Συνθετη Αναζητηση Νομοθεσιας - Νομολογιας

Νομοθεσία

ΝΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΔΑΣΩΝ – ΝΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ- ΧΑΡΑΞΗ ΚΑΙ ΔΙΑΝΟΙΞΗ ΔΡΟΜΟΥ ΕΝΤΟΣ ΔΑΣΙΚΗΣ ΕΚΤΑΣΗΣ ΧΩΡΙΣ ΤΗΝ ΝΟΜΙΜΗ ΑΔΕΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΙ ΕΚΓΡΙΣΗ-ΟΡΘΗ Η ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΣΕ ΒΑΡΟΣ ΤΟΥ ΕΡΓΟΛΑΒΟΥ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ

Α.Π. 1488/2018 (Ζ΄ ΠΟΙΝΙΚΕΣ)


ΝΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΔΑΣΩΝ – ΝΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ- ΧΑΡΑΞΗ ΚΑΙ ΔΙΑΝΟΙΞΗ ΔΡΟΜΟΥ ΕΝΤΟΣ ΔΑΣΙΚΗΣ ΕΚΤΑΣΗΣ ΧΩΡΙΣ ΤΗΝ ΝΟΜΙΜΗ ΑΔΕΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΙ ΕΚΓΡΙΣΗ-ΟΡΘΗ Η ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΣΕ ΒΑΡΟΣ ΤΟΥ ΕΡΓΟΛΑΒΟΥ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ, ΑΠΟΡΡΙΦΘΕΙΣ Ο ΑΥΤΟΤΕΛΗΣ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΣΥΓΓΝΩΣΤΗΣ ΠΛΑΝΗΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΑΔΕΙΟΔΟΤΗΣΗΣ (71 παρ. 1 του Ν. 998/1979, 8 παρ. 1 του Ν. 1650/1986, 31 παρ. 2 του Π.Κ.) - Απαραίτητα στοιχεία του ισχυρισμού της συγγνωστής νομικής πλάνης είναι, εκτός από εκείνα που συνιστούν την ίδια την πλάνη, και η προσωπική κατάσταση του δράστη που προσδιορίζεται από την ηλικία, τις πνευματικές ικανότητες, το επάγγελμα, την προσπάθεια που αυτός κατέβαλε για να ενημερωθεί για το ισχύον δίκαιο, ακόμη και από τον περίγυρό του, ώστε με τη στάθμιση και των προσωπικών αυτών στοιχείων το Δικαστήριο να σχηματίσει πεποίθηση αν ο ισχυρισμός είναι βάσιμος ή προσχηματικός (Ολομ. Α.Π. 1179/1986). Ο κατηγορούμενος ως εκ του επαγγέλματός του γνώριζε ότι έπρεπε να προηγηθεί νόμιμη αδειοδότηση κατόπιν μελέτης περιβαλλοντικών όρων για τον δασικό αυτό δρόμο και εν συνεχεία πρωτόκολλο εγκατάστασης για τις θέσεις απ' όπου αυτός διερχόταν, αποτυπωμένες σε αντίστοιχο τοπογραφικό διάγραμμα και επομένως, οποιαδήποτε συνειδητή ή εξ αμελείας παρερμηνεία των σχετικών διατάξεων ή του περιεχομένου των κρίσιμων εγγράφων, δεν θα έπρεπε να του δημιουργήσουν πλανημένη εντύπωση για την αναγκαιότητά τους.


