Συνθετη Αναζητηση Νομοθεσιας - Νομολογιας

Νομοθεσία

ΑΡΠΑΓΗ ΑΝΗΛΙΚΟΥ ΑΠΟ ΑΝΙΟΝΤΑ - ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΣΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ - ΛΟΓΟΙ ΑΡΣΗΣ ΤΟΥ ΑΔΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ ΤΗΣ ΠΡΑΞΗΣ - ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ ΠΙΕΣΗ ΠΟΥ ΑΣΚΕΙΤΑΙ ΣΤΟΝ ΓΟΝΕΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΝΗΣΗ ΤΟΥ ΤΕΚΝΟΥ ΝΑ ΕΠΙΣΤΡΕΨΕΙ ΣΤΟΝ ΑΛΛΟΝ ΓΟΝΕΑ

Α.Π. 1105/2019 (Ε΄ ΠΟΙΝΙΚΕΣ)


ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ ΤΟΥ ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΜΕΝΟΥ - ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ - ΠΟΙΑ ΣΥΝΙΣΤΟΥΝ ΝΕΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ – ΠΟΙΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΕΙΝΑΙ ΗΔΗ ΓΝΩΣΤΑ ΣΤΟΥΣ ΔΙΚΑΣΤΕΣ - ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΕΠΑΝΑΛΗΨΗΣ ΩΣ ΕΚΤΑΚΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΟΧΙ ΕΝΔΙΚΟΥ ΜΕΣΟΥ - ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ (525 παρ. 1 αρ. 2 ΚΠοινΔ) - Στα "νέα γεγονότα", εξάλλου περιλαμβάνονται και αυτά που θεμελιώνουν λόγους του άδικου χαρακτήρα της πράξεως, ή εξαλείψεως του αξιοποίνου ή άρσεως του καταλογισμού (ΣυμβΑΠ 1811/2007). Δεν μπορούν να αποτελέσουν λόγο επανάληψης της διαδικασίας γεγονότα, τα οποία δεν ήταν άγνωστα στους δικαστές, που εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση, αλλ' αντίθετα ερευνήθηκαν αμέσως ή εμμέσους και απορρίφθηκαν από αυτούς, έστω και κατ' εσφαλμένη εκτίμηση των τεθέντων υπόψη τους αποδεικτικών στοιχείων, καθώς και εκείνο με τα οποία επιδιώκεται ο έλεγχος από ουσιαστικής και νομικής πλευράς της προσβαλλόμενης απόφασης με βάση το αποδεικτικό υλικό, το οποίο έλαβαν έποψη τους οι εκδόσαντες αυτή δικαστές, καθόσον η αίτηση επανάληψης της διαδικασίας, ως στρεφόμενη κατά αμετάκλητης απόφασης, δεν αποτελεί ένδικο μέσο, αλλά έκτακτη διαδικασία.

ΑΡΠΑΓΗ ΑΝΗΛΙΚΟΥ ΑΠΟ ΑΝΙΟΝΤΑ - ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΣΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ - ΛΟΓΟΙ ΑΡΣΗΣ ΤΟΥ ΑΔΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ ΤΗΣ ΠΡΑΞΗΣ - ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ ΠΙΕΣΗ ΠΟΥ ΑΣΚΕΙΤΑΙ ΣΤΟΝ ΓΟΝΕΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΝΗΣΗ ΤΟΥ ΤΕΚΝΟΥ ΝΑ ΕΠΙΣΤΡΕΨΕΙ ΣΤΟΝ ΑΛΛΟΝ ΓΟΝΕΑ - ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ – ΑΝΑΙΡΕΙΤΑΙ Η ΑΠΟΦΑΣΗ (324 ΠΚ) - Το έγκλημα της αρπαγής ανηλίκου από ανιόντα με υποστήριξη της εκούσιας διαφυγής αυτού από τον άλλο γονέα στοιχειοθετείται με την συνδρομή των ακόλουθων στοιχείων: α) Ο δράστης να είναι γονέας ο οποίος στερήθηκε το δικαίωμα επιμέλειας του ανηλίκου με δικαστική απόφαση, β) Ο δράστης με οποιονδήποτε τρόπο, δηλαδή με θετική ενέργεια ή με παράλειψη οφειλόμενης από το νόμο ενέργειας (άρθρο 15 ΠΚ) και ιδιαίτερα μα παραίνεση ή προτροπή ή συνδρομή ή ανοχή ή απλή βοήθεια να διευκολύνει την εκούσια διαφυγή του ανηλίκου από την εξουσία άλλου και την παράταση της παράνομης κατάστασης που δημιουργήθηκε από την διαφυγή αυτή, γ) δόλος του δράστη. Λόγος άρσης του καταλογισμού του γονέα που κατηγορείται για την πράξη της αρπαγής τέκνου του συνιστά η ισχυρή ψυχική πίεση που ασκούσε σε αυτόν η ψυχολογική κατάσταση του τέκνου που αρνείται επιμόνως να επιστρέψει στο έχοντα την προσωρινή επιμέλεια γονέα, όταν μόνο με την άσκηση ψυχολογικής και σωματικής βίας προς το τελευταίο, κατά παράβαση του λειτουργικού δικαιώματος της γονικής του μέριμνας και πρόδηλη αντίθεση προς το συμφέρον του τέκνου, θα ήταν εφικτό να επιστρέψουν στον έχοντα την επιμέλεια γονέα.


