ ΕΡΗΜΟΔΙΚΙΑΣ – ΑΠΟΔΕΙΞΗ ΕΠΙΔΟΣΗΣ ΑΝΑΚΟΠΤΟΜΕΝΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΔΙΑ ΘΥΡΟΚΟΛΛΗΣΕΩΣ.

 

Α.Π. 24/2024 (Α2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)


ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΗ (ΕΚΠΡΟΘΕΣΜΗ) ΑΝΑΚΟΠΗ ΕΡΗΜΟΔΙΚΙΑΣ – ΑΠΟΔΕΙΞΗ ΕΠΙΔΟΣΗΣ ΑΝΑΚΟΠΤΟΜΕΝΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΔΙΑ ΘΥΡΟΚΟΛΛΗΣΕΩΣ. - Δεν ασκεί επιρροή πως ο δικαστικός επιμελητής ενώ μετέβη στην οικία των ανακοπτόντων με αριθμό 33, στη συνέχεια αναφέρει ότι θυροκόλλησε τα αντίγραφα της άνω απόφασης επί της οδού με αριθμό 39, ενώ τούτο δεν είναι σωστό, καθόσον η οδός αριθμεί μόνο μέχρι το 35, σύμφωνα με βεβαίωση των τεχνικών υπηρεσιών του οικείου Δήμου. Η παραδρομή, όμως, αυτή, ούτε αποδεικνύει πλαστότητα των εκθέσεων επιδόσεως, ούτε δημιουργεί ακυρότητα αυτών. Η παραδρομή αυτή δεν αναιρεί το γεγονός που βεβαιώνεται στις εκθέσεις επίδοσης, δηλαδή ότι έλαβε χώρα η επίδοση αντιγράφων της ανακοπτόμενης απόφασης δια θυροκολλήσεως, ένεκα της αρνήσεως του πρώτου των ανακοπτόντων να παραλάβει αυτά. Με τούτα τα δεδομένα δεν αποδεικνύεται ως ουσιαστικά βάσιμος ο ισχυρισμός περί πλαστότητας των άνω εκθέσεων επιδόσεως, και αυτές εξακολουθούν να παράγουν τα έννομα αποτελέσματά τους. Απορρίπτει - (124, 126, 127, 128, 129, 130 ΚΠολΔ).

ΑΧ


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Α2' Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κυριάκο Μπαμπαλίδη, Παναγιώτη Βενιζελέα, Κλεόβουλο-Δημήτριο Κοκκορό και Ελένη Θεοδωρακοπούλου- Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 13 Νοεμβρίου 2023, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των αναιρεσειόντων: 1) Π. Α. του Γ., κατοίκου Υ. Α., 2) Μ. συζύγου Π. Α., το γένος Π. Π., κατοίκου Υ. Α. και 3) Γ. Α. του Π., κατοίκου Β. Α., άλλως κατοίκου Υ. Α.. Ο πρώτος αναιρεσείων παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ευστάθιο Κωνσταντόπουλο, ενώ οι δεύτερη και τρίτος αναιρεσείοντες εκπροσωπήθηκαν από τον ίδιο ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο. Της αναιρεσιβλήτου: Β. Π. του Ν., κατοίκου Π. Α.. Εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ανδριανή Συκωτάκη.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 5-3-2008 αγωγή της ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1335/2015 του ίδιου Δικαστηρίου και 1727/2018 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Κατά της τελευταίας απόφασης ασκήθηκε η από 19-11-2018 ανακοπή ερημοδικίας, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ' αριθ. 2034/2020 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 28-7-2020 αίτησή τους.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, η πληρεξούσια της αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως προσβάλλεται η εκδοθείσα, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία υπ' αριθμ. 2034/2020 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, που απέρριψε ως απαράδεκτη, λόγω εκπροθέσμου ασκήσεως, την από 19-11-2018 ανακοπή ερημοδικίας των εναγομένων-ανακοπτόντων και ήδη αναιρεσειόντων κατά της υπ' αριθμ. 1727/2018 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία είχε απορριφθεί ως ανυποστήρικτη η από 10-9-2015 έφεσή τους κατά της υπ' αριθ. 1335/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που είχε κάνει δεκτή ως κατ' ουσίαν βάσιμη την από 5-3-2008 αγωγή της αναιρεσίβλητης κατά των αναιρεσειόντων. Η αίτηση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ), είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρ. 577 παρ. 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 577 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ.).

Η προσβαλλόμενη απόφαση αποτελεί κατάληξη της ακόλουθης διαδικαστικής διαδρομής, κατ' επιτρεπτή, κατά το άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, εκτίμηση των διαδικαστικών εγγράφων: Με την από 5-3-2008 αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η ενάγουσα και ήδη αναιρεσίβλητη, κατά των εναγομένων και ήδη αναιρεσειόντων καθώς και των α) Ι. Δ., β)Π. Δ. και γ) ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία ‘D.’ H. S..A.. Δ. Σ. - Σ. ‘Α.’, εξέθετε ότι οι αναιρεσείοντες διατηρούσαν οικογενειακή επιχείρηση στον Υ. Αττικής, με αντικείμενο τη σύναψη συμβάσεων ασφαλίσεων και επενδύσεων για λογαριασμό ασφαλιστικών εταιριών, ο δε τρίτος, υιός των δύο πρώτων, ήταν ασφαλιστικός σύμβουλος. Ότι αρχές Φεβρουαρίου του έτους 2002, ο πρώτος αναιρεσείων, ο οποίος είναι πρώτος εξάδελφος αυτής, της ανέφερε ότι συνεργάζεται με την ανωτέρω εταιρία, την οποία αντιπροσώπευε ο ίδιος και οι λοιποί αναιρεσείοντες και η οποία είχε ως αντικείμενο εργασιών τις επενδύσεις χρημάτων σε ακίνητα ιδιαίτερα μεγάλης αξίας καθώς και σε εταιρίες του εσωτερικού και του εξωτερικού, επενδύσεις δε που ήταν ιδιαίτερα κερδοφόρες. Ότι οι αναιρεσείοντες, σε συνεννόηση με τους λοιπούς εναγόμενους, νομίμους εκπροσώπους της παραπάνω εταιρίας, την έπεισαν να καταρτίσει μαζί τους σύμβαση επενδυτικών υπηρεσιών, με την οποία ανέλαβαν την υποχρέωση να διαμεσολαβήσουν για την επένδυση των χρημάτων της σε επενδυτικά προϊόντα της ως άνω εταιρίας, πείθοντας αυτήν να τους καταβάλει για το σκοπό αυτό αρχικά το ποσό των 14.673,51 ευρώ και στη συνέχεια το ποσό των 4.713,13 ευρώ.

Ότι οι αναιρεσείοντες από το Φεβρουάριο του έτους 2002 έως το Φεβρουάριο του έτους 2007, ενεργώντας σε συνεννόηση με τους εκπροσώπους της ανωτέρω εταιρίας, την διαβεβαίωναν ψευδώς περί της επένδυσης των χρημάτων της σε επενδυτικά προϊόντα της εταιρίας αυτής, περί της δήθεν φερεγγυότητάς της και περί του ότι η επένδυσή της ήταν εγγυημένη, ώστε να την πείσουν να καταβάλει και επιπλέον χρηματικά ποσά, ενώ γνώριζαν ότι τα χρήματά της δεν είχαν επενδυθεί σε τέτοια προϊόντα καθώς και τη δυσμενή οικονομική κατάσταση της ανωτέρω εταιρίας τουλάχιστον από το έτος 2005. Ότι εξαιτίας της παραπάνω παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς των αναιρεσειόντων, που ενήργησαν από κοινού, ζημιώθηκε το συνολικό ποσό των 30.606 ευρώ, ενώ υπέστη και ηθική βλάβη προς αποκατάσταση της οποίας δικαιούται εύλογη χρηματική ικανοποίηση ποσού 20.000 ευρώ. Με βάση το ιστορικό αυτό η ενάγουσα, μετά το νόμιμο περιορισμό του αιτήματός της σε αναγνωριστικό, ζήτησε να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι οφείλουν να της καταβάλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, το συνολικό ποσό των 50.606 ευρώ , με τους νόμιμους τόκους.

Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εξέδωσε, αντιμωλία των διαδίκων και κατά την τακτική διαδικασία την με αριθμό 1335/2015 οριστική απόφασή του, με την οποία δέχθηκε εν μέρει την αγωγή ως κατ` ουσίαν βάσιμη και αναγνώρισε την υποχρέωση των αναιρεσειόντων, να καταβάλουν στην αναιρεσίβλητη, εις ολόκληρον ο καθένας, το ποσό των 27.386,64 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Κατά της απόφασης του πρωτοδίκως δικάσαντος δικαστηρίου, οι αναιρεσείοντες άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, την από 10-9-2015 έφεσή τους, με την οποία ζήτησαν, για τους αναφερόμενους σ` αυτή λόγους, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης, ώστε να απορριφθεί στο σύνολό της η αγωγή της αντιδίκου τους.

