Συνθετη Αναζητηση Νομοθεσιας - Νομολογιας

Νομοθεσία

Α.Π. 109/2019 (Ε΄ ΠΟΙΝΙΚΕΣ) ΨΕΥΔΟΡΚΙΑ ΜΑΡΤΥΡΑ - ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΣΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ - ΨΕΥΔΗΣ ΚΑΤΑΘΕΣΗ ΜΑΡΤΥΡΑ ΣΕ ΕΝΟΡΚΗ ΒΕΒΑΙΩΣΗ ΕΝΩΠΙΟΝ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΓΡΑΦΟΥ

Α.Π. 109/2019 (Ε΄ ΠΟΙΝΙΚΕΣ)


ΨΕΥΔΟΡΚΙΑ ΜΑΡΤΥΡΑ - ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΣΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ - ΨΕΥΔΗΣ ΚΑΤΑΘΕΣΗ ΜΑΡΤΥΡΑ ΣΕ ΕΝΟΡΚΗ ΒΕΒΑΙΩΣΗ ΕΝΩΠΙΟΝ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΓΡΑΦΟΥ - ΕΝΟΡΚΕΣ ΒΕΒΑΙΩΣΕΙΣ ΠΟΥ ΛΗΦΘΗΚΑΝ ΧΩΡΙΣ ΤΗΝ ΚΛΗΤΕΥΣΗ ΤΩΝ ΑΝΤΙΔΙΚΩΝ ΣΤΕΡΟΥΝΤΑΙ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΩΣ ΕΚ ΤΟΥΤΟΥ ΔΕΝ ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΕΙΤΑΙ Η ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΗ ΥΠΟΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ ΓΙΑ ΟΣΑ ΠΕΡΙΕΧΟΝΤΑΙ ΣΕ ΑΥΤΕΣ - ΑΝΑΙΡΕΙΤΑΙ Η ΑΠΟΦΑΣΗ, ΚΑΘΩΣ ΔΕΝ ΑΝΑΦΕΡΕΙ ΕΑΝ Η ΕΝΟΡΚΗ ΒΕΒΑΙΩΣΗ ΤΟΥ ΚΑΤ/ΜΕΝΟΥ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΓΡΑΦΟΥ ΔΟΘΗΚΕ ΝΟΜΟΤΥΠΑ, ΣΎΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΙΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ ΚΠΟΛΔ (224 παρ.1 Π.Κ) - Οι ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του συμβ/φου που δεν έχουν δοθεί ύστερα από την κλήτευση του αντιδίκου δύο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν τη βεβαίωση, δεν αποτελούν νόμιμο αποδεικτικό μέσο, δεν ασκούν επιρροή στη δίκη που προορίζονται να χρησιμοποιηθούν και συνακόλουθα δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί το έγκλημα της ψευδορκίας μάρτυρα για όσα περιστατικά περιέχονται σε αυτές (εκτός εάν πρόκειται να χρησιμοποιηθούν σε διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), καθώς, πρέπει να δοθεί η δυνατότητα στον αντίδικο να παραστεί κατά τη λήψη της ενόρκου καταθέσεως, να λάβει γνώση του περιεχομένου αυτής και να αποκρούσει αυτή με την προσκόμιση, κατά τη σχετική συζήτηση της υπόθεσης, αντιθέτων αποδεικτικών στοιχείων (Α.Π.300/2016).


