Συνθετη Αναζητηση Νομοθεσιας - Νομολογιας

Νομοθεσία

A.Π. 6/2024 (ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) ΠΙΛΟΤΙΚΗ ΔΙΚΗ - ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΕΥΘΥΝΗ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ - ΑΝΑΚΛΗΣΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ

A.Π. 6/2024 (ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)


ΠΙΛΟΤΙΚΗ ΔΙΚΗ - ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΕΥΘΥΝΗ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ - ΑΝΑΚΛΗΣΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ. Το Επικουρικό Κεφάλαιο εξακολουθεί να νομιμοποιείται παθητικά και μετά την εισαγωγή του ν. 4364/2016 στην άσκηση αγωγής των ζημιωθέντων από αυτοκινητικό ατύχημα, όταν η ασφαλιστική επιχείρηση, με την επωνυμία "AIGAION (ΑΙΓΑΙΟΝ) ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΑΕ", η οποία έχει ασφαλίσει το ζημιογόνο αυτοκίνητο από την επέλευση του ασφαλιστέου κινδύνου, έχει τεθεί σε εκκαθάριση, λόγω νόμιμης ανάκλησης της άδειας λειτουργίας από τα αρμόδια όργανα της πολιτείας, προς διάγνωση των οποιουδήποτε είδους απαιτήσεών τους από το αυτοκινητικό ατύχημα. Παραπέμπει [20Α ΚΠολΔ, 19 παρ. 3 εδ. γ' ν. 489/1976, Οδηγία 90/232/ΕΟΚ, 239 παρ. 3 και 242 παρ. 2 και 3, 248 ν. 4364/2016, 20 παρ. 1 Συντ., 6 ΕΣΔΑ,  19 παρ. 3 εδ. α' ν. 489/1976]

ΑΧ


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΕ ΠΛΗΡΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννα Κλάπα - Χριστοδουλέα, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ασημίνα Υφαντή, Μαρουλιώ Δαβίου, Μαρία Κουφούδη, Αγάπη Τσουλιαδάκη, Αλεξάνδρα Αποστολάκη, Μαρία Σιμιτσή - Βετούλα και Αριστείδη Βαγγελάτο, Αντιπροέδρους του Αρείου Πάγου, Χρήστο Κατσιάνη, Στέφανο - Σπυρίδωνα Πανταζόπουλο, Παναγιώτη Βενιζελέα, Σπυρίδωνα Κουτσοχρήστο, Ελένη Χροναίου, Σταυρούλα Κουσουλού, Σωκράτη Πλαστήρα - Εισηγητή, Αγαθή Δερέ, Κλεόβουλο - Δημήτριο Κοκκορό, Γεώργιο Σχοινοχωρίτη, Γεώργιο Παπαγεωργίου, Κορνηλία Πανούτσου, Χρυσούλα Πλατιά, Παναγιώτα Γκουδή - Νινέ, Φώτιο Μουζάκη, Ελπίδα Σιμιτοπούλου, Αικατερίνη Χονδρορίζου, Ευαγγελία Γιακουμάτου, Μερόπη Τζουγκαράκη, Παναγιώτη Λυμπερόπουλο, Μιχαήλ Αποστολάκη, Νίκη Κατσιαούνη, Αντιγόνη Τζελέπη, Απόστολο Φωτόπουλο, Μαρία Πετσάλη, Ερασμία Λιούλη, Ζωή Καραχάλιου, Βάια Ζαρχανή, Σπυριδούλα Λιάτη, Στυλιανή Μπλέτα, Ηλία Γιαρένη, Ελένη Θεοδωρακοπούλου, Διονυσία Νίκα, Δέσποινα Βασιλοδημητράκη, Ευγενία Μπιτσακάκη, Αικατερίνη Πατσιαρά, Παναγιώτη Φιλόπουλο, Παρασκευή Γρίβα, Στυλιανό Κακαβιά, Γεώργιο Μικρούδη, Ευαγγελία Γίτση, Αθανάσιο Νικολόπουλο, Ελένη - Παναγιώτα Λεβεντέλη, Μαρία Τατσέλου, Ειρήνη Νικολάου, Παναγιώτη Μπολτέτσο, Αναστασία Καραμανίδου, Ιωάννα Στρατσιάνη, Χριστίνα Τζίμα, Άλκηστη Σιάννου, Βασιλική Μουγιάντση και Κωνσταντία Εμμανουηλίδου, Αρεοπαγίτες, (κωλυομένων των λοιπών δικαστών της σύνθεσης).
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 26η Σεπτεμβρίου 2024, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Μαρίας Γκανέ (κωλυομένης της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Aγγελικής Ανυφαντή για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Του καλουσών - αιτουσών - εναγουσών: 1.Χ. Κ. του Χ., χήρας Ε. Κ., και 2.Χ. Κ. του Ε., ήδη ενηλικιωθείσας, κατοίκων .... Εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Καραγκούνη, ο οποίος ανακάλεσε την από 25-9-2024 δήλωσή του κατ' άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. παραστάθηκε αυτοπροσώπως και κατέθεσε προτάσεις. Καθ' ου η κλήση - καθ' ου η αίτηση - εναγομένου: Νομικού Προσώπου Ιδιωτικού Δικαίου με την επωνυμία "ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΠΟ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ" που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους του Αντώνιο Τσαβδαρίδη και Νικόλαο Μπούτσικο, οι οποίοι κατέθεσαν προτάσεις.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την αγωγή των καλουσών ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (με γενικό αριθμό κατάθεσης 86900/2022 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου 3399/2022), η εκδίκαση της οποίας εκκρεμεί. Με την από 25-8-2022 αίτηση προς την Τριμελή Επιτροπή του Αρείου Πάγου κατά το άρθρο 20Α του Κ.Πολ.Δ.(αρ. πρωτ. 1315/15-5-2023), οι αιτούσες ζήτησαν να υπαχθεί στη διαδικασία του ως άνω άρθρου η ανωτέρω αγωγή. Με την με αριθμό 3/2023 πράξη της Επιτροπής του άρθρου 20Α του Κ.Πολ.Δ. (νόμος 4842/2021) διατάχθηκε να εισαχθεί στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου η ως άνω εκκρεμής αγωγή προκειμένου να επιλυθεί το τιθέμενο με αυτή νομικό ζήτημα της παθητικής νομιμοποίησης και ευθύνης του Επικουρικού Κεφαλαίου στην περίπτωση ανάκλησης της λειτουργίας της ασφαλιστικής εταιρείας κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο με στοιχείο β' της πράξης αυτής (3/2023 Επιτροπής του άρθρου 20Α του Κ.Πολ.Δ.).

Κατόπιν της πράξης αυτής, η υπόθεση φέρεται στην Πλήρη Ολομέλεια με την από 20/12/2023 κλήση των καλουσών. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Οι πληρεξούσιοι των διαδίκων, αφού έλαβαν τον λόγο από την Πρόεδρο, ανέπτυξαν και προφορικά τους σχετικούς ισχυρισμούς τους, οι οποίοι αναφέρονται και στις προτάσεις τους, ζήτησαν ο μεν των καλουσών - εναγουσών την παραδοχή της αίτησης, οι δε του καθ' ου η κλήση - εναγομένου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.

Η Εισαγγελέας, αφού έλαβε τον λόγο από την Πρόεδρο, πρότεινε η Ολομέλεια να αποφανθεί ότι το Επικουρικό Κεφάλαιο νομιμοποιείται παθητικά και ευθύνεται στην περίπτωση ανάκλησης της άδειας ασφαλιστικής εταιρείας. Κατά την 28η Νοεμβρίου 2024, ημέρα που συγκροτήθηκε το δικαστήριο αυτό προκειμένου να διασκεφθεί για την ανωτέρω υπόθεση, ήταν απόντες οι Αρεοπαγίτες Παναγιώτης Βενιζελέας, Ελένη Χροναίου, Σταυρούλα Κουσουλού, Γεώργιος Σχοινοχωρίτης, Παναγιώτα Γκουδή - Νινέ, Αντιγόνη Τζελέπη, Ζωή Καραχάλιου, Παρασκευή Γρίβα και Γεώργιος Μικρούδης, οι οποίοι είχαν δηλώσει κώλυμα αρμοδίως. Παρά ταύτα, παρισταμένων, πλην αυτών, πλέον των είκοσι εννέα (29) μελών εκ των συμμετασχόντων στη συζήτηση της υπόθεσης, κατ' άρθρο 27 παρ.2 του ν. 4938/2022, το Δικαστήριο είχε την εκ του νόμου απαρτία για να διασκεφθεί.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Mε την από 20-12-2023 (αριθ. έκθ. κατάθ. 18/29-1-2024) κλήση των αιτούντων 1. Χ. Κ. του Χ. και 2. Χ. Κ. του Ε., εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον της πλήρους Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, μετά την έκδοση της με αριθ. 3/15-6-2023 Πράξης της Τριμελούς Επιτροπής του Αρείου Πάγου (άρθρ. 20 Α του ΚΠολΔ), η οποία, κατ` άρθρο 20 Α παρ. 3 του ΚΠολΔ, αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου στις (29-1-2024) και δημοσιεύθηκε στις ημερήσιες αθηναϊκές εφημερίδες "Καθημερινή" και "Εφημερίδα Συντακτών", στα φύλλα 21-11-2023 και 27-11-2023, αντίστοιχα, η με αριθμό έκθεσης κατάθεσης. 86900/3399/2022 εκκρεμής ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών αγωγή αυτών κατά του Ν.Π.Ι.Δ. με την επωνυμία "Επικουρικό Κεφάλαιο Ασφάλισης Ευθύνης από Ατυχήματα Αυτοκινήτων", προκειμένου να επιλυθεί, ως νέο, δυσχερές και με συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων, το τιθέμενο με αυτή νομικό ζήτημα της παθητικής νομιμοποίησης και ευθύνης του Επικουρικού Κεφαλαίου στη περίπτωση ανάκλησης της λειτουργίας της ασφαλιστικής εταιρείας. Δυνάμει του άρθρου 1 παρ. 4 της 84/5/ΕΟΚ δεύτερης Οδηγίας του Συμβουλίου της 30-12-1983 "Για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με την ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία των αυτοκινήτων οχημάτων" κάθε κράτος μέλος ιδρύει ή εγκρίνει οργανισμό, αποστολή του οποίου είναι να αποκαθιστά, τουλάχιστον εντός των ορίων της υποχρέωσης ασφάλισης, τις υλικές ζημίες ή τις σωματικές βλάβες που προκαλούνται από όχημα αγνώστων στοιχείων ή για το οποίο δεν έχει εκπληρωθεί η υποχρέωση ασφάλισης της παραγράφου 1 της ίδιας Οδηγίας. Στο πλαίσιο του ελληνικού δικαίου το εν λόγω ζήτημα είχε ήδη ρυθμιστεί στα άρθρα 16 επ. του ν. 489/1976, με την ίδρυση νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία "Επικουρικό Κεφάλαιο ασφάλισης ευθύνης από ατυχήματα αυτοκινήτων" και συντετμημένα "Επικουρικό Κεφάλαιο", υπό την εποπτεία και τον έλεγχο της Τράπεζας της Ελλάδος (Διεύθυνση Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης) και με σκοπό τη καταβολή ασφαλιστικής αποζημίωσης για αστική ευθύνη από αυτοκινητικά ατυχήματα στις αναφερόμενες στο άρθρο 19 του ως άνω νόμου περιπτώσεις. Μάλιστα, από τη νομοθεσία που διέπει το τρόπο λειτουργίας του Επικουρικού Κεφαλαίου και τους σκοπούς που εξυπηρετεί, προκύπτει ότι το ίδιο, παρά την ιδιωτικού δικαίου νομική μορφή του, επιτελεί κοινωνικό έργο [Ολ.ΑΠ 3-5/2017, ΑΠ 409/2021, ΑΠ 10/2020 (τριμ. συμβ. ν. 3068/2002), ΑΠ 957/2017].

