Συνθετη Αναζητηση Νομοθεσιας - Νομολογιας

Νομοθεσία

ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΑΘΩΩΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ - ΠΑΡΑΔΕΚΤΟ ΤΩΝ ΛΟΓΩΝ - ΠΛΗΡΟΤΗΤΑ ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑΣ - ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΚΑΘΗΚΟΝΤΟΣ - ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΔΟΛΟΥ (ΥΠΕΡΧΕΙΛΗΣ ΔΟΛΟΣ)

Α.Π. 991/2019 (Ε΄ ΠΟΙΝΙΚΕΣ)


ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΑΘΩΩΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ - ΠΑΡΑΔΕΚΤΟ ΤΩΝ ΛΟΓΩΝ - ΠΛΗΡΟΤΗΤΑ ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑΣ - ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΚΑΘΗΚΟΝΤΟΣ - ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΔΟΛΟΥ (ΥΠΕΡΧΕΙΛΗΣ ΔΟΛΟΣ) (486 παρ. 3 ΚΠΔ, 259 ΠΚ) - Η αξιούμενη αιτιολογία της ασκούμενης από τον εισαγγελέα έφεσης κατά αθωωτικής απόφασης αποτελεί πρόσθετο τυπικό όρο του κύρους του ένδικου μέσου και απαιτείται ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των λόγων του.Μόνη δε η παράθεση στην έκθεση έφεσης των αποδεικτικών στοιχείων, από τα οποία προκύπτει ενοχή του κατηγορουμένου και εντεύθεν εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δεν αρκεί κατά το νόμο για την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της έφεσης του Εισαγγελέα κατά της αθωωτικής απόφασης, εφόσον δεν αντικρούει με συλλογισμούς και σε συνδυασμό με τα αποδεικτικά μέσα την κρίση του δικαστηρίου περί της αθωότητας του κατηγορουμένου (ΟλΑΠ 9/2005).Για την πληρότητα της αιτιολογίας της έφεσης του εισαγγελέα κατ` αθωωτικής απόφασης για την αξιόποινη πράξη της παράβασης καθήκοντος (άρθρο 259 ΠΚ), ενόψει του ότι το αδίκημα αυτό απαιτεί για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υπόστασης υπερχειλή δόλο, δηλαδή σκοπό του δράστη να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομη υλική ή ηθική ωφέλεια ή να βλάψει το Κράτος ή κάποιον άλλο χωρίς να απαιτείται και η επίτευξη του σκοπού αυτού, πρέπει να αντικρούεται η απόφαση αυτή και ως προς το στοιχείο αυτό.


ΑΡΙΘΜΟΣ 991/2019

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

E' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Χυτήρογλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Διονυσία Μπιτζούνη, Βασιλική Ηλιοπούλου, Βασιλική Μπαζάκη-Δρακούλη και Μαρία Βασδέκη-Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 25 Ιανουαρίου 2019, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Μπρακουμάτσου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Α. Δ. του Χ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νικόλαο Εμμανουηλίδη, περί αναιρέσεως της υπ' αριθ.982/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Ναυπλίου και με πολιτικώς ενάγουσα την Θ. Β. του Ν., κάτοικο ..., η οποία εμφανίστηκε χωρίς πληρεξούσιο δικηγόρο και θεωρείται απούσα.
Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Ναυπλίου, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 21-2-2014 αίτησή της, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 261/2014.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης,

