Συνθετη Αναζητηση Νομοθεσιας - Νομολογιας

Νομοθεσία

ΣτΕ 1742/2024 ΚΑΤΑΔΙΚΗ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ ΓΙΑ ΠΛΑΣΤΟΓΡΑΦΙΑ – ΑΥΤΟΔΙΚΑΙΗ ΑΠΩΛΕΙΑ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗΣ ΙΔΙΟΤΗΤΑΣ ΜΕ ΔΙΑΠΙΣΤΩΤΙΚΗ ΠΡΑΞΗ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ

 

ΣτΕ 1742/2024


ΚΑΤΑΔΙΚΗ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ ΓΙΑ ΠΛΑΣΤΟΓΡΑΦΙΑ – ΑΥΤΟΔΙΚΑΙΗ ΑΠΩΛΕΙΑ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗΣ ΙΔΙΟΤΗΤΑΣ ΜΕ ΔΙΑΠΙΣΤΩΤΙΚΗ ΠΡΑΞΗ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ – ΣΚΟΠΟΣ ΤΟΥ ΜΕΤΡΟΥ – ΤΥΧΟΝ ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΣΤΗΝ ΕΚΤΙΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΝΗΣ ΔΕΝ ΕΠΗΡΕΑΖΕΙ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΠΙΣΤΩΤΙΚΗΣ ΠΡΑΞΗΣ – ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΗ ΝΑ ΕΧΕΙ ΚΑΤΑΣΤΕΙ Η ΑΠΟΦΑΣΗ ΑΜΕΤΑΚΛΗΤΗ– ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ ΠΕΡΙ ΑΔΥΝΑΜΙΑΣ ΒΙΟΠΟΡΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΗΣΗΣ ΤΟΥ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ ΚΛΠ ΔΕΝ ΑΣΚΟΥΝ ΕΠΙΡΡΟΗ – ΕΝΝΟΜΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ. - Αποκλειστική προϋπόθεση για τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης διαπιστωτικής πράξης είναι η συνδρομή του αντικειμενικού δεδομένου της αμετάκλητης ποινικής καταδίκης για ένα από τα προβλεπόμενα στη διάταξη του άρθρου 6 του Κώδικα Δικηγόρων ποινικά αδικήματα, προϋπόθεση η οποία συντρέχει εν προκειμένω, παρίσταται δε νομικώς αδιάφορο το γεγονός ότι κατά την έκδοση της πράξης αυτής είχε παρέλθει ο χρόνος αναστολής εκτελέσεως της αποφάσεως του Α΄ Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών – Απόρριψη κρινόμενης - (άρθρ. 6, 7 Κωδ Δικηγ).

ΠΔ


ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Γ΄

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 7 Μαρτίου 2024, με την εξής σύνθεση: Διομήδης Κυριλλόπουλος, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Γ΄ Τμήματος, Βασίλειος Ανδρουλάκης, Σταυρούλα Κτιστάκη, Σύμβουλοι, Ελευθέριος Μελισσαρίδης, Σπυριδούλα Καρύδα, Πάρεδροι. Γραμματέας η Κωνσταντίνα Γκιώκα, Γραμματέας του Γ΄ Τμήματος.

Για να δικάσει την από 29 Σεπτεμβρίου 2023 αίτηση:

του ., κατοίκου Νέας Ερυθραίας Αττικής (.), ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Παναγιώτη Μπαλακτάρη (Α.Μ. 27029), που τον διόρισε στο ακροατήριο,

κατά του Υπουργού Δικαιοσύνης, ο οποίος παρέστη με τη Σπυριδούλα Θωμοπούλου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.

Με την αίτηση αυτή ο αιτών επιδιώκει να ακυρωθεί η υπ’ αριθμ. ./9.8.2023 απόφαση του Προϊσταμένου της Γενικής Διεύθυνσης Δικαιοσύνης του Υπουργείου Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Γ΄ ./17.8.2023).

Οι πληρεξούσιοι των διαδίκων δήλωσαν, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 21 του Κανονισμού Λειτουργίας του Δικαστηρίου, ότι δεν θα αγορεύσουν.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Παρέδρου Ελευθέριου Μελισσαρίδη.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

Σκέφθηκε κατά τον Νόμο

1. Επειδή, για την άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (βλ. κωδικός ηλεκτρονικού παραβόλου ./2023).

