ΣτΕ 1170/2024
ΦΥΣΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΠΟΥ ΕΥΘΥΝΟΝΤΑΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΑ ΜΕ ΤΑ ΝΟΜΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΑ - ΔΙΕΥΘΥΝΤΙΚΗ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ – ΤΕΚΜΗΡΙΟ ΕΥΘΥΝΗΣ ΠΟΥ ΕΠΙΤΡΕΠΕΙ ΟΜΩΣ ΑΝΤΑΠΟΔΕΙΞΗ – ΤΙ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΙΣΧΥΡΙΣΤΕΙ ΚΑΙ ΝΑ ΑΠΟΔΕΙΞΕΙ Ο ΣΥΝΕΥΘΥΝΟΜΕΝΟΣ – ΑΓΝΟΙΑ ΠΕΡΙ ΔΙΟΡΙΣΜΟΥ Ή ΜΗ ΑΠΟΔΟΧΗ ΤΟΥ – ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΝΑ ΕΡΕΥΝΗΣΕΙ ΤΟ ΒΑΣΙΜΟ Ή ΤΩΝ ΜΗ ΤΩΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ – ΕΝΝΟΜΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ. - Τα πρόσωπα που μνημονεύονται σ’ αυτές ως αλληλεγγύως ευθυνόμενα ως εκ της διευθυντικής τους ιδιότητας σε νομικά πρόσωπα τεκμαίρεται ότι, ως εκ της ιδιότητάς τους ακριβώς αυτής, διέθεταν πράγματι την ανατεθείσα σε αυτούς εξουσία διοικήσεως της εταιρείας και ότι συνέβαλαν, με την άσκηση ή την παράλειψη άσκησης της εξουσίας αυτής, στη μη καταβολή των οφειλών της που προέρχονται, μεταξύ άλλων, από φορολογικές υποχρεώσεις, και ναι μεν τούτο, κατ’ αρχήν, αρκεί για την έκδοση πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος τους, πλην όμως, το τεκμήριο αυτό είναι μαχητό επιτρεπομένης ανταποδείξεως, αφού μπορούν δηλαδή τα εν λόγω πρόσωπα να ανατρέψουν το πιο πάνω τεκμήριο, ισχυριζόμενοι και αποδεικνύοντας, μεταξύ άλλων, είτε ότι αγνοούσαν τον ορισμό τους ως εκπροσώπων της εταιρείας, είτε ότι δεν τον αποδέχθηκαν, είτε ότι δεν είχαν πράγματι, παρά μόνον κατά το φαινόμενο, τη συγκεκριμένη ιδιότητα - Απόρριψη ισχυρισμών - (άρθρ. 18 ν. 2190/1920, 115 ΚΦΕ).
ΠΔ
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Στ΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 5 Απριλίου 2021, με την εξής σύνθεση: Ιωάννης Γράβαρης, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Στ΄ Τμήματος, Κωνσταντίνα Φιλοπούλου, Ειρήνη Σταυρουλάκη, Σύμβουλοι, Σταυρούλα Λαμπροπούλου, Σωτηρία-Ελπίδα Σταφυλά, Πάρεδροι. Γραμματέας η Αικατερίνη Ρίπη.
Για να δικάσει την από 19 Νοεμβρίου 2019 αίτηση:
του Ελληνικού Δημοσίου (Α.Α.Δ.Ε.), το οποίο παρέστη με τον Ιωάννη Μπακόπουλο, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, που κατέθεσε δήλωση, σύμφωνα με το άρθρο 26 του ν. 4509/2017, περί μη εμφανίσεώς του, κατά του ., κατοίκου Αλίμου Αττικής (.), ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Ευάγγελο Πετρόπουλο (Α.Μ. 10777), που τον διόρισε με πληρεξούσιο και ο οποίος κατέθεσε δήλωση, σύμφωνα με το άρθρο 26 του ν. 4509/2017, περί μη εμφανίσεώς του.