Αριθμός 1105/2019

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Μαρία Χυτήρογλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Διονυσία Μπιτζούνη και Στυλιανό Δαρέλλη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημήτριου Παπαγεωργίου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 15 Φεβρουαρίου 2019, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Σ. Γ. του Μ., κατοίκου ..., που δεν παραστάθηκε περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ.148/2018 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς.
Το Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό 2/2018 από 5.12.2018 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1573/18.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Δημήτριος Παπαγεωργίου εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ισίδωρου Ντογιάκου με αριθμό πρωτ.17/22.1.2019, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:

"Εισάγω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 32 παρ. 1, 4, 138 παρ. 2 , 484 παρ. 1, 485 και 528 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, την από 5-12-2018 Αναίρεση του Σ. Γ. του Μ., κατοίκου ..., κατά του υπ' αριθ. 148/2018 Βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιά και εκθέτω τα εξής. Το Συμβούλιο Εφετών Πειραιά, με το προαναφερόμενο Βούλευμά του, δέχτηκε τυπικά και απέρριψε κατ' ουσία την από 12-9-2018 αίτηση του Σ. Γ. του Μ. και ήδη αναιρεσείοντα, για επανάληψη της διαδικασίας, η οποία αφορά στην υπ' αριθ. AT 4736/2015 απόφαση του Α Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά, με την οποία κηρύχθηκε ένοχος και καταδικάστηκε ως υπαίτιος της αξιόποινης πράξεως της αρπαγής ανηλίκου κάτω των 14 ετών, από ανιόντα, κατά συρροή, τελεσθείσα με παράλειψη (άρθρ. 324 παρ. 2 - 1 Π. Κ.) και του επιβλήθηκε συνολική ποινή φυλάκισης 18 μηνών. Κατά του Βουλεύματος αυτού, ο ως άνω αιτών και ήδη αναιρεσείων, νομότυπα και εμπρόθεσμα, άσκησε Αναίρεση, στις 5-122018, ενώπιον του αρμόδιου Γραμματέα του Εφετείου Πειραιά, Δικαστηρίου το οποίο εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση. Το εν λόγω Βούλευμα εκδόθηκε στις 2-11-2018 και επιδόθηκε στον αιτούντα και ήδη αναιρεσείοντα στις 26-11-2018, ο οποίος ως λόγους αναιρέσεως αυτού επικαλείται α) την εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 324 παρ. 2-1 Π.Κ. που εφαρμόστηκε από το Συμβούλιο Εφετών β) την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του Βουλεύματος, η οποία επιβάλλεται από τις διατάξεις των άρθρων 93 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ και γ) την αρνητική υπέρβαση εξουσίας. Επομένως, η Αναίρεση αυτή πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατ' ουσία. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 525 παράγρ. 1 αριθ. 2 του ΚΠοινΔ "Η ποινική διαδικασία που περατώθηκε με αμετάκλητη απόφαση επαναλαμβάνεται, προς το συμφέρον του καταδικασμένου για πλημμέλημα ή κακούργημα, μόνο στις εξής περιπτώσεις: 1)... 2) αν, ύστερα από την οριστική καταδίκη κάποιου, αποκαλύφθηκαν νέα - άγνωστα στους δικαστές που τον καταδίκασαν - γεγονότα ή αποδείξεις, τα οποία μόνα τους ή σε συνδυασμό με εκείνα που είχαν προσκομιστεί προηγουμένως κάνουν φανερό ότι αυτός που καταδικάστηκε είναι αθώος ή καταδικάστηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πράγματι τέλεσε. ". Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Πειραιά με το Βούλευμα που εξέδωσε, απέρριψε την αίτηση του αναιρεσείοντα για επανάληψη της διαδικασίας ως κατ' ουσία αβάσιμη, επειδή, όπως αναφέρεται στο σκεπτικό του "Ως εκ τούτου τα ως άνω επικληθέντα από τον αιτούντα στοιχεία ως νέα γεγονότα, εκτιμώμενα είτε μόνα τους, είτε σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία είχαν προσκομιστεί και ληφθεί υπόψη από το δικάσαν την εν λόγω υπόθεση Δικαστήριο, δεν καθιστούν φανερό (σε σημείο που να εγγίζει τη βεβαιότητα και όχι απλώς πιθανό) ότι ο αιτών είναι αθώος της προαναφερθείσας αξιόποινης πράξης για την οποία καταδικάστηκε".

