ΣτΕ 1321/2024
ΑΙΤΗΣΗ ΑΚΥΡΩΣΗΣ ΚΑΤΑ ΠΡΑΞΗΣ ΓΙΑ ΚΑΤΑΒΟΛΗ ΦΟΡΟΥ ΛΟΓΩ ΑΓΟΡΑΣ ΑΚΙΝΗΤΟΥ – ΤΕΚΜΗΡΙΟ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ ΛΟΓΩ ΔΑΠΑΝΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΟΡΑ – ΣΕ ΠΟΙΕΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΔΕΝ ΕΦΑΡΜΟΖΕΤΑΙ ΤΟ ΤΕΚΜΗΡΙΟ – ΚΑΤΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΤΙΜΗΜΑΤΟΣ ΜΕΣΩ ΠΡΟΣΥΜΦΩΝΟΥ ΣΕ ΧΡΟΝΟ ΠΡΟΓΕΝΕΣΤΕΡΟ ΤΗΣ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΥ. - Εν προκειμένω κρίσιμος χρόνος για τον προσδιορισμό της ετήσιας τεκμαρτής δαπάνης των αναιρεσίβλητων ήταν το έτος της αποδεδειγμένης εξόφλησης του συμφωνηθέντος (βάσει του προσυμφώνου) τιμήματος και ότι μη νομίμως προσδιορίσθηκε από τη φορολογική αρχή το φορολογητέο εισόδημα κατά την ένδικη χρήση στο ποσό της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου κατά τον χρόνο κατάρτισης του οριστικού συμβολαίου – Απόρριψη κρινόμενης - (άρθρ. 4, 15, 17, 19 ΚΦΕ).
ΠΔ
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Β΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 2 Νοεμβρίου 2022, με την εξής σύνθεση: Μιχαήλ Πικραμένος, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Β΄ Τμήματος, Βικτωρία Πλαπούτα, Αγορίτσα Σδράκα, Σύμβουλοι, Μαρίνα Σκανδάλη, Νικόλαος Νικολάκης, Πάρεδροι. Γραμματέας η Αναστασία Ζυγουρίτσα, Γραμματέας του Β΄ Τμήματος.
Για να δικάσει την από 4 Μαΐου 2017 αίτηση:
των: 1. Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.) και 2. Προϊσταμένου της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας (Δ.Ο.Υ.) Ε΄ Πειραιώς, οι οποίοι παρέστησαν με τη Χρυσαυγή Γρηγοριάδου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και η οποία κατέθεσε δήλωση, σύμφωνα με το άρθρο 26 του ν. 4509/2017, περί μη εμφανίσεώς της, κατά των: 1. Γ. Σ. του Ν. και 2. Λ. συζύγου Γ. Σ., κατοίκων Πειραιώς Αττικής (. .), οι οποίοι παρέστησαν με τον δικηγόρο Στυλιανό Σμπώκο (Α.Μ. 13202), που τον διόρισαν με ειδικό πληρεξούσιο και ο οποίος κατέθεσε δήλωση, σύμφωνα με το άρθρο 26 του ν. 4509/2017, περί μη εμφανίσεώς του.
Με την αίτηση αυτή οι αναιρεσείοντες επιδιώκουν να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ. 1871/2016 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Μαρίνας Σκανδάλη.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά τον Νόμο
1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, για την άσκηση της οποίας δεν απαιτείται καταβολή παραβόλου, ζητείται η αναίρεση της 1871/2016 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς, με την οποία απορρίφθηκε έφεση του Ελληνικού Δημοσίου κατά της 3247/2014 αποφάσεως του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιώς. Με την τελευταία απόφαση, κατ’ αποδοχήν προσφυγής των αναιρεσίβλητων, είχε ακυρωθεί το ./12.11.2012 φύλλο ελέγχου φορολογίας εισοδήματος του Προϊσταμένου της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας (Δ.Ο.Υ.) Δ΄ Πειραιά, οικονομικού έτους 2008, με το οποίο είχε προσδιορισθεί το φορολογητέο εισόδημα του πρώτου αναιρεσίβλητου με την προσθήκη τεκμαρτής δαπάνης αποκτήσεως ακινήτου και είχε επιβληθεί σε βάρος του κύριος φόρος ποσού 64.933,17 ευρώ, πλέον προσαυξήσεων.