Πιο συγκεκριμένα, αναφορικά με τις ειδικότερες περιπτώσεις ευθύνης του Επικουρικού Κεφαλαίου, στο άρθρο 19 παρ. 1 περ. γ' του ν. 489/1976, όπως κωδικοποιήθηκε με το π.δ/γμα 237/1986 και διαμορφώθηκε κατόπιν των τροποποιήσεων με τα άρθρ. 50 παρ. 7 του ν. 1569/1985 (ΦΕΚ Α' 183/25.10.1985), 37 παρ. 21 του ν. 2496/1997 (ΦΕΚ Α' 87/16.5.1997), 4 παρ. 1 του ν. 4092/2012 (ΦΕΚ Α' 220/8.11.2012) και της αντικατάστασής του με το άρθρ. 47 παρ. 4 του ν. 4583/2018 (ΦΕΚ Α' 212/18.12.2018), ορίζεται, μεταξύ των άλλων περιπτώσεων ευθύνης του, ότι "το Επικουρικό Κεφάλαιο είναι υποχρεωμένο να καταβάλει στα πρόσωπα που ζημιώθηκαν την κατά την παράγραφο 2 του άρθρου αυτού αποζημίωση λόγω θανάτωσης ή σωματικών βλαβών ή υλικών ζημιών από αυτοκινητικά ατυχήματα όταν: ..... γ) ο ασφαλιστής πτώχευσε ή η σε βάρος του εκτέλεση απέβη άκαρπη ή ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης ένεκα παραβάσεως νόμου". Οι ανωτέρω υπό περ. γ' άρθρ. 19 παρ. 1 του ν. 489/1976 περιπτώσεις ευθύνης του Επικουρικού Κεφαλαίου, σε αντίθεση με τις υπό περ. α' και β' του ίδιου άρθρου περιπτώσεις ευθύνης λόγω ανασφάλιστου οχήματος και άγνωστου οδηγού, αποτελούν οικειοθελή πρωτοβουλία του εθνικού νομοθέτη [η ανάκληση της άδειας του ασφαλιστή προβλέφθηκε, ειδικότερα, για πρώτη φορά με το άρθρ. 50 παρ. 7 του ν. 1569/1985] προς το σκοπό της αναβάθμισης της προστασίας των ζημιωθέντων από τροχαία ατυχήματα.

Δεν έχουν, δηλαδή, τεθεί κατ' επιταγή του ενωσιακού δικαίου για την υποχρεωτική ασφάλιση ευθύνης εξ αυτοκινήτων, δεδομένου ότι εκεί ειδικότερα αναφέρεται πως: " ... είναι ανάγκη να προβλεφτεί ένας οργανισμός που θα εξασφαλίζει ότι το θύμα δεν θα παραμένει χωρίς αποζημίωση στη περίπτωση που το όχημα που προξένησε το ατύχημα δεν είναι ασφαλισμένο ή είναι αγνώστων στοιχείων" (έκτη αιτιολογική σκέψη της Οδηγίας 84/5/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 30ής Δεκεμβρίου 1983) και για το λόγο αυτό "κάθε κράτος μέλος ιδρύει ή εγκρίνει οργανισμό, αποστολή του οποίου είναι να αποκαθιστά, τουλάχιστον εντός των ορίων της υποχρέωσης ασφάλισης, τις υλικές ζημίες ή τις σωματικές βλάβες που προκαλούνται από όχημα αγνώστων στοιχείων ή για το οποίο δεν έχει εκπληρωθεί η υποχρέωση ασφάλισης της παραγράφου 1" (άρθρ. 1 παρ. 4 της ίδιας ως άνω Οδηγίας). Τα ανωτέρω διευκρινίσθηκαν νομολογιακά από το ΔΕΕ με την απόφασή του C-409/11, Gabor Csonka κ.λπ. κατά Magyar Αllam, [2013], ECR I-00000, επί προδικαστικού ερωτήματος ουγγρικού δικαστηρίου. Στις παραπάνω περιπτώσεις, στις οποίες θεωρείται ότι δεν έχει τηρηθεί η υποχρέωση ασφάλισης, κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης, έχει σημασία το γεγονός ότι ο νομοθέτης δεν αρκέστηκε στη πρόβλεψη ότι ο εν λόγω οργανισμός πρέπει να παρεμβαίνει σε περίπτωση πρόκλησης ζημιών από όχημα για το οποίο δεν έχει τηρηθεί η υποχρέωση ασφάλισης εν γένει, αλλά έκρινε σκόπιμο να διευκρινίσει ότι υποχρέωση τέτοιας παρέμβασης υφίσταται μόνο για ζημίες οι οποίες έχουν προκληθεί από όχημα για το οποίο δεν έχει τηρηθεί η υποχρέωση ασφάλισης της παραγράφου 1 του άρθρου 1 της πρώτης Οδηγίας, δηλαδή από όχημα για το οποίο δεν υφίσταται ασφαλιστική σύμβαση, επομένως δε, όχι και για στις περιπτώσεις αφερεγγυότητας του ασφαλιστή, διότι σε αυτές η υποχρέωση ασφάλισης έχει τηρηθεί (ΔΕΕ C-409/11, σκέψη 33).

Κατά συμπέρασμα, δεν επιβάλλεται από το ενωσιακό δίκαιο στα κράτη μέλη η υποχρέωση ίδρυσης οργανισμού αρμόδιου για την αποζημίωση των θυμάτων τροχαίων ατυχημάτων σε περίπτωση κατά την οποία, ενώ ο υπαίτιος του ατυχήματος έχει ασφάλιση αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία οχημάτων, ο ασφαλιστής έχει καταστεί αφερέγγυος (ΔΕΕ C-409/11, σκέψη 35). Ως εκ τούτου, οι ανωτέρω εκτιθέμενες στο άρθρο 19 παρ. 1 περ. γ' του ν. 489/1976, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, περιπτώσεις ευθύνης του Επικουρικού Κεφαλαίου αποτελούν επιλογή και πρωτοβουλία του Έλληνα νομοθέτη, ο οποίος, ως εθνικός νομοθέτης, δύναται να θεσπίζει διατάξεις περισσότερο προστατευτικές υπέρ των θυμάτων τροχαίων ατυχημάτων, όπως επίσης και να ρυθμίζει τα σχετικά με τη διαδικασία καταβολής της οφειλόμενης σε αυτά αποζημίωσης. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη παρ. 3 εδ. α' του άρθρου 19 του ν. 489/1976 "στις περιπτώσεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου το ζημιωθέν πρόσωπο έχει ιδία αξίωση κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου, όχι όμως και κατά των μελών αυτού", ενώ κατά το εδ. β' της ίδιας διάταξης: "το Επικουρικό Κεφάλαιο με βάση τις πληροφορίες που του παρέχει το θύμα και έπειτα από σχετική αίτηση αυτού, υποχρεούται να του δώσει αιτιολογημένη απάντηση σχετικά με την καταβολή ή μη αποζημίωσης" (84/5/ΕΟΚ αρ. 1 παρ. 4)".

Στην αυτή ως άνω παρ. 3 του άρθρ. 19 του ν. 489/1976 προστέθηκε με το άρθρο 2 του π.δ/τος 314/1993 (ΦΕΚ Α' 134/13.8.1993) τελευταίο εδάφιο, σύμφωνα με το οποίο δεν επιτρέπεται στο Επικουρικό Κεφάλαιο να απαιτεί, προκειμένου να καταβάλει την αποζημίωση, να αποδείξει το θύμα καθ' οιονδήποτε τρόπο ότι το υπεύθυνο για το ατύχημα μέρος δεν είναι σε θέση ή αρνείται να πληρώσει. Το εδάφιο αυτό τέθηκε σε συμμόρφωση προς κοινοτική υποχρέωση που απέρρεε από τη τρίτη οδηγία 90/232/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 14ης Μαΐου 1990 "για την προσέγγιση των νομοθεσιων των κρατών μελών σχετικά με την ασφάλιση αστικής ευθύνης που προκύπτει από τη κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων", σύμφωνα με την οποία (άρθρο 3) στο άρθρο 1 παρ. 4 εδ. α' πρώτο εδάφιο της Οδηγίας 84/5/ΕΟΚ προστίθεται η ακόλουθη φράση: "ωστόσο, τα κράτη μέλη δεν επιτρέπουν στον οργανισμό να απαιτεί, προκειμένου να καταβάλει την αποζημίωση, να αποδείξει το θύμα καθ' οιονδήποτε τρόπο ότι το υπεύθυνο για το ατύχημα μέρος δεν είναι σε θέση ή αρνείται να πληρώσει". Παράλληλα, στη διάταξη του άρθρ. 25 παρ. 4 του ν. 489/1976, η οποία είχε προστεθεί με το άρθρ. 50 παρ. 13 του ν. 1569/1985 και ίσχυε έως την κατάργησή της από το άρθρο 53 του ν. 4438/2016 (ΦΕΚ Α' 220/28.11.2016), οριζόταν ότι από την ημερομηνία που η ασφαλιστική επιχείρηση κηρύσσεται σε κατάσταση πτώχευσης ή ανακαλείται η άδεια λειτουργίας της για παράβαση νόμου, το Επικουρικό Κεφάλαιο υπεισέρχεται αυτοδίκαια στο σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων της ασφαλιστικής επιχείρησης που πηγάζουν από ασφαλιστικές συμβάσεις του κλάδου αστικής ευθύνης από χερσαία αυτοκίνητα οχήματα, οι δε εκκρεμείς δίκες συνεχίζονται άνευ ετέρου από το Επικουρικό Κεφάλαιο. Ειδικότερα, η αυτοδίκαιη αναγκαστική υπεισέλευση του Επικουρικού Κεφαλαίου στο σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων της ασφαλιστικής επιχείρησης μετά τη πτώχευση ή την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της συνιστούσε, σύμφωνα με την παγιωμένη άποψη, περίπτωση μερικής οιονεί καθολικής διαδοχής [ΑΠ 486/2012, ΑΠ 1755/2002], ενώ η συνέχιση των εκκρεμών δικών της ασφαλιστικής επιχείρησης από το Επικουρικό Κεφάλαιο γινόταν χωρίς να μεσολαβήσει διακοπή τους [Ολ.ΑΠ 17/2004, ΑΠ 388/2013, ΑΠ 1211/2010, ΑΠ 1195/2005].

Συνεπώς, υπό το προϊσχύσαν καθεστώς δεν ετίθετο θέμα αναστολής των ατομικών καταδιωκτικών μέτρων κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης και υποβολής των σχετικών αξιώσεων των τρίτων παθόντων στη διαδικασία εξέλεγξης, η οποία ίσχυε πριν από τον ν. 1569/1985 επί πτώχευσης της ασφαλιστικής επιχείρησης. Σημαντικές τροποποιήσεις ως προς το τρόπο ικανοποίησης των απαιτήσεων ζημιωθέντων προσώπων από το Επικουρικό Κεφάλαιο εισήχθησαν κυρίως με τον ν. 4364/2016 και δευτερευόντως με τον ν. 4438/2016, οι οποίοι ενέταξαν τις ως άνω απαιτήσεις στο πλαίσιο της διαδικασίας της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, από την οποία διέρχονται προκειμένου να οριστικοποιηθούν ποσοτικά, ώστε εν συνεχεία να αποζημιωθούν τα θύματα τροχαίων ατυχημάτων από το Επικουρικό Κεφάλαιο, η ευθύνη του οποίου, σε ουσιαστικό επίπεδο και ως προς τα ποσοτικά της όρια [βλ. άρθρ. 19 παρ. 2 (όπως η παρ. 2 αντικαταστάθηκε πρόσφατα με το άρθρ. 59 του ν. 5042/2023 (ΦΕΚ Α' 88/10.04.2023) και παρ. 5 του ν. 489/1976], δεν μεταβλήθηκε από τους παραπάνω νόμους. Ειδικότερα, με το άρθρ. 235 παρ. 1 του ν. 4364/2016 (ΦΕΚ Α' 13/05.02.2016) "Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα ΙΙ), στα άρθρα 2 και 8 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014 σχετικά με τη τροποποίηση των Οδηγιών 2003/71/ΕΚ και 2009/138/ΕΚ και των Κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009, (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, όσον αφορά τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (εφεξής ΕΑΑΕΣ) και της Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών, καθώς και στο άρθρο 4 της Οδηγίας 2011/89/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16 ης Νοεμβρίου 2011, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία των χρηματοπιστωτικών οντοτήτων που ανήκουν σε χρηματοπιστωτικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων και συναφείς διατάξεις της νομοθεσίας περί της ιδιωτικής ασφάλισης και άλλες διατάξεις" ορίζεται ότι: "1. Η Εποπτική Αρχή είναι η μόνη αρμόδια να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης του άρθρου 220 του παρόντος. Στην περίπτωση αυτή ακολουθεί το στάδιο ασφαλιστικής εκκαθάρισης, εκτός αν άλλως ορίζεται στην απόφαση ... ".