Ειδικότερα, οι σημαντικότερες νομικές σκέψεις του Συμβουλίου Εφετών Πειραιά, με βάση τις οποίες κατέληξε στην παραπάνω κρίση του είναι ότι: α) "...δεν έχει κάποια έννομη επίδραση στην κρίση περί της ενοχής του για την ανωτέρω αξιόποινη πράξη για την οποία καταδικάστηκε, δοθέντος ότι, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις, η σχετική συγκατάθεση του ανηλίκου κατά την τέλεση της εν λόγω πράξεως δεν λαμβάνεται υπόψη, αλλά μόνο του γονέα, ο οποίος είχε την επιμέλεια αυτού". β) "...δεν προκύπτει ότι η μητέρα των ανηλίκων τέκνων του (Κ. Α.) ...είχε συναινέσει, με οποιονδήποτε τρόπο στη μη επιστροφή των ανηλίκων τέκνων από τον αιτούντα, μετά το πέρας της διάρκεια; Της επικοινωνίας του με αυτά, ούτε ο αιτών επικαλείται τέτοιο γεγονός" γ) "... Επίσης, η ανωτέρω κρίση δεν αναιρείται από το ότι, μεταγενεστέρως, ανατέθηκε η επιμέλεια των ανήλικων αυτών τέκνων στον αιτούντα..." και δ) "Ο αιτών γνώριζε ότι είχε τη νομική υποχρέωση να επιστρέψει αυτά, αλλά παρέλειψε να πράξει τούτο". Με βάση τα παραπάνω γεγονότα και σε συνδυασμό με τις νομικές του σκέψεις, το Συμβούλιο Εφετών Πειραιά κατέληξε στην κρίση ότι τα εσχάτως προσκομισθέντα στοιχεία "... δεν καθιστούν φανερό (σε σημείο που να εγγίζει τη βεβαιότητα και όχι απλώς πιθανό) ότι ο αιτών είναι αθώος της προαναφερθείσας αξιόποινης πράξης για την οποία καταδικάστηκε ". Με την κρίση του αυτή, το Συμβούλιο Εφετών ουδόλως υπερέβη την εξουσία του, η κρίση είναι πλήρως και εμπεριστατωμένως αιτιολογημένη και ουδεμία διάταξη εφάρμοσε ή ερμήνευσε εσφαλμένα και ως εκ τούτων η Αναίρεση κατά του σχετικού Βουλεύματος είναι απορριπτέα.

ΓΙΑ ΑΥΤΟΥΣ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΠΡΟΤΕΙΝΩ :
Α) Να γίνει τυπικά δεκτή και να απορριφθεί επί της ουσίας της η από 5-12-2018 Αναίρεση του Σ. Γ. του Μ., κατά του υπ' αριθ. 148/2018 Βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιά και
Β) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα και τέλη σε βάρος του αναιρεσείοντα.
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ισίδωρος Ε.Ντογιάκος"
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη, με αριθμό 2/2018, από 05 Δεκεμβρίου 2018, αίτηση αναίρεσης του Σ. Γ. του Μ. και της Π. κατά του υπ' αριθμ. 148/2018 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς, με το οποίο απορρίφθηκε κατ' ουσίαν η από 12-9-2018 αίτησή του για την υπέρ αυτού επανάληψη της διαδικασίας, που περατώθηκε με την υπ' αριθμ. ΑΤ 4736/2015 αμετάκλητη απόφαση του Α Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, και από πρόσωπο που δικαιούται προς τούτο και, κατά βουλεύματος, που υπόκειται σε αναίρεση, (άρθρα 463, 473 παρ.1, 474, 484 παρ.1 και 485 του Κ.Π.Δ), γι' αυτό πρέπει να γίνει τυπικό δεκτή και εξεταστεί περαιτέρω για την ουσιαστική της βασιμότητα, χωρίς να παρακωλύεται η συζήτηση της υπόθεσης από την απουσία του μη κληθέντος αναιρεσείοντος, καθόσον, ενόψει του ότι η απόφαση του Συμβουλίου Εφετών είναι κατ' ουσίαν βούλευμα, δεν είναι αναγκαία η κλήτευση του τελευταίου (άρθ. 485 παρ. 1 με τις εκεί παραπομπές. στα άρθρα 476 παρ.1 και 513 παρ. 1α ΚΠοινΔ).

