Συνθετη Αναζητηση Νομοθεσιας - Νομολογιας

Νομοθεσία

ΠΡΟΣΒΟΛΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ ΜΕΣΩ ΜΗΝΥΜΑΤΩΝ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΟΓΡΑΦΙΑΣ ΜΕΤΑΞΥ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΥ ΚΑΙ ΕΡΓΟΔΟΤΗ – ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΠΡΟΣΒΟΛΗΣ – ΕΝΝΟΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ – ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΣΗ ΑΔΙΚΗΜΑΤΩΝ ΕΞΥΒΡΙΣΗΣ, ΑΠΛΗΣ ΚΑΙ ΣΥΚΟΦΑΝΤΙΚΗΣ ΔΥΣΦΗΜΙΣΗΣ

Μον.Εφετ.Πειρ. 18/2021


ΠΡΟΣΒΟΛΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ ΜΕΣΩ ΜΗΝΥΜΑΤΩΝ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΟΓΡΑΦΙΑΣ ΜΕΤΑΞΥ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΥ ΚΑΙ ΕΡΓΟΔΟΤΗ – ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΠΡΟΣΒΟΛΗΣ – ΕΝΝΟΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ – ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΣΗ ΑΔΙΚΗΜΑΤΩΝ ΕΞΥΒΡΙΣΗΣ, ΑΠΛΗΣ ΚΑΙ ΣΥΚΟΦΑΝΤΙΚΗΣ ΔΥΣΦΗΜΙΣΗΣ – ΑΡΣΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΝΟΜΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ ΚΑΤ’ 367 ΠΚ – ΕΞΑΙΡΕΣΕΙΣ – ΣΚΟΠΟΣ ΕΞΥΒΡΙΣΗΣ – ΕΝΝΟΜΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ - Με το να δεχθεί η εκκαλουμένη ότι με την αποστολή του ίδιου μηνύματος  στην νέα λογίστρια της πωληθείσας εταιρίας, η εκκαλούσα ενήργησε αντίθετα με τα συμφέροντα του εργοδότη της – εφεσίβλητου και με τα συναλλακτικά ήθη, παραβιάζοντας την υποχρέωση εχεμύθειας, που είχε, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο, αφού ήταν (η εκκαλούσα) υπάλληλος της εταιρίας με την οποία και μόνο είχε συνάψει σύμβαση εργασίας και επομένως, μόνο αυτή νομιμοποιούνταν να επικαλεστεί την παραβίαση τέτοιας υποχρέωσής της και όχι ο εφεσίβλητος, ενεργώντας ατομικά – Βάσιμος ο λόγος – Επίσης η ένσταση αυτή του άρθρου 367 του Π.Κ., δεν αίρει τον άδικο χαρακτήρα της πράξης και την υποχρέωση προς αποζημίωση κατά το αστικό δίκαιο, όταν συντρέχει μία από τις περιπτώσεις παρ. 2 του ίδιου άρθρου, δηλαδή, όπως, όταν οι επίμαχες κρίσεις περιέχουν τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμισης όπως στην προκείμενη περίπτωση, αφού εάν η εκκαλούσα εκβιαζόταν, όπως ισχυρίστηκε, θα μπορούσε να προσφύγει στον αρμόδιο εισαγγελέα ή και να ασκήσει σε βάρος του εφεσίβλητου αγωγή για τις αστικές της αξιώσεις – Ορθώς οφείλεται αποζημίωση για ηθική βλάβη (914, 932, 57, 59 ΑΚ, 361, 363, 367 ΠΚ)


Αποτελούμενο από το Δικαστή Ελευθέριο Γεωργίλη, Εφέτη, ο οποίος ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και τη Γραμματέα Ε.Τ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Νόμιμα φέρεται για συζήτηση, με την από 9.7.2019 κλήση του εφεσίβλητου, η από 24.3.2017 έφεση, μετά τον ορισμό νέας δικασίμου, ύστερα από τη μη διεξαγωγή της συζήτησής της (έφεσης), κατά την ορισθείσα δικάσιμο της 23.5.2019, λόγω της διενέργειας εκλογών.

ΙΙ. Η από 24.3.2017 έφεση της εν μέρει ηττηθείσας εναγομένης, κατά της οριστικής απόφασης 4063/2017 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία και με την οποία, αφού απορρίφθηκε η από 10.10.2016 αγωγή ως προς την πρώτη ενάγουσα, έγινε εν μέρει δεκτή ως προς τον δεύτερο ενάγοντα, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495, 511, 513 §1β, 516 §1, 517 και 518 §1 του Κ.Πολ.Δ.). Περαιτέρω, αρμοδίως φέρεται (η έφεση) για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 του Κ.Πολ.Δ.) και εφόσον έχει κατατεθεί το σχετικό παράβολο, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 του Κ.Πολ.Δ.) και να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 §1 του ίδιου Κώδικα), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία.