Αριθμός 1488/2018 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σακκά, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα - Εισηγητή, Γεώργιο Παπαηλιάδη και Μαρία Γκανιάτσου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Μαρτίου 2017, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Χαράλαμπου Βουρλιώτη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Π. Θ. του Κ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Κλειδαρά, για αναίρεση της υπ'αριθ. 751/2015 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου.
Το Τριμελές Εφετείο Ναυπλίου, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 21 Ιανουαρίου 2016, αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό ...2016.
Αφού άκουσε
 
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
 

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 71 του Ν. 998/1979, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 46 του Ν. 2145/1993 και όπως ίσχυε κατά το χρόνο τελέσεως της αξιόποινης πράξης που αποδίδεται στον αναιρεσείοντα, πριν την αντικατάστασή της με το άρθρο 41 του Ν. 4280/2014, η οποία εφαρμόζεται ως επιεικέστερη (άρθρ. 2 Π.Κ.), "Οι εργολάβοι, υπεργολάβοι κατασκευαστές, οι εντολείς τους και κάθε τρίτος που επιχειρεί, άνευ δικαιώματος ή καθ' υπέρβαση των υπό του παρόντος νόμου προβλεπόμενων εξαιρέσεων την ανέγερση οποιουδήποτε κτίσματος ή κατασκευάσματος, οριστικής ή προσωρινής μορφής ή πραγματοποιεί οποιασδήποτε φύσεως εγκατάσταση, εντός δάσους ή δασικής εκτάσεως, δημόσιας ή ιδιωτικής, τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και με χρηματική ποινή από πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) μέχρι πέντε εκατομμύρια (5.000.000) δραχμές". Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 28 παρ. 1 του Ν. 1650/1986, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 7 παρ. 1 του Ν. 4042/2012, η οποία εφαρμόζεται ως επιεικέστερη (άρθρ. 2 Π.Κ.), "Όποιος ασκεί δραστηριότητα ή επιχείρηση χωρίς την απαιτούμενη, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού, όπως τροποποιήθηκε με το ν. 3010/2003 (Α` 91) και το ν. 4014/2011 (Α` 209), ή των κανονιστικών πράξεων που εκδίδονται κατ` εξουσιοδότηση του, άδεια ή έγκριση, ή υπερβαίνει τα όρια της άδειας ή έγκρισης που του έχει χορηγηθεί και υποβαθμίζει το περιβάλλον, τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο ετών ή και χρηματική ποινή 1.000,00 έως 60.000,00 ευρώ". Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 31 παρ. 2 του Π.Κ., "Η πράξη όμως δεν καταλογίζεται στο δράστη αν αυτός πίστεψε λόγω πλάνης ότι είχε δικαίωμα να τελέσει την πράξη και η πλάνη του αυτή ήταν συγγνωστή". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι περίπτωση νομικής πλάνης συντρέχει όταν ο δράστης γνωρίζει μεν τι πράττει, αλλά είτε αγνοεί ότι η πράξη του είναι κατ' αρχήν άδικη είτε δεν μπορεί, με βάση τις προσωπικές του δυνατότητες, να γνωρίζει τον άδικο χαρακτήρα της πράξης, οποιαδήποτε επιμέλεια και προσπάθεια και να κατέβαλε και κατά συνέπεια πιστεύει πεπλανημένα ότι δικαιούται να προβεί σε αυτήν, η δε πλάνη συνίσταται σε εσφαλμένη αντίληψη ή ερμηνεία του κανόνα δικαίου, υπό ειδικώς δε αναφερόμενα περιστατικά συντρέχει περίπτωση που αποκλείει το αξιόποινο της πράξης. Προκειμένου περί ισχυρισμού νομικής πλάνης, για το ορισμένο αυτού πρέπει να εκτίθενται και οι ειδικές περιστάσεις που αφορούν την ατομικότητα του φερόμενου ως δράστη κατηγορουμένου, ήτοι υποκειμενικά στοιχεία που θεμελιώνουν όχι μόνο την πλάνη, αλλά και το συγγνωστό αυτής. Έτσι, απαραίτητα στοιχεία του ισχυρισμού αυτού είναι, εκτός από εκείνα που συνιστούν την ίδια την πλάνη, και η προσωπική κατάσταση του δράστη που προσδιορίζεται από την ηλικία, τις πνευματικές ικανότητες, το επάγγελμα, την προσπάθεια που αυτός κατέβαλε για να ενημερωθεί για το ισχύον δίκαιο, ακόμη και από τον περίγυρό του, ώστε με τη στάθμιση και των προσωπικών αυτών στοιχείων το Δικαστήριο να σχηματίσει πεποίθηση αν ο ισχυρισμός είναι βάσιμος ή προσχηματικός (Ολομ. Α.Π. 1179/1986).

Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Ποιν.Δ., όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος. Ειδικώς, ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει, όμως, να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Δεν αποτελεί, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.

Ακόμη, η επιβαλλόμενη κατά τα ανωτέρω από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, της δικαστικής απόφασης αναφέρεται τόσο στην κρίση για την ενοχή, όσο και στην κρίση για την απόρριψη αυτοτελών ισχυρισμών του κατηγορουμένου. Αυτοτελείς είναι οι ισχυρισμοί που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, κατά τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠΔ, από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή στην άρση ή τη μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξης ή τη μείωση της ποινής κ.λπ.. Αντίθετα, δεν είναι αυτοτελείς όσοι ισχυρισμοί απλώς αρνούνται ή αποκρούουν στοιχεία της κατηγορίας, οι οποίοι, λόγω της φύσης τους, αντιμετωπίζονται με την κύρια αιτιολογία της απόφασης για την ενοχή. Η μη απάντηση του δικαστηρίου σε αυτοτελή ισχυρισμό συνιστά έλλειψη ακρόασης κατά το άρθρο 170 παρ. 2 ΚΠΔ, που επιφέρει σχετική ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο και στοιχειοθετεί τον λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β' του Κ.Ποιν.Δ.. Ενώ, όταν δεν αιτιολογείται ειδικά η απόρριψη αυτοτελούς ισχυρισμού, στοιχειοθετείται λόγος αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Ποιν.Δ.. Το δικαστήριο, όμως, δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει σε ισχυρισμό που δεν είναι αυτοτελής ή είναι αυτοτελής, αλλά δεν προβάλλεται κατά τρόπο σαφή, ορισμένο και πλήρη ή δεν προβάλλεται παραδεκτά για άλλον λόγο, ούτε, πολύ περισσότερο, έχει υποχρέωση να διαλάβει στην απόφασή του ειδική αιτιολογία γι' αυτόν. Στους αυτοτελείς αυτούς ισχυρισμούς υπάγεται και ο ισχυρισμός περί συγγνωστής νομικής πλάνης του άρθρου 31 παρ. 2 του Π.Κ. που αίρει τον καταλογισμό της πράξεως, αφού σε περίπτωση ουσιαστικής βασιμότητάς του, έχει ως συνέπεια το ατιμώρητο του δράστη και την αθώωσή του. Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Ναυπλίου, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 751/2015 απόφασή του, αφού απέρριψε αυτοτελή ισχυρισμό του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου περί άρσεως του καταλογισμού του λόγω συγγνωστής νομικής του πλάνης, κήρυξε τον αναιρεσείοντα ένοχο παραβάσεως του άρθρου 71 παρ. 1 του Ν. 998/1979 και παραβάσεως του άρθρου 28 παρ. 1 περ. β' του Ν.1650/1986, του αναγνώρισε την ελαφρυντική περίσταση του πρότερου έντιμου βίου του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α' του Π.Κ. και τον καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως δώδεκα (12) μηνών για την πρώτη πράξη και δέκα (10) μηνών για τη δεύτερη πράξη και κατά συγχώνευση σε συνολική ποινή φυλακίσεως δεκαεπτά (17) μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετία.

Όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το ως άνω Δικαστήριο της ουσίας, δέχθηκε στο σκεπτικό της, σχετικά με τις ως άνω αξιόποινες πράξεις για τις οποίες καταδίκασε τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο, μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που αναφέρονται κατ' είδος σ' αυτό, επί λέξει, τα εξής: "Με απόφαση του Υπ. Ανάπτυξης χορηγήθηκε το έτος 2003, στην "... Α.Ε." άδεια παραγωγής ενέργειας από αιολικό πάρκο, έκτασης 110 στρ. στη θέση "... Αρκαδίας και με κ.υ.α. του 2006 εγκρίθηκαν οι περιβαλλοντικοί όροι για το έργο αυτό, που περιλάμβανε ειδικότερα: την εγκατάσταση του αιολικού πάρκου, την κατασκευή νέου υποσταθμού, την διαπλάτυνση σε μήκος 5,3 χλμ του υφιστάμενου χωματόδρομου για την πρόσβαση στο πάρκο και την κατασκευή δικτύου εσωτερικής οδοποιϊας. Παρά την ολοκλήρωση των αδειών αυτών η "..." δεν προχώρησε στην διαπλάτυνση του εξωτερικού χωματόδρομου, γιατί δεν μπορούσαν να περάσουν οι ανεμογεννήτριες (βλ. κατάθεση ... στην με αρ. 100/2015 απόφαση του Τρ. Πλ. Ναυπλίου). Αντί για την διαπλάτυνση αυτή, η ... ήρθε σε διαβουλεύσεις με το ... και του πρότεινε να ανοίξει με δικά της χρήματα δασικό δρόμο στο δάσος της ..., που θα προσέφερε δασοπροστασία από τις πυρκαγιές, μήκους 15 χλμ και συγχρόνως θα εξυπηρετούσε το αιολικό πάρκο και όσα άλλα αιολικά πάρκα αναπτύσσονταν στην περιοχή. Ο δρόμος αυτός θα ήταν ο κύριος δρόμος προσπέλασης στο αιολικό πάρκο και θα έπρεπε, ως συνοδό έργο να συμπεριληφθεί στην μελέτη περιβαλλοντικών όρων, με τροποποίηση αυτής. Παρόλα αυτά, η ... δεν τροποποίησε την μελέτη της, αλλά εκπόνησε μια προμελέτη περιβαλλοντικών όρων με το χαρακτήρα του ανταποδοτικού, προς το Δασαρχείο και το ..., έργου, χωρίς να προβεί και στην οριστική μελέτη περιβαλλοντικών όρων, στην οποία υπόκειται η διάνοιξη δασικών δρόμων κάθε κατηγορίας σύμφωνα με το Νόμο 3010/2002. Βάσει των προσκομιζομένων εγγράφων, ο λόγος που δεν προχώρησε στην οριστική μελέτη είναι το γεγονός ότι, όταν το ... απέστειλε για έγκριση την προμελέτη (βλ. το ...27-8-07 έγγραφό του) προς τη Διεύθυνση Δασών Ν. Αρκαδίας, ο Προϊστάμενος της τελευταίας, Σ. Π., απάντησε ότι, σύμφωνα με την κ.υ.α. του 2006 "περί έγκρισης Π.Ο. του έργου εγκατάστασης σταθμού Α.Π.Ε. στη θέση ...", καλύπτεται και το απαιτούμενο οδικό δίκτυο, συμπεριλαμβανομένου και του δασικού δρόμου που άρχιζε από τη θέση "... του ... και θα τελείωνε στη θέση "..." Δ.Δ. Πελετών του ίδιου Δήμου. Έτσι, με βάση την απάντηση αυτή (βλ. το με αρ. ...29-8-2007 έγγραφο), η "...", μετά και την έγκριση επέμβασης της Γεν. Γραμ. Περιφέρειας Πελλοπονήσου, που είχε εκδοθεί με το με αρ. ...9-8-2007 έγγραφο, που αφορούσε την εγκατάσταση του αιολικού σταθμού, προχώρησε με το ίδιο αυτό έγγραφο και στην επέμβαση στον δασικό δρόμο και στις 25-1-2008, που εγκαταστάθηκε από το ..., στο αιολικό πάρκο στις θέσεις "..." και στις περιλαμβανόμενες επίσης στο χάρτη περιοχής ΓΥΣ θέσεις "..., συνολικού εμβαδού 110,37 στρ., που απεικονίζεται στο από Νοεμβρίου 2006 τοπογραφικό διάγραμμα του πολ. Μηχανικού Γ. Φ., νομίμου εκπροσώπου της, προχώρησε στη χάραξη του δασικού δρόμου, παρόλο που ο δασικός αυτός δρόμος δεν περιλαμβάνεται ούτε στην απόφαση έγκρισης, ούτε και στο πρωτόκολλο εγκατάστασης. Την χάραξη και εν συνεχεία διάνοιξη και κατασκευή του δασικού δρόμου την είχε αναλάβει από την "...", με σύμβαση έργου, η εταιρεία "... Α.Ε.", στην οποία νόμιμος εκπρόσωπος κατά την επίδικη περίοδο ήταν ο α' κατ/νος, σ' αυτήν δε, την εταιρεία ήταν νόμιμος εκπρόσωπος παλαιότερα ο νόμιμος εκπρόσωπος της "...Σ" Γ. Φ., ο οποίος εξακολουθεί να είναι μέτοχος αυτής. Η χάραξη του δρόμου απ' τον εργοδηγό της ... β' κατ/νο έγινε με συντεταγμένες, όπως ισχυρίζονται, από φάκελλο που ετηρείτο, την χάραξη την έκανε ο υπάλληλος της ..., τοπογράφος Γ. Δ., ουδόλως δε, εφάρμοσαν το τοπογραφικό του 2006, που αναφέρεται στο από 25-1-2007 πρωτόκολλο εγκατάστασης, αφού δεν περιλαμβάνονται σ' αυτό οι θέσεις "..." και "...", ούτε και κάποια από τις ενδιάμεσες θέσεις. Επομένως, ο α' κατ/νος, ο οποίος, λόγω του επαγγέλματός του γνώριζε ότι απαιτείτο, πριν την διάνοιξη του δρόμου, η απόφαση περί έγκρισης της επέμβασης και το πρωτόκολλο εγκατάστασης, και τα ζήτησε οπωσδήποτε απ' την κυρία του έργου, πριν να δώσει εντολή στους υπαλλήλους του (β' κατ.νο και Γ. Δ.) να προβούν στις παραπάνω ενέργειες, ενήργησε μονομερώς και ξεκίνησε την κατασκευή του δρόμου, μολονότι γνώριζε ότι όφειλε να τηρήσει τους όρους για την κατασκευή του, και έτσι επιχείρησε, χωρίς δικαίωμα, τη διάνοιξη δρόμου 500 μ και πλάτους 5 μέτρων, στη θέση "..." Δ.Δ. Πελετών Λεωνιδίου, υποβαθμίζοντας αισθητικά και το περιβάλλον. Κατόπιν τούτου, πρέπει να αθωωθεί ο β' κατ/νος, ο οποίος ενήργησε κατ' εντολήν του α', να κηρυχθεί ένοχος ο α' των αποδιδομένων σ' αυτόν αξιοποίνων πράξεων, απορριπτομένων των αυτοτελών ισχυρισμών του περί πλάνης, καθόσον, ως εκ του επαγγέλματός του γνώριζε ότι έπρεπε να προηγηθεί νόμιμη αδειοδότηση κατόπιν μελέτης περιβαλλοντικών όρων για τον δασικό αυτό δρόμο, που δεν περιλαμβανόταν στο κυρίως έργο του αιολικού πάρκου, και εν συνεχεία πρωτόκολλο εγκατάστασης για τις θέσεις απ' όπου αυτός διερχόταν, αποτυπωμένες σε αντίστοιχο τοπογραφικό διάγραμμα και επομένως, οποιαδήποτε συνειδητή ή εξ αμελείας παρερμηνεία των σχετικών διατάξεων ή του περιεχομένου των κρίσιμων εγγράφων, δεν θα έπρεπε να του δημιουργήσουν πλανημένη εντύπωση για την αναγκαιότητά τους, δεδομένου ότι είδε και στην πράξη ότι χάραξη του δρόμου δεν μπορούσε να γίνει με βάση το από Νοεμβρίου 2006 τοπογραφικό του πρωτοκόλλου εγκατάστασης με ημερομηνία 25-1-2007, αλλά αναζήτησε τις συντεταγμένες σε φάκελο, τον οποίο ούτε προσκόμισε ούτε και προσδιόρισε την προέλευσή του".