Κατά τη διάταξη του άρθρου 525 παρ. 1 αρ. 2 ΚΠοινΔ η ποινική διαδικασία, που περατώθηκε με αμετάκλητη απόφαση, επαναλαμβάνεται προς το συμφέρον του καταδικασμένου για πλημμέλημα ή κακούργημα, αν, ύστερα από την οριστική του καταδίκη, αποκαλύφθηκαν νέα, άγνωστα στους δικαστές που τον καταδίκασαν, γεγονότα ή αποδείξεις, τα οποία, μόνα τους ή σε συνδυασμό με εκείνα που είχαν προσκομισθεί προηγουμένως, κάνουν φανερό, ότι αυτός που καταδικάσθηκε είναι αθώος ή καταδικάσθηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά τέλεσε. Ο όρος "αθώος" έχει την έννοια ότι η αποδοθείσα στον καταδικασμένο πράξη δεν τελέστηκε καθόλου ή τελέστηκε από άλλο πρόσωπο ή συντρέχουν λόγοι που αποκλείουν ή αίρουν το άδικο ή τον καταλογισμό ή λόγοι που εξαλείφουν το αξιόποινο (βλ. Πρακτικά Ειδικής Επιτροπής Ποινικής Δικονομίας, Συνεδρίασης της 14ης-09-1939, τεύχος Β', σελ. 82). Νέες αποδείξεις, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, είναι εκείνες, οι οποίες δεν υποβλήθηκαν στο δικαστήριο και ως εκ τούτου ήταν άγνωστες στους δικαστές, οι οποίοι εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση, την κρίση του δε αυτή σχηματίζει το δικαστήριο, που επιλαμβάνεται της αίτησης περί επανάληψης της διαδικασίας, από την έρευνα των πρακτικών της προηγούμενης δίκης, καθώς και από τα έγγραφα της δικογραφίας. Νέες αποδείξεις μπορεί να είναι οποιεσδήποτε, όπως καταθέσεις νέων μαρτύρων ή και νεότερες καταθέσεις, συμπληρωματικές ή διευκρινιστικές ή και τροποποιητικές εκείνων που τέθηκαν υπόψη του Δικαστηρίου η νέα έγγραφα ή άλλα στοιχεία, τα οποία διευκρινίζουν αμφίβολα σημεία της υπόθεσης, με την προϋπόθεση, όμως, ότι οι αποδείξεις αυτές, εκτιμώμενες είτε μόνες τους, είτε σε συνδυασμό με εκείνες, οι οποίες είχαν προσκομισθεί στο δικαστήριο, που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση, καθιστούν φανερό, δηλαδή σε σημείο που εγγίζει τη βεβαιότητα και όχι απλώς πιθανό, ότι ο καταδικασμένος είναι αθώος ή καταδικάσθηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά τέλεσε. Στα "νέα γεγονότα", εξάλλου περιλαμβάνονται και αυτά που θεμελιώνουν λόγους του άδικου χαρακτήρα της πράξεως, ή εξαλείψεως του αξιοποίνου ή άρσεως του καταλογισμού (ΣυμβΑΠ 1811/2007). Δεν μπορούν να αποτελέσουν λόγο επανάληψης της διαδικασίας γεγονότα, τα οποία δεν ήταν άγνωστα στους δικαστές, που εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση, αλλ' αντίθετα ερευνήθηκαν αμέσως ή εμμέσους και απορρίφθηκαν από αυτούς, έστω και κατ' εσφαλμένη εκτίμηση των τεθέντων υπόψη τους αποδεικτικών στοιχείων, καθώς και εκείνο με τα οποία επιδιώκεται ο έλεγχος από ουσιαστικής και νομικής πλευράς της προσβαλλόμενης απόφασης με βάση το αποδεικτικό υλικό, το οποίο έλαβαν έποψη τους οι εκδόσαντες αυτή δικαστές, καθόσον η αίτηση επανάληψης της διαδικασίας, ως στρεφόμενη κατά αμετάκλητης απόφασης, δεν αποτελεί ένδικο μέσο, αλλά έκτακτη διαδικασία.

Άλλωστε, κατά το άρθρο 528 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, κατά της απόφασης του Συμβουλίου Εφετών, που επιλαμβάνεται αρμοδίως της έρευνας της αίτησης επανάληψης, επιτρέπεται αίτηση αναίρεσης στον Εισαγγελέα και τον αιτούντα, κατά τα άρθρα 484 και 485 ΚΠΔ, από τα οποία προκύπτει ότι, μεταξύ των λόγων αναίρεσης, που μπορούν να προβληθούν, είναι η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία της ουσιαστικής ποινικής διάταξης, η οποία εφαρμόσθηκε στο βούλευμα με την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, αιτιολογίας, Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει, όταν το Συμβούλιο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πράγματι έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το Συμβούλιο, χωρίς να την παρερμηνεύει, δεν υπήγαγε σωστά σε αυτή τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν.

Περαιτέρω, η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία του, κατά το άρθρο 528 παρ 1 ΚΠοινΔ, βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών, που απορρίπτει την κατά το άρθρο 525 παρ. 1 περ. 2 του ίδιου Κώδικα αίτηση για επανάληψη της διαδικασίας, υπάρχει, όταν εκτίθενται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Συμβουλίου για τη μη συνδρομή των απαιτούμενων για την επανάληψη της διαδικασίας νέων, κατά τα ως άνω, γεγονότων και αποδείξεων. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας αρκεί να αναφέρονται γενικώς τα αποδεικτικά μέσα κατ' είδος, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα από αυτά. Δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, ούτε χρειάζεται να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται, όμως, να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι το Δικαστικό Συμβούλιο για το σχηματισμό δικανικής πεποίθησης έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία είχαν τεθεί υπό την κρίση του και όχι μόνο μερικά από αυτά. Περαιτέρω, στις παρ. 1 και 2 του άρθρου 324 ΠΚ ορίζονται τα ακόλουθα: "1. Όποιος αφαιρεί ανήλικο από τους γονείς, τους επιτρόπους ή από οποιονδήποτε δικαιούται να μεριμνήσει για το πρόσωπό του ή όποιος υποστηρίζει την εκούσια διαφυγή του ανηλίκου από την εξουσία των παραπάνω προσώπων τιμωρείται με Φυλάκιση. Αν ο ανήλικος από τη στέρηση της επιμέλειας διέτρεξε σοβαρό κίνδυνο ζωής ή βαριάς βλάβης της υγείας του, ο δράστης τιμωρείται με Φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. 2. Αν ο ανήλικος δεν έχει συμπληρώσει τα δεκατέσσερα χρόνια του, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, εκτός αν η πράξη τελέστηκε από ανιόντα, οπότε εφαρμόζεται η προηγούμενη παράγραφος. Σε κάθε περίπτωση που ο υπαίτιος τέλεσε την πράξη από κερδοσκοπία ή με το σκοπό να μεταχειριστεί τον ανήλικο σε ανήθικες ασχολίες ή να επιτύχει τη μεταβολή της οικογενειακής τάξης του ανηλίκου τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών".