ΙΙΙ. Οι ενάγοντες (η εταιρεία με την επωνυμία «.…………» και ο ……….) με την από 10.10.2016 αγωγή, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ιστορούσαν ότι η πρώτη (ενάγουσα) ανέθεσε, δια του δεύτερου (ενάγοντος) – νομίμου εκπροσώπου της, στην εναγόμενη – ………., η οποία είχε συνάψει σύμβαση εργασίας με την εταιρεία “…………..”, νόμιμος εκπρόσωπος της οποίας ήταν επίσης, ο δεύτερος ενάγων, τον έλεγχο των λογιστικών βιβλίων της εταιρείας «……» – θυγατρικής εταιρείας της πρώτης (ενάγουσας), ώστε να παραδοθούν στην εταιρεία «…………», στην οποία είχαν πωληθεί οι μετοχές της (εταιρείας ………...»). Ότι στο πλαίσιο αυτό ο δεύτερος ενάγων έφερε σε επαφή την εναγόμενη με το νόμιμο εκπρόσωπο της ως άνω αγοράστριας εταιρείας και τη νέα λογίστρια της υπό μεταβίβαση εταιρείας, ώστε να συνεργαστούν και να ολοκληρωθεί η συμφωνία πώλησης. Ότι η εναγόμενη, η οποία γνώριζε τη συμπεριφορά της αγοράστριας εταιρείας να διακανονίσει στην οφειλή της, απέστειλε, στη λογίστρια της υπό πώληση εταιρείας, τρεις επιστολές ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, που παρατίθενται σ’ αυτήν (αγωγή), οι οποίες περιείχαν δυσφημιστικούς ισχυρισμούς γι’ αυτούς (ενάγοντες) και ήταν ψευδείς.

Ότι, όταν η υπόθεση έλαβε τη δικαστική οδό, η πωλήτρια εταιρεία χρησιμοποίησε τις επιστολές αυτές στο δικαστήριο, με αποτέλεσμα να παραβιάσει τις υποχρεώσεις εχεμύθειας και μη ανταγωνισμού, οι οποίες προέκυπταν από τη σύμβαση, που είχε συνάψει με το δεύτερο (ενάγοντα), ενώ έβλαψε την τιμή και την υπόληψή του, καθώς και τη φήμη της πρώτης (ενάγουσας) και την εμπιστοσύνη των τρίτων προσώπων απέναντί της, η οποία μάλιστα (πρώτη ενάγουσα) κινδυνεύει να απολέσει απαιτήσεις, που έχει, έναντι της ως άνω αγοράστριας εταιρείας. Κατόπιν τούτων, ζήτησαν να υποχρεωθεί η εναγόμενη α) να τους καταβάλει, ως χρηματική ικανοποίηση για τη σημαντική ηθική βλάβη, που υπέστησαν, από 50.000 ευρώ στον καθένα, να άρει την προσβολή του δεύτερου ενάγοντος και να υποχρεωθεί να την παραλείψει στο μέλλον. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την εκκαλούμενη οριστική απόφασή του – 4063/2017, αφού έκρινε την αγωγή αρκούντος ορισμένη και την απέρριψε ως μη νόμιμη, ως προς το αίτημα για άρση της προσβολής και παράλειψής της στο μέλλον, την έκρινε, κατά τα λοιπά, νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 281, 299, 330, 914, 932 του Α.Κ. και 363 – 362 του Π.Κ. Στη συνέχεια, αφού απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη, ως προς την πρώτη ενάγουσα, τη δέχθηκε εν μέρει (κατά το μέρος που είχε κριθεί νόμιμη) και ως ουσιαστικά βάσιμη, ως προς τον δεύτερο ενάγοντα και αναγνώρισε ότι η εναγόμενη οφείλει να του καταβάλει, ως χρηματική ικανοποίηση, το ποσό των 5.000 ευρώ. Ήδη, κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εναγόμενη, για τους διαλαμβανόμενους στην ως άνω έφεσή της λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθεί καθ’ ολοκληρίαν η αγωγή και ως προς τον δεύτερο ενάγοντα.

ΙΙΙ. Με τον πρώτο λόγο της έφεσης η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι η από 10.10.2016 αγωγή ήταν απαράδεκτη λόγω αοριστίας, αφού στην τελευταία παρατίθεται το σύνολο των φερόμενων ως δυσφημιστικών ηλεκτρονικών μηνυμάτων της, χωρίς να εξειδικεύεται ποιοι ακριβώς ισχυρισμοί της ήταν αναληθείς εν γνώσει της και για ποια αιτία. Όμως, από την επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής, όπου αναγράφεται το σύνολο του περιεχομένου των τριών ηλεκτρονικών μηνυμάτων της εναγομένης – εκκαλούσας, σε συνδυασμό και με τα αναφερόμενα στη σελίδα 11 αυτής (αγωγής), όπου αναγράφεται ότι από τα μηνύματα αυτά ο εφεσίβλητος εμφανίζεται ως πρόσωπο, που συντάσσει πλαστά έγγραφα, καταδολιεύει δανειστές, να εκδίδει εικονικά τιμολόγια, παρακινεί υπαλλήλους του σε έκνομες ενέργειες, εκβιάζει εργαζόμενους ότι εάν δεν συμμορφωθούν στις πράξεις, που τους παρακινεί, θα απολυθούν, καθώς και ότι διαπράττει και πληθώρα άλλων ποινικών αδικημάτων, προκύπτει ποιοι ισχυρισμοί επικαλούνται οι ενάγοντες πως είναι αναληθείς. Αντίθετα, το εάν οι ισχυρισμοί αυτοί ήταν πράγματι αναληθείς και για ποια αιτία, είναι αντικείμενο απόδειξης, το οποίο θα προκύψει από την έρευνα της ουσιαστικής βασιμότητας της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που, με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε την αγωγή επαρκώς ορισμένη, ορθά εφάρμοσε το νόμο, απορριπτομένου ως ουσιαστικά αβάσιμου του λόγου αυτού της έφεσης.

VΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 914 του Α.Κ., όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια, έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 297, 298, 299, 330 και 932 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει, ότι προϋποθέσεις της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία, αλλά και χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, που αποτελεί μη περιουσιακή ζημία, είναι: α) ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), β) παράνομος χαρακτήρας της πράξης ή παράλειψης, γ) υπαιτιότητα, που περιλαμβάνει το δόλο και την αμέλεια, η οποία υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές (άρθρο 330 §2 του Α.Κ.), δ) επέλευση ζημίας και ε) πρόσφορος αιτιώδης συνάφεια, μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς και αποτελέσματος, δηλαδή της ζημίας. Παράνομη, κατά την έννοια της ως άνω διάταξης του άρθρου 914 του Α.Κ., είναι η συμπεριφορά, που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, ενώ ο χαρακτηρισμός της παράλειψης ως παράνομης συμπεριφοράς, προϋποθέτει την ύπαρξη νομικής υποχρέωσης για επιχείρηση θετικής ενέργειας που παραλείφθηκε. Τέτοια νομική υποχρέωση μπορεί να προκύπτει, είτε από δικαιοπραξία, οπότε μάλιστα μπορεί να συρρέουν αδικοπρακτική και δικαιοπρακτική ευθύνη, είτε από ειδική διάταξη νόμου, είτε από την αρχή της καλής πίστης, υπό την αντικειμενική έννοια που απαντάται στα άρθρα 200, 281 και 288 του Α.Κ. και που είναι η συναλλακτική ευθύτητα, την οποία επιδεικνύει ο χρηστός και εχέφρων συναλλασσόμενος.

Περαιτέρω, με τις διατάξεις των άρθρων 57 και 59 του ίδιου Κώδικα προστατεύεται η προσωπικότητα και κατ’ επέκταση η αξία του ανθρώπου, ως ατομικό δικαίωμα κατοχυρωμένο από το άρθρο 2 §1 του Συντ., αποτελεί δε η προσωπικότητα πλέγμα αγαθών που συνθέτουν την υπόσταση του προσώπου και είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα μαζί του. Τα αγαθά αυτά δεν αποτελούν μεν αυτοτελή δικαιώματα, αλλά επί μέρους εκδηλώσεις – εκφάνσεις (πλευρές) του ενιαίου δικαιώματος επί της προσωπικότητας όμως, η προσβολή της (προσωπικότητας), σε σχέση με οποιαδήποτε από τις εκδηλώσεις αυτές συνιστά προσβολή της συνολικής έννοιας της προσωπικότητας. Τέτοια προστατευόμενα αγαθά είναι, μεταξύ άλλων, η τιμή και η υπόληψη κάθε ανθρώπου, είναι δε τιμή η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία με βάση την ηθική αξία που έχει, λόγω της συμμόρφωσής του με τις νομικές και ηθικές του υποχρεώσεις, ενώ υπόληψη είναι η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία με βάση την κοινωνική του αξία, συνεπεία των ιδιοτήτων και ικανοτήτων του για την εκπλήρωση των ιδιαίτερων κοινωνικών του έργων ή του επαγγέλματός του. Παράνομη προσβολή της προσωπικότητας δημιουργείται και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως συμβαίνει, όταν το άτομο προσβάλλεται στην τιμή και στην υπόληψή του με εξυβριστικές εκδηλώσεις ή με ισχυρισμούς δυσφημιστικούς, πολύ περισσότερο συκοφαντικούς, κατά την έννοια των άρθρων 361 – 363 του Π.Κ.

Ειδικότερα, κατά τις διατάξεις αυτές εξύβριση διαπράττει, όποιος προσβάλλει την τιμή άλλου με λόγο ή έργο ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, ενώ όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ισχυρίζεται ενώπιον τρίτου ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός, που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, διαπράττει το έγκλημα της δυσφήμησης και αν το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε το ψεύδος, τότε διαπράττει το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης. Ως γεγονός, κατά τις παραπάνω διατάξεις, νοείται κάθε περιστατικό του εξωτερικού κόσμου ή αντίθετη προς την ηθική ή την ευπρέπεια σχέση ή συμπεριφορά, εφόσον ανάγονται στο παρελθόν ή στο παρόν και υποπίπτουν στις αισθήσεις, ώστε να είναι δεκτικά απόδειξης. Αντιθέτως, δεν συνιστά γεγονός η έκφραση γνώμης ή συγκεκριμένης αξιολογικής κρίσης ή άλλοι χαρακτηρισμοί, εκτός εάν τα παραπάνω σχετίζονται και συνδέονται άμεσα με γεγονός που συνιστά το κρίσιμο του αδικήματος στοιχείο, έτσι ώστε ουσιαστικά να προσδιορίζουν την ποσοτική και ποιοτική βαρύτητά του, πράγμα που δεν συμβαίνει, όταν εκφράζονται ή εκδηλώνονται ανεξάρτητα και άσχετα με τον τρόπο αυτό.