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τις διατάξεις των άρθρων 474, 476 παρ. 2 και 498 ΚΠΔ προκύπτει, ότι η έκθεση που περιέχει τη δήλωση άσκησης του ένδικου μέσου της έφεσης πρέπει να διαλαμβάνει ορισμένο λόγο, όπως είναι και η κακή εκτίμηση των αποδείξεων. Ειδικά, προκειμένου για έφεση εισαγγελέα κατά αθωωτικής απόφασης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 486 παρ. 3 ΚΠΔ, "η άσκηση έφεσης από τον εισαγγελέα πρέπει να αιτιολογείται ειδικά και εμπεριστατωμένα στη σχετική έκθεση (άρθρο 498), άλλως η έφεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη". Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει, ότι η αξιούμενη αιτιολογία της ασκούμενης από τον εισαγγελέα έφεσης κατά αθωωτικής απόφασης αποτελεί πρόσθετο τυπικό όρο του κύρους του ένδικου μέσου και απαιτείται ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των λόγων του, δηλαδή πρέπει να εκτίθενται σε αυτό με σαφήνεια και πληρότητα οι συγκεκριμένες πραγματικές ή νομικές πλημμέλειες, που αποδίδονται στην προσβαλλόμενη αθωωτική απόφαση. Μόνη δε η παράθεση στην έκθεση έφεσης των αποδεικτικών στοιχείων, από τα οποία προκύπτει ενοχή του κατηγορουμένου και εντεύθεν εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δεν αρκεί κατά το νόμο για την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της έφεσης του Εισαγγελέα κατά της αθωωτικής απόφασης, εφόσον δεν αντικρούει με συλλογισμούς και σε συνδυασμό με τα αποδεικτικά μέσα την κρίση του δικαστηρίου περί της αθωότητας του κατηγορουμένου (ΟλΑΠ 9/2005).

Για την πληρότητα της αιτιολογίας της έφεσης του εισαγγελέα κατ` αθωωτικής απόφασης για την αξιόποινη πράξη της παράβασης καθήκοντος (άρθρο 259 ΠΚ), πλέον της κακής εκτίμησης των αποδείξεων σε σχέση με τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης, ενόψει του ότι το αδίκημα αυτό απαιτεί για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υπόστασης υπερχειλή δόλο, δηλαδή σκοπό του δράστη να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομη υλική ή ηθική ωφέλεια ή να βλάψει το Κράτος ή κάποιον άλλο χωρίς να απαιτείται και η επίτευξη του σκοπού αυτού, πρέπει να αντικρούεται η απόφαση αυτή και ως προς το στοιχείο αυτό.

Όταν η έφεση του εισαγγελέα κατά αθωωτικής απόφασης δεν έχει την πιο πάνω απαιτούμενη αιτιολογία και παρά ταύτα το δευτεροβάθμιο δικαστήριο την κρίνει παραδεκτή και εξετάζοντας την ουσία της υπόθεσης καταλήγει στην καταδίκη του κατηγορουμένου, ενώ έπρεπε, ως αναιτιολόγητη, να την απορρίψει ως απαράδεκτη, υποπίπτει σε θετική υπέρβαση εξουσίας, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η` ΚΠΔ λόγο αναίρεσης.( ΑΠ 169/2017, ΑΠ 566/2017).
Στην προκειμένη περίπτωση με την υπ' αριθ. 988/2012 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ναυπλίου, που δίκασε σε πρώτο βαθμό, η αναιρεσείουσα Α. Δ. και ο συγκατηγορούμενός της Γ. Π. αθωώθηκαν για την αξιόποινη πράξη της παράβασης καθήκοντος κατ' εξακολούθηση με τις αναφερόμενες στο σκεπτικό της απόφασης αιτιολογίες που οδηγούσαν στη διαπίστωση ότι "...από το σύνολο των προαναφερθέντων πραγματικών περιστατικών αποδείχθηκε ότι η τυχόν πλημμελής συμπεριφορά των κατηγορουμένων ( η πρώτη με την ιδιότητά της ως Προϊσταμένης του τμήματος ΧΩ.ΠΟ.ΠΕ Επαρχίας ... ο δε δεύτερος, τεχνολόγος μηχανικός, υπάλληλος του ως άνω πολεοδομικού γραφείου), η οποία συνίσταται σε ότι αφορά την πρώτη κατηγορουμένη στην εσφαλμένη και ελλιπή αιτιολόγηση της πράξης διακοπής εργασιών και σε ότι αφορά το δεύτερο κατηγορούμενο στην έκδοση της άδειας Π. χωρίς την έγγραφη έγκριση της αρχιτεκτονικής μελέτης από την ΕΠΑΕ, δεν έγινε με σκοπό να βλάψουν τη Θ. Β., ούτε να ωφελήσουν τον Δ. Π., καθώς σε ότι αφορά την πρώτη περίπτωση από τον ιδιοκτησιακό έλεγχο για το ακίνητο της Θ. Β. μπορούσε να δικαιολογηθεί η πράξη διακοπής των εργασιών και σε ότι αφορά τη δεύτερη περίπτωση δεν υπήρχε κάποιο ουσιαστικό πρόβλημα για την παραπάνω έγκριση, η οποία χορηγήθηκε τελικά. Πρέπει να σημειωθεί ότι και η έκθεση του σώματος επιθεωρητών δημόσιας διοίκησης αποδίδει στους κατηγορουμένους αμελή συμπεριφορά και όχι πρόθεση. Περαιτέρω, δεν αποδείχθηκε ιδιαίτερη έχθρα ή φιλία των κατηγορουμένων με κάποιον από τους προαναφερόμενους πολίτες, ούτε άλλη συναλλαγή τους. Πρέπει επομένως για τους προεκτιθέμενους λόγους να κηρυχθούν αθώοι οι κατηγορούμενοι για τις αποδιδόμενες σε αυτούς πράξεις ".