Σύμφωνα με τον συνδυασμό των παραγράφων 2 και 1 του άρθρου 324 ΠΚ διαπράττει το έγκλημα της αρπαγής ανηλίκου που δεν έχει συμπληρώσει τα δεκατέσσερα χρόνια του από ανιόντα, εκείνος ο ανιών, ο οποίος αφαιρεί ανήλικο που δεν έχει συμπληρώσει τα δεκατέσσερα χρόνια του από τους γονείς, τους επιτρόπους ή από οποιονδήποτε δικαιούται να μεριμνήσει για το πρόσωπό του ή εκείνος ο ανιών, ο οποίος υποστηρίζει την εκούσια διαφυγή του ανηλίκου αυτού από την εξουσία των παραπάνω προσώπων.

Περαιτέρω και ειδικότερα σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 324 παρ. 1 εδ. β ΠΚ το έγκλημα της αρπαγής ανηλίκου από ανιόντα με υποστήριξη της εκούσιας διαφυγής αυτού από τον άλλο γονέα στοιχειοθετείται με την συνδρομή των ακόλουθων στοιχείων: α) Ο δράστης να είναι γονέας ο οποίος στερήθηκε το δικαίωμα επιμέλειας του ανηλίκου με δικαστική απόφαση, β) Ο δράστης με οποιονδήποτε τρόπο, δηλαδή με θετική ενέργεια ή με παράλειψη οφειλόμενης από το νόμο ενέργειας (άρθρο 15 ΠΚ) και ιδιαίτερα μα παραίνεση ή προτροπή ή συνδρομή ή ανοχή ή απλή βοήθεια να διευκολύνει την εκούσια διαφυγή του ανηλίκου από την εξουσία άλλου και την παράταση της παράνομης κατάστασης που δημιουργήθηκε από την διαφυγή αυτή, γ) δόλος του δράστη.

Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 1510 ΑΚ "η μέριμνα για το ανήλικο τέκνο είναι καθήκον και δικαίωμα των γονέων (γονική μέριμνα), οι οποίοι την ασκούν από κοινού. Η γονική μέριμνα περιλαμβάνει την επιμέλεια του προσώπου, τη διοίκηση της περιουσίας του και την εκπροσώπηση του τέκνου σε κάθε υπόθεση ή δικαιοπραξία ή δίκη, που αφορούν το πρόσωπο ή την περιουσία του....". Επιπρόσθετα, κατά το άρθρο 1511 ΑΚ "κάθε απόφαση των γονέων σχετικά με την άσκηση της γονικής μέριμνας πρέπει να αποβλέπει στο συμφέρον του τέκνου...." και κατ' άρθρο 1518 ΑΚ "η επιμέλεια του προσώπου του τέκνου περιλαμβάνει ιδίως την ανατροφή, την επίβλεψη, τη μόρφωση και την εκπαίδευσή του, καθώς και τον προσδιορισμό του τόπου της διαμονής του". Η βασική ρύθμιση που εισάγει ο Αστικός Κώδικας στο άρθρο 1510 παρ. 1 είναι ότι η γονική μέριμνα ανήκει και στους δύο γονείς, καθένας από τους οποίους έχει καθήκον και συγχρόνως δικαίωμα να προβαίνει στην άσκησή της. Σε περίπτωση δε που προκύψει διαφωνία των γονέων για τον τρόπο άσκησης της γονικής μέριμνας, αρμόδιο να αποφασίσει είναι το δικαστήριο, το οποίο λαμβάνει τη σχετική απόφαση με κριτήριο το συμφέρον του τέκνου. Έννοια μερικότερη της γονικής μέριμνας είναι η επιμέλεια των τέκνων η οποία ασκείται επίσης και από τους δύο γονείς, με γνώμονα το συμφέρον τους. Ο όρος "συμφέρον του τέκνου" αποτελεί αόριστη νομική έννοια και περιλαμβάνει το "καλώς εννοούμενο συμφέρον" αυτού, δηλαδή κάθε είδους συμφέρον, σωματικό, πνευματικό, ψυχικό, ηθικό και υλικό, το συμφέρον του να δημιουργήσει μία ομαλή και ψυχικώς ισορροπημένη προσωπικότητα, να αναπτύξει πλήρως τις πνευματικές του δυνατότητες και να ενταχθεί σταδιακά στις κοινωνικές και οικονομικές συγκυρίες που θα εμφανιστούν κατά τη διάρκεια της ζωής του.