Στη συνέχεια, με τη παρ. 3 εδ. α/ του ιδίου άρθρου ορίζεται ότι: "στην περίπτωση ασφαλιστικής εκκαθάρισης εφαρμόζονται συμπληρωματικά οι διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα, και επί ζητημάτων που δεν ρυθμίζονται από τον Πτωχευτικό Κώδικα, οι διατάξεις του κ.ν. 2190/1920 και του ΚΠολΔ". Περαιτέρω, με τη παρ. 7 του αυτού άρθρου ορίζεται ότι:"ασφαλιστική επιχείρηση δεν κηρύσσεται σε πτώχευση ούτε είναι δυνατόν να ανοίξει επ' αυτής προπτωχευτική διαδικασία εξυγίανσης. Λύση, για οποιονδήποτε λόγο, του νομικού προσώπου ασφαλιστικής επιχείρησης δεν μπορεί να επέλθει, εφόσον η Εποπτική Αρχή δεν έχει προηγουμένως ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας της επιχείρησης σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου". Επιπλέον, στο άρθρ. 239 παρ. 3-6 του ίδιου ως άνω ν. 4364/2016 προβλέπεται ότι: "3. Κατά το χρονικό διάστημα που η ασφαλιστική επιχείρηση βρίσκεται σε ασφαλιστική εκκαθάριση αναστέλλεται κάθε αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της και σε βάρος των ασφαλισμένων της για ασφαλίσεις αστικής ευθύνης, μέχρι το ποσό για το οποίο ευθύνεται εις ολόκληρο η ασφαλιστική επιχείρηση. Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα αναστέλλονται οι ατομικές διώξεις των δικαιούχων απαιτήσεων από ασφάλιση κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης. 4. Αγωγές του ασφαλιστικού εκκαθαριστή κατά οφειλετών εισάγονται και εκκρεμείς δίκες συνεχίζονται με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. 5. Εκκρεμείς διαφορές στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας εισάγονται, με κλήση οποιουδήποτε νομιμοποιουμένου, στο Μονομελές Πρωτοδικείο της έδρας της επιχείρησης ανεξάρτητα από το ποσό. 6. Κατάσχεση ή δέσμευση περιουσιακών στοιχείων της ασφαλιστικής επιχείρησης στα χέρια της ιδίας ή τρίτου δεν επιτρέπεται κατά το χρονικό διάστημα που η ασφαλιστική επιχείρηση βρίσκεται σε ασφαλιστική εκκαθάριση" [ΑΠ 36/2022, ΑΠ 643/2020, ΑΠ 1942/2017].

Συναφώς, το άρθρο 25 παρ. 1-2 του Πτωχ.Κωδ. (ν. 3588/2007), που ίσχυε κατά το χρόνο ψήφισης του ως άνω ν. 4364/2016 (πρβλ. πλέον μετά την 1.3.2021 το άρθρ. 100 ν. 4738/2020) ρύθμιζε, αναφορικά με την αναστολή των ατομικών καταδιωκτικών μέτρων μετά τη κήρυξη της πτώχευσης, ότι, ειδικότερα, αναστέλλονται (με την επιφύλαξη της διάταξης του άρθρου 26) αυτοδικαίως όλα τα ατομικά καταδιωκτικά μέτρα των πιστωτών κατά του οφειλέτη προς ικανοποίηση ή εκπλήρωση πτωχευτικών απαιτήσεών τους, ιδίως απαγορεύεται η έναρξη ή συνέχιση της αναγκαστικής εκτέλεσης, η άσκηση αναγνωριστικών ή καταψηφιστικών αγωγών, η συνέχιση των δικών επ' αυτών, η έκδοση πράξεων διοικητικής ή φορολογικής φύσης ή η εκτέλεσή τους σε στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας, ενώ, ακόμη, προέβλεπε τη κύρωση της απόλυτης ακυρότητας για τις πράξεις που ελάμβαναν χώρα κατά παράβαση της κατά τη παρ. 1 αναστολής. Επομένως, σε περίπτωση άσκησης αγωγής από το δικαιούχο της αποζημίωσης, δυνάμει σύμβασης ασφάλισης, κατά της ασφαλιστικής εταιρείας, με τη θέση της τελευταίας υπό εκκαθάριση η συζήτηση της υπόθεσης κηρύσσεται απαράδεκτη κατ' ανάλογη εφαρμογή του ως άνω άρθρου του Πτωχ.Κωδ., σε συνδυασμό με το άρθρο 235 παρ. 3 του ν. 4364/2016 [ΑΠ 1746/2017]. Ακολούθως, στο άρθρ. 242 του ν. 4364/2016 προβλέπονται, σύμφωνα και με τη σχετική αιτιολογική έκθεση (βλ. σ. 21), διατάξεις αναφορικά, μεταξύ άλλων, με τη πρόσκληση από τον εκκαθαριστή για την αναγγελία των απαιτήσεων δικαιούχων από ασφάλιση, καθώς και την επαλήθευση αυτών, προς το σκοπό κατάρτισης κατάστασης δικαιούχων από ασφάλιση, καθώς και ξεχωριστής κατάστασης με τις απαιτήσεις που για οποιονδήποτε λόγο αμφισβητούνται. Προβλέπεται, ακόμη, δικαίωμα άσκησης ανακοπής (εκδικαζόμενης κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων) κατά της κατάστασης αυτής στο Μονομελές Πρωτοδικείο της έδρας της επιχείρησης μέσα σε σαράντα πέντε ημέρες από τη τελευταία δημοσίευση, αλλά και έφεσης κατά της απόφασης του ως άνω δικαστηρίου.

Ειδικότερα, στο άρθρ. 242 παρ. 2 του ν. 4364/2016 ορίζεται ότι: " ο ασφαλιστικός εκκαθαριστής καλεί μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από το διορισμό του ή από την πάροδο του χρονικού διαστήματος της παραγράφου 4 του άρθρου 235 του παρόντος, τους δικαιούχους απαιτήσεων από ασφάλιση, με ανακοίνωση, που δημοσιεύεται μια (1) φορά την εβδομάδα, επί τρεις (3) συνεχείς εβδομάδες σε πέντε (5) ημερήσιες, πανελλαδικής κυκλοφορίας, εφημερίδες, καθώς και στην ιστοσελίδα της επιχείρησης, να του αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους με όλα τα δικαιολογητικά τους στοιχεία. Οι αναγγελίες απαιτήσεων γίνονται δεκτές εντός προθεσμίας τεσσάρων (4) μηνών από την πρώτη δημοσίευση. Η επαλήθευση των απαιτήσεων από τον ασφαλιστικό εκκαθαριστή, αρχίζει το αργότερο μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από τη λήξη της ως άνω προθεσμίας και ολοκληρώνεται στο συντομότερο χρονικό διάστημα. Γίνονται δεκτές οι απαιτήσεις από ασφαλίσεις που δεν αμφισβητούνται από τον ασφαλιστικό εκκαθαριστή ή έχουν επιδικασθεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση ή με απόφαση διαιτητικού δικαστηρίου, εναντίον της οποίας δεν έχει ασκηθεί αγωγή ακύρωσης εντός της προβλεπόμενης από τον ΚΠολΔ προθεσμίας, ή αυτή έχει απορριφθεί τελεσίδικα. Ο ασφαλιστικός εκκαθαριστής δημοσιεύει κατάσταση των δικαιούχων απαιτήσεων από ασφάλιση.

Στη κατάσταση αυτήν περιλαμβάνονται: α) οι δικαιούχοι απαιτήσεων από ασφαλίσεις ζωής, β) οι δικαιούχοι απαιτήσεων από ασφαλίσεις κατά ζημιών που έχουν δηλώσει την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης και έχει καταχωρηθεί η δήλωση στα βιβλία της ασφαλιστικής επιχείρησης, γ) όσοι αναγγέλθηκαν μέσα στην ως άνω προθεσμία. Στην ανωτέρω κατάσταση περιλαμβάνονται και εκείνες οι απαιτήσεις που αμφισβητούνται δικαστικά ή εξώδικα, με αναφορά στο ποσό που διεκδικεί ο δικαιούχος απαιτήσεων από ασφάλιση, καθώς και στο τυχόν ποσό που εκτιμά ο ασφαλιστικός εκκαθαριστής ότι αναλογεί στην απαίτηση. Αντιρρήσεις κατά της πιο πάνω κατάστασης ασκούνται με ανακοπή στο μονομελές πρωτοδικείο της έδρας της επιχείρησης μέσα σε σαράντα πέντε (45) ημέρες από την τελευταία δημοσίευση και εκδικάζονται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων.

Έφεση κατά της απόφασης του πρωτοδικείου εκδικάζεται από το αρμόδιο εφετείο κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Η απόφαση του εφετείου δεν υπόκειται σε κανένα ένδικο μέσο". Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι αν ανακληθεί η άδεια λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης (με απόφαση της αρμόδιας Εποπτικής Αρχής), ακολουθεί, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στην απόφαση, το στάδιο της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, η οποία, αντιθέτως με ότι συμβαίνει στη πτώχευση, συνιστά συλλογική διαδικασία διοικητικής φύσης, που κινείται από την Εποπτική Αρχή (και όχι με πρωτοβουλία των πιστωτών), οδηγεί δε στη ρευστοποίηση της περιουσίας της ασφαλιστικής επιχείρησης με σκοπό την ικανοποίηση των πιστωτών ανάλογα με το ύψος των κατά της τελευταίας υφισταμένων απαιτήσεών τους [ΑΠ 36/2022, ΑΠ 643/2020, ΑΠ 672/2019, ΑΠ 1942/2017]. Ακολούθως, στη παρ. 3 του ίδιου άρθρου 242 του ν. 4364/2016 εισάγεται η διαδικασία ενημέρωσης του Επικουρικού Κεφαλαίου αναφορικά με την αναλυτική κατάσταση των βεβαιωμένων απαιτήσεων από ασφαλίσεις αστικής ευθύνης αυτοκινήτων και, εν συνεχεία, καταβολής της αποζημίωσης σε κάθε δικαιούχο με βάση τη κατάσταση αυτή, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο ν. 489/1976. Μέχρι του ποσού της αποζημίωσης που καταβάλλει το Επικουρικό Κεφάλαιο υποκαθίσταται στο προνόμιο των απαιτήσεων από ασφάλιση. Ακριβέστερα, εκεί ορίζεται ότι "ο ασφαλιστικός εκκαθαριστής γνωστοποιεί στο Επικουρικό Κεφάλαιο την αναλυτική κατάσταση με τις βεβαιωμένες απαιτήσεις από ασφαλίσεις αστικής ευθύνης αυτοκινήτων, καθώς και κάθε επικαιροποίηση αυτής. Το Επικουρικό Κεφάλαιο καταβάλει αποζημίωση σε κάθε δικαιούχο με βάση την κατάσταση του προηγουμένου εδαφίου και σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο ν.δ/γμα 489/1976 (Α' 331). Στη περίπτωση αυτή, το Επικουρικό Κεφάλαιο δεν υποκαθίσταται στα εξαιτίας του ατυχήματος δικαιώματα του προσώπου που ζημιώθηκε έναντι του υπόχρεου για αποζημίωση, υποκαθίσταται όμως, μέχρι του ποσού της αποζημίωσης που κατέβαλε, στο κατ' άρθρο 240 του παρόντος προνόμιο των απαιτήσεων από ασφάλιση". Τέλος, όσον αφορά το ν. 4364/2016, ειδικό νομοθετικό καθεστώς προβλέφθηκε στο άρθρ. 248 του ν. 4364/2016 για τις υφιστάμενες κατά την 31-12-2015 ασφαλιστικές εκκαθαρίσεις, διότι κρίθηκε (βλ. σ. 22 αιτιολογικής έκθεσης) ότι ως προς αυτές δεν δύνανται να ισχύσουν οι νέες διατάξεις για την ασφαλιστική εκκαθάριση.

Ως συνέχεια των ανωτέρω τροποποιήσεων του ν. 4364/2016, με το άρθρο 53 του ν. 4438/2016 (ΦΕΚ Α' 220/28.11.2016) καταργήθηκε η διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 25 του ν. 489/1976, η οποία προέβλεπε την αυτοδίκαιη αναγκαστική υπεισέλευση του Επικουρικού Κεφαλαίου στο σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων της ασφαλιστικής επιχείρησης μετά την πτώχευση ή την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της. Παρά τις ως άνω σημαντικές νομοθετικές τροποποιήσεις αναφορικά με το τρόπο ικανοποίησης των απαιτήσεων ζημιωθέντων προσώπων από το Επικουρικό Κεφάλαιο στη περίπτωση ευθύνης του λόγω ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της ασφαλιστικής επιχείρησης, ιδίως δε με την ως άνω κατάργηση της παρ. 4 του άρθρ. 25 του ν. 489/1976, αναλλοίωτη παρέμεινε η διάταξη του άρθρ. 19 παρ. 3 του ν. 489/1976, που προβλέπει την ευθεία αξίωση του ζημιωθέντος έναντι του Επικουρικού Κεφαλαίου.

