Α.Π. 537/2024 (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)
ΠΛΑΣΤΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΤ' ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΠΩΛΗΤΗΡΙΩΝ ΣΥΜΒΟΛΑΙΩΝ ΑΚΙΝΗΤΩΝ - ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΑΠΑΤΗΣ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΕΠΙ ΑΠΟΡΡΙΠΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΤΙΚΟΥ ΑΙΤΗΜΑΤΟΣ ΩΣ ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΑΟΡΙΣΤΙΑΣ. - ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΑΣΤΙΚΗΣ ΦΥΣΕΩΝ ΕΝΩΠΙΟΝ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ. - Ορθή και αιτιολογημένη καταδίκη για την πρώτη πράξη, δεδομένου ότι ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος με την κατάρτιση πλαστών εγγράφων, και δη δύο πωλητηρίων αγρών με αναφερόμενη ως ημερομηνία σύνταξής τους την 16-12-2006 και 20-4-2007 αντίστοιχα, τα οποία συμπληρώθηκαν ως προς τα ελλείποντα στοιχεία του περιεχομένου τους από τρίτο πρόσωπο, κατ' εντολή και καθ' υπόδειξη του κατηγορούμενου-αναιρεσείοντος, ήτοι τα στοιχεία ταυτότητας του τελευταίου, τα στοιχεία ταυτότητας των φερομένων ως πωλητών των αγρών, τα στοιχεία ταυτότητας των φερομένων ως παρόντων μαρτύρων, τα στοιχεία των φερομένων ως προς πώληση αγρών με ειδικότερη περιγραφή της θέσης και των ορίων τους και το φερόμενο ως συμφωνηθέν τίμημα πώλησης ενός εκάστου αγρού, επί των οποίων [επίδικων πωλητηρίων συμφωνητικών] ο κατηγορούμενος-αναιρεσείων έθεσε: α) τις υπογραφές των φερομένων ως συμβαλλομένων μερών κατ' απομίμηση της υπογραφής των φερομένων ως πωλητών, εν αγνοία τους και άνευ της συναινέσεως ή εγκρίσεώς τους, όπως και την υπογραφή του φερόμενου ως παρισταμένου μάρτυρος, και β) την θεώρηση του γνησίου των υπογραφών, καθώς και τη σχετική σφραγίδα της Ελληνικής Δημοκρατίας, άνευ νομίμου προς τούτο δικαιώματος, προκειμένου να φαίνεται ότι υπήρξε συμφωνία μεταξύ των φερομένων, ως πωλητών, των αγρών, και του κατηγορούμενου για την προς αυτόν πώλησή τους, έτσι ώστε να θεωρηθεί ότι αυτός [κατηγορούμενος] είχε τη νομή τους και ότι κατέστη κύριος των εν λόγω αγρών με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας ενόψει παρέλευσης εικοσαετίας, με σκοπό να παραπλανήσει δια της προσκομιδής τους μετ' επικλήσεως, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, ενόψει συζητήσεως σ' αυτό αγωγής αναγνωριστικής κυριότητας των επίμαχων αγροτεμαχίων της συζύγου του κατά της υποστηρίζουσας την κατηγορία, αναφορικά με το ότι η ως άνω ενάγουσα σύζυγός του είναι αποκλειστική κυρία, νομέας και κάτοχος των επίδικων αγροτεμαχίων, τα οποία αυτός (αναιρεσείων) ως δικαιοπάροχός της απέκτησε δυνάμει των επίδικων πωλητηρίων συμφωνητικών. Το ποινικό δικαστήριο έχει την εξουσία να εξετάζει παρεμπιπτόντως κάθε ζήτημα που έχει σχέση με την ποινική δίκη, ακόμη και όταν υπάγεται στα πολιτικά δικαστήρια, εκτός εκείνων των περιπτώσεων, για τις οποίες ο νόμος, προκειμένου να χωρήσει η ποινική δίκη, αξιώνει υποχρεωτικά να έχει αποφανθεί προηγουμένως το πολιτικό δικαστήριο. Επειδή όμως, κατά την εξέταση των ανωτέρω προδικαστικών ζητημάτων, το ποινικό δικαστήριο κρίνει και μορφώνει πεποίθηση επ' αυτών, αλλά δεν λύνει αποφασιστικά αυτά, η κρίση του επί των προδικαστικών αυτών ζητημάτων αστικής φύσης δεν δημιουργεί δεδικασμένο, αφού άλλωστε δεν παράγει δεδικασμένο και δεν το δεσμεύει και η απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου που έχει σχέση με την ποινική δίκη, την οποία εκτιμά ελεύθερα μαζί με τις άλλες αποδείξεις. Στην προκειμένη περίπτωση, με το να κρίνει το Δικαστήριο της ουσίας επί ζητημάτων αστικής φύσεως που ανεφύησαν κατά την εκδίκαση της υπόθεσης, ως προδικαστικά ζητήματα, ήτοι περί της κυριότητας των επίμαχων αγροτεμαχίων στα οποία αφορούσαν τα επίδικα πωλητήρια συμφωνητικά και περί της εγκυρότητας και νομιμότητας δικαστικού συμβιβασμού, δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια της υπέρβασης εξουσίας, καθόσον το ποινικό δικαστήριο έχει την εξουσία να εξετάζει παρεμπιπτόντως κάθε ζήτημα που έχει σχέση με την ποινική δίκη και όταν ακόμη τούτο υπάγεται στα πολιτικά δικαστήρια. Απόπειρα απάτης στο Δικαστήριο. Έκδοση απόφασης με την οποία απορρίπτεται αναγνωριστικό κυριότητας αίτημα ως απαράδεκτο λόγου αοριστίας. Δεν ανακύπτει καν θέμα παραπλάνησης του δικάσαντος δικαστηρίου από την προσκόμιση εκ μέρους του κατηγορούμενου πλαστών και ψευδών αποδεικτικών μέσων, καθόσον η εκδοθείσα απόφασή του, πριν από κάθε εκτίμηση των αγωγικών ισχυρισμών, είναι αποτέλεσμα εφαρμογής νομικών κανόνων, μη υπάρχοντος έτσι εδάφους παραπλάνησης και μάλιστα αιτιώδους δεσμού μεταξύ του σκοπούμενου -με την απόφαση- πορισμού παράνομου περιουσιακού οφέλους από την ενάγουσα δια της προσκόμισης από τον τελευταίο στο ανωτέρω πολιτικό δικαστήριο των επίμαχων πλαστών και ψευδών αποδεικτικών στοιχείων. Αναιρεί εν μέρει 52/2022 Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Βορείου Αιγαίου - (216 παρ. 1, 42, 386 παρ.1εδ. α' νΠΚ, 60 ΚΠΔ).
ΑΧ
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
E' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Λεπενιώτη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Τράγκα, Κωστούλα Πρίγγουρη, Παρασκευή Τσούμαρη και Σταυρούλα Κουσουλού - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημα του στις 19 Ιανουαρίου 2024, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Νίκης - Αναστασίας Μουζάκη, (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Φ. Γ. του Ν., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο του Καλλιόπη Καρμαντζή, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 52/2022 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Βορείου Αιγαίου (Μεταβατική Έδρα ...). Με υποστηρίζοντες την κατηγορία τους: 1. Α. Γ. του Ν., κάτοικο ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο της Χρυσούλα Γιαλιώνη. 2. Ν. Γ. του Φ., κάτοικο ..., ο οποίος δεν εμφανίστηκε.
Το Τριμελές Εφετείο Βορείου Αιγαίου (Μεταβατική Έδρα ...), με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, ζητάει την αναίρεση της αποφάσεως αυτής για τους λόγους που αναφέρονται στην με αρ. εκθ. 2/23.6.2023 αίτησή του και τους από 18.12.2023 πρόσθετους λόγους, που καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με αριθμό 683/2023.
Αφού άκουσε Την Αντεισαγγελέα η οποία πρότεινε να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής και τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Εισάγονται προς συζήτηση: α] η με αρ. εκθ. 2/23-6-2023 αίτηση που ασκήθηκε δια δηλώσεως του Φ. Γ. του Ν. ενώπιον της γραμματέως του Εφετείου Βορείου Αιγαίου, και 2] το από 18/12/2023 δικόγραφο πρόσθετων λόγων για αναίρεση της υπ' αριθμ. 52/2022 τελεσίδικης απόφασης του Τριμελούς Εφετείου [Πλημ/των] Βορείου Αιγαίου, με την οποία ο αναιρεσείων κρίθηκε ένοχος των αξιοποίνων πράξεων : 1] της πλαστογραφίας κατ' εξακολούθηση και 2] της απόπειρας απάτης στο δικαστήριο, που ασκήθηκαν παραδεκτά, ήτοι νομότυπα και εμπρόθεσμα ,περιέχουν δε σαφείς και ορισμένους λόγους αναίρεσης, εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Α', Δ', Ε' και Θ' του ΚΠΔ, (άρθρα 464, 466παρ.1 εδ.α', 473 παρ. 2 και 3, 474 παρ.1 και 4, 504 παρ.1, 505 παρ.1α' και 509 Κ.Π.Δ).
Συνεπώς, πρέπει, να συνεκδικαστούν και να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς τη βασιμότητα των αναιρετικών τους λόγων.
Σημειώνεται, ότι ο υποστηρίζων την κατηγορία Ν. Γ. , καθώς και η αντίκλητος δικηγόρος του Χρυσούλα Γαλιώνη, που κλήθηκαν νομότυπα να παραστούν, στην παρούσα δίκη, όπως προκύπτει από το από 7/8/2023 αποδεικτικό επίδοσης του Αρχιφύλακα Α.Τ. ... Π. Κ. και το από 25/8/2023 αποδεικτικό επίδοσης της Επιμελήτριας Εισαγγελίας Αρείου Πάγου Α. Σ., αντίστοιχα, που υπάρχουν στο φάκελο της δικογραφίας, δεν εμφανίστηκαν ούτε παραστάθηκαν στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου κατά την παρούσα δικάσιμο. Πλην, όμως, η συζήτηση, εφόσον εμφανίστηκε ο αναιρεσείων, γίνεται σαν να ήταν και αυτοί παρόντες (άρθρο 515 παρ. 2 α' ΚΠΔ).
Ι. Κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του νέου ΠΚ, που κυρώθηκε με το Ν. 4619/2019, και τέθηκε σε ισχύ, κατά το άρθρο 460 του ίδιου Κώδικα, από την 1η-7-2019, "Αν από την τέλεση της πράξης ως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου". Η διάταξη αυτή αναφέρεται στους ουσιαστικούς ποινικούς νόμους, καθόσον οι δικονομικοί νόμοι έχουν αναδρομική ισχύ και ρυθμίζουν τις εκκρεμείς δίκες κατά το ατέλεστο, κατά το χρόνο της έκδοσής τους, μέρος αυτών, εκτός αν ορίζουν διαφορετικά (ΟλΑΠ 1/2014). Κατά την έννοια της ίδιας ως άνω διάταξης, με την οποία καθιερώνεται η αρχή της αναδρομικότητας του επιεικέστερου ουσιαστικού ποινικού νόμου, που ίσχυσε από την τέλεση της πράξης μέχρι το χρόνο της αμετάκλητης εκδίκασης της υπόθεσης, ως επιεικέστερος νόμος θεωρείται εκείνος που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις, δηλαδή εκείνος, ο οποίος με την εφαρμογή του, με βάση τις προβλεπόμενες στη συγκεκριμένη περίπτωση προϋποθέσεις, επιφέρει την ευνοϊκότερη για τον κατηγορούμενο ποινική μεταχείριση.
Προς τούτο, γίνεται σύγκριση των περισσότερων σχετικών διατάξεων στο σύνολο των προϋποθέσεων που προβλέπονται από καθεμιά από αυτές, έτσι ώστε να είναι πλέον σαφές, βάσει του νέου ΠΚ, ότι εφαρμόζεται πάντα η επιεικέστερη διάταξη και όχι ο νόμος ως ενιαίο "όλον". Αν από τη σύγκριση προκύψει ότι ο κατηγορούμενος, όπως κατηγορείται, επιβαρύνεται το ίδιο από όλους τους νόμους, τότε εφαρμοστέος είναι ο νόμος που ίσχυε κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, διαφορετικά εφαρμόζεται ο νεότερος επιεικέστερος νόμος. Ειδικότερα, επιεικέστερος είναι ο νόμος, που προβλέπει το χαμηλότερο ανώτατο όριο του είδους της ποινής, αν δε το ανώτατο όριο είναι το ίδιο, επιεικέστερος είναι αυτός που προβλέπει το μικρότερο κατώτατο όριο. Για το χαρακτηρισμό ενός νόμου ως επιεικέστερου ή μη, επί πλημμελημάτων, λαμβάνεται κατ' αρχήν υπόψη το ύψος της απειλούμενης ποινής φυλάκισης, που θεωρείται βαρύτερη της χρηματικής, επί ίσων δε ποινών φυλάκισης, λαμβάνεται υπόψη και η χρηματική ποινή.
Ακόμη, επιεικέστερος είναι ο νόμος, ο οποίος δεν περιλαμβάνει την επιβαρυντική περίπτωση, υπό την οποία έλαβε χώρα η καταδίκη. Στις διατάξεις περί πλαστογραφίας ,σε βαθμό πλημμελήματος, (ΠΚ 216 παρ. 1 και 2) του ισχύσαντος έως 30-6-2019 π. ΠΚ , [που ίσχυε κατά το χρόνο τέλεσης (εντός του μηνός Νοεμβρίου 2016) της αντίστοιχης ένδικης πράξης] οριζόταν ότι "1. Όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση. 2. Με την ίδια ποινή τιμωρείται όποιος για τον παραπάνω σκοπό εν γνώσει χρησιμοποιεί πλαστό ή νοθευμένο έγγραφο".
Στο αντίστοιχο άρθρο 216 παρ. 1 και 2 του ισχύοντος από 1-7-2019 νέου ΠΚ ορίζεται, ότι "1. Όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση (δέκα ημέρες έως πέντε έτη, κατ` άρθρο 53 ΠΚ) και χρηματική ποινή. 2. Με την ίδια ποινή τιμωρείται όποιος για τον παραπάνω σκοπό εν γνώσει χρησιμοποιεί πλαστό ή νοθευμένο έγγραφο". Από τα παραπάνω είναι προφανές, ότι για το αδίκημα της πλαστογραφίας που έχει πλημμεληματικό χαρακτήρα, οι διατάξεις του νέου ΠΚ είναι ευνοϊκότερες για τον κατηγορούμενο, και, συνεπώς, εφαρμοστέες στην προκείμενη περίπτωση, αφού με αυτές απειλείται ποινή φυλάκισης με μικρότερο κατώτατο όριο, ενώ η χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου δεν αποτελεί πλέον επιβαρυντική περίσταση κατά την παρ. 1 ,αλλά αυτοτελή πράξη (παρ. 2) που συρρέει φαινομενικά (όταν αφορά τον τελέσαντα την πλαστογραφία), όταν ακολουθεί την πλαστογραφία και απορροφάται από αυτήν.