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωση της ./ 9.8.2023 πράξης του Προϊσταμένου της Γενικής Διεύθυνσης Δικαιοσύνης του Υπουργείου Δικαιοσύνης (Γ΄ ./17.8.2023), με την οποία διαπιστώθηκε η από 14.3.2017 αυτοδίκαιη αποβολή της δικηγορικής ιδιότητας του αιτούντος, μέλους του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, λόγω ποινικής καταδίκης του για το αδίκημα της πλαστογραφίας σε ποινή φυλάκισης δέκα τεσσάρων μηνών με τριετή αναστολή, με την 2599/25.9.2015 απόφαση του Α΄ Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, η οποία κατέστη αμετάκλητη κατόπιν της δημοσίευσης της 471/14.3.2017 αποφάσεως του Αρείου Πάγου.

3. Επειδή, στο άρθρο 6 του Κώδικα Δικηγόρων (ν. 4194/2013, Α΄ 208), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 παρ. 1 του ν. 4745/2020 (Α΄ 214), ορίζεται ότι “Ο δικηγόρος πρέπει: 1. … 4. Να μην έχει καταδικασθεί αμετάκλητα: α) … β) για τα εγκλήματα της ... πλαστογραφίας ...”. Εξάλλου, στο άρθρο 7 παρ. 1 περ. α΄ και παρ. 3 του ίδιου Κώδικα ορίζονται τα εξής: “Αποβάλει αυτοδίκαια την ιδιότητα του δικηγόρου και διαγράφεται από το μητρώο του συλλόγου του οποίου είναι μέλος: α) Εκείνος που στο πρόσωπό του συντρέχει περίπτωση από αυτές που αποκλείουν τη δυνατότητα διορισμού του ως δικηγόρου κατά τις διατάξεις του Κώδικα. β) … 3. Ο Υπουργός Δικαιοσύνης, αυτεπάγγελτα ή ύστερα από αίτηση του οικείου δικηγορικού συλλόγου, βεβαιώνει την απώλεια της ιδιότητας του δικηγόρου, αφότου επήλθε το γεγονός που την προκάλεσε. Η απόφαση αυτή, ανακοινώνεται στον οικείο δικηγορικό σύλλογο και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Το κύρος των διαδικαστικών και δικονομικών πράξεων που διενήργησε ο δικηγόρος μέχρι την έκδοση της πιο πάνω απόφασης δεν θίγεται”. Τέλος, στο άρθρο 166 παρ. 1 του ν. 4194/2013 προβλέπεται ότι οι διατάξεις του ανωτέρω Κώδικα είναι ειδικές έναντι κάθε άλλης διάταξης.

4. Επειδή, ο Ποινικός Κώδικας (Π.Κ.) που κυρώθηκε με τον ν. 1492/1950 (Α΄ 182) και αποδόθηκε στη δημοτική με το π.δ. 283/1985 (Α΄ 106), και ίσχυε κατά τον χρόνο που τελέσθηκε το αδίκημα της πλαστογραφίας, για το οποίο καταδικάσθηκε αμετακλήτως ο αιτών, (2008), ρύθμιζε στα άρθρα 99 επ. την υπό όρο αναστολή εκτέλεσης της ποινής για ορισμένο χρονικό διάστημα, όριζε δε, ειδικότερα, στο άρθρο 102 παρ. 2 ότι αν η αναστολή δεν αρθεί ή δεν ανακληθεί, “η ποινή που είχε ανασταλεί θεωρείται σαν να μην είχε επιβληθεί” και στο άρθρο 104 παρ. 2 ότι “Οι παρεπόμενες της ποινής στερήσεις δικαιωμάτων και ανικανότητες αναστέλλονται και εξαλείφονται μαζί με την κύρια ποινή …”. Εξάλλου, στον νέο Ποινικό Κώδικα (ν. 4619/2019, Α΄ 95), η υπό όρο αναστολή εκτέλεσης της ποινής για ορισμένο χρονικό διάστημα ρυθμίζεται στα άρθρα 99 επ., στο δε άρθρο 102 παρ. 2 του Κώδικα αυτού περιέχεται ρύθμιση ίδιου περιεχομένου με την προεκτεθείσα ρύθμιση του ταυτάριθμου άρθρου του προϊσχύσαντος Π.Κ., ενώ στο άρθρο 104 παρ. 2 αυτού προβλέπεται ότι: “Οι παρεπόμενες ποινές αναστέλλονται και εξαλείφονται μαζί με την κύρια ποινή …”. Περαιτέρω, στον ίδιο Ποινικό Κώδικα, ορίζεται στο άρθρο 60 ότι: “1. Αν ο υπαίτιος καταδικάστηκε σε ποινή κάθειρξης, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει αποστέρηση της δημόσιας θέσης ή του δημόσιου ή αυτοδιοικητικού αξιώματος που κατέχει, εφόσον η πράξη του συνιστά βαριά παράβαση των καθηκόντων του. 2. Η αποστέρηση επέρχεται μόλις η απόφαση γίνει αμετάκλητη.” και στο άρθρο 65 ότι: “1. Αν ο υπαίτιος διέπραξε έγκλημα με βαριά παράβαση των καθηκόντων του επαγγέλματός του, για την άσκηση του οποίου απαιτείται ειδική άδεια της αρχής, και εφόσον του επιβλήθηκε ποινή στερητική της ελευθερίας τουλάχιστον δύο ετών, το δικαστήριο μπορεί να απαγορεύσει την άσκηση του επαγγέλματος αυτού για χρονικό διάστημα από ένα μήνα έως δύο έτη. 2. Η απαγόρευση άσκησης επαγγέλματος αρχίζει μόλις η απόφαση γίνει αμετάκλητη και η διάρκειά της, εφόσον ο δράστης κρατείται, υπολογίζεται από την επομένη της ημέρας κατά την οποία απολύεται από τη φυλακή”.