Η έφεση αυτή προσδιορίστηκε με επιμέλεια της αναιρεσίβλητης για τη δικάσιμο 1-2-2018, κατά την οποία οι αναιρεσείοντες δεν παραστάθηκαν, εκδόθηκε δε επ' αυτής η με αριθμό 1727/2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε αυτήν ως ανυποστήρικτη. Κατά της απόφασης αυτής οι αναιρεσείοντες άσκησαν ενώπιον του ιδίου ως άνω Δικαστηρίου, την από 19-11-2018 ανακοπή ερημοδικίας, με την οποία ζήτησαν, για τους αναφερόμενους σ` αυτή λόγους, την εξαφάνιση της ανακοπτομένης απόφασης και την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, ώστε να απορριφθεί στο σύνολό της η αγωγή της αντιδίκου τους, αφού εξετασθούν οι λόγοι της εφέσεώς τους. Επί της ανακοπής αυτής εκδόθηκε η υπ' αριθ. 2034/2020 απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, με την οποία αυτή απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, ως εκπροθέσμως ασκηθείσα. Την τελευταία αυτή απόφαση προσβάλλουν οι αναιρεσείοντες με την κρινόμενη από 28-7-2020 αίτηση αναιρέσεως.

Με τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 εδ. β' του ΚΠολΔ ορίζεται ότι η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας αποτελεί λόγο αναίρεσης μόνο αν τα διδάγματα αυτά αφορούν την ερμηνεία των κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ` αυτούς. Ως διδάγματα της κοινής πείρας θεωρούνται οι γενικές και αφηρημένες αρχές που αντλούνται από την εμπειρική πραγματικότητα, τη συμμετοχή στις συναλλαγές και τις γενικές τεχνικές ή επιστημονικές γνώσεις που έχουν γίνει κοινό κτήμα και χρησιμοποιούνται από το δικαστήριο είτε για την ανεύρεση με βάση αυτά της αληθινής έννοιας κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ιδίως όταν αυτός περιέχει αόριστες νομικές έννοιες, ήτοι για την εξειδίκευση των αόριστων νομικών εννοιών, είτε για την έμμεση απόδειξη κρίσιμων γεγονότων ή την εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας των αποδεικτικών μέσων ή στοιχείων που χρησιμοποιήθηκαν κατά το άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 8/2005).

Όμως η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας, κατά την έννοια της ως άνω διάταξης του εδ. β` του αριθ. 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, ιδρύει τον προβλεπόμενο απ` αυτήν αναιρετικό λόγο, μόνον όταν το δικαστήριο της ουσίας εσφαλμένα χρησιμοποιεί ή παραλείπει να χρησιμοποιήσει τα διδάγματα της κοινής πείρας κατά την ερμηνεία κανόνος δικαίου για την ανεύρεση με βάση αυτά της αληθινής έννοιας αυτού, ιδίως όταν ο κανόνας δικαίου περιέχει νομικές έννοιες ή για την υπαγωγή ή όχι στον κανόνα αυτό των πραγματικών γεγονότων της διαφοράς. Αντίθετα, όταν το δικαστήριο της ουσίας χρησιμοποιεί εσφαλμένα ή παραλείπει να χρησιμοποιήσει τα διδάγματα της κοινής πείρας, για να διαγνώσει αν συντρέχουν ή όχι τα εκάστοτε αποδεικτέα περιστατικά ή για να εκτιμήσει την αποδεικτική αξία των αποδεικτικών μέσων ή στοιχείων, δεν στοιχειοθετείται ο προαναφερόμενος λόγος αναίρεσης, αλλά ούτε και λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 11 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, αφού, όπως προκύπτει από τα άρθρα 336 παρ. 4 και 339 του ΚΠολΔ, τα διδάγματα της κοινής πείρας δεν συμπεριλαμβάνονται στα αποδεικτικά μέσα (ΟλΑΠ 8/2005, ΑΠ 1333/2018, ΑΠ 79/2018, ΑΠ 1512/2014).

Εξάλλου, για να είναι ορισμένος ο σχετικός λόγος αναιρέσεως, πρέπει να προσδιορίζονται στο αναιρετήριο: α) τα επικαλούμενα διδάγματα της κοινής πείρας που δεν χρησιμοποιήθηκαν ή χρησιμοποιήθηκαν εσφαλμένα από το δικαστήριο της ουσίας, β) ο κανόνας ουσιαστικού δικαίου για την ερμηνεία ή εφαρμογή του οποίου έγινε ή δεν έγινε εσφαλμένη χρήση των διδαγμάτων της κοινής πείρας, γ) η φερόμενη ως εσφαλμένη έννοια που αποδόθηκε από το δικαστήριο της ουσίας στο συγκεκριμένο κανόνα δικαίου, όπως προκύπτει από τα διδάγματα της κοινής πείρας που το δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε ή δεν εφάρμοσε και δ) η προβαλλόμενη ως ορθή έννοια του ίδιου κανόνα δικαίου, η οποία προκύπτει από τα επικαλούμενα διδάγματα της κοινής πείρας που η απόφαση δεν χρησιμοποίησε ή χρησιμοποίησε εσφαλμένα. Διαφορετικά, ο λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτος ως αόριστος (ΑΠ 617/2022, 109/2020, ΑΠ 1109/2019, ΑΠ 860/2018).

Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο δέχθηκε, με την προσβαλλομένη απόφασή του, κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: ''... Οι ήδη ανακόπτοντες- εκκαλούντες- εναγόμενοι, με την ένδικη, από 19-11-2018 ανακοπή ερημοδικίας τους, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της, ισχυρίστηκαν, ότι ο δικαστικός επιμελητής Ε. Λ., ακύρως επέδωσε σ' αυτούς, το δικόγραφο της έφεσης, η οποία είχε προσδιορισθεί επιμελεία της εφεσίβλητης- καθ' ης η ανακοπή- ενάγουσας, με αποτέλεσμα να μην λάβουν γνώση της δικασίμου της έφεσης, να μην παραστούν κατά τη συζήτησή της και να εκδοθεί, ερήμην τους, η υπ' αρίθμ. 1727/2018 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, έτι δε, ο ίδιος δικαστικός επιμελητής, ακύρως τους επέδωσε την τελευταία αυτή απόφαση, με αποτέλεσμα να μην λάβουν γνώση αυτής και να απωλέσουν την προθεσμία της άσκησης της ανακοπής ερημοδικίας του άρθ. 503 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. Με αυτό το ιστορικό, κατ' εκτίμηση αυτού, ζητούν, την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, να θεωρηθεί η ανακοπή ερημοδικίας τους εμπρόθεσμη, να εξαφανιστεί η ανακοπτόμενη, υπ' αρίθμ. 1727/2018 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου και να απορριφθεί, στο σύνολο της, η αγωγή, αφού εξεταστούν οι λόγοι της εφέσεώς τους.

Περαιτέρω δε, με τις προτάσεις τους, ισχυρίζονται ότι στην προκείμενη περίπτωση "πρόκειται περί διανοητικής πλαστογραφίας, την οποία τέλεσε ο συντάκτης των 18202Β/8-10-2018, 18201Β/8-10-2018, 18203Β/8-10-2018, 12473Β/1-12- 2017, 12471Β/1-12-2017 και 12472Β/1-12-2017 εκθέσεων επίδοσης της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών Ευθύμιος Κυρ. Λυκίδης, κάτοικος Καλλιθέας Αττικής, οδός Ηρακλείου, αρ. 291, κατά το χρόνο σύνταξης των άνω εκθέσεων, αφού σε αυτές βεβαίωσε ψευδή περιστατικά...." (σελ. 3, στίχος 26 ως τέλος - σελ. 4, στίχος 1 ως 8, των από 6-11-2019 προτάσεων που κατατέθηκαν νόμιμα στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, την 6-11-2019, ο οποίος (Ε. Λ.), με τις ως άνω εκθέσεις επίδοσης βεβαίωσε ψευδώς ότι δήθεν βρήκε τον πρώτο ανακόπτοντα, στην οικία του, Ι. Λ. αρ. 33 Υ. Α., ο οποίος αρνήθηκε να παραλάβει τα επιδιδόμενα δικόγραφα, τα οποία κατόπιν (ο ίδιος Ε. Λ.) θυροκόλλησε ενώπιον μάρτυρος. Ισχυρίζονται περαιτέρω, με τις ίδιες προτάσεις, οι ανακόπτοντες, ότι οι άνω βεβαιώσεις που περιέχονται στις πιο πάνω εκθέσεις επίδοσης, είναι ψευδείς, γιατί δεν αναζητήθηκε ποτέ κανείς εκ των ανακοπτόντων στην οικία τους, ούτε αρνήθηκε κανείς να παραλάβει, ούτε θυροκολλήθηκαν τα σχετικά δικόγραφα.

