Συνθετη Αναζητηση Νομοθεσιας - Νομολογιας

Νομοθεσία

ΔΙΑΖΕΥΤΙΚΗ Ή ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΗ ΕΝΑΓΩΓΗ – ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΕΝΝΟΜΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ - ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΙΣΤΙΚΑ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ – ΕΝΝΟΜΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ ΚΑΙ ΑΞΙΩΣΕΙΣ ΠΑΘΟΝΤΟΣ ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΓΝΩΡΙΖΕΙ ΑΝ ΤΟ ΖΗΜΙΟΓΟΝΟ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ ΕΙΝΑΙ ΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΟ Ή ΟΧΙ

Απόφαση 594 / 2018    (Δ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)


ΔΙΑΖΕΥΤΙΚΗ Ή ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΗ ΕΝΑΓΩΓΗ – ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΕΝΝΟΜΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ – ΚΑΤ’ ΑΡΧΗΝ ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ ΚΑΙ ΚΑΘΙΣΤΑ ΤΗΝ ΑΓΩΓΗ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΑ ΛΟΓΩ ΑΟΡΙΣΤΙΑΣ Ή ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΟΥ – ΣΕ ΠΟΙΕΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΕΙΝΑΙ ΚΑΤ’ ΕΞΑΙΡΕΣΗ ΔΥΝΑΤΗ – ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΙΣΤΙΚΑ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ – ΕΝΝΟΜΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ ΚΑΙ ΑΞΙΩΣΕΙΣ ΠΑΘΟΝΤΟΣ ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΓΝΩΡΙΖΕΙ ΑΝ ΤΟ ΖΗΜΙΟΓΟΝΟ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ ΕΙΝΑΙ ΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΟ Ή ΟΧΙ – ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΠΑΘΟΝΤΟΣ ΝΑ ΥΠΟΒΛΗΘΕΙ ΣΕ ΔΙΠΛΕΣ ΔΙΚΕΣ ΚΑΙ ΕΞΟΔΑ – ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΣΗΣ ΤΩΝ ΑΓΩΓΩΝ ΜΕ ΔΙΑΖΕΥΤΙΚΗ Ή ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΗ ΕΝΑΓΩΓΗ – Εν προκειμένω έσφαλε το Εφετείο κρίνοντας ότι η δεύτερη αγωγή του αναιρεσείοντος κατά της πρώτης αναιρεσίβλητης και η τρίτη αγωγή του αναιρεσείοντος κατά της δεύτερης αναιρεσίβλητης εμπεριέχουν διαζευκτική εναγωγή υπό την έννοια ότι είναι αντιφατικές μεταξύ τους, ως προς την υπόχρεη προς αποζημίωσή του ασφαλιστική εταιρεία, με αποτέλεσμα να μην προσδίδεται με τις αγωγές αυτές κατά τρόπο οριστικό η ιδιότητα του υποχρέου σχετικά με την ασφαλιστική κάλυψη του ζημιογόνου οχήματος, τις οποίες απέρριψε ως απαράδεκτες, αφού στην προκειμένη περίπτωση η διαζευτική εναγωγή είναι επιτρεπτή (αφού ο εναγων δεν γνωριζε αν το ζημιόγόνο όχημα ήταν ασφαλισμένο ή μη) και οι εν λογω αγωγές συνεκδικάστηκαν προς αποφυγή αντιφατικών αποτελεσμάτων – Βάσιμος ο λόγος αναίρεσης (68, 218, 219, 246 ΚΠολΔ, αρθρ. 10, 19 πδ 237/1986)