Εξάλλου, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας, η οποία είναι έγκλημα τυπικό, απαιτείται, αντικειμενικώς μεν, η απαρχής κατάρτιση εγγράφου (κατά την έννοια του άρθρου 13 στοιχ. γ' του ΠΚ ) από τον υπαίτιο, ο οποίος να το εμφανίζει ότι καταρτίστηκε από άλλον ή η νόθευση γνήσιου εγγράφου, δηλαδή η αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του, με μεταβολή του τελευταίου, υποκειμενικώς δε δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση (έστω και με την έννοια της αμφιβολίας) και θέληση των πραγματικών περιστατικών, τα οποία απαρτίζουν την πράξη και περαιτέρω σκοπός του υπαιτίου (υπερχειλής δόλος) να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον για γεγονός, που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, οι οποίες μπορεί να αφορούν τον παραπλανώμενο ή τρίτο, ασχέτως αν επιτεύχθηκε ή όχι η παραπλάνηση (ΑΠ 1338/2023, ΑΠ 835/2022, ΑΠ 886/2020). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 εδ. α' του νέου Ποινικού Κώδικα, όπως αυτή ίσχυε πριν από τη τροποποίησή της από το άρ. 92 του ν.4855/12-11- 2021, οριζόταν ότι "όποιος με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με σκοπό από τη βλάβη αυτής της περιουσίας να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή".
Η διάταξη αυτή είναι επιεικέστερη έναντι της αντίστοιχης του άρθρου 386 παρ. 1 εδ. α' του προϊσχύσαντος ΠΚ [που ίσχυε κατά το χρόνο τέλεσης [21-3-2018] της αντίστοιχης ένδικης πράξης] και, συνεπώς, εφαρμοστέα στην προκείμενη περίπτωση, καθόσον δεν προβλέπεται σ' αυτήν η επιβαρυντική περίσταση της ιδιαίτερα μεγάλης ζημίας, ενώ για την πράξη της απάτης ,σε βαθμό πλημμελήματος, απειλείται ποινή φυλάκισης με μικρότερο κατώτατο όριο και συγκεκριμένα δέκα ημερών, κατ' άρθρο 53 ΠΚ, αντί εκείνης των τριών μηνών, που προβλεπόταν προηγουμένως για την πράξη αυτή, καθώς και χρηματική ποινή, η οποία, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, δεν λαμβάνεται κατ' αρχήν υπόψη για το χαρακτηρισμό του νόμου ως επιεικέστερου ή μη. Ήδη, το άρθρο 386 παρ.1 εδ.α' του ν. ΠΚ ,όπως προαναφέρθηκε, έχει τροποποιηθεί με το άρ. 92 ν. 4855/12-11-2021 ,και πλέον έχει ως εξής " Όποιος με την εν γνώσει εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με σκοπό από τη βλάβη αυτής της περιουσίας να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος τιμωρείται με φυλάκιση , και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών και χρηματική ποινή", δηλονότι η περίπτωση απάτης, σε βαθμό πλημμελήματος, τιμωρείται πλέον μόνον με ποινή φυλάκισης, ενώ επανήλθε και η περίπτωση απάτης σε βαθμό πλημμελήματος με την επιβαρυντική περίσταση της ιδιαίτερα μεγάλης ζημίας τιμωρούμενη με τις ανωτέρω οριζόμενες ποινές φυλάκισης τριών μηνών τουλάχιστον και χρηματική ποινή, όπως η εν λόγω επιβαρυντική περίσταση προβλεπόταν και στην αντίστοιχη διάταξη του προϊσχύσαντος ΠΚ ,τιμωρείτο όμως με την προβλεπόμενη βαρύτερη ποινή φυλάκισης των δύο ετών τουλάχιστον.
Εξάλλου, από την ίδια ως άνω διάταξη προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: 1) παραπλανητική συμπεριφορά του δράστη, η οποία συνίσταται είτε στην παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών είτε στην αθέμιτη απόκρυψη είτε στην παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, 2) πρόκληση στον παθόντα, από την παραπλανητική συμπεριφορά του δράστη, πλάνης, δηλαδή ανεπίγνωτης διάστασης μεταξύ της βούλησης και της δήλωσης βούλησης, ή διατήρηση ή ενίσχυση της υπάρχουσας (πλάνης), 3) ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της παραπλανητικής συμπεριφοράς του δράστη και της πλάνης που προκλήθηκε απ' αυτή στον παθόντα, 4) πράξη, παράλειψη ή ανοχή, εξαιτίας της πλάνης, από τον παθόντα, η οποία (πράξη κ.λ.π.) ενέχει περιουσιακή διάθεση, 5) ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της πλάνης του παθόντος και της περιουσιακής διάθεσης, 6) επέλευση, εξαιτίας της περιουσιακής διάθεσης, που έγινε από εκείνον που παραπλανήθηκε, βλάβης στην περιουσία αυτού ή άλλου, η οποία συνίσταται είτε στη μείωση είτε στη χειροτέρευση της περιουσίας του παθόντος και 7) δόλος του δράστη, που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση των στοιχείων του εγκλήματος και του μεταξύ αυτών αιτιώδους συνδέσμου, καθώς και σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, όχι όμως και πραγματοποίηση του οφέλους αυτού. Ως γεγονότα, κατά την έννοια του άνω άρθρου, νοούνται τα πραγματικά περιστατικά (ήτοι τα συμβεβηκότα του εξωτερικού κόσμου, που απεικονίζουν την πραγματικότητα), τα οποία ανάγονται στο παρελθόν ή στο παρόν, και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή οι συμβατικές υποχρεώσεις.
Εάν, όμως, οι υποσχέσεις συνοδεύονται από άλλες παραστάσεις ψευδών γεγονότων, κατά τρόπο που να δημιουργείται η εντύπωση μελλοντικής εκπλήρωσής τους με βάση την εμφανιζόμενη ψευδή κατάσταση, τότε οι υποσχέσεις αυτές αποτελούν απατηλή συμπεριφορά. Περιουσιακό όφελος συνιστά η αύξηση της περιουσίας του ίδιου του δράστη ή άλλου, καθώς και η ευνοϊκότερη διαμόρφωση της περιουσιακής κατάστασης oποιουδήποτε απ' αυτούς. Το περιουσιακό αυτό όφελος είναι παράνομο, όταν ο δράστης ή το άλλο πρόσωπο δεν έχει νόμιμη αξίωση κατά του παθόντος, ο δε αξιούμενος για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος τούτου σκοπός οφέλους αποτελεί υποκειμενικό στοιχείο του αδίκου (έγκλημα με "υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση").
Τέλος, η περιουσιακή βλάβη, που, όπως προεκτέθηκε, υπάρχει σε περίπτωση μείωσης ή χειροτέρευσης της περιουσίας του παθόντος, πρέπει, ως στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της απάτης, να είναι άμεσο, αναγκαίο και αποκλειστικό αποτέλεσμα της περιουσιακής διάθεσης, ήτοι της πράξης, παράλειψης ή ανοχής, στην οποία προέβη εκείνος που πλανήθηκε από την απατηλή συμπεριφορά του δράστη. Πρέπει να υπάρχει, δηλαδή, αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της απατηλής συμπεριφοράς και της πλάνης, που προκλήθηκε απ' αυτήν, καθώς και μεταξύ της πλάνης αυτής και της περιουσιακής βλάβης, η οποία πρέπει να είναι το άμεσο, αναγκαίο και αποκλειστικό αποτέλεσμα της πλάνης και της λόγω αυτής πράξης, παράλειψης ή ανοχής του πλανηθέντος ( ΑΠ 1634/2022, ΑΠ 198/2020, ΑΠ 487/2020).
Εξάλλου, ο παραπλανώμενος δεν είναι απαραίτητο να ταυτίζεται με τον βλαπτόμενο, αρκεί να μπορεί από το νόμο ή τα πράγματα να επιχειρήσει την επιζήμια για τον βλαπτόμενο πράξη, παράλειψη ή ανοχή, το δε περιουσιακό όφελος που επεδίωξε ο δράστης πρέπει να προέρχεται από την περιουσία του βλαπτομένου στη διάθεση της οποίας προέβη ο παραπλανηθείς, έτσι ώστε να αποτελεί την ανάστροφη όψη της περιουσιακής βλάβης. Εντεύθεν, και απάτη είναι δυνατόν να τελεσθεί και δια παραπλανήσεως του δικαστού σε πολιτική δίκη, δια της προβολής ψευδούς ισχυρισμού, ο οποίος (να) υποστηρίζεται με την εν γνώσει προσκομιδή ψευδών αποδεικτικών μέσων από τα οποία ο δικαστής παραπλανήθηκε και εξέδωσε απόφαση, συνεπεία της οποίας επήλθε βλάβη στην περιουσία του αντιδίκου (ΑΠ 1224/2020).
Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 42 § 1 ΠΚ "όποιος, έχοντας αποφασίσει να τελέσει έγκλημα, αρχίζει να εκτελεί την περιγραφόμενη στο νόμο αξιόποινη πράξη, τιμωρείται, αν το έγκλημα δεν ολοκληρώθηκε με ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83)". Το έγκλημα της απάτης μπορεί να τελεσθεί και με την μορφή απόπειρας, τόσον όταν ο δράστης επιχειρήσει πράξη που κατευθύνεται στην παραπλάνηση του άλλου και κατά την πρόθεσή του οδηγεί στην περιουσιακή διάθεση, πλην όμως δεν ολοκληρώθηκε ή ολοκληρώθηκε μεν, αλλά δεν προκάλεσε πλάνη ή περιουσιακή ζημία, όσο και όταν η συμπεριφορά του δράστη τελεί εις τοιαύτην αναγκαία και άμεση συνάφεια προς την αντικειμενική υπόσταση της απάτης, ώστε κατά την κοινή αντίληψη να θεωρείται ως τμήμα αυτής, στην οποία αμέσως οδηγεί, αν δεν ήθελε αποκοπεί για οποιοδήποτε λόγο. Και στην απάτη στο δικαστήριο είναι νοητή η απόπειρα, αν δεν παραπλανήθηκε το δικαστήριο, παρά την επιχειρηθείσα απάτη υπό του διαδίκου και εκδίδει απορριπτική απόφαση για τον προβληθέντα ισχυρισμό ή δεν εκδίδει οριστική απόφαση υπέρ του δράστη (ΑΠ 308/2018). Όμως, παρά την προβολή αναληθών ισχυρισμών σε πολιτική δίκη και την προσκόμιση και επίκληση ψευδών αποδεικτικών στοιχείων προς απόδειξη, δεν στοιχειοθετείται το έγκλημα της απάτης στο δικαστήριο, ούτε σε απόπειρα, σε δικονομική διαδικασία, κατά την οποία ο δικαστής δεν ελέγχει την ουσιαστική αλήθεια των ισχυρισμών του δράστη, ως αποτέλεσμα της εφαρμογής του νόμου (ΑΠ 1224/2020, ΑΠ 765/2001, Συμβ.Α.Π.713/2004).
ΙΙ. Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` Κ.Π.Δ., όταν εκτίθενται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί υπαγωγής των αποδειχθέντων περιστατικών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού με το διατακτικό της απόφασης, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι καταρχάς αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξης (άμεσος δόλος) ή ορισμένος περαιτέρω σκοπός (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση), που απαιτείται πρόσθετα στο αδίκημα της πλαστογραφίας, για τη στοιχειοθέτηση του οποίου χρειάζεται υπερχειλής δόλος (σκοπός παραπλάνησης).
Επίσης, το έγκλημα της απάτης προϋποθέτει δόλο με την έννοια της πρόθεσης, αλλά και πρόσθετη ύπαρξη γνώσης για την παράσταση των ψευδών περιστατικών. Ειδικώς, ως προς τα αποδεικτικά μέσα που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει, όμως, να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσης. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε προκύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Δεν αποτελεί, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.
Περαιτέρω, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει, όταν ο δικαστής αποδίδει σ` αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν ο δικαστής δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που αποτελεί λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε` του Κ.Π.Δ., υπάρχει και όταν η παραβίαση γίνεται με πλάγιο τρόπο, γιατί στο πόρισμα που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και αναφέρεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες ή αντιφάσεις ή λογικά κενά, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση το Τριμελές Εφετείο [Πλημμελημάτων] Βορείου Αιγαίου , που την εξέδωσε δικάζοντας την υπόθεση σε δεύτερο βαθμό, ο αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος για τις πράξεις της πλαστογραφίας κατ' εξακολούθηση και της απόπειρας απάτης στο δικαστήριο. Μετά δε την αναγνώριση στο πρόσωπό του της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ.2 α' του ΠΚ, του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης οκτώ [8] μηνών για εκάστη των ανωτέρω αξιόποινη πράξη του αντίστοιχα και συνολική ποινή φυλάκισης δώδεκα (12) μηνών, η εκτέλεση της οποίας ανεστάλη επί τριετία. Το ανωτέρω Δικαστήριο δέχθηκε ,κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι από τη εκτίμηση των κατ' είδος αναφερομένων στην προσβαλλόμενη απόφασή του αποδεικτικών στοιχείων (ανώμοτη κατάθεση υποστηρίζουσας την κατηγορία, ένορκες καταθέσεις μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, πρακτικά πρωτοβάθμιας δίκης και όλα τα έγγραφα που αναγνώστηκαν, απολογία αναιρεσείοντος-κατηγορούμενου), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα, κατά πιστή μεταφορά, πραγματικά περιστατικά:
"......Δυνάμει του υπ' αριθμ. 16588/5-11-2010 συμβολαίου της συμβ/φου ... Βασιλικής Μπεντίλα, νομίμως μεταγεγραμμένου στον τόμο ... με αύξοντα αριθμό … των βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου ..., ο πατέρας του κατηγορουμένου, Ν. Γ. μεταβίβασε στην πολιτικώς ενάγουσα Α. Γ. (θυγατέρα του και αδελφή του κατηγορουμένου), αιτία γονικής παροχής, συνολικά δέκα (10) αγροτεμάχια, μεταξύ των οποίων, και (α) ένα αγροτεμάχιο, κείμενο στη θέση "...", εκτάσεως 4.200τ.μ. περίπου και (β) ένα αγροτεμάχιο, κείμενο στη θέση "..." ή "...", εκτάσεως 2.000 τ.μ. περίπου, τα οποία είχε αποκτήσει, βάσει της αναφερόμενης στο ανωτέρω συμβόλαιο αιτίας κτήσης, με έκτακτη χρησικτησία, καθώς τα είχε αποκτήσει με άτυπες αγορές από τριακονταετίας πριν από το χρόνο της μεταβίβασής τους στην πολιτικώς ενάγουσα, έκτοτε δε τα νεμόταν διανοία κυρίου συνεχώς και αδιάλειπτα. Παράλληλα, ο κατηγορούμενος μεταβίβασε, ενάμιση μήνα μετά την προαναφερόμενη μεταβίβαση, δυνάμει του υπ' αριθμ. 40295/22-12-2010 συμβολαίου της συμβ/φου ... Στυλιανής Κανάριου, νομίμως μεταγεγραμμένου στον τόμο ... με αύξοντα αριθμό 18 του Υποθηκοφυλακείου ..., στη σύζυγό του, Κ. Μ., αιτία δωρεάς εν ζωή, δέκα (10) αγροτεμάχια ευρισκόμενα στην περιφέρεια Ολύμπων του Δήμου Μαστιχοχωρίων ..., τα οποία ταυτίζονταν με τα περιλαμβανόμενα στο προαναφερόμενο 16588/2010 συμβόλαιο γονικής παροχής.