Λόγος άρσης του καταλογισμού για το αδίκημα της αρπαγής από ανιόντα μπορεί να συνιστά και "το ανθρωπίνως φευκτόν της υπαιτιότητας" ή η ανθρώπινη δυνατότητα για συμμόρφωση, λόγος ο οποίος συντρέχει όταν έκτακτες καταστάσεις ασκούν στον δράστη τέτοια ψυχική πίεση, που τον εμποδίζουν να ενεργοποιήσει την βούληση, που ο ίδιος έχει διαμορφώσει ως ψυχοπνευματική προσωπικότητα, για να αποφεύγει την προσβολή των δικαιϊκών επιταγών, που πηγάζουν από το ποινικό δίκαιο, με αποτέλεσμα εξαιτίας ακριβώς της ψυχικής αυτής πίεσης, που αυτός υφίσταται, να παραβιάζει στη συγκεκριμένη περίπτωση, την συγκεκριμένη προσταγή του ποινικού δικαίου, την οποία και δεν θα παραβίαζε αυτός, αν δεν συνέτρεχαν οι έκτακτες αυτές καταστάσεις και η συνακόλουθη επί του δράστη ισχυρή ψυχική πίεση, έτσι ώστε να μην εμφανίζεται ο δράστης ως προσωπικότητα αρνητική ως προς τις αξιολογήσεις του ποινικού δικαίου, και με αυτήν την έννοια και για το λόγο αυτό η αντίθεσή του προς αυτές να είναι συγγνωστή και η πράξη του να μην είναι καταλογιστή σε αυτόν. Κατά την αξιολόγηση για τη συνδρομή του άνω λόγου αποκλεισμού του καταλογισμού βαρύνουσα σημασία, αλλά όχι αποκλειστική έχει "το δύνασθαι" του μέσου συνετού ανθρώπου, όταν βρίσκεται στις ίδιες έκτακτες καταστάσεις. Τέτοιο λόγο αποκλεισμού του καταλογισμού αποτελεί και εκείνη η περίπτωση σύγκρουσης καθηκόντων, κατά την οποία ο δράστης, ευρισκόμενος σε έκτακτες καταστάσεις, δοκιμάζει μια ισχυρή για τον ίδιον ηθική επιταγή, η οποία και εξ αντικειμένου αποτελεί ηθική επιταγή σύμφωνα με την κρατούσα κοινωνική αντίληψη περί ηθικής, όπως η κρατούσα αυτή αντίληψη νοείται στο πλαίσιο της έννοιας των χρηστών ηθών και εξαιτίας της ισχυρής ψυχικής πίεσης που υφίσταται λόγω της ηθικής αυτής επιταγής, εκπληρώνει την επιταγή αυτήν, παραβιάζοντας ποινική διάταξη, που στη συγκεκριμένη περίπτωση ρυθμίζει δεσμευτικά το νομικό δέον της συμπεριφοράς του. Λόγος άρσης του καταλογισμού του γονέα που κατηγορείται για την πράξη της αρπαγής τέκνου του συνιστά η ισχυρή ψυχική πίεση που ασκούσε σε αυτόν η ψυχολογική κατάσταση του τέκνου που αρνείται επιμόνως να επιστρέψει στο έχοντα την προσωρινή επιμέλεια γονέα, όταν μόνο με την άσκηση ψυχολογικής και σωματικής βίας προς το τελευταίο, κατά παράβαση του λειτουργικού δικαιώματος της γονικής του μέριμνας και πρόδηλη αντίθεση προς το συμφέρον του τέκνου, θα ήταν εφικτό να επιστρέψουν στον έχοντα την επιμέλεια γονέα.

Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς απέρριψε αίτηση του ήδη αναιρεσείοντος για επανάληψη της διαδικασίας, που περατώθηκε αμετάκλητα με την καταδικαστική γι αυτόν απόφαση ΑΤ 4736/2015 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς. Στην αιτιολογία της απόφασης διέλαβε το Συμβούλιο Εφετών τα ακόλουθα: "Ο αιτών (Σ. Γ.) καταδικάστηκε, δυνάμει της υπ αριθ. ΑΤ 4736/2015 αποφάσεως του Α' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς (εκδοθείσα επί της εφέσεως κατά της υπ' αριθ. 7643/2012 αποφάσεως του Α Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς), σε συνολική ποινή φυλάκισης δεκαοκτώ (18) μηνών για την αξιόποινη πράξη της αρπαγής ανηλίκου κάτω των 14 ετών από ανιόντα κατά συρροή, τελεσθείσα με παράλειψη, (άρθρο 324 παρ. 2 και 1 του ΠΚ) και συγκεκριμένα για το ότι: "Στη Δραπετσώνα, κατά το χρονικό διάστημα από 1η Αυγούστου έως την 7η Αυγούστου 2012, αφαίρεσε τα ανήλικα τέκνα του από την μητέρα τους, η οποία δικαιούταν να μεριμνά για το πρόσωπό τους. Συγκεκριμένα, ενώ δυνάμει της με αριθμό 3465/2010 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς είχε ρυθμιστεί για ολόκληρο το μήνα Ιούλιο η επικοινωνία του με τα ανήλικα τέκνα του, Π. και Σ., που έχει αποκτήσει με την εγκαλούσα Κ. Α. tou Ε., στην οποία είχε ανατεθεί οριστικά η άσκηση της επιμέλειάς τους, παρέλειψε να επιστρέψει στην τελευταία τα ανήλικα τέκνα τους, παρά το ότι είχε παρέλθει ο Ιούλιος, στερώντας της με τον τρόπο αυτό το δικαίωμα ανατροφής και επίβλεψης που είχε σύμφωνα με την ανωτέρω δικαστική απόφαση". Ο αιτών, με την υπό κρίση αίτηση , ισχυρίζεται ότι η προαναφερθείσα παράλειψή του να επιστρέψει τα ανήλικα τέκνα του Π. και Σ. στη μητέρα τους Κ. Α., στην οποία είχε ανατεθεί οριστικά η άσκηση της επιμέλειάς τους, μετά το πέρας της διάρκειας της επικοινωνίας του με αυτά, οφείλεται στο ότι τα ανήλικα τέκνα του είχαν, τότε, εκδηλώσει την επιθυμία τους για να μην επιστρέψουν στη μητέρα τους, γιατί στην οικία της τελευταίας οι συνθήκες διαβίωσης αυτών ήταν ιδιαιτέρως δυσμενείς ( ".... καθώς συγγενείς της μητέρας τους μιλούσαν συνεχώς άσχημα για μένα (τον αιτούντα), επιπλέον δε τα χτυπούσαν η ίδια εγκαλούσα (η μητέρα τους) και η μητέρα της...". Επίσης, ο αιτών επικαλείται ότι ο ανωτέρω, αρνητικός της σχετικής κατηγορίας, ισχυρισμός του τον οποίο είχε προβάλει κατά την εκδίκαση της σχετικής υπόθεσης ενώπιον του προαναφερθέντος Δικαστηρίου, είναι βάσιμος και ότι αυτό προκύπτει από τα ακόλουθα έγγραφα, τα οποία δεν είχαν προσκομισθεί ούτε αναγνωσθεί ενώπιον του ίδιου, ανωτέρω Δικαστηρίου.

Ειδικότερα ο αιτών προσκομίζει και επικαλείται α) την από 7-8-2012 έκθεση εξέτασης μάρτυρα (χωρίς όρκο), ενώπιον του Αστυφύλακα Π. Λ., της θυγατέρας του Π. Γ., στην οποία η τελευταία αναφέρει ότι επιθυμεί αυτή και η αδελφή της (Σ.), να διαμένουν μαζί με τον αιτούντα (πατέρα τους) και όχι με τη μητέρα τους, β) την υπ' αριθ. 737/2013 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, δυνάμει της οποίας ανατέθηκε αποκλειστικώς, στον αιτούντα η επιμέλεια των ανηλίκων τέκνων του Π. και Σ., αφού το προαναφερθέν Δικαστήριο δέχθηκε ότι ο αιτών (πατέρας) "...έχει τη δυνατότητα αποτελεσματικότερης διαπαιδαγώγησης, προς όφελος των ανηλίκων και ο οποίος πρέπει να μεριμνήσει για την αποκατάσταση των σχέσεων των ανηλίκων με τη μητέρα τους και τη συχνή επικοινωνία τους με αυτήν .....", γ) την υπ' αριθ. 4899/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (ειδική διαδικασία διατροφών) δυνάμει της οποίας ρυθμίστηκε το δικαίωμα της προσωπικής επικοινωνίας της Κ. Α. (μητέρας) με τα ανήλικα τέκνα της, αφού το προαναφερθέν Δικαστήριο δέχθηκε ότι ".... το συμφέρον των πιο πάνω ανηλίκων τέκνων των διαδίκων.... επιβάλλει να μην αποξενωθούν ψυχικά από την μητέρα τους και καθιστά αναγκαία τη διατήρηση επαρκούς επαφής μεταξύ τους προς αποκατάσταση των διαταραγμένων σχέσεων τους, που είναι απαραίτητο για την ομαλή ψυχολογική τους εξέλιξη και ανάπτυξη και τη διατήρηση της ψυχικής τους ισορροπίας, το Δικαστήριο κρίνει ότι η ενάγουσα [μητέρα] πρέπει να ασκεί το δικαίωμα της προσωπικής της επικοινωνίας με τα ως άνω ανήλικα τέκνα της, που διαμένουν με τον πατέρα τους .." και δ) την από 5-3-2013 έκθεση της Ψυχοπαιδαγωγικής συμβούλου Χ. Κ. -Μ. (η οποία συντάχθηκε κατόπιν σχετικής παραγγελίας του αιτούντος).

