Συνθετη Αναζητηση Νομοθεσιας - Νομολογιας

Νομοθεσία

ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ- ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΣΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ- ΗΘΙΚΗ ΑΥΤΟΥΡΓΙΑ- ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟ ΑΞΙΟΠΟΙΝΟΥ ΗΘΙΚΟΥ ΑΥΤΟΥΡΓΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΤΑΔΙΚΗ Ή ΑΠΑΛΛΑΓΗ ΤΟΥ ΦΥΣΙΚΟΥ ΑΥΤΟΥΡΓΟΥ

ΑΠ 1065/2018 (Ζ΄ΠΟΙΝΙΚΕΣ) 


ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ- ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΣΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ- ΗΘΙΚΗ ΑΥΤΟΥΡΓΙΑ- ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟ ΑΞΙΟΠΟΙΝΟΥ ΗΘΙΚΟΥ ΑΥΤΟΥΡΓΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΤΑΔΙΚΗ Ή ΑΠΑΛΛΑΓΗ ΤΟΥ ΦΥΣΙΚΟΥ ΑΥΤΟΥΡΓΟΥ- ΣΥΚΟΦΑΝΤΙΚΗ ΔΥΣΦΗΜΙΣΗ-ΟΡΘΗ ΚΑΙ ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ Η ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΗΘΙΚΟΥ ΑΥΤΟΥΡΓΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ ΤΟΥ, ΦΥΣΙΚΟΥ ΔΡΑΣΤΗ, Ο ΟΠΟΙΟΣ ΜΕ ΠΑΡΑΙΝΕΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΚΑΙ ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΩΣ ΤΡΑΠΕΖΙΚΟΥ ΥΠΑΛΛΗΛΟΥ ΕΙΣΗΛΘΕ ΣΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΜΗΝΥΤΡΙΑΣ  (22 παρ.4 του Ν. 2472/1997, 46,47,48, 362 και 363 του ΠΚ)-  Για την αντικειμενική θεμελίωση του εν λόγω εγκλήματος απαιτείται α) ύπαρξη δεδομένων που περιλαμβάνονται σε "αρχείο" β) υποκείμενο των δεδομένων, δηλαδή το φυσικό πρόσωπο, στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα και του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί και γ) να πρόκειται για δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα. Για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας αρκεί να στοιχειοθετείται η αντικειμενική υπόσταση ορισμένου εγκλήματος, δηλαδή πράξεως, για τη οποία δεν συντρέχει κάποιος λόγος που αποκλείει τον άδικο χαρακτήρα αυτής, χωρίς να εξετάζεται, αν ο αυτουργός είναι ικανός προς καταλογισμό, αν πράττει εκ δόλου ή, αν συντρέχει ως προς αυτόν λόγος, που να αποκλείει τον καταλογισμό. Από αυτά παρέπεται, ότι δεν αποκλείεται η ύπαρξη ηθικής αυτουργίας, όταν απαλλάχθηκε ο φυσικός αυτουργός για έλλειψη δόλου ή ικανότητας προς καταλογισμό ή, διότι βρισκόταν σε πραγματική ή συγγνωστή νομική πλάνη.


Κείμενο Απόφασης

Απόφαση 1065 / 2018    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Αριθμός 1065/2018 
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ 
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αγγελική Αλειφεροπούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα, Μαρία Γκανιάτσου - Εισηγήτρια και Μαρία Παπασωτηρίου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Φεβρουαρίου 2018, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Αριστέας Θεοδόση (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Αικατερίνης Αναγνωστοπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Π. Π. του Χ., κατοίκου ..., που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Μαραγκό, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 7084Α/2017 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την Α. Ζ. του Ε., κάτοικο ... η οποία δεν εμφανίστηκε. 
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και o αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 27 Απριλίου 2017 αίτησή του αναιρέσεως που ασκήθηκε με δήλωση, που επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 28 Απριλίου, έλαβε αριθμό πρωτοκόλλου .../28-4-2017, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό ...2017.
Αφού άκουσε 
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης. 