Αριθμός 109/2019

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Χυτήρογλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Διονυσία Μπιτζούνη, Β. Ηλιοπούλου, Β. Μπαζάκη - Δρακούλη και Πηνελόπη Παρτσαλίδου - Κομνηνού Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Σεπτεμβρίου 2018, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Β.ς Θ.ώρου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Ά. Δ. του Π., κατοίκου ...ς, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Αριστέα Γάρδα - Ρεμούνδου, για αναίρεση της υπ'αριθ. 29/2018 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Καλαμάτας. Με πολιτικώς ενάγουσα την Κ. Δ. του Π., κάτοικο ..., η οποία παραστάθηκε με τους πληρεξούσιους δικηγόρους της Γεώργιο Μητσάκο και Γεώργιο Σαραντόπουλο. Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Καλαμάτας με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 2-4-2018 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 532/18 .Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη που ασκήθηκε σε βάρος της αναιρεσείουσας, λόγω παραγραφής.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση από 2-4-2018 δήλωση προς τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για αναίρεση της υπ' αριθμ.29/2018 τελεσίδικης απόφασης του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Καλαμάτας, με την οποία η αναιρεσείουσα κηρύχθηκε ένοχη για την αξιόποινη πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα σε τακτική πολιτική δίκη και καταδικάσθηκε σε ποινή φυλάκισης έξι (6) μηνών, ανασταλείσα, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 473 παρ.2,3, 474 παρ.1,2 του Κ.Π.Δ.). Είναι, συνεπώς, παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ' ουσία.
Κατά το άρθρο
224 παρ.1 Π.Κ. ''όποιος ως διάδικος σε πολιτική δίκη δίνει εν γνώσει του ψευδή όρκο τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους'' και παρ.2 ''με την ίδια ποινή τιμωρείται όποιος, ενώ εξετάζεται ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση ή αναφέρεται στον όρκο που έχει δώσει, καταθέτει εν γνώσει του ψέματα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια. Ούτω για την κατ' άρθρο 224 παρ.2 Π.Κ. στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδορκίας απαιτείται : α) ο μάρτυρας να καταθέσει ενώπιον αρχής, η οποία είναι αρμόδια για την εξέτασή του, β) τα πραγματικά περιστατικά που κατέθεσε να είναι ψευδή και γ) να υφίσταται άμεσος δόλος, ο οποίος συνίσταται στη γνώση αυτού ότι τα όσα κατέθεσε είναι ψευδή ή ότι έχει γνώση των αληθινών, αλλά σκοπίμως τα αποκρύπτει ή αρνείται να τα καταθέσει.

Από την ίδια διάταξη προκύπτει, επίσης, ότι η αρμοδιότητα της αρχής, ενώπιον της οποίας δίδεται η κατάθεση, αποτελεί συστατικό όρο του εγκλήματος της ψευδορκίας, θεωρείται δε και ως αρμόδια αρχή εκείνη ενώπιον της οποίας είναι δυνατόν, κατά διάταξη νόμου, να γίνει ένορκη κατάθεση κάποιου, η οποία να μπορεί στη συνέχεια να ληφθεί υπόψη ως έγκυρο αποδεικτικό μέσο από αρχή που είναι και αυτή αρμόδια προς διάγνωση κάποιας διαφοράς. Ο Συμβολαιογράφος, ο οποίος, κατά το άρθρο 1 παρ.1 ε του ν.2830/2000 ''Κώδικα Συμβ/φων'', είναι άμισθος δημόσιος λειτουργός και ενεργεί κάθε πράξη που του αναθέτει ο νόμος, είναι αρμόδιος να λαμβάνει ένορκες καταθέσεις μαρτύρων, εφόσον αυτές πρόκειται να χρησιμοποιηθούν ως νόμιμο αποδεικτικό μέσο σε δίκη ενώπιον των πρωτοβαθμίων πολιτικών δικαστηρίων, όπως οριζόταν στη διάταξη του άρθρου 270 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ., πριν την κατάργησή της με το άρθρο δεύτερο του άρθρου 1 του ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α 87 που ισχύει από 1-1-2016), μόνον αν αυτές οι ενώπιον του συμβ/φου ένορκες βεβαιώσεις έχουν δοθεί ύστερα από την κλήτευση του αντιδίκου δύο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν τη βεβαίωση ώστε να αποτελούν νόμιμο αποδεικτικό μέσο, γεγονός που διαπιστώνεται και αναφέρεται στην απόφαση, διότι διαφορετικά οι ένορκες βεβαιώσεις δεν αποτελούν νόμιμο αποδεικτικό μέσο, δεν ασκούν επιρροή στη δίκη που προορίζονται να χρησιμοποιηθούν και συνακόλουθα δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί το έγκλημα της ψευδορκίας μάρτυρα για όσα περιστατικά περιέχονται σε αυτές (εκτός εάν πρόκειται να χρησιμοποιηθούν σε διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), καθώς, πρέπει να δοθεί η δυνατότητα στον αντίδικο να παραστεί κατά τη λήψη της ενόρκου καταθέσεως, να λάβει γνώση του περιεχομένου αυτής και να αποκρούσει αυτή με την προσκόμιση, κατά τη σχετική συζήτηση της υπόθεσης, αντιθέτων αποδεικτικών στοιχείων (Α.Π.300/2016).