Η συνύπαρξη των νεότερων διατάξεων των ν. 4364/2016 (ιδίως του άρθρ. 242 παρ. 2-3) και του ν. 4438/2016 με το άρθρ. 19 παρ. 3 του ν. 489/1976 έθεσε το ερμηνευτικό ζήτημα της αποκλειστικότητας ή μη της διαδικασίας της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, ως τρόπου ικανοποίησης των απαιτήσεων ζημιωθέντων προσώπων από τροχαία ατυχήματα, ή κατ' άλλη διατύπωση, της ύπαρξης ή μη παράλληλης νομικής δυνατότητας προς άσκηση αγωγής ευθέως κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου μετά τη πτώχευση ή την ανάκληση άδειας της ασφαλιστικής επιχείρησης για τις ασφαλιστικές εκκαθαρίσεις εταιρειών που επέρχονται μετά την 1-1-2016 (για τις υφιστάμενες έως την ανωτέρω ημερομηνία ασφαλιστικές εκκαθαρίσεις ισχύει η ειδική διάταξη του άρθρ. 248 ν. 4364/2016). Δεδομένης της παράλληλης ισχύος των ανωτέρω διατάξεων, καθίσταται επιτακτική η συστηματική τους ερμηνεία, ώστε να αποτυπωθεί με ακρίβεια η νομοθετική βούληση των τροποποιητικών ν. 4364/2016 και ν. 4438/2016 και η ένταξή τους στο σύστημα αποκατάστασης ζημιών λόγω τροχαίων ατυχημάτων, στις οποίες ανακύπτει ευθύνη του Επικουρικού Κεφαλαίου. Από τις ως άνω διατάξεις τελολογικώς και συστηματικώς ορώμενες προκύπτει ότι, παρά την προαναφερθείσα κατάργηση του άρθρου 25 παρ. 4 ν. 489/1976, εξακολουθεί να νομιμοποιείται παθητικά το Επικουρικό Κεφάλαιο κατά το άρθρο 19 παρ. 3 του ως άνω νόμου για την εναντίον του άσκηση αγωγής από τον ζημιωθέντα από αυτοκινητικό ατύχημα, όταν ο ασφαλιστικός κίνδυνος επήλθε και το ζημιογόνο αυτοκίνητο είχε ασφαλιστεί σε ασφαλιστική εταιρεία, η άδεια της οποίας ανακλήθηκε νομίμως. Τούτο προκειμένου να μπορεί να εκδοθεί σχετική δικαστική απόφαση, η οποία θα αναγνωρίζει και βεβαιώνει την απαίτηση και τα σχετικά κονδύλια της περιουσιακής ζημίας (ιδίως επί βλάβης του σώματος και της υγείας του ζημιωθέντος), τον δικαιούχο αυτής (ιδίως σε υποθέσεις χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης ως προς την έννοια της οικογένειας του θανατωθέντος σε αυτοκινητικό ατύχημα), τις λοιπές νόμιμες προϋποθέσεις της αδικοπραξίας (υπαιτιότητα, ενδεχόμενη συνυπαιτιότητα), το ύψος των ως άνω απαιτήσεων (ιδίως επί παροχής διατροφής των δικαιούχων από τον θανατωθέντα, τόκοι, παραγραφή) κατά τις διατάξεις των άρθρων του ΑΚ, η οποία (απόφαση) θα διέλθει όλους τους βαθμούς δικονομικής ωριμότητας με την άσκηση ενδίκων μέσων κατά τις διατάξεις των άρθρων του ΚΠολΔ.

Οι δε προαναφερθείσες διατάξεις των ν. 4364 και 4438/2016 για τη διαδικασία της ασφαλιστικής εκκαθάρισης εφαρμόζονται προφανώς για τις απαιτήσεις που προέρχονται από ένα αυτοκινητικό ατύχημα και έχουν ήδη βεβαιωθεί εγγράφως ή με δικαστική απόφαση τελεσίδικη κατά της ασφαλιστικής εταιρείας, όπως ρητά τούτο αναφέρεται στην προαναφερθείσες διατάξεις, τις απαιτήσεις δε αυτές θα αναγγείλουν οι δικαιούχοι ζημιωθέντες στον ασφαλιστικό εκκαθαριστή για την ικανοποίησή τους με την προαναφερθείσα διαδικασία, η οποία έχει εντόνως επηρεαστεί νομοθετικώς ως προς την αναγγελία των απαιτήσεων από τις αντίστοιχες διατάξεις του ΚΠολΔ (άρθρα 972 επ.), που και αυτή προϋποθέτει βέβαια κατάθεση εγγράφων από τα οποία βεβαιώνεται η ύπαρξη της απαίτησης, που μπορεί να είναι και εκτελεστοί τίτλοι. Αντίθετη άποψη, πέραν του ότι αναιρεί τον ίδιο τον δικαιολογητικό λόγο του κοινωνικού σκοπού της ρύθμισης του άρθρου 19 παρ. 3 ν. 489/1976 για τη θέσπιση προστατευτικών διατάξεων των θυμάτων τροχαίου ατυχήματος, κατά τα προαναφερθέντα, προσκρούει ευθέως στο συνταγματικώς κατοχυρωμένο δικαίωμα δικαστικής και ακρόασης και προστασίας (άρθρο 20 παρ. 1 Σ) και στο δικαίωμα της της δίκαιης δίκης του άρθρου 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ με την ειδικότερη έκφανση της παραβίασης της εξασφάλισης στον διάδικο της δέουσας διαδικασίας "due process", καθότι αυτός κατά τη νομοθετική ρύθμιση θα δικαιούται να ασκήσει ανακοπή κατά του καταλόγου που συντάχθηκε από τον ασφαλιστικό εκκαθαριστή που δεν περιέχει καν την αναγγελθείσα απαίτησή του ή κατά της εν μέρει περιγραφής της απαίτησής του στην πολύ σύντομη προαναφερθείσα προθεσμία στο αρμόδιο δικαστήριο, το οποίο όμως θα αποφασίσει με ήσσονος βαθμού δικανική πεποίθηση, την πιθανολόγηση, κατά της απόφασης δε αυτής μπορεί να ασκήσει μόνον έφεση, η βασιμότητα της οποίας αποφασίζεται πάλι με πιθανολόγηση, στερούμενος δε της άσκησης αναίρεσης, με βάση την οποίαν θα μπορούσαν να ελεγχούν αναιρετικώς τα νομικά σφάλματα της απόφασης, ιδίως με βάση την επίκληση της αρχής της αναλογικότητας (άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ), όταν το αντικείμενο της δίκης εναπόκειται στην εύλογη κρίση του δικαστηρίου (π.χ. χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, κεφάλαια κατ' άρθρο 930, 931 ΑΚ κλπ).

Κάτι που αντίθετα δεν ισχύει όταν γίνει δεκτή η παθητική νομιμοποίηση επικουρικού κεφαλαίου του άρθρου 19 παρ. 3 ν. 489/1976, το οποίο (ΕΚ) εξ άλλου θα έχει τη δυνατότητα να αμυνθεί και να αποκρούσει τις απαιτήσεις των ζημιωθέντων, από οιαδήποτε αιτία και αν προέρχονται από το αυτοκινητικό ατύχημα την ασφάλιση του κινδύνου του οποίου έχει αναλάβει ασφαλιστική εταιρεία, της οποίας η άδεια ανεκλήθη νομίμως, όπου εκεί οι διάδικοι, ζημιωθέντες και υπαίτιοι ή το Επικουρικό Κεφάλαιο, μπορούν να ασκήσουν όλα τα δικονομικά τους δικαιώματα, όμοια όπως θα τα ασκούσαν, ως εάν δεν είχε ανακληθεί η άδεια της ασφαλιστικής εταιρείας, κατά της οποίας μετά την ανάκληση της τελευταίας δεν μπορούν, λόγω της νομοθετικά ρυθμισμένης αναστολής των σε βάρος της ατομικών διώξεων, να στραφούν. Επί πλέον, ο ασφαλιστικός εκκαθαριστής, στον οποίον απλώς θα αναγγέλονταν οι ενδεχόμενες απαιτήσεις δίχως το στοιχείο της βεβαιότητάς τους θα υποκαθιστούσε το δικαιοδοτικό έργο, πράγμα συνταγματικώς ανεπίτρεπτο, ως προς τη ουσιαστική διάγνωση και το ύψος των απαιτήσεων με δύναμη δεδικασμένου, και ελευθέρως αυτός θα αρνούνταν να περιλάβει τις απαιτήσεις στον σχετικό κατάλογο εκκαθάρισης ή θα τις περιλάμβανε κατά το δοκούν (άρθρο 242 παρ. 2 ν. 4364/2015 "γίνονται δεκτές οι απαιτήσεις από ασφαλίσεις που δεν αμφισβητούνται από τον ασφαλιστικό εκκαθαριστή"), με συνέπεια τη δημιουργία άλλων δικών ανακοπής εναντίον του ως άνω συνταγέντος καταλόγου μεταξύ των ενδιαφερομένων, και μάλιστα δίχως να ακουστεί στον χρόνο αυτόν ο αληθινός υπόχρεος για την ικανοποίηση των απαιτήσεων των ζημιωθέντων, που εξακολουθεί να είναι το Επικουρικό Κεφάλαιο, το οποίο με βάση και τη διάταξη του άρθρου 19 παρ. 3 γ ν. 489/76 θα νομιμοποιείται παθητικώς στην άσκηση της σχετικής αγωγής από τον ζημιωθέντα για να καταβάλλει το ποσό, που περιέλαβε πλήρως αυτόβουλα και δίχως κανένα έλεγχο στον σχετικό κατάλογο ο ασφαλιστικός εκκαθαριστής, όταν τούτο αρνείται, παρά την ολοκλήρωση της περιγραφόμενης στο άρθρ. 242 παρ. 2 του ν. 4364/2016 διαδικασίας και μετά τη γνωστοποίηση της αναλυτικής κατάστασης με τις βεβαιωμένες απαιτήσεις από ασφαλίσεις αστικής ευθύνης αυτοκινήτων (άρθρ. 242 παρ. 3 του ν. 4364/2016), να προβεί στη καταβολή στο δικαιούχο που εμφανίζεται στη κατάσταση της ορισθείσας αποζημίωσης.

Με τον τρόπο όμως αυτό ο ζημιωθείς περιπλέκεται αδίκως σε μία ατέρμονα μη δέουσα και άνιση δικαστική διαδικασία καθότι θα είναι υποχρεωμένος και να αναγγείλει τις μη βεβαιωμένες απαιτήσεις στον ασφαλιστικό εκκαθαριστή, ο οποίος θα αμφισβητεί πάντα την μη διαγνωσθείσα απαίτηση, και να ασκήσει ανακοπή κατά του καταλόγου, όταν δεν θα αναφέρει όλες τις απαιτήσεις του, και στη συνέχεια αγωγή για την καταβολή του ποσού που περιλήφθη στον κατάλογο, διότι το υπεύθυνο Επικουρικό Κεφάλαιο θα αρνείται την καταβολή του και θα μπορεί να αμφισβητεί ευθέως το ποσό αυτό, εφόσον δεν θα δεσμεύεται από κάποιο δεδικασμένο της απόφασης επί της ανακοπής που τυχόν θα ασκήσει ο ζημιωθείς κατά του σχετικού καταλόγου που συνέταξε ο ασφαλιστικός εκκαθαριστής, επειδή στη δίκη αυτή δεν θα έχει συμμετάσχει.

Στην ερευνώμενη υπόθεση, οι ενάγουσες-καλούσες, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 86900/3399/2022 εκκρεμή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, αγωγή, ισχυριζόμενες ότι, κατά το χρόνο και τόπο που αναφέρονται σε αυτήν, η Μ. Κ. (μη διάδικος), οδηγός του με αριθ. κυκλοφορίας ... ιδιωτικής χρήσης επιβατηγού αυτοκινήτου, το οποίο ήταν ασφαλισμένο, για τις προς τρίτους ζημίες, στην ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία "AIGAION (ΑΙΓΑΙΟΝ) ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΑΕ", προκάλεσε από υπαιτιότητά της, το θανάσιμο τραυματισμό του οδηγού της με αριθ. κυκλοφορίας ... δίκυκλης μοτοσικλέτας Ε. Κ., συζύγου της πρώτης και πατέρα της δεύτερης από αυτούς, ζήτησαν να αναγνωριστεί ότι το εναγόμενο Ν.Π.Ι.Δ. με την επωνυμία "Επικουρικό Κεφάλαιο", το οποίο υπεισήλθε στη θέση της ως άνω ασφαλιστικής εταιρείας κατ' άρθρο 19 παρ. 1δ και 3 του π.δ/τος 237/1986, της οποίας, με την με αριθ. 261/1/23-2-2018 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος, ανακλήθηκε η άδειά της και τέθηκε υπό καθεστώς ασφαλιστικής εκκαθάρισης και το διορισμό ασφαλιστικού εκκαθαριστή, κατά τις σχετικές διατάξεις του ν. 4364/2016, οφείλει να καταβάλει στη κάθε μία, τα αιτούμενα (με την αγωγή), ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής τους οδύνης, ποσά. Σύμφωνα με τις νομικές σκέψεις που προαναφέρθηκαν, εξακολουθεί να νομιμοποιείται παθητικά το Επικουρικό Κεφάλαιο και μετά την εισαγωγή του ν. 4364/2016 σε αγωγή του ζημιωθέντος εναντίον του για την διάγνωση των οιωνδήποτε απαιτήσεών του από αυτοκινητικό ατύχημα, όταν το ζημιογόνο αυτοκίνητο έχει ασφαλιστεί σε ασφαλιστική επιχείρηση, της οποίας η άδεια ανακλήθηκε νομίμως.