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά το άρθρο 22 παρ.4 του Ν. 2472/1997, για την προστασία ατόμου από την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, "όποιος χωρίς δικαίωμα επεμβαίνει με οποιονδήποτε τρόπο σε αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή λαμβάνει γνώση των δεδομένων αυτών ή τα αφαιρεί, αλλοιώνει, βλάπτει, καταστρέφει, επεξεργάζεται, μεταδίδει, ανακοινώνει, τα καθιστά προσιτά σε μη δικαιούμενα πρόσωπα ή επιτρέπει στα πρόσωπα αυτά να λάβουν γνώση των εν λόγω δεδομένων ή τα εκμεταλλεύεται με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή και αν πρόκειται για ευαίσθητα δεδομένα με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους και χρηματική ποινή τουλάχιστον ενός εκατομμυρίου (1.000.000) έως δέκα εκατομμυρίων (10.000.000) δραχμών, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλες διατάξεις". Κατά δε το άρθρο 2 στοιχ. α , γ’ , δ’ , ε’ και ι’ του ίδιου νόμου, όπως το στοιχ. ε’ αντικαταστάθηκε με το άρθρ. 18 παρ.2 Ν. 3471/2006, για τους σκοπούς του νόμου αυτού νοούνται ως "α) δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, κάθε πληροφορία που αναφέρεται στο υποκείμενο των δεδομένων ..., γ) υποκείμενο των δεδομένων, το φυσικό πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα και του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί, δηλαδή μπορεί να προσδιορισθεί αμέσως ή εμμέσως, ιδίως βάσει αριθμού ταυτότητας ή βάσει ενός ή περισσότερων συγκεκριμένων στοιχείων που χαρακτηρίζουν την υπόστασή του από άποψη φυσική, βιολογική, ψυχική, οικονομική, πολιτιστική, πολιτική ή κοινωνική, δ) επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ("επεξεργασία"), κάθε εργασία ή σειρά εργασιών που πραγματοποιείται από το Δημόσιο ή από νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή ιδιωτικού δικαίου ή ένωση προσώπων ή φυσικό πρόσωπο με ή χωρίς τη βοήθεια αυτοματοποιημένων μεθόδων και εφαρμόζονται σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως η συλλογή, η καταχώριση, η οργάνωση, η διατήρηση ή αποθήκευση, η τροποποίηση, η εξαγωγή, η χρήση, η διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλης μορφής διάθεση, η συσχέτιση ή ο συνδυασμός, η διασύνδεση, η δέσμευση (κλείδωμα), η διαγραφή, η καταστροφή, ε) αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, κάθε διαρθρωμένο σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία είναι προσιτά με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια ..., ι) αποδέκτης, το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, η δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, στον οποίο ανακοινώνονται ή μεταδίδονται τα δεδομένα, ανεξαρτήτως αν πρόκειται για τρίτο ή όχι". Τέλος, κατά το άρθρο 3 παρ.1 του άνω νόμου (2472/1997), οι διατάξεις αυτού "εφαρμόζονται στην εν όλω ή εν μέρει αυτοματοποιημένη επεξεργασία, καθώς και στη μη αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία περιλαμβάνονται ή πρόκειται να περιληφθούν σε αρχείο".

Συνεπώς, για την αντικειμενική θεμελίωση του εν λόγω εγκλήματος απαιτείται α) ύπαρξη δεδομένων που περιλαμβάνονται σε "αρχείο", ως τέτοιο δε θεωρείται, κατ’ άρθρ. 2 στοιχ. ε’ (όπως ισχύει) του άνω νόμου, κάθε διαρθρωμένο σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία είναι προσιτά με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια, β) υποκείμενο των δεδομένων, δηλαδή το φυσικό πρόσωπο, στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα και του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί και γ) να πρόκειται για δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως αυτά ορίζονται με τις πιο πάνω διατάξεις. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 46 παρ.1 εδ. α’ του Π.Κ., "με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται επίσης όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε". Από τη διάταξη αυτή συνάγεται, ότι για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας απαιτείται να συντρέχουν αντικειμενικώς μεν α) πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε άλλον της αποφάσεως να διαπράξει ορισμένη αξιόποινη πράξη, η πρόκληση δε αυτή μπορεί να γίνει με οποιονδήποτε τρόπο και μέσο, όπως με συμβουλές, υπόσχεση ή χορήγηση αμοιβής, παραινέσεις, προτροπές (παρακίνηση, παρόρμηση, ενθάρρυνση), πειθώ, φορτικότητα, πίεση, απειλή, εκμετάλλευση οποιασδήποτε πλάνης, πραγματικής ή νομικής ή περί τα παραγωγικά αίτια της βουλήσεως, με τη διέγερση μίσους κατά του θύματος, με την επιβολή λόγω υπηρεσιακής ή άλλης εξαρτήσεως ή την επιρροή προσώπου λόγω της ιδιότητας και της θέσεώς του ή και της σχέσεως του με το φυσικό αυτουργό κλπ και β) διάπραξη από τον άλλον (αυτουργό) της πράξεως αυτής, υποκειμενικώς δε δόλος του ηθικού αυτουργού, δηλαδή ηθελημένη πρόκληση της αποφάσεως για τη διάπραξη από τον άλλο της αντικειμενικής υποστάσεως ορισμένου εγκλήματος με τη γνώση και θέληση ή αποδοχή της συγκεκριμένης εγκληματικής πράξεως χωρίς να είναι αναγκαίος ο καθορισμός της πράξεως αυτής μέχρι λεπτομερειών, αρκεί δε και ενδεχόμενος δόλος, εκτός αν για την υποκειμενική θεμελίωση του οικείου εγκλήματος απαιτείται άμεσος ή υπερχειλής δόλος, οπότε ο δόλος αυτός πρέπει να συντρέχει και στο πρόσωπο του ηθικού αυτουργού. Ακόμη, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 46, 47 και 48 Π.Κ. και ιδίως από την τελευταία τούτων, με την οποία καθιερώνεται το ανεξάρτητο του αξιοποίνου του ηθικού αυτουργού και των λοιπών συνεργών από το αξιόποινο του τελέσαντος την πράξη, προκύπτει, ότι για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας αρκεί να στοιχειοθετείται η αντικειμενική υπόσταση ορισμένου εγκλήματος, δηλαδή πράξεως, για τη οποία δεν συντρέχει κάποιος λόγος που αποκλείει τον άδικο χαρακτήρα αυτής, χωρίς να εξετάζεται, αν ο αυτουργός είναι ικανός προς καταλογισμό, αν πράττει εκ δόλου ή, αν συντρέχει ως προς αυτόν λόγος, που να αποκλείει τον καταλογισμό. Από αυτά παρέπεται, ότι δεν αποκλείεται η ύπαρξη ηθικής αυτουργίας, όταν απαλλάχθηκε ο φυσικός αυτουργός για έλλειψη δόλου ή ικανότητας προς καταλογισμό ή, διότι βρισκόταν σε πραγματική ή συγγνωστή νομική πλάνη. Με τις διατάξεις δε των άρθρων 362 και 363 του ΠΚ, ορίζεται ότι, όποιος με οποιοδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλο γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του διαπράττει το έγκλημα της δυσφημήσεως και, αν το γεγονός αυτό είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι τούτο είναι ψευδές, τότε διαπράττεται το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφημήσεως. Επομένως, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως απαιτείται α) ισχυρισμός ή διάδοση ενώπιον τρίτου για κάποιον άλλο γεγονότος που θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του τελευταίου, β) το γεγονός αυτό να είναι ψευδές και γ) εκείνος που ισχυρίσθηκε ή διέδωσε το ψευδές γεγονός να προέβη ηθελημένα στην ενέργεια αυτή και να τελούσε εν γνώσει της αναλήθειάς του και της δυνατότητάς του να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου. Ως γεγονός νοείται κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου, που ανάγεται στο παρελθόν ή το παρόν, υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό αποδείξεως, καθώς και κάθε συγκεκριμένη σχέση ή συμπεριφορά, αναφερόμενη στο παρελθόν ή το παρόν, που υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στην ηθική και την ευπρέπεια. Τρίτος, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, είναι κάθε άλλο, πλην του δυσφημουμένου, πρόσωπο, το οποίο με οποιονδήποτε τρόπο λαμβάνει γνώση του δυσφημιστικού γεγονότος, έστω και κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του ή και αρχή, αρκεί το γεγονός να είναι επιλήψιμο γι’ αυτόν, στον οποίο αποδίδεται.