Κατά της απόφασης αυτής η Εισαγγελέας Πρωτοδικών Ναυπλίου άσκησε την υπ' αριθ. 50/17-5-2012 έφεση επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 982/2013 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Ναυπλίου, με την οποία κρίθηκε τυπικά δεκτή η άνω έφεση και στη συνέχεια αφού εξετάσθηκε κατ' ουσίαν η υπόθεση κηρύχθηκαν ένοχοι οι κατηγορούμενοι για την παραπάνω πράξη της παράβασης καθήκοντος και τους επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης δέκα (10) μηνών σε καθένα ανασταλείσα επί τριετία.

Η παραπάνω εισαγγελική έφεση ασκήθηκε για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων για τους εξής κατά λέξη λόγους:

"Συγκεκριμένα: Α] Οι κατηγορούμενοι κατηγορήθηκαν γιατί κατά το χρονικό διάστημα 08-05-2008 - Απρίλιος 2009, με την ιδιότητα της Προϊσταμένης Τμήματος ΧΩ.ΠΟ.ΠΕ. Επαρχίας ... η Α. Δ. (Α'κατηγορουμένη) και με την ιδιότητα του υπαλλήλου της ανωτέρω υπηρεσίας ο Γ. Π. (Β' κατηγορούμενος) παρέβησαν το καθήκον τους διότι μη νόμιμα διέκοψαν τις οικοδομικές εργασίες που διενεργούσε η εγκαλούσα Θ. Β., κάτοικος ..., βάσει της 315/2007 άδειας, εκδίδοντας την 1076/8-5-2008 πράξη διακοπής εργασιών την οποία απέστειλαν στον Α.Σ. ... προς εκτέλεση εξαρτώντας αυτή από απόφαση του Ειρηνοδικείου Μάσσητος για το ιδιοκτησιακό καθεστώς του χώρου έμπροσθεν της ιδιοκτησίας του Π. Δ., καθώς και από την 64/2008 απόφαση του Δ.Σ. Δήμου ….. Ενώ μετά την έκδοση της 44/2008 απόφασης Διοικητικού Εφετείου Τρίπολης, δεν ανακάλεσαν την 1076/2008 πράξη διακοπής εργασιών ούτε καθόρισαν κατά τρόπο σαφή και ορισμένο τις εργασίες που τους υποχρέωνε η 44/2008 απόφαση Διοικητικού Εφετείου Τρίπολης και περαιτέρω δεν απέστειλαν έγγραφο στον Α.Σ. ... για συνέχιση των αναφερομένων ανωτέρω εργασιών. Από τα αποδεικτικά στοιχεία που αναφέρονται κατωτέρω και συγκεκριμένα:

1] Από το 366/24-3-2009 έγγραφο της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Αργολίδας που απευθύνεται στους κατηγορούμενους μέσω της υπηρεσίας τους ΧΩ.ΠΟ.ΠΕ. ..., προκύπτει_ ότι οι κατηγορούμενοι γνώριζαν ότι αποκλείεται η διακοπή εργασιών μιας χορηγηθείσης άδειας ως αυτή που εξέδωσαν (315/2007) για την εγκαλούσα, εκτός αν συντρέξουν διαπιστωμένοι και ειδικά προβλεπόμενοι νόμιμοι λόγοι βάσει των διατάξεων των άρθρ. 52, 53 ΝΔ/τος 17-7-23, αρθρ. 22 ΓΟΚ/1985, και ΠΔ 8/93, διατάξεις που οι κατηγορούμενοι γνώριζαν (ως όφειλαν) εκ της ιδιότητάς των, των επαγγελματικών γνώσεων τους, και της υπηρεσίας των.
Ομοίως γνώριζαν ότι ουδέποτε διαπίστωσαν οι ίδιοι ότι συντρέχουν οι ανωτέρω ειδικοί λόγοι για την διακοπή εργασιών, διότι ουδέποτε προέβησαν σε παρεμπίμπτοντα έλεγχο αν και ήταν υποχρεωμένοι.
Ομοίως αν και τους λόγους αμφισβήτησης του επίδικου χώρου, όπου η εγκαλούσα βάσει άδειας είχε οικοδομήσει εξώστη, προέβαλε με την από 25-2-2008 αίτησή του, ο Δ. Π., ουδέποτε ζήτησαν από αυτόν την απόδειξη του προβαλλομένου δικαιώματος ιδιοκτησίας του, ή την πρόκληση απόφασης για το ανωτέρω δικαίωμά του από τα πολιτικά δικαστήρια, αλλά (χωρίς διαπιστωμένους με δικαστικές αποφάσεις λόγους) διέκοψαν τις εργασίες μιας άδειας οικοδομικής, η οποία αποτελούσε διοικητική πράξη τους και η οποία είχε ήδη παράγει αποτελέσματα, για τον διοικούμενο πολίτη, συγκεκριμένα την εγκαλούσα που είχε αρχίσει τις οικοδομικές εργασίες και παρέμειναν ημιτελείς.

2]Από την 1076/8-5-2008 πράξη διακοπής συνάγεται όχι αυτή δεν φέρει επαρκή (και ειδική) αιτιολογία καθώς και νόμιμη αιτιολογία, ως επισημαίνεται στην 44/2008 απόφαση Διοικητικού Εφετείου Τρίπολης, αν και οι κατηγορούμενοι ήταν υπόχρεοι προς τούτο ως διοικητικά όργανα.

3]Από τον συνδυασμό των στοιχείων της 1076/2008 πράξεως διακοπής και της 44/2008 απόφασης Ειρηνοδικείου Μάσσητος προκύπτει ότι το Ειρηνοδικείο Μάσσητος δεν κατέστη αρμόδιο να επιληφθεί για τον ιδιοκτησιακό χαρακτήρα του επίδικου χώρου και καθώς έκρινε την απόφαση 64/2008 του Δήμου ... ως άνευ νομικών συνεπειών και σημασίας απεκδύθη της αρμοδιότητάς του, μη αναμένοντας άλλου είδους περιεχομένου αποφάσεως οι κατηγορούμενοι, εν τούτοις δεν ανακάλεσαν την αναιτιολόγητη 1076/8- 5-2008 πράξη διακοπής που εξέδωσαν ούτε και μετά την έκδοση της 44/2008 απόφασης του Ειρηνοδικείου, την οποία και ανέμεναν. Ομοίως προκύπτει ότι μετά την έκδοση της ανωτέρω απόφασης του Ειρηνοδικείου, οι κατηγορούμενοι πλέον γνώριζαν ότι η διακοπή των εργασιών που επέβαλαν (1076/2008 πράξη τους) στερείται παντελώς (όχι μόνο ελλιπούς) αιτιολογίας, αφού επεσημάνθη σε πλήρες σκεπτικό της αποφάσεως, το σφάλμα της 64/2008 αποφάσεως του Δημοτικού Συμβουλίου της ..., ήτοι το γεγονός ότι ΔΕΝ ΕΙΧΑΝ ΕΞΟΥΣΙΑ να αναγνωρίζουν ή να διαπιστώνουν την ύπαρξη δημοτικών οδών, οι εκδόσαντες την 64/2008 απόφαση μέλη του Δ.Σ. .... Εν τούτοις και μετά την διαπίστωση αυτή, οι κατηγορούμενοι δεν μετέβαλαν την 1076/2008 πράξη τους.