Με την απόδοση της πλαστογραφίας στον προαναφερόμενο δικαστικό επιμελητή (ως αυτουργό) και προσκομίζοντας νόμιμα με επίκληση τα προς απόδειξη αυτής- πλαστογραφίας- αποδεικτικά μέσα και συγκεκριμένα: 1) Την από 7.1.2019 μήνυση των ανακοπτόντων (ΑΒΜ Α19-200), στην οποία, όμως, κάνουν λόγο για ψευδή βεβαίωση και όχι για πλαστογραφία. 2) Το υπ' αρίθμ. 3.523/29-10-2019 ειδικό πληρεξούσιο των ανακοπτόντων, προς τον προβάλλοντα τον ισχυρισμό περί πλαστότητας, δικηγόρο Πειραιά, Ευστάθιο Κωνσταντόπουλο, που συνέταξε η συμβολαιογράφος Βύρωνα, Αικατερίνη Αλεξάνδρου Ζαρμακούπη. 3) Την υπ' αρίθ. Πρωτ. 14176/14-11-2018 βεβαίωση του Δήμου Δάφνης- Υμηττού, της Διεύθυνσης Τεχνικών Υπηρεσιών, ότι η οδός Ι. Λ. αριθμεί από το 1 έως το 35. 4) Την βεβαίωση του Ι. Σ. Χ., από 15-11-2018, ότι "η κ. Μ. Α. ... παρευρίσκεται στο φιλανθρωπικό και πνευματικό κέντρο του Ιερού μας Ναού τις καθημερινές μεταξύ 9:00 π.μ. και 12:00 μ. Παρόμοια και ο σύζυγος της κ. Π. Α. ο οποίος κατά τις ίδιες ώρες μας εξυπηρετεί με το αυτοκίνητο του στη μεταφορά τροφίμων και άλλων αναγκών...". 5) Τις υπ' αρίθμ. 10791/6-11-2019 και 10792/6-11-2019 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων, Δ. Π. και Χ. Κ., που συνετάγησαν, κατόπιν νόμιμης κλήτευσης της καθής η ανακοπή (βλ. την υπ' αρίθμ. 12081 Δ/30-10-2019, έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, Ν. Π.), ενώπιον της Ειρηνοδίκου Αθηνών, Σ. Π., με τις οποίες αμφότεροι βεβαιώνουν, η Δ. Π., ως γειτόνισσα των ανακοπτόντων και ο Χ. Κ. ως γαμπρός του Π. Α. και διαμένων στην ίδια πολυώροφη οικοδομή, ότι το καθημερινό πρόγραμμα του Π. και της Μ. Α. είναι ότι φεύγουν περίπου στις 8:15 με 8:30 και πηγαίνουν στην εκκλησία, ενώ ο Π. Α. 9:00 με 9:15 πηγαίνει στο ασφαλιστικό γραφείο του υιού του και γυρνούν μαζί (το ζεύγος), στο σπίτι κατά τις 2:00 με 2:30 (οι ένορκες βεβαιώσεις με αριθμό 10796/6-11- 2019 του Ν. Π., 10794/6-11-2019 της Μ. Κ., ενώπιον της ίδιας Ειρηνοδίκη Αθηνών και η υπ' αρίθμ. 1.238/5-11- 2019 ένορκη βεβαίωση του Η. Π., ενώπιον του συμβολαιογράφου Καλαμάτας, Η. Π., σχετίζονται με την ουσία της υπόθεσης και όχι με τον ισχυρισμό περί πλαστότητας). 6) Τα από 8-10-2018 αποδεικτικά κατάθεσης στην Alpha Bank, επί του αντιγράφων των οποίων βεβαιώνει ο υπάλληλος αυτής Β.Α. Ψ., ότι ο πρώτος ανακόπτων τέλεσε συναλλαγή εκείνη την ημέρα, ώρα 12:24, ώρα 12:28, ώρα 12:29, ώρα 12:30, ώρα 12:.... 7) Το αποδεικτικό κατάθεσης στην Τράπεζα Πειραιώς, από το οποίο προκύπτει ότι ο πρώτος ανακόπτων τέλεσε συναλλαγή την ίδια ημέρα (8-10-2018), ώρα 13:11. 8) Το αποδεικτικό Α.Τ.Μ. συναλλαγής της ίδιας τράπεζας, της 1-12-2017, όπου εμφανίζεται ως ώρα συναλλαγής η 10:51, δεν προκύπτει, όμως, απ' αυτό, η ταυτότητα του συναλλασσομένου. 9) Τη βεβαίωση της Alpha Bank, ότι ο πρώτος ανακόπτων πραγματοποίησε συναλλαγές στην τράπεζα την 1-12-2017, ώρες 12:58, 12:59, 13:00, 13:01, 13:02, κρίνεται, κατ' αρχήν, ότι νόμιμα και παραδεκτά, με τις προτάσεις τους, οι ανακόπτοντες, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη της απόφασης αυτής, κατ' άρθ. 463 Κ.Πολ.Δ., προβάλλουν την ένσταση περί πλαστότητας των πιο πάνω αναφερομένων αποδεικτικών επιδόσεως, την οποία (πλαστογραφια) αποδίδουν στον δικαστικό επιμελητή, της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, Ε. Κ.. Λ.. Επί της ουσιαστικής βασιμότητας του ισχυρισμού λεκτέα τα εξής: .... .

Στην προκείμενη περίπτωση, προκύπτει, από την επισκόπηση των άνω εγγράφων ότι, όπως προεξετέθη, η από 10-09-2015 έφεση των ανακοπτόντων- εκκαλούντων- εναγομένων, προσδιορίσθηκε, επιμελεία της καθ' ης η ανακοπή- εφεσίβλητης- ενάγουσας (βλ. την με αρ. κατάθεσης δικογράφου στο Εφετείο Αθηνών με ΓΑΚ 7525/2016 και ΕΑΚ 5704/2016) και ορίσθηκε ημερομηνία συζητήσεως η δικάσιμος 01-02-2018 με αρ. πιν. 14, ενώπιον του 15ου Τμήματος του Δικαστηρίου τούτου. Από τις με αριθμό 12473Β, 12471Β και 12472Β/1-12-2017, αντίστοιχα, εκθέσεις επιδόσεως του Δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών, Ε. Λ., προκύπτει ότι ο τελευταίος, κατόπιν εντολής του πληρεξουσίου δικηγόρου της εφεσίβλητης, Τ. Π., επέδωσε στους ανακόπτοντες- εκκαλούντες, αντίγραφο της άνω εφέσεως, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση να παρασταθούν σε αυτή, γεγονός που δέχθηκε και η ανακοπτομένη, υπ' αριθμ. 1727/2018 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου.

Κατά τη δικάσιμο της 1-2-2018, όπως προεξετέθη, οι εκκαλούντες δεν εμφανίσθηκαν. Στην υπ' αριθμ. 12473Β/1-12-2017 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών, Ε. Λ., βεβαιώνεται από τον ίδιο ότι: "Στην Αθήνα σήμερα την πρώτη (1) του μηνός Δεκεμβρίου του δυο χιλιάδες δέκα επτά (2017) έτους ημέρα της εβδομάδας Παρασκευή και ώρα 11:45 μ., ο υποφαινόμενος Ε. Κ.. Λ., Δικαστικός Επιμελητής στο Πρωτοδικείο Αθηνών, που έχω την έδρα μου στην Αθήνα, κατόπιν εγγράφου παραγγελίας του Δικηγόρου κ. Π. Τ. πληρεξουσίου της Β. Π. του Ν. κατοίκου Π. οδός Ι. αρ. ... μετέβην ίνα επιδώσω προς τον Π. Α. του Γ. και της Δ. κάτοικο Υ. οδός Ι. Λ. αρ. 33 ακριβές αντίγραφο της από 10/9/2015 Έφεσης της πρώτης κατ' αυτού, απευθυνόμενης ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών μετά της κάτωθι ταύτης και υπ' αριθμ. 5704/2016 Πράξεως του κ. Γραμματέα του άνω Δικαστηρίου, δια της οποίας βεβαιώνεται ότι αυτή κατετέθη την 20/12/2016, ημέρα Τρίτη και ώρα 10:06 μμ και της εν συνεχεία ταύτης πιν. 15 αρ. 14 Πράξεως του κ Γραμματέα του ως άνω δικαστηρίου δια της οποίας ορίζεται δικάσιμος ταύτης η 1/2/2018 ημέρα Πέμπτη και ώρα 11 προς γνώση και για τις νόμιμες συνέπειες καλούμενο προς συζήτηση ότε και όπου ορίζεται. Και ευρών τον ίδιο εις την ενταύθα και επί της οδού Ι. Λ. αρ. 33 κειμένη κατοικία του αρνηθέντος να παραλάβει το εθυροκόλλησα παρουσία του μάρτυρα Δ. Χ. κάτοικο Α. ως μου εδήλωσε τούτος...".