Ο ισχυρισμός για το δυσφημιστικό γεγονός μπορεί να γίνει και με μαρτυρική κατάθεση ή αναφορά - καταγγελία απευθυνόμενη σε κάποια αρχή, οπότε γνώση των ισχυρισμών, που παριέχονται σ’ αυτές, λαμβάνουν οι δικαστές, ο εισαγγελέας, οι υπάλληλοι της γραμματείας και γενικώς όλα τα πρόσωπα, τα οποία κατά καθήκον λαμβάνουν γνώση του περιεχομένου τους. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ Κ.Π.Δ., όταν αναφέρονται σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο προκειμένου να μορφώσει την καταδικαστική του κρίση, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ.1 και 178 Κ.Π.Δ, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ) χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προέκυψε από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο ορισμένα από αυτά κατ’ επιλογή, ενώ δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους και δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποίο ή ποία αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή .Το δε γεγονός ότι στην απόφαση εξαίρονται ορισμένα μόνο από τα αποδεικτικά μέσα δεν σημαίνει ότι δεν έχουν ληφθεί υπόψη και δεν έχουν συνεκτιμηθεί τα υπόλοιπα, ούτε απαιτείται να αιτιολογείται γιατί δεν εξαίρονται και εκείνα. Δεν αρκεί, όμως, να περιορίστηκε το δικαστήριο σε τυπική ρηματική αναφορά των αποδεικτικών μέσων ως προς το είδος τους ή σε επιλεκτική εκτίμηση και αξιολόγηση μερικών μόνο από αυτά, αλλά απαιτείται να συνάγεται με βεβαιότητα από την απόφαση ότι αυτό έλαβε πράγματι υπόψη του, συνεκτίμησε και αξιολόγησε το περιεχόμενο όλων των αποδεικτικών μέσων για τη διαμόρφωση της δικανικής πεποίθησής του, η δε ανάγνωση κάποιου έγγραφου δεν απαιτείται να προκύπτει μόνο από τη ρητή μνεία στο σχετικό μέρος των πρακτικών, όπου αναφέρονται τα αναγνωσθέντα έγγραφα, αλλά αρκεί η ανάγνωσή του να διαπιστώνεται από το όλο περιεχόμενο των πρακτικών της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η πληττόμενη απόφαση.

Συνεπώς, εφόσον στα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης διαλαμβάνεται ότι αναγνώσθηκαν τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, τούτο έχει την έννοια και της ανάγνωσης του περιεχομένου των σ’ αυτά αναφερομένων εγγράφων. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι αναγκαίο, κατ’ αρχήν, να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών, που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε αιτιολογία περί αυτού (δόλου) στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή, διότι εξυπακούεται ότι υπάρχει με την τέλεση των πραγματικών περιστατικών, που συγκροτούν αντικειμενικώς το έγκλημα, εκτός αν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως (άμεσος δόλος) ή ορισμένος περαιτέρω σκοπός (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση), κάτι που δεν συμβαίνει στο εδώ εξεταζόμενο έγκλημα της ηθικής αυτουργίας στην παράνομη λήψη δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (παράβαση άρθρου 22 παρ.4 Ν. 2472/1997), για τη στοιχειοθέτηση του οποίου (υποκειμενικώς) ο νόμος αρκείται σε απλό δόλο. Για την κατά τα άνω πληρότητα της αιτιολογίας καταδικαστικής αποφάσεως, ως προς την ηθική αυτουργία, αρκεί η μνεία του τρόπου ή μέσου, δια των οποίων ο ηθικός αυτουργός προκάλεσε στο φυσικό αυτουργό την απόφαση να διαπράξει ορισμένη πράξη, την οποία αυτός τέλεσε, όπως παραινέσεων, προτροπών, πειθούς, φορτικότητας κλπ, με την έννοια της πειστικότητας, χωρίς να απαιτείται αναφορά και άλλων πραγματικών περιστατικών ή περαιτέρω εξειδίκευση σε τί συνίστανται οι παραινέσεις, οι προτροπές, η πειθώ, η φορτικότητα κλπ. Τέλος, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά, κατά το άρθρ. 510 παρ.1 στοιχ. Ε’ Κ.Π.Δ., και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή, όταν το δικαστήριο, χωρίς να παρερμηνεύσει το νόμο, δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που ιδρύει τον ανωτέρω αναιρετικό λόγο (από το άρθρ. 510 παρ.1 στοιχ, Ε’ Κ.Π.Δ.), συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Όμως, δεν αποτελούν λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και, ειδικότερα, η εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον, στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας ή της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.

Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης, υπ’ αριθ. 7084Α/2017, αποφάσεώς του, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, τα οποία προσδιορίζονται κατ’ είδος σ’ αυτή, δέχθηκε ανελέγκτως ότι αποδείχθηκαν τα εξής: "Στην Αθήνα, στις 2-7-2012, ο κατ/νος, με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε και συγκεκριμένα, προκάλεσε στον συγκατηγορούμενό του Π. Μ. την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη της ηθικής αυτουργίας σε παραβίαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, παρακινώντας τον σ’ αυτή με προτροπές, συμβουλές και παραινέσεις. Πλέον συγκεκριμένα, ο ως άνω κατηγορούμενος, εκμεταλλευόμενος την ιδιότητα του ως νομίμου εκπροσώπου της εταιρείας "... Α.Ε.", πιστούχου και πελάτισσας της Τράπεζας Κύπρου μέσω του καταστήματος ... αυτής (τράπεζας), ασκώντας επιρροή, στον συγκατηγορούμενό του Π. Μ., λογιστή της επιχείρησης του και πρώην λογιστή της εγκαλούσας, (ο οποίος γνώριζε τον Α.Φ.Μ. της, μέσω του οποίου ζήτησε να γίνει η εν λόγω έρευνα στον Τειρεσία), τον έπεισε με πειθώ, φορτικότητα και παραινέσεις, εκμεταλλευόμενος και την επαγγελματική σχέση που είχε μαζί του. να πείσει ακολούθως με τη σειρά του τον αδελφό του Β. Μ., υπάλληλο του ανωτέρω τραπεζικού καταστήματος, να εισέλθει ο τελευταίος την 27-6-2012 στο σύστημα πληροφοριών "Τειρεσίας" από το ηλεκτρονικό δίκτυο της παραπάνω Τράπεζας και να αντλήσει εμπιστευτικές πληροφορίες για την εγκαλούσα χωρίς νόμιμο λόγο και αιτία, ενέργεια στην οποία ο τελευταίος προέβη. Ακολούθως, πρέπει να απορριφθεί ο υπερασπιστικός ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι ο συγκατηγορούμενός του Π. Μ. κινήθηκε αυτοβούλως και με δική του πρωτοβουλία, χωρίς την άδεια και έγκρισή του, καθόσον όπως υποστηρίζει ο ίδιος, η εντολή του προς αυτόν ήταν να απευθύνει αίτημα στις νόμιμα υφιστάμενες βάσεις επιχειρηματικής πληροφόρησης με τις οποίες συνεργαζόταν "..." και "..." της ... και αυτές με τη σειρά τους να τους γνωρίσουν αν υπάρχουν "δυσμενή στοιχεία" στο όνομα της Α. Ζ. και αν αξιολογείται φερέγγυα.