Στη συνέχεια, με το διατακτικό της, η προσβαλλόμενη απόφαση, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο, επί λέξει, του ότι: "Στη θέση ... - ..., την 25η Ιανουαρίου 2008, ως πρόεδρος της τεχνικής εταιρείας "... Α.Τ.Ε.", στον ανωτέρω τόπο και χρόνο: Α) Επιχείρησε άνευ δικαιώματος κατασκευή οριστικής ή προσωρινής μορφής ή πραγματοποίησε οποιασδήποτε φύσεως εγκατάσταση εντός δάσους δημόσιου ή ιδιωτικού, αν και αυτό απαγορεύεται. Συγκεκριμένα, με την ανωτέρω ιδιότητά του, εντός δασικής έκτασης από κουμαριές, φιλύκια και πουρνάρια, έκανε διάνοιξη και κατασκεύασε δρόμο, μήκους περί τα πεντακόσια (500) μέτρα και μέσου πλάτους περί τα πέντε (5) μέτρα, αρχίζοντας από την επαρχιακή οδό ..., με κατεύθυνση ανατολική, που δεν είχε καμία σχέση με το έργο του αιολικού πάρκου και κατευθυνόταν εντελώς αντίθετα από αυτό, αν και τούτο απαγορεύεται. Β) Άσκησε δραστηριότητα χωρίς την απαιτούμενη, σύμφωνα με το Ν. 1650/86, άδεια ή έγκριση και υποβάθμισε το περιβάλλον. Συγκεκριμένα, προέβη στη διάνοιξη - κατασκευή του δρόμου που περιγράφεται στο στοιχείο (Α) του παρόντος, χωρίς να διαθέτει την απαιτούμενη άδεια - έγκριση περιβαλλοντολογικών όρων για τον συγκεκριμένο δρόμο που διάνοιξε, με συνέπεια την αισθητική υποβάθμιση του περιβάλλοντος". Με τις παραδοχές αυτές, οι οποίες διαλαμβάνονται στο σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, που παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται και αποτελούν την αιτιολογία της, η τελευταία περιέχει την επιβαλλόμενη, κατά τα προαναφερθέντα, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, τόσο ως προς την απόρριψη του προβληθέντος αυτοτελούς ισχυρισμού περί συγγνωστής νομικής πλάνης, όσο και ως προς την κατάφαση της ενοχής του αναιρεσείοντος, αφού εκτίθενται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, τα οποία συγκροτούν πράγματι την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των ως άνω πλημμελημάτων, για τα οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, οι αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και οι συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 2, 26 παρ. 1 εδ. α', 27 παρ. 1, 31 παρ. 2 του Π.Κ., 71 παρ. 1 του Ν. 998/1979, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το άρθρο 41 του Ν. 4280/2014, 2 παρ. 1, 4, 6 και 28 παρ. 1β του Ν. 1650/1986, όπως το άρθρο 28 παρ. 1 του Ν. 1650/1986 ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 7 παρ. 1 του Ν. 4042/2012, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, με ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες. Ειδικότερα, με την προσήκουσα αιτιολογική επάρκεια αναφέρεται ότι για τη χάραξη και διάνοιξη του περί ου ο λόγος δασικού δρόμου δεν είχε προηγηθεί νόμιμη αδειοδότηση, δηλαδή έγκριση-άδεια περιβαλλοντικών όρων για την εν λόγω επέμβαση, αφού το συγκεκριμένο έργο δεν είχε περιληφθεί, ως συνοδό έργο, στο κυρίως έργο του αιολικού πάρκου, ανάδοχος-κύριος του οποίου ήταν η εταιρεία με την επωνυμία "... ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ Α.Ε." και εργολάβος η εκπροσωπούμενη από τον αναιρεσείοντα εταιρεία με την επωνυμία "... Α.Τ.Ε.". Ωσαύτως, σημειώνεται ότι ο τελευταίος, λόγω ακριβώς του επαγγέλματος του, αν και γνώριζε ότι πριν από την επίμαχη διάνοιξη απαιτείτο η απόφαση περί έγκρισης της επέμβασης και το πρωτόκολλο εγκατάστασης, ενήργησε μονομερώς και ξεκίνησε την κατασκευή του δρόμου, γνωρίζοντας ότι όφειλε να τηρήσει τους όρους για την κατασκευή του, μάλιστα δε στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως επισημαίνεται χαρακτηριστικά ότι οποιαδήποτε συνειδητή ή εξ αμελείας παρερμηνεία των σχετικών διατάξεων ή του περιεχομένου των κρίσιμων εγγράφων δεν θα έπρεπε να του δημιουργήσουν πλανημένη εντύπωση για την αναγκαιότητά τους, δεδομένου ότι αυτός διαπίστωσε και στην πράξη ότι χάραξη του δρόμου δεν μπορούσε να γίνει με βάση το από Νοεμβρίου 2006 τοπογραφικό του πρωτοκόλλου εγκατάστασης με ημερομηνία 25-1-2007, αλλά αναζήτησε τις συντεταγμένες σε φάκελο, τον οποίο, ούτε προσκόμισε, ούτε και προσδιόρισε την προέλευσή του, γεγονός που αποκλείει την παραδοχή της βασιμότητας του ισχυρισμού του περί συγγνωστής νομικής πλάνης του.