Με την αίτηση αυτή το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθ. 4034/2019 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Σωτηρίας-Ελπίδας Σταφυλά.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά τον Νόμο
1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, η οποία ασκήθηκε κατά τον νόμο χωρίς καταβολή παραβόλου, ζητείται η αναίρεση της 4034/2019 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε έφεση του Ελληνικού Δημοσίου κατά της 18712/2018 αποφάσεως του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την απόφαση αυτή, κατ’ αποδοχή ανακοπής του αναιρεσιβλήτου, ακυρώθηκε η .ΕΞ/ 11.06.2013 ατομική ειδοποίηση/πρόσκληση του Προϊσταμένου της Επιχειρησιακής Μονάδας Είσπραξης της Διεύθυνσης Φορολογικών Ελέγχων της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων και οι αντίστοιχες, θεωρηθείσες συμπροσβαλλόμενες, ταμειακές βεβαιώσεις του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Αθηνών, που αφορούσαν ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο εταιρείας, της οποίας ο αναιρεσίβλητος είχε διατελέσει διευθύνων σύμβουλος, συνολικού ποσού 2.005.836,65 ευρώ.
2. Επειδή, κατά τις διατάξεις των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989 (άρθ. 12 ν. 3900/2010), - οι οποίες καταλαμβάνουν την κρινόμενη αίτηση ως εκ του χρόνου ασκήσεώς της - για το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως πρέπει το μεν αντικείμενο της διαφοράς, όταν είναι χρηματικό, να μην υπολείπεται των 40.000 ευρώ, να προβάλλεται δε από τον αναιρεσείοντα με συγκεκριμένους ισχυρισμούς στο εισαγωγικό δικόγραφο, ότι με καθέναν από τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως τίθεται συγκεκριμένο νομικό ζήτημα επί του οποίου είτε δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας είτε οι σχετικές κρίσεις της αναιρεσιβαλλομένης έρχονται σε αντίθεση προς μη ανατραπείσα νομολογία - επί του αυτού νομικού ζητήματος και υπό τους αυτούς όρους αναγκαιότητας για τη διάγνωση των σχετικών υποθέσεων - του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου ή προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου (βλ. ΣτΕ 1242/2023, 1180/2018 κ.ά.).
3. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, σε συνδυασμό με τα λοιπά διαδικαστικά έγγραφα, προκύπτουν τα εξής: Σε βάρος της εταιρείας με την επωνυμία «... Α.Ε.» (πρώην «ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΜΠΟΡΙΑΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΕΞΑΓΩΓΗΣ ...») βεβαιώθηκαν ταμειακά από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε.Ε. (ήδη Φ.Α.Ε.) Αθηνών φορολογικές οφειλές, για ΦΠΑ χρήσεων 1999, 2000 και 2001. Συγκεκριμένα, σε βάρος της ως άνω εταιρείας εκδόθηκαν οι εξής πράξεις: α) η ./22.05.2002 ταμειακή βεβαίωση με είδος οφειλής «Φ.Π.Α. ΠΟΛ 1144/98» χρήσεως 1999, συνολικού ποσού ληξιπρόθεσμου κεφαλαίου ύψους 347.276 ευρώ, β) η ./22.05.2002 ταμειακή βεβαίωση με είδος οφειλής «Φ.Π.Α. ΠΟΛ 1144/98» χρήσεως 2000, συνολικού ποσού ληξιπρόθεσμου κεφαλαίου ύψους 389.369 ευρώ και γ) η ./21.08.2002 ταμειακή βεβαίωση με είδος οφειλής «Φ.Π.