Για την πληρότητα επομένως, της αιτιολογίας της καταδικαστικής αποφάσεως για ψευδορκία μάρτυρα πρέπει, εκτός άλλων, να αναφέρονται σ' αυτήν τα αληθινά γεγονότα, τα οποία γνώριζε ο μάρτυρας που εξετάσθηκε και αντί αυτών εν γνώσει του κατέθεσε τα ψευδή, δηλαδή να αναφέρονται ποια ήταν τα αληθινά γεγονότα κατά αντιπαράθεση προς εκείνα που το δικαστήριο δέχθηκε ότι ήταν ψευδή και κήρυξε αντιστοίχως ένοχο ψευδορκίας τον κατηγορούμενο και να αιτιολογείται ειδικά η ύπαρξη άμεσου δόλου, με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν, ότι υπήρχε το στοιχείο της γνώσης και τούτο διότι η γνώση ως ενδιάθετη βούληση επιβάλλεται να εξειδικεύεται και να συνοδεύεται από εκδηλώσεις του δράστη εις τρόπον ώστε να συνάγεται σαφώς, ότι το περιεχόμενο της καταθέσεως ήταν αποτέλεσμα της ενσυνείδητης ενέργειας του, διαφορετικά η απόφαση στερείται της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Υπάρχει, όμως, και στις περιπτώσεις αυτές η εν λόγω αιτιολογία, όταν, σύμφωνα με τις παραδοχές της αποφάσεως, ο σχετικός με το ψευδές γεγονός ισχυρισμός του δράστη, θεμελιώνεται σε προσωπική πεποίθηση ή αντίληψη του ιδίου ή σε δική του πράξη ή παράλειψη, οπότε είναι αυτονόητη η σχετική γνώση του δράστη, χωρίς να απαιτείται παράθεση άλλων, σχετικών με τη γνώση, περιστατικών. Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ ΚΠΔ, όταν εκτίθενται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί υπαγωγής των αποδειχθέντων περιστατικών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού με το διατακτικό.

Περαιτέρω, έλλειψη ακροάσεως, κατά το άρθρο 170 παρ.2 ΚΠΔ που ιδρύει λόγο αναιρέσεως για σχετική ακυρότητα κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Β ΚΠΔ, συνιστά η περίπτωση που ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του ή ο εισαγγελέας ζήτησαν να ασκήσουν δικαίωμα που ρητά τους παρέχεται από το νόμο και το δικαστήριο τους το αρνήθηκε ή παρέλειψε να αποφανθεί για τη σχετική αίτηση. Η έλλειψη όμως ακροάσεως προϋποθέτει υποβολή έγγραφης ή προφορικής αίτησης ή πρότασης που να συνοδεύεται με την άσκηση των δικαιωμάτων αυτών, τα οποία παρέχονται στον κατηγορούμενο από το νόμο, η υποβολή δε αυτή, πρέπει να προκύπτει από τα πρακτικά της συνεδρίασης χωρίς να επιτρέπεται αμφισβήτηση της ακρίβειας αυτών παρά μόνο προσβολή τους για πλαστότητα ή διόρθωσή τους κατά τη διαδικασία του άρθρου 145 ΚΠΔ, καθόσον, τα, κατά τα άρθρα 141 και 142 ΚΠΔ, πρακτικά της συνεδρίασης περιέχουν, εκτός των άλλων, τις προτάσεις και αιτήσεις των διαδίκων που υποβάλλονται προφορικώς ή εγγράφως . Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Καλαμάτας (Πλημ/των) με την προσβαλλόμενη απόφασή του κήρυξε, σε δεύτερο βαθμό, ένοχη την αναιρεσείουσα για την πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα και της επέβαλε ποινή φυλακίσεως έξι (6) μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετία, επιπλέον δε διέταξε τη στέρηση των πολιτικών της δικαιωμάτων για ένα έτος. Η αξιόποινη πράξη αφορά κατάθεση σε ένορκη βεβαίωση που χρησιμοποιήθηκε σε δίκη διεκδικητικής αγωγής της εγκαλούσας Κ. Δ. και του αδελφού της ενώπιον του Ειρηνοδικείου .... Με την αίτηση της αναίρεσης που κρίνεται, προβάλλεται έλλειψη ακρόασης της αναιρεσείουσας διότι το δικαστήριο που δίκασε, μετά από ολιγόλεπτη διακοπή της συνεδρίασης, αρνήθηκε και δεν απάντησε σε αίτημα υποβληθέν από ένα εκ των συνηγόρων της να αναμείνουν την άφιξη της άλλης συνηγόρου της για την απαγγελία της απόφασης, προχώρησε δε στην έκδοση της απόφασης. Από τα πρακτικά όμως της δίκης εκείνης που επισκοπούνται για τον αναιρετικό έλεγχο, δεν προκύπτει ότι υποβλήθηκε αίτημα να παρευρίσκονται στο ακροατήριο και οι δύο συνήγοροι υπεράσπισης, εφόσον δεν καταγράφεται ο,τιδήποτε τέτοιο στα πρακτικά. Χωρίς την προϋπόθεση αυτή δεν θεμελιώνεται περίπτωση έλλειψης ακρόασης της αναιρεσείουσας, συνεπαγόμενη ακυρότητα της διαδικασίας.