Ειδικότερα, τα (δύο) επίδικα ως άνω αγροτεμάχια, περιγράφονται στο υπ' αριθμ. 40295/22-12-2010 συμβόλαιο ως εξής : 1) Αγρός στη θέση ... ή ..., έκτασης 3.000 τ.μ. περίπου, ο οποίος αγρός περιλαμβάνει τον υπό στοιχείο β' αγρό και 2) αγρός στη θέση ..., έκτασης 5.000τ.μ. περίπου, ο οποίος ταυτίζεται με τον υπό στοιχείο α' αγρό. Στο ανωτέρω συμβόλαιο δηλώθηκε ότι ο κατηγορούμενος απέκτησε την κυριότητα των προαναφερόμενων ακινήτων με έκτακτη χρησικτησία, καθόσον τα είχε αποκτήσει με άτυπες αγορές, το 1980, χωρίς να αναφέρονται οι πωλητές αυτών, έκτοτε δε και έως και το χρόνο μεταβίβασής τους στη σύζυγό του (2010) τα νεμόταν συνεχώς και αδιαλείπτως ,με διάνοια κυρίου. Ο Ν. Γ. από κοινού με την πολιτικώς ενάγουσα, πληροφορούμενοι ότι ο κατηγορούμενος και η σύζυγός του προέβησαν με το ως άνω συμβόλαιο σε μεταβίβαση των αναφερόμενων σε αυτό ακινήτων, κάλεσαν τον κατηγορούμενο και τη σύζυγό του, με την από 25/2/2011 εξώδικη δήλωσή τους, που τους επιδόθηκε την 4/3/2011 (α) να προβούν οι τελευταίοι σε ανάκληση του συμβολαίου δωρεάς για το λόγο ότι ο μεταβιβάζουν δωρητής (κατηγορούμενος) ουδέποτε είχε καταστεί κύριος των μεταβιβαζόμενων ακινήτων καθ' οιονδήποτε τρόπο, αφού αυτά ανήκαν στον Ν. Γ. και μεταβιβάστηκαν νομοτύπως στην πολιτικώς ενάγουσα με σύμβαση και (β) να απέχουν από οποιαδήποτε επέμβαση επί των ακινήτων αυτών.
Ο κατηγορούμενος επέδωσε στον Ν. Γ. και την πολιτικώς ενάγουσα την από 31/3/2011 εξώδικο δήλωσή του, δυνάμει της οποίας εξέφρασε τη δυσαρέσκειά του προς τον πατέρα του για την άνιση μεταξύ αυτού και της αδερφής του διανομής της πατρικής περιουσίας, δήλωσε δε ότι τα επίδικα αγροτεμάχια είχαν εκμισθωθεί στον ίδιο από τον πατέρα του και για το λόγο αυτό ο τελευταίος δεν μπορούσε να τα μεταβιβάσει στην πολιτικώς ενάγουσα. Ειδικότερα, στην προαναφερόμενη εξώδικη δήλωση αναγράφονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: "Επειδή σας δηλώνω ότι πρόκειται να προβώ σε καταγγελία στις αρμόδιες υπηρεσίες για τη λήψη της πρόωρης σύνταξης από τον δεύτερο από εσάς λόγω του ότι, ενώ η μητέρα μας και σύζυγος Ειρήνη ... και ο δεύτερος από εσάς είχε μισθώσει για τη λήψη αυτής της σύνταξης, σύμφωνα με το υπ' αριθμ. 14428/1997 μισθωτήριο συνταγμένο από την συμβολαιογράφο ... Στυλιανή Κανάριου όλα τα ακίνητα που ανήκαν στην οικογένεια με διάρκεια ,η οποία δεν έχει λήξει ακόμη, προκειμένου να ληφθεί η ως άνω σύνταξη και η οποία σύνταξη λαμβάνεται ακόμα και μέχρι σήμερα, μετά το θάνατό της μητέρας και συζύγου Ειρήνης ... από τον δεύτερο από εσάς, εντούτοις προβήκατε παρανόμως σε μεταβίβαση προς τρίτους και γονικές παροχές ακινήτων που συμπεριλαμβάνονται στην ανωτέρω μίσθωση και η οποία αποτελεί προϋπόθεση λήψης της σύνταξης αυτής".
Αποδείχθηκε, περαιτέρω, ότι η πολιτικώς ενάγουσα άσκησε, λόγω μη εξώδικης επίλυσης της ανακύψασας διαφοράς, την υπ' αριθμ. έκθεσης κατάθεσης 12/ΤΠ/2/3-1-2013 (αρνητική και σωρευόμενη διεκδικητική της κυριότητας ακινήτων) αγωγή κατά του κατηγορουμένου και της Κ. Μ. ,ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου ..., με την οποία ισχυριζόταν (α) ότι ετύγχανε αποκλειστική κυρία των δέκα αγροτεμαχίων, που είχε αποκτήσει με τον προαναφερόμενο παράγωγο τρόπο, μεταξύ των οποίων ενός αγροτεμα..., κειμένου στη θέση "...", έκτασης ,κατά τον τίτλο κτήσης 4.200τ.μ. περίπου, και με επισταμένη επιμέτρηση, 4.430,75τ.μ., σύμφωνα με το από Απριλίου 2011 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Κωνσταντίνου Ξυδερή και ενός αγροτεμα..., κειμένου στη θέση "... ή ...", εμβαδού ,κατά τον τίτλο κτήσης 2.000τ.μ. περίπου, και με επισταμένη επιμέτρηση ,1.809,53τ.μ., σύμφωνα με το από Απριλίου 2011 τοπογραφικό διάγραμμα του ίδιου ως άνω πολιτικού μηχανικού, (β) ότι οι εναγόμενοι (κατηγορούμενος και η σύζυγός τους) αμφισβήτησαν την κυριότητά της επ' αυτών, καθόσον ο κατηγορούμενος μεταβίβαζε, δυνάμει του υπ' αριθμ. 40295/22-12-2010 συμβολαίου δωρεάς της συμβ/φου ... Στυλιανής Κανάριου, στη δεύτερη την κυριότητα, επικαλούμενος ότι απέκτησε την κυριότητα επ' αυτών με έκτακτη χρησικτησία (γ) ότι οι εναγόμενοι διατάραξαν την κυριότητά της επί των ανωτέρω αγροτεμαχίων, πλην του αγροτεμα... στη θέση "...", από τη νομή του οποίου την απέβαλαν. Βάσει του ανωτέρω ιστορικού, η πολιτικώς ενάγουσα ζητούσε (α) να αναγνωριστεί ότι είναι αποκλειστική κυρία των λεπτομερώς περιγραφόμενων κατά θέση, έκταση και όρια αγροτεμαχίων, σύμφωνα με το από μηνός Απριλίου 2011 τοπογραφικό διάγραμμα του ως άνω πολιτικού μηχανικού, (β) να αναγνωριστεί η ανενέργεια του υπ' αριθμ. 40295/22-12-2010 συμβολαίου δωρεάς εν ζωή της συμβ/φου ... Στυλιανής Κανάριου, (γ) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να παραλείπουν κάθε μελλοντική διατάραξη και (δ) να της αποδώσουν το αγροτεμάχιο στη θέση "...".
Από την περιγραφή των ανωτέρω δύο αγροτεμαχίων αναφύεται αναντίρρητα ότι τα επίδικα αγροτεμάχια ταυτίζονται πλήρως με τα αντίστοιχα που περιλαμβάνονται στο ως άνω συμβόλαιο γονικής παροχής και περιγράφονται κατά θέση, έκταση και όρια ,σύμφωνα με το από Απριλίου 2011 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Κωνσταντίνου Ξυδερή. Ακριβές, επικυρωμένο αντίγραφο της εν λόγω αγωγής με κλήση προς συζήτηση επιδόθηκε στους εναγόμενους στις 19/11/2012 (βλ. τις υπ' αριθ. 10.301Δ'/2012 και 10.302Δ'/2012 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο ..., Π. Τ.), όλοι δε οι διάδικοι προκατέθεσαν εμπροθέσμως, ήτοι είκοσι ημέρες πριν από τη συζήτηση της υπόθεσης, προτάσεις ενώπιον της γραμματέως του Δικαστηρίου. Με τις από 17/4/2014 προτάσεις της, η πολιτικώς ενάγουσα επικαλούνταν, για την ακριβή περιγραφή των επίδικων ακινήτων, τα προαναφερόμενα τοπογραφικό διαγράμματα του ανωτέρω πολιτικού μηχανικού, τα οποία και προσκόμισε μαζί με τα λοιπά αποδεικτικά της μέσα, τα οποία μάλιστα διέθεταν και πίνακα συντεταγμένων.
Αντίστοιχα, οι εναγόμενοι της ανωτέρω αγωγής προκατέθεσαν τις από 17/4/2014 προτάσεις τους (βλ. και σφραγίδα της Γραμματέως του Πρωτοδικείου ... επί του αντιγράφου αυτών), με τις οποίες συνομολογούσαν την κυριότητα του πατέρα του πρώτου εξ αυτών και της πολιτικώς ενάγουσας επί όλων των περιλαμβανόμενων στην αγωγή αγροτεμαχίων, όπως αυτά περιγράφονταν λεπτομερώς κατά θέση, έκταση και όρια σε αυτήν, ισχυρίστηκαν, ωστόσο, ότι οι γονείς του πρώτου δώρισαν τα επίδικα αγροτεμάχια ατύπως σε αυτόν το έτος 1990, έκτοτε δε (μέχρι τη σύνταξη του ανωτέρω συμβολαίου δωρεάς), ο ίδιος ασκούσε όλες τις προσιδιάζουσες στη φύση τους διακατοχικές πράξεις. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, ενώ στο προαναφερόμενο υπ' αριθμ. 40292/22-10-2010 συμβόλαιο δωρεάς δηλώθηκε ότι το σύνολο των ανωτέρω αγροτεμάχιων απέκτησε ο κατηγορούμενος με άτυπες αγορές από (μη κατονομαζόμενους) τρίτους το έτος 1980 και στην από 31/3/2001 εξώδικη δήλωσή του προς την πολιτικώς ενάγουσα, ο κατηγορούμενος ισχυριζόταν ότι οι γονείς του είχαν εκμισθώσει στον ίδιο τα ανωτέρω αγροτεμάχια, δυνάμει του υπ' αριθμ. 14428/1997 μισθωτηρίου συντεταγμένου από τη συμβ/φο ... Στυλιανή Καναρίου, το πρώτον, με τις από 17/4/2014 προτάσεις τους, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου ..., ο κατηγορούμενος και η Κ. Μπρη ισχυρίστηκαν ότι ο πρώτος εξ αυτών απέκτησε το σύνολο των επίδικων αγροτεμαχίων με άτυπη δωρεά από τους γονείς του, το έτος 1990.
Κατά τη συζήτηση της ανωτέρω αγωγής, στη μετ' αναβολή δικάσιμο της 7ης/5/2014, οι διάδικοι, παριστάμενοι μετά των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, συμβιβάστηκαν και κατήρτισαν το υπ' αριθμ. 9/7-5-2014 πρακτικό δικαστικού συμβιβασμού του Πολυμελούς Πρωτοδικείου .... Βάσει του ανωτέρω δικαστικού συμβιβασμού η ενάγουσα, Α. Γ., αναγνώρισε ότι ανήκουν κατά κυριότητα στη δεύτερη εναγόμενη, Κ. Μ., εκ των περιλαμβανόμενων στην αγωγή δέκα ακινήτων, πέντε ακίνητα και δη, τα κείμενα στις θέσεις "Λάκκους", "'Ανω Ρικανάς", "Κέρος", "Λάκκος" και "Θειάς", κατά την έκταση που αυτά αναφέρονταν στην εν λόγω αγωγή και οι εναγόμενοι, Φ. Γ. και Κ. Μ., αναγνώρισαν ότι ανήκουν κατά κυριότητα στην ενάγουσα, Α. Γ., τα υπόλοιπα πέντε ακίνητα ,και δη στις θέσεις "Ερικανή", "Μεσαριά", "Λάκκος", "... ή ..." και "...", ομοίως κατά την έκταση που αυτά αναφέρονταν στην εν λόγω αγωγή. Παράλληλα, με το δικαστικό συμβιβασμό, οι διάδικοι αναγνώρισαν την ανενέργεια των συμβολαιογραφικών πράξεων μεταβίβασης ακινήτων στις οποίες προέβησαν, αναφορικά με τα ακίνητα που έκαστος αναγνώριζε ως κύριο τον αντίδικό του, αναλαμβάνοντας την υποχρέωση όπως προβούν σε τροποποιήσεις αυτών σύμφωνα με το περιεχόμενο του δικαστικού συμβιβασμού, ενώ οι εναγόμενοι δήλωσαν ρητώς ότι παρέδιδαν τη νομή του ακινήτου στη θέση "..." στην ενάγουσα.
Ακολούθως, λόγω μη εκπληρώσεως εκ μέρους της δεύτερης των εναγόμενης των υποχρεώσεών της που απέρρεαν από την προαναφερόμενη σύμβαση συμβιβασμού, η ενάγουσα (πολιτικώς ενάγουσα) επέδωσε στον κατηγορούμενο και στη σύζυγό του, αντίγραφο εξ απογράφου του ανωτέρω πρακτικού δικαστικού συμβιβασμού με επιταγή προς εκτέλεση (υπ' αριθμ. 8063Ε'/19-7-2016 και 8.064Ε'/19-7-2016 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο ..., Π. Τ.), ενώ προέβη, στη συνέχεια, σε βίαιη αποβολή του κατηγορουμένου και της συζύγου του από τα επίδικα ακίνητα (υπ' αριθμ. 387/2016 έκθεση βίαιης αποβολής και εγκατάστασης του ανωτέρω δικαστικού επιμελητή). Μετά την επίδοση αντιγράφου εξ απογράφου του ανωτέρω πρακτικού (και πριν την εκτέλεσή του), ο κατηγορούμενος απέστειλε στις 27/7/2016 στον πατέρα του Ν. Γ. την από 21/7/2016 εξώδικη δήλωση, πρόσκληση και διαμαρτυρία, με την οποία διαμαρτυρόταν, διότι ο πατέρας του εισέπραξε την αποζημίωση από το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων από την απαλλοτρίωση ενός ακινήτου, που είχε δωρίσει στον ίδιον ατύπως το έτος 1984. Συνεχίζοντας δε, ανέφερε ότι κατά τη σύνταξη του ανωτέρω δικαστικού συμβιβασμού με την ενάγουσα αδελφή του, ο πατέρας τους του είπε κατά λέξη "δώσε κάποια αγροτεμάχια στην αδερφή σου και εγώ θα σου δώσω τα χρήματα που σου οφείλω από την ως άνω απαλλοτρίωση του ακινήτου στη θέση ΤΣΕΡΙΑΣ". Κατόπιν αυτών, διαμαρτυρόμενος για τη συμπεριφορά του πατέρα του, ο οποίος δεν του είχε καταβάλει έως τότε το ποσό της αποζημίωσης, δήλωσε ότι προτίθεται επαναδιεκδικήσει - καταλάβει τους αγρούς τους οποίους παραχώρησε δυνάμει του υπ' αριθμ. 9/2014 πρακτικού του Πολυμελούς Πρωτοδικείου ....