Α. ΠΟΛ 1144/1998» χρήσεως 2001, συνολικού ποσού ληξιπρόθεσμου κεφαλαίου ύψους 131.044,29 ευρώ. Το σύνολο των ανωτέρω ποσών, ύψους 867.689,29 ευρώ, πλέον προσαυξήσεων ύψους 1.138.147,3 ευρώ, ήτοι συνολικά ποσό ύψους 2.005.836,65 ευρώ, κλήθηκε να καταβάλει ο αναιρεσίβλητος, με την ένδικη .ΕΞ/11.06.2013 ατομική ειδοποίηση, υπό την ιδιότητα του διευθύνοντος συμβούλου της ως άνω εταιρείας κατά το χρονικό διάστημα από ...1999 έως ...2001. Ειδικότερα, κατά τη φορολογική αρχή, η συνευθύνη του αναιρεσιβλήτου για την πληρωμή των επίδικων χρεών προκύπτει από την ανακοίνωση καταχώρισης στοιχείων της εταιρείας (ΦΕΚ ./17.9.1999, τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ) σύμφωνα με την οποία με το από 30.6.1999 πρακτικό της Γενικής Συνέλευσης και το από 1.7.1999 πρακτικό του Δ.Σ. εκλέχθηκε από τη Γενική Συνέλευση το Διοικητικό Συμβούλιο με εξαετή θητεία, έως 30.6.2005 και «συγκροτήθηκε σε σώμα αποτελούμενο από τους 1) . ως Πρόεδρο του Δ.Σ., 2) ., ως Αντιπρόεδρο του Δ.Σ., 3) ., ως Διευθύνοντα Σύμβουλο του Δ.Σ., 4) ., ως Σύμβουλο του Δ.Σ., 5) ., ως Σύμβουλο του Δ.Σ. και 6) ., συζ. ., ως Σύμβουλο του Δ.Σ.». Σύμφωνα δε με την ίδια καταχώριση ισχύουν τα εξής: «την εταιρεία εκπροσωπεί και δεσμεύει ο Σύμβουλος ., ο οποίος θα υπογράφει μόνος του, της υπογραφής του τιθέμενης κάτω από την εταιρική επωνυμία. Επίσης την εταιρεία θα εκπροσωπούν και θα δεσμεύουν από κοινού της υπογραφής των τιθέμενης κάτω από την εταιρική επωνυμία η Σύμβουλος . είτε μετά του Προέδρου . είτε μετά του Αντιπροέδρου . . Ειδικά, ο Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου . θα μπορεί να εκπροσωπεί την εταιρεία μόνος, κατά τη διαδικασία της συμμετοχής της εταιρείας σε διαγωνισμούς και την κατάρτιση και υπογραφή συμβάσεων με Δημόσιους Οργανισμούς και τρίτους».
Όσον αφορά δε τη λήξη της ευθύνης του αναιρεσιβλήτου, η φορολογική αρχή στηρίχθηκε στο από 1.9.2001 πρακτικό του Δ.Σ. (ΦΕΚ ./22.1.2002), περί συγκρότησης του Δ.Σ. εκ νέου σε σώμα, το οποίο δεν περιελάμβανε τον αναιρεσίβλητο. Κατά της ανωτέρω .ΕΞ/11.06.2013 ατομικής ειδοποίησης ο αναιρεσίβλητος άσκησε ανακοπή ενώπιον του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, προβάλλοντας λόγους που αφορούσαν, κατά κύριο λόγο, την έλλειψη ευθύνης του για την καταβολή των ως άνω χρεών· ειδικότερα, δε, προέβαλε ότι ναι μεν, όπως προαναφέρθηκε, εξελέγη στη θέση του διευθύνοντος συμβούλου της «ΑΝΩΝΥΜΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΕΜΠΟΡΙΑΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΕΞΑΓΩΓΗΣ ...» στις ....1999, πλην, όμως, ουδέποτε οι μέτοχοι και η διοίκηση της εν λόγω εταιρείας του έδωσαν δικαίωμα υπογραφής, αλλά «ο τίτλος του Διευθύνοντος Συμβούλου ήτο καθαρά διακοσμητικός» και ο ίδιος παρέμεινε υπάλληλός της (πωλητής), ενώ τη «διοίκηση της εταιρείας ασκούσε μέχρι 15.4.2002 ο ., που ήταν ο μεγαλομέτοχος και πραγματικός Διευθύνων Σύμβουλος αυτής». Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αφού δέχθηκε ότι κατ’ εκτίμηση του δικογράφου εζητείτο η ακύρωση των προαναφερθεισών ταμειακών βεβαιώσεων, εξέτασε την ανακοπή κατ’ ουσίαν, δέχθηκε ότι εν προκειμένω δεν θεμελιώνεται ευθύνη του αναιρεσιβλήτου για την πληρωμή των ένδικων οφειλών της εταιρείας και ακύρωσε τις ταμειακές βεβαιώσεις κατά το μέρος που τον αφορούσαν.