5. Επειδή, από τις παρατεθείσες στη σκέψη 3 διατάξεις του Κώδικα Δικηγόρων προκύπτει ότι σε περίπτωση αμετάκλητης καταδίκης δικηγόρου για ποινικό αδίκημα προβλεπόμενο στην παράγραφο 4 του άρθρου 6, εκδίδεται υποχρεωτικά πράξη του Υπουργού Δικαιοσύνης για τη διαπίστωση του γεγονότος αυτού που έχει ως συνέπεια την αυτοδίκαιη αποβολή της δικηγορικής του ιδιότητας (βλ. ΣτΕ 2499/2022, 1869/2022 επταμελ., 350, 735/2020, 1432/2019, 2480/2018, 1523, 2333/2017 κ.ά.). Εξάλλου, κατά την έννοια των ίδιων διατάξεων, η διαπιστωτική πράξη περί αποβολής της δικηγορικής ιδιότητας ανατρέχει στον χρόνο κατά τον οποίο η ποινική καταδίκη κατέστη αμετάκλητη (βλ. ΣτΕ 2499/2022, 1869/2020 επταμελ., 735/2020, 2480/2018, 3999/2015). Περαιτέρω, η αυτοδίκαιη απώλεια της δικηγορικής ιδιότητας λόγω αμετάκλητης ποινικής καταδίκης δεν συνιστά κύρωση ποινικού ή πειθαρχικού χαρακτήρα αλλά μέτρο διοικητικής φύσης, το οποίο δεν έχει σκοπό την πρόληψη ή την καταστολή ορισμένης συμπεριφοράς, αλλά τη διαφύλαξη του κύρους του δικηγορικού λειτουργήματος και την προστασία του κοινού από ενδεχόμενες περαιτέρω επιβλαβείς ενέργειες του αμετακλήτως καταδικασθέντος για σοβαρό ποινικό αδίκημα δικηγόρου (βλ. ΣτΕ 2499/ 2022, 350, 735/2020, 931/2018, 1523/2017, 2469, 2932, 3999/2015).