Επομένως, ο κατηγορούμενος ήδη ,κατά την κατάρτιση του δικαστικού συμβιβασμού, γνώριζε την ακριβή ταυτότητα των δύο επίδικων ακινήτων και γνωρίζοντας την ακριβή έκταση εκάστου αναγνώρισε την αδελφή του ως δικαιούχο του εμπράγματου δικαιώματος της αποκλειστικής κυριότητας επ' αυτών και δήλωσε ότι της αποδίδει τη νομή του ακινήτου στη θέση "...", ομολογώντας εμμέσως ότι την παρακρατούσε παράνομα. Κατόπιν των ανωτέρω, ο κατηγορούμενος και η σύζυγός του άσκησαν την υπ' αριθμ. κατ. 742/ΤΠ/25/2017 αγωγή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου ..., στην οποία (όλως αντιφατικά με όσα ισχυρίστηκαν στο παρελθόν) επικαλέστηκαν για πρώτη φορά ότι από τα αγροτεμάχια στη θέση "ΜΑΛΑΚΑΣ" και στη θέση "ΒΡΟΥΤΣΟΥ ή ΜΑΛΙΔΙΑ", μόνο έκταση των 2.000 τ.μ. και 1.000 τ.μ. περίπου, αντίστοιχα, περιήλθαν στον κατηγορούμενο από άτυπη δωρεά των γονέων του το έτος 1990, η δε υπόλοιπη επίδικη έκταση των 2.264,35 τ.μ. και 1.438,97 τ.μ., αντίστοιχα, περιήλθε σε αυτόν από άτυπες μεταβιβάσεις, τα έτη 2006 και 2007, από τους ειδικά κατονομαζόμενους δικαιοπαρόχους του και ότι κατόπιν συνένωσής τους από τον ίδιο, δημιουργήθηκαν τα δύο αγροτεμάχια, τα οποία μεταβίβασε στη δεύτερη ενάγουσα, με το προαναφερόμενο συμβόλαιο δωρεάς.
Ισχυρίστηκαν, επίσης, ότι η περιγραφή των ακινήτων στην αγωγή, αλλά και στον δικαστικό συμβιβασμό, που έγινε στο πλαίσιο της εν λόγω δίκης, έγινε με βάση τα προαναφερόμενα από Απριλίου 2011 τοπογραφικά διαγράμματα του πολιτικού μηχανικού Κωνσταντίνου Ξυδερή, καθ' υπόδειξη της πολιτικώς ενάγουσας, η οποία με δόλια προαίρεση (α) υπέδειξε τα επίδικα τμήματα, τα οποία ουδέποτε ανήκαν στον δικαιοπάροχο πατέρα τους και (β) τους εξαπάτησε με την ανακριβή περιγραφή των ανωτέρω ακινήτων, εκμεταλλευόμενη το γεγονός ότι αυτοί ουδέποτε είχαν συντάξει τοπογραφικά διαγράμματα για τα εν λόγω ακίνητα αυτά, εκθέτοντας ότι τα ακίνητα που περιγράφονταν στην αγωγή (αλλά και στον προαναφερόμενο δικαστικό συμβιβασμό) ήταν μόνο τα τμήματα που της είχε μεταβιβάσει ο πατέρας της και όχι και τα επίδικα τμήματα. Έτσι, προέβησαν, συνεπεία της εξαπάτησής τους αυτής, σε ελαττωματική δήλωση βούλησης στο δικαστικό συμβιβασμό, ενώ, εάν γνώριζαν, αντίθετα, την πραγματική κατάσταση, ουδέποτε θα προέβαιναν στην κατάρτισή του. Από τα προεκτεθέντα, ωστόσο, πραγματικά περιστατικά αποδείχθηκε ότι ο προαναφερόμενος συμβιβασμός ήταν καθόλα νόμιμος και έγκυρος, τα δε επικαλούμενα από τον κατηγορούμενο περιστατικά περί ακυρότητας του πρακτικού συμβιβασμού λόγω απάτης και πλάνης είναι απορριπτέα, ως ουσιαστικά αναπόδεικτα. Ειδικότερα, ουδεμία απάτη αποδείχθηκε ότι μετήλθε η εναγόμενη κατά τον χρόνο κατάρτισης του συμβιβασμού, με αναφορά ψευδών γεγονότων ως αληθινών είτε με απόκρυψη ή αποσιώπηση ή ατελή ανακοίνωση αληθινών γεγονότων, που να αποσκοπούσε στην πρόκληση δήλωσης βούλησης του κατηγορουμένου, η οποία να προκλήθηκε λόγω της απάτης.
Αντιθέτως, αποδείχθηκε ότι τα τοπογραφικά διαγράμματα του πολιτικού μηχανικού Κωνσταντίνου Ξυδερή, που συνετάγησαν καθ' υπόδειξη της πολιτικώς ενάγουσας, βάσει των οποίων περιγράφηκαν η έκταση και τα όρια των επίδικων ακινήτων στην ασκηθείσα το έτος 2012 αγωγή της και στον από 9/5/2014 δικαστικό συμβιβασμό συνετάγησαν τον Απρίλιο του 2011, ήτοι τρία έτη πριν από την κατάρτιση του συμβιβασμού, με σκοπό να περιγράψει λεπτομερώς τα επίδικα ακίνητα στην αγωγή της και όχι να προκαλέσει πεπλανημένη δήλωση βούλησης στους αντιδίκους της για την κατάρτιση του δικαστικού συμβιβασμού, που ακολούθησε την άσκηση αυτής. Δεν αποδείχθηκε, περαιτέρω, ότι κατά το χρόνο κατάρτισης του συμβιβασμού, η πολιτικώς ενάγουσα προέβη σε κάποια άλλη ενέργεια εξαπάτησης του κατηγορουμένου σχετικά με την έκταση των επίδικων ακινήτων, αντιθέτως δε, τα ανωτέρω αγροτεμάχια περιγράφονταν κατ' έκταση και όρια ,όπως ακριβώς περιγράφονταν στην ανωτέρω αγωγή. Ας σημειωθεί, δε, ότι η προαναφερόμενη (με αριθμό κατάθεσης 742/ΤΠ/25/2017) αγωγή του κατηγορουμένου και της συζύγου του απορρίφθηκε δυνάμει της υπ' αριθμ. 49/2018 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου ..., που κατέστη τελεσίδικη με την υπ' αριθμ. 37/2019 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Βορείου Aιγαίου και αμετάκλητη με την υπ' αριθμ. 412/2022 απόφαση του Αρείου Πάγου. Αποδείχθηκε, περαιτέρω, ότι ο κατηγορούμενος στη ..., σε αδιευκρίνιστη επακριβώς χρονική στιγμή, σε κάθε περίπτωση εντός του Νοεμβρίου του έτους 2016, προέβη στην εκ προθέσεως κατάρτιση πλαστών, εγγράφων με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση τους άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, ακολούθως δε, έκανε χρήση αυτών.
Πιο συγκεκριμένα, στην προσπάθειά του να ανατρέψει, δια της ασκήσεως της προαναφερόμενης υπ' αρ. κατ. 742/ΤΠ/25/2017 αγωγής ,ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου ..., τις έννομες συνέπειες που απέρρεαν από το υπ' αριθμ. 9/7-5-2014 πρακτικό δικαστικού συμβιβασμού του Πολυμελούς Πρωτοδικείου ..., κατήρτισε εκ προθέσεως πλαστά έγγραφα και ειδικότερα, στα δύο πωλητήρια αγρών με φερόμενη ημερομηνία σύνταξης 16-12-2006 και 20-4-2007, αντίστοιχα, το περιεχόμενο των οποίων ήταν εν μέρει προδιατυπωμένο, κατά το δε ιδιόγραφο περιεχόμενό τους συμπληρώθηκε ως προς τα ελλείποντα στοιχεία του, ήτοι τα στοιχεία ταυτότητας του κατηγορουμένου ως αγοραστή, τα στοιχεία ταυτότητας των φερόμενων ως πωλητών, Γ. Κ. του Α. στο πρώτο και Γ. Ξ. του Π. στο δεύτερο, τα στοιχεία ταυτότητας των φερομένων ως παρόντων μαρτύρων, ...υ Μαρίνου και Μ. Κ., τα στοιχεία των φερόμενων ως προς πώληση αγρών στις θέσεις "...", έκτασης 1.500τ.μ. και "...", έκτασης 400τ.μ., αντίστοιχα, με ειδικότερη περιγραφή των ορίων αυτών και το φερόμενο ως συμφωνηθέν τίμημα των 1.000 και 500 ευρώ, αντίστοιχα, κατ' εντολή και καθ' υπόδειξη του κατηγορουμένου, ο οποίος άλλωστε ήταν ο μόνος που είχε έννομο συμφέρον προς τούτο, από τρίτο, άγνωστο, πρόσωπο, ο κατηγορούμενος έθεσε α) τις υπογραφές των φερόμενων ως συμβαλλόμενων μερών, κατ' απομίμηση της υπογραφής των φερόμενων ως πωλητών, εν αγνοία αυτών και χωρίς τη συναίνεση ή έγκρισή τους, όπως και του φερόμενου ως παριστάμενου μάρτυρα ...υ Μαρίνου, τα οποία (πωλητήρια) υπέγραψε εκ των υστέρων και ο έτερος αναφερόμενος ως παριστάμενος μάρτυρας, Μ. Κ.ς και β) τη θεώρηση του γνησίου των υπογραφών, καθώς και τη σχετική σφραγίδα της Ελληνικής Δημοκρατίας, άνευ προς τούτο νομίμου δικαιώματος, προκειμένου να φαίνεται ότι υπήρξε συμφωνία των πωλητών για την πώληση των αγρών προς τον κατηγορούμενο, ώστε να θεωρείται ότι τούτος έχει τη νομή τους και με την πάροδο 20 ετίας να επικαλεστεί κτήση κυριότητας επ' αυτών με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας. Η κρίση του Δικαστηρίου περί της πλαστότητας των ανωτέρω από 16/12/2006 και 20/4/2007 πωλητηρίων αγρών επιρρωνύεται από τις υπ' αριθμ. 1754/9-1-2018 και 14872/11-1-2018 ένορκες βεβαιώσεις του Γεωργίου Κεζέπη και της Αλίκης - Γεωργίας Ξυτάκη, αντίστοιχα, φερόμενων ως πωλητών των ανωτέρω ακινήτων - αγρών, που δόθηκαν ενώπιον της συμβ/φου Θεσ/νίκης Περσεφόνης Πάλλα και της συμβ/φου ... Παρασκευής Βενέτου, αντίστοιχα, δυνάμει των οποίων βεβαιώνουν ότι ουδέποτε υπέγραψαν, ως πωλητές, τα μνημονευόμενα πωλητήρια αγρών.
Σύμφωνα, εξάλλου, και με την από 27/2/2018 γραφολογική πραγματογνωμοσύνη του ειδικού δικαστικού γραφολόγου Κωνσταντίνου Κωττάκη, που προσκομίζει η πολιτικώς ενάγουσα, η φερόμενη υπογραφή του Γεωργίου Κεζέπη στο από 16/12/2006 πωλητήριο αγρού αξίας 1.000 Ευρώ, δεν είναι γνήσια. Και ναι μεν σύμφωνα με την από 30/9/2022 γραφολογική πραγματογνωμοσύνη της ειδικής δικαστικής γραφολόγου Όλγας Γάβριηλίδου υπάρχουν θετικές ισχυρές ενδείξεις ότι το από 20/4/2007 πωλητήριο αγρού έχει υπογράφει από την Α.-Γ. Ξ., ωστόσο, το συμπέρασμα αυτής δεν κρίνεται αξιόπιστο, καθόσον στηρίχθηκε στην εξέταση μόνο αντιγράφου του ως άνω πωλητηρίου, ενώ και η ίδια η φερόμενη ως συμβαλλόμενη σ' αυτό, αρνείται κατηγορηματικά τη σύναψη της πώλησης αυτής.
Ειδικότερα, στην προαναφερόμενη ένορκη βεβαίωσή της αναφέρει επί λέξει : "... Είχα στην κυριότητα μου έναν αγρό στη θέση ..., έκτασης πεντακοσίων (500) τετραγωνικών μέτρων περίπου, που συνόρευε προς νότον με τον αγρό του Νικολάου ... του Φωτίου. Τον αγρό αυτό τον είχα στην κυριότητα μου από τον πατέρα μου Παναγιώτη Ξυτάκη. Τον αγρό αυτόν τον πώλησα στον Ν. Γ. με το από 26 Αυγούστου 2008 ιδιωτικό συμφωνητικό πώλησης αγρού έναντι τιμήματος 500 ΕΥΡΩ... Περί τα τέλη του 2016 με επισκέφτηκε στην οικία μου ο γιός του Νικολάου ..., ο Φ. Γ.. Κατά την διάρκεια της επίσκεψής του αυτής, μου ζήτησε να του πουλήσω τον ανωτέρω αγρό μου στο θέση .... Εγώ τότε του είπα ότι δεν μπορώ να το κάνω αυτό, καθώς ήδη είχα πουλήσει τον αγρό αυτό στον πατέρα του Νικόλαο, όπως γνώριζε βέβαια ήδη ο ίδιος. Τότε με ρώτησε, εάν έχω χαρτιά από την πώληση αυτή. Του είπα πως έχω... Με μεγάλη έκπληξη έμαθα πρόσφατα από την Α. Γ., ότι ο Φ. Γ. ισχυρίζεται στα δικαστήρια, ότι έκανε μαζί μου στις 20 Απριλίου 2007, συμφωνητικό με το οποίο δήθεν του πούλησα τον ανωτέρω αγρό μου στη θέση .... Αυτό είναι ψέμα, γι' αυτό και δίνω αυτή την κατάθεση, για να το διαψεύσω. Το χωράφι ιδιοκτησίας μου στη θέση ... το πούλησα, όπως προείπα ανωτέρω, στον Ν. Γ. και μόνον, κι ουδέποτε το πούλησα, είτε προφορικώς είτε εγγράφως, στον γιό του ..., ούτε υπέγραψα ποτέ τέτοιο συμφωνητικό με τον .... Εκτός από τον αγρό αυτό, που πούλησα στον Ν. Γ., δεν διαθέτω άλλον αγρό στη θέση ......".