Συνεπώς, είναι αβάσιμος και απορριπτέος ο λόγος αναίρεσης αυτός. Όπως προκύπτει από το σκεπτικό της απόφασης αυτής, το Εφετείο, για να στηρίξει την καταδικαστική του κρίση δέχθηκε ότι από τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων, που νομότυπα εξετάσθηκαν στο ακροατήριο, την απολογία των κατηγορουμένων, από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που αναγνώστηκαν στο ακροατήριο, και από όλη τη διαδικασία αποδείχθηκαν τα εξής: ''Ειδικότερα αποδείχθηκε από την υπ' αριθμ. 47/2010 απόφαση του Ειρηνοδικείου Νεάπολης Λακωνίας και την έκθεση αυτοψίας που η Ειρηνοδίκης διενήργησε, ότι οι ενάγοντες είναι συγκύριοι, συννομείς και κάτοχοι σε ποσοστό 4/8 εξ αδιαιρέτου του παρακάτω περιγραφομένου ακινήτου ήτοι: Μία ισόγεια οικία, με αποθήκη, η οποία ανεγέρθη το έτος 1946 σε οικόπεδο εκτάσεως 700 τμ ή όσης εκτάσεως είναι σήμερα, που βρίσκεται στη θέση "..." εντός του ... ομώνυμου ...ς και η οικία έχει επιφάνεια 141 τμ και η αποθήκη έχει επιφάνεια 15 τμ. Το οικόπεδο συνορεύει βόρεια εν μέρει με ιδιοκτησίες κληρονόμων Σ. Ι. Δ. και εν μέρει με ιδιωτική μπασιά, νότια με κοινοτικό δρόμο, ανατολικά με ιδιοκτησία Σ. Ρ. και δυτικά με ιδιοκτησίες κληρονόμων Σ. I. Δ. και εν μέρει με ιδιωτική μπασιά (δρόμο). Το ακίνητο αυτό είχε περιέλθει στους ενάγοντες ως ακολούθως :

Σε ποσοστό 3/8 εξ αδιαιρέτου στον καθένα από κληρονομιά από τον πατέρα τους Π. Δ. του Ι., ο οποίος πέθανε χωρίς να αφήσει διαθήκη, στις 6-6-1995 στο .... Την κληρονομιά του πατέρα τους, στη συνέχεια αποδέχθηκαν σε ποσοστό 3/8 εξ αδιαιρέτου καθένας με την υπ' αριθμ. 6305/2001 πράξη αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Αθηνών Μ. Κ.- Κ. που μεταγράφηκε νόμιμα στο τόμο 74 και με αριθμό 862 στα βιβλία μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Β.. Β) Σε ποσοστό 1/8 εξ αδιαιρέτου στον καθένα από κληρονομιά της μητέρας τους Π. χήρας Π. Δ., το γένος Χ. Κ. ή Α., η οποία πέθανε χωρίς να αφήσει διαθήκη την 9 Μαρτίου 2001 στο ..., στην οποία ανήκε το ποσοστό των 2/8 εξ αδιαιρέτου από κληρονομιά του συζύγου της και πατέρα των εναγόντων Π. Ιωαν. Δ. την οποία είχε αποδεχθεί, επίσης, με την υπ' αριθμ. 6934/2002 Πράξη Αποδοχής Κληρονομιάς της Συμβολαιογράφου Αθηνών Μ. Κ. - Κ. που μεταγράφηκε στο τόμο 74 και με αριθμό 862 στο βιβλίο μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Β..