Επιπρόσθετα, παρατίθενται όλα τα στοιχεία που απαρτίζουν τη νομοτυπική υπόσταση των πλημμελημάτων για τα οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, ενώ αναφέρονται στην αιτιολογία της αποφάσεως τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (καταθέσεις μαρτύρων κατηγορίας, πρακτικά πρωτοβάθμιας δίκης, αναγνωσθέντα στο ακροατήριο έγγραφα, απολογίες κατηγορουμένων), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και κατέληξε στην καταδικαστική του κρίση, μεταξύ των οποίων ήταν και τα πρακτικά της πρωτόδικης αποφάσεως που απάλλαξε τον εκπρόσωπο της εργοδότριας εταιρείας λόγω συγγνωστής νομικής πλάνης, χωρίς να παρίσταται αναγκαία, κατά νόμο, η αναλυτική παράθεσή τους, η αναφορά του τι προκύπτει ξεχωριστά από το καθένα, όπως και η συγκριτική στάθμιση και αξιολογική συσχέτιση του περιεχομένου τους και η ανάλογη δικαιοδοτική εκτίμησή τους, αφού εκ τούτου δεν συνάγεται ότι το Δικαστήριο, για το σχηματισμό της δικανικής πεποίθησής του, περιορίστηκε επιλεκτικά σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα και αγνόησε τα υπόλοιπα. Οι περί του αντιθέτου αιτιάσεις του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμες και απορριπτέες, ουδεμία δε αντίφαση ή λογικό κενό υπόκειται από τις παρατιθέμενες για τη θεμελίωση της ενοχής τούτου σκέψεις, αφού η παραδοχή ότι τη διάνοιξη του δασικού δρόμου είχε αναλάβει η εταιρεία "...", ουδόλως αποκλείει την υποκείμενη ευθύνη του αναιρεσείοντος, ως εργολάβου του έργου. Επομένως, ενόψει τούτων, το Τριμελές Εφετείο Ναυπλίου, με την προσβαλλόμενη απόφαση του, απάντησε στον αυτοτελή ισχυρισμό του αναιρεσείοντος περί συνδρομής στο πρόσωπό του συγγνωστής νομικής πλάνης και τον απέρριψε με πλήρη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα των ως άνω πλημμελημάτων με πλήρη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, λαμβάνοντας υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα που τέθηκαν στη διάθεσή του, μεταξύ των οποίων και τα πρακτικά της πρωτόδικης αποφάσεως, δεν χρειαζόταν δε για να είναι πλήρης και εμπεριστατωμένη η αιτιολογία της αποφάσεώς του να προβεί σε αξιολογική συσχέτιση των κατ' ιδίαν αποδεικτικών μέσων και να αιτιολογήσει γιατί πείστηκε από το ένα και όχι από το άλλο και ως εκ τούτου, οι περί του εναντίου πρώτος και δεύτερος λόγοι της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ. στοιχ. Β' και Δ' του Κ.Ποιν.Δ., περί ελλείψεως ακροάσεως και περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι αβάσιμοι.