Εξάλλου, ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι ο πατέρας του αγόραζε τα χωράφια για λογαριασμό του κατηγορουμένου και όχι του ίδιου, δεν κρίνεται βάσιμος, αφού ακόμη κι αν η εξεύρεση των αγρών γινόταν με τη μεσολάβηση του πατέρα του, δεν δικαιολογείται η κατάρτιση των συμφωνητικών με τον τελευταίο με καταβολή του τιμήματος από τον κατηγορούμενο, δεδομένου άλλωστε και του ότι ουδέποτε μέχρι σήμερα ο κατηγορούμενος ζήτησε από τον πατέρα του τη μεταβίβασή τους στον ίδιο ως αγορασθέντα από αυτόν.
Ούτε, με βάση τα προεκτεθέντα, είναι αληθές ότι το από 20/4/2007 συμφωνητικό υπέγραψε η Α.-Γ. Ξ. ενώπιον του κατηγορουμένου και ο ίδιος της κατέβαλε το αντίτιμο της πώλησης. Με βάση τα παραπάνω ο πραγματικός χρόνος κατάρτισης των πλαστών εγγράφων δεν είναι ο αναγραφόμενος σ' αυτά, όπως ισχυρίζεται ο κατηγορούμενος (ούτε τούτο μπορεί να συναχθεί από την κατάθεση του μάρτυρα Μ. Κ., ο οποίος κατά την κατάθεσή του βρισκόταν σε πλήρη σύγχυση σε σχέση, μεταξύ άλλων, με το χρόνο που ο ίδιος υπέγραψε τα επίμαχα συμφωνητικά, ενώ κατέθεσε ότι τα έγγραφα αυτά υπέγραψε σε μεταγενέστερο χρόνο καθ' υπόδειξη του κατηγορουμένου), αλλά προσδιορίζεται εντός του Νοεμβρίου 2016, ήτοι μετά την αποστολή της από 10/10/2016 εξώδικης απάντησης, δήλωσης, πρόσκλησης και διαμαρτυρίας που κοινοποίησε ο Ν. Γ. στον κατηγορούμενο στις 4/11/2016 (υπ' αριθμ. 8722 Ε'/4- 11-2016 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Π. Τ.), με την οποία [μετά την από 21/7/2016 προηγηθείσα εξώδικη δήλωση, πρόσκληση και διαμαρτυρία του κατηγορουμένου προς αυτόν, που κοινοποιήθηκε στις 27/7/2016 και με αυτήν του έτασσε προθεσμία ενός μηνός, προκειμένου να του καταβάλει το προαναφερόμενο ποσό των 50.000ευρώ, που εισέπραξε ως αποζημίωση από απαλλοτρίωση έτερου ακινήτου] και αμέσως μετά τη συνάντηση του κατηγορουμένου με τη φερόμενη ως πωλήτρια Α.-Γ. Ξ. και ως εκ τούτου, απορριπτέος ως κατ' ουσίαν αβάσιμος κρίνεται ο ισχυρισμός του περί εξάλειψης του αξιοποίνου λόγω παραγραφής, αφού από το χρόνο τέλεσης της πράξης (11/2016) μέχρι την επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος (7/9/2019) δεν έχει παρέλθει χρονικό διάστημα πέντε ετών και μέχρι σήμερα (17/10/2022) δεν έχει παρέλθει χρονικό διάστημα οκτώ ετών. Αποδείχθηκε, περαιτέρω, ότι ο κατηγορούμενος έκανε χρήση των προαναφερόμενων πλαστών εγγράφων, μαζί με άλλα έγγραφα, δια της προσκομιδής τους με τις από 10/1/2018 προτάσεις του ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου ... και ενόψει της συζήτησης της προαναφερόμενης υπ' αρ. κατ. 742/ΤΠ/25/2017 αγωγής.
Ενήργησε, δε, ως ανωτέρω με σκοπό να παραπλανήσει οποιονδήποτε τρίτο, καθώς και το ανωτέρω Δικαστήριο, σχετικά με την ύπαρξη κυριότητας της συζύγου του επί των ανωτέρω ακινήτων, ήτοι με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες. Πιο συγκεκριμένα, ο κατηγορούμενος, ενόψει της εκδίκασης στις 21/3/2018, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου ..., της ως άνω αγωγής με αντικείμενο (α) την ακύρωση του υπ' αριθμ. 9/2014 πρακτικού δικαστικού συμβιβασμού του Πολυμελούς Πρωτοδικείου ... και (β) την αναγνώριση της κυριότητας της συζύγου του επί των επίδικων αγροτεμαχίων στις θέσεις "... ή ..." και "..." εμβαδού 1.438.97τ.μ. και 2.264.35τ.μ., αντίστοιχα, ισχυρίστηκε και δια των από 10/1/2018 προτάσεών του, που κατατέθηκαν στο γραμματέα του δικαστηρίου μετά των σχετικών εγγράφων στις 15/1/2018, ότι η σύζυγός του τυγχάνει αποκλειστική κυρία, νομέας και κάτοχος των δυο προαναφερόμενων επίδικων ακινήτων ,και δη ότι εκείνος ,ως δικαιοπάροχός της, απέκτησε έκταση 400,00τ.μ. εκ του ακινήτου στη θέση "..." δυνάμει του από 20/4/2007 πωλητηρίου αγρού από τη Γ. Ξ., καθώς και το αγροτεμάχιο στη θέση "..." (ή "...") δυνάμει του από 16/12/2006 πωλητηρίου αγρού από τον Γ. Κ.. Τα ανωτέρω, ωστόσο, ήταν αναληθή, καθόσον αληθές ήταν ότι ο κατηγορούμενος ουδέποτε απέκτησε τη νομή επί των επίδικων ακινήτων δια των προμνησθέντων συμφωνητικών - πωλητηρίων, τα οποία τυγχάνουν, κατά τα ανωτέρω, πλαστά.
Για την ευδοκίμηση δε της αγωγής του (ο κατηγορούμενος) προέβη στην μετ' επικλήσεως προσκόμιση των ανωτέρω πωλητηρίων, τα οποία ήταν προϊόντα πλαστογραφίας, καθώς και της υπ' αριθμόν 436/6-12-2017 ένορκης βεβαίωσης, η οποία τυγχάνει επίσης αναληθής. Η προσπάθεια, ωστόσο, του κατηγορουμένου να παραπλανήσει τον δικάσαντα δικαστή, υφισταμένης υλικής αντιστοιχίας μεταξύ της περιουσίας η οποία επρόκειτο να ζημιωθεί και αυτής από την οποία εσκοπείτο ο πορισμός παράνομου περιουσιακού οφέλους, δεν ευοδώθηκε, για λόγους ανεξάρτητους της θέλησής του, διότι το Δικαστήριο δεν πείστηκε και εξέδωσε την (κατ' ουσία) απορριπτική της αγωγής του υπ' αριθμόν 49/2018 προαναφερόμενη απόφασή του. Επομένως, ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος των πράξεων (α) της πλαστογραφίας μετά χρήσεως [η οποία πλέον, ήτοι, μετά την ισχύ του ν. 4619/2019, που εφαρμόζεται εν προκειμένω ως επιεικέστερη, δεν αποτελεί επιβαρυντική περίσταση, αλλά αυτοτελή πράξη, που συρρέει φαινομενικά όταν ακολουθεί την ενέργεια της πλαστογραφίας και απορροφάται από αυτήν (ΑΠ 642/2020 ΝΟΜΟΣ)] κατ' εξακολούθηση και (β) της απόπειρας απάτης επί Δικαστηρίω, όπως οι πράξεις αυτές περιγράφονται κατά τόπο, χρόνο και λοιπές περιστάσεις στο διατακτικό της παρούσας".
Ακολούθως δε, το Δικαστήριο της ουσίας κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα-κατηγορούμενο με το ακόλουθο, κατά πιστή μεταφορά, διατακτικό, του ότι : "...Α) στη ..., σε αδιευκρίνιστη επακριβώς χρονική στιγμή, σε κάθε, παραταύτα, περίπτωση εντός του μηνάς Νοεμβρίου του έτους 2016, με περισσότερες πράξεις, οι οποίες συνιστούν εξακολούθηση του αυτού αδικήματος, προέβη εκ προθέσεως, σε κατάρτιση πλαστών εγγράφων, με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση τους άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, ακολούθως, δε, έκανε χρήση αυτών.
Συγκεκριμένα, στον ανωτέρω τόπο και χρόνο, κατήρτισε εκ προθέσεως πλαστά έγγραφα και ειδικότερα, στα δύο πωλητήρια αγρών με φερόμενη ημερομηνία σύνταξης 16-12-2006 και 20-4-2007, αντίστοιχα, το περιεχόμενο των οποίων ήταν εν μέρει προδιατυπωμένο, κατά το δε ιδιόγραφο περιεχόμενό τους συμπληρώθηκε ως προς τα ελλείποντα στοιχεία του, ήτοι τα στοιχεία ταυτότητας του κατηγορουμένου ως αγοραστή, τα στοιχεία ταυτότητας των φερόμενων ως πωλητών, Γ. Κ. του Α. στο πρώτο και Γ. Ξ. του Π. στο δεύτερο, τα στοιχεία ταυτότητας των φερομένων ως παρόντων μαρτύρων, Φ. Μ. και Μ. Κ., τα στοιχεία των φερόμενων ως προς πώληση αγρών στις θέσεις "...", έκτασης 1.500τ.μ. και "...", έκτασης 400τ.μ., αντίστοιχα, με ειδικότερη περιγραφή των ορίων αυτών και το φερόμενο ως συμφωνηθέν τίμημα των 1.000 και 500 ευρώ, αντίστοιχα, κατ' εντολή και καθ' υπόδειξη του κατηγορουμένου από τρίτο, άγνωστο, πρόσωπο, ο κατηγορούμενος έθεσε τις υπογραφές των φερόμενων ως συμβαλλόμενων μερών, κατ' απομίμηση της υπογραφής των φερόμενων ως πωλητών, εν αγνοία αυτών και χωρίς τη συναίνεση ή έγκρισή τους, όπως και του φερόμενου ως παριστάμενου μάρτυρα Φ. Μ., τα οποία (πωλητήρια) υπέγραφε εκ των υστέρων και ο έτερος αναφερόμενος ως παριστάμενος μάρτυρας, Μ. Κ. και β) τη θεώρηση του γνησίου των υπογραφών, καθώς και τη σχετική σφραγίδα της Ελληνικής Δημοκρατίας, άνευ προς τούτο νομίμου δικαιώματος, προκειμένου να φαίνεται ότι υπήρξε συμφωνία των πωλητών για την πώληση των αγρών προς τον κατηγορούμενο, ώστε να θεωρείται ότι τούτος έχει τη νομή τους και με την πάροδο 20ετίας να επικαλεστεί κτήση κυριότητας επ' αυτών με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας.
Αληθές, δε, ήταν, όπως προκύπτει και από τις υπ' αριθμ. 1754/9-1-2018 και 14872/11-1-2018 ένορκες βεβαιώσεις των φερόμενων ως πωλητών των ανωτέρω ακινήτων-αγρών, που δόθηκαν ενώπιον της συμβ/φου … Περσεφόνης Πάλλα και της συμβ/φου ... Παρασκευής Βενέτου, αντίστοιχα, ότι ουδέποτε έλαβε χώρα υπογραφή εξ αυτών των μνημονευόμενων πωλητηρίων αγρών, ουδέποτε υπέγραψαν υπό την ιδιότητα των πωλητών τα προκείμενα πωλητήρια. Ο κατηγορούμενος προέβη στις ανωτέρω πράξεις χωρίς οποιοδήποτε προς τούτο δικαίωμα και, ακολούθως, στις 15-1-2018, έκανε χρήση των πλαστών εγγράφων δια της προσκομιδής τους μετ' επικλήσεως μαζί με έτερα έγγραφα, με τις από 10/01/2018 προτάσεις του, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου ... και ενόψει της συζητήσεως εκ του προμνησθέντος δικαστηρίου της υπ' αριθμόν εκθέσεως καταθέσεως 742/ΤΠ/25/5-10-2017 αγωγής του κατά της εγκαλούσας, Α. Γ. του Ν. και της Ε.. Ενήργησε, δε, ως ανωτέρω με σκοπό να παραπλανήσει οποιονδήποτε τρίτο, καθώς και το ανωτέρω δικάσαν Δικαστήριο, αναφορικά με την ύπαρξη κυριότητας της συζύγου του επί των ανωτέρω ακίνητων, ήτοι αναφορικά με γεγονός το οποίο μπορεί να έχει έννομες συνέπειες. Τα προκείμενα, δε, πλαστά έγγραφά χρησιμοποιήθηκαν προς επίρρωση της εγερθείσας αγωγής του κατηγορουμένου και της συζύγου του με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 742/ΤΠ/25/5-10-2017, δυνάμει της οποίας ζητούνταν η ακύρωση των υπ' αριθμ. 9/2014 πρακτικών δικαστικού συμβιβασμού του Πολυμελούς Πρωτοδικείου ..., καθώς και η αναγνώριση της κυριότητας της συζύγου του επί των επίδικων αγροτεμαχίων σας θέσεις "... ή ..." και "...", εμβαδού 1.438,97τ.μ. και 2.264,35τ.μ., αντιστοίχως.
Β) Στον ανωτέρω τόπο ,στις 21/3/2018, ενεργήσας εκ προθέσεως, και έχοντας αποφασίσει να τελέσει πλημμέλημα, αυτό της απάτης επί δικαστηρίω, κατ' άρθρο 386 § 1 α' ΠΚ, επιχείρησε πράξη, η οποία περιείχε τουλάχιστον αρχή εκτέλεσης. Συγκεκριμένα, στον ανωτέρω τόπο και χρόνο, ενεργήσας εκ προθέσεως, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος παράνομο περιουσιακό όφελος, επιχείρησε, χωρίς να το κατορθώσει για λόγους ανεξάρτητους της θέλησής του, να βλάψει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη με την εν γνώσει του παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών.
Ειδικότερα, στις 21-3-2018, κατά την εκδίκαση ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου ..., δικάζοντος κατά την τακτική διαδικασία, την υπ' αριθμόν εκθέσεως καταθέσεως 742/ΤΠ/25/5-10-2017 αγωγή του κατηγορουμένου και της συζύγου του, Κ. Μ., σε βάρος της εγκαλούσας, Α. Γ. του Ν. και της Ε., για την ακύρωση των υπ' αριθμόν 9/2014 πρακτικών δικαστικού συμβιβασμού του Πολυμελούς Πρωτοδικείου ..., καθώς και για την αναγνώριση της κυριότητας της δεύτερης εξ αυτών επί των δύο επίδικων αγροτεμαχίων στις θέσεις "... ή ..." και "...", εμβαδού 1.438,97τ.μ. και 2.264,35τ.μ., αντίστοιχα, ο κατηγορούμενος και ενάγων ισχυρίσθηκε και δια των από 10/1/2018 έγγραφων προτάσεών του, που κατατέθηκαν μετά των σχετικών εγγράφων, στο γραμματέα του δικαστηρίου στις 15/1/2018, ότι η σύζυγός του τυγχάνει αποκλειστική κυρία, νομέας και κάτοχος των δύο επίδικων ακινήτων και δη ότι έκταση 400,00 τ.μ. εκ του ακινήτου στη θέση "..." την απέκτησε αυτός ως δικαιοπάροχός της δυνάμει του από 20/4/2007 πωλητηρίου αγρού από την Γ. Ξ., το, δε, αγροτεμάχιο στη θέση "..." (ή "...") το απέκτησε ο ίδιος δυνάμει του από 16/12/2006 πωλητηρίου αγρού από τον Γ. Κ..