Συνιστά δε ισχυρισμό του γεγονότος κάθε σχετική μ’ αυτό ανακοίνωση, που βασίζεται είτε σε προσωπική αντίληψη ή γνώμη είτε σε υιοθέτηση της γνώμης άλλου. Αντίθετα, διάδοση γεγονότος συνιστά η περαιτέρω απλή μετάδοση της σχετικής ανακοίνωσης, που έγινε από άλλον. Για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της δυσφήμησης απαιτείται γνώση του δράστη ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο απ’ αυτόν ενώπιον τρίτου γεγονός είναι πρόσφορο – κατάλληλο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη άλλου και θέληση ή αποδοχή του ίδιου να ισχυρισθεί ή να διαδώσει, ενώπιον τρίτου, το βλαπτικό για άλλον γεγονός, ενώ για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται, επιπλέον και γνώση του δράστη ότι το γεγονός είναι ψευδές. Έτσι, σε περίπτωση που ο δράστης δεν γνώριζε το ψεύδος του γεγονότος που ισχυρίσθηκε ή διέδωσε ή είχε αμφιβολίες γι’ αυτό, δεν στοιχειοθετείται μεν το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης σε βάρος άλλου, παραμένει όμως ως έγκλημα η απλή δυσφήμιση, κατ’ άρθρο 362 του Π.Κ., που προσβάλλει επίσης την προσωπικότητα του άλλου σε βαθμό μη ανεκτό από την έννομη τάξη. Ωστόσο ως αστικό αδίκημα, η δυσφήμηση θεμελιώνεται υποκειμενικά και σε απλή αμέλεια του δράστη και συνεπώς, όποιος από πρόθεση ή από αμέλεια ισχυρίζεται ή διαδίδει προς τρίτους, με οποιονδήποτε τρόπο γεγονότα που θίγουν την τιμή και την υπόληψη άλλου υπό την προαναφερόμενη έννοια, προσβάλλοντας παράνομα την προσωπικότητά του, έχει υποχρέωση, να τον αποζημιώσει και να ικανοποιήσει και την ηθική βλάβη του, εκτός αν συντρέχει κάποια από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 367 §1 του Π.Κ. περιπτώσεις, που αίρουν τον άδικο χαρακτήρα της πράξης του, τόσο ως ποινικό όσο και ως αστικό αδίκημα, αφού οι διατάξεις των άρθρων 361 – 367 Π.Κ. εφαρμόζονται αναλογικά για την ενότητα της έννομης τάξης και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου (Α.Π. 611/2019, Α.Π. 343/2016 και Α.Π. 271/2012 όλες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”).

Έτσι, υπό τα ανωτέρω δεδομένα, σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 362 και 366 §§1, 3 του Π.Κ., προκύπτει ότι αν το δυσφημιστικό γεγονός είναι αληθές, δεν στοιχειοθετείται ούτε το έγκλημα της δυσφήμησης (άρθρο 366 §1 του Π.Κ.), αλλά είναι δυνατό να στοιχειοθετείται το, από το άρθρο 361 του Π.Κ., προβλεπόμενο έγκλημα της εξύβρισης, εάν ο ισχυρισμός ή η διάδοση έγιναν κακόβουλα, ήτοι από τον τρόπο που εκδηλώθηκε ή από τις περιστάσεις, υπό τις οποίες τελέστηκε η δυσφήμηση, προκύπτει σκοπός εξύβρισης από μέρους του δράστη, που υπάρχει, όταν ο συγκεκριμένος τρόπος εκδήλωσης της προσβλητικής συμπεριφοράς εν γνώσει του επιλέχθηκε, για να προσβληθεί η τιμή και η υπόληψη του άλλου (Α.Π. 611/2019 ό.π.). 

Ο άδικος χαρακτήρας του δημοσιεύματος, ως προς τις εξυβριστικές ή δυσφημιστικές εκφράσεις που περιέχει, δεν αίρεται λόγω δικαιολογημένου ενδιαφέροντος κλπ. και συνεπώς, παραμένει η ποινική ευθύνη των υπευθύνων, άρα και η υποχρέωσή τους προς αποζημίωση, κατά το αστικό δίκαιο, όταν, κατά τη διάταξη του άρθρου 367 §2 του Π.Κ., προκύπτει σκοπός εξύβρισης από μέρους του δράστη ή όταν οι επίμαχες κρίσεις περιέχουν τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμισης του άρθρου 363 του ίδιου Κώδικα. Ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι συντρέχει περίπτωση δικαιολογημένου ενδιαφέροντός του, που αίρει, κατά το άρθρο 367 §1 του Π.Κ., τον άδικο χαρακτήρα δυσφημιστικού για τον ενάγοντα ισχυρισμού του, συνιστά ένσταση καταλυτική της εναντίον του αγωγής, με αντικείμενο την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του αντιδίκου του από την επικαλούμενη παράνομη προσβολή της προσωπικότητάς του με το δυσφημιστικό σε βάρος του ισχυρισμό, ενώ αντένσταση συνιστά ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι δεν αίρεται τελικώς ο άδικος χαρακτήρας της δυσφήμισής του από τον εναγόμενο, επειδή αυτός ενήργησε με ειδικό σκοπό εξύβρισής του (Α.Π. 129/2020 και Α.Π. 257/2017 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). 

Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 106, 335, 338 έως 340 και 346 του Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι το δικαστήριο, προκειμένου να σχηματίσει τη δικανική του πεποίθηση περί της αλήθειας ή μη των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, οφείλει να λαμβάνει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα (αλλά και μόνον εκείνα) τα οποία νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι. Εξάλλου, κατά την αληθινή έννοια της διάταξης του άρθρου 559 αρ. 11 περ. β´ του Κ.Πολ.Δ., που προκύπτει και από το συνδυασμό της προς τις διατάξεις των άρθρων 106, 237 εδ. α´ στοιχ. β´, 346 και 453 §1 του ίδιου Κώδικα, η πρώτη από τις οποίες εισάγει το συζητητικό σύστημα στη διαγνωστική δίκη, δηλαδή της ενεργείας του δικαστηρίου κατόπιν πρωτοβουλίας των διαδίκων, ως αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν, νοούνται και εκείνες των οποίων δεν έγινε σαφής και ορισμένη επίκληση με τις προτάσεις του διαδίκου που τις προσκόμισε. Σαφής και ορισμένη είναι η επίκληση εγγράφου όταν είναι ειδική και από αυτήν προκύπτει η ταυτότητά του. Μπορεί δε η επίκληση αυτή να γίνει είτε με τις προτάσεις της συζήτησης, μετά την οποία εκδόθηκε η απόφαση, είτε με αναφορά δια των προτάσεων αυτών σε συγκεκριμένο μέρος των προσκομιζόμενων προτάσεων προηγούμενης συζήτησης, όπου γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση του εγγράφου, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 240 του Κ.Πολ.Δ. Η τελευταία αυτή διάταξη, αναφέρεται βέβαια στον τρόπο επαναφοράς των «ισχυρισμών», έχει όμως, εφαρμογή και για την επίκληση αποδεικτικών μέσων, λόγω της ταυτότητας του νομικού λόγου (Ολ.Α.Π. 23/2008 και Α.Π. 522/2019 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»).