Ο ανωτέρω ισχυρισμός δεν αποδείχθηκε βάσιμος καθόσον η ανωτέρω διαδικασία, αν ακολουθούνταν από τον κατηγορούμενο προφανώς και θα απαιτούσε την παρέλευση κάποιου χρονικού διαστήματος, αντιθέτως με την μη νόμιμη μεσολάβηση του υπαλλήλου της τράπεζας τα αιτούμενα στοιχεία τέθηκαν αμέσως στη διάθεση του κατηγορουμένου. Εξάλλου, από κανένα εισφερόμενο αποδεικτικό στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι ο συγκατηγορούμενός του Π. Μ. ενήργησε αυτοβούλως, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι δεν επρόκειτο για αναζήτηση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στα πλαίσια μίας εμπορικής συνεργασίας και επαγγελματικής διαφοράς αλλά σχετιζόμενα με προσωπικές σχέσεις και τον ιδιωτικό βίο της εγκαλούσας, συντρόφου -ου κατηγορουμένου και ως εκ τούτου ο ως άνω λογιστής δυσκόλως θα αναλάμβανε μόνος του μία τέτοια πρωτοβουλία. Επομένως ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος για την πρώτη πράξη. Περαιτέρω, ο κατηγορούμενος, στον ανωτέρω τόπο και χρόνο, ισχυρίσθηκε ενώπιον τρίτου για κάποιον άλλον ψευδή γεγονότα, δυνάμενα να βλάψουν την τιμή και την υπόληψή του, καίτοι γνώριζε ότι τα γεγονότα αυτά ήταν ψευδή. Συγκεκριμένα, κατά τον ως άνω τόπο και χρόνο, συνέταξε και απέστειλε προς την Γενική Επίτροπο των Τακτικών Διοικητικών δικαστηρίων ανώνυμη - ανυπόγραφη - δακτυλογραφημένη επιστολή (αριθμ. πρωτ. Εισερχ. ...-7-2012), στο κείμενο της οποίας διέλαβε για την εγκαλούσα τους ακόλουθους ψευδείς και δυνάμενους να βλάψουν την τιμή και την υπόληψή της ισχυρισμούς, ενώ τελούσε εν γνώσει της αναληθείας τους, ότι: "Κύριοι, αναγκάζομαι να σας καταγγείλω ανώνυμα τα ακόλουθα εξοργιστικά που αφορούν τη δικαστή σας Α. Ζ.. Το 2011 έφτιαξε το σπίτι της στη Γλυφάδα, ..., και έχει αφήσει απλήρωτους μία σειρά τεχνιτών και προμηθευτών. Μας απειλεί και μας εκβιάζει ότι θα μας καταγγείλει στο Σ.Δ.Ο.Ε. επειδή δεν κόψαμε αποδείξεις για ολόκληρα τα ποσά, υποκύπτοντας στις πιέσεις της για να γλυτώσει τον Φ.Π.Α.. Ωραία εικόνα δικαστή. Σαν πολίτες αγανακτούμε τέτοια άτομα να είναι δικαστές και πιθανώς και να προάγονται σε ανώτατες θέσεις. Αν δεν επέμβετε θα αναγκαστούμε να προσφύγουμε και σε δημοσιογράφους. Είναι ντροπή...". Των ανωτέρω ψευδών γεγονότων τα οποία αναμφίβολα μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψή της, να την μειώσουν προσωπικά, ηθικά και επαγγελματικά και να ματαιώσουν ,ην επικείμενη προαγωγή της "ως Εφέτη, έλαβαν γνώση η παραλήπτης της εν’ λόγω επιστολής καθώς και το ευρύτερο επαγγελματικό περιβάλλον της εγκαλούσας. Η ανωτέρω επιστολή αποδείχθηκε ότι συνετάγη και απεστάλη από τον κατηγορούμενο καθόσον ήταν το μοναδικό πρόσωπο που γνώριζε αυτές τις λεπτομέρειες της προσωπικής και επαγγελματικής ζωής της εγκαλούσας, είχε πρόσβαση στον χώρο εργασίας της, το ανωτέρω’ χρονικό διάστημα είχαν κορυφωθεί η αντιδικία και οι συγκρούσεις μεταξύ τους, ουδείς άλλος δε αποδείχθηκε ότι ήταν ο συντάκτης και αποστολέας αυτής της επίδικης επιστολής αφού τα αναφερόμενα από τον κατηγορούμενο πρόσωπα, τα οποία κατά τους ισχυρισμούς του τελευταίου είχαν ανεξόφλητες απαιτήσεις απέναντι στην εγκαλούσα θα μπορούσαν ευχερώς να προβούν στη δικαστική είσπραξη των απαιτήσεών τους, δεν θα μπορούσαν δε να γνωρίζουν ότι η εγκαλούσα είναι στον Τειρεσία, πληροφορία την οποία γνώριζε ο κατηγορούμενος, ως ανωτέρω αναφέρθηκε.

Επομένως, ο κατ/νος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος για την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης". Στη συνέχεια, το παραπάνω Δικαστήριο της ουσίας εκτός άλλων διατάξεων, που δεν αποτελούν αντικείμενο της παρούσας δίκης, αφού δεν πλήττονται με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, κήρυξε τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα ένοχο των αξιοποίνων πράξεων α) της ηθικής αυτουργίας στην πράξη της ηθικής αυτουργίας σε παράνομη λήψη δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και β) της συκοφαντικής δυσφήμησης, για τις οποίες, επέβαλε σ’ αυτόν ποινή φυλακίσεως δώδεκα (12) μηνών και χρηματική ποινή τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ, και φυλάκιση δεκαπέντε (15) μηνών, αντίστοιχα, συνολική δε ποινή φυλάκισης είκοσι ενός (21) μηνών, ανασταλείσα επί τριετία, με το ακόλουθο διατακτικό: "ΚΗΡΥΣΣΕΙ αυτόν ένοχο του ότι: Α) Στον ανωτέρω τόπο και χρόνο, με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε και συγκεκριμένα, προκάλεσε στον συγκατηγορούμενό του Π. Μ. την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη της ηθικής αυτουργίας σε παραβίαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, παρακινώντας τον σ’ αυτή με προτροπές, συμβουλές και παραινέσεις. Πλέον συγκεκριμένα, ο ως άνω κατηγορούμενος, εκμεταλλευόμενος την ιδιότητά του ως νομίμου εκπροσώπου της εταιρείας "... Α. Ε.", πιστούχου και πελάτισσας της Τράπεζας Κύπρου μέσω του καταστήματος ... αυτής (τράπεζας), ασκώντας επιρροή, στον συγκατηγορούμενό του Π. Μ., λογιστή της επιχείρησης του και πρώην λογιστή της εγκαλούσας, (ο οποίος γνώριζε τον Α.Φ.Μ. της, μέσω του οποίου ζήτησε να γίνει η εν λόγω έρευνα στον Τειρεσία), τον έπεισε όπως, με πειθώ, φορτικότητα και παραινέσεις, πείσει ακολούθως τον αδελφό του Β. Μ. να εισέλθει ο τελευταίος την 27-6-2012 στο σύστημα πληροφοριών "Τειρεσίας" από το ηλεκτρονικό δίκτυο της παραπάνω Τράπεζας και να αντλήσε εμπιστευτικές πληροφορίες για την εγκαλούσα χωρίς νόμιμο λόγο και αιτία.
Β) Ο ίδιος κατηγορούμενος, στον ανωτέρω τόπο και χρόνο, ισχυρίσθηκε ενώπιον τρίτου για κάποιον άλλον ψευδή γεγονότα, δυνάμενα να βλάψουν την τιμή και την υπόληψή του, καίτοι γνώριζε ότι τα γεγονότα αυτά ήταν ψευδή. Συγκεκριμένα, κατά τον ως άνω τόπο και χρόνο, συνέταξε και απέστειλε προς την Γενική Επίτροπο των Τακτικών Διοικητικών δικαστηρίων ανώνυμη - ανυπόγραφη - δακτυλογραφημένη επιστολή (αριθμ. πρωτ. Εισερχ. ...-7-2012), στο κείμενο της οποίας διέλαβε για την εγκαλούσα τους ακόλουθους ψευδείς και δυνάμενους να βλάψουν την τιμή και την υπόληψή της ισχυρισμούς, ενώ τελούσε εν γνώσει της αναληθείας τους, ότι: "Κύριοι, αναγκάζομαι να σας καταγγείλω ανώνυμα τα ακόλουθα εξοργιστικά που αφορούν τη δικαστή σας Α. Ζ.. To 2011 έφτιαξε το σπίτι της στη Γλυφάδα, ..., και έχει αφήσει απλήρωτους μία σειρά τεχνιτών και προμηθευτών. Μας απειλεί και μας εκβιάζει ότι θα μας καταγγείλει στο Σ.Δ.Ο.Ε. επειδή δεν κόψαμε αποδείξεις για ολόκληρα τα ποσά, υποκύπτοντας στις πιέσεις της για να γλυτώσει τον Φ.Π.Α.. Ωραία εικόνα δικαστή. Σαν πολίτες αγανακτούμε τέτοια άτομα να είναι δικαστές και πιθανώς και να προάγονται σε ανώτατες θέσεις. Αν δεν επέμβετε θα αναγκαστούμε να προσφύγουμε και σε δημοσιογράφους. Είναι ντροπή...".