Αριθμός 594/2018 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Δ’ Πολιτικό Τμήμα 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ειρήνη Κιουρκτσόγλου - Πετρουλάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ελένη Διονυσοπούλου, Σοφία Ντάντου, Γεώργιο Χοϊμέ και Ναυσικά Φράγκου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 19 Μαΐου 2017, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Δ. Χ. του Χ., κατοίκου ..., ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Καλαϊτζίδη.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία "... ΑΑΕ", που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Σωτηρία Βελέντζα με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και 2) ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία "...", που εδρεύει στη ... και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Παπαγιαννάκη με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από 22-3-2013 (αρ. εκθ. καταθ. .../3-4-2013) αγωγές του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάστηκαν με την από 31-7-2013 αγωγή του ν.π.ι.δ. με την επωνυμία "ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ", μη διαδίκου στην παρούσα δίκη, καθώς και με την από 30-8-2013 ανακοίνωση δίκης - προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση - παρεμπίπτουσα αγωγή της ήδη 1ης των αναιρεσιβλήτων. 
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1469/2014 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 1754/2016 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. 
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 10-10-2016 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, με Εισηγήτρια την Αρεοπαγίτη Ναυσικά Φράγκου, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. 
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 68, 74, 75, 79, 118, 216, § 1, 218 και 219 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι δεν επιτρέπεται η διαζευκτική ή επικουρική εναγωγή, γιατί το πρόσωπο του δικαιούχου ενάγοντος και του υπόχρεου εναγομένου πρέπει να είναι ορισμένο και θετικό και να συνάπτεται με τα πραγματικά περιστατικά που δικαιολογούν την ιδιότητα αυτού, ως ενάγοντος ή εναγομένου. Διαζευκτική εναγωγή υπάρχει όταν ενάγουν ή ενάγονται περισσότερα πρόσωπα, χωρίς να προσδίδεται σε ένα από αυτά, κατά τρόπο οριστικό ή θετικό, η ιδιότητα του ενάγοντος ή του εναγομένου και δικαιούχου ή υποχρέου αντίστοιχα, από την έννομη σχέση της δίκης. Επικουρική εναγωγή υπάρχει, όταν ο δεύτερος και οι επόμενοι ενάγουν ή ενάγονται για την περίπτωση της απόρριψης της αγωγής κατά του αμέσως προηγουμένου αυτών. Και στις δύο περιπτώσεις δεν πρόκειται για ενεργητική ή παθητική ομοδικία, αντίστοιχα, των άρθρων 74 επ. ΚΠολΔ, καθόσον οι ενάγοντες ή οι εναγόμενοι δεν είναι κοινωνοί της ίδιας απαίτησης ή υποχρέωσης, αντίστοιχα, έναντι του εναγομένου ή ενάγοντος, αντίστοιχα, αφού ένας μόνο είναι ο δικαιούχος ή ευθύνεται, αλλά υπάρχει αμφιβολία ως προς αυτούς. Επομένως, επί διαζευκτικής ή επικουρικής εναγωγής, περισσοτέρων προσώπων η αγωγή είναι απαράδεκτη, λόγω της ακυρότητας του δικογράφου που δημιουργείται, επί μεν διαζευκτικής εναγωγής από την πλήρη αοριστία της αγωγής, ως προς το πρόσωπο του διαδίκου, επί δε της επικουρικής εναγωγής, λόγω της άσκησης της αγωγής υπό την αίρεση της απόρριψης αυτής, ως προς τον ενάγοντα ή τον εναγόμενο, η οποία δεν επιτρέπεται και συνεπώς απορρίπτεται και με αυτεπάγγελτη έρευνα από το δικαστήριο (ΑΠ 605/2013, 670/2011).

 Περαιτέρω, κατά το άρθρο 246 ΚΠολΔ, το δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης μπορεί αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου να διατάξει την ένωση και συνεκδίκαση περισσοτέρων εκκρεμών ενώπιόν του δικών ανάμεσα στους ίδιους ή διαφορετικούς διαδίκους, αν υπάγονται στην ίδια διαδικασία και κατά την κρίση του διευκολύνεται ή επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης ή επέρχεται μείωση των εξόδων. Η συνεκδίκαση, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, αποσκοπεί στην ενοποίηση της διαδικασίας προς διευκόλυνση ή επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης ή προς μείωση των εξόδων, αποτελούσα ειδικότερη εκδήλωση της αρχής της οικονομίας της δίκης, χωρίς όμως να επιφέρει καμία μεταβολή στις σχέσεις των διαδίκων των ενωμένων διαφορετικών δικών, οι οποίες διατηρούν την αυτοτέλειά τους. Έτσι με την συνεκδίκαση δεν μεταβάλλονται οι ενάγοντες ή οι εναγόμενοι κ.λπ. των συνεκδικαζομένων υποθέσεων σε ομοδίκους. Τούτο περαιτέρω σημαίνει ότι δικαίωμα ασκήσεως ενδίκου μέσου κατά της αποφάσεως που εκδόθηκε επί των συνεκδικαζομένων δικών έχει κάθε διάδικος εκάστης από τις αυτοτελείς συνεκδικαζόμενες δίκες, ο οποίος οφείλει να απευθύνει αυτό κατά του αντιδίκου του στην ίδια αυτοτελή δίκη και όχι κατά των διαδίκων των άλλων συνεκδικαζομένων δικών (ΑΠ 1355/ 2004). Ο ηττηθείς διάδικος των αυτοτελών συνεκδικασθεισών υποθέσεων ασκών έφεση κατά της εκδοθείσης οριστικής αποφάσεως και απευθύνων αυτή κατά διαφόρων διαδίκων δικαιούται, εν όψει και της διατάξεως του άρθρου 514 ΚΠολΔ, να σωρεύσει αυτοτελείς κατά καθενός εκάστου αιτιάσεις, το παραδεκτό των οποίων κρίνεται αυτοτελώς όχι δε και σε σχέση με τους άλλους, ούτως ώστε αν ο λόγος που αφορά τον ένα διάδικο αντιφάσκει προς τον λόγο που αφορά άλλο διάδικο, να μη δημιουργείται απαράδεκτο του ενός ή πολλώ μάλλον και των δυο λόγων, η αντιφατικότητα των οποίων δικαιολογείται εκ της αντιφατικότητας του περιεχομένου των αυτοτελών εισαγωγικών των δικών δικογράφων. Τα προαναφερθέντα εφαρμόζονται σε αυτοκινητιστικά ατυχήματα όπου αντιμετωπίζεται το ενδεχόμενο το ζημιογόνο αυτοκίνητο να είναι ανασφάλιστο, οπότε ευθύνεται το Επικουρικό Κεφάλαιο, δυνατό, όμως να προκύψει ότι υφίσταται πράγματι ενεργός ασφάλιση με ευθυνόμενη ασφαλιστική εταιρεία, με το ενδεχόμενο η μεταγενέστερη εναντίον της άσκηση αγωγής να υπόκειται στον κίνδυνο παραγραφής.