2. Επειδή, η κρινόμενη αίτηση εμπίπτει, ως εκ του χρόνου καταθέσεώς της, στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 53 παρ. 3 και 4 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), όπως έχει αντικατασταθεί από το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213), η δε παράγραφος 3 στη συνέχεια με το άρθρο 15 παρ. 2 του ν. 4446/2016 (Α΄ 240). Όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και το ./10.03.2017 σημείωμα προσδιορισμού φορολογικής διαφοράς του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Ε΄ Πειραιά, το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Δικαστηρίου ανέρχεται σε 64.933,17 ευρώ, και επομένως, υπερβαίνει το κατ’ άρθρο 53 παρ. 4 του π.δ. 18/1989 όριο των 40.000 ευρώ.
3. Επειδή, κατά το άρθρο 78 παρ. 1 του Συντάγματος «Κανένας φόρος δεν επιβάλλεται ούτε εισπράττεται χωρίς τυπικό νόμο που καθορίζει το υποκείμενο της φορολογίας και το εισόδημα, το είδος της περιουσίας, τις δαπάνες και τις συναλλαγές ή τις κατηγορίες τους, στις οποίες αναφέρεται ο φόρος». Όπως συνάγεται από την εν λόγω διάταξη, με την οποία καθορίζονται περιοριστικά τα στοιχεία που μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο φορολόγησης (εισόδημα, περιουσία, δαπάνες, συναλλαγές) ως μαρτυρούντα φοροδοτική ικανότητα, ναι μεν ο κοινός νομοθέτης δεν εμποδίζεται, κατ’ αρχήν, να θεσπίζει τρόπους τεκμαρτού προσδιορισμού της φορολογητέας ύλης, οφείλει όμως και στην περίπτωση αυτή να αποβλέπει στη φορολόγηση πράγματι υφισταμένων, κατά τα ανωτέρω, στοιχείων, καταστρώνοντας προς τούτο τεκμήρια αφ’ ενός μεν συνάδοντα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, αφ’ ετέρου δε μαχητά για τον φορολογούμενο (ΣτΕ 2826/2016 επταμ., 1841/2015 επταμ., πρβλ. ΣτΕ 884/2016 7μ.).
4. Επειδή, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 4, 15, 17, 19 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 2238/1994, Α΄ 151), ερμηνευόμενες σύμφωνα και με τα εκτεθέντα στη σκέψη 3, το θεσπιζόμενο με αυτές, μεταξύ άλλων, τεκμήριο φορολογητέου εισοδήματος λόγω δαπάνης για την αγορά ακινήτου (άρθρα 15, 17 περ. γ, 19) εφαρμόζεται μόνο στις περιπτώσεις που ο φορολογούμενος καταβάλλει χρηματικό ποσό για την αγορά ακινήτου (πρβλ. ΣτΕ 287/2009, 766/2015 κ.ά.), το ποσό δε της σχετικής δαπάνης φορολογείται ως εισόδημα της χρήσης κατά την οποία πράγματι καταβάλλεται, καθώς κατά τη χρήση αυτή υφίσταται, κατά λογική συνεκδοχή, η αντίστοιχη φοροδοτική ικανότητα (ΣτΕ 1421/2022, πρβλ. ΣτΕ 884/2016 επταμ.).