Όμως, ακόμη και στην περίπτωση που γίνει δεκτό ότι ο προαναφερθείς, αρνητικός της σχετικής κατηγορίας, ισχυρισμός του αιτούντος είναι βάσιμος, αυτό δεν έχει κάποια έννομη επίδραση στην κρίση περί της ενοχής του για την ανωτέρω αξιόποινη πράξη για την οποία καταδικάσθηκε, δοθέντος ότι σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις, η σχετική συγκατάθεση του ανηλίκου, κατά την τέλεση της εν λόγω πράξεως, δεν λαμβάνεται υπόψη, αλλά μόνον του γονέα, ο οποίος έχει την επιμέλεια αυτού. Σημειωτέον ότι, από τα προαναφερθέντα έγγραφα, δεν προκύπτει ότι η μητέρα των ανηλίκων τέκνων του (Κ. Α.), η οποία, κατά τον ως άνω κρίσιμο χρόνο (από 1-8-2012 έως 7-8-2011) είχε την επιμέλεια αυτών, δυνάμει της υπ' αριθ. 3465/2010 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, είχε συναινέσει, με οποιοδήποτε τρόπο, στη μη επιστροφή των ανηλίκων τέκνων από τον αιτούντα, μετά το πέρας της διάρκειας της επικοινωνίας του με αυτά, ούτε ο αιτών επικαλείται τέτοιο γεγονός.

Επίσης, η ανωτέρω κρίση δεν αναιρείται από το ότι, μεταγενεστέρως, ανατέθηκε η επιμέλεια των ανηλίκων αυτών στον αιτούντα (δυνάμει της αριθ. 737/2013 αποφάσεως του Εφετείου Πειραιώς), ενόψει του ότι, από τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία είχαν τεθεί υπόψη του προαναφερθέντος Δικαστηρίου που καταδίκασε τον αιτούντα, προέκυπτε η μεταγενέστερη ανάθεση της ανωτέρω επιμέλειας σ' αυτόν (βλ. την χωρίς όρκο κατάθεση της Κ. Α.), κατά συνέπεια το γεγονός αυτό είχε ληφθεί υπόψη του προαναφερθέντος Δικαστηρίου για το σχηματισμό της κρίσης του περί της ενοχής του αιτούντος. Επιπλέον, πρέπει να σημειωθεί ότι, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της σχετικής δικογραφίας, στις 30-7-2012 δηλαδή μία ημέρα πριν τη λήξη του χρονικού διαστήματος της ως άνω επικοινωνίας του αιτούντος με τα ανήλικα τέκνα του, με o τελευταίος (αιτών) υπέβαλε αίτηση, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία ζήτησε την ανάθεση της επιμέλειας των ανηλίκων τέκνων του αυτόν, καθώς και τη χορήγηση προσωρινής διαταγής με αντικείμενο την παραμονή των ανηλίκων αυτών στην οικία του μέχρι τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, πλην όμως το σχετικό αίτημα απορρίφθηκε (βλ. την από 30-7-2012 αίτηση), κατά συνέπεια ο αιτών γνώριζε ότι είχε τη νομική υποχρέωση να επιστρέψει αυτά, αλλά παρέλειψε να πράξει τούτο. Ως εκ τούτου τα ως άνω επικληθέντα από τον αιτούντα στοιχεία ως νέα γεγονότα, εκτιμώμενα είτε μόνα τους, είτε σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία είχαν προσκομισθεί και ληφθεί υπόψη από το δικάσαν την εν λόγω υπόθεση Δικαστήριο, δεν καθιστούν φανερό (σε σημείο που να εγγίζει τη βεβαιότητα και όχι απλώς πιθανόν) ότι ο αιτών είναι αθώος της προαναφερθείσας αξιόποινης πράξης για την οποία καταδικάστηκε).".

Με αυτά που δέχθηκε το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν διέλαβε την απαιτούμενη από το Σύνταγμα και τον ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ως προς τη ειδικότερη περίσταση εξάλειψης του αξιοποίνου που επικαλέστηκε ο αναιρεσείων ήτοι της σύγκρουσης καθηκόντων αφού είχε την υποχρέωση να επιστρέψει τα τέκνα του στην οικία της ασκούσας την επιμέλεια μητρός των πλην όμως αυτά αρνούνταν να την ακολουθήσουν επικαλούμενα όχι καλές συνθήκες διαβίωσής των εκεί, αφού δεν εκθέτει με σαφήνεια αν τα επικαλούμενα νέα γεγονότα που επικαλείται ο ατών και ήδη αναιρεσείων, θεμελιώνουν και τον επικαλούμενο λόγο άρσης άρσεως του καταλογισμού αυτού, ο οποίος αναπτύχθηκε στην αίτησή του κατά τρόπο ορισμένο και παραδεκτό.

Κατά συνέπεια πρέπει, αφού γίνει δεκτός, ως βάσιμος, ο σχετικός δεύτερος λόγος του αναιρετηρίου, να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠοινΔ και να παραπεμφθεί η υπόθεση, για νέα κρίση, στο ίδιο συμβούλιο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές (άρθρα 528 παρ. 1, και 519 ΚΠοινΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί το υπ' αριθμ. 148/2018 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς.

Παραπέμπει την υπόθεση, για νέα κρίση, στο ίδιο Συμβούλιο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 6 Μαΐου 2019. Και

Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 10 Ιουνίου 2019.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