 Στην περίπτωση αυτή, παραδεκτώς δικονομικά τρόπος παράκαμψης της ως άνω δυσκολίας είναι η άσκηση δύο χωριστών αγωγών, μίας κατά του ασφαλιστή και άλλης κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου. Οι χωριστές αυτές αγωγές είναι δυνατό είτε να δικασθούν χωριστά, είτε να συνεκδικασθούν στην ίδια δικάσιμο από το ίδιο δικαστήριο κατ’ άρθρ. 246 ΚΠολΔ. Στη δεύτερη αυτή περίπτωση, δεν έχει σημασία η μεταξύ τους τυπική αντιφατικότητα, αφού στην μεν αγωγή κατά του ασφαλιστή το ζημιογόνο αυτοκίνητο εμφανίζεται ως ασφαλισμένο, στη δε αγωγή κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου ως ανασφάλιστο. Η αντιφατικότητα της αγωγής, που δεν επιτρέπεται ενόψει του άρθρου 218 ΚΠολΔ ερευνάται χωριστά για κάθε αγωγή στο πλαίσιο της συνεκδικάσεως και όχι σε συσχετισμό με άλλη. Σε περίπτωση που απορριφθεί η αγωγή κατά του ασφαλιστή, αλλά και κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου, γιατί θα κριθεί ότι το ζημιογόνο αυτοκίνητο είναι ασφαλισμένο σε τρίτη ασφαλιστική εταιρία, μη διάδικο, είναι δυνατό ν’ ασκηθεί έφεση από τον ζημιωθέντα ενάγοντα και των δύο συνεκδικασθεισών αγωγών, του οποίου απορρίφθηκαν οι αγωγές με αυτοτελείς λόγους που αφορούν ο καθένας κάθε μία των συνεκδικασθεισών υποθέσεων (αγωγών), χωρίς εντεύθεν να δημιουργείται οποιοδήποτε απαράδεκτο λόγω της προαναφερθείσας αυτοτέλειας των συνεκδικαζομένων υποθέσεων που επεκτείνεται και στους λόγους έφεσης που αφορούν κάθε μία των συνεκδικασθεισών αγωγών, εφ’ όσον άλλωστε το Εφετείο δικαιούται δικονομικά είτε να διατάξει τον επαναχωρισμό των δύο δικών επί των δύο αγωγών, σύμφωνα με το άρθρο 247 ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και στην έκκλητη δίκη κατ’ άρθρο 524 παρ. 1 ΚΠολΔ, είτε να αναβάλλει τη συζήτηση της μίας συνεκδικασθείσης αγωγής κατ’ άρθρο 249 ΚΠολΔ. Ανεξαρτήτως όμως από τη θεμελίωσή της σε αμιγώς δικονομικό επίπεδο η νομική αυτή παραδοχή ερείδεται και στις αμέσως παρακάτω σημειούμενες κατά περίπτωση διατάξεις.

Ειδικότερα κατά τις διατάξεις των άρθρων 10 παρ. 1 και 11 του ν. 489/1976 "περί της υποχρεωτικής ασφαλίσεως της εξ ατυχήματος αστικής ευθύνης", όπως ο νόμος αυτός κωδικοποιήθηκε με το Π.Δ. 237/1986, και οι διατάξεις εκείνες περιλήφθηκαν στα αντίστοιχα ταυτάριθμα άρθρα του, το πρόσωπο που ζημιώθηκε έχει από την ασφαλιστική σύμβαση και μέχρι το ποσό αυτής ιδία αξίωση κατά του ασφαλιστή, ο οποίος δεν μπορεί να αντιτάξει κατ’ αυτού, όταν ασκεί την παραπάνω αξίωση ενστάσεις που απορρέουν από την ασφαλιστική σύμβαση, ενώ η ακύρωση, η λήξη ή η αναστολή της ασφαλιστικής σύμβασης δύναται να αντιταχθεί κατά του τρίτου που ζημιώθηκε μόνο αφού το ατύχημα συνέβη μετά πάροδο δεκαέξι ημερών από την εκ μέρους του ασφαλιστή γνωστοποίηση της ακύρωσης ή λήξης ή αναστολής.

Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 19 παρ. 1 στοιχ. Β του ιδίου ν. 489/1976 το Επικουρικό Κεφάλαιο είναι υποχρεωμένο να καταβάλει στα πρόσωπα που ζημιώθηκαν την κατά την παράγραφο 2 του άρθρου αυτού αποζημίωση λόγω θανάτωσης ή σωματικών βλαβών, ή υλικών ζημιών από αυτοκινητικά ατυχήματα, όταν: α)..., β) το ατύχημα προήλθε από αυτοκίνητο ως προς το οποίο δεν έχει εκπληρωθεί η κατά το άρθρο 2 υποχρέωση, δηλαδή από ανασφάλιστο αυτοκίνητο. Εξάλλου με το άρθρο 2 του ΠΔ 314/1993 "περί συμμόρφωσης προς ορισμένες διατάξεις της οδηγίας 90/232/ΕΟΚ Συμβουλίου ΕΟΚ για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικά με την ασφάλιση αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων", ορίζεται: "Ωστόσο δεν επιτρέπεται στο Επικουρικό Κεφάλαιο να απαιτεί, προκειμένου να καταβάλει την αποζημίωση, να αποδείξει το θύμα κατά οιονδήποτε τρόπο, ότι το υπεύθυνο για το ατύχημα μέρος δεν είναι σε θέση ή αρνείται να πληρώσει".