6. Επειδή, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 7 του Κώδικα Δικηγόρων (ν. 4194/2013), δεν ασκεί επιρροή στην υποχρεωτική, κατά τα γενόμενα δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, έκδοση της διαπιστωτικής πράξης του Υπουργού Δικαιοσύνης περί αυτοδίκαιης αποβολής της δικηγορικής ιδιότητας λόγω αμετάκλητης ποινικής καταδίκης του δικηγόρου η αναστολή εκτέλεσης βάσει των οικείων διατάξεων του Ποινικού Κώδικα. Τούτο δε διότι, η ανωτέρω διάταξη αυτή είναι ειδική για το ζήτημα της αποβολής της δικηγορικής ιδιότητας λόγω αμετάκλητης καταδίκης, αποσκοπεί δε στη δημιουργία αυστηρού καθεστώτος προς διαφύλαξη του κύρους του δικηγορικού λειτουργήματος και της καλής λειτουργίας της Δικαιοσύνης. Ως ειδικότερη δε η διάταξη αυτή υπερισχύει τόσο του Ποινικού Κώδικα (ν. 1492/1950) που ίσχυε κατά το χρόνο που κατέστη αμετάκλητη η ποινική καταδίκη του αιτούντος για το αδίκημα της πλαστογραφίας, όσο και του νέου Ποινικού Κώδικα (ν. 4619/2019), ο οποίος ίσχυε κατά το χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης πράξης. Από την πρόβλεψη δε του άρθρου 102 παρ. 2 του νέου Ποινικού Κώδικα, η οποία επαναλαμβάνει τη ρύθμιση του άρθρου 102 παρ. 2 του προϊσχύσαντος Ποινικού Κώδικα, δεν προκύπτει ότι δεν επιτρέπεται πλέον, σε περίπτωση χορήγησης αναστολής εκτέλεσης της ποινής ή παρέλευσης του χρονικού διαστήματος αυτής, η έκδοση διαπιστωτικής αποφάσεως περί της αυτοδίκαιης αποβολής της δικηγορικής ιδιότητας λόγω αμετάκλητης ποινικής καταδίκης, η οποία αφορά, όπως προεκτέθηκε, την επιβολή διοικητικού μέτρου και όχι την επιβολή ποινής του ποινικού δικαίου.

7. Επειδή, οι ανωτέρω διατάξεις του Κώδικα Δικηγόρων (ν. 4194/2013) δεν παραβιάζουν την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος) ή άλλη συνταγματική διάταξη ή αρχή. Και τούτο, διότι, όπως συνάγεται από αυτές, ερμηνευόμενες σύμφωνα με τους κανόνες της λογικής και τα διδάγματα της κοινής πείρας, σε συνδυασμό με τις διατάξεις που διέπουν την άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος και τη λειτουργία του στο πλαίσιο της απονομής της δικαιοσύνης (βλ. σχετ. ΣτΕ 1666/2011 Ολομ., σκ. 5), με τις ρυθμίσεις αυτές εξυπηρετείται σκοπός δημοσίου συμφέροντος. Ειδικότερα, το δικηγορικό επάγγελμα είναι μεν ελευθέριο επάγγελμα έχει όμως παράλληλα και τον χαρακτήρα δημόσιου λειτουργήματος, συνδεόμενου με το σύστημα απονομής της δικαιοσύνης.

Συνεπώς, η ρυθμιστική επέμβαση του νομοθέτη, ως προς τους όρους εισόδου, άσκησης και εξόδου από αυτό, πρέπει να υπαγορεύεται από κριτήρια πρόσφορα για την επίτευξη του επιδιωκομένου από τον νόμο σκοπού και να καθιερώνει προϋποθέσεις που να ανάγονται στην ηθική συγκρότηση, τις επιστημονικές και τις εν γένει διανοητικές ικανότητες του δικηγόρου, ώστε η λειτουργία της δικαιοσύνης να υπηρετείται από πρόσωπα διαπιστωμένης επιστημονικής ικανότητας και ηθικής υπόστασης (βλ. ΣτΕ 3516/2013 Ολομ., 413/1993 Ολομ., κ.ά.). Από τις επίμαχες ρυθμίσεις συνάγεται ότι ο νομοθέτης δεν ανέχεται την άσκηση της δικηγορίας ως ελευθέριου επαγγέλματος και ταυτόχρονα δημόσιου λειτουργήματος, από πρόσωπα που θεωρεί κατά την, καταρχήν ανέλεγκτη δικαστικά κρίση του, ότι λόγω της αμετάκλητης καταδίκης τους για συγκεκριμένα ποινικά αδικήματα, δεν διαθέτουν την απαιτούμενη ηθική υπόσταση και το απαιτούμενο κύρος και δεν εμπνέουν την απαιτούμενη εμπιστοσύνη στο πρόσωπό τους, ενώ με τις ρυθμίσεις αυτές, ο νομοθέτης επεδίωξε και τη διαφύλαξη του κύρους του δικηγορικού λειτουργήματος εν γένει.