Τα ανωτέρω, παραταύτα, ήταν αναληθή, καθώς αληθές ήταν ότι ουδέποτε ο κατηγορούμενος απέκτησε τη νομή και κατοχή επί των επίδικων ακινήτων διά των προμνησθέντων συμφωνητικών -πωλητηρίων, τα οποία, ως εκτέθηκε ανωτέρω υπό στοιχείο 1α', τυγχάνουν πλαστά. Για την ευδοκίμηση της αγωγής του ο κατηγορούμενος (ενάγων) προέβη σε προσκόμιση μετ' επικλήσεως των ανωτέρω πωλητηρίων, τα οποία ήταν προϊόντα πλαστογραφίας, καθώς και της υπ' αριθμόν 436/6-12-2017 ένορκης βεβαίωσης της Μ. Γ. του Ι. και της Ε. και του Ν. Χ. του Μ. και της Ε., οι οποίοι κατέθεσαν, εν γνώσει τους, αναληθή γεγονότα, ως προς την απόκτηση από τον κατηγορούμενο και τη σύζυγό του των επίδικων ακινήτων, η οποία τυγχάνει ομοίως αναληθής. Τελικά, η προσπάθεια του κατηγορουμένου προς παραπλάνηση του δικάσαντος δικαστή, έχοντος εν τοις πράγμασι τη διαχείριση της περιουσίας της εγκαλούσας και υφισταμένης υλικής αντιστοιχίας μεταξύ της περιουσίας η οποία επρόκειτο να ζημιωθεί και αυτής από την οποία εσκοπείτο ο πορισμός παράνομου περιουσιακού οφέλους, δεν ευοδώθηκε, για λόγους ανεξάρτητους της θελήσεως του κατηγορουμένου, διότι το Δικαστήριο δεν πείστηκε και εξέδωσε την υπ' αριθμόν 49/7-11-2018 απόφαση, δυνάμει της οποίας απορρίφθηκε η εγερθείσα αγωγή του κατηγορουμένου και της συζύγου του ως κατ' ουσίαν αβάσιμη".
1] Με τις ανωτέρω παραδοχές, οι οποίες διαλαμβάνονται στο σκεπτικό, σε συνδυασμό με όσα αναφέρονται στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, που παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται, το Δικαστήριο της ουσίας, ως προς την καταδικαστική κρίση περί της ενοχής του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου για το έγκλημα της πλαστογραφίας κατ' εξακολούθηση , διέλαβε στην εν λόγω απόφασή του την απαιτούμενη από τις ως άνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά και κατά τρόπο επιτρέπονται τον αναιρετικό έλεγχο, τα πραγματικά περιστατικά, που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ανωτέρω αδικήματος για το οποίο, μεταξύ άλλων, καταδικάστηκε ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, οι αποδείξεις, από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις, με τις οποίες τα υπήγαγε στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1, 5, 14,16,17, 18, 26παρ.1α', 51, 53, 79, 84 παρ.2α' ,98 και 216 παρ. 1 του νέου ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως ,ούτε εκ πλαγίου, με ελλιπή, ασαφή, αντιφατική ή ενδοιαστική αιτιολογία και έτσι δεν στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης.
Ειδικότερα, διαλαμβάνονται στην προσβαλλόμενη απόφαση: α) ο χρόνος, τόπος και τρόπος, με τον οποίο ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος τέλεσε την πράξη της πλαστογραφίας κατ' εξακολούθηση για την οποία καταδικάστηκε ,ήτοι με την κατάρτιση πλαστών εγγράφων ,και δη δύο πωλητηρίων αγρών με αναφερόμενη ως ημερομηνία σύνταξής τους την 16-12-2006 και 20-4-2007 αντίστοιχα, τα οποία συμπληρώθηκαν ως προς τα παρακάτω ελλείποντα στοιχεία του περιεχομένου τους από τρίτο πρόσωπο ,κατ' εντολή και καθ' υπόδειξη του κατηγορούμενου-αναιρεσείοντος, ήτοι τα στοιχεία ταυτότητας του τελευταίου , τα στοιχεία ταυτότητας των φερομένων ως πωλητών των αγρών, τα στοιχεία ταυτότητας των φερομένων ως παρόντων μαρτύρων, τα στοιχεία των φερομένων ως προς πώληση αγρών με ειδικότερη περιγραφή της θέσης και των ορίων τους και το φερόμενο ως συμφωνηθέν τίμημα πώλησης ενός εκάστου αγρού, επί των οποίων [επίδικων πωλητηρίων συμφωνητικών] ο κατηγορούμενος-αναιρεσείων έθεσε : α) τις υπογραφές των φερομένων ως συμβαλλομένων μερών κατ' απομίμηση της υπογραφής των φερομένων ως πωλητών, εν αγνοία τους και άνευ της συναινέσεως ή εγκρίσεώς τους, όπως και την υπογραφή του φερόμενου ως παρισταμένου μάρτυρος , και β) την θεώρηση του γνησίου των υπογραφών, καθώς και τη σχετική σφραγίδα της Ελληνικής Δημοκρατίας, άνευ νομίμου προς τούτο δικαιώματος, προκειμένου να φαίνεται ότι υπήρξε συμφωνία μεταξύ των φερομένων, ως πωλητών, των αγρών, και του κατηγορούμενου για την προς αυτόν πώλησή τους, έτσι ώστε να θεωρηθεί ότι αυτός [κατηγορούμενος] είχε τη νομή τους και ότι κατέστη κύριος των εν λόγω αγρών με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας ενόψει παρέλευσης εικοσαετίας και β) ο σκοπός του κατηγορουμένου να παραπλανήσει άλλον με τη χρήση των ανωτέρω πλαστών εγγράφων ,τα οποία ήταν πρόσφορα προς τούτο, σχετικά με γεγονότα που έχουν έννομες συνέπειες, και δη δια της προσκομιδής τους μετ' επικλήσεως, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου ..., ενόψει συζητήσεως σ' αυτό της αναφερόμενης αγωγής αναγνωριστικής κυριότητας των επίμαχων αγροτεμαχίων της Κ. Μ. [συζύγου του] κατά της υποστηρίζουσας την κατηγορία Α. Γ., αναφορικά με το ότι η ως άνω ενάγουσα σύζυγός του είναι αποκλειστική κυρία, νομέας και κάτοχος των επίδικων αγροτεμαχίων ,τα οποία αυτός (αναιρεσείων) ως δικαιοπάροχός της απέκτησε δυνάμει των επίδικων πωλητηρίων συμφωνητικών.
Σχετικά με τις αποδείξεις, που λήφθηκαν υπόψη και συνεκτιμήθηκαν για το σχηματισμό της κρίσης του Δικαστηρίου της ουσίας, αναφέρονται στο προϊμιο του αιτιολογικού της προσβαλλόμενης απόφασης τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους, ήτοι ανώμοτη κατάθεση της υποστηρίζουσας την κατηγορία, ένορκες καταθέσεις μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, πρακτικά πρωτοβάθμιας δίκης και όλα τα έγγραφα που αναγνώστηκαν, καθώς και η απολογία αναιρεσείοντος-κατηγορούμενου, από τα οποία το Δικαστήριο της ουσίας συνήγαγε τα ανωτέρω περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν και κατέληξε στην καταδικαστική του κρίση για τον αναιρεσείοντα, χωρίς να είναι απαραίτητο να εκτίθεται στην απόφαση τι προέκυψε ξεχωριστά από καθένα αποδεικτικό μέσο, ούτε να απαιτείται συγκριτική στάθμιση, αξιολογική συσχέτιση και ανάλογη δικαιοδοτική εκτίμηση τούτων ή προσδιορισμός της αποδεικτικής βαρύτητας εκάστου, ενώ από το όλο περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης καθίσταται βέβαιο, ότι λήφθηκαν υπόψη και αξιολογήθηκαν όλα τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα στο σύνολό τους, που εισφέρθηκαν κατά τη δευτεροβάθμια δίκη, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα εξ αυτών δεν συνεπάγεται ότι δεν λήφθηκαν υπόψη και δεν συνεκτιμήθηκαν τα λοιπά αποδεικτικά μέσα.
Εξάλλου, από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει με βεβαιότητα ότι το Δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη του και αξιολόγησε το ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο της γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης , αφού υπάρχει ρητή αναφορά σ' αμφότερα τα πορίσματα των πραγματογνωμόνων που περιέχονται τόσο στην από 27/2/2018 γραφολογική πραγματογνωμοσύνη του Κ. Κ., που προσκόμισε η υποστηρίζουσα την κατηγορία, όσο και στην από 30/9/2022 γραφολογική πραγματογνωμοσύνη της Ο. Γ., που προσκόμισε ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, τα οποία (πορίσματα) συνεκτιμώντας σε συνδυασμό και με τα λοιπά αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη του, μεταξύ των οποίων και οι ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων Γ. Κ. και Α.-Γ. Ξ., δέχθηκε με την προσήκουσα και επαρκή αιτιολογία ότι οι υπογραφές των φερομένων ως πωλητών [Γ. Κ. και Α.-Γ. Ξ.] των επίμαχων αγρών, στα προσκομισθέντα ενώπιον του ανωτέρω πολιτικού δικαστηρίου επίδικα πωλητήρια συμφωνητικά είναι πλαστές, αφού τέθηκαν κατ' απομίμηση της υπογραφής τους από τον κατηγορούμενο. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω , οι πρώτος και δεύτερος -κατά το δεύτερο σκέλος του- λόγοι αναίρεσης , καθώς και ο συναφής τρίτος λόγος του δικογράφου προσθέτων λόγων ,από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠΔ, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ,για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και για έλλειψη νόμιμης βάσης αναφορικά με την πράξη της πλαστογραφίας κατ' εξακολούθηση, είναι αβάσιμοι.
Οι δε εκτιθέμενες λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, που περιέχονται στους ανωτέρω αναιρετικούς λόγους και αναφέρονται σε εσφαλμένη αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων, με παράθεση σκέψεων και συλλογισμών αυτού, που κατά την άποψή του, οδηγούν σε διαφορετικά συμπεράσματα από εκείνα στα οποία κατέληξε το Δικαστήριο της ουσίας, ως και υπόλοιπες αιτιάσεις που αφορούν την επί της ουσίας κρίση του, αποτελούν απλώς επιχειρήματα προς απόσειση της ενοχής του για την ανωτέρω ένδικη πράξη και αμφισβήτηση των σε βάρος του ουσιαστικών παραδοχών της προσβαλλόμενης απόφασης και της ορθότητας του αποδεικτικού της πορίσματος, δεν συνιστούν, κατά τα εκτεθέντα στην αντίστοιχη νομική σκέψη, λόγους αναίρεσης και προβάλλονται απαραδέκτως, καθόσον αφορούν την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας την οποία επιχειρεί ο αναιρεσείων ανεπιτρέπτως να πλήξη με την επίφαση και το πρόσχημα της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και νόμιμης βάσης και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου.
Κατά τις διατάξεις των άρθρων 111, 112 και 113 του ΠΚ το αξιόποινο εξαλείφεται με την παραγραφή, η οποία προκειμένου για πλημμελήματα είναι πέντε έτη και αρχίζει από τότε που τελέστηκε η πράξη. Η προθεσμία αναστέλλεται για όσο χρόνο διαρκεί η κύρια διαδικασία και ωσότου να γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, πάντως όχι πέραν από τα τρία έτη για τα πλημμελήματα. Εξάλλου, ως χρόνος τέλεσης του εγκλήματος, κατά τη διάταξη του άρθρου 17 του ΠΚ, θεωρείται ο χρόνος κατά τον οποίο ο υπαίτιος ενήργησε (ή όφειλε να ενεργήσει). Η αναφορά του ακριβούς χρόνου τέλεσης της πράξης στην απόφαση είναι αναγκαία για την έναρξη και τον υπολογισμό του χρόνου της παραγραφής, καθώς και για τον καθορισμό της ταυτότητας της πράξης. Η παραγραφή ,ως θεσμός δημόσιας τάξης, εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της ποινικής διαδικασίας ακόμη και από τον Άρειο Πάγο και σε περίπτωση συμπληρώσεώς της το δικαστήριο οφείλει να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη λόγω παραγραφής. Έτσι, πρέπει, να καθορίζεται επακριβώς στην απόφαση για να είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής των περί παραγραφής διατάξεων, διαφορετικά, αν δηλαδή ο χρόνος τέλεσης της πράξης δεν προσδιορίζεται επακριβώς και εφόσον αυτός ασκεί επιρροή στην παραγραφή της πράξης, η απόφαση στερείται της απαιτούμενης ,κατά τα άνω από τα άρθρα 93 παρ. του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' και Ε' του ίδιου Κώδικα προβλεπόμενο λόγο αναίρεσης (ΑΠ 1224/2020).
Με τον δεύτερο λόγο αναίρεσης-κατά το πρώτο σκέλος του- και με τον συναφή πρώτο λόγο του δικογράφου προσθέτων λόγων, ο αναιρεσείων, αιτιάται ότι το χρονικό διάστημα (εντός του μηνός Νοεμβρίου του έτους 2016) στο οποίο προσδιόρισε το Δικαστήριο της ουσίας την τέλεση της πράξης της πλαστογραφίας κατ' εξακολούθηση, για την οποία καταδικάστηκε, έγινε δεκτό αυθαιρέτως, αφού τούτο δεν προκύπτει από κανένα από τα εισφερθέντα αποδεικτικά στοιχεία, και ,ως εκ τούτου, με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρ. 111 και 113 ΠΚ και άνευ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ,απέρριψε τον προβληθέντα ,δια της συνηγόρου του, αυτοτελή ισχυρισμό του περί παραγραφής της ένδικης αυτής πράξης, που συνίσταται στο ότι αυτή έχει υποπέσει στην οκταετή παραγραφή ,ενόψει ότι -όπως διατείνεται- πραγματικός χρόνος τέλεσής της είναι η 16η/12/2006 και 20η/4/2007, ήτοι οι ημεροχρονολογίες που αναγράφονται στα επίδικα πωλητήρια συμφωνητικά.