Το δε άρθρο 3 του ίδιου ΠΔ 314/1993 ορίζει: "Στην παράγραφο 5 του άρθρου 19 του ΠΔ 237/1986 (άρθρ. 50 παρ. 10 Ν. 1589/1985) προστίθεται δεύτερο εδάφιο ως εξής: Σε περίπτωση διαφοράς μεταξύ του Επικουρικού Κεφαλαίου και του ασφαλιστή αστικής ευθύνης για το ποιός πρέπει να αποζημιώσει το θύμα για σωματικές βλάβες που προκαλούνται από όχημα αγνώστων στοιχείων ή για, υλικές ζημιές και σωματικές βλάβες που προκαλούνται από όχημα αγνώστων στοιχείων ή για, υλικές ζημιές και σωματικές βλάβες ανασφαλίστου οχήματος, το Επικουρικό Κεφάλαιο υποχρεούται σε πρώτη φάση να αποζημιώσει το θύμα. Αν τελικά αποφασισθεί ότι ο ασφαλιστής αστικής ευθύνης θα έπρεπε να έχει καταβάλει την αποζημίωση εξ ολοκλήρου ή εν μέρει, ο ασφαλιστής αστικής ευθύνης θα επιστρέψει το οφειλόμενο ποσό στο Επικουρικό Κεφάλαιο που την κατέβαλε (90/232/ΕΟΚ αριθ. 4)".

 Στο προοίμιο δε της ανωτέρω οδηγίας αναφέρονται τα ακόλουθα: "Ότι πάντως, στην περίπτωση ατυχήματος που έχει προκληθεί από ανασφάλιστο όχημα, απαιτείται από το θύμα σε ορισμένα κράτη μέλη να αποδείξει ότι το υπεύθυνο μέρος δεν είναι σε θέση ή ότι αρνείται να καταβάλει την αποζημίωση, προτού προσφύγει στον οργανισμό αυτό, ότι ο οργανισμός αυτός βρίσκεται σε ευνοϊκότερη θέση σε σχέση με το θύμα για να ασκήσει αγωγή εναντίον του υπευθύνου μέρους. Ότι συνεπώς θα πρέπει να αποφεύγεται ο οργανισμός αυτός να μπορεί να απαιτεί από το θύμα να αποδείξει προκειμένου να αποζημιωθεί, ότι ο υπεύθυνος δεν είναι σε θέση ή αρνείται να πληρώσει". Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων, και ειδικότερα των διατάξεων των άρθρων 2, 3 ΠΔ 3/4/1993, 3 και 4 της ανωτέρω τρίτης οδηγίας 99/232 ΕΟΚ του Συμβουλίου της 14-5-1990, καθώς και από το προοίμιό της, προκύπτει ότι σκοπός των διατάξεων αυτών, καθώς και των διατάξεων των άρθρων 10 παρ. 1 και 11 του ν. 489/1976, είναι η προστασία του θύματος σε περίπτωση ατυχήματος που έχει προκληθεί από ανασφάλιστο όχημα και ότι δεν επιτρέπεται στο Ε.Κ. να απαιτεί, προκειμένου να καταβάλει την αποζημίωση, να αποδείξει το θύμα καθοιονδήποτε τρόπο, ότι το υπεύθυνο για το ατύχημα μέρος (δηλαδή ο κύριος, ο οδηγός και η ασφαλιστική εταιρία), δεν είναι σε θέση ή ότι αρνείται να πληρώσει, σε περίπτωση δε που υπάρχει διαφορά μεταξύ του Ε.Κ. και του ασφαλιστή αστικής ευθύνης για το ποιος πρέπει να αποζημιώσει το θύμα (γιατί το μεν Ε.Κ. ισχυρίζεται ότι το ζημιογόνο όχημα δεν είναι ανασφάλιστο, αλλά είναι ασφαλισμένο στην ασφαλιστική εταιρία, ενώ το αντίθετο υποστηρίζει η ασφαλιστική εταιρεία), το Ε.Κ. "υποχρεούται σε πρώτη φάση να αποζημιώσει το θύμα" και μάλιστα "χωρίς αναβολή" (βλ. άρθρ. 4 παρ. 1 της ανωτέρω Οδηγίας).