Στην υπ' αριθμ. 12471Β/1-12-2017 έκθεση επιδόσεως του ίδιου δικαστικού επιμελητή βεβαιώνεται ότι: "Στην Αθήνα σήμερα την πρώτη (1) του μηνός Δεκεμβρίου του δύο χιλιάδες δέκα επτά (2017) έτους ημέρα της εβδομάδας Παρασκευή και ώρα 11:45 μ., ο υποφαινόμενος Ε. Κ.. Λ., Δικαστικός Επιμελητής στο Πρωτοδικείο Αθηνών, που έχω την έδρα μου στην Αθήνα, κατόπιν εγγράφου παραγγελίας του Δικηγόρου κ. Π. Τ. πληρεξουσίου της Β. Π. του Ν. κατοίκου Π. οδός Ι. αρ. ... μετέβην ίνα επιδώσω προς την Μ. συζ. Π. Α. το γένος Π. Π. κάτοικο Υ. οδός Ι. Λ. αρ. 33 ακριβές αντίγραφο της από 10-9/2015 Έφεσης της πρώτης κατ' αυτού, απευθυνόμενης ενώπιον τον Μονομελούς Εφετείου Αθηνών μετά της κάτωθι ταύτης και υπ' αριθμ. 5704/2016 Πράξεως του κ. Γραμματέα του άνω Δικαστηρίου, δια της οποίας βεβαιώνεται ότι αυτή κατετέθη την 20/12/2016, ημέρα Τρίτη και ώρα 10:06 μ. και της εν συνεχεία ταύτης πιν. 15 αρ. 14 Πράξεως του κ. Γραμματέα του ως άνω δικαστηρίου δια της οποίας ορίζεται δικάσιμος ταύτης η 1/2/2018 ημέρα Πέμπτη και ώρα 11 προς γνώση και για τις νόμιμες συνέπειες καλούμεν . ... προς συζήτηση ότε και όπου ορίζεται. Και μη ευρών την ίδια εις την ενταύθα και επί της οδού Ι. Λ. αρ. 33κειμένη κατοικία αλλά τον σύνοικο σύζυγο της ονόματι Π. Α. ως μου εδήλωσε αρνηθέντος να παραλάβει το εθυροκόλλησα Παρουσία του μάρτυρα Δ. Χ. κάτοικο Α....".

Από την υπ αριθμ. 12472Β/1-12-2017 έκθεση επιδόσεως του ίδιου δικαστικού. επιμελητή βεβαιώνεται ότι: "Στην Αθήνα σήμερα την πρώτη (1) του μηνός Δεκεμβρίου του δύο χιλιάδες δεκα επτά (2017) έτους ημέρα της εβδομάδας Παρασκευή και ώρα 11:45 μ., ο υποφαινόμενος Ε. Κ.. Λ., Δικαστικός Επιμελητής στο Πρωτοδικείο Αθηνών, που έχω την έδρα μου στην Αθήνα, κατόπιν εγγράφου παραγγελίας του Δικηγόρου κ. Π. Τ. πληρεξουσίου της Β. Π. του Ν. κατοίκου Π. οδός Ι. αρ. ... μετέβην προς τον Γ. Α. του Π. και της Μ., κάτοικο Υ. οδός Ι. Λ. αρ. 33 ίνα επιδώσω ακριβές αντίγραφο της από 10-9-2015 Έφεσης της πρώτης κατ' αυτού, απευθυνόμενης ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών μετά της κάτωθι ταύτης και υπ' αριθμ. 5704/2016 Πράξεως του κ. Γραμματέα τον άνω Δικαστηρίου, δια της οποίας βεβαιώνεται ότι αυτή κατετέθη την 20/12/2016, ημέρα Τρίτη και ώρα 10:06 μ. και της εν συνεχεία ταύτης πιν. 15 αρ. 14 Πράξεως του κ Γραμματέα του ως άνω δικαστηρίου δια της οποίας ορίζεται δικάσιμος ταύτης η 1/2/2018 ημέρα Πέμπτη και ώρα 11 προς γνώση και για τις νόμιμες συνέπειες, καλούμενο προς συζήτηση ότε και όπου ορίζεται. Και μη ευρών τον ίδιον εις την ενταύθα και επί της οδού Ι. Λ. αρ. 33 κειμένη κατοικία αλλά τον σύνοικο πατέρα του Π. Α. ως μου εδήλωσε αρνηθέντος να παραλάβει το εθυροκόλλησα παρουσία του μάρτυρα Δ. Χ. κάτοικο Α....".

Οι άνω εκθέσεις επιδόσεως, οι εκκαλούντες- ανακόπτοντες ισχυρίζονται, ότι είναι πλαστές καθόσον κατ' εκείνο το χρόνο, ο πρώτος ανακόπτων, Π. Α., δεν ευρίσκετο στην οικία του, όπως προκύπτει από τις άνω ένορκες βεβαιώσεις, την άνω βεβαίωση του ιερέως, ενώ εξάλλου είχε προβεί στις άνω τραπεζικές συναλλαγές στις τράπεζες Αlpha και Πειραιώς. Σημειώνεται ότι από τις άνω ένορκες βεβαιώσεις προκύπτει πράγματι ότι, συνήθως, ο πρώτος ανακόπτων αναχωρεί από την οικεία του, επί της οδού Ι. Λ. 33, ώρα 8:15 με 8:30 το πρωί και επιστρέφει 14:00 ως 14:35. Από τις άνω ένορκες βεβαιώσεις, όμως, δεν αποδεικνύεται, από τους έχοντες, σχετικώς, το βάρος της απόδειξης, ανακόπτοντες, ότι αυτό το πρόγραμμα τηρείται απαρέγκλιτος και ότι συγκεκριμένα, τηρήθηκε την 1η- 12-2017, που είναι η κρίσιμη ημερομηνία επίδοσης.

Επίσης, από τη βεβαίωση του άνω ιερέα, ότι συνήθως ο Π. Α., με το αυτοκίνητο του βοηθά στο φιλανθρωπικό έργο της συζύγου του, ομοίως δεν παράγεται, για τις ανάγκες της πλήρους αποδείξεως, ότι την 1-12-2017 βοηθούσε στο φιλανθρωπικό έργο της συζύγου του. Εξάλλου, οι τραπεζικές συναλλαγές που τέλεσε ο πρώτος ανακόπτων, στο κατάστημα της Αlpha Bank, της Δάφνης (επί της λεωφ. Βουλιαγμένης 181), από ώρες 12:58 της 1- 12-2017 ως 13:02, δεν αποκλείουν ότι αυτός ώρα 11:45 ευρισκόταν στην οικία του, επί της οδού Ι. Λ. 33 και παρέλαβε τα δικόγραφα της εφέσεως (όπως προεξετέθη η συναλλαγή στο ΑΤΜ ,του καταστήματος της τράπεζας Πειραιώς του Ν. Κ., της ίδιας μέρας, ώρα 10:51, δεν προκύπτει ότι εκτελέστηκε από τον πρώτο ανακόπτοντα). Με αυτά τα δεδομένα δεν αποδεικνύεται ως ουσιαστικά βάσιμος ο ισχυρισμός περί πλαστότητας των άνω εκθέσεων επιδόσεως, και αυτές εξακολουθούν να παράγουν τα έννομα αποτελέσματά τους, δεδομένου ότι περιέχουν όλα τα απαραίτητα, κατά τις διατάξεις των άρθ. 124, 126, 127, 128, 129, 130 και 1... Κ.Πολ.Δ. στοιχεία,... και αποδεικνύουν ότι η από 10-9-2015 έφεση, προσδιορισθείσα επιμελεία της εφεσίβλητης, επεδόθη κανονικά στους εκκαλούντες- ανακόπτοντες. Περαιτέρω, από τις με αριθμό 18202Β, 18201Β και 18203Β/8-10-2018, αντίστοιχα, εκθέσεις επιδόσεως του ίδιου δικαστικού επιμελητή, προκύπτει ότι ο τελευταίος, κατόπιν εντολής του πληρεξουσίου δικηγόρου της εφεσίβλητης, Π. Τ., επέδωσε στους ανακόπτοντες- εκκαλούντες, αντίγραφο της ανακοπτόμενης, υπ' αρίθμ. 1727/2018 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου.

Στην υπ' αριθμ. 18202Β/8-10-2018 έκθεση επιδόσεως του άνω δικαστικού επιμελητή, βεβαιώνεται από τον ίδιο / ότι: "Στην Αθήνα σήμερα την ογδόη (8) τον μηνός Οκτωβρίου του δύο χιλιάδες δεκα οκτώ (2018) έτους, ημέρα της εβδομάδας Δευτέρα και ώρα 11 μ., ο υποφαινόμενος Ε. Κ.. Λ., Δικαστικός Επιμελητής στο Πρωτοδικείο Αθηνών, που έχω την έδρα μου στην Αθήνα, κατόπιν εγγράφου παραγγελίας του Δικηγόρου κ. Π. Τ. πληρεξουσίου της Β. Π. του Ν. κατοίκου Π. οδός Ι. αρ. ... μετέβην ίνα επιδώσω προς τον Π. Α. του Γ. κάτοικο Υ. οδός Ι. Λ. αρ. 33 την υπ' αριθμ. 1727/2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών προς γνώση και δια τας νομίμους συνεπείας. Και ευρών τον ίδιο εις την ενταύθα και επί της οδού Ι. Λ. αρ. 39 κειμένη κατοικία του αρνηθέντος να παραλάβει το εθυροκόλλησα παρουσία του μάρτυρα Δ. Χ. κάτοικο Α. ως μου εδήλωσε τούτος...".