4]Από την 44/2008 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Τρίπολης προκύπτει ότι το Δικαστήριο αυτό διαπιστώνει ανεπανόρθωτη βλάβη της αιτούσας και ζητεί από την υπηρεσία των κατηγορουμένων συγκεκριμένο προσδιορισμό ενεργειών ώστε να αποτραπεί τυχόν κίνδυνος εις βάρος των συμφερόντων και της περιουσίας της αιτούσας - (εγκαλούσας), στον οποίο προσδιορισμό ουδέποτε αυτοπροσώπως προέβησαν. Επιπλέον δεν ενημερώνουν για την ανάγκη αποτροπής τυχόν κινδύνων για την εγκαλούσα και την δυνατότητα αυτής για συνέχιση των οικοδομικών(ορισμένων) εργασιών, του Α.Σ. ..., στον οποίο (Α.Σ. ...) εν γνώσει τους οι κατηγορούμενοι δεν αποσαφηνίζουν τι επιτρέπεται και τι δεν επιτρέπεται για την πρόοδο των εργασιών στην οικοδομή της εγκαλούσας, αλλά αντιθέτως εγκαταλείπουν την υποχρέωση - καθήκον τους για αυτό, στην αξιολόγηση των στοιχείων από τον Αστυνομικό Σταθμό κατά την υποκειμενική κρίση των αστυνομικών, προκαλώντας έτσι μια σκόπιμη ασάφεια που τελικώς αποβαίνει εις βάρος της εγκαλούσας η οποία δεν μπορεί να συνεχίσει απρόσκοπτα τις επείγουσες, για την αποτροπή τυχόν κινδύνων, εργασίες στο ακίνητό της, με αντίστοιχη βλάβη της.
Σημειώνεται δε ότι όταν επρόκειτο οι κατηγορούμενοι να διακόψουν τις οικοδομικές εργασίες της 315/2007 οικοδομικής άδειας, που εκτελούσε η εγκαλούσα, απέστειλαν στον Αστυνομικό Σταθμό το 1076/2008 έγγραφο τους στο οποίο ανέφεραν ακριβώς τι ζητούσαν να πράξει με την φράση "....παρακαλούμε να διακόψετε
" Στην περίπτωση της συνέχισης των μερικών εργασιών βάσει της 44/2008 απόφασης Διοικητικού Εφετείου, επαφίοντο στην κρίση των ανδρών του Α.Σ. (Σχετ. το 24-3-2008 έγγραφο ΧΩ.ΠΟ.ΠΕ).

5]Από την 593/25-5-2009 έκθεση των Επιθεωρητών - Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης που τέθηκε υπόψη του Δικαστηρίου, διαπιστώνονται οι πράξεις και οι παραλείψεις των κατηγορουμένων σχετικά με την 315/2007 άδεια οικοδομής της εγκαλούσας.

6]Από την 14-10-2010 έφεση κατά της 547/2010 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ναυπλίου προκύπτει ότι μέχρι και την ημέρα της έκδοσης της υπό κρίση απόφασης 988/ 10-5-2012 Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ναυπλίου δεν είχε κριθεί αμετακλήτως το ιδιοκτησιακό καθεστώς του επίδικου χώρου.
Συνεπώς οι κατηγορούμενοι δεν είχαν νόμιμη αιτία για να λάβουν υπόψη τους τις από 25-2-2008 αιτιάσεις του Δ. Π., αντί αυτών της εγκαλούσας και δεν νομιμοποιούντο σε διακοπή εργασιών.