Ως εκ τούτου, σε περίπτωση που ο φορολογούμενος αποδεικνύει ότι το τίμημα για την αγορά ακινήτου εξοφλήθηκε πλήρως βάσει συμβολαιογραφικού προσυμφώνου σε προηγούμενη της καταρτίσεως του οριστικού συμβολαίου χρήση, δεν τίθεται ζήτημα εφαρμογής του ως άνω τεκμηρίου κατά τη χρήση κατά την οποία αποκτήθηκε η κυριότητα επί του ακινήτου (διά της καταρτίσεως του οριστικού συμβολαίου), εφόσον κατά τον χρόνο αυτό πράγματι δεν υπήρξε καταβολή χρηματικού ανταλλάγματος για την απόκτηση του ακινήτου. Εξάλλου, δεν ασκεί επιρροή από την εδώ εξεταζόμενη άποψη η από πλευράς φορολογίας μεταβίβασης ακινήτων αντιμετώπιση τέτοιων περιπτώσεων (ΣτΕ 1421/2022, πρβλ. ΣτΕ 2826/2016 επταμ., 1131/2010, 4061/1995).
5. Επειδή, εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, με το ./23.03.1979 προσύμφωνο πώλησης συμβολαιογράφου Αθηνών, συμφωνήθηκε η πώληση αγροτεμαχίου ευρισκομένου στη θέση «Στρίφι» του Δήμου Ελευσίνας, επιφάνειας 4.807,92 τ.μ., με αγοράστρια την ήδη δεύτερη αναιρεσίβλητη. Με το προσύμφωνο είχε συμφωνηθεί ως τίμημα πώλησης το ποσό των 448.000 δραχμών, με καταβολή αυτού σε είκοσι εννέα μηνιαίες δόσεις από τις 30 Μαρτίου 1979. Στη συνέχεια, σε εκτέλεση του ως άνω προσυμφώνου, συντάχθηκε (με αυτοσύμβαση κατά το άρθρο 235 Α.Κ.) οριστικό συμβόλαιο αγοραπωλησίας συμβολαιογράφου Αθηνών, σύμφωνα με το οποίο το συμφωνηθέν (με το προσύμφωνο) τίμημα αποπληρώθηκε κανονικά στις 30 Αυγούστου 1981 από την αγοράστρια (ήδη αναιρεσίβλητη), η οποία έκτοτε νεμόταν και κατείχε το εν λόγω αγροτεμάχιο ως απόλυτη και αποκλειστική κυρία, νομέας και κάτοχος αυτού. Στο ως άνω οριστικό συμβόλαιο αναφέρεται ως αντικειμενική αξία του ακινήτου το ποσό των 163.853 ευρώ, επί του οποίου καταβλήθηκε από την αγοράστρια φόρος μεταβίβασης ακινήτων (Φ.Μ.Α.) ποσού 14.880,17 ευρώ, με βάση την ./2007 δήλωση Φ.Μ.Α. προς τη Δ.Ο.Υ. Ελευσίνας.
Εξάλλου, για το οικονομικό έτος 2008 υποβλήθηκαν από τους αναιρεσίβλητους οι εξής κοινές δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος: α) αρχική δήλωση, η οποία ήταν μηδενική και β) συμπληρωματική δήλωση, στην οποία οι αναιρεσίβλητοι δήλωσαν στον κωδικό . (δαπάνη για την αγορά ακινήτων) το ποσό των 18.621,92 ευρώ. Ακολούθως, με κλήση προς ακρόαση της φορολογικής αρχής, η δεύτερη αναιρεσίβλητη κλήθηκε να υποβάλει εγγράφως τις απόψεις της και να προσκομίσει κάθε στοιχείο σχετικά με την συμπληρωματική δήλωση. Η αναιρεσίβλητη ανέφερε τα προπαρατιθέμενα πραγματικά περιστατικά, χωρίς, ωστόσο, οι εξηγήσεις της να γίνουν δεκτές από τη φορολογική αρχή.