Στην υπ' αριθμ. 18201 Β/8-10-2018 έκθεση επιδόσεως του άνω δικαστικού επιμελητή, βεβαιώνεται από τον ίδιο ότι: "Στην Αθήνα σήμερα την ογδόη (8) του μηνός Οκτωβρίου του δύο χιλιάδες δεκα οκτώ (2018) έτους ημέρα της εβδομάδας Δευτέρα και ώρα 11 μ., ο υποφαινόμενος Ε. Κ.. Λ., Δικαστικός Επιμελητής στο Πρωτοδικείο Αθηνών, που έχω την έδρα μου στην Αθήνα, κατόπιν εγγράφου παραγγελίας του Δικηγόρου κ. Π. Τ. πληρεξουσίου της Β. Π. του Ν. κατοίκου Π. οδός Ι. αρ. ... μετέβην ίνα επιδώσω προς την Μ. συζ. Π. Α.υ το γένος Π. Π. κάτοικο Υμηττού οδός Ι. Λ. αρ. 33 την υπ' αριθμ. 1727/2018 απόφαση τον Μονομελούς Εφετείου Αθηνών προς γνώση και δια τας νομίμους συνεπείας. Και μη ευρών την ίδια εις την ενταύθα και επί της οδού Ι. Λ. αρ. 39 κειμένη κατοικία της, αλλά τον σύνοικο σύζυγο της Π. Α., ως μου εδήλωσε, αρνηθέντος να παραλάβει το εθυροκόλλησα παρουσία του μάρτυρα. Δ. Χ. κάτοικο Α....". Στην υπ' αριθμ. 18203Β/8-10-2018 έκθεση επιδόσεως του άνω δικαστικού επιμελητή, βεβαιώνεται από τον ίδιο ότι: "Στην Αθήνα σήμερα την ογδόη (8) του μηνός Οκτωβρίου δύο χιλιάδες δεκα οκτώ (2018) έτους, ημέρα της εβδομάδας Δευτέρα και ώρα 11 μ., ο υποφαινόμενος Ε. Κ.. Λ., Δικαστικός Επιμελητής στο Πρωτοδικείο Αθηνών, που έχω την έδρα μου στην Αθήνα, κατόπιν εγγράφου παραγγελίας του Δικηγόρου κ. Π. Τ. πληρεξουσίου της Β. Π. του Ν. κατοίκου Π. οδός Ι. αρ. ... μετέβην ίνα επιδώσω προς τον Γ. Α. του Π. κάτοικο Υ. οδός Ι. Α. αρ. 33 την υπ' αριθμ. 1727/2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών προς γνώση και δια τας νομίμους συνεπείας. Και μη ευρών τον ίδιο εις την ενταύθα και επί της οδού Ι. Λ. αρ. 39 κειμένη κατοικία του, αλλά τον σύνοικο πατέρα του ονόματι Π. Α., ως μου εδήλωσε, αρνηθέντος να παραλάβει το εθυροκόλλησα παρουσία του μάρτυρα Δ. Χ. κάτοικο Α....".

Οι άνω εκθέσεις επιδόσεως, οι εκκαλούντες- ανακόπτοντες ισχυρίζονται, ότι είναι πλαστές καθόσον κατ' εκείνο το χρόνο, ο πρώτος ανακόπτων, Π. Α., δεν ευρίσκετο στην οικία του, όπως προκύπτει από τις άνω ένορκες βεβαιώσεις, την άνω βεβαίωση του ιερέως, ενώ εξάλλου είχε προβεί στις άνω τραπεζικές συναλλαγές στις τράπεζες Αlpha και Πειραιώς. Σημειώνεται, όπως προεξετέθη, ότι από τις άνω ένορκες βεβαιώσεις προκύπτει πράγματι ότι συνήθως ο πρώτος ανακόπτων αναχωρεί από την οικεία του, επί της οδού Ι. Λ. 33, ώρα 8:15 με 8:30 το πρωί και επιστρέφει 14:00 ως 14:30. Από τις ένορκες βεβαιώσεις, όμως, δεν αποδεικνύεται, από τους έχοντες, σχετικώς, το βάρος της απόδειξης, ανακόπτοντες, ότι αυτό το πρόγραμμα τηρείται απαρεγκλίτως και ότι συγκεκριμένα τηρήθηκε την 8-10-2018, που είναι η κρίσιμη ημερομηνία επιδόσεως.

Επίσης, από τη βεβαίωση του άνω ιερέα, ότι συνήθως ο Π. Α., με το αυτοκίνητο του βοηθά στο φιλανθρωπικό έργο της συζύγου του, ομοίως δεν παράγεται, για τις ανάγκες της πλήρους αποδείξεως, βεβαιότητα ότι την 8-10-2018 βοηθούσε στο φιλανθρωπικό έργο της συζύγου του. Εξάλλου, οι τραπεζικές συναλλαγές που τέλεσε στο κατάστημα της Alpha Bank, από ώρες 12:24 της 8-10-2018 ως 12:30, καθώς και η συναλλαγή στην τράπεζα Πειραιώς, κατάστημα Ν. Κ., ώρα 13:11, δεν αποκλείουν ότι αυτός ώρα 11:00 ευρισκόταν στην οικία του, επί της οδού Ι. Λ. 33 και παρέλαβε αντίγραφα της ανακοπτόμενης απόφασης. Επίσης από το περιεχόμενο των άνω εκθέσεων επιδόσεως προκύπτει ότι ο άνω δικαστικός επιμελητής μετέβη στην κατοικία των ανακοπτόντων, επί της οδού Ι. Λ. αρ. 33 στον Υ., και εκεί θυροκόλλησε, ήτοι στην οδό Ι. Λ. αρ. 33, τα επιδιδόμενα αντίγραφα της υπ' αριθμ. 172712018 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου, κατόπιν αρνήσεως του πρώτου των ανακοπτόντων να παραλάβει. Εκ παραδρομής, όμως, ενώ βεβαιώνει ο άνω δικαστικός επιμελητής ότι μετέβη στην οικία των ανακοπτόντων επί της οδού Ι. Λ. αρ. 33, στη συνέχεια αναφέρει ότι θυροκόλλησε τα αντίγραφα της άνω απόφασης επί της οδού Ι. Λ. αρ. 39, ενώ τούτο δεν είναι σωστό, καθόσον η οδός Ι. Λ. αριθμεί μόνο μέχρι το 35, σύμφωνα με την άνω βεβαίωση των τεχνικών υπηρεσιών του οικείου Δήμου. Η παραδρομή, όμως, αυτή, ούτε αποδεικνύει πλαστότητα των εκθέσεων επιδόσεως, ούτε δημιουργεί ακυρότητα αυτών. Η παραδρομή αυτή δεν αναιρεί το γεγονός που βεβαιώνεται στις εκθέσεις επίδοσης, δηλαδή ότι έλαβε χώρα η επίδοση αντιγράφων της ανακοπτόμενης απόφασης την 8-10-2018, δια θυροκολλήσεως, ένεκα της αρνήσεως του πρώτου των ανακοπτόντων να παραλάβει αυτά.

Με τούτα τα δεδομένα δεν αποδεικνύεται ως ουσιαστικά βάσιμος ο ισχυρισμός περί πλαστότητας των άνω εκθέσεων επιδόσεως, και αυτές εξακολουθούν να παράγουν τα έννομα αποτελέσματά τους, δεδομένου ότι περιέχουν όλα τα απαραίτητα, κατά τις διατάξεις των άρθ. 124, 126, 127, 128, 129, 130 και 1... Κ.Πολ.Δ. στοιχείο και αποδεικνύουν ότι ανακοπτόμενη απόφαση, με αριθμό 1727/2018 τρυ Δικαστηρίου τούτου, επεδόθη στους ανακόπτοντες, την 8-10-2018. Σημειώνεται δε, ότι τα αντίγραφα του ημερολογίου του πρώτου ανακόπτοντος, από τα οποία, κατά τους ισχυρισμούς των ανακοπτόντων, αποδεικνύεται ότι τις κρίσιμες ημερομηνίες ο πρώτος ανακόπτων, κατά τις ώρες των επιδόσεων, απουσίαζε από την οικία του, δεν λαμβάνονται υπόψιν ως έγγραφα, κατ' άρθ. 443 επ. Κ.Πολ,Δ., καθόσον δεν φέρουν υπογραφή, ούτε ημερομηνία, ούτε περιέχουν δικαιοπρακτική βούληση, δεν λαμβάνονται δε υπόψιν ούτε ως δικαστικά τεκμήρια, γιατί ούτε είναι βέβαιος ο συντάκτης τους. Κατόπιν των παραπάνω, ως προς το παραδεκτό της κρινόμενης ανακοπής ερημοδικίας, λεκτέα τα εξής: Κατά το άρθ. 503 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., η προθεσμία άσκησης της ανακοπής ερημοδικίας είναι, για τους διαδίκους που δικάστηκαν ερήμην και διαμένουν στην ημεδαπή, όπως οι ανακόπτοντες, εν προκειμένω, 15 ημέρες, η οποία άρχεται από την ημερομηνία επίδοσης της ανακοπτόμενης απόφασης.