Κατά την άποψη όμως της μειοψηφίας, ήτοι των Αντιπροέδρων του Αρείου Πάγου Αγάπης Τζουλιαδάκη, Αλεξάνδρας Αποστολάκη και Αριστείδη Βαγγελάτου και των Αρεοπαγιτών Σωκράτη Πλαστήρα, Μιχαήλ Αποστολάκη και Κωνσταντίας Εμμανουηλίδου, λεκτέα είναι τα ακόλουθα: Δυνάμει του άρθρου 1 παρ. 4 της 84/5/ΕΟΚ δεύτερης Οδηγίας του Συμβουλίου της 30-12-1983 "Για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με την ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία των αυτοκινήτων οχημάτων" κάθε κράτος μέλος ιδρύει ή εγκρίνει οργανισμό, αποστολή του οποίου είναι να αποκαθιστά, τουλάχιστον εντός των ορίων της υποχρέωσης ασφάλισης, τις υλικές ζημίες ή τις σωματικές βλάβες που προκαλούνται από όχημα αγνώστων στοιχείων ή για το οποίο δεν έχει εκπληρωθεί η υποχρέωση ασφάλισης της παραγράφου 1 της ίδιας Οδηγίας. Στο πλαίσιο του ελληνικού δικαίου το εν λόγω ζήτημα είχε ήδη ρυθμιστεί στα άρθρα 16 επ. του ν. 489/1976, με την ίδρυση νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία "Επικουρικό Κεφάλαιο ασφάλισης ευθύνης από ατυχήματα αυτοκινήτων" και συντετμημένα "Επικουρικό Κεφάλαιο", υπό την εποπτεία και τον έλεγχο της Τράπεζας της Ελλάδος (Διεύθυνση Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης) και με σκοπό τη καταβολή ασφαλιστικής αποζημίωσης για αστική ευθύνη από αυτοκινητικά ατυχήματα στις αναφερόμενες στο άρθρο 19 του ως άνω νόμου περιπτώσεις. Μάλιστα, από τη νομοθεσία που διέπει το τρόπο λειτουργίας του Επικουρικού Κεφαλαίου και τους σκοπούς που εξυπηρετεί, προκύπτει ότι το ίδιο, παρά την ιδιωτικού δικαίου νομική μορφή του, επιτελεί κοινωνικό έργο [Ολ.ΑΠ 3-5/2017, ΑΠ 409/2021, ΑΠ 10/2020 (τριμ. συμβ. ν. 3068/2002), ΑΠ 957/2017].

Πιο συγκεκριμένα, αναφορικά με τις ειδικότερες περιπτώσεις ευθύνης του Επικουρικού Κεφαλαίου, στο άρθρο 19 παρ. 1 περ. γ' του ν. 489/1976, όπως κωδικοποιήθηκε με το π.δ/γμα 237/1986 και διαμορφώθηκε κατόπιν των τροποποιήσεων με τα άρθρ. 50 παρ. 7 του ν. 1569/1985 (ΦΕΚ Α' 183/25.10.1985), 37 παρ. 21 του ν. 2496/1997 (ΦΕΚ Α' 87/16.5.1997), 4 παρ. 1 του ν. 4092/2012 (ΦΕΚ Α' 220/8.11.2012) και της αντικατάστασής του με το άρθρ. 47 παρ. 4 του ν. 4583/2018 (ΦΕΚ Α' 212/18.12.2018), ορίζεται, μεταξύ των άλλων περιπτώσεων ευθύνης του, ότι "το Επικουρικό Κεφάλαιο είναι υποχρεωμένο να καταβάλει στα πρόσωπα που ζημιώθηκαν την κατά την παράγραφο 2 του άρθρου αυτού αποζημίωση λόγω θανάτωσης ή σωματικών βλαβών ή υλικών ζημιών από αυτοκινητικά ατυχήματα όταν: ..... γ) ο ασφαλιστής πτώχευσε ή η σε βάρος του εκτέλεση απέβη άκαρπη ή ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης ένεκα παραβάσεως νόμου".

Οι ανωτέρω υπό περ. γ' άρθρ. 19 παρ. 1 του ν. 489/1976 περιπτώσεις ευθύνης του Επικουρικού Κεφαλαίου, σε αντίθεση με τις υπό περ. α' και β' του ίδιου άρθρου περιπτώσεις ευθύνης λόγω ανασφάλιστου οχήματος και άγνωστου οδηγού, αποτελούν οικειοθελή πρωτοβουλία του εθνικού νομοθέτη [η ανάκληση της άδειας του ασφαλιστή προβλέφθηκε, ειδικότερα, για πρώτη φορά με το άρθρ. 50 παρ. 7 του ν. 1569/1985] προς το σκοπό της αναβάθμισης της προστασίας των ζημιωθέντων από τροχαία ατυχήματα. Δεν έχουν, δηλαδή, τεθεί κατ' επιταγή του ενωσιακού δικαίου για την υποχρεωτική ασφάλιση ευθύνης εξ αυτοκινήτων, δεδομένου ότι εκεί ειδικότερα αναφέρεται πως: " ... είναι ανάγκη να προβλεφτεί ένας οργανισμός που θα εξασφαλίζει ότι το θύμα δεν θα παραμένει χωρίς αποζημίωση στη περίπτωση που το όχημα που προξένησε το ατύχημα δεν είναι ασφαλισμένο ή είναι αγνώστων στοιχείων" (έκτη αιτιολογική σκέψη της Οδηγίας 84/5/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 30ής Δεκεμβρίου 1983) και για το λόγο αυτό "κάθε κράτος μέλος ιδρύει ή εγκρίνει οργανισμό, αποστολή του οποίου είναι να αποκαθιστά, τουλάχιστον εντός των ορίων της υποχρέωσης ασφάλισης, τις υλικές ζημίες ή τις σωματικές βλάβες που προκαλούνται από όχημα αγνώστων στοιχείων ή για το οποίο δεν έχει εκπληρωθεί η υποχρέωση ασφάλισης της παραγράφου 1" (άρθρ. 1 παρ. 4 της ίδιας ως άνω Οδηγίας). Τα ανωτέρω διευκρινίσθηκαν νομολογιακά από το ΔΕΕ με την απόφασή του C-409/11, Gabor Csonka κ.λπ. κατά Magyar Αllam, [2013], ECR I-00000, επί προδικαστικού ερωτήματος ουγγρικού δικαστηρίου. Στις παραπάνω περιπτώσεις, στις οποίες θεωρείται ότι δεν έχει τηρηθεί η υποχρέωση ασφάλισης, κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης, έχει σημασία το γεγονός ότι ο νομοθέτης δεν αρκέστηκε στη πρόβλεψη ότι ο εν λόγω οργανισμός πρέπει να παρεμβαίνει σε περίπτωση πρόκλησης ζημιών από όχημα για το οποίο δεν έχει τηρηθεί η υποχρέωση ασφάλισης εν γένει, αλλά έκρινε σκόπιμο να διευκρινίσει ότι υποχρέωση τέτοιας παρέμβασης υφίσταται μόνο για ζημίες οι οποίες έχουν προκληθεί από όχημα για το οποίο δεν έχει τηρηθεί η υποχρέωση ασφάλισης της παραγράφου 1 του άρθρου 1 της πρώτης Οδηγίας, δηλαδή από όχημα για το οποίο δεν υφίσταται ασφαλιστική σύμβαση, επομένως δε, όχι και για στις περιπτώσεις αφερεγγυότητας του ασφαλιστή, διότι σε αυτές η υποχρέωση ασφάλισης έχει τηρηθεί (ΔΕΕ C-409/11, σκέψη 33).

Κατά συμπέρασμα, δεν επιβάλλεται από το ενωσιακό δίκαιο στα κράτη μέλη η υποχρέωση ίδρυσης οργανισμού αρμόδιου για την αποζημίωση των θυμάτων τροχαίων ατυχημάτων σε περίπτωση κατά την οποία, ενώ ο υπαίτιος του ατυχήματος έχει ασφάλιση αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία οχημάτων, ο ασφαλιστής έχει καταστεί αφερέγγυος (ΔΕΕ C-409/11, σκέψη 35). Ως εκ τούτου, οι ανωτέρω εκτιθέμενες στο άρθρο 19 παρ. 1 περ. γ' του ν. 489/1976, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, περιπτώσεις ευθύνης του Επικουρικού Κεφαλαίου αποτελούν επιλογή και πρωτοβουλία του Έλληνα νομοθέτη, ο οποίος, ως εθνικός νομοθέτης, δύναται να θεσπίζει διατάξεις περισσότερο προστατευτικές υπέρ των θυμάτων τροχαίων ατυχημάτων, όπως επίσης και να ρυθμίζει τα σχετικά με τη διαδικασία καταβολής της οφειλόμενης σε αυτά αποζημίωσης. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη παρ. 3 εδ. α' του άρθρου 19 του ν. 489/1976 "στις περιπτώσεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου το ζημιωθέν πρόσωπο έχει ιδία αξίωση κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου, όχι όμως και κατά των μελών αυτού", ενώ κατά το εδ. β' της ίδιας διάταξης: " το Επικουρικό Κεφάλαιο με βάση τις πληροφορίες που του παρέχει το θύμα και έπειτα από σχετική αίτηση αυτού, υποχρεούται να του δώσει αιτιολογημένη απάντηση σχετικά με την καταβολή ή μη αποζημίωσης" (84/5/ΕΟΚ αρ. 1 παρ. 4)". Στην αυτή ως άνω παρ. 3 του άρθρ. 19 του ν. 489/1976 προστέθηκε με το άρθρο 2 του π.δ/τος 314/1993 (ΦΕΚ Α' 134/13.8.1993) τελευταίο εδάφιο, σύμφωνα με το οποίο δεν επιτρέπεται στο Επικουρικό Κεφάλαιο να απαιτεί, προκειμένου να καταβάλει την αποζημίωση, να αποδείξει το θύμα καθ' οιονδήποτε τρόπο ότι το υπεύθυνο για το ατύχημα μέρος δεν είναι σε θέση ή αρνείται να πληρώσει.

Το εδάφιο αυτό τέθηκε σε συμμόρφωση προς κοινοτική υποχρέωση που απέρρεε από τη τρίτη οδηγία 90/232/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 14 ης Μαΐου 1990 "για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την ασφάλιση αστικής ευθύνης που προκύπτει από τη κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων", σύμφωνα με την οποία (άρθρο 3) στο άρθρο 1 παρ. 4 εδ. α' πρώτο εδάφιο της Οδηγίας 84/5/ΕΟΚ προστίθεται η ακόλουθη φράση: "ωστόσο, τα κράτη μέλη δεν επιτρέπουν στον οργανισμό να απαιτεί, προκειμένου να καταβάλει την αποζημίωση, να αποδείξει το θύμα καθ' οιονδήποτε τρόπο ότι το υπεύθυνο για το ατύχημα μέρος δεν είναι σε θέση ή αρνείται να πληρώσει". Παράλληλα, στη διάταξη του άρθρ. 25 παρ. 4 του ν. 489/1976, η οποία είχε προστεθεί με το άρθρ. 50 παρ. 13 του ν. 1569/1985 και ίσχυε έως την κατάργησή της από το άρθρο 53 του ν. 4438/2016 (ΦΕΚ Α' 220/28.11.2016), οριζόταν ότι από την ημερομηνία που η ασφαλιστική επιχείρηση κηρύσσεται σε κατάσταση πτώχευσης ή ανακαλείται η άδεια λειτουργίας της για παράβαση νόμου, το Επικουρικό Κεφάλαιο υπεισέρχεται αυτοδίκαια στο σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων της ασφαλιστικής επιχείρησης που πηγάζουν από ασφαλιστικές συμβάσεις του κλάδου αστικής ευθύνης από χερσαία αυτοκίνητα οχήματα, οι δε εκκρεμείς δίκες συνεχίζονται άνευ ετέρου από το Επικουρικό Κεφάλαιο. Ειδικότερα, η αυτοδίκαιη αναγκαστική υπεισέλευση του Επικουρικού Κεφαλαίου στο σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων της ασφαλιστικής επιχείρησης μετά τη πτώχευση ή την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της συνιστούσε, σύμφωνα με την παγιωμένη άποψη, περίπτωση μερικής οιονεί καθολικής διαδοχής [ΑΠ 486/2012, ΑΠ 1755/2002], ενώ η συνέχιση των εκκρεμών δικών της ασφαλιστικής επιχείρησης από το Επικουρικό Κεφάλαιο γινόταν χωρίς να μεσολαβήσει διακοπή τους [Ολ.ΑΠ 17/2004, ΑΠ 388/2013, ΑΠ 1211/2010, ΑΠ 1195/2005].