Των ανωτέρω ψευδών γεγονότων τα οποία αναμφίβολα μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψή της, να την μειώσουν προσωπικά, ηθικά και επαγγελματικά και να ματαιώσουν την επικείμενη προαγωγή της ως Εφέτη, έλαβαν γνώση η παραλήπτης της εν λόγω επιστολής καθώς και το ευρύτερο επαγγελματικό περιβάλλον της εγκαλούσας".
Με τις παραδοχές αυτές, οι οποίες διαλαμβάνονται στο σκεπτικό σε συνδυασμό με όσα αναφέρονται στο διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, που παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται, η εν λόγω απόφαση περιέχει την επιβαλλόμενη, κατά τα άνω, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρονται σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά και κατά τρόπο επιτρέποντα τον αναιρετικό έλεγχο, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των παραπάνω εγκλημάτων α)της ηθικής αυτουργίας στην πράξη της ηθικής αυτουργίας σε παράνομη λήψη δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και β)της συκοφαντικής δυσφημήσεως, για τα οποία καταδικάστηκε ο άναιρεσείων, με παράθεση όλων των στοιχείων, που απαρτίζουν τη νομοτυπική μορφή των εγκλημάτων αυτών, οι αποδείξεις, που τα θεμελιώνουν, τις οποίες προκύπτει ότι το Δικαστήριο της ουσίας αξιολόγησε στο σύνολο τους χωρίς επιλεκτική εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων και χωρίς να απαιτείται, κατά τα προεκτεθέντα, να διευκρινίζεται από ποίο ή ποία αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή, καθώς και οι συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή των περιστατικών αυτών στις προπαρατεθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 46 παρ.1 εδ. α’ Π.Κ. και 22 παρ.4 Ν. 2472/1997, 362-363 ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, δηλαδή με ασαφείς, ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο και, έτσι, δεν στέρησε την απόφαση από νόμιμη βάση.

Ειδικότερα, στο αιτιολογικό αυτής με πληρότητα αναφέρονται: α) Τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες κατηγορίας και υπερασπίσεως, αναγνωσθέντα στο ακροατήριο έγγραφα, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, απολογία κατηγορουμένου), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση. Πιο συγκεκριμένα, όσον αφορά την ανάγνωση και λήψη υπόψη των εγγράφων οποία, όπως προαναφέρθηκε, δεν απαιτείται να προκύπτει μόνον από τη ρητή μνεία στο σχετικό μέρος των πρακτικών, όπου αναφέρονται τα αναγνωσθέντα έγγραφα, αλλά αρκεί να διαπιστώνεται η ανάγνωσή τους από το όλο περιεχόμενο των πρακτικών της δίκης, κατά την οποίαν εκδόθηκε η πληττόμενη απόφαση, στην προκειμένη περίπτωση, εφόσον από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλομένης αποφάσεως, τα οποία δεν προσβλήθηκαν ως πλαστά, προκύπτει ότι διαλαμβάνεται, ότι αναγνώστηκαν τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, που έχει την έννοια και της ανάγνωσης του περιεχομένου των σ’ αυτά αναφερομένων εγγράφων, μεταξύ των οποίων, όπως προκύπτει από την επισκόπηση αυτών (πρακτικών της πρωτόδικης υπ’ αριθμ. 32328/2014 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών), συγκαταλέγονται με αύξοντες αριθμούς ..., η με αριθμό …2004 και ….2013, αντίστοιχα, αποφάσεις της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, συνάγεται με βεβαιότητα, ότι αυτές ελήφθησαν υπόψη από το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο της ουσίας με την προσβαλλομένη απόφασή του για τον σχηματισμό της κρίσεώς του, και δεν απαιτούνταν ειδική για καθένα από τα έγγραφα αυτά αναφορά και στα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης αυτού. Με δεδομένο δε, ότι δεν είναι αναγκαία η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των αναγνωσθέντων εγγράφων και των λοιπών αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους και επιπλέον ο προσδιορισμός εκείνου του μέσου που βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσης, δεν καταλείπεται περιθώριο σχηματισμού εντύπωσης ότι δεν λήφθηκε υπόψη και δεν συνεκτιμήθηκε το σύνολο των αποδεικτικών μέσων.