Ειδικότερα, το διοικητικό πρωτοδικείο, ερμηνεύοντας τις διατάξεις του άρθρου 18 παρ. 1 του ν. 2190/1920 «Περί ανωνύμων εταιρειών» σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 115 του Κ.Φ.Ε. (βλ. κατωτέρω σκ. 5) περί αλληλέγγυας ευθύνης των εντεταλμένων στη διοίκηση νομικών προσώπων, έκρινε ότι «στην όλως εξαιρετική περίπτωση κατά την οποία κάποιο μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου ανώνυμης εταιρείας έχει μεν διορισθεί ως διευθύνων σύμβουλος αυτής, δηλαδή φέρει μία από τις ρητά κατονομαζόμενες στο άρθρο 115 παρ. 1 του Κ.Φ.Ε. ιδιότητες, πλην, όμως, αποδεικνύεται ότι βάσει σχετικής απόφασης του Δ.Σ. της εταιρείας, η εν λόγω ιδιότητα δεν συνδέεται με τις εξ αυτής απορρέουσες εξουσίες διοίκησης, υπό την έννοια ότι η διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων και η νόμιμη εκπροσώπηση της ανώνυμης εταιρείας έχει ανατεθεί με σχετική απόφαση του νομίμως συγκροτηθέντος Διοικητικού Συμβουλίου, που έχει υποβληθεί και στην απαιτούμενη εκ του νόμου δημοσιότητα, σε άλλα πρόσωπα, μέλη του Δ.Σ., πρέπει να γίνει δεκτό ότι στην ειδική αυτή περίπτωση δεν ενεργοποιείται η πρόσθετη και αλληλέγγυος ευθύνη της διατάξεως του άρθρου 115 παρ. 1 του Κ.Φ.Ε.». Διαφορετική ερμηνευτική εκδοχή, κατά την πρωτόδικη απόφαση, θα έδινε τη δυνατότητα έμμεσης καταστρατήγησης των εν λόγω διατάξεων με τον διορισμό σε θέσεις «ευθύνης» προσώπων τα οποία δεν έχουν την εξουσία να διαχειριστούν τις εταιρικές υποθέσεις, ενώ θα εξέλειπε η προσωπική και αλληλέγγυα ευθύνη των υπεύθυνων για τη διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων προσώπων, ήτοι των υποκατάστατων οργάνων του Δ.Σ., τα οποία εκφράζουν πρωτογενώς τη βούληση του νομικού προσώπου της εταιρείας, τη δεσμεύουν με την υπογραφή τους και την εκπροσωπούν.
Με τις σκέψεις αυτές, το διοικητικό πρωτοδικείο έκρινε ότι, εν προκειμένω, ο αναιρεσίβλητος, παρά τη συνδρομή στο πρόσωπό του της ιδιότητας του διευθύνοντος συμβούλου, δεν είχε καμία εξουσία εκπροσώπησης, δέσμευσης ή διαχείρισης των εταιρικών υποθέσεων - μεταξύ των οποίων και η μέριμνα για την τήρηση των φορολογικών υποχρεώσεων της εταιρείας - δεδομένου ότι, σύμφωνα με την προαναφερθείσα ανακοίνωση καταχώριση στοιχείων της εταιρείας, κατά το ένδικο χρονικό διάστημα την εταιρεία εκπροσωπούσε και δέσμευε είτε μόνος ο Σύμβουλος ., είτε η Σύμβουλος . από κοινού με τον Πρόεδρο . ή με τον Αντιπρόεδρο . . Κατά της πρωτόδικης αποφάσεως το Ελληνικό Δημόσιο άσκησε έφεση, η οποία απορρίφθηκε με την ήδη αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση.