Συνεπώς, υπό το προϊσχύσαν καθεστώς δεν ετίθετο θέμα αναστολής των ατομικών καταδιωκτικών μέτρων κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης και υποβολής των σχετικών αξιώσεων των τρίτων παθόντων στη διαδικασία εξέλεγξης, η οποία ίσχυε πριν από τον ν. 1569/1985 επί πτώχευσης της ασφαλιστικής επιχείρησης. Σημαντικές τροποποιήσεις ως προς το τρόπο ικανοποίησης των απαιτήσεων ζημιωθέντων προσώπων από το Επικουρικό Κεφάλαιο εισήχθησαν κυρίως με τον ν. 4364/2016 και δευτερευόντως με τον ν. 4438/2016, οι οποίοι ενέταξαν τις ως άνω απαιτήσεις στο πλαίσιο της διαδικασίας της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, από την οποία διέρχονται προκειμένου να οριστικοποιηθούν ποσοτικά, ώστε εν συνεχεία να αποζημιωθούν τα θύματα τροχαίων ατυχημάτων από το Επικουρικό Κεφάλαιο, η ευθύνη του οποίου, σε ουσιαστικό επίπεδο και ως προς τα ποσοτικά της όρια [βλ. άρθρ. 19 παρ. 2 (όπως η παρ. 2 αντικαταστάθηκε πρόσφατα με το άρθρ. 59 του ν. 5042/2023 (ΦΕΚ Α' 88/10.04.2023) και παρ. 5 του ν. 489/1976], δεν μεταβλήθηκε από τους παραπάνω νόμους. Ειδικότερα, με το άρθρ. 235 παρ. 1 του ν. 4364/2016 (ΦΕΚ Α' 13/05.02.2016) "Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα ΙΙ), στα άρθρα 2 και 8 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014 σχετικά με τη τροποποίηση των Οδηγιών 2003/71/ΕΚ και 2009/138/ΕΚ και των Κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009, (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, όσον αφορά τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (εφεξής ΕΑΑΕΣ) και της Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών, καθώς και στο άρθρο 4 της Οδηγίας 2011/89/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16 ης Νοεμβρίου 2011, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία των χρηματοπιστωτικών οντοτήτων που ανήκουν σε χρηματοπιστωτικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων και συναφείς διατάξεις της νομοθεσίας περί της ιδιωτικής ασφάλισης και άλλες διατάξεις" ορίζεται ότι:

"1. Η Εποπτική Αρχή είναι η μόνη αρμόδια να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης του άρθρου 220 του παρόντος. Στην περίπτωση αυτή ακολουθεί το στάδιο ασφαλιστικής εκκαθάρισης, εκτός αν άλλως ορίζεται στην απόφαση ... ". Στη συνέχεια, με τη παρ. 3 εδ. α/ του ιδίου άρθρου ορίζεται ότι: "στην περίπτωση ασφαλιστικής εκκαθάρισης εφαρμόζονται συμπληρωματικά οι διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα, και επί ζητημάτων που δεν ρυθμίζονται από τον Πτωχευτικό Κώδικα, οι διατάξεις του κ.ν. 2190/1920 και του ΚΠολΔ". Περαιτέρω, με τη παρ. 7 του αυτού άρθρου ορίζεται ότι:"ασφαλιστική επιχείρηση δεν κηρύσσεται σε πτώχευση ούτε είναι δυνατόν να ανοίξει επ' αυτής προπτωχευτική διαδικασία εξυγίανσης. Λύση, για οποιονδήποτε λόγο, του νομικού προσώπου ασφαλιστικής επιχείρησης δεν μπορεί να επέλθει, εφόσον η Εποπτική Αρχή δεν έχει προηγουμένως ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας της επιχείρησης σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου".

Επιπλέον, στο άρθρ. 239 παρ. 3-6 του ίδιου ως άνω ν. 4364/2016 προβλέπεται ότι: "3. Κατά το χρονικό διάστημα που η ασφαλιστική επιχείρηση βρίσκεται σε ασφαλιστική εκκαθάριση αναστέλλεται κάθε αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της και σε βάρος των ασφαλισμένων της για ασφαλίσεις αστικής ευθύνης, μέχρι το ποσό για το οποίο ευθύνεται εις ολόκληρο η ασφαλιστική επιχείρηση. Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα αναστέλλονται οι ατομικές διώξεις των δικαιούχων απαιτήσεων από ασφάλιση κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης. 4. Αγωγές του ασφαλιστικού εκκαθαριστή κατά οφειλετών εισάγονται και εκκρεμείς δίκες συνεχίζονται με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. 5. Εκκρεμείς διαφορές στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας εισάγονται, με κλήση οποιουδήποτε νομιμοποιουμένου, στο Μονομελές Πρωτοδικείο της έδρας της επιχείρησης ανεξάρτητα από το ποσό. 6. Κατάσχεση ή δέσμευση περιουσιακών στοιχείων της ασφαλιστικής επιχείρησης στα χέρια της ιδίας ή τρίτου δεν επιτρέπεται κατά το χρονικό διάστημα που η ασφαλιστική επιχείρηση βρίσκεται σε ασφαλιστική εκκαθάριση" [ΑΠ 36/2022, ΑΠ 643/2020, ΑΠ 1942/2017]. Συναφώς, το άρθρο 25 παρ. 1-2 του Πτωχ.Κωδ. (ν. 3588/2007), που ίσχυε κατά το χρόνο ψήφισης του ως άνω ν. 4364/2016 (πρβλ. πλέον μετά την 1.3.2021 το άρθρ. 100 ν. 4738/2020) ρύθμιζε, αναφορικά με την αναστολή των ατομικών καταδιωκτικών μέτρων μετά τη κήρυξη της πτώχευσης, ότι, ειδικότερα, αναστέλλονται (με την επιφύλαξη της διάταξης του άρθρου 26) αυτοδικαίως όλα τα ατομικά καταδιωκτικά μέτρα των πιστωτών κατά του οφειλέτη προς ικανοποίηση ή εκπλήρωση πτωχευτικών απαιτήσεών τους, ιδίως απαγορεύεται η έναρξη ή συνέχιση της αναγκαστικής εκτέλεσης, η άσκηση αναγνωριστικών ή καταψηφιστικών αγωγών, η συνέχιση των δικών επ' αυτών, η έκδοση πράξεων διοικητικής ή φορολογικής φύσης ή η εκτέλεσή τους σε στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας, ενώ, ακόμη, προέβλεπε τη κύρωση της απόλυτης ακυρότητας για τις πράξεις που ελάμβαναν χώρα κατά παράβαση της κατά τη παρ. 1 αναστολής.

Επομένως, σε περίπτωση άσκησης αγωγής από το δικαιούχο της αποζημίωσης, δυνάμει σύμβασης ασφάλισης, κατά της ασφαλιστικής εταιρείας, με τη θέση της τελευταίας υπό εκκαθάριση η συζήτηση της υπόθεσης κηρύσσεται απαράδεκτη κατ' ανάλογη εφαρμογή του ως άνω άρθρου του Πτωχ. Κωδ., σε συνδυασμό με το άρθρο 235 παρ. 3 του ν. 4364/2016 [ΑΠ 1746/2017]. Ακολούθως, στο άρθρ. 242 του ν. 4364/2016 προβλέπονται, σύμφωνα και με τη σχετική αιτιολογική έκθεση (βλ. σ. 21), διατάξεις αναφορικά, μεταξύ άλλων, με τη πρόσκληση από τον εκκαθαριστή για την αναγγελία των απαιτήσεων δικαιούχων από ασφάλιση, καθώς και την επαλήθευση αυτών, προς το σκοπό κατάρτισης κατάστασης δικαιούχων από ασφάλιση, καθώς και ξεχωριστής κατάστασης με τις απαιτήσεις που για οποιονδήποτε λόγο αμφισβητούνται. Προβλέπεται, ακόμη, δικαίωμα άσκησης ανακοπής (εκδικαζόμενης κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων) κατά της κατάστασης αυτής στο Μονομελές Πρωτοδικείο της έδρας της επιχείρησης μέσα σε σαράντα πέντε ημέρες από τη τελευταία δημοσίευση, αλλά και έφεσης κατά της απόφασης του ως άνω δικαστηρίου. Ειδικότερα, στο άρθρ. 242 παρ. 2 του ν. 4364/2016 ορίζεται ότι: " ο ασφαλιστικός εκκαθαριστής καλεί μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από το διορισμό του ή από την πάροδο του χρονικού διαστήματος της παραγράφου 4 του άρθρου 235 του παρόντος, τους δικαιούχους απαιτήσεων από ασφάλιση, με ανακοίνωση, που δημοσιεύεται μια (1) φορά την εβδομάδα, επί τρεις (3) συνεχείς εβδομάδες σε πέντε (5) ημερήσιες, πανελλαδικής κυκλοφορίας, εφημερίδες, καθώς και στην ιστοσελίδα της επιχείρησης, να του αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους με όλα τα δικαιολογητικά τους στοιχεία. Οι αναγγελίες απαιτήσεων γίνονται δεκτές εντός προθεσμίας τεσσάρων (4) μηνών από την πρώτη δημοσίευση. Η επαλήθευση των απαιτήσεων από τον ασφαλιστικό εκκαθαριστή, αρχίζει το αργότερο μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από τη λήξη της ως άνω προθεσμίας και ολοκληρώνεται στο συντομότερο χρονικό διάστημα. Γίνονται δεκτές οι απαιτήσεις από ασφαλίσεις που δεν αμφισβητούνται από τον ασφαλιστικό εκκαθαριστή ή έχουν επιδικασθεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση ή με απόφαση διαιτητικού δικαστηρίου, εναντίον της οποίας δεν έχει ασκηθεί αγωγή ακύρωσης εντός της προβλεπόμενης από τον ΚΠολΔ προθεσμίας, ή αυτή έχει απορριφθεί τελεσίδικα. Ο ασφαλιστικός εκκαθαριστής δημοσιεύει κατάσταση των δικαιούχων απαιτήσεων από ασφάλιση. Στη κατάσταση αυτήν περιλαμβάνονται: α) οι δικαιούχοι απαιτήσεων από ασφαλίσεις ζωής, β) οι δικαιούχοι απαιτήσεων από ασφαλίσεις κατά ζημιών που έχουν δηλώσει την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης και έχει καταχωρηθεί η δήλωση στα βιβλία της ασφαλιστικής επιχείρησης, γ) όσοι αναγγέλθηκαν μέσα στην ως άνω προθεσμία.

Στην ανωτέρω κατάσταση περιλαμβάνονται και εκείνες οι απαιτήσεις που αμφισβητούνται δικαστικά ή εξώδικα, με αναφορά στο ποσό που διεκδικεί ο δικαιούχος απαιτήσεων από ασφάλιση, καθώς και στο τυχόν ποσό που εκτιμά ο ασφαλιστικός εκκαθαριστής ότι αναλογεί στην απαίτηση. Αντιρρήσεις κατά της πιο πάνω κατάστασης ασκούνται με ανακοπή στο μονομελές πρωτοδικείο της έδρας της επιχείρησης μέσα σε σαράντα πέντε (45) ημέρες από την τελευταία δημοσίευση και εκδικάζονται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Έφεση κατά της απόφασης του πρωτοδικείου εκδικάζεται από το αρμόδιο εφετείο κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Η απόφαση του εφετείου δεν υπόκειται σε κανένα ένδικο μέσο". Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι αν ανακληθεί η άδεια λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης (με απόφαση της αρμόδιας Εποπτικής Αρχής), ακολουθεί, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στην απόφαση, το στάδιο της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, η οποία, αντιθέτως με ότι συμβαίνει στη πτώχευση, συνιστά συλλογική διαδικασία διοικητικής φύσης, που κινείται από την Εποπτική Αρχή (και όχι με πρωτοβουλία των πιστωτών), οδηγεί δε στη ρευστοποίηση της περιουσίας της ασφαλιστικής επιχείρησης με σκοπό την ικανοποίηση των πιστωτών ανάλογα με το ύψος των κατά της τελευταίας υφισταμένων απαιτήσεών τους [ΑΠ 36/2022, ΑΠ 643/2020, ΑΠ 672/2019, ΑΠ 1942/2017]. Ακολούθως, στη παρ. 3 του ίδιου άρθρου 242 του ν. 4364/2016 εισάγεται η διαδικασία ενημέρωσης του Επικουρικού Κεφαλαίου αναφορικά με την αναλυτική κατάσταση των βεβαιωμένων απαιτήσεων από ασφαλίσεις αστικής ευθύνης αυτοκινήτων και, εν συνεχεία, καταβολής της αποζημίωσης σε κάθε δικαιούχο με βάση τη κατάσταση αυτή, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο ν. 489/1976. Μέχρι του ποσού της αποζημίωσης που καταβάλλει το Επικουρικό Κεφάλαιο υποκαθίσταται στο προνόμιο των απαιτήσεων από ασφάλιση.