Εν όψει αυτών, η ειδικότερη αιτίαση του αναιρεσείοντος ,ότι δεν λήφθηκαν υπόψη από το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο της ουσίας για το σχηματισμό της δικανικής του κρίσης τα ως άνω δύο έγγραφα, (που ανεγνώσθησαν στην πρωτοβάθμια δίκη και δια μέσου της ανάγνωσης των πρακτικών της, λήφθηκαν υπόψη από αυτό για τον σχηματισμό της κρίσεώς του), είναι αβάσιμη. Κατ’ ακολουθία τούτων, οι υποστηρίζοντες τα αντίθετα πρώτος και τρίτος , κατά τα οικεία σκέλη τους, λόγοι της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης αποφάσεως κατά τούτο, από το άρθρ. 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ Κ.Π.Δ., είναι αβάσιμοι, ως προς όλες τις επί μέρους αιτιάσεις, που περιέχονται σ’ αυτούς σχετικά με την πλημμέλεια αυτή, ) β) Διαλαμβάνεται στην προσβαλλομένη απόφαση ο τρόπος τελέσεως των ανωτέρω πράξεων κατά χρόνο, τόπο και λοιπές περιστάσεις και δη, ότι ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων, εκμεταλλευόμενος την ιδιότητά του ως νομίμου εκπροσώπου της εταιρίας με την επωνυμία "... Α.Ε.", πιστούχου και πελάτισσας της Τράπεζας Κύπρου, μέσω του Καταστήματος ... αυτής, ασκώντας επιρροή στον υφιστάμενο του και συγκατηγορούμενό του Π. Μ., λογιστή της ως άνω επιχείρησής του και πρώην λογιστή της εγκαλούσας, ο οποίος ως εκ της συνεργασίας του με αυτή γνώριζε τον αριθμό φορολογικού της μητρώου, έπεισε αυτόν, προκειμένου με πειθώ και φορτικότητα και παραινέσεις να πείσει ακολούθως τον αδελφό του Β. Μ. (φυσικό αυτουργό) να εισέλθει στο σύστημα πληροφοριών "Τειρεσίας", που αποτελεί αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και του οποίου ήταν εξουσιοδοτημένος χρήστης, λόγω της ιδιότητάς του ως τραπεζικού υπαλλήλου της Τράπεζας Κύπρου με τέτοια αρμοδιότητα, και ο τελευταίος πράγματι στις 27-6-2012 εισήλθε, από το ηλεκτρονικό δίκτυο της παραπάνω Τράπεζας, σ’ αυτό (σύστημα πληροφοριών "Τειρεσίας"), από όπου έλαβε γνώση και ανακοίνωσε χωρίς δικαίωμα στον Π. Μ. και εκείνος ακολούθως στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο τέτοια δεδομένα, που αφορούσαν τα οικονομικά στοιχεία της μηνύτριας.