Οι διατάξεις αυτές των άρθρων 2 και 3 του Π.Δ. 314/1993 ως ειδικές υπερισχύουν, από τις γενικές, είναι δε κατά ένα μέρος και δικονομικές με την έννοια ότι, αν και είναι αντιφατικές οι βάσεις της αγωγής του παθόντος ή ασκούνται υπό αίρεση (άρθρ. 218 και 219 ΚΠολΔ), επιτρέπεται η διαζευκτική ή σωρευτική ή επικουρική άσκηση αγωγής του παθόντος κατά του Ε.Κ. και της ασφαλιστικής εταιρίας, όταν υπάρχει εύλογη αμφιβολία (διαφορά έρις), αν είναι ασφαλισμένο ή όχι το ζημιογόνο αυτοκίνητο, όπως προκύπτει από τη φράση ότι το Ε.Κ. "υποχρεούται σε πρώτη φάση να αποζημιώσει το θύμα" και "αν τελικά αποφασισθεί ότι ο ασφαλιστής θα έπρεπε να καταβάλει την αποζημίωση..." γιατί αποδείχθηκε ότι το ζημιογόνο αυτοκίνητο είναι ασφαλισμένο, "θα επιστρέψει το οφειλόμενο ποσό στο Ε.Κ.". Πράγματι η προσθήκη που έγινε με τα παραπάνω άρθρα 2 και 3 του ΠΔ 314/1993 αποβλέπει να ρυθμίσει σχέσεις όχι μόνο μεταξύ ασφαλιστή και Ε.Κ., αλλά επί πλέον και σχέσεις μεταξύ τούτων και του παθόντος.

Ο τελευταίος έχοντας λόγους να πιστεύει ότι το ζημιογόνο αυτοκίνητο είναι ανασφάλιστο, γιατί αυτό του δήλωσε κατά το ατύχημα ο οδηγός ή ο κύριός του ή ότι παρήλθε το διάστημα της ασφαλίσεως ή γιατί ακυρώθηκε ή έληξε η ασφαλιστική σύμβαση ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο, ευλόγως μετά τα ανωτέρω στρέφει την αγωγή του κατά του Ε.Κ. Το τελευταίο εναγόμενο δεν επιτρέπεται να επικαλεστεί ότι υπάρχει σύμβαση ασφαλίσεως και κατόπιν τούτου δεν ευθύνεται τούτο. Κάτι τέτοιο θα είχε τον κίνδυνο, απορριπτομένης της αγωγής του κατά του Ε.Κ. να περιαγάγει τον παθόντα σε αδιέξοδο στη νέα δίκη κατά του ασφαλιστή. Τούτο γιατί ο τελευταίος έχοντας εις χείρας του όλα τα στοιχεία θα ήταν σε θέση να ισχυριστεί και αποδείξει ότι η σύμβαση ασφαλίσεως ακυρώθηκε και ότι γνωστοποιήθηκε από αυτό στον ασφαλισμένο, το δε ατύχημα συνέβη μετά πάροδο 16 ημερών από τη γνωστοποίηση, ή ότι παρήλθε η διετής παραγραφή του άρθρου 19 παρ. 2 ν. 489/1976. Κάτι τέτοιο θα είχε αποτέλεσμα να προσφέρει στον παθόντα δύο τελεσίδικες απορριπτικές αποφάσεις, ήτοι μία κατά του ασφαλιστή και άλλη κατά του Ε.Κ., και έτσι να μη λάβει καμία αποζημίωση. Τούτο όμως είναι αντίθετο προς το σκοπό, που επιδιώκεται με τις ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 2 και 3 του Π.Δ. 314/1993, που είναι η προστασία και αποζημίωση του παθόντος, όπως προαναφέρθηκε. Και τούτο διότι το ανωτέρω αποτέλεσμα της απόρριψης της αγωγής του θύματος είναι άδικο, γιατί ενώ ο παθών έχει δίκαιο, τελικά δεν αποζημιώνεται (ΑΠ 1134/2014, 670/2011, 56/2004).

Από τα παραπάνω συνάγεται ότι και στις περιπτώσεις των αυτοκινητιστικών ατυχημάτων, όπου το ζημιογόνο αυτοκίνητο ήταν ασφαλισμένο σε μία ασφαλιστική εταιρεία και στη συνέχεια ασφαλίστηκε προσωρινά με την έκδοση προσωρινής βεβαίωσης ασφάλισης σε άλλη ασφαλιστική εταιρεία, παραδεκτά δικονομικά ασκούνται δύο χωριστές αγωγές κατά αυτών (ασφαλιστικών εταιρειών), αφού ο ζημιωθείς τρίτος αντιμετωπίζει το ενδεχόμενο να μην τηρήθηκαν οι διατυπώσεις γνωστοποίησης της λύσης της πρώτης σύμβασης, οπότε δεν μπορεί να αντιταχθεί κατά αυτού η λήξη της, με κίνδυνο εντεύθεν, αν απορριφθεί η αγωγή του ως αβάσιμη ουσιαστικά κατά της δεύτερης ασφαλιστικής εταιρείας, να παραγραφεί η αξίωσή του κατά της πρώτης ασφαλιστικής εταιρείας και περαιτέρω να περιέλθει σε αδιέξοδο στη νέα δίκη κατά της πρώτης ασφαλιστικής εταιρείας, αφού αυτή έχοντας στα χέρια της όλα τα στοιχεία, θα είναι σε θέση να ισχυριστεί και να αποδείξει ότι η σύμβαση ασφαλίσεως ακυρώθηκε και ότι γνωστοποιήθηκε από αυτή στον ασφαλισμένο, το δε ατύχημα συνέβη μετά πάροδο 16 ημερών από τη γνωστοποίηση. Αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα να έχει ο παθών δύο τελεσίδικες απορριπτικές αποφάσεις, ήτοι μία κατά της δεύτερης ασφαλιστικής εταιρείας και άλλη κατά της πρώτης ασφαλιστικής εταιρείας και έτσι να μη λάβει καμία αποζημίωση. Επομένως ο μόνος παραδεκτά δικονομικά τρόπος παράκαμψης της ως άνω δυσκολίας είναι η άσκηση δύο χωριστών αγωγών, μίας κατά κάθε ασφαλιστικής εταιρείας.