Στη συνέχεια με την υπ' αριθμ. 19594/15-12-1989 πράξη δηλώσεως αποδοχής κληρονομιάς του Συμβολαιογράφου Β. Μ. Λ., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του τ.δ Β. στο τόμο 66 και με αριθμό 603 η τρίτη και τέταρτη εναγομένη αποδέχθηκαν κατά ποσοστό 3/8 εξ αδιαιρέτου η κάθε μία από αυτούς και η μητέρα τους Α. Δ. το γένος Χ. Α. αποδέχθηκαν κατά ποσοστό 2/8 εξ αδιαιρέτου την κληρονομιά του πατέρα τους Σ. Δ. που απεβίωσε το 1987. Με την υπ' αριθμ. 13130/2006 διορθωτική πράξη του Συμβολαιογράφου Β. Θ. Τ., η τρίτη η τέταρτη εναγομένη διόρθωσαν την ανωτέρω πράξη αποδοχής κληρονομιάς ως προς την έκταση του ακινήτου, που βρίσκεται που βρίσκεται στο δημοτικό διαμέρισμα Κ. του Δήμου Β., ότι είναι 400 τμ, ότι η ισόγεια οικία έχει εμβαδόν 64, 26 τμ και το άλλο κτίσμα εκ παραδρομής αναφέρθηκε ως στάβλος ενώ είναι οικία 20, 48 τμ. Το ανωτέρω ακίνητο τους βρίσκεται βορείως συνορεύει με κοινή μπασία. Η πρώτη εναγομένη με το υπ' αριθμ. 6015/1993 συμβόλαιο γονικής παροχής του συμβολαιογράφου Κορίνθου Σ. Κ. απέκτησε την ψιλή κυριότητα και η δεύτερη εναγομένη απέκτησε την επικαρπία σε ένα οικόπεδο εμβαδού 50 τμ περίπου που βρίσκεται στον οικισμό Κ. του τοπικού διαμερίσματος Κ. του Δήμου Β. Λακωνίας.

Περαιτέρω με την υπ' αριθμ. 15067/2008 διορθωτική πράξη γονικής παροχής του συμβολαιογράφου Β. Θ. Τ. το εμβαδόν του οικοπέδου ύστερα από νεώτερη και ακριβέστερη καταμέτρηση προέκυψε ότι είναι 189 τμ. Το έτος 1998 η τρίτη και η τέταρτη εναγομένη κατασκεύασαν τοίχο από την πλευρά που είναι η μπασία και εισέρχονται στο ακίνητο τους από την οδό Δ.-Η ..., Βόρεια και δυτικά της προπεριγραφομένης συνιδιοκτησίας των εναγόντων υφίσταται κοινή μπασία η οποία ανήκει σε ποσοστό 2/4 εξ αδιαιρέτου στους ενάγοντες και σε ποσοστό 2/4 εξ αδιαιρέτου στις τέταρτη και Πέμπτη των εναγομένων. Η κοινή αυτή μπασία είχε αφεθεί αρχικά προς χρήση και εξυπηρέτηση των ιδιοκτησιών των εναγόντων και της τρίτης και τέταρτης των εναγομένων. Οι δικαιοπάροχοι των διαδίκων Π.ς Δ.ς και Σ. Δ.ς που ήταν αδέλφια μεταξύ τους είχαν διανείμει ατύπως την μεταξύ τους κοινή περιουσία από το έτος 1952 τουλάχιστον και είχαν ορίσει την μπασία αυτή, με σταθερά όρια εμπεπηγμένα στο έδαφος ως εξής: Στη νότια πλευρά πλάτους 3 μέτρων με όριο τον κοινοτικό δρόμο, στη συνέχεια και σε απόσταση 6 μέτρων από τον προς νότο κοινοτικό δρόμο, η μπασία αυτή είχε πλάτος 3, 95 μέτρα και στην απόληξή της στη βόρεια πλευρά είχε πλάτος 4 μέτρα, οριζόμενη δυτικά με συνιδιοκτησία των εναγόντων, ανατολικά με ιδιοκτησία όλων των εναγομένων, βόρεια με συνιδιοκτησία τρίτης και τέταρτης εναγομένων και νότια με κοινοτικό δρόμο. Η πρώτη ενάγουσα καταθέτει ότι από το έτος 1946 αφέθηκε η εμβασία να έχει πλάτος 4 μέτρων. Τα σύνορα της εμβασίας ήταν το σπίτι του πατέρα της και το άλλο σπιτάκι που υπήρχε το λέγανε μονόφτερο. Το 1989 ο πατέρας της, ο αδελφός της Ι.ς Δ.ς, ο Σ. Ρ.ς και ο Π.ς Δ. που αντιπροσώπευε τη σύζυγο του, Σ. Δ., οριοθέτησαν την εμβασία. Έβαλαν τσιμεντένια όρια. Από την πλευρά του σπιτιού του πατέρα της έβαλαν 4 τέτοια τσιμεντένια κολωνάκια και από την άλλη 3. Τα όρια ήταν εκεί που έπεφταν τα νερά από τις στέγες του σπιτιού του πατέρα της και από τη στέγη του απέναντι σπιτιού που το έλεγαν μονόφτερο. Με τον τοίχο που έχτισαν τώρα έχουν καταλάβει περίπου 2 μέτρα πλάτος και συνολικά 31 τμ περίπου από την εμβασία. Το 1989 που έβαλαν σύνορα, άνοιγαν μια τρύπα στο έδαφος και έριχναν τσιμέντο. Το 1989 που έβαλαν τα σύνορα, άνοιγαν μια τρύπα στο έδαφος και έριχναν τσιμέντο, ενώ πάσσαλος μπήκε μόνο ο μπροστινός.