Εν προκειμένω, κατά τα άνω, η ανακοπτόμενη επεδόθη στους ανακόπτοντες την 8-10-2018 και η σχετική προθεσμία άσκησης ανακοπής ερημοδικίας έληξε την 23-10-2018. Η ένδικη όμως ανακοπή ερημοδικίας κατετέθη, στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, την 19-11-2018, επεδόθη δε στην καθ' ης η ανακοπή την 21-11-2018 (βλ. την επισημείωση της επιδόσασας δικαστικής επιμελήτριας, Ν. Π., στο αντίγραφο που επεδόθη στην καθ' ης η ανακοπή). Επομένως, η κρινόμενη ανακοπή ασκήθηκε μετά την πάροδο της προβλεπόμενης 15νθήμερης προθεσμίας, για την άσκησή της και για τούτο τυγχάνει απορριπτέα ως απαράδεκτη, λόγω εκπροθέσμου ασκήσεως''. Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο απέρριψε την ένδικη ανακοπή ερημοδικίας ως απαράδεκτη (εκπρόθεσμη ).

Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, κατά το πρώτο σκέλος αυτού, προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 1 εδάφιο β` του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, για το λόγο ότι το Εφετείο παραβίασε τα διδάγματα της κοινής πείρας, σύμφωνα με τα οποία αντίκειται στην κοινή πείρα και λογική ο ενεργήσας τις επιδόσεις δικαστικός επιμελητής να έκανε τρεις φορές εκ παραδρομής το ίδιο λάθος στις υπ' αριθ. 18202Β/8-10-2018 , 18201Β/8-10-2018 και 18203Β/8-10-2018 εκθέσεις επιδόσεώς του. Ο παραπάνω λόγος, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι τα αναφερόμενα σ' αυτόν ως διδάγματα κοινής πείρας δεν έχουν τέτοιο χαρακτήρα, είναι απαράδεκτος, αφενός λόγω της αοριστίας του, αφού δεν εκτίθεται στο αναιρετήριο ποιος είναι ο αντίστοιχος κανόνας ουσιαστικού δικαίου για την ερμηνεία ή εφαρμογή του οποίου δεν έγινε χρήση των διδαγμάτων της κοινής πείρας κατά την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας στον κανόνα αυτό, αφετέρου δε διότι οι επικαλούμενες αιτιάσεις κατά τον οικείο αναιρετικό λόγο αναφέρονται στην εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, οι οποίες όμως δεν υπόκεινται σε αναιρετικό έλεγχο (άρθ. 561 παρ.1 ΚΠολΔ).

Με τη διάταξη του άρθρ. 20§1 του Συντάγματος, που ορίζει ότι καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ` αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντά του, όπως νόμος ορίζει, κατοχυρώνεται ως ατομικό συνταγματικό δικαίωμα για κάθε απειλούμενο στα δικαιώματα ή συμφέροντά του η δυνατότητα πρόσβασης στα δικαστήρια για την παροχή έννομης προστασίας (ΟλΑΠ 8/2003), στην οποία εμπεριέχεται και το δικαίωμα ακρόασής του (ΑΠ 1670/1980), που καθιερώνεται και ως δικονομική αρχή (άρθρ. 110§2 ΚΠολΔ) με σκοπό τη χρηστή διεξαγωγή της διαδικασίας (ΑΠ 1161/2021 ). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως της Ρώμης "για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών" (ΕΣΔΑ), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν.δ.53/1974 "παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεση του δικασθεί δικαίως, δηλαδή δημόσια και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου και αμερόληπτου δικαστηρίου νομίμως λειτουργούντος το οποίο θα αποφασίσει είτε επί των αμφισβητήσεων επί δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του αστικής φύσεως είτε επί του βάσιμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως...".

Με το ανωτέρω άρθρο καθ` ο μέρος θεσπίζεται ότι οι υποθέσεις δικάζονται από αμερόληπτα, ανεξάρτητα και νόμιμα λειτουργούντα δικαστήρια α) δίκαια, β) δημόσια και γ) εντός λογικής προθεσμίας θεσπίζονται αντίστοιχα ουσιαστικά δικαιώματα των προσώπων στα οποία αφορά η σύμβαση τα οποία δικαιούνται να αξιώσουν να τύχουν της κατά τα ανωτέρω δικαστικής προστασίας. Με τη διάταξη αυτή καθορίζεται ποια δικαιώματα δίδονται για την απονομή της δικαιοσύνης. Πρόκειται συνεπώς για διάταξη ουσιαστικού δικαίου και η παραβίαση της εμπίπτει στο λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ (ΑΠ 611/2019). Δεν στοιχειοθετείται όμως παραβίαση της άνω διατάξεως όταν πολιτικό δικαστήριο που πληροί τις προϋποθέσεις της παραπάνω αυξημένης τυπικής ισχύος διατάξεως, ήτοι είναι ανεξάρτητο, αμερόληπτο και λειτουργεί νόμιμα με βάση κανόνες δικαίου και με οργανωμένη διαδικασία, για τα ζητήματα της αρμοδιότητάς του εφαρμόσει εσφαλμένα σε συγκεκριμένη υπόθεση διάταξη ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου αλλά η πλημμέλεια αυτή της αποφάσεως ελέγχεται με τα προβλεπόμενα από τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας ένδικα μέσα (Ολ. ΑΠ 2/2008, ΑΠ 181/2023, ΑΠ 825/2020, ΑΠ 142/2013). Εξάλλου, ο προβλεπόμενος από την παραπάνω διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δ λόγος αναιρέσεως για ευθεία παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου είναι ορισμένος, αν στο αναιρετήριο προσδιορίζεται, εκτός από τα λοιπά στοιχεία και το αποδιδόμενο στην προσβαλλομένη απόφαση σφάλμα κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου (Ολ ΑΠ2/2008) Στην προκείμενη περίπτωση, με το τρίτο λόγο αναιρέσεως, κατά το τέταρτο σκέλος του, κατ' εκτίμηση από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ (και όχι από τον αριθμό 14) προβάλλεται η παραβίαση της διάταξης του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος, επειδή, ως ισχυρίζονται οι αναιρεσείοντες, το Εφετείο παραβίασε με την προσβαλλόμενη απόφαση το θεμελιακό τους δικαίωμα για δικαστική ακρόαση και προστασία.

Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, αφού στο αναιρετήριο, δεν αναφέρονται συγκεκριμένοι λόγοι για τους οποίους παραβιάσθηκαν οι διατάξεις αυτές και ειδικότερα οι λόγοι για τους οποίους το Εφετείο δεν έκρινε αμερόληπτα και δίκαια, αλλά αναφέρεται μόνο όλως αορίστως ότι το Εφετείο παραβίασε τις διατάξεις αυτές. Ανεξαρτήτως αυτού, εφόσον ήθελε θεωρηθεί ότι οι αναιρεσείοντες προσδιορίζουν τους λόγους παραβίασης του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ σε εσφαλμένη εφαρμογή διατάξεων ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, οι πλημμέλειες αυτές ελέγχονται με τα προβλεπόμενα από τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας ένδικα μέσα και, συνεπώς, σύμφωνα με τη μείζονα σκέψη, δεν ιδρύεται ο προβαλλόμενος αναιρετικός λόγος. Σε κάθε περίπτωση, από τις παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης προκύπτει ότι το Εφετείο, κατά τα ως άνω εκτιθέμενα, τηρώντας την ισότητα των δικονομικών όπλων των διαδίκων και ερευνώντας το σύνολο των εκτιθέμενων θέσεων, επιχειρημάτων και αποδεικτικών μέσων των αναιρεσειόντων, κατέληξε στην ως άνω κρίση του, χωρίς να εμποδίσει αυτούς να έχουν πρόσβαση και σε δίκαιη και ασφαλή κρίση, κρίνοντας δε ότι η επίδοση της απόφασης του εφετείου ήταν έγκυρη και παρήγαγε τα έννομα αποτελέσματά της και απορρίπτοντας, συνακόλουθα, την ανακοπή ερημοδικίας ως εκπρόθεσμη, δεν παρεμπόδισε το δικαίωμα προσφυγής τους στη δικαιοσύνη.

Συνεπώς, το Εφετείο δεν παραβίασε τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε από την Ελλάδα με το ν.δ. 53/1974, ούτε και τη διάταξη του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος και, ως εκ τούτου, ο τρίτος λόγος αναίρεσης, κατά το τέταρτο σκέλος, είναι και αβάσιμος. Ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας, παρά το νόμο, έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγματα", κατά την έννοια της διάταξης αυτής, νοούνται οι νόμιμοι, παραδεκτοί, ορισμένοι και λυσιτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και, συνακόλουθα, στηρίζουν το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης, αντένστασης ή λόγου έφεσης, όχι, όμως, και οι μη νόμιμοι, απαράδεκτοι, αόριστοι και αλυσιτελείς ισχυρισμοί, οι οποίοι δεν ασκούν επίδραση στην έκβαση της δίκης και στους οποίους το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει (ΟλΑΠ 14/2004), ούτε οι αρνητικοί ισχυρισμοί, που συνέχονται με την ιστορική βάση της αγωγής, ένστασης ή αντένστασης και αποτελούν αιτιολογημένη άρνηση καθεμίας εξ αυτών, αφού αυτοί αποκρούονται με την παραδοχή βάσιμων των θεμελιωτικών τους γεγονότων (ΟλΑΠ 469/1984), ούτε τέλος οι ισχυρισμοί που αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, τα οποία συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων και το περιεχόμενο αυτών (ΑΠ 155/2022). Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, κατά το δεύτερο σκέλος αυτού, προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, για το λόγο ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και ειδικότερα έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό περί ''παραδρομής'' του δικαστικού επιμελητή κατά την εγγραφή των επίμαχων εκθέσεων επιδόσεως, τον οποίο ουδείς εκ των διαδίκων προέβαλε.

Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, δεδομένου ότι η κρίση του Δικαστηρίου περί ''παραδρομής'' κατά την εγγραφή της επίμαχης βεβαίωσης του δικαστικού επιμελητή, αποτελεί συμπέρασμα του Δικαστηρίου που συνάγεται από την εκτίμηση των αποδείξεων και δεν θεμελιώνει, σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτιθέμενα, τον από το άρθρο 559 αρ. 8 ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης. Mε τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 10 του ΚΠολΔ ορίζεται ότι αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο δέχθηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη. Ο ανωτέρω λόγος ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε "πράγματα" υπό την έννοια του άρθρου 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ που προαναφέρθηκε, δηλαδή αυτοτελείς ισχυρισμούς των διαδίκων, οι οποίοι παραδεκτώς προτεινόμενοι, τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση δικαιώματος που ασκείται με την αγωγή, ανταγωγή, ένσταση ή αντένσταση, χωρίς να έχει προσκομισθεί οποιαδήποτε απόδειξη για τα πράγματα αυτά ή όταν δεν εκθέτει, έστω και γενικά, από ποία αποδεικτικά μέσα άντλησε την απόδειξή του γι` αυτά. Δεν απαιτείται όμως η επί μέρους αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων ή η εξειδίκευση των εγγράφων, ούτε η ιδιαίτερη αναφορά των εγγράφων που λήφθηκαν υπόψη για άμεση ή έμμεση απόδειξη συγκεκριμένου ισχυρισμού, προκειμένου το δικαστήριο της ουσίας να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα (ΑΠ 237/2016, ΑΠ 360/2016, ΑΠ 1935/2014, ΑΠ 87/2013, ΑΠ 273/2011), ενώ δεν αποτελούν πράγματα, υπό την προαναφερόμενη έννοια, οι ισχυρισμοί, που συνιστούν αιτιολογημένη άρνηση των ισχυρισμών ή αιτήσεων του αντιδίκου ή επιχειρήματα προς υποστήριξη των απόψεων των διαδίκων (ΑΠ 1202/2000).

Συνακόλουθα τούτων, ο λόγος αναίρεσης του άρθρου 559 αρ. 10 ΚΠολΔ δεν ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας, μετά από εκτίμηση προσκομισθέντων και αναφερομένων αποδεικτικών μέσων, καταλήγει έστω και σε εσφαλμένη περί των πραγμάτων κρίση, η οποία είναι αναιρετικώς ανέλεγκτη κατ` άρθρο 562 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα (ΑΠ 78/2020). Στην προκείμενη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο της αίτησης αναίρεσης, κατά το τρίτο σκέλος αυτού, οι αναιρεσείοντες αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τον αριθμό 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, ισχυριζόμενοι ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό περί ''παραδρομής'' του δικαστικού επιμελητή κατά τη σύνταξη των επίμαχων εκθέσεων επιδόσεως του, αν και τούτο δεν απεδείχθη. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος καθόσον, όπως προαναφέρθηκε, αφορά σε συμπέρασμα του δικαστηρίου, το οποίο συνάγεται από τις αποδείξεις και συνακόλουθα όχι σε ''πράγμα'' για το οποίο θα είχε τεθεί θέμα απόδειξης.

Σε κάθε περίπτωση, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφαση, το Εφετείο στην ανωτέρω παραδοχή του κατέληξε ύστερα από εκτίμηση, όπως βεβαιώνει, όλων των αποδεικτικών μέσων, τα οποία με επίκληση προσκόμισαν οι διάδικοι, πλην όμως οδηγήθηκε σε αποδεικτικό πόρισμα, το οποίο ήταν αντίθετο προς τους ισχυρισμούς των αναιρεσειόντων. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 11γ ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Ειδικότερα ο λόγος αυτός αναίρεσης ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν έλαβε υπόψη υποστατά και έγκυρα αποδεικτικά μέσα που οποιοσδήποτε από τους διαδίκους παραδεκτά επικαλέσθηκε και νόμιμα προσκόμισε με τις προτάσεις του προς άμεση ή έμμεση απόδειξη ή ανταπόδειξη κρίσιμων γεγονότων ή ισχυρισμών, δηλαδή λυσιτελών που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, διαμορφώνοντας το διατακτικό της απόφασης (ΑΠ 584/2017). Στην πολιτική δίκη αποδεικτικά μέσα είναι, μεταξύ άλλων, κατά το άρθρο 339 ΚΠολΔ, τα έγγραφα και τα δικαστικά τεκμήρια. Τα τελευταία είναι συμπεράσματα τα οποία συνάγει το δικαστήριο από αποδεδειγμένα γεγονότα για την ύπαρξη ή ανυπαρξία άλλων γεγονότων.

Έτσι, αν ο διάδικος επικαλείται και προσκομίζει κάποιο έγγραφο, που έχει αποδεικτική δύναμη υπό τις προϋποθέσεις των άρθρων 438, 439 και 443 ΚΠολΔ, προς απόδειξη πραγματικού γεγονότος, από την αλήθεια του οποίου ο δικαστής, λαμβάνοντας υπόψη και τα διδάγματα της κοινής πείρας, κατόπιν συλλογισμού μπορεί να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για την αλήθεια ή αναλήθεια πραγματικών γεγονότων, τα οποία αποτελούν άμεσα στοιχεία του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, το δικαστήριο οφείλει να το λάβει υπόψη και να το αξιολογήσει μαζί με τα άλλα τυχόν προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα, διαφορετικά καθιστά την απόφασή του αναιρετέα κατά το άρθρο 559 αριθ. 11 ΚΠολΔ. (ΑΠ 29/2017).

Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος κατ` ουσίαν, όταν το δικαστήριο βεβαιώνει στην απόφαση του ότι έλαβε υπόψη τα συγκεκριμένα αποδεικτικά μέσα, για τα οποία προτείνεται ο αναιρετικός λόγος ή ότι έλαβε υπόψη όλα τα με επίκληση προσκομιζόμενα έγγραφα, έστω και χωρίς στην απόφαση να γίνεται μνεία και χωριστή αξιολόγηση του καθενός από αυτά, εκτός εάν, παρά τη βεβαίωση αυτή, από το περιεχόμενο της αποφάσεως και ιδίως από τις αιτιολογίες καταλείπονται αμφιβολίες για τη συνεκτίμηση όλων ή ορισμένων εγγράφων, οπότε είναι ουσιαστικά βάσιμος ο λόγος αναιρέσεως (ΑΠ 1349/2017, ΑΠ 1204/2008). Για να είναι δε ορισμένος ο λόγος αυτός αναίρεσης, πρέπει να εξειδικεύονται στο αναιρετήριο αυτά, να προσδιορίζεται το περιεχόμενό τους και το παραδεκτό της προσαγωγής τους, να αναφέρεται ότι έγινε επίκληση και προσκόμισή τους και να καθορίζεται ο συγκεκριμένος ουσιώδης ισχυρισμός, το βάσιμο ή αβάσιμο του οποίου θα αποδεικνύονταν με τα εν λόγω αποδεικτικά μέσα και οι λόγοι για τους οποίους ο ισχυρισμός αυτός ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 584/2017, ΑΠ 9.../2014, ΑΠ 150/2015).

Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 421, 422 και 424 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι οι ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου αποτελούν αποδεικτικό μέσο διαφορετικό από τα έγγραφα και πρέπει να μνημονεύονται ειδικά στην απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας, αλλιώς θεμελιώνεται ο από το άρθρο 559 αρ. 11 γ` ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης (ΑΠ 1651/2012, ΑΠ 184/2011, ΑΠ 886/2008). Στην προκειμένη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες με τον πρώτο λόγο της αίτησης αναίρεσης, κατ` επίκληση πλημμέλειας από το άρθρο 559 αριθμ. 11γ ΚΠολΔ, μέμφονται την προσβαλλόμενη απόφαση, διότι για την διαμόρφωση του αποδεικτικού της πορίσματος δεν έλαβε υπόψη της την με αριθ. 10792/6-11-2019 ένορκη βεβαίωση του Χ. Κ. του Κ./νου, ενώπιον του Ε. Π. και την με αριθ. 10791/6-11-2019 ένορκη βεβαίωση της Δ. Π., ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, τις οποίες είχαν επικαλεστεί και προσκομίσει νόμιμα, και οι οποίες έχουν ληφθεί κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της αναιρεσίβλητης, όπως προκύπτει από την υπ' αριθ. 12081Δ/30-10-2019 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών Ν. Π..