Συνεπώς, οι ρυθμίσεις αυτές σκοπούν στην καλή λειτουργία της Δικαιοσύνης, με την άσκηση της δικηγορίας από πρόσωπα που διαθέτουν τα κατάλληλα ηθικά προσόντα δεν παρίστανται δε προδήλως απρόσφορες ή μη αναγκαίες για την επίτευξη του ανωτέρω σκοπού δημοσίου συμφέροντος ούτε υπερακοντίζουν, και μάλιστα προδήλως, τον ανωτέρω σκοπό. Συνεπώς, οι ανωτέρω ρυθμίσεις κείνται εντός του περιθωρίου εκτίμησης του νομοθέτη, δεν απόκειται δε στον δικαστή, ο έλεγχος του οποίου είναι οριακός, να υποδείξει στον νομοθέτη άλλη επιλογή, όπως είναι η συνεκτίμηση και άλλων παραγόντων πλην της καταδικαστικής απόφασης, προκειμένου να επέλθει η αποβολή της δικηγορικής ιδιότητας (βλ. ΣτΕ 2499/2022, 350/2020, 2480/2018, 2496, 3999/2015).

8. Επειδή, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, ο αιτών διορίσθηκε δικηγόρος στο Πρωτοδικείο Αθηνών με την ./29.1.1986 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης (Γ΄ ./1.1.1986) και ενεγράφη στον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών στις 3.3.1986. Με την 2599/2015 απόφαση του Α΄ Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών καταδικάσθηκε σε φυλάκιση δέκα τεσσάρων μηνών για διάφορα αδικήματα, μεταξύ των οποίων και για πλαστογραφία, τελεσθείσα το έτος 2008. Η απόφαση αυτή κατέστη αμετάκλητη με την 471/14.3.2017 απόφαση του Αρείου Πάγου, με την οποία απορρίφθηκε η κατ’ αυτής ασκηθείσα εκ μέρους του αιτούντος αίτηση αναιρέσεως. Κατόπιν αυτών, εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διοικητική πράξη, με την οποία διαπιστώθηκε η αυτοδίκαιη αποβολή της δικηγορικής ιδιότητας του αιτούντος από την ημερομηνία δημοσίευσης της απόφασης του Αρείου Πάγου, δηλαδή από τις 14-3-2017, σύμφωνα με τις διατάξεις του στοιχείου β’ της παρ. 4 του άρθρου 6 και της παρ. 3 του άρθρου 7 του ν. 4194/2013. Μετά τη δημοσίευση της πράξης αυτής στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (Γ΄ ./17.8.2023), ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών διέγραψε τον αιτούντα από τα μητρώα του αναδρομικά από τις 14.3.2017.

9. Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση ακυρώσεως, προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε μη νομίμως, διότι κατά τον χρόνο εκδόσεώς της είχε συμπληρωθεί ο χρόνος της τριετούς αναστολής της ποινής η οποία είχε χορηγηθεί με την 2599/2015 απόφαση του Α΄ Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Ειδικότερα, κατά τους ισχυρισμούς του αιτούντος, είτε ληφθεί ως χρονικό σημείο έναρξης της τριετούς αναστολής η δημοσίευση της 2599/25.9.2015 απόφασης του Α΄ Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, είτε η δημοσίευση της 471/14.3.2017 απόφασης του Αρείου Πάγου, με την οποία κατέστη αμετάκλητη η προαναφερθείσα απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, ο χρόνος της τριετούς αναστολής είχε συμπληρωθεί πριν από τον χρόνο έκδοσης και δημοσίευσης της προσβαλλομένης πράξης της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και, ως εκ τούτου, δεν ήταν δυνατόν η ποινική αυτή απόφαση να αποτελέσει νόμιμο έρεισμα για την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος διότι, κατά τα γενόμενα δεκτά στην σκέψη 6, αποκλειστική προϋπόθεση για τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης διαπιστωτικής πράξης είναι η συνδρομή του αντικειμενικού δεδομένου της αμετάκλητης ποινικής καταδίκης για ένα από τα προβλεπόμενα στη διάταξη του άρθρου 6 του Κώδικα Δικηγόρων ποινικά αδικήματα, προϋπόθεση η οποία συντρέχει εν προκειμένω, παρίσταται δε νομικώς αδιάφορο το γεγονός ότι κατά την έκδοση της πράξης αυτής είχε παρέλθει ο χρόνος αναστολής εκτελέσεως της 2599/2015 αποφάσεως του Α΄ Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών (βλ. ΣτΕ 1524/2017 σκ. 5, 3999, 2932/2015, ΑΠ 537/1999). Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθούν και οι ισχυρισμοί του αιτούντος με τους οποίους προβάλλεται (α) ότι η προσβαλλόμενη εκδόθηκε κατά παράβαση των άρθρων 101 και 102 του (νέου) Ποινικού Κώδικα (ν. 4619/ 2019, Α΄ 95), (β) ότι η Διοίκηση έπρεπε να αναζητήσει το ποινικό μητρώο του αιτούντος και, εφόσον προέκυπτε ότι η επιβληθείσα σε αυτόν ποινή είχε εξαλειφθεί, έπρεπε να απόσχει από την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης και (γ) ότι μη νομίμως δεν ελήφθη υπόψη η 156/22/20.12.2022 διάταξη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, με την οποία, κατ’ αποδοχή σχετικής αιτήσεως, διατάχθηκε να μη καταχωρείται - εφεξής - στα αντίγραφα ποινικού μητρώου γενικής χρήσης που αφορούν τον αιτούντα, η 2599/25.9.2015 απόφαση του Α΄ Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 569, 571, 573 του νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ν. 4620/2019, Α΄ 96) σε συνδυασμό με τα άρθρα 99 και 102 παρ. 2 του (νέου) Ποινικού Κώδικα (ν. 4619/2019). Περαιτέρω, ο αιτών προβάλει ότι η ρύθμιση του άρθρου 7 του ν. 4194/2013 αντιμετωπίζει δυσμενέστερα τους εν ενεργεία δικηγόρους από τους υποψήφιους δικηγόρους και, ως εκ τούτου, αντίκειται στην αρχή της ισότητας, διότι οι μεν εν ενεργεία δικηγόροι μετά τη διαγραφή τους από τα μητρώα του οικείου δικηγορικού συλλόγου, για τον προεκτεθέντα λόγο, δεν έχουν τη δυνατότητα να επαναδιοριστούν, ενώ οι υποψήφιοι δικηγόροι μετά την παρέλευση των προθεσμιών του άρθρου 573 παρ. 1 περίπτ. γ΄ του νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, - με τις οποίες προβλέπεται η υπό προϋποθέσεις διαγραφή ποινών από τα δελτία ποινικού μητρώου- έχουν τη δυνατότητα να διορισθούν παρά την αμετάκλητη καταδίκη τους για ένα από τα απαριθμούμενα στο άρθρο 6 παρ. 4 του ν. 4194/2013 ποινικά αδικήματα. Ο λόγος αυτός, είναι απορριπτέος διότι η έκδοση δελτίου ποινικού μητρώου δεν τίθεται ως προϋπόθεση για την έκδοση της διαπιστωτικής πράξης περί αυτοδίκαιης αποβολής της δικηγορικής ιδιότητας. Τούτο δε ανεξαρτήτως του ότι οι υποψήφιοι δικηγόροι δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 7 του ν. 4194/2013.

10. Επειδή, κατά τα γενόμενα δεκτά στη σκέψη 5, η αυτοδίκαιη αποβολή της δικηγορικής ιδιότητας λόγω αμετάκλητης ποινικής καταδίκης, δεν συνιστά κύρωση ποινικού ή πειθαρχικού χαρακτήρα, αλλά διοικητικό μέτρο, το οποίο επιβάλλεται λόγω της συνδρομής των πραγματικών περιστατικών που γίνονται δεκτά στην αμετάκλητη καταδικαστική ποινική απόφαση, με συνέπεια να εκλείπει νόμιμη προϋπόθεση για την είσοδο και παραμονή στο δικηγορικό επάγγελμα. Ειδικότερα, το επιβαλλόμενο μέτρο δεν δύναται να θεωρηθεί ως ισοδύναμο με ποινή στερητική της ελευθερίας, αλλά ως αναγκαίος περιορισμός της επαγγελματικής ελευθερίας, ο οποίος συνάπτεται με τις νόμιμες προϋποθέσεις ασκήσεως του δικηγορικού επαγγέλματος, οι οποίες τίθενται χάριν του δημοσίου συμφέροντος.