Ο ισχυρισμός των εναγομένων, Π. θυγ. Π. και Σ. Δ., Σ. συζ. Π. Δ., Β. Δ. και Κ. Δ., για τους οποίους κατέθεσε η δεύτερη κατηγορουμένη, ενώπιον του Συμβολαιογράφου Β. Θ. Τ., ότι τα όρια της μπασίας ήταν αριστερά αυτής τα σιδερένια πασσαλάκια που εφάπτονται με τα ακίνητα ιδιοκτησίας της πρώτης και δεύτερης των εναγομένων και δεξιά τα δυο κολωνάκια από μπετόν ύψους 20 εκατοστών, που εφάπτονται με το ακίνητο των εναγόντων και ότι το πλάτος αυτής ήταν στην είσοδο από την ... 2, 41 και στο τελείωμά της 1, 86 μ, δεν αποδείχθηκε, κατά την εξέταση της υπόθεσης. Οι διαστάσεις της εμβασίας δεν προσδιορίζονται σε κανένα από τα συμβόλαια που προσκομίζονται. Στα τοπογραφικά όμως των ετών 1989 και 2003 του αρχιτέκτονα Ι. Δ., που προσκομίζουν οι ενάγοντες τα οποία συντάχθηκαν σε ανύποπτο χρόνο, αποτυπώνεται ότι η εμβασία ανάμεσα στην οικία Π. Δ. και στο μονόφτερο την οικία Δ. είναι 4 μέτρα και από την φωτογραφία 5 του έτους 1989, 13 και 14 του έτους 2003 που προσκομίζουν οι ενάγοντες φαίνονται δεξιά και αριστερά της μπασίας κολωνάκια. Το ένα μάλιστα εξ αυτών φαίνεται στη φωτογραφία 13 και υπάρχει πλησίον της οικίας της πρώτης και δεύτερης των εναγομένων όπως αυτή εμφαίνεται από την ... και δεν ανευρέθη στην αυτοψία, που διενήργησε η Ειρηνοδίκης Νεάπολης, Α. Μ.. Στη συνέχεια όμως η πρώτη και δεύτερη εναγομένη τον Αύγουστο του 2008 κατασκεύασαν τοίχο από μπετόν αρμέ κατά μήκος της ανατολικής πλευράς της μπασίας και κατέλαβαν εδαφικό τμήμα αυτής που ορίζεται νότια σε πλευρά 1 μέτρου με δημοτικό δρόμο, στη συνέχεια σε απόσταση 6 μέτρων προς βορρά από το κοινοτικό δρόμο το πλάτος της κατάληψης είναι 1,95 μέτρα και προς βορρά στο όριο με το δημοτικό δρόμο το πλάτος της κατάληψης είναι 2 μέτρα, το δε σύνολο ανέρχεται σε 31 τμ, τα οποία προσήρτησαν στην ιδιοκτησία τους. Η τρίτη και η τέταρτη εναγομένη δεν αποδείχθηκε ότι κατασκεύασαν τον επίδικο τοίχο διότι η ιδιοκτησία τους ενώ αρχικά είχε είσοδο από την ..., τώρα έχει είσοδο από την οδό Χ. Δ.-Η ... και έτσι το Ειρηνοδικείο απέρριψε την αγωγή.

Εξάλλου από την έκθεση Αυτοψίας της Ειρηνοδίκου Νεάπολης Α. Μ. προέκυψαν τα ακόλουθα, τα οποία διαπίστωσε η ιδία η Ειρηνοδίκης : " η απόσταση από το ένα τσιμεντένιο κολωνάκι μέχρι το άλλο είναι 3, 80 μ. Όλα τα κολωνάκια είναι 20 Χ 20 εκατοστά και είναι 3 προς την ιδιοκτησία των εναγόντων και 1 στην ιδιοκτησία της πρώτης και δεύτερης από τις εναγόμενες. Το μοναδικό κολωνάκι που υπάρχει μέσα στην ιδιοκτησία της πρώτης και δεύτερης εναγομένης, κατά την εκδοχή των εναγόντων οριοθετεί την εμβασία και είναι στην ίδια διεύθυνση από την άλλη πλευρά της ιδιοκτησίας των εναγόντων. Ο επίδικος τοίχος που κατασκευάστηκε το 2008 απέχει 1, 50 μ, από το μοναδικό κολωνάκι που υπάρχει στην ιδιοκτησία των εναγόντων. Δίπλα και έξω από τον τοίχο υπάρχουν 4 σιδερένιοι πάσσαλοι, οι οποίοι κατά την άποψη των εναγομένων οριοθετούν την ιδιοκτησία τους. Και το μοναδικό κολωνάκι που υπάρχει στην ιδιοκτησία τους οριοθετούσε αρχικά το ακίνητο των 50 τμ, που κατέχει η πρώτη και δεύτερη εναγομένη. Το έτος 1981 αγόρασαν τα υπόλοιπα 140 τμ.