Η ανωτέρω υποχρέωση επίκλησης των προσκομιζόμενων εγγράφων δεν επιβάλλει ούτε στον διάδικο, που επικαλείται τα αποδεικτικά έγγραφα, να αναφέρει την ημεροχρονολογία καθενός ή τον τυχόν υπάρχοντα αριθμό πρωτοκόλλου αυτών ή άλλο μερικότερο στοιχείο για την εξειδίκευσή του, ούτε στο δικαστήριο, προκειμένου να αιτιολογήσει την απόφασή του, να αναφέρει σ’ αυτήν τέτοια στοιχεία κάθε αποδεικτικού εγγράφου, αρκεί να μην γεννάται αμφιβολία ως προς την ταυτότητα του επικαλούμενου και προσκομιζόμενου εγγράφου και ότι τούτο πράγματι προσκομίσθηκε νόμιμα (Α.Π. 179/2019 και Α.Π. 1261/2018 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»). Επιπλέον, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 529, 524 και 270 του Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι έγγραφα, των οποίων γίνεται επίκληση με την προσθήκη των προτάσεων, είναι απαράδεκτα και δεν λαμβάνονται υπόψη, πλην εκείνων, που χρησιμεύουν αποκλειστικά στην αντίκρουση νέων αυτοτελών ισχυρισμών, που προτείνονται το πρώτον με τις προτάσεις του αντιδίκου – Α.Π. 1058/2011 ό.π., Α.Π. 1032/2009 Νο.Β. 2009, σελ. 2388, Α.Π. 57/2002 Χρ.Ι.Δ. 2002, σελ. 114 και Εφ.Πειρ. 358/2016 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ». Τέλος, το δικαστήριο της ουσίας οφείλει να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως, εάν, για τα προσκομιζόμενα από διάδικο έγγραφα, έγινε νόμιμη επίκληση στις προτάσεις του (Α.Π. 511/2016 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», Α.Π. 826/2015 Νο.Β. 2015, σελ. 2263 και Α.Π. 1058/2011 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»).

V. Στην προκείμενη περίπτωση, ως προς τους λοιπούς λόγους της έφεσης, από την εκτίμηση των ενόρκων βεβαιώσεων …../16.1.2017, ….. και …../ 16.1.2017, που δόθηκαν, η πρώτη ενώπιον της Συμβολαιογράφου Κομοτηνής ……….. και οι λοιπές ενώπιον του Συμβολαιογράφου Αθηνών ……….., τις οποίες επικαλείται και προσκομίζει η εκκαλούσα – εναγόμενη, μετά από νομότυπη κλήτευση του εφεσίβλητου – β´ ενάγοντος, όπως προκύπτει από την έκθεση επίδοσης ………./10.1.2017 του δικαστικού επιμελητή με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, …….. (άρθρα 126 §1α´, 128 §4, 136 §2, 421, 422 §1 και 424 του Κ.Πολ.Δ.), καθώς και από όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα, τα οποία λαμβάνονται υπόψιν, είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων – η τυχόν αναφορά κατωτέρω ορισμένων από τα ανωτέρω έγγραφα είναι ενδεικτική, αφού δεν παραλήφθηκε κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς – Α.Π. 386/2015 και Α.Π. 1001/2012 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ» (από τα έγγραφα που προσκομίζει ο εφεσίβλητος πλην αυτών, που αναφέρονται ως σχετικά 3α έως και 8 και Α – Η, των οποίων γίνεται επίκληση νόμιμα, τα υπόλοιπα δεν λαμβάνονται υπόψη – μεταξύ των οποίων και οι προσκομιζόμενες ένορκες βεβαιώσεις παρέλκει δε έτσι, η εξέταση του 4ου λόγου της έφεσης, με τον οποίο πλήττεται η λήψη υπόψη τους, αν και δεν αποτελούσαν νόμιμο αποδεικτικό μέσο, λόγω της μη κλήτευσης της εκκαλούσας – διότι, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στη μείζονα σκέψη, δεν τα επικαλείται νόμιμα, αναφέροντας μόνο ότι επικαλείται και προσκομίζει σχετικά έγγραφα 1 – 47, με αποτέλεσμα να γεννάται αμφιβολία ως προς την ταυτότητά τους και ότι τούτα πράγματι προσκομίσθηκαν νόμιμα, ούτε λαμβάνονται υπόψη τα σχετικά έγγραφα 42, 43, 45, 46, 47, 48, 49, 31, 36, 14, 16, που ο ίδιος επικαλείται και προσκομίζει το πρώτον με την από 29.9.2020 προσθήκη – αντίκρουση των προτάσεών του, δηλαδή μετά την κατά τη δικάσιμο συζήτηση στο ακροατήριο, αφού, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στη μείζονα σκέψη, είναι απαράδεκτα και δεν λαμβάνονται υπόψη, ενώ δεν προκύπτει ότι χρησιμεύουν αποκλειστικά για την αντίκρουση νέων αυτοτελών ισχυρισμών, που προτείνονται το πρώτον με τις προτάσεις της εκκαλούσας), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εκκαλούσα, η οποία είναι λογίστρια, σύναψε, στις 26.6.2014, με την εταιρία με την επωνυμία “………….”, νόμιμος εκπρόσωπος της οποίας ήταν ο εφεσίβλητος, σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, με μισθό 586,08 ευρώ και αντικείμενο την τήρηση και τον έλεγχο των λογιστικών βιβλίων της, αποχώρησε δε, οικειοθελώς, στις 23.11.2015.

Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, στις 26.6.2013, η εταιρία με την επωνυμία «…………» και διακριτικό τίτλο “………..”, πώλησε τις μετοχές της θυγατρικής της εταιρίας με την επωνυμία “………” και το διακριτικό τίτλο “……….”, στην εταιρεία με την επωνυμία «…….». Περιουσιακό στοιχείο της εταιρείας “……….” αποτελούσε η κυριότητα ενός φωτοβολταϊκού σταθμού επί εδάφους, ισχύος 498,18 KW, στη θέση .. του Δήμου …. του Νομού Καρδίτσας. Στο πλαίσιο της σύμβασης πώλησης αυτής, ο εφεσίβλητος, ως νόμιμος εκπρόσωπος της πωλήτριας εταιρίας, ανέθεσε στην εκκαλούσα τον έλεγχο των λογιστικών βιβλίων της εταιρείας “……….”, της οποίας νόμιμος εκπρόσωπος ήταν επίσης, ο εφεσίβλητος, ώστε να παραδοθούν στην εταιρεία – «…………». 

Επιπλέον, αποδείχθηκε ότι η εκκαλούσα, στις 15.10.2015, προκειμένου να ανταποκριθεί στην τελευταία αυτή υποχρέωσή της, απέστειλε στον εφεσίβλητο μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, στο οποίο ανέφερε ότι υπήρχαν ελλείψεις (στα λογιστικά βιβλία) και χρειαζόταν και άλλα έγγραφα, τα οποία και ζητούσε από τον τελευταίο. Το μήνυμα αυτό, όπως κρίθηκε με την εκκαλουμένη, δεν ήταν δυσφημιστικό, ούτε ψευδές, κρίση η οποία δεν προσβάλλεται με λόγο έφεσης. Εξάλλου, με την εκκαλούμενη κρίθηκε ότι η εκκαλούσα, με το να αποστείλει το ίδιο μήνυμα στην ………, η οποία ήταν η νέα λογίστρια της πωληθείσας εταιρίας- “……….”, ενήργησε αντίθετα με τα συμφέροντα του εργοδότη της – εφεσίβλητου και με τα συναλλακτικά ήθη, παραβιάζοντας την υποχρέωση εχεμύθειας, που είχε. Ωστόσο, η εκκαλούσα ήταν υπάλληλος της εταιρίας με την επωνυμία “…………….”, αφού με αυτήν είχε συνάψει σύμβαση εργασίας και επομένως, μόνο αυτή θα νομιμοποιούνταν να επικαλεστεί την παραβίαση τέτοιας υποχρέωσής της και όχι ο εφεσίβλητος, ενεργώντας ατομικά. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο δέχθηκε τα ανωτέρω, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και πρέπει να γίνει δεκτός και ως ουσιαστικά βάσιμος, κατά τούτο, ο τρίτος λόγος της έφεσης.

Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η εκκαλούσα έστειλε, στις 16.10.2015 και άλλο μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, στην ……….. στο οποίο έγραφε “….. μου, όπως σου είχα πει και τηλεφωνικώς πριν από μέρες, ο κ. …… μου είχε ζητήσει να φτιάξω Γενικές συνελεύσεις της ……. με παλιές ημερομηνίες, που να εγκρίνουμε τις συναλλαγές με εταιρίες συμφερόντων του. Επίσης μου είχε ζητήσει να καταθέσω εκπρόθεσμα μισθωτήρια και να χρησιμοποιήσω την δικαιολογία ότι μας παρέπεσαν και του θύμισα ότι ποτέ δεν μου έχει δώσει μισθωτήρια και μου είπε δεν πειράζει, θα τα φτιάξουμε τώρα. Όπως σου είχα πει και στο τηλέφωνο του είχα απαντήσει ότι δεν μπορώ να κάνω αυτά που μου ζητάει, γιατί είναι παράνομα και αντικανονικά. ….., δεν μπορώ να κάνω αυτά που μου ζητάει. Χρειάζομαι βοήθεια. Με πήρε τηλ πάλι σήμερα και μου ζήτησε να βρεθούμε λέγοντάς μου, ότι πρέπει να κανονίσουμε, τι θα κάνουμε με τη ….. και να φτιάξουμε χαρτιά. Του απάντησα ότι δεν υπάρχει κάτι άλλο που μπορώ να κάνω και ότι δεν υπάρχει περίπτωση να του ετοιμάσω τις γενικές συνελεύσεις που είχε ζητήσει και να καταθέσω μισθωτήρια. …. ανησυχώ. Μου είπε ότι αυτά τα έχει ήδη φτιάξει. Φοβάμαι μη με κατηγορήσει, μη με καταστήσει υπαίτια, χωρίς να φταίω. Τι με συμβουλεύεις ότι μπορώ να κάνω ? Σε ρωτάω από συναδελφική αλληλεγγύη, γιατί δεν θέλω να συμμετέχω στις παρανομίες του. Φοβάμαι όμως, γιατί με εκβιάζει ότι θα χάσω τη δουλεία μου, αν δεν τα φτιάξω. Τι να κάνω?”. 

Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι ο ισχυρισμός της εκκαλούσας, πως εκβιαζόταν από τον εφεσίβλητο, αποδείχθηκε ψευδής, ενώ γνώριζε το ψεύδος του γεγονότος που ισχυρίσθηκε. Άλλωστε, κάτι τέτοιο δεν κατέθεσαν ούτε οι μάρτυρές με τις ένορκες βεβαιώσεις, που προσκόμισε η εκκαλούσα (κατέθεσαν ότι την πίεζε όχι όμως, ότι την εκβίαζε σε διενέργεια πράξης, ήτοι με βία ή απειλή, όπως προϋποθέτει το άρθρο 385 του Π.Κ.). Αν μάλιστα, αλήθευε ο ισχυρισμός της αυτός, δεν θα παραιτούνταν αυτή και μάλιστα, σαράντα ημέρες μετά από το ανωτέρω μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, αλλά είτε θα παραιτούνταν άμεσα, είτε θα απολυόταν από τον εφεσίβλητο. 

Σημειωτέον ότι η παραδοχή του ισχυρισμού της εκκαλούσας, που προβάλλεται με το δεύτερο λόγο της έφεσής της, περί εσφαλμένης κατανομής του βάρους της απόδειξης, ως προς τα πραγματικά περιστατικά της εκβίασής της από τον εφεσίβλητο, δεν οδηγεί άνευ ετέρου στην εξαφάνιση της εκκαλουμένης, αλλά στην ορθή κατανομή του βάρους της από το Δικαστήριο τούτο, και στην εξέταση της ουσιαστικής βασιμότητας της έφεσης (βλ. σχετ. Μιχ. Μαργαρίτης / Άντα Μαργαρίτη, Ερμηνεία ΚΠΟΛΔ, Τόμος Ι, Έκδοση 2η, 2018, άρθρο 520 αρ. 22, σελ. 812, Σ. Σαμουήλ Η έφεση, Έκδοση ΣΤ, αρ. 542, σελ. 233, Κεραμέας / Κονδύλης / Νίκας, Ερμηνεία ΚΠΟΛΔ, Τόμος Ι, άρθρο 520 αρ. 19, σελ. 928 και Βασ. Βαθρακοκοίλης Ερμηνεία ΚΠΟΛΔ, Τόμος Γ, άρθρο 520, αρ. 34, σελ. 261. Ο ισχυρισμός αυτός της εκκαλούσας είχε σαν αποτέλεσμα να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του εφεσίβλητου. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε όμοια, έστω και με διαφορετική εν μέρει αιτιολογία, που αντικαθίσταται από αυτή της παρούσας (άρθρο 534 του Κ.Πολ.Δ.), ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει να απορριφθούν οι περί του αντιθέτου λόγοι της έφεσης ως ουσιαστικά αβάσιμοι. 

Αντίθετα, με το να δεχθεί η εκκαλουμένη ότι με την αποστολή του ίδιου μηνύματος στην ……….., η οποία ήταν η νέα λογίστρια της πωληθείσας εταιρίας – “……….”, η εκκαλούσα ενήργησε αντίθετα με τα συμφέροντα του εργοδότη της – εφεσίβλητου και με τα συναλλακτικά ήθη, παραβιάζοντας την υποχρέωση εχεμύθειας, που είχε, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο, αφού ήταν (η εκκαλούσα) υπάλληλος της εταιρίας με την επωνυμία “……………”, με την οποία και μόνο είχε συνάψει σύμβαση εργασίας και επομένως, μόνο αυτή νομιμοποιούνταν να επικαλεστεί την παραβίαση τέτοιας υποχρέωσής της και όχι ο εφεσίβλητος, ενεργώντας ατομικά. Πρέπει επομένως, να γίνει δεκτός κατά τούτο ο τρίτος λόγος της έφεσης και ως ουσιαστικά βάσιμος. Περαιτέρω, η ένσταση της εκκαλούσας, που επαναφέρεται με τον έκτο λόγο της έφεσης, ότι απέστειλε το ως άνω μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στην …….., από δικαιολογημένο ενδιαφέρον, συνιστάμενο στην άρνησή της να προβεί σε τροποποιήσεις των λογιστικών βιβλίων της εταιρίας με την επωνυμία “. ……”, να δεχθεί ως αληθή και να καταθέσει στις αρμόδιες φορολογικές αρχές έγγραφα, που δεν είχε στην κατοχή της και που της δηλώθηκε ότι θα συντάσσονταν μεταγενέστερα και να συμπράξει στην κατάρτιση μη νόμιμων πρακτικών Γ.Σ. της ως άνω εταιρείας (. ……), είναι αβάσιμη, αφού, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στην πιο πάνω μείζονα σκέψη, η ένσταση αυτή του άρθρου 367 του Π.Κ., δεν αίρει τον άδικο χαρακτήρα της πράξης και την υποχρέωση προς αποζημίωση κατά το αστικό δίκαιο, όταν συντρέχει μία από τις περιπτώσεις παρ. 2 του ίδιου άρθρου, δηλαδή, όπως, όταν οι επίμαχες κρίσεις περιέχουν τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμισης του άρθρου 363 Π.Κ., όπως στην προκείμενη περίπτωση. Εξάλλου, εάν η εκκαλούσα εκβιαζόταν, όπως ισχυρίστηκε, θα μπορούσε να προσφύγει στον αρμόδιο εισαγγελέα ή και να ασκήσει σε βάρος του εφεσίβλητου αγωγή για τις αστικές της αξιώσεις. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε όμοια και απέρριψε την ένσταση της εκκαλούσας ορθά εφάρμοσε το νόμο και πρέπει να απορριφθεί και ο έκτος λόγος της έφεσης ως ουσιαστικά αβάσιμος. 