Β] Στο ... την 27-7-2006 οι κατηγορούμενοι με τις ως άνω υπό (Α) αναφερόμενες ιδιότητες τους παρέβηοαν τα καθήκοντά τους διότι εξέδωσαν την 217/2006 οικοδομική άδεια του Δ. Π. χωρίς την τήρηση των νομίμων τύπων και διαδικασιών, ήτοι χωρίς: 1] έγκριση της Αρχαιολογικής υπηρεσίας που έπρεπε να έχει προηγηθεί, 2] χωρίς μελέτη ΕΠΑΕ που έπρεπε να έχει προηγηθεί.
Όπως δε προκύπτει από το αποδεικτικό στοιχείο της 593/25-5- 2009 έκθεσης του Σώματος Επιθεωρητών - Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης, η ανωτέρω παράβαση των κατηγορουμένων είναι διαπιστωμένη.
Εν τούτοις το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του και δεν αξιολόγησε ορθά τα ανωτέρω αναφερόμενα στοιχεία υπό (Α) και (Β), από τα οποία προκύπτουν οι πράξεις και παραλείψεις των κατηγορουμένων, οι οποίες καταδεικνύουν και σκοπό τους έχουν να βλάψουν την εγκαλούσα τόσο οικονομικά όσο και ηθικά, από την μη ολοκλήρωση των οικοδομικών εργασιών στην ακίνητη περιουσία της, την πρόκληση κινδύνων και καταστροφών σε αυτήν, την στασιμότητα της οικονομικής αξίας αυτής (ημιτελές κτίσμα) και την ψυχική ταλαιπωρία της.

Ενώ καταδεικνύεται προφανώς στην υπό (Β) κυρίως πράξη τους, ο σκοπός τους για πρόκληση αθεμίτου όφελους (χωρίς να επιτρέπεται από το νόμο) στον Δ. Π. από την έκδοση παρά το νόμο της 217/2006 αδείας του.
Ως εκ τούτου εσφαλμένως το Δικαστήριο τους αθώωσε διατηρώντας αμφιβολίες για τον δόλο τους, ενώ έπρεπε να τους κηρύξει ενόχους" Με το παραπάνω περιεχόμενο η εισαγγελική έφεση δεν περιέχει την απαιτούμενη κατά την έννοια του άρθρου 486 παρ. 3 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία διότι δεν εκτίθενται σ' αυτή συγκεκριμένες πλημμέλειες της εκκαλούμενης αθωωτικής απόφασης ούτε πραγματικά περιστατικά που να οδηγούν στην ενοχή των κατηγορουμένων, αφού όπως προαναφέρθηκε δεν αρκεί για την αιτιολόγηση αυτής η παράθεση μόνο των αποδεικτικών στοιχείων και η επίκληση εσφαλμένης εκτίμησης αυτών, αλλά απαιτείται εκτεταμένη αντίκρουση κάθε μερικότερης απαλλακτικής νομικής και πραγματικής παραδοχής της εκκαλούμενης απόφασης. Ειδικότερα, ενώ ως λόγος έφεσης προβάλλεται η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων δεν μνημονεύονται έστω και κατ'είδος τα αποδεικτικά αυτά μέσα και οι συγκεκριμένες πλημμέλειες ως προς την αξιολόγηση των αποδείξεων, καθώς και τα κατ' ορθή εκτίμηση αυτών πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία με βάση τα οποία συντρέχουν οι αντικειμενικοί και υποκειμενικοί όροι της αξιόποινης πράξης για την οποία κηρύχθηκαν αθώοι οι κατηγορούμενοι, αλλά η εκκαλούσα Εισαγγελέας εξήγαγε την κρίση της από μεμονωμένα αποδεικτικά μέσα, τα οποία έλαβε επιλεκτικά υπόψη.