Ωστόσο, από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης απόφασης προκύπτει ότι το Εφετείο, στην κρίση του κατέληξε, αφού έλαβε υπόψη τις παραπάνω ένορκες βεβαιώσεις, που προσκόμισαν οι αναιρεσείοντες καθώς και όλων ανεξαιρέτως των αποδεικτικών μέσων, που οι διάδικοι προσκόμισαν. Ειδικότερα, από τις παραδοχές της αποφάσεως που αφορούν τους ισχυρισμούς των αναιρεσειόντων, προς απόδειξη των οποίων αυτοί επικαλέσθηκαν τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι το Εφετείο, κατά την διαμόρφωση του αποδεικτικού του πορίσματος, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε μετά των λοιπών αποδείξεων και τις παραπάνω, φερόμενες ως αγνοηθείσες, ένορκες βεβαιώσεις, στις οποίες έκανε ειδική μνεία καθώς και χωριστή αξιολόγηση αυτών. Κατόπιν αυτού, ο ανωτέρω πρώτος, από τον αρ. 11γ του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, λόγος της αναίρεσης είναι αβάσιμος.

Ο προβλεπόμενος από το άρθρο 559 αριθ. 20 Κ.Πολ.Δ λόγος αναιρέσεως για παραμόρφωση του περιεχομένου εγγράφου ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας υπέπεσε σε διαγνωστικό λάθος, αναγόμενο δηλαδή στην ανάγνωση του εγγράφου με την παραδοχή ότι περιέχει περιστατικά προδήλως διαφορετικά από εκείνα που πράγματι περιλαμβάνει, όχι δε και όταν από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο σωστά διέγνωσε, συνάγει αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό. Πράγματι, στην τελευταία περίπτωση πρόκειται για παράπονο αναφερόμενο στην εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, η οποία εκφεύγει από τον αναιρετικό έλεγχο. Πάντως για να θεμελιωθεί ο προαναφερόμενος λόγος αναιρέσεως θα πρέπει το δικαστήριο της ουσίας να έχει στηρίξει το αποδεικτικό του πόρισμα αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο, το περιεχόμενο του οποίου φέρεται ότι παραμορφώθηκε, όχι δε όταν το έχει συνεκτιμήσει απλώς, μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να εξαίρει το έγγραφο, αναφορικά με το πόρισμα στο οποίο κατέληξε για την ύπαρξη ή μη του αποδεικτέου γεγονότος (ΟλΑΠ 2/2008).

Στην προκειμένη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες με τον δεύτερο λόγο της αίτησης αναίρεσης, κατ` επίκληση πλημμέλειας από το άρθρο 559 αριθμ. 20 ΚΠολΔ, προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια ότι το Εφετείο παραμόρφωσε το περιεχόμενο των υπ' αριθ. 18202Β/8-10-2018, 18201Β/8-10-2018 και 18203Β/8-10-2018 εκθέσεων επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών Ε. Λ., καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι εκ παραδρομής ανεγράφη στις ανωτέρω εκθέσεις επίδοσης ότι έλαβε χώρα θυροκόλληση των αντιγράφων της υπ' αριθ. 17271/2018 απόφασης του Εφετείου Αθηνών στην οικία των αναιρεσειόντων επί της οδού Ι. Λ. αρ. 39, ενώ τούτο δεν είναι σωστό. Ειδικότερα, το Εφετείο δέχθηκε ανελέγκτως τα ακόλουθα: "... Επίσης από το περιεχόμενο των άνω εκθέσεων επιδόσεως προκύπτει ότι ο άνω δικαστικός επιμελητής μετέβη στην κατοικία των ανακοπτόντων, επί της οδού Ι. Λ. αρ. 33 στον Υ., και εκεί θυροκόλλησε, ήτοι στην οδό Ι. Λ. αρ. 33, τα επιδιδόμενα αντίγραφα της υπ' αριθμ. 172712018 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου, κατόπιν αρνήσεως του πρώτου των ανακοπτόντων να παραλάβει. Εκ παραδρομής, όμως, ενώ βεβαιώνει ο άνω δικαστικός επιμελητής ότι μετέβη στην οικία των ανακοπτόντων επί της οδού Ι. Λ. αρ. 33, στη συνέχεια αναφέρει ότι θυροκόλλησε τα αντίγραφα της άνω απόφασης επί της οδού Ι. Λ. αρ. 39, ενώ τούτο δεν είναι σωστό, καθόσον η οδός Ι. Λ. αριθμεί μόνο μέχρι το 35, σύμφωνα με την άνω βεβαίωση των τεχνικών υπηρεσιών του οικείου Δήμου....''.

Όμως το Εφετείο, όπως προκύπτει από τις προαναφερόμενες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, δεν προέβη σε εσφαλμένη ανάγνωση του περιεχομένου των ως άνω εγγράφων, αλλά αφού ανέγνωσε το όλο περιεχόμενό τους όπως αυτό πραγματικά διατυπώνεται, κατέληξε, με τη συνεκτίμηση και των λοιπών αποδεικτικών μέσων που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν νόμιμα οι διάδικοι, στο προαναφερόμενο πόρισμα, ήτοι ότι εκ παραδρομής ανεγράφη στις επίμαχες εκθέσεις επίδοσης η διεύθυνση ''Ι. Λ. αρ. 39'' .

Συνεπώς, το γεγονός ότι, παρά την ορθή ανάγνωση των παραπάνω εγγράφων, η προσβαλλομένη απόφαση συνήγαγε αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που οι αναιρεσείοντες θεωρούν ορθό, δεν μπορεί να θεμελιώσει τον προβαλλόμενο ως άνω αναιρετικό λόγο, αφού πρόκειται για αιτίαση αναγομένη στην αναιρετικά ανέλεγκτη εκτίμηση πραγμάτων. Εξάλλου, στην κρίση του αυτή κατέληξε το Εφετείο, όχι αποκλειστικά από την εκτίμηση των προαναφερόμενων εγγράφων, που οι αναιρεσείοντες ισχυρίζονται ότι το περιεχόμενο αυτών παραμορφώθηκε, αλλά και από όλα τα υπόλοιπα έγγραφα και τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία, που νόμιμα προσκόμισαν και επικαλέστηκαν οι διάδικοι, ώστε το Εφετείο δεν στηρίχθηκε αποκλειστικά ή κυρίως στα εν λόγω έγγραφα για τη συναγωγή του αποδεικτικού του πορίσματος, αλλά το συνεκτίμησε μαζί με τις λοιπές αποδείξεις.

Κατά συνέπεια, ο ανωτέρω, από τον αρ. 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγος της αίτησης αναίρεσης είναι αβάσιμος. Σε κάθε περίπτωση, και υπό την προσχηματική επίκληση των ως άνω αιτιάσεων εκ μέρους των αναιρεσειόντων κατά της προσβαλλομένης, πλήττεται κατ` ουσίαν, η από το Εφετείο γενομένη εκτίμηση των αποδείξεων, η οποία όμως δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ). Στην αναιρετική διαδικασία δεν εφαρμόζεται, σύμφωνα με το άρθρο 573 παρ.1 Κ.Πολ.Δικ., το άρθρο 250 του ίδιου κώδικα, το οποίο ορίζει ότι αν είναι εκκρεμής ποινική αγωγή που επηρεάζει τη διάγνωση της διαφοράς, το δικαστήριο μπορεί αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου να διατάξει την αναβολή της συζητήσεως έως ότου περατωθεί αμετάκλητα η ποινική διαδικασία ( Α.Π. 529/2011). Κατά συνέπεια το υποβαλλόμενο από τους αναιρεσείοντες, δια των προτάσεών τους, αίτημα αναστολής της δίκης εωσότου περατωθεί η ποινική δίκη του δικαστικού επιμελητή Ε. Λ. που είναι εκκρεμής, στον οποίο αποδίδεται η τέλεση εκ μέρους του της πράξεως της ψευδούς βεβαίωσης, είναι απορριπτέο, ως μη νόμιμο.

Κατόπιν αυτών και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως προς εξέταση, πρέπει η αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί. Περαιτέρω, πρέπει να διαταχθεί, κατά την παρ. 3 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, η εισαγωγή του παραβόλου που καταβλήθηκε από τους αναιρεσείοντες, στο Δημόσιο Ταμείο. Τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, η οποία κατέθεσε προτάσεις, θα επιβληθούν σε βάρος των αναιρεσειόντων λόγω της ήττας τους (άρθρα 176, 180, 183, 191 ΚΠολΔ), κατά τα αναφερόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 28-7-2020 αίτηση των α) Π.. Α..υ του Γ., β) Μ. συζ. Π.. Α..υ και γ) Γ. Α. του Π., για αναίρεση της υπ` αριθμ. 2034/2020 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.

Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.

Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ .

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 11 Δεκεμβρίου 2023.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 5 Ιανουαρίου 2024.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