Οι χωριστές αυτές αγωγές είναι δυνατό, είτε να δικασθούν χωριστά, είτε να συνεκδικασθούν στην ίδια δικάσιμο από το ίδιο δικαστήριο κατ’ άρθρ. 246 ΚΠολΔ. Στη δεύτερη περίπτωση, δεν έχει σημασία η μεταξύ τους τυπική αντιφατικότητα, λόγω του ότι το ζημιογόνο αυτοκίνητο εμφανίζεται ασφαλισμένο σε δύο ασφαλιστικές εταιρείες. Η αντιφατικότητα αυτών, που δεν επιτρέπεται ενόψει του άρθρου 218 ΚΠολΔ, ερευνάται χωριστά για κάθε αγωγή στο πλαίσιο της συνεκδικάσεως και όχι σε συσχετισμό με την άλλη. Σε περίπτωση που απορριφθεί η αγωγή κατά της μιας ασφαλιστικής εταιρείας και γίνει δεκτή αυτή κατά ένα μέρος κατά της άλλης ασφαλιστικής εταιρείας, στην οποία κρίθηκε ότι το ζημιογόνο αυτοκίνητο ήταν ασφαλισμένο, είναι δυνατό ν’ ασκηθεί έφεση από τον ζημιωθέντα ενάγοντα και των δύο συνεκδικασθεισών αγωγών κατά της ασφαλιστικής εταιρείας κατά της οποίας έγινε δεκτή κατά ένα μέρος η αγωγή του και επικουρικά και κατά της άλλης ασφαλιστικής εταιρείας κατά της οποίας απορρίφθηκε η αγωγή του, για την περίπτωση που γίνει δεκτή η τυχόν ασκουμένη έφεση της πρώτης ασφαλιστικής εταιρείας ως προς την οποία έγινε δεκτή η αγωγή και απορριφθεί η εναντίον της αγωγής. Τέλος κατά το άρθρο 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο.

Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο με την προσβαλλομένη απόφασή του δέχθηκε τα εξής κατά το ενδιαφέρον μέρος της για την έρευνα της βασιμότητας του ερευνώμενου αναιρετικού λόγου: "Στην προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων με την πρώτη από 22-3-2013 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ...2013 αγωγή του, ισχυρίστηκε ότι εις ολόκληρον υπόχρεοι προς αποζημίωσή του, λόγω του τραυματισμού του κατά το ένδικο αυτοκινητικό ατύχημα, είναι η πρώτη εναγομένη, υπαίτια οδηγός του ζημιογόνου υπ’ αριθμ. κυκλοφορίας ... ΙΧΕ αυτοκινήτου, ο δεύτερος εναγόμενος, ιδιοκτήτης του εν λόγω οχήματος και το τρίτο εναγόμενο Επικουρικό Κεφάλαιο κατ’ άρθρο 19 § 1 περ. β’ του Ν. 489/1976, λόγω του ότι το ζημιογόνο όχημα ήταν, κατά τον κρίσιμο χρόνο, ανασφάλιστο.

 Στη συνέχεια, με τη δεύτερη από 22-3-2013 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως .../2013 αγωγή του, η οποία έχει το αυτό περιεχόμενο με την πρώτη αγωγή, ως προς τις συνθήκες του ένδικου ατυχήματος και το ύψος της ζημίας του ενάγοντος και της χρηματικής του ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, συνεπεία του τραυματισμού του κατά το ένδικο ατύχημα, ο τελευταίος ισχυρίστηκε ότι υπόχρεη προς αποζημίωσή του, λόγω του τραυματισμού του κατά το ένδικο αυτοκινητικό ατύχημα, είναι η εναγόμενη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία "... Α.Ε.Α.Ζ.", στην οποία ήταν ασφαλισμένο, κατά τον κρίσιμο χρόνο, το ζημιογόνο υπ’ αριθμ. κυκλοφορίας ... ΙΧΕ αυτοκίνητο για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη από την κυκλοφορία του. Τέλος, με την τρίτη από 22-3-2013 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως .../2013 αγωγή του, η οποία έχει το αυτό περιεχόμενο με τις προηγούμενες αγωγές, ως προς τις συνθήκες του ένδικου ατυχήματος και το ύψος της ζημίας και της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης του ενάγοντος, ο τελευταίος ισχυρίστηκε ότι υπόχρεη προς αποζημίωσή του, λόγω του τραυματισμού του κατά το ένδικο αυτοκινητικό ατύχημα, είναι η εναγόμενη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία "... Α.Ε.", στην οποία ήταν ασφαλισμένο, κατά τον κρίσιμο χρόνο, το ζημιογόνο υπ’ αριθμ. κυκλοφορίας ... ΙΧΕ αυτοκίνητο για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη από την κυκλοφορία του.