Στην προκειμένη περίπτωση, προκύπτει ότι το Δικαστήριο της ουσίας, κατά τις προαναφερθείσες αντίστοιχες παραδοχές του σκεπτικού του, με επαρκή και προσήκουσα αιτιολογία ,και κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, προσδιόρισε ως πραγματικό χρόνο τέλεσης της ένδικης πράξης της πλαστογραφίας κατ' εξακολούθηση το χρονικό διάστημα ,εντός του μηνός Νοεμβρίου 2016 , εντάσσοντας την τέλεσή της μετά την αποστολή της από 10/10/2016 εξώδικης απάντησης-δήλωσης-πρόσκλησης και διαμαρτυρίας που ο Ν. Γ. κοινοποίησε στον αναιρεσείοντα-κατηγορούμενο στις 4/11/2016, [μετά την από 21/7/2016 προηγηθείσα εξώδικη δήλωση-πρόσκληση και διαμαρτυρία του κατηγορούμενου προς αυτόν που κοινοποιήθηκε στις 27/7/2016 με την οποία του έτασσε προθεσμία ενός μηνός προκειμένου να του καταβάλλει το ποσό των 50.000 ευρώ που εισέπραξε ως αποζημίωση από απαλλοτρίωση ετέρου ακινήτου] και αμέσως μετά τη συνάντηση του κατηγορούμενου με την φερόμενη ως πωλήτρια Α.-Γ. Ξ. και με πρόσθετες σκέψεις δέχθηκε ότι δεν είχε παρέλθει ο χρόνος της παραγραφής, δεδομένου ότι από το χρόνο τέλεσης (11ος/ 2016) της εν λόγω πράξης και μέχρι την επίδοση (7/9/2019) του κλητηρίου θεσπίσματος στον κατηγορούμενο δεν είχε παρέλθει πενταετία, περαιτέρω δε και μέχρι το χρόνο (17-10-2022) εκδίκασή της ενώπιόν του, σε β' βαθμό ,δεν είχε παρέλθει οκταετία, απορρίπτοντας, μετά ταύτα, ως ουσία αβάσιμο τον περί παραγραφής αυτοτελή ισχυρισμό του αναιρεσείοντος. Επομένως, ο δεύτερος λόγος αναίρεσης -κατά το πρώτο σκέλος του -, καθώς και ο συναφής πρώτος λόγος του δικογράφου προσθέτων λόγων ,από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠΔ, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων αναφορικά με την πράξη της πλαστογραφίας κατ' εξακολούθηση, είναι αβάσιμοι.
Κατά τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 60 του ΚΠΔ, "1. Το ποινικό δικαστήριο κρίνει και για τα ζητήματα αστικής φύσης που προκύπτουν κατά τη διάρκεια της δίκης. 2. Η ποινική δίωξη αναστέλλεται, όταν σύμφωνα με το νόμο χρειάζεται να προηγηθεί απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου". Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι το ποινικό δικαστήριο έχει την εξουσία να εξετάζει παρεμπιπτόντως κάθε ζήτημα που έχει σχέση με την ποινική δίκη, ακόμη και όταν υπάγεται στα πολιτικά δικαστήρια, εκτός εκείνων των περιπτώσεων, για τις οποίες ο νόμος, προκειμένου να χωρήσει η ποινική δίκη, αξιώνει υποχρεωτικά να έχει αποφανθεί προηγουμένως το πολιτικό δικαστήριο. Επειδή όμως, κατά την εξέταση των ανωτέρω προδικαστικών ζητημάτων, το ποινικό δικαστήριο κρίνει και μορφώνει πεποίθηση επ' αυτών ,αλλά δεν λύνει αποφασιστικά αυτά, η κρίση του επί των προδικαστικών αυτών ζητημάτων αστικής φύσης δεν δημιουργεί δεδικασμένο, αφού άλλωστε δεν παράγει δεδικασμένο και δεν το δεσμεύει και η απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου που έχει σχέση με την ποινική δίκη, την οποία εκτιμά ελεύθερα μαζί με τις άλλες αποδείξεις (άρ. 62 ΚΠΔ) (ΑΠ 484/2020, ΑΠ 897/2019, ΑΠ 484/2010, ΑΠ 483/2006).
Εξάλλου, υπέρβαση εξουσίας, ιδρύουσα τον από το άρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Θ' του Κ.Π.Δ. λόγο αναίρεσης, υπάρχει, όταν το ποινικό δικαστήριο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόμος ,και ιδίως όταν αποφάσισε για υπόθεση που δεν υπάγεται στη δικαιοδοσία του και όταν έλυσε προκαταρκτικό ζήτημα που υπάγεται, σύμφωνα με ρητή διάταξη νόμου, στην αποκλειστική δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. Το ζήτημα όμως, αν τελέστηκε αξιόποινη πράξη, ανήκει στην αποκλειστική δικαιοδοσία των ποινικών δικαστηρίων (άρθρ. 96 του Συντάγματος και 1, 3 επ. Κ.Π.Δ.) και δεν απαιτείται να αποφανθούν επ' αυτού προηγουμένως τα πολιτικά δικαστήρια (ΑΠ 769/2023, ΑΠ 484/2010, Α.Π. 483/2006).
Με τον τρίτο λόγο αναίρεσης, ο αναιρεσείων αιτιάται ότι το δικάσαν Δικαστήριο, καταδικάζοντάς τον για τις ένδικες αξιόποινες πράξεις, υπερέβη την εξουσία του, κατά την άσκηση δικαιοδοσίας που δεν του δίνει ο νόμος ,αφού αφενός μεν έκρινε επί ζητημάτων που δεν υπάγονται στην δικαιοδοσία του, και δη: α) επί του ζητήματος της κυριότητας των επίδικων αγροτεμαχίων στα οποία αφορούσαν τα επίδικα πωλητήρια συμφωνητικά, και β) επί του ζητήματος της ακυρότητας ή μη του υπ' αρ. 9/2014 πρακτικού δικαστικού συμβιβασμού του Πολυμελούς Πρωτοδικείου ... κρίνοντας ότι αυτό ως καθόλα νόμιμο και έγκυρο και ότι τα επικαλούμενα από τον αναιρεσείοντα-κατηγορούμενο περιστατικά περί ακυρότητάς του ,λόγω απάτης και πλάνης, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα, αφετέρου δε δεσμεύτηκε, χωρίς να οφείλει, από τις αναφερόμενες αποφάσεις του Πολυμελούς Πρωτοδικείου ..., Τριμελούς Εφετείου Βορείου Αιγαίου και του Αρείου Πάγου που έχουν κρίνει τα πραγματικά περιστατικά της αστικής διαφοράς μεταξύ της ενάγουσας, συζύγου του, Κ. Μ. και της υποστηρίζουσας την κατηγορία, μη λαμβάνοντας υπόψη ότι το ποινικό δικαστήριο δεν δεσμεύεται από αποφάσεις πολιτικών δικαστηρίων, τις οποίες εκτιμά ελευθέρως μαζί με τις λοιπές αποδείξεις.
Στην προκειμένη περίπτωση, από τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει σαφώς ότι το δικάσαν Δικαστήριο της ουσίας , που κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα ένοχο για τις ένδικες αξιόποινες πράξεις, άσκησε δικαιοδοσία που ανήκει σ' αυτό ,και ουδόλως έκρινε επί ζητημάτων αστικής φύσεως ,και δη επί της με αρ.κατ. 742/ΤΠ/25/5-10-2017 αγωγής αναγνωριστικής κυριότητας ακινήτων και ακύρωσης δικαστικού συμβιβασμού ,που ασκήθηκε από τον κατηγορούμενο και την ως άνω σύζυγό του κατά της υποστηρίζουσας την κατηγορία ,ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου ..., για την οποία σημειωτέον είχαν σε προγενέστερο χρόνο αποφανθεί τα ανωτέρω πολιτικά δικαστήρια με τις υπ' αρ. 49/2018, 37/2019 και 412/2022 αποφάσεις τους αντίστοιχα, τις οποίες [αποφάσεις] συνεκτίμησε ελεύθερα και αδέσμευτα.
Εξάλλου, με το να κρίνει το Δικαστήριο της ουσίας ,σύμφωνα με το άρ. 60 του ΚΠΔ, επί ζητημάτων αστικής φύσεως που ανεφύησαν κατά την εκδίκαση της υπόθεσης, ως προδικαστικά ζητήματα, ήτοι περί της κυριότητας των επίμαχων αγροτεμαχίων στα οποία αφορούσαν τα επίδικα πωλητήρια συμφωνητικά και περί της εγκυρότητας και νομιμότητας του ως άνω δικαστικού συμβιβασμού, δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια της υπέρβασης εξουσίας, καθόσον το ποινικό δικαστήριο έχει την εξουσία να εξετάζει παρεμπιπτόντως κάθε ζήτημα που έχει σχέση με την ποινική δίκη και όταν ακόμη τούτο υπάγεται στα πολιτικά δικαστήρια. Συνακόλουθα, ο τρίτος αναιρετικός λόγος, εκ του άρ. 510 παρ.1 στοιχ. Θ' ΚΠΔ, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για υπέρβασης εξουσίας, είναι αβάσιμος.
Κατά το άρθρο 510 περ.1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η έλλειψη ακροάσεως κατά το άρ. 171 παρ. 2 του ιδίου Κώδικα, η οποία επιφέρει ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο. Η ακυρότητα αυτή επέρχεται κατά το άρ. 171 παρ. 2 ΚΠΔ στην περίπτωση που ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του ζήτησαν να ασκήσουν δικαίωμα που ρητά τους παρέχεται από το νόμο και το δικαστήριο τους αρνήθηκε ή παράλειψε να αποφανθεί για τη σχετική αίτηση. Τέτοιο δικαίωμα είναι και αυτό του κατηγορουμένου, ο οποίος υποβάλλει , σύμφωνα με το άρθρο 362 παρ. 1 του ΚΠΔ, αίτημα αναγνώσεως εγγράφου που υπάρχει στο φάκελο της δικογραφίας ή που υποβλήθηκε κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας.
Η παραδοχή ή μη τέτοιου αιτήματος του κατηγορουμένου εναπόκειται στη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο όμως οφείλει να απαντήσει στο αίτημα αυτό αιτιολογώντας την απόφασή του, άλλως ,αν αρνηθεί ή παραλείψει να αποφανθεί, δημιουργείται έλλειψη ακροάσεως. Για να επέλθει όμως η από το άρθρο 171 παρ. 2 ΚΠΔ και 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας απαιτείται να υποβληθεί σαφές και ορισμένο αίτημα από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του και επί πλέον, σε περίπτωση μη αποδοχής τούτου από τον διευθύνοντα τη συζήτηση, άμεση προσφυγή τους σε ολόκληρο το δικαστήριο και απόρριψη παρά το νόμο υπό τούτου της προσφυγής ή παράλειψη του δικαστηρίου να αποφανθεί (ΑΠ 916/2014). Η υποβολή δε αυτή πρέπει να προκύπτει από τα πρακτικά της συνεδριάσεως, χωρίς να επιτρέπεται αμφισβήτηση της ακριβείας αυτών, παρά μόνο η προσβολή τους για πλαστότητα ή διόρθωσή τους, κατά τη διαδικασία του άρθρου 145 παρ.3 ΚΠοινΔ (ΑΠ 301/2020).
Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 141 παρ.3 του ΚΠοινΔ προκύπτει ότι τα πρακτικά της ποινικής δίκης αποδεικνύουν, μέχρι να προσβληθούν ως πλαστά, όλα όσα καταχωρούνται σ' αυτά σύμφωνα με το άρθρο 140, μεταξύ των οποίων και οι ισχυρισμοί, δηλώσεις προτάσεις και αιτήσεις των διαδίκων, καθώς και οι αποφάσεις του δικαστηρίου και οι διατάξεις εκείνου που διευθύνει τη συζήτηση. Επομένως, αιτήσεις, δηλώσεις ή ισχυρισμοί του κατηγορουμένου που δεν καταχωρήθηκαν στα πρακτικά, τα οποία δεν διορθώθηκαν κατά τούτο, ούτε προσβάλλονται ως πλαστά, θεωρούνται ότι δεν έγιναν (ΑΠ 301/2020, ΑΠ 318/2016).
Με τον δεύτερο λόγο του δικογράφου προσθέτων λόγων αναίρεσης ο αναιρεσείων πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση, κατ' ορθή εκτίμηση του, για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας ,λόγω έλλειψης ακρόασης, (άρ. 510παρ.1 στοιχ.Α' ΚΠΔ σε συνδ. με άρ. 171 παρ.2 του ιδίου Κώδικα), ισχυριζόμενος ότι το Δικαστήριο της ουσίας δεν περιέλαβε στον κατάλογο των αναγνωστέων εγγράφων τα ακόλουθα έγγραφα ,που προσκόμισε, ενώπιον αυτού, δια των αυτοτελών ισχυρισμών που κατέθεσε εγγράφως και ανέπτυξε προφορικά η συνήγορός του προς επίρρωση των αρνητικών της κατηγορίας ισχυρισμών του, τα οποία (έγγραφα) δεν αναγνώστηκαν ,ούτε και προκύπτει από το αιτιολογικό και διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης ότι συνεκτιμήθηκαν, ήτοι: 1) το από 22/7/2004 συμφωνητικό πώλησης αγρού από τον Γ. Κ. προς τον Ν. Γ., 2) το από 20/2/2010 πωλητήριο αγρού από τον Α. Ζ. προς αυτόν (αναιρεσείοντα), 3) το από 20/2/2010 πωλητήριο αγρού από τον Μ. Μ., 4) το από 29/8/2007 συμφωνητικό ανταλλαγής αγροκτήματος μεταξύ αυτού (αναιρεσείοντος) και της Ε. Κ., και 5) το από 14/11/2000 συμφωνητικό πωλητήριο αγρού μεταξύ της Κ. Κ. και του Ν. Χ..
Από τα παραδεκτώς, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, επισκοπούμενα πρακτικά συνεδρίασης του Δικαστηρίου της ουσίας ,τα οποία δεν προσβλήθηκαν ως πλαστά, προκύπτει ότι ο αναιρεσείων ανέπτυξε προφορικά και κατέθεσε εγγράφως, δια της συνηγόρου του, όσον αφορά την πράξη της πλαστογραφίας κατ' εξακολούθηση αρνητικούς της κατηγορίας ισχυρισμούς ,το κείμενο των οποίων καταχωρίστηκε σ' αυτά (πρακτικά), επικαλούμενος ,μεταξύ άλλων, προς υπεράσπισή του και τα ανωτέρω επίμαχα έγγραφα [σελ. 10 πρακτικών], εκ των οποίων τα μεν υπό στοιχ. 1, 2 και 3 περιλαμβάνονται στον κατάλογο των αναγνωστέων εγγράφων, αναφερόμενα με τους αριθμούς 3, 61 και 62 αντίστοιχα, και ,ως εκ τούτου, αναγνώστηκαν [σελ. 40 και 43 πρακτικών] στο ακροατήριο του δικάσαντος Δικαστηρίου, τα δε υπό στοιχ. 4 και 5 έγγραφα ,που φέρονται ως προσκομισθέντα και μη περιληφθέντα στον κατάλογο των αναγνωστέων εγγράφων, δεν προκύπτει ότι προσκομίστηκαν ή κατατέθηκαν προς καταχώρηση και ανάγνωση ,κατά την υποβολή του κειμένου των αυτοτελών ισχυρισμών του αναιρεσείοντος που καταχωρίστηκε στα πρακτικά συνεδρίασης, ή σε άλλο χρονικό σημείο της δίκης.