Με αυτήν κρίθηκε, ειδικότερα, ότι για να στοιχειοθετηθεί πρόσθετη ευθύνη για την καταβολή οφειλών από ΦΠΑ ανώνυμης εταιρείας σε βάρος προσώπου εντεταλμένου στη διοίκηση αυτής πρέπει, σε κάθε περίπτωση, το φυσικό πρόσωπο να έχει πράγματι μια από τις πιο πάνω ιδιότητες, να διοικεί και να εκπροσωπεί το νομικό πρόσωπο ενώ «δεν ευθύνονται για την πληρωμή των οφειλών αυτών τα πρόσωπα, τα οποία, είτε κατά το χρόνο λύσης του νομικού προσώπου είτε κατά το χρόνο λειτουργίας του, είχαν μεν την ιδιότητα του Διευθύνοντος Συμβούλου, όμως ο τίτλος αυτός δεν συνοδεύεται με εξουσία διαχείρισης και εκπροσώπησης της εταιρίας, αλλά οι εξουσίες αυτές έχουν ανατεθεί σε άλλο ή άλλα πρόσωπα (Σύμβουλο ή Πρόεδρο ή Αντιπρόεδρο) και δεν ασκούσαν πραγματικά τη διοίκηση και εκπροσώπηση του νομικού προσώπου». Εφόσον δε, κατά την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, στην προκείμενη περίπτωση ο αναιρεσίβλητος ναι μεν είχε την ιδιότητα του Δ/ντος Συμβούλου της εν λόγω εταιρείας κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα, όμως ουδέποτε άσκησε πραγματικά καθήκοντα διοίκησης, ούτε είχε οποιαδήποτε ενεργό και ουσιαστική συμμετοχή στην εκπροσώπηση και διαχείρισή της, αφού οι εξουσίες αυτές είχαν ανατεθεί - σύμφωνα με τα καταχωρηθέντα στο ./17.9.1999 ΦΕΚ τεύχος ΑΕ - ΕΠΕ, στοιχεία της εταιρείας - σε άλλο ή άλλα πρόσωπα και όχι στον ίδιο, δεν πληρούνταν οι τιθέμενες από τις διατάξεις του άρθρου 115 παράγραφοι 1 και 3 του Κ.Φ.Ε προϋποθέσεις, ώστε να καταστεί προσωπικώς και αλληλεγγύως υπεύθυνος για την πληρωμή των ένδικων οφειλών της εταιρείας αυτής.
4. Επειδή, το αγόμενο κατ’ αναίρεση ποσό της διαφοράς υπερβαίνει, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το νόμιμο όριο των 40.000 ευρώ και, συνεπώς, η αίτηση ασκείται παραδεκτώς από την άποψη αυτή. Με την κρινόμενη αίτηση το Δημόσιο αμφισβητεί την ορθότητα της προαναφερθείσας κρίσης της αναιρεσιβαλλομένης, ισχυριζόμενο ότι, κατά την ορθή ερμηνεία των εφαρμοστέων, εν προκειμένω, διατάξεων του άρθρου 115 του Κ.Φ.Ε. «αρκεί σε κάθε περίπτωση η κατοχή και μόνο της ιδιότητας του διευθύνοντος συμβούλου για την γέννηση της προσωπικής και αλληλεγγύου προς την εταιρεία ευθύνης δεδομένου ότι ναι μεν η ερμηνεία των φορολογικών διατάξεων και υποχρεώσεων επιβάλλεται να είναι στενή όχι όμως αντίθετη στο γράμμα και το πνεύμα τους», και δεν απαιτείται η απόδειξη της άσκησης πραγματικής διοίκησης και εκπροσώπησης από τα συνυπεύθυνα πρόσωπα όπως, αντιθέτως, προβλέπεται με τις διατάξεις του ν. 2523/1997 περί διασφαλιστικών μέτρων. Περαιτέρω, για τη θεμελίωση, κατά τον ν. 3900/2010, του παραδεκτού του προβαλλόμενου ως άνω λόγου αναιρέσεως, προβάλλεται ότι αναφορικά με την περίπτωση που καλείται - κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 115 παρ. 1 και 3 του Κ.Φ.Ε. - να εξοφλήσει ληξιπρόθεσμες οφειλές ΦΠΑ σε βάρος ανώνυμης εταιρείας, φυσικό πρόσωπο που είχε μεν κατά τον κρίσιμο χρόνο την ιδιότητα του διευθύνοντος συμβούλου αυτής, δεν του είχε, όμως, ανατεθεί εξουσία εκπροσώπησης, δέσμευσης ή διαχείρισης εταιρικών υποθέσεων, δεν υφίσταται νομολογία του Δικαστηρίου, οι δε αποφάσεις του ΣτΕ που μνημονεύει η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (2326/2017, 1014/2017, 2721/2016, 2058/2016 και 691/2009) επιλύουν διαφορετικό ζήτημα και δη των προϋποθέσεων επιβολής διασφαλιστικών μέτρων. Οι ισχυρισμοί αυτοί είναι βάσιμοι διότι πράγματι, κατά τον χρόνο άσκησης της κρινόμενης αιτήσεως, δεν προκύπτει η ύπαρξη νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας επί αυτού τούτου του νομικού ζητήματος που θέτει το Δημόσιο, και που είναι κρίσιμο για την επίλυση της διαφοράς. Κατόπιν αυτού, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, η οποία και κατά τα λοιπά ασκείται παραδεκτώς, είναι περαιτέρω εξεταστέα (πρβλ. ΣτΕ 7/2022).