Ακριβέστερα, εκεί ορίζεται ότι "ο ασφαλιστικός εκκαθαριστής γνωστοποιεί στο Επικουρικό Κεφάλαιο την αναλυτική κατάσταση με τις βεβαιωμένες απαιτήσεις από ασφαλίσεις αστικής ευθύνης αυτοκινήτων, καθώς και κάθε επικαιροποίηση αυτής. Το Επικουρικό Κεφάλαιο καταβάλει αποζημίωση σε κάθε δικαιούχο με βάση την κατάσταση του προηγουμένου εδαφίου και σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο ν.δ/γμα 489/1976 (Α' 331). Στη περίπτωση αυτή, το Επικουρικό Κεφάλαιο δεν υποκαθίσταται στα εξαιτίας του ατυχήματος δικαιώματα του προσώπου που ζημιώθηκε έναντι του υπόχρεου για αποζημίωση, υποκαθίσταται όμως, μέχρι του ποσού της αποζημίωσης που κατέβαλε, στο κατ' άρθρο 240 του παρόντος προνόμιο των απαιτήσεων από ασφάλιση".

Τέλος, όσον αφορά το ν. 4364/2016, ειδικό νομοθετικό καθεστώς προβλέφθηκε στο άρθρ. 248 του ν. 4364/2016 για τις υφιστάμενες κατά την 31-12-2015 ασφαλιστικές εκκαθαρίσεις, διότι κρίθηκε (βλ. σ. 22 αιτιολογικής έκθεσης) ότι ως προς αυτές δεν δύνανται να ισχύσουν οι νέες διατάξεις για την ασφαλιστική εκκαθάριση. Ως συνέχεια των ανωτέρω τροποποιήσεων του ν. 4364/2016, με το άρθρο 53 του ν. 4438/2016 (ΦΕΚ Α' 220/28.11.2016) καταργήθηκε η διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 25 του ν. 489/1976, η οποία προέβλεπε την αυτοδίκαιη αναγκαστική υπεισέλευση του Επικουρικού Κεφαλαίου στο σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων της ασφαλιστικής επιχείρησης μετά την πτώχευση ή την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της. Παρά τις ως άνω σημαντικές νομοθετικές τροποποιήσεις αναφορικά με το τρόπο ικανοποίησης των απαιτήσεων ζημιωθέντων προσώπων από το Επικουρικό Κεφάλαιο στη περίπτωση ευθύνης του λόγω ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της ασφαλιστικής επιχείρησης, ιδίως δε με την ως άνω κατάργηση της παρ. 4 του άρθρ. 25 του ν. 489/1976, αναλλοίωτη παρέμεινε η διάταξη του άρθρ. 19 παρ. 3 του ν. 489/1976, που προβλέπει την ευθεία αξίωση του ζημιωθέντος έναντι του Επικουρικού Κεφαλαίου. Η συνύπαρξη των νεότερων διατάξεων των ν. 4364/2016 (ιδίως του άρθρ. 242 παρ. 2-3) και του ν. 4438/2016 με το άρθρ. 19 παρ. 3 του ν. 489/1976 έθεσε το ερμηνευτικό ζήτημα της αποκλειστικότητας ή μη της διαδικασίας της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, ως τρόπου ικανοποίησης των απαιτήσεων ζημιωθέντων προσώπων από τροχαία ατυχήματα, ή κατ' άλλη διατύπωση, της ύπαρξης ή μη παράλληλης νομικής δυνατότητας προς άσκηση αγωγής ευθέως κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου μετά τη πτώχευση ή την ανάκληση άδειας της ασφαλιστικής επιχείρησης για τις ασφαλιστικές εκκαθαρίσεις εταιρειών που επέρχονται μετά την 1-1-2016 (για τις υφιστάμενες έως την ανωτέρω ημερομηνία ασφαλιστικές εκκαθαρίσεις ισχύει η ειδική διάταξη του άρθρ. 248 ν. 4364/2016). Δεδομένης της παράλληλης ισχύος των ανωτέρω διατάξεων, καθίσταται επιτακτική η συστηματική τους ερμηνεία, ώστε να αποτυπωθεί με ακρίβεια η νομοθετική βούληση των τροποποιητικών ν. 4364/2016 και ν. 4438/2016 και η ένταξή τους στο σύστημα αποκατάστασης ζημιών λόγω τροχαίων ατυχημάτων, στις οποίες ανακύπτει ευθύνη του Επικουρικού Κεφαλαίου.

Ως εκ τούτου, παρά τη διατήρηση της διάταξης του άρθρ. 19 παρ. 3 του ν. 489/1976, η συνολική κατάργηση της παρ. 4 άρθρ. 25 του ν. 489/1976, σε συνδυασμό με την αναλυτική θέσπιση, σε περιπτώσεις ασφαλιστικής εκκαθάρισης λόγω ανάκλησης της άδειας της ασφαλιστικής επιχείρησης (άρθρ. 242 παρ. 3 του ν. 4364/2016) ειδικής διαδικασίας ενημέρωσης του Επικουρικού Κεφαλαίου, κατόπιν αναγγελίας της απαίτησης από τον ζημιωθέντα και σύνταξης αναλυτικής κατάστασης των βεβαιωμένων απαιτήσεων από τον ασφαλιστικό εκκαθαριστή, ώστε, εν συνεχεία, να προβεί αυτό (ΕΚ) στη καταβολή της αποζημίωσης σε κάθε δικαιούχο με βάση την ως άνω κατάσταση, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο ν. 489/1976, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η τήρηση της ως άνω ειδικής διαδικασίας είναι υποχρεωτική και αποκλειστική, άρα, ο ζημιωθείς τρίτος δεν δύναται, παρακάμπτοντάς την, να στραφεί προκαταβολικώς απευθείας κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου ζητώντας την άμεση ικανοποίησή του.

Συνεπώς, στις περιπτώσεις ευθύνης του Επικουρικού Κεφαλαίου, κατ' άρθρ. 19 παρ. 1 περ. γ' του ν. 489/1976, λόγω ανάκλησης της άδειας της ασφαλιστικής επιχείρησης και θέσης της υπό ασφαλιστική εκκαθάριση από 1-1-2016 και εφεξής: Αναστέλλονται αυτοδικαίως όλα τα ατομικά καταδιωκτικά μέτρα κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης και, άρα, σε περίπτωση άσκησης αγωγής από τον ζημιωθέντα τρίτο-δικαιούχο της αποζημίωσης, δυνάμει σύμβασης ασφάλισης κατά της ασφαλιστικής εταιρείας, με τη θέση της τελευταίας υπό εκκαθάριση η συζήτηση της υπόθεσης κηρύσσεται απαράδεκτη (άρθρ. 239 παρ. 3 του ν. 4364/2016). Η ως άνω αναστολή των ατομικών διώξεων στη περίπτωση της ασφαλιστικής εκκαθάρισης λόγω ανάκλησης της άδειας της ασφαλιστικής επιχείρησης είναι γενικής φύσης μέτρο που αποβλέπει στη ρευστοποίηση της περιουσίας και ακολούθως στην ικανοποίηση των πιστωτών [ΑΠ 1142/2020, ΑΠ 672/2019]. Δεν χωρεί υπεισέλευση του Επικουρικού Κεφαλαίου στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της υπό ασφαλιστική εκκαθάριση επιχείρησης, επομένως και στις απαιτήσεις δικαιούχων από ασφαλίσεις αστικής ευθύνης λόγω κυκλοφορίας οχημάτων, αλλά εφαρμόζονται αποκλειστικά όλες οι λοιπές, πλην του άρθρου 248, διατάξεις του ν. 4364/2016.

Μεταξύ δε των τελευταίων, εφαρμόζεται αποκλειστικά η διαδικασία αναγγελίας της απαίτησης από τον δικαιούχο (ζημιωθέντα) στον ασφαλιστικό εκκαθαριστή που περιγράφεται στο άρθρ. 242 του ν. 4364/2016, άρα η διαδικασία υποβολής των απαιτήσεων των δικαιούχων από ασφαλίσεις αστικής ευθύνης από την κυκλοφορία οχημάτων στη διαδικασία της αναγγελίας στον ασφαλιστικό εκκαθαριστή (άρθρ. 242 παρ. 3 του ν. 4364/2016), εξέλεγξης και επαλήθευσής του από τον τελευταίο, και γνωστοποίησης από τον ίδιο της κατάστασης με τις βεβαιωμένες απαιτήσεις από τις ασφαλίσεις αστικής ευθύνης αυτοκινήτων, καθώς και κάθε επικαιροποίηση αυτής στο Επικουρικό Κεφάλαιο, προκειμένου το ως άνω νομικό πρόσωπο να καταβάλει, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 19 του ν. 489/1976, αποζημίωση στους δικαιούχους παθόντες.

Η προπεριγραφείσα διαδικασία δεν περιορίζει ούτε θίγει τα ουσιαστικά δικαιώματα των ζημιωθέντων έναντι του Επικουρικού Κεφαλαίου, η ευθύνη του οποίου ως προς το ουσιαστικό της περιεχόμενο παραμένει ακέραιη και μετά τις τροποποιήσεις των ν. 4364/2016 και ν. 4438/2016, δηλαδή, η τροποποιητική παρέμβαση των ανωτέρω νόμων λειτούργησε στο επίπεδο αλλαγής του τρόπου είσπραξης των αποζημιωτικών απαιτήσεων των ζημιωθέντων και όχι στη γέννηση και την ισχύ των ουσιαστικών δικαιωμάτων τους. Άρα, η εφαρμογή της ανωτέρω ρύθμισης (άρθρ. 243 του ν. 4364/2016) δεν περιορίζει ποσοτικά την ευθύνη του Επικουρικού Κεφαλαίου (ούτε, άλλωστε, επί των ήδη γεγενημένων - προ τη 1-1-2016 - αξιώσεων) και, συνεπώς, δεν τίθεται ζήτημα αντίθεσής της προς το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, που επιβάλει το σεβασμό της περιουσίας του προσώπου, στην οποία περιλαμβάνονται όχι μόνο τα από το άρθρο 17 του Συντάγματος προστατευόμενα εμπράγματα δικαιώματα, αλλά και όλα τα περιουσιακής φύσης δικαιώματα και τα νομίμως κεκτημένα οικονομικά συμφέροντα, άρα και τα περιουσιακά ενοχικά δικαιώματα και ειδικότερα οι περιουσιακού χαρακτήρα απαιτήσεις, είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση, είτε απλώς γεγενημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προδικασία, με βάση το ισχύον πριν από τη προσφυγή στο δικαστήριο νομοθετικό καθεστώς, ότι μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικά. Επίσης, η τήρηση της διαδικασίας αναγγελίας των απαιτήσεων των ζημιωθέντων τρίτων στον ασφαλιστικό εκκαθαριστή και η δια μέσω αυτού γνωστοποίηση της κατάστασης των απαιτήσεων σε βάρος της υπό εκκαθάριση ασφαλιστικής εταιρείας στο Επικουρικό Κεφάλαιο, ως προϋπόθεση της οριστικοποίησης του ύψους της ευθύνης του έναντι των ζημιωθέντων τρίτων, δεν συνεπάγεται υπέρμετρη χρονική καθυστέρηση στην ικανοποίηση της απαίτησης του ζημιωθέντος, σε σύγκριση με τη περίπτωση της ικανοποίησης της αυτής απαίτησης κατόπιν απευθείας εναγωγής του Επικουρικού Κεφαλαίου, και, άρα, ως προς τούτο δεν εγείρει προβληματισμό περί παραβίασης της αρχής της ισότητας (άρθρ. 4 παρ. 1του Συντ.) μεταξύ των ζημιωθέντων που δύνανται να στραφούν εξαρχής απευθείας κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου στις περιπτώσεις της κατ' άρθρ. 19 παρ. 1 περ. α' και β' του ν. 489/1976 ευθύνης του.