Κατά την άποψη όμως των εναγόντων οι πάσσαλοι δεν οριοθετούσαν την μπασία πριν την κατασκευή του τοίχου, διότι αυτοί είχαν τοποθετηθεί στην ίδια ευθεία με το κολωνάκι, που υπάρχει στην ιδιοκτησία των εναγομένων". Περαιτέρω, η μάρτυρας του κατηγορητηρίου, Κ. Δ., πολιτικώς ενάγουσα, ανέφερε μεταξύ άλλων τα ακόλουθα: ότι είναι γείτονες με τη Σ. και Π. Δ.. Ότι υπάρχει μια ιδιωτική εμβασία που έχει τεθεί από παλιά. Ο ... της ήταν στο εξωτερικό από το 1963. Το 1989 ο πατέρας του και ο αδελφός του έθεσαν τα όρια στις ιδιοκτησίες όλων των αδελφών. Ότι προκειμένου να καθορίσουν τα όρια χρησιμοποίησαν τσιμεντένια κολωνάκια, δηλαδή τα όρια της ιδιοκτησίας οριοθετήθηκαν με τσιμεντένια κολωνάκια. Όλα διαπιστώθηκαν στην αυτοψία που διενεργήθηκε από την Ειρηνοδίκη. Η οριοθέτηση έγινε με αυτό τον τρόπο σε όλη τη περιουσία, όλων των αδελφών. Το 2003, αφού είχε κτιστεί η μάντρα είχαν μείνει δυο αριστερά και δυο δεξιά. Η οριοθέτηση έγινε με αυτό τον τρόπο σε όλη τη περιουσία, όλων των αδελφών.

Επίσης ανέφερε ότι το 2003 αφού είχε κτιστεί η μάντρα, είχαν μείνει δυο αριστερά και δυο δεξιά. Υπάρχουν φωτογραφίες, σύμφωνα πάντοτε με την ίδια μάρτυρα, του 2005 και του 2007 στο τοπογραφικό, που δείχνουν τα κολωνάκια, ενώ σήμερα φαίνονται που σήμερα τα έχουν περιφράξει και βρίσκονται μέσα από την περίφραξη. Επίσης ανέφερε ότι για να σιγουρέψει τα όρια της εμβασίας ρώτησε δικηγόρο και μετά από υπόδειξη του έβαλε παράλληλα με τα τσιμεντένια κολωνάκια σιδερένιους πασσάλους με σύρμα και βρίσκεται μέσα από τη περίφραξή τους. Αυτό που λέει ότι δεν υπάρχουν κολωνάκια είναι ψέμα. Επίσης υπάρχουν, σύμφωνα με την άνω μάρτυρα στη μία από τις τρεις φωτογραφίες που έχουν προσκομίσει να δείχνει το μπροστινό κολωνάκι. Μία φωτογραφία δείχνει και το άλλο, το οποίο διαπίστωσε και η Ειρηνοδίκης κατά την αυτοψία που διενήργησε. Σύμφωνα δε με την ένορκη κατάθεση της κατηγορουμένης, ενώπιον του Συμβολαιογράφου Β. Θ. Τ., η οποία ανέφερε ότι ήταν παρούσα μαζί με τον πατέρα της εγκαλούσας και τη Β. Δ., είναι ψέμα, με βάση την κατάθεση της πολιτικώς ενάγουσας, διότι η εμβασία εξυπηρετούσε τα δυο αδέλφια και όχι τις Β. και Κ. Δ..