Ακολούθησε έλεγχος φορολογίας εισοδήματος για την εξακρίβωση της ορθότητας της υποβληθείσας συμπληρωματικής δήλωσης, ο οποίος κατέληξε στο ότι ως αξία του επίμαχου ακινήτου, στον κωδικό 736, έπρεπε να έχει δηλωθεί το ποσό των 179.845,42 ευρώ [το οποίο αντιστοιχεί στην αντικειμενική αξία του ακινήτου (163.853 ευρώ) μείον το καταβληθέν τίμημα ποσού 1.314,75 ευρώ (448.000 δρχ), πλέον Φ.Μ.Α. ποσού 14.880,17 ευρώ, πλέον τελών και δικαιωμάτων ποσού 2.427 ευρώ]. Στη συνέχεια, ο Προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. Δ΄ Πειραιά εξέδωσε το ./12.11.2002 φύλλο ελέγχου φορολογίας εισοδήματος, οικονομικού έτους 2008, με το οποίο το φορολογητέο εισόδημα του πρώτου αναιρεσίβλητου υπολογίσθηκε στο ποσό των 179.845,42 ευρώ, αντί του δηλωθέντος ποσού των 18.621,92 ευρώ, και καταλογίσθηκε σε βάρος του ποσό κύριου φόρου 64.933,17 ευρώ, πλέον προσθέτου φόρου λόγω ανακρίβειας της δήλωσης σε ποσοστό 114% (71.578,10 ευρώ), ήτοι συνολικά ποσό 134.365,91 ευρώ.
Κατά του παραπάνω φύλλου ελέγχου οι αναιρεσίβλητοι άσκησαν προσφυγή, με την οποία προέβαλαν ότι το πραγματικό τίμημα της αγοραπωλησίας του επίμαχου ακινήτου ήταν το ποσό των 448.000 δραχμών, το οποίο είχε καταβληθεί από αυτούς προ είκοσι έξι και πλέον ετών σε εκτέλεση του συμβολαιογραφικού προσυμφώνου, κατά δε την υπογραφή του οριστικού συμβολαίου αγοραπωλησίας, το οποίο καταρτίσθηκε με αυτοσύμβαση, ουδέν ποσό κατέβαλαν, πλην των εξόδων σύνταξης και μεταγραφής του συμβολαίου καθώς και του φόρου μεταβίβασης ακινήτου. Προς απόδειξη των ισχυρισμών τους προσκόμισαν πρωτοδίκως επικυρωμένα αντίγραφα 29 συναλλαγματικών και μίας απόδειξης, με τις οποίες εξοφλήθηκε το προαναφερόμενο τίμημα των 448.000 δραχμών σε είκοσι εννέα μηνιαίες δόσεις, της πρώτης καταβληθείσας στις 30.03.1979 και της τελευταίας στις 30.08.1981. Κατά τα ήδη εκτεθέντα, η προσφυγή έγινε δεκτή με την 3274/2014 απόφαση του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία ακυρώθηκε το ένδικο φύλλο ελέγχου.
Κατά της αποφάσεως αυτής ασκήθηκε έφεση από το Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο υποστήριξε ότι νομίμως η φορολογική αρχή, κατά την έκδοση της ένδικης καταλογιστικής πράξης φόρου εισοδήματος κατ’ εφαρμογή του άρθρου 17 του ν. 2238/1994, έλαβε υπόψη ως δαπάνη για την αγορά του εν λόγω ακινήτου ποσό που αντιστοιχεί στην αντικειμενική αξία του μεταβιβασθέντος ακινήτου, συν φόρους και λοιπά τέλη και δικαιώματα, μείον το εισπραχθέν τίμημα, δοθέντος ότι οι αναιρεσίβλητοι κατά τον καθορισμό της φορολογητέας αξίας στη φορολογία μεταβίβασης ακινήτου δεν αμφισβήτησαν τις προκαθορισμένες τιμές με προσφυγή ενώπιον του αρμοδίου Δικαστηρίου. Το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε ότι κατά την έννοια των άρθρων 4, 17 και 19 του Κ.Φ.Ε., κρίσιμος χρόνος για τον προσδιορισμό της ετήσιας τεκμαρτής δαπάνης του φορολογουμένου λόγω αγοράς ακινήτου είναι ο χρόνος κατά τον οποίο ο αγοραστής ακινήτου, ο οποίος προέβη στην κατάρτιση συμβολαιογραφικού προσυμφώνου, αποδεδειγμένα κατέβαλε το συνολικό τίμημα στον πωλητή, το οποίο αποτελεί το αληθές τίμημα για την αγορά αυτή.