Εξάλλου, από τα επισκοπούμενα πρακτικά συνεδρίασης της προσβαλλόμενης απόφασης δεν προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος-αναιρεσείων ή η συνήγορός του ζήτησαν την καταχώριση και την ανάγνωση των υπό στοιχ. 4 και 5 επικαλουμένων εγγράφων και ότι η διευθύνουσα τη συζήτηση του Δικαστηρίου της ουσίας δεν απάντησε ή αρνήθηκε την καταχώριση και την ανάγνωσή τους ή ότι υπήρξε σχετική προσφυγή στο Δικαστήριο της ουσίας από τον αναιρεσείοντα-κατηγορούμενο ή τη συνήγορό του ,η οποία δεν απαντήθηκε ή απορρίφθηκε παρανόμως. Συνακόλουθα, ο δεύτερος λόγος του δικογράφου προσθέτων λόγων αναίρεσης , εκ του άρ. 510 παρ.1 στοιχ. Α' ΚΠΔ, περί απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας ,λόγω έλλειψης ακρόασης, είναι αβάσιμος, ως ερειδόμενος επί εσφαλμένης προϋποθέσεως. 2] Με τις άνω παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης ,οι οποίες διαλαμβάνονται στο σκεπτικό, σε συνδυασμό με όσα αναφέρονται στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, που παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται, το Δικαστήριο της ουσίας, όσον αφορά την κατάφαση της ενοχής του αναιρεσείοντος για την ένδικη πράξη της απόπειρας απάτης στο δικαστήριο, για την οποία, επίσης, καταδικάστηκε ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διαλαμβανόμενες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 42 και 386 παρ.1εδ. α' ν. ΠΚ, τις οποίες παραβίασε ευθέως και εκ πλαγίου.
Συγκεκριμένα, από την παραδεκτή επισκόπηση, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, των εγγράφων της δικογραφίας, και σύμφωνα με τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, ο αναιρεσείων ενόψει της συζήτησης, στις 21/3/2018, ενώπιον του πολιτικού δικαστηρίου [Πολυμελούς Πρωτοδικείου ...] της με αρ. κατ. 742/ΤΠ/25/5-10-2017 αγωγής του ιδίου (κατηγορούμενου) και της Κ. Μ. [συζύγου του] κατά της υποστηρίζουσας την κατηγορία Α. Γ. με αντικείμενο : α) την ακύρωση του υπ' αρ. 9/2014 πρακτικού δικαστικού συμβιβασμού του Πολυμελούς Πρωτοδικείο ... και β) την αναγνώριση της κυριότητας της ανωτέρω ενάγουσας συζύγου του επί των αναφερομένων αγροτεμαχίων, προσκόμισε με τις από 10/1/2018 προτάσεις του πλαστά και ψευδή αποδεικτικά μέσα, και δη τα αναφερόμενα έγγραφα [δύο πωλητήρια συμφωνητικά αγρών] που είναι πλαστά και την αναφερόμενη ψευδή ένορκη βεβαίωση των μαρτύρων Μ. Γ. και Ν. Χ. ενώπιον της Ειρηνοδίκη ..., σχετικά με την ύπαρξη κυριότητας της ενάγουσας συζύγου του επί των επίδικων ακινήτων (αγροτεμαχίων).
Πλην όμως, το δικάσαν Πολυμελές Πρωτοδικείο ... με την εκδοθείσα υπ' αρ. 49/2018 απόφασή του απέρριψε την ως άνω ασκηθείσα αγωγή ,αφενός μεν ως ουσία αβάσιμη και δη καθό μέρος αυτή αφορούσε την ακύρωση του υπ' αρ. 9/2014 πρακτικού δικαστικού συμβιβασμού του Πολυμελούς Πρωτοδικείο ... ,αφετέρου δε ως απαράδεκτη ,λόγω αοριστίας του δικογράφου της -κατά την κύρια και επικουρική βάση, καθό μέρος αυτή αφορούσε σε αναγνώριση κυριότητας επί των επίδικων ακινήτων της ενάγουσας συζύγου του κατηγορούμενου, Κ. Μ.. Κατά το τελευταίο αυτό σκέλος της απόφασης, ήτοι της απόρριψης του αναγνωριστικού κυριότητας αιτήματος ως απαραδέκτου λόγου αοριστίας, το Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να υπεισέλθει στην αξιολόγηση της εγκυρότητας και αξιοπιστίας ή μη των ανωτέρω πλαστών και ψευδών αποδεικτικών μέσων που προσκόμισε ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος προς απόδειξη του ότι η ενάγουσα σύζυγός του τυγχάνει αποκλειστική κυρία ,νομέας και κάτοχος των επίδικων ακινήτων ,και δη ότι αυτός ως δικαιοπάροχός της (συζύγου του) απέκτησε τη νομή τους δυνάμει των επίδικων δύο πωλητηρίων συμφωνητικών που είναι πλαστά, το περιεχόμενο των οποίων ψευδώς βεβαίωσαν οι ανωτέρω μάρτυρες με την υπ' αρ. 436/6-12-2017 ένορκη βεβαίωσή τους στην Ειρηνοδίκη ....
Συνεπώς, στην ένδικη περίπτωση δεν ανακύπτει καν θέμα παραπλάνησης του δικάσαντος Πολυμελούς Πρωτοδικείου ... από την προσκόμιση εκ μέρους του κατηγορούμενου των ανωτέρω πλαστών και ψευδών αποδεικτικών μέσων, καθόσον η υπ' αρ. 49/2018 εκδοθείσα απόφασή του, πριν από κάθε εκτίμηση των αγωγικών ισχυρισμών, είναι αποτέλεσμα εφαρμογής νομικών κανόνων, μη υπάρχοντος έτσι εδάφους παραπλάνησης και μάλιστα αιτιώδους δεσμού μεταξύ του σκοπούμενου -με την απόφαση- πορισμού παράνομου περιουσιακού οφέλους από την ενάγουσα Κ. Μ. [σύζυγο του κατηγορούμενου] δια της προσκόμισης από τον τελευταίο στο ανωτέρω πολιτικό δικαστήριο των επίμαχων πλαστών και ψευδών αποδεικτικών στοιχείων.
Εξάλλου, εκτός των ανωτέρω περιστατικών που συνέβησαν στο ανωτέρω πολιτικό δικαστήριο, τα οποία δεν μπορούν, κατά τα προεκτεθέντα στην αντίστοιχη νομική σκέψη, να συγκροτήσουν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της απόπειρας απάτης στο δικαστήριο για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, το Δικαστήριο της ουσίας περιέλαβε στο σκεπτικό του και παραδοχές, που έρχονται σε αντίφαση με την εξέλιξη της κρινόμενης υπόθεσης που εκδικαζόταν ενώπιόν του , αφού για να στηρίξει την περί ενοχής κρίση του για το ανωτέρω αδίκημα δέχεται ,χωρίς έρευνα, ότι η υπ' αρ. 436/6-12-2017 ένορκη βεβαίωση των μαρτύρων Μ. Γ. του Ι. και της Ε. και Ν. Χ. ενώπιον της Ειρηνοδίκη ... είναι αναληθής, αγνοώντας το γεγονός ότι οι παραπάνω μάρτυρες είχαν αθωωθεί ήδη από τον πρώτο βαθμό για την αποδιδόμενη σ' αυτούς αξιόποινη πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα , λόγω αμφιβολιών ως προς τη συνδρομή του υποκειμενικού στοιχείου (δόλου τους) , όπως, επίσης , είχε αθωωθεί και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος για την αποδιδόμενη σ' αυτόν πράξη της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρος.
Συνεπώς, και εκ του λόγου αυτού ανεπαρκώς αιτιολογείται η καταδίκη του αναιρεσείοντος για την πράξη της απόπειρας απάτης στο δικαστήριο , ενόψει ότι το Δικαστήριο της ουσίας αντιφατικά δέχεται πραγματικά περιστατικά ,ως δεδομένα, χωρίς αυτά να ισχύουν. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω , η προσβαλλόμενη απόφαση υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 42 και 386 παρ.1 εδ.α` του Π,Κ., αλλά και κατά την παραπάνω έννοια, στην αναιρετική πλημμέλεια της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας με την έννοια της έλλειψης νόμιμης βάσης, οι οποίες ιδρύουν τους από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' και Δ' Κ.Π.Δ. λόγους αναίρεσης αντίστοιχα, κατά παραδοχή ως βάσιμων των συναφών πρώτου και δεύτερου λόγων αναίρεσης, καθώς και του τετάρτου λόγου του δικογράφου των πρόσθετων λόγων της.
Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, και μη υπάρχοντος άλλου αναιρετικού λόγου προς έρευνα, πρέπει, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση εν μέρει ,και συγκεκριμένα ως προς το κεφάλαιό της με το οποίο ο αναιρεσείων κρίνεται ένοχος της πράξης της απόπειρας απάτης στο δικαστήριο, για την οποία, αφού αυτή δεν στοιχειοθετείται, πρέπει να κηρυχθεί αθώος (άρθρο 518 παρ.1 Κ.Π.Δ.), απαλειφομένης της σχετικής διάταξης περί της επιβληθείσας σ' αυτόν ποινής φυλάκισης των οκτώ [8] μηνών για την εν λόγω πράξη, απορριπτομένης κατά τα λοιπά της ένδικης αναίρεσης και του δικογράφου πρόσθετων λόγων αυτής.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί εν μέρει την υπ' αριθμ. 52/2022 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου [Πλημμελημάτων] Βορείου Αιγαίου) ,και δη : α) ως προς την πράξη της απόπειρας απάτης στο δικαστήριο και β) ως προς την επιβολή ποινής για τη πράξη αυτή.
Κηρύσσει αθώο τον αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο Φ. Γ. του Ν., κάτοικο ..., για την πράξη της απόπειρας απάτης στο δικαστήριο ,και συγκεκριμένα του ότι : Στον ανωτέρω τόπο, στις 21/3/2018, ενεργήσας εκ προθέσεως, και έχοντας αποφασίσει να τελέσει πλημμέλημα, αυτό της απάτης επί δικαστηρίω, κατ' άρθρο 386 § 1 α' ΠΚ, επιχείρησε πράξη, η οποία περιείχε τουλάχιστον αρχή εκτέλεσης. Συγκεκριμένα, στον ανωτέρω τόπο και χρόνο, ενεργήσας εκ προθέσεως, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος παράνομο περιουσιακό όφελος, επιχείρησε, χωρίς να το κατορθώσει για λόγους ανεξάρτητους της θέλησής του, να βλάψει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη με την εν γνώσει του παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών.
Ειδικότερα, στις 21-3-2018, κατά την εκδίκαση ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου ..., δικάζοντος κατά την τακτική διαδικασία, την υπ' αριθμόν εκθέσεως καταθέσεως 742/ΤΠ/25/5-10-2017 αγωγή του κατηγορουμένου και της συζύγου του, Κ. Μ., σε βάρος της εγκαλούσας, Α. Γ., για την ακύρωση των υπ' αριθμόν 9/2014 πρακτικών δικαστικού συμβιβασμού του Πολυμελούς Πρωτοδικείου ..., καθώς και για την αναγνώριση της κυριότητας της δεύτερης εξ αυτών επί των δύο επίδικων αγροτεμαχίων στις θέσεις "... ή ..." και "...", εμβαδού 1.438,97τ.μ. και 2.264,35τ.μ., αντίστοιχα, ο κατηγορούμενος και ενάγων ισχυρίσθηκε και δια των από 10/1/2018 έγγραφων προτάσεών του, που κατατέθηκαν μετά των σχετικών εγγράφων, στο γραμματέα του δικαστηρίου στις 15/1/2018, ότι η σύζυγός του τυγχάνει αποκλειστική κυρία, νομέας και κάτοχος των δύο επίδικων ακινήτων και δη ότι έκταση 400,00 τ.μ. εκ του ακινήτου στη θέση "..." την απέκτησε αυτός ως δικαιοπάροχός της δυνάμει του από 20/4/2007 πωλητηρίου αγρού από την Γ. Ξ., το, δε, αγροτεμάχιο στη θέση "..." (ή "...") το απέκτησε ο ίδιος δυνάμει του από 16/12/2006 πωλητηρίου αγρού από τον Γ. Κ..
Τα ανωτέρω, παραταύτα, ήταν αναληθή, καθώς αληθές ήταν ότι ουδέποτε ο κατηγορούμενος απέκτησε τη νομή και κατοχή επί των επίδικων ακινήτων διά των προμνησθέντων συμφωνητικών -πωλητηρίων, τα οποία, ως εκτέθηκε ανωτέρω υπό στοιχείο 1α', τυγχάνουν πλαστά. Για την ευδοκίμηση της αγωγής του ο κατηγορούμενος (ενάγων) προέβη σε προσκόμιση μετ' επικλήσεως των ανωτέρω πωλητηρίων, τα οποία ήταν προϊόντα πλαστογραφίας, καθώς και της υπ' αριθμόν 436/6-12-2017 ένορκης βεβαίωσης της Μ. Γ. του Ι. και της Ε. και του Ν. Χ. του Μ. και της Ε., οι οποίοι κατέθεσαν ,εν γνώσει τους, αναληθή γεγονότα, ως προς την απόκτηση από τον κατηγορούμενο και τη σύζυγό του των επίδικων ακινήτων, η οποία τυγχάνει ομοίως αναληθής.
Τελικά, η προσπάθεια του κατηγορουμένου προς παραπλάνηση του δικάσαντος δικαστή, έχοντος εν τοις πράγμασι τη διαχείριση της περιουσίας της εγκαλούσας και υφισταμένης υλικής αντιστοιχίας μεταξύ της περιουσίας η οποία επρόκειτο να ζημιωθεί και αυτής από την οποία εσκοπείτο ο πορισμός παράνομου περιουσιακού οφέλους, δεν ευοδώθηκε, για λόγους ανεξάρτητους της θελήσεως του κατηγορουμένου, διότι το Δικαστήριο δεν πείστηκε και εξέδωσε την υπ' αριθμόν 49/7-11-2018 απόφαση, δυνάμει της οποίας απορρίφθηκε η εγερθείσα αγωγή του κατηγορουμένου και της συζύγου του ως κατ' ουσίαν αβάσιμη.
Απορρίπτει, κατά τα λοιπά, την με αρ. εκθ.κατ. 2/2023 αίτηση του Φ. Γ. του Ν. και τους επ' αυτής-με το από 18-12-2023 δικόγραφο- πρόσθετους λόγους για αναίρεση της υπ' αριθμ. 52/2022 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου [Πλημμελημάτων] Βορείου Αιγαίου.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 16 Φεβρουαρίου 2024.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 2 Απριλίου 2024.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
1974 - 2025 © Τετράβιβλος. Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος. Όροι και Προϋποθέσεις