Η πρόνοια του νομοθέτη σχετικά με την ταχεία περαίωση της διαδικασίας καταβολής της αποζημίωσης από το Επικουρικό Κεφάλαιο στη περίπτωση του άρθρου 19 παρ. 1 περ. γ' του ν. 489/1976 προκύπτει ιδίως λόγω των σύντομων προθεσμιών (άρθρ. 242 παρ. 2 του ν. 4364/2016) που τίθενται για την αναγγελία των απαιτήσεων στον ασφαλιστικό εκκαθαριστή, την επαλήθευσή τους από τον ίδιο, τη διαδικασία δικαστικής αμφισβήτησης της ως άνω κατάστασης μέσω ανακοπής, η οποία εκδικάζεται τόσο στο πρώτο όσο και το δεύτερο βαθμό με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, καθώς και τη γνωστοποίηση της κατάστασης στο Επικουρικό Κεφάλαιο (ΑΠ 1142/2020). Δεδομένης της ως άνω δυνατότητας δικαστικής αμφισβήτησης από τους τρίτους ζημιωθέντες της κατάστασης των απαιτήσεων που συντάσσεται από τον ασφαλιστικό εκκαθαριστή, προκειμένου να προσδιοριστεί το ποσό της απαίτησής τους από το αρμόδιο μονομελές πρωτοδικείο της έδρας της επιχείρησης, που δικάζει με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (σε πρώτο βαθμό) και, ακολούθως, από το εφετείο (σε δεύτερο βαθμό), σε περίπτωση άσκησης έφεσης, δεν θίγεται το δικαίωμα ένδικης προστασίας των ζημιωθέντων (άρθρ. 20 παρ. 1 του Συνταγ.) και οι τελευταίοι διατηρούν τη δυνατότητα άσκησης ανακοπής, καθώς και έφεσης κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, προκειμένου να καθοριστεί το ύψος της καταβλητέας από το Επικουρικό Κεφάλαιο αποζημίωσης.

Σε κάθε περίπτωση, εξάλλου, δυνατότητα απευθείας εναγωγής του Επικουρικού Κεφαλαίου θα υφίσταται στη περίπτωση που αυτό αρνείται, παρά την ολοκλήρωση της περιγραφόμενης στο άρθρ. 242 παρ. 2 του ν. 4364/2016 διαδικασίας και μετά τη γνωστοποίηση της αναλυτικής κατάστασης με τις βεβαιωμένες απαιτήσεις από ασφαλίσεις αστικής ευθύνης αυτοκινήτων (άρθρ. 242 παρ. 3 του ν. 4364/2016), να προβεί στη καταβολή στο δικαιούχο που εμφανίζεται στη κατάσταση της ορισθείσας αποζημίωσης. Στο ύστατο αυτό ενδεχόμενο, δεδομένης και της διατήρησης της ισχύος της διάταξης του άρθρ. 19 παρ. 3 εδ. α' του ν. 489/1976 περί ίδιας αξίωσης του ζημιωθέντος προσώπου κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου, θα εδύνατο το τελευταίο να εναχθεί προς καταβολή της νόμιμα προσδιορισθείσας αποζημίωσης.

Συνεπώς, ενόψει και της τελευταίας αυτής δυνατότητας ένδικης προστασίας των ζημιωθέντων τρίτων, δεν συντρέχει αντίθεση των προπαρατεθεισών διατάξεων των ν. 4364/2016 και ν. 4438/2016 με το προστατευόμενο στο άρθρ. 20 παρ. 1 του Συντάγματος δικαίωμα, ούτε και στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, που προβλέπουν (τα ως άνω άρθρα) το δικαίωμα στη παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια διότι η αναστολή των ατομικών διώξεων επί ασφαλιστικής εκκαθάρισης είναι γενικής φύσεως μέτρο που αποβλέπει στη ρευστοποίηση της περιουσίας και ακολούθως στην ικανοποίηση των πιστωτών (ΑΠ 1142/2020, ΑΠ 2196/2014). Επιπρόσθετα, όσον αφορά τη συμφωνία των διατάξεων των άρθρ. 239 παρ. 3 και 242 παρ. 2 και 3 του ν. 4364/2016 με τη διάταξη του άρθρου 19 παρ. 3 εδ. α' του ν. 489/1976, στο βαθμό που η τελευταία ορίζει την ίδια αξίωση του ζημιωθέντος κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου και στη περίπτωση ευθύνης του βάσει της περ. γ' του άρθρ. 19 παρ. 1 του ν. 489/1976, λεκτέο είναι ότι η πρόβλεψη περίπτωσης ευθύνης του Επικουρικού Κεφαλαίου και για τα ενδεχόμενα πτώχευσης ή ανάκλησης της άδειας της ασφαλιστικής επιχείρησης συνιστά, όπως προαναφέρθηκε, πρωτοβουλία του εθνικού νομοθέτη, η οποία ενισχύει δραστικότερα το επίπεδο προστασίας των ζημιωθέντων [βλ. ad hoc ανωτέρω ΔΕΕ, C-409/11, Gabor Csonka κ.λπ. κατά Magyar Allam, (2013), ECR I-00000]. Η ρύθμιση, επομένως, του ειδικότερου τρόπου ικανοποίησης των αξιώσεων ζημιωθέντων προσώπων, βάσει της ανωτέρω προστατευτικής διάταξης, εναπόκειται στον ίδιο εθνικό νομοθέτη, ο οποίος δύναται να θεσπίζει τους λεπτομερείς κανόνες ως προς το τρόπο είσπραξης της αποζημίωσης από το Επικουρικό Κεφάλαιο στο ενδεχόμενο πτώχευσης ή ανάκλησης της άδειας της ασφαλιστικής επιχείρησης, χωρίς να τίθεται ζήτημα αντίθεσης με το ενωσιακό δίκαιο, το οποίο, εν προκειμένω, δεν επιτάσσει τη θέσπιση ευθύνης του Επικουρικού Κεφαλαίου για τους ανωτέρω συγκεκριμένους λόγους αφερεγγυότητας της ασφαλιστικής επιχείρησης.

Συνεπώς, δεν εμποδίζεται ο εθνικός νομοθέτης να καθορίζει τη διαδικασία καταβολής της αποζημίωσης στο θύμα τροχαίου ατυχήματος στις περιπτώσεις ευθύνης του Επικουρικού Κεφαλαίου, τις οποίες ο ίδιος, ούτως ή άλλως, προέβλεψε αυτοβούλως, πέραν του ελάχιστου επιπέδου προστασίας δυνάμει κανόνων ενωσιακής προέλευσης. Τέλος, σχετικά με τη συμφωνία των διατάξεων των άρθρ. 239 παρ. 3 και παρ. 2 και 3 του ν. 4364/2016 με τη διάταξη του άρθρου 19 παρ. 3 εδ. γ'του ν. 489/1976, που συνιστά μεταφορά της τρίτης Οδηγίας 90/232/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 14 ης Μαΐου 1990, δεν τίθεται ζήτημα αντίθεσης των πρώτων με το σκοπό της δεύτερης, διότι η τήρηση της διαδικασίας αναγγελίας των απαιτήσεων στο πλαίσιο της ασφαλιστικής εκκαθάρισης δεν ισοδυναμεί σε καμία περίπτωση με επιβάρυνση του ζημιωθέντος με την υποχρέωση απόδειξης της αδυναμίας ή άρνησης καταβολής της αποζημίωσης από τον κατ' αρχήν υπεύθυνο γι' αυτήν. Δηλαδή, και μετά την ισχύ των άρθρ. 239 παρ. 3 και 242 παρ. 2 και 3 του ν. 4364/2016 δεν απαιτείται από τον ζημιωθέντα η απόδειξη της αδυναμίας της υπό εκκαθάριση ασφαλιστικής εταιρείας για εκπλήρωση των σε βάρος της απαιτήσεων, η οποία είναι, σε κάθε περίπτωση, αυτόδηλη μετά τη θέση της υπό εκκαθάριση και τη νόμιμη αναστολή των σε βάρος της ατομικών καταδιωκτικών μέτρων (άρθρ. 239 παρ. 3 του ν. 4364/2016), αλλά εισάγεται ένας νέος τρόπος βεβαίωσης του ύψους και καταβολής της αποζημίωσης από το Επικουρικό Κεφάλαιο.

Στην ερευνώμενη υπόθεση, οι ενάγουσες-καλούσες, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 86900/3399/2022 εκκρεμή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, αγωγή, ισχυριζόμενες ότι, κατά το χρόνο και τόπο που αναφέρονται σε αυτήν, η Μ. Κ. (μη διάδικος), οδηγός του με αριθ. κυκλοφορίας ... ιδιωτικής χρήσης επιβατηγού αυτοκινήτου, το οποίο ήταν ασφαλισμένο, για τις προς τρίτους ζημίες, στην ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία "AIGAION (ΑΙΓΑΙΟΝ) ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΑΕ", προκάλεσε από υπαιτιότητά της, το θανάσιμο τραυματισμό του οδηγού της με αριθ. κυκλοφορίας ... δίκυκλης μοτοσικλέτας Ε. Κ., συζύγου της πρώτης και πατέρα της δεύτερης από αυτούς, ζήτησαν να αναγνωριστεί ότι το εναγόμενο Ν.Π.Ι.Δ. με την επωνυμία "Επικουρικό Κεφάλαιο", το οποίο υπεισήλθε στη θέση της ως άνω ασφαλιστικής εταιρείας κατ' άρθρο 19 παρ. 1δ και 3 του π.δ/τος 237/1986, της οποίας, με την με αριθ. 261/1/23-2-2018 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος, ανακλήθηκε η άδειά της και τέθηκε υπό καθεστώς ασφαλιστικής εκκαθάρισης και το διορισμό ασφαλιστικού εκκαθαριστή, κατά τις σχετικές διατάξεις του ν. 4364/2016, οφείλει να καταβάλει στη κάθε μία, τα αιτούμενα (με την αγωγή), ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής τους οδύνης, ποσά.

Σύμφωνα με τις νομικές σκέψεις που προαναφέρθηκαν, δεν χωρεί υπεισέλευση του Επικουρικού Κεφαλαίου στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της υπό ασφαλιστική εκκαθάριση ασφαλιστικής επιχείρησης, το οποίο δεν νομιμοποιείται παθητικά μετά την εισαγωγή του ν. 4364/2016, αλλά εφαρμόζονται όλες οι λοιπές, πλην του άρθρου 248, διατάξεις του ν. 4364/2016 μεταξύ των οποίων η διαδικασία αναγγελίας της απαίτησης από τους δικαιούχους (ζημιωθέντες) στον ασφαλιστικό εκκαθαριστή κατά τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 242 του ως άνω νόμου και η αναστολή των ατομικών καταδιωκτικών μέτρων που προβλέπεται στο άρθρο 239 παρ. 3 του ίδιου νόμου, ενώ επιπρόσθετα αναστέλλεται η διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης τόσο κατά της τεθείσας σε ασφαλιστική εκκαθάριση ασφαλιστικής επιχείρησης για ασφαλίσεις αστικής ευθύνης όσο και κατά του ασφαλισμένου της μέχρι του ποσού για το οποίο ευθύνεται εις ολόκληρο με αυτόν η ασφαλιστική επιχείρηση. Οι δικαιούχοι οποιασδήποτε απαίτησης κατά της υπό εκκαθάριση ασφαλιστικής εταιρείας, υποχρεούνται να υπαχθούν στη διαδικασία αναγγελίας και επαλήθευσης των απαιτήσεών τους, προκειμένου να συμμετάσχουν στη διανομή της ασφαλιστικής τοποθέτησης.

Σημειώνεται δε ότι στον παραπάνω νόμο 4364/2016 δεν γίνεται καμία εξαίρεση, όσον αφορά την αναστολή των ατομικών διώξεων, ακόμη και στη περίπτωση που υπεισέλθει το Ε.Κ. στη θέση της υπό εκκαθάριση ασφαλιστικής εταιρείας. Κατά τα λοιπά πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση, για την ολοκλήρωση της εκδίκασής της, στο αρμόδιο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών (άρθρ. 20 Α παρ. 5 του ΚΠολΔ). Κατά τα λοιπά πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση, για την ολοκλήρωση της εκδίκασής της, στο αρμόδιο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών (άρθρ. 20 Α παρ. 5 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου αποφαίνεται ότι το Επικουρικό Κεφάλαιο εξακολουθεί να νομιμοποιείται παθητικά και μετά την εισαγωγή του ν. 4364/2016 στην άσκηση αγωγής των ζημιωθέντων από αυτοκινητικό ατύχημα, όταν η ασφαλιστική επιχείρηση, με την επωνυμία "AIGAION (ΑΙΓΑΙΟΝ) ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΑΕ", η οποία έχει ασφαλίσει το ζημιογόνο αυτοκίνητο από την επέλευση του ασφαλιστέου κινδύνου, έχει τεθεί σε εκκαθάριση, λόγω νόμιμης ανάκλησης της άδειας λειτουργίας από τα αρμόδια όργανα της πολιτείας, προς διάγνωση των οποιουδήποτε είδους απαιτήσεών τους από το αυτοκινητικό ατύχημα.

Παραπέμπει την με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 86900/3399/2022 αγωγή, στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 28 Νοεμβρίου 2024.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 20 Δεκεμβρίου 2024.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