Εν προκειμένω, το δικάσαν δικαστήριο δέχθηκε ότι οι αναιρεσίβλητοι, σε εκτέλεση του συμβολαιογραφικού προσυμφώνου, είχαν ήδη από το έτος 1981 αποδεδειγμένα καταβάλει το τίμημα για την αγορά του εν λόγω ακινήτου, ύψους 448.000 δραχμών, το οποίο αποτελεί το αληθές τίμημα για την αγορά αυτή, και, επομένως, κρίσιμος χρόνος για τον προσδιορισμό της ετήσιας τεκμαρτής δαπάνης είναι το ως άνω έτος της αποδεδειγμένης εξόφλησης του συμφωνηθέντος τιμήματος, και όχι το οικονομικό έτος της υπογραφής του οριστικού συμβολαίου πώλησης, κατά το οποίο κανένα ποσό δεν καταβλήθηκε προς τον πωλητή για την απόκτηση του ακινήτου. Κατά το δικάσαν δικαστήριο, η μόνη δαπάνη που καταβλήθηκε ως προς το εν λόγω ακίνητο κατά το ένδικο οικονομικό έτος αφορούσε στο Φ.Μ.Α. (πλέον τελών και δικαιωμάτων), η οποία ανερχόταν στο δηλωθέν με την ./25.10.2011 συμπληρωματική δήλωση φορολογίας εισοδήματος ποσό των 18.621,92 ευρώ. Με βάση τα ανωτέρω, το Διοικητικό Εφετείο έκρινε ότι μη νομίμως προσδιορίσθηκε από τη φορολογική αρχή το φορολογητέο εισόδημα της αναιρεσίβλητης κατά το ένδικο οικονομικό έτος στο ποσό των 179.845,42 ευρώ, και, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση, απέρριψε την ασκηθείσα έφεση του Δημοσίου ως αβάσιμη.
6. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση το αναιρεσείον Δημόσιο προβάλλει ότι το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο, δεχόμενο τα ανωτέρω, προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία και πλημμελή εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 4, 15, 17 και 19 του Κ.Φ.Ε.. Ειδικότερα, προβάλλεται ότι σε περίπτωση καταρτίσεως οριστικής συμβάσεως μεταβιβάσεως ακινήτου (σε εκτέλεση συμβολαιογραφικού προσυμφώνου) σε χρόνο που είχε εισαχθεί το αντικειμενικό σύστημα προσδιορισμού αξίας ακινήτων, στο πλαίσιο φορολογίας εισοδήματος, ως δαπάνη για την αγορά του ακινήτου πρέπει να ληφθεί υπόψη το ποσό που αναγράφεται στο οριστικό συμβόλαιο αγοραπωλησίας και αντιστοιχεί στην αντικειμενική αξία του ακινήτου κατά τον χρόνο κατάρτισης του συμβολαίου, βάσει του οποίου καταβλήθηκε και ο Φόρος Μεταβίβασης Ακινήτων (ΦΜΑ), εφόσον το ποσό αυτό υπερβαίνει το ποσό που δηλώθηκε αρχικώς ως καταβληθέν τίμημα σε εκτέλεση του προσυμφώνου. Κατά το αναιρεσείον, δεν είναι δυνατόν για το ίδιο ακίνητο να λαμβάνεται υπόψη διαφορετική αξία στη φορολογία εισοδήματος σε σχέση με τη φορολογία μεταβίβασης ακινήτων.