 Με το περιεχόμενο, όμως, αυτό και αίτημα, η από 22-3-2013 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως .../2013 αγωγή του Δ. Χ. κατά της ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία "... Α.Ε.Α.Ζ." και η από 22-3-2013 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως .../2013 αγωγή του ιδίου ενάγοντος κατά της ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία "... Α.Ε.", που συνεκδικάσθηκαν από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, εμπεριέχουν διαζευκτική εναγωγή περισσοτέρων προσώπων, υπό την έννοια ότι είναι αντιφατικές μεταξύ τους ως προς τη θεωρούμενη από τον ενάγοντα υπόχρεη προς αποζημίωσή του ασφαλιστική εταιρεία του ζημιογόνου οχήματος, με αποτέλεσμα να μην προσδίδεται σε κάποια από τις εναγόμενες με τις αγωγές αυτές ασφαλιστικές εταιρείες, κατά τρόπο οριστικό ή θετικό, η ιδιότητα του υποχρέου από την έννομη σχέση της δίκης, σχετικά με την ασφαλιστική κάλυψη του ζημιογόνου οχήματος και, συνακόλουθα, να δημιουργείται ανασφάλεια και αβεβαιότητα στη δίκη. Επομένως, οι άνω αγωγές έπρεπε να απορριφθούν ως απαράδεκτες, λόγω ακυρότητας των δικογράφων αυτών, που δημιουργείται από την αοριστία ως προς το πρόσωπο του υπόχρεου εναγομένου, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, γενομένου δεκτού ως βάσιμου του σχετικού ισχυρισμού της εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία "... Α.Ε.Α.Ζ.", τούτου εξεταζομένου και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο... Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που, με την εκκαλούμενη απόφασή του και με τις σκέψεις που περιέχονται σ’ αυτήν, έκανε δεκτή ως παραδεκτή και νόμιμη και, περαιτέρω, εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη τη δεύτερη από 22-3-2013 και αριθμό εκθέσεως καταθέσεως .../2013 αγωγή του Δ. Χ. κατά της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία "... Α.Ε.Α.Ζ." (αντί να την απορρίψει ως απαράδεκτη, λόγω της διαζευκτικής εναγωγής περισσοτέρων με χωριστά δικόγραφα), απορρίπτοντας σιωπηρά τον προβληθέντα από την άνω εναγομένη σχετικό ισχυρισμό περί απαραδέκτου της αγωγής αυτής καθώς και την από 30-8-2013 παρεμπίπτουσα αγωγή της τελευταίας ως προς τον τρίτο παρεμπιπτόντως εναγόμενο Π. Α., ενώ απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την παρεμπίπτουσα αγωγή ως προς τους δύο πρώτους παρεμπιπτόντως εναγομένους (αντί να την απορρίψει ως προς όλους τους εναγομένους για έλλειψη εννόμου συμφέροντος, λόγω απόρριψης της κύριας ως άνω αγωγής), έσφαλε κατά την ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος ο σχετικός λόγος (1ος) της από 27-6-2014 έφεσης της εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία "... Α.Ε.Α.Ζ.", με τον οποίο η τελευταία παραπονείται για το ότι δεν απορρίφθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο η στρεφόμενη κατ’ αυτής ως άνω αγωγή ως απαράδεκτη, παρελκούσης της εξέτασης των λόγων της άνω έφεσης, που αναφέρονται στην κατ’ ουσίαν εξέταση της άνω αγωγής από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Επίσης, πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος και ο σχετικός λόγος της άνω έφεσης (7ος), με τον οποίο η εκκαλούσα παραπονείται για την απόρριψη της από 30-8-2013 παρεμπίπτουσας αγωγής της ως ουσιαστικά αβάσιμης, ως προς τους δύο πρώτους των παρεμπιπτόντως εναγομένων, καθισταμένης της θέσης της εκκαλούσας - παρεμπιπτόντως ενάγουσας επωφελέστερης με την απόρριψη της αγωγής της για τυπικό λόγο (βλ. και Σ. Σαμουλήλ, Η Έφεση, έκδ. 2003 §§ 854, 855 και 878 επ.), καθώς και ο 15ος λόγος της άνω έφεσης, με τον οποίο ασκείται επικουρικά έφεση όσον αφορά την άνω παρεμπίπτουσα αγωγή της σε σχέση με την έκβαση της δίκης στο δεύτερο βαθμό ως προς τις ασκούμενες εφέσεις κατά των διατάξεων της εκκαλουμένης σχετικά με την ως άνω από 22-3-2013 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως .../2013 κύρια αγωγή του Δ. Χ. κατ’ αυτής (εκκαλούσας ασφαλιστικής εταιρείας "... Α.Ε.Α.Ζ."). Επίσης, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που, με την εκκαλούμενη απόφασή του και με τις σκέψεις που περιέχονται σ’ αυτήν, έκανε δεκτή ως παραδεκτή και νόμιμη και, περαιτέρω, απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την τρίτη από 22-3-2013 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως .../2013 αγωγή του Δ. Χ. κατά της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία "... Α.Ε.", αντί να την απορρίψει ως απαράδεκτη, λόγω της διαζευκτικής εναγωγής περισσοτέρων με χωριστά δικόγραφα, έσφαλε κατά την ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος ο 4ος λόγος της από 17-7-2014 έφεσης του Δ. Χ., με τον οποίο ο τελευταίος (ασκώντας την έφεσή του επικουρικά σε σχέση με την έκβαση της ανοιγείσας με τη δεύτερη από 22-3-2013 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως .../2013 αγωγή του δίκη, κατά τα προεκτεθέντα), παραπονείται για την απόρριψη της ως άνω αγωγής του (από 22-3-2013 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως .../2013), ως ουσιαστικά αβάσιμης, καθισταμένης της θέσης της εκκαλούντος - ενάγοντος επωφελέστερης με την απόρριψη της αγωγής του για τυπικό λόγο, κατά τα προεκτεθέντα".