Δεν αποτελεί, συνεπώς, το εν λόγω μέτρο, μέτρο “ποινικής φύσεως” και δεν τυγχάνουν εφαρμογής στην περίπτωση αυτή, οι διατάξεις των άρθρων 60 και 65 του νέου Ποινικού Κώδικα. Συνεπώς, οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί που προβάλλονται με την υπό κρίση αίτηση είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Για τους ίδιους λόγους, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος και ο ισχυρισμός ότι η διάταξη του άρθρου 7 του ν. 4195/2013, επί της οποίας ερείδεται η προσβαλλόμενη πράξη, αντίκειται στις αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας, διότι με αυτήν προβλέπεται η επιβολή αυστηρότερου και εξοντωτικού χαρακτήρα διοικητικού μέτρου σε σχέση με τις προβλεπόμενες - στα άρθρα 60 και 65 του νέου Ποινικού Κώδικα - “παρεπόμενες ποινές”.

Περαιτέρω, εφόσον η αυτοδίκαιη αποβολή της δικηγορικής ιδιότητας δεν έχει ποινικό ή πειθαρχικό χαρακτήρα, δεν τυγχάνουν εφαρμογής διατάξεις ή αρχές οι οποίες εφαρμόζονται ευθέως ή αναλόγως, σε πειθαρχικές διαδικασίες, όπως ιδίως η διάταξη του άρθρου 139 παρ. 7 του ν. 4194/2013, κατά την οποία αν από την τέλεση πειθαρχικού παραπτώματος από δικηγόρο έως την έκδοση αμετάκλητης αποφάσεως ίσχυσαν περισσότεροι νόμοι, εφαρμόζονται εκείνοι που ήσαν ευμενέστεροι για τον διωκόμενο. Συνεπώς, ανεξαρτήτως του ότι για το ποινικό αδίκημα της πλαστογραφίας η ρύθμιση του προϊσχύσαντος Κώδικα Δικηγόρων (βλ. άρθρα 26 παρ. 1 και 80 του ν. 3026/1954, Α΄ 235) είναι ομοίου περιεχομένου με τις αντίστοιχες διατάξεις του ισχύοντος Κώδικα Δικηγόρων, η προσβαλλόμενη πράξη ερείδεται στις διατάξεις των άρθρων 6 και 7 του ν. 4194/2013, στις οποίες προβλέπεται ότι, σε περίπτωση αμετάκλητης καταδίκης δικηγόρου για το ποινικό αδίκημα της πλαστογραφίας, εκδίδεται πράξη του Υπουργού Δικαιοσύνης με την οποία διαπιστώνεται η αυτοδίκαιη αποβολή της δικηγορικής ιδιότητας του καταδικασθέντος δικηγόρου (βλ. ΣτΕ 931/2018, πρβλ. ΣτΕ 3262/2012, 1536/2007 επταμελ.).

Συναφώς με τα ανωτέρω, προβάλλεται με την υπό κρίση αίτηση ότι, με βάση την ανωτέρω αρχή περί εφαρμογής του ευμενέστερου νόμου, πρέπει η υπόθεση του αιτούντος να κριθεί με την ευμενέστερη για τον αιτούντα νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την οποία το Δικαστήριο δεχόταν ότι η διαπιστωτική πράξη πρέπει να εκδοθεί πριν παρέλθει ο χρόνος αναστολής της καταδικαστικής ποινικής απόφασης (βλ. ενδεικτικά ΣτΕ 2932/2015). Ανεξαρτήτως όμως του ότι, όπως προαναφέρθηκε, το επίμαχο διοικητικό μέτρο δεν έχει ποινικό ή πειθαρχικό χαρακτήρα, και ανεξαρτήτως του ότι η αρχή την οποία επικαλείται ο αιτών δεν δύναται να τύχει εφαρμογής σε περιπτώσεις διακύμανσης της σχετικής νομολογίας, ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος. Τούτο δε διότι, από τις συνταγματικές αρχές της ασφάλειας δικαίου και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, δεν κατοχυρώνεται δικαίωμα σταθερότητας της νομολογίας παρά μόνον εάν αυτή παρίσταται αυθαίρετη ή παντελώς στερούμενη αιτιολογίας (ΣτΕ 1825/2022, αποφάσεις του Ε.Δ.Δ.Α. της 29.1.2019, Orlen Lietuva Ltd. κατά Λιθουανίας, 45849/13, σκ. 80, της 22.5.2018, Jureša κατά Κροατίας, 24079/11, σκ. 44, της 12.1.2016, Borg κατά Μάλτας, 37537/13, σκ. 111, της 30.11.2010, S.S. Balikliçeşme Beldesi Tarim Kalkinma Kooperatifi και λοιποί κατά Τουρκίας, 3573/05, σκ. 28).