Επομένως, κατά τα προβαλλόμενα, κρίσιμος χρόνος για τον προσδιορισμό της ετήσιας τεκμαρτής δαπάνης λόγω αγοράς ακινήτου είναι αυτός της καταρτίσεως του οριστικού συμβολαίου μεταβίβασης, όταν το τίμημα που προκύπτει από το οριστικό συμβόλαιο, τη δήλωση ΦΜΑ και τον καταβληθέντα ΦΜΑ συμπίπτει με την αντικειμενική αξία του ακινήτου κατά τον χρόνο κατάρτισης του οριστικού συμβολαίου και υπερβαίνει το δηλωθέν ως καταβληθέν με βάση το συμβολαιογραφικό προσύμφωνο τίμημα. Προς θεμελίωση του παραδεκτού της αιτήσεως, κατά το άρθρο 53 παρ. 3 του π.δ. 18/1989, προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι ως προς τα ανωτέρω νομικό ζήτημα δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Πράγματι, κατά τον χρόνο ασκήσεως της κρινόμενης αιτήσεως δεν υπήρχε νομολογία του Δικαστηρίου ως προς το ειδικότερο αυτό ζήτημα και, επομένως, ο ισχυρισμός είναι βάσιμος και ο λόγος προβάλλεται παραδεκτώς. Ωστόσο, σύμφωνα με όσα έχουν γίνει δεκτά στη σκέψη 4, για την εφαρμογή του τεκμηρίου του άρθρου 17 περ. γ΄ του ν. 2238/1994, κρίσιμος δεν είναι ο χρόνος καταρτίσεως του οριστικού συμβολαίου, όταν κατά τον χρόνο αυτό καμία δαπάνη δεν πραγματοποιήθηκε ως προς την αγορά του ακινήτου, αλλά ο χρόνος κατά τον οποίο πράγματι καταβλήθηκε το τίμημα, καθώς κατά το χρονικό αυτό σημείο τεκμαίρεται ότι υπάρχει η αντίστοιχη φοροδοτική ικανότητα του φορολογουμένου, στην οποία και αποβλέπει η εφαρμογή του εν λόγω τεκμηρίου.
Εν προκειμένω, όπως δέχθηκε το δικάσαν δικαστήριο, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, και ουδέποτε αμφισβήτησε, άλλωστε, η φορολογική αρχή, το αληθές τίμημα για την απόκτηση του ένδικου ακινήτου, το οποίο ανερχόταν σε 448.000 δρχ., είχε ήδη καταβληθεί, σε εκτέλεση σχετικού συμβολαιογραφικού προσυμφώνου, ήδη από το έτος 1981, ενώ κατά το (ένδικο) οικονομικό έτος της υπογραφής του οριστικού συμβολαίου πώλησης ουδέν ποσό καταβλήθηκε προς τον πωλητή προς απόκτηση του ακινήτου, το μόνο δε ποσό που καταβλήθηκε κατά τη χρήση αυτή ήταν ο αναλογούν ΦΜΑ (πλέον τελών και δικαιωμάτων), το οποίο και δηλώθηκε με τη συμπληρωματική δήλωση. Ενόψει τούτων, ορθώς κρίθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ότι εν προκειμένω κρίσιμος χρόνος για τον προσδιορισμό της ετήσιας τεκμαρτής δαπάνης των αναιρεσίβλητων ήταν το έτος της αποδεδειγμένης εξόφλησης του συμφωνηθέντος (βάσει του προσυμφώνου) τιμήματος και ότι μη νομίμως προσδιορίσθηκε από τη φορολογική αρχή το φορολογητέο εισόδημα κατά την ένδικη χρήση στο ποσό της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου κατά τον χρόνο κατάρτισης του οριστικού συμβολαίου, τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα.
7. Επειδή, κατόπιν τούτων και μη προβαλλομένου άλλου λόγου αναιρέσεως, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί.
Διά ταύτα
Απορρίπτει την αίτηση.
Επιβάλλει στο Δημόσιο τη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, η οποία ανέρχεται σε τετρακόσια εξήντα (460) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 10 Νοεμβρίου 2022
Ο Πρόεδρος του Β΄ Τμήματος Η Γραμματέας του Β΄ Τμήματος και μετά την αποχώρησή της
Μιχαήλ Πικραμένος Καλλιόπη Ανδρέου
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 25ης Σεπτεμβρίου 2024.
Ο Προεδρεύων Αντιπρόεδρος Η Γραμματέας
Δημήτριος Εμμανουηλίδης Καλλιόπη Ανδρέου
1974 - 2025 © Τετράβιβλος. Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος. Όροι και Προϋποθέσεις