Κατά το άρθρο 171 παρ.1 εδ. δ' του Κ.Ποιν.Δ., ακυρότητα, που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο ακόμη, προκαλείται αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων, που του παρέχονται στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις που επιβάλλει ο νόμος. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η άσκηση των δικαιωμάτων που προσήκουν στον κατηγορούμενο αναφέρεται σε όλες τις περιπτώσεις κατά τις οποίες υφίσταται από το νόμο υποχρέωση του δικαστή να δημιουργήσει, οίκοθεν, εκείνες τις προϋποθέσεις που καθιστούν δυνατή την άσκηση των ανωτέρω δικαιωμάτων, χωρίς να απαιτείται προηγούμενη σχετική αίτηση του κατηγορουμένου. Όμως, από τις διατάξεις των άρθρων 333 παρ. 2 και 358 ή από άλλη διάταξη του Κ.Ποιν.Δ., δεν προκύπτει υποχρέωση του διευθύνοντος τη συζήτηση να δίδει το λόγο στους διαδίκους, χωρίς αίτησή τους, για να προβούν σε δηλώσεις ή εξηγήσεις σχετικά με τα αποδεικτικά μέσα που εξετάσθηκαν. Και αν μεν ζητήσουν τον λόγο και δεν τους δοθεί, μετά και από προσφυγή τους στο δικαστήριο, δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα εκ του άρθρου 171 παρ. 1 περ. δ' του Κ.Ποιν.Δ., ιδρύουσα λόγο αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Α' του ίδιου Κώδικα, ενώ, αν δεν ζητήσουν αυτοί τον λόγο για να προβούν σε δηλώσεις ή εξηγήσεις σχετικά με τα αποδεικτικά μέσα που εξετάσθηκαν και δεν τους δοθεί ο λόγος αυτεπάγγελτα, χωρίς να το ζητήσουν, ουδεμία ακυρότητα δημιουργείται. Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως, για την εξυπηρέτηση των αναγκών του αναιρετικού ελέγχου και δη της βασιμότητας ή μη του προβαλλόμενου λόγου αναιρέσεως, προκύπτει ότι δεν ζητήθηκε από τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο ή από τους συνηγόρους του ο λόγος για να προβούν σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικά με τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν. Κατά συνέπεια, ο τρίτος λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, περί απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο, κατά την έννοια των άρθρων 171 παρ. 1 εδ. δ' και 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του Κ.Ποιν.Δ., από το ότι, μετά την ανάγνωση των αναφερομένων στα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως εγγράφων, παρά το ότι δεν ζήτησαν να τους δοθεί ο λόγος, δεν δόθηκε ο λόγος στους συνηγόρους του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου για να προβούν σε δηλώσεις και εξηγήσεις ως προς τα έγγραφα που αναγνώστηκαν, είναι αβάσιμος, αφού, κατά τα προεκτεθέντα, δεν καθιερώνεται από το νόμο υποχρέωση του διευθύνοντος να δίδει το λόγο στον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του αυτεπαγγέλτως για να ασκήσουν το εκ του άρθρου 358 του Κ.Ποιν.Δ. δικαίωμά τους.

Κατ' ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, μη υπάρχοντος άλλου παραδεκτού λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ 

Απορρίπτει την από 21-1-2016 δήλωση - αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Θ. Π. του Κ., που επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 22-1-2016, για αναίρεση της 751/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου. Και 

Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Ιουνίου 2017. 

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ (και τούτου αποχωρήσαντος ο αρχαιότερος της συνθέσεως Αρεοπαγίτης) 

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 18 Σεπτεμβρίου 2018.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