Εντούτοις, εφόσον, έγινε δεκτός ο τρίτος λόγος της έφεσης, που αφορά στο κεφάλαιο της υπαιτιότητας (και δεν συνιστά αδικοπραξία το από 15.10.2015 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, ενώ και το από 16.10.2015 μήνυμα δεν συνιστά παραβίαση της υποχρέωσης εχεμύθειας της εκκαλούσας), σ’ αυτό περιλαμβάνεται και το αναγκαίως συνεχόμενο κεφάλαιο της χρηματικής ικανοποίησης (Ολ.Α.Π. 10/2015 Νο.Β. 2016, σελ. 282, Α.Π. 1637/2018 και Α.Π. 1060/2017 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Λαμβανομένων δε, υπόψη των εν γένει συνθηκών τέλεσης της προσβολής, του είδους και της βαρύτητας αυτής, του βαθμού του πταίσματος της εκκαλούσας – εναγομένης και της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων, όπως τα στοιχεία αυτά εκτιμούνται βάσει των κανόνων της κοινής πείρας και λογικής, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο ενάγων αυτός δικαιούται ως χρηματική ικανοποίηση, για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, την οποία υπέστη από την παράνομη και υπαίτια πράξη της εναγομένης, το ποσό των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ, ποσό που κρίνεται εύλογο μετά τη στάθμιση των κατά νόμο στοιχείων (άρθρο 932 του Α.Κ.), καθώς και σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας (Ολ.Α.Π. 9/2015 στην ιστοσελίδα www.areiospagos.gr).

VΙ. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι της έφεσης προς έρευνα, πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη οριστική απόφαση 4063/2017 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ως προς το σκέλος της, κατά το οποίο κρίθηκε ότι τα από 15.10.2015 και από 16.10.2015 μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της εναγομένης, συνιστούν παραβίαση της υποχρέωσης εχεμύθειάς της, καθώς και το αναγκαίως συνεχόμενο κεφάλαιο της επιδικασθείσας χρηματικής ικανοποίησης και, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 §1 του Κ.Πολ.Δ.), να ερευνηθεί η από 10.10.2016 αγωγή, να γίνει αυτή εν μέρει δεκτή ως και κατ’ ουσία βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα Σταύρο Ευσταθίου το ποσό των 2.000 ευρώ. Επομένως, εφόσον έγινε δεκτή η έφεση και εξαφανίστηκε, έστω και για κάποια κεφάλαια της αγωγής, η παραβόλου των εκατό (100) ευρώ, που κατέθεσε με το ηλεκτρονικό παράβολο το διότι, εάν το ένδικο μέσο γίνει δεκτό και εξαφανισθεί εν όλω ή εν μέρει η απόφαση, ο διάδικος που το άσκησε θεωρείται, για την τύχη του κατατεθέντος παραβόλου, νικήσας, κατ’ άρθρο 495 του Κ.Πολ.Δ. (εφόσον η νίκη του καταθέσαντος το παράβολο πρέπει να κρίνεται σε σχέση με το διατακτικό της απόφασης που εκδίδεται επί του ενδίκου μέσου) και δικαιούται να του επιστραφεί, ανεξαρτήτως εάν η τελική κρίση του δικαστηρίου επί της ουσίας της υπόθεσης είναι ή όχι ευνοϊκή γι’ αυτόν (Α.Π. 532/2016 Τ.Ν.Π. «Νόμος»). Τέλος, πρέπει να καταδικαστεί η εναγόμενη στην πληρωμή μέρους της δικαστικής δαπάνης του ανωτέρω ενάγοντος, ανάλογα με την έκταση της νίκης του τελευταίου και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, σύμφωνα με το σχετικό αίτημά του (άρθρα 178 §1, 183, 191 §2 του Κ.Πολ.Δ., 69 §1, 68 §1 και 63 §1 περ. i. α του ν. 4194/2013), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσία την από 5.11.2017 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ….//2017 έφεση.

Εξαφανίζει την εκκαλούμενη οριστική απόφαση 4063/2017 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, ως προς το σκέλος της, κατά το οποίο κρίθηκε ότι τα από 15.10.2015 και από 16.10.2015 μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της εναγομένης, συνιστούν παραβίαση της υποχρέωσης εχεμύθειας της, καθώς και το αναγκαίως συνεχόμενο κεφάλαιο της επιδικασθείσας χρηματικής ικανοποίησης.

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει την από 10.10.2016 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …/…./2016 αγωγή, ως προς τα ανωτέρω σκέλη της και μόνο ως προς τον δεύτερο ενάγοντα ……..

Δέχεται εν μέρει την αγωγή ως προς τον ενάγοντα αυτόν.

Υποχρεώνει την εναγόμενη ……….. να καταβάλει στον ενάγοντα . ……… το ποσό των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ.

Διατάσσει την επιστροφή στην εκκαλούσα του παραβόλου των εκατό (100) ευρώ, που κατέθεσε και αναφέρεται στο σκεπτικό.

Καταδικάζει την εκκαλούσα – εναγόμενη στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης του δεύτερου εφεσίβλητου – ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, την οποία καθορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 13 Ιανουαρίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ    Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