Όμως, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο προκειμένου να οδηγηθεί στην απαλλακτική του κρίση έλαβε υπόψη του, εκτός από τα αποδεικτικά αυτά μέσα και τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο, όλα τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν τόσο του κατηγορητηρίου όσο και εκείνων που προσκόμισαν οι συνήγοροι υπεράσπισης και πολιτικής αγωγής, καθώς και τις απολογίες των κατηγορουμένων. Τα πραγματικά περιστατικά που οδήγησαν το πρωτόδικο δικαστήριο στην αθωωτική κρίση του προέκυπταν από το σύνολο των πιο πάνω αποδεικτικών στοιχείων, τα οποία ουδόλως αναφέρονται στην εισαγγελική έφεση ούτε αντικρούεται με συλλογισμούς η κρίση περί της αθωότητας των κατηγορουμένων ώστε να προκύπτει ότι η εκκαλουμένη απόφαση εκτίμησε εσφαλμένα τα αποδεικτικά αυτά μέσα. Περαιτέρω, επειδή πρόκειται για το αδίκημα της παράβασης καθήκοντος δεν αιτιολογείται ειδικώς ο σκοπός των κατηγορουμένων (υπερχειλής δόλος) πορισμού παράνομου περιουσιακού οφέλους, ώστε να αντικρούεται η απαλλακτική κρίση ως προς το υποκειμενικό στοιχείο του δόλου, για την ανυπαρξία του οποίου η εκκαλουμένη απόφαση διαλαμβάνει ιδιαιτέρως αναλυτικές αιτιολογίες. Τέλος, στην έφεση δεν υπάρχουν καθόλου συλλογισμοί αναφορικά με τη συγκρότηση του εγκλήματος της παράβασης καθήκοντος για το οποίο κηρύχθηκαν αθώοι οι κατηγορούμενοι.

Επομένως, με το να δεχθεί ως παραδεκτή την έφεση της Εισαγγελέα το δευτεροβάθμιο δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του και να προχωρήσει στην ουσιαστική εκδίκαση της υπόθεσης καταδικάζοντας τους κατηγορουμένους για την παραπάνω αξιόποινη πράξη, αντί να απορρίψει αυτή ως απαράδεκτη λόγω του αναιτιολογήτου της, υπερέβη θετικά την εξουσία του και ο σχετικός από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' δεύτερος λόγος αναίρεσης είναι βάσιμος και πρέπει κατά παραδοχή του να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση στο σύνολό της, παρελκούσης μετά ταύτα της έρευνας των λοιπών αναιρετικών λόγων. Δεδομένου δε ότι η απόφαση αυτή αναιρείται λόγω του απαραδέκτου της εισαγγελικής έφεσης και η πρωτόδικη απόφαση είναι αθωωτική δεν συντρέχει περίπτωση παραπομπής της υπόθεσης, κατ' άρθρο 519 ΚΠΔ, για νέα συζήτηση στο δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, αφού όταν δεν υπάρχει έγκυρη έφεση δεν υφίσταται στάδιο ουσιαστικής έρευνας της υπόθεσης και παραμένει πλέον σε ισχύ η πρωτόδικη αθωωτική απόφαση, οπότε πρέπει ο Άρειος Πάγος να απορρίψει την έφεση της Εισαγγελέα ως απαράδεκτη.

Περαιτέρω, ενόψει της αντικειμενικότητας του λόγου, για τον οποίο γίνεται δεκτή η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης, πρέπει κατά το άρθρο 469 ΚΠΔ, να επεκταθεί το αποτέλεσμα αυτό και ως προς το συγκατηγορούμενο και καταδικασθέντα με την ίδια απόφαση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου Γ. Π..

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί την υπ'αριθ. 982/2013 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Ναυπλίου.

Απορρίπτει την υπ'αριθ. 50/17-5-2012 έφεση της Εισαγγελέα Πρωτοδικών Ναυπλίου κατά της υπ' αριθ. 988/2012 αθωωτικής απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ναυπλίου. Επεκτείνει το αποτέλεσμα της ένδικης αναίρεσης και στο συγκατηγορούμενο της αναιρεσείουσας και καταδικασθέντα με την ίδια απόφαση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου Γ. Π..

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Απριλίου 2019.

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 22 Μαΐου 2019.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