5. Επειδή, στο άρθρο 115 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 2238/1994, ΦΕΚ Α΄ 151), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, μετά την προσθήκη σε αυτό τρίτης παραγράφου με την παράγραφο 6 του άρθρου 22 του ν. 2648/1998 (Α΄ 238) ορίζονται τα ακόλουθα: «1. Τα πρόσωπα που είναι διευθυντές, διαχειριστές ή διευθύνοντες σύμβουλοι και εκκαθαριστές των ημεδαπών ανώνυμων εταιριών […] κατά το χρόνο της διάλυσης ή συγχώνευσής τους, ευθύνονται προσωπικώς και αλληλεγγύως για την πληρωμή του φόρου που οφείλεται από αυτά τα νομικά πρόσωπα σύμφωνα με τον παρόντα, καθώς και του φόρου που παρακρατείται, ανεξάρτητα από το χρόνο βεβαίωσής τους. […] 3. Τα πρόσωπα που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 ευθύνονται προσωπικώς και αλληλεγγύως για τους παρακρατούμενους φόρους και κατά τη διάρκεια λειτουργίας του νομικού προσώπου που εκπροσωπούν, ως εξής: α) Αν έχει γίνει η παρακράτηση φόρου, όλα τα πρόσωπα που είχαν μία από τις ως άνω ιδιότητες από τη λήξη της προθεσμίας απόδοσης του φόρου και μετά. β) Αν δεν έχει γίνει η παρακράτηση φόρου, όλα τα πρόσωπα, που είχαν μία από τις πιο πάνω ιδιότητες κατά το χρόνο που υπήρχε η υποχρέωση παρακράτησης του φόρου». Η, κατά την τελευταία αυτή παράγραφο, προσωπική και αλληλέγγυα ευθύνη των εντεταλμένων στη διοίκηση νομικών προσώπων επεκτάθηκε, με το άρθρο 22 παρ. 7 του προαναφερθέντος ν. 2648/1998, και στις περιπτώσεις μη απόδοσης οφειλόμενου φόρου προστιθέμενης αξίας και φόρου κύκλου εργασιών [βλ. και άρθρα 45 περ. β΄ του ν. 1642/1986 (Α΄ 125) και 55 περ. β΄ του Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (ν. 2859/2000, Α΄ 248)].
Με τις ανωτέρω διατάξεις θεσπίζεται, ως προς τις μνημονευόμενες σε αυτές φορολογικές οφειλές των ημεδαπών ανωνύμων εταιρειών, προσωπική και αλληλέγγυος ευθύνη των προσώπων που διευθύνουν τις εν λόγω εταιρείες και στων οποίων τα διευθυντικά καθήκοντα περιλαμβάνεται και η μέριμνα για τη συμμόρφωση του νομικού προσώπου προς τις απορρέουσες από τη φορολογική νομοθεσία υποχρεώσεις του· η ευθύνη δε αυτή, η οποία είναι απλή, πρόσθετη ευθύνη για την πληρωμή των προαναφερθέντων φόρων του νομικού προσώπου, αναγόμενη στο στάδιο της εισπράξεως αυτών (βλ. ΣτΕ 7/2022, 2275/2017, 3333/2008 κ.ά), αποβλέπει στην επίτευξη του δημοσίου συμφέροντος σκοπού της διασφαλίσεως της εισπράξεως των οφειλομένων από τα νομικά πρόσωπα φόρων (βλ. ΣτΕ 7/2022, 1187/2018 7μ., 1028/2013 κ.ά). Εξάλλου, οι ως άνω διατάξεις πρέπει, πάντως, να ερμηνεύονται στενά, ως θεσπίζουσες εξαίρεση από την αρχή της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου των ανωνύμων εταιρειών και ιδρύουσες ευθύνη (φυσικών) προσώπων για αλλότρια χρέη (πρβλ. ΣτΕ 355/2023 Ολ., 674/2021 Ολ., 1242/2023, 7/2022 κ.ά).