Έτσι που έκρινε το Εφετείο με την προσβαλλομένη απόφαση και συγκεκριμένα ότι η δεύτερη από 22-3-2013 και με αρ. κατ. .../3-4-2013 αγωγή του αναιρεσείοντος κατά της πρώτης αναιρεσίβλητης και η τρίτη από 22-3-2013 και με αρ. κατ. .../3-4-2013 αγωγή του αναιρεσείοντος κατά της δεύτερης αναιρεσίβλητης εμπεριέχουν διαζευκτική εναγωγή υπό την έννοια ότι είναι αντιφατικές μεταξύ τους, ως προς την υπόχρεη προς αποζημίωσή του ασφαλιστική εταιρεία, με αποτέλεσμα να μην προσδίδεται με τις αγωγές αυτές κατά τρόπο οριστικό η ιδιότητα του υποχρέου σχετικά με την ασφαλιστική κάλυψη του ζημιογόνου οχήματος, και ακολούθως αφού έκανε δεκτό ως και κατ’ ουσίαν βάσιμο α) τον πρώτο λόγο της εφέσεως της πρώτης αναιρεσίβλητης, με τον οποίο αυτή παραπονείτο για τη μη απόρριψη της από 22-3-2013 και με αρ. κατ. .../3-4-2013 αγωγής του αναιρεσείοντος ως απαράδεκτης, λόγω της διαζευκτικής εναγωγής περισσοτέρων με χωριστά δικόγραφα και β) τον τέταρτο λόγο της εφέσεως του αναιρεσείοντος, την οποία αυτός άσκησε επικουρικά, με την αιτιολογία ότι είναι επωφελέστερη για εκείνον η απόρριψη της αγωγής του για τυπικό λόγο, εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση κατά το μέρος των διατάξεών της, που αφορούσαν τις αγωγές του κατά των αναιρεσιβλήτων, τις οποίες στη συνέχεια απέρριψε ως απαράδεκτες, παρά το νόμο κήρυξε ακυρότητα και δικονομικό απαράδεκτο και επομένως ο μοναδικός λόγος αναιρέσεως από τον αριθ. 14 του άρθρ. 559 του ΚΠολΔ είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός.

Μετά τα παραπάνω πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση ως προς τους διαδίκους της προκείμενης δίκης κατά το μέρος της: α) που έκανε δεκτό τον πρώτο λόγο της από 27-6- 2014 και με αρ. καταθ. .../2014 εφέσεως της πρώτης αναιρεσίβλητης, που αφορούσε και απέβλεπε στην απόρριψη της από 22-3-2013 και με αρ. κατ. .../3-4-2013 αγωγής του αναιρεσείοντος κατά της πρώτης αναιρεσίβλητης ως απαράδεκτης και β) που έκανε δεκτό τον τέταρτο λόγο της από 17-7-2014 επικουρικής εφέσεως του αναιρεσείοντος που αφορούσε και απέβλεπε στην απόρριψη της από 22-3-2013 και με αρ. κατ. .../3-4-2013 αγωγής του αναιρεσείοντος κατά της δεύτερης αναιρεσίβλητης ως απαράδεκτης, εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση κατά το μέρος των διατάξεών της που αφορούσαν τις ανωτέρω αγωγές του αναιρεσείοντος κατά των αναιρεσιβλήτων και τις απέρριψε ως απαράδεκτες, να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο κατά το ίδιο κεφάλαιό της, αφού είναι δυνατή η σύνθεση του από άλλον δικαστή (άρθρο 580 αρ. 3 ΚΠολΔ), να διαταχθεί η απόδοση του παραβόλου που κατατέθηκε κατά την άσκηση της αίτησης αναίρεσης στον αναιρεσείοντα, και να καταδικασθούν οι αναιρεσίβλητες στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος (άρθρο 183 ΚΠολΔ), που κατέθεσε και έγγραφες προτάσεις.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ 
Αναιρεί την υπ’ αριθ. 1754/2016 απόφαση του Εφετείου Αθηνών κατά το εις το σκεπτικό μέρος της, ως προς τους διαδίκους της προκείμενης δίκης.
Παραπέμπει την υπόθεση κατά το αναιρούμενο μέρος της για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλον δικαστή.
Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου στον αναιρεσείοντα. 
Και 
Καταδικάζει τις αναιρεσίβλητες στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντα, που ορίζει σε τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Φεβρουαρίου 2018.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 23 Μαρτίου 2018.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