Εξάλλου, οι ως άνω αρχές, ερμηνευόμενες σε συνδυασμό με την αρχή της δίκαιης δίκης που κατοχυρώνεται στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος και στο άρθρο 6 της Ε.Σ.Δ.Α., ουδόλως υποχρεώνουν τα δικαστήρια σε χρονική μετάθεση των εννόμων συνεπειών που συνεπάγεται η νομολογιακή μεταστροφή, εκτός εάν η μεταστροφή αφορά α) σε ζητήματα παραδεκτού του ασκηθέντος ενδίκου βοηθήματος ή μέσου (Σ.τ.Ε. 170/2017 7μ., 1898/2016 7μ., 2131, 3705/2015, 2436/2012 7μ., 1913/2010 7μ., 1023/2009 7μ., 1587/2007 7μ., 4304/2001, 605/2008 Ολ., 3596/1971 Ολ., βλ. και απόφαση του Ε.Δ.Δ.Α. της 26.5.2020, Gil Sanjuan κατά Ισπανίας, 48297/15, σκ. 36-44), και β) σε δικαιώματα, αξιώσεις ή εύλογες προσδοκίες, οι οποίες ερείδονται επί παγιωθείσας νομολογίας και καθίστανται, για τον λόγο αυτόν, άξιες προστασίας παρά τη μεταστροφή που συνεπάγεται την εφεξής μη αναγνώρισή τους. Στην προκειμένη περίπτωση, η νομολογία την οποία επικαλείται ο αιτών δεν ήταν παγία, αλλά κυμαινόμενη, καθόσον με τις ΣτΕ 2499/2022, 735/2020, 1432/2019, 1523, 1524/2017, 3276/2014, 3968/2013 κρίθηκε ότι είναι νομικώς αδιάφορο εάν η καταγνωσθείσα με την απόφαση του ποινικού δικαστηρίου ποινή ανεστάλη επί τριετία και εάν παρήλθε το χρονικό αυτό διάστημα, ενώ αντιθέτως με τις ΣτΕ 2932/2015, 765/2006 κρίθηκε ότι ο Υπουργός Δικαιοσύνης δεν δύναται να εκδώσει την κατά τα ανωτέρω διαπιστωτική πράξη μετά την πάροδο του χρονικού διαστήματος αναστολής της ποινής για αδίκημα συνεπαγόμενο την αυτοδίκαιη αποβολή της δικηγορικής ιδιότητας.

11. Επειδή, εφόσον η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε κατά δέσμια αρμοδιότητα, δεν νοείται παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας από τη Διοίκηση (βλ. ΣτΕ 2480/2018 σκ. 16, 931/2018 σκ. 9, 3474/2013, 5420/2012, 3986/2012, 2505/2009). Συνεπώς, ο λόγος ακυρώσεως με τον οποίο υποστηρίζεται ότι με την προσβαλλόμενη πράξη παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας διότι, ο αιτών στην ηλικία των 63 ετών, μετά από τριάντα επτά έτη συνεχούς άσκησης δικηγορίας, στερείται κάθε δυνατότητας επαγγελματικής δραστηριότητας με συνέπεια να τίθεται ζήτημα βιοπορισμού για τον ίδιο και την πενταμελή οικογένειά του, αδυνατώντας να θεμελιώσει συνταξιοδοτικό δικαίωμα, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

12. Επειδή, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί.

Διά ταύτα

Απορρίπτει την αίτηση.

Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου και

Επιβάλλει στον αιτούντα τη δικαστική δαπάνη του Δημοσίου, η οποία ανέρχεται σε τετρακόσια εξήντα (460) ευρώ.

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 19 Μαρτίου 2024

Ο Πρόεδρος του Γ´ Τμήματος         Η Γραμματέας του Γ´ Τμήματος

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 14ης Νοεμβρίου 2024.

Ο Προεδρεύων Σύμβουλος                         Η Γραμματέας