Οι ειδικότερες αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμες, αφού: α) Το δικαστήριο δεν ήταν υποχρεωμένο να αιτιολογήσει ιδιαιτέρως το δόλο του αναιρεσείοντος αναφορικά με το πρώτο από τα παραπάνω εγκλήματα, διότι αυτός (δόλος) ενυπάρχει, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην προηγηθείσα νομική σκέψη, στη θέληση παραγωγής των περιστατικών, που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εν λόγω εγκλήματος της ηθικής αυτουργίας στην πράξη της ηθικής αυτουργίας σε παράνομη λήψη δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και προκύπτει από τις αναφερόμενες ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, αφού για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος αυτού δεν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία για τη θεμελίωση της υποκειμενικής του υποστάσεως, β) Για την πληρότητα της αιτιολογίας ως προς την ηθική αυτουργία στην ανωτέρω πράξη, για την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, μολονότι αρκεί η αναφορά στις παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως του τρόπου και των μέσων, συνισταμένων σε επιρροή της εργοδοτικής του ιδιότητας προς τον υφιστάμενο του, σε προτροπές, συμβουλές, παραινέσεις, πειθώ και φορτικότητα, με την οποία ο αναιρεσείων προκάλεσε στον Π. Μ. την απόφαση να τελέσει την εν λόγω πράξη, που τέλεσε ο τελευταίος, της ηθικής αυτουργίας σε παραβίαση προσωπικών δεδομένων που τέλεσε ο αδελφός του, Β. Μ., αντικειμενικά, χωρίς να απαιτείται, κατά τα προεκτεθέντα, να εξειδικεύεται σε τί συνίστανται οι σχετικές προτροπές (πειθώ, παραινέσεις κ.λπ) οι οποίες σαφώς έχουν την έννοια της πειστικότητας, σε κάθε περίπτωση διαλαμβάνονται και πραγματικά περιστατικά δηλωτικά της δράσεως, από την οποία το Δικαστήριο συνήγαγε, ότι ο ήδη αναιρεσείων προκάλεσε στον Π. Μ. την άνω απόφαση, αφού αναφέρεται, ότι αυτός εκμεταλλεύθηκε την ιδιότητά του ως νόμιμος εκπρόσωπος της εργοδότριας εταιρίας του τελευταίου, επίσης ηθικού αυτουργού και την αδελφική του σχέση του ιδίου με το φυσικό αυτουργό, Β. Μ.,για την εκ μέρους του λήψη από τον φυσικό αυτουργό και ανακοίνωση προς αυτόν (αναιρεσείοντα-κατηγορούμενο) των επίμαχων προσωπικών δεδομένων της μηνύτριας, τα οποία και χρησιμοποίησε κατά τον άνω τρόπο σε βάρος αυτής, γ)Όσον αφορά την πράξη της συκοφαντικής δυσφημήσεως , παρατίθεται το δυσφημιστικό για την εγκαλούσα γεγονός, που περιλαμβάνεται στην ανώνυμη, ανυπόγραφη ,δακτυλογραφημένη επιστολή, που συνέταξε και απέστειλε προς την Γενική Επίτροπο των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων ο αναιρεσείων, στην οποία ανέγραψε τα στοιχεία της εγκαλούσας και το ψευδές γεγονός ότι έχοντας φτιάξει το 2011 το σπίτι της στην οδό ... στη Γλυφάδα, "έχει αφήσει απλήρωτους μια σειρά τεχνιτών και προμηθευτών, τους απειλεί και τους εκβιάζει ότι θα τους καταγγείλει στο ΣΔΟΕ, επειδή δεν έκοψαν αποδείξεις για ολόκληρα τα ποσά, υποκύπτοντας στις πιέσεις της για να γλυτώσει το ΦΠΑ",δ) Προσδιορίζεται ο τρόπος, με τον οποίο ο αναιρεσείων ισχυρίστηκε και διέδωσε ενώπιον τρίτων προσώπων το παραπάνω δυσφημιστικό γεγονός, με την αναφορά ότι προέβη στην ενέργεια αυτή με τη σύνταξη και αποστολή επιστολής -καταγγελίας με το περιεχόμενο αυτό κατά της εγκαλούσας, Δικαστή των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων, προς την Γενική Επίτροπο των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων και μνημονεύονται τα τρίτα πρόσωπα, κατά την εκτεθείσα στη μείζονα σκέψη έννοια, σε γνώση των οποίων περιήλθε ο παραπάνω επιλήψιμος για την εγκαλούσα ψευδής εις βάρος της ισχυρισμός, ήτοι η Γενική Επίτροπος των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων και τα άτομα του ευρύτερου επαγγελματικού περιβάλλοντος της εγκαλούσας, ε) Αιτιολογείται ειδικώς ο άμεσος δόλος του αναιρεσείοντος σχετικά με την προαναφερόμενη αξιόποινη πράξη της συκοφαντικής δυσφημήσεως, με την αναφορά, ότι το γεγονός ότι η εγκαλούσα έχει αφήσει απλήρωτους μια σειρά τεχνιτών και προμηθευτών, τους απειλεί και τους εκβιάζει ότι θα τους καταγγείλει στο ΣΔΟΕ, επειδή δεν έκοψαν αποδείξεις για ολόκληρα τα ποσά, υποκύπτοντας στις πιέσεις της για να γλυτώσει το ΦΠΑ, είναι ψευδές και ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι ήταν ψευδές και ότι αυτό μπορούσε να βλάψει την τιμή και την υπόληψη αυτής αλλά και την υπηρεσιακή της εξέλιξη, ματαιώνοντας την επικείμενη προαγωγή της σε Εφέτη, καθώς ενείχε αμφισβήτηση της προσωπικής, ηθικής και κοινωνικής της αξιοπρέπειας, και την παράθεση συγκεκριμένων περιστατικών, από τα οποία συνήγαγε την αναλήθεια του ως άνω γεγονότος, καθώς και εκείνων, από τα οποία πείσθηκε ότι ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι το γεγονός αυτό ήταν ψευδές, εφόσον αυτός μέχρι και το έτος 2011 διατηρούσε στενή σχέση με την εγκαλούσα. Επομένως, οι περί του αντιθέτου από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ του ΚΠΔ, πρώτος και τρίτος, κατά τα οικεία σκέλη τους (ως προς τις εν λόγω πράξεις) λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, καθώς και για εκ πλαγίου παράβαση των προμνημονευόμενων ουσιαστικών ποινικών διατάξεων σχετικά με τις αξιόποινες πράξεις, για τις οποίες καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, είναι αβάσιμοι.

Οι λοιποί διαλαμβανόμενοι στους ίδιους λόγους της αιτήσεως αναιρέσεως ισχυρισμοί, περί του ότι από τα στοιχεία της υποθέσεως δεν προκύπτει η εκ μέρους του αναιρεσείοντος τέλεση των παραπάνω πράξεων, καθώς και οι συναφείς λοιπές αιτιάσεις περί εσφαλμένης εκτίμησης των αποδεικτικών μέσων, καθόσον εξ αυτών συνάγονται, κατά τον αναιρεσείοντα, αντίθετα συμπεράσματα από αυτά, στα οποία κατέληξε το Δικαστήριο της ουσίας, είναι απαρά