6. Επειδή, περαιτέρω, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, ερμηνευόμενων, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη, κατά το γράμμα και τον σκοπό τους, τα πρόσωπα που μνημονεύονται σ’ αυτές ως αλληλεγγύως ευθυνόμενα ως εκ της διευθυντικής τους ιδιότητας σε νομικά πρόσωπα τεκμαίρεται ότι, ως εκ της ιδιότητάς τους ακριβώς αυτής, διέθεταν πράγματι την ανατεθείσα σε αυτούς εξουσία διοικήσεως της εταιρείας και ότι, κατά λογική συνεκδοχή, συνέβαλαν, με την άσκηση ή την παράλειψη άσκησης της εξουσίας αυτής, στη μη καταβολή των οφειλών της που προέρχονται, μεταξύ άλλων, από φορολογικές υποχρεώσεις. Και ναι μεν τούτο, κατ’ αρχήν, αρκεί για την έκδοση πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος τους, πλην όμως, το τεκμήριο αυτό είναι μαχητό επιτρεπομένης ανταποδείξεως. Μπορούν δηλαδή τα εν λόγω πρόσωπα να ανατρέψουν το πιο πάνω τεκμήριο, ισχυριζόμενοι και αποδεικνύοντας, μεταξύ άλλων, είτε ότι αγνοούσαν τον ορισμό τους ως εκπροσώπων της εταιρείας, είτε ότι δεν τον αποδέχθηκαν (πρβλ. ΣτΕ 5178-9/1997 7μ., 1118/2020, 2335/2020, 750/2007, 2938/2004, 1566/ 2002, 2712/2002), είτε ότι δεν είχαν πράγματι, παρά μόνον κατά το φαινόμενο, τη συγκεκριμένη ιδιότητα· το δε δικαστήριο της ουσίας οφείλει να ερευνήσει την ουσιαστική βασιμότητα των σχετικών ισχυρισμών των φερομένων ως εκπροσώπων της εταιρείας, με τους οποίους οι καθ’ ων η εκτέλεση αρνούνται, κατ’ ουσίαν, ότι έφεραν τη διευθυντική ιδιότητα που τους αποδίδεται και, επομένως, ότι διέθεταν τις αντίστοιχες εξουσίες και δυνατότητες (πρβλ. ΣτΕ 1242/2023, πρβλ. και 5178-9/1997 7μ.).
7. Επειδή, ενόψει όσων έγιναν δεκτά ανωτέρω, νομίμως εν προκειμένω το δικάσαν διοικητικό εφετείο, κατά την εξέταση του σχετικού λόγου εφέσεως του Δημοσίου, έκρινε, κατά τα προεκτεθέντα, νόμω βάσιμο και ερεύνησε περαιτέρω τον ισχυρισμό του αναιρεσιβλήτου ότι αν και φερόταν τυπικώς ως «διευθύνων σύμβουλος» της «ΑΝΩΝΥΜΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΕΜΠΟΡΙΑΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΕΞΑΓΩΓΗΣ ...», στην ουσία ο τίτλος αυτός ήταν «διακοσμητικός» και ο ίδιος απλός υπάλληλος· κρίνοντας δε τον ισχυρισμό αυτόν αποδεδειγμένο, απέρριψε την έφεση ως αβάσιμη.
Συνεπώς, ο περί του αντιθέτου ως άνω μόνος λόγος αναιρέσεως με τον οποίο πλήσσεται η νομιμότητα της κρίσεως αυτής χωρίς να αμφισβητείται η πραγματική της βάση είναι, κατά τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη 6, αβάσιμος και απορριπτέος, όπως και η κρινόμενη αίτηση στο σύνολό της.
Διά ταύτα
Απορρίπτει την αίτηση.
Επιβάλλει στο αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο τη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου, η οποία ανέρχεται στο ποσό των τετρακοσίων εξήντα (460) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 21 Μαρτίου 2023
Ο Πρόεδρος του Στ΄ Τμήματος Η Γραμματέας
Ιωάννης Β. Γράβαρης και μετά την αποχώρησή της
Η Γραμματέας του Στ΄ Τμήματος
Σταυρούλα Χάρου
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 25ης Ιουλίου 2024.
Ο Πρόεδρος του Στ´ Τμήματος Η Γραμματέας του Στ´ Τμήματος
Ιωάννης Β. Γράβαρης Σταυρούλα Χάρου
1974 - 2025 © Τετράβιβλος. Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος. Όροι και Προϋποθέσεις