Μάλιστα η μάρτυρας θεωρεί ότι δεν ήταν σωστό, όπως πράγματι δεν ήταν και το διαπίστωσε και το δικαστήριο από την ανάλυση των φωτογραφιών, το γεγονός ότι υπήρχε πρόσβαση από την ..., να μην υπάρχει πρόσβαση και από την εμβασία, για την οποία υπήρχε πάντοτε πρόσβαση για την περιουσία τους. Επίσης ανέφερε ότι το αριστερό όριο της ιδιοκτησίας δεν είχε οριοθετηθεί με σιδηροπασσάλους και ότι υπήρχαν μόνο τρία τσιμεντένια κολωνάκια, όπως διαπίστωσε η Ειρηνοδίκης κατά την αυτοψία και διασταυρώθηκε από τις φωτογραφίες και το πρώτο από αυτά εξαφανίστηκε κατά το διάστημα 2003-2008. Το δεύτερο είναι μέσα από το σημερινό όριο του θειου της και το τρίτο παραμένει. Σύμφωνα με την κατάθεση της μάρτυρα ανέφερε ότι το 2005 υπήρχαν χόρτα στην εμβασία αλλά το μπροστινό κολωνάκι φαινόταν καθαρά, όπως συνεχώς τόνιζε ότι έμπαινε μέσα από την εμβασία. Για το δεξί όριο ο πρώτος κατηγορούμενος, σύμφωνα με την κατάθεση της πολιτικώς ενάγουσας, λέει αλήθεια, ενώ για το αριστερό λέει ψέματα, ενώ καταλήγοντας η μάρτυρας ανέφερε ότι οι πάσσαλοι που είχαν βάλει βρίσκεται από τη μέσα μεριά του τοίχου, ενώ το κολωνάκι που είχε απομείνει βρίσκεται πλέον μέσα στην ιδιοκτησία της πλευράς των εναγομένων και αυτό προκύπτει κατά τρόπο εμφανή από τις φωτογραφίες που προσκομίστηκαν και στο ακροατήριο.

Τέλος δήλωσε η μάρτυρας ότι δίπλα από το παλιό σπίτι φαίνεται ο σιδερένιος πάσσαλος από αυτούς που είχε βάλει η πολιτικώς ενάγουσα. Το πότε μπήκαν τα δικά τους σιδερένια πασσαλάκια που είναι ενσωματωμένα πάνω στον τοίχο και δεν γνώριζε να πει. Ο μάρτυρας των κατηγορουμένων, Χ. Μ. στην κατάθεσή του ανέφερε τα όσα υποστηρίζει η πλευρά της δεύτερης κατηγορουμένης και μάλιστα ότι το 2006 πήγε να φτιάξει το μανδρότοιχο και ότι όταν πήγε υπήρχαν τρία τσιμεντένια κολωνάκια στα δεξιά και τέσσερα σιδερένια πασσαλάκια στα αριστερά. Είπε ότι έχτισε το μανδρότοιχο μέσα από τα σιδερένια πασσαλάκια, όπως ακριβώς τους υπέδειξε ο Κ.. Τους είπε ότι αυτός είχε βάλει τα σιδερένια πασσαλάκια το 2003 πάνω στους σιδερένιους κύβους. Εξάλλου ο Πραγματογνώμονας Κ. Σ., Α. Τ. Μηχανικός ΕΜΠ, πραγματογνώμονας του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Γυθείου, που διορίστηκε με την υπ' αριθμ. 22/2017 Απόφαση, ύστερα από επιτόπια θεώρηση, κατέληξε στο συμπέρασμα ανέφερε τα ακόλουθα: 1) ότι οι μεταλλικοί πάσσαλοι με αριθμούς ΜΠ1,ΜΠ2, ΜΠ3, ΜΠ4, όπως απεικονίζονται στο τοπογραφικό του διάγραμμα που συνοδεύει την έκθεση πραγματογνωμοσύνης του, αποτελούν την πρόχειρη οριοθέτηση του αριστερού ορίου της εμβασίας, μεταξύ των οικοπέδων και είχαν τοποθετηθεί εκεί κατά την αυτή χρονική στιγμή/περίοδο, με κοινή συναίνεση και των δικαιοπαρόχων των διαδίκων πλευρών. 2) ο τοίχος που κατασκεύασαν οι εναγόμενες εσωτερικώς των μεταλλικών πασσαλακίων με τους αριθμούς ΜΠ1, ΜΠ2, ΜΠ3, ΜΠ4, οριοθετεί το δυτικό όριο της εμβασίας και έχει αναγερθεί εντός της ιδιοκτησίας τους και 3) το μοναχικό τσιμεντένιο βάθρο Νο4, το οποίο βρίσκεται εκτός πλήρους και συνεχούς σειράς πασσαλακίων ΜΠ1, ΜΠ2, ΜΠ3, ΜΠΕ και σε συνέχεια των πασσαλακίων ΜΠ5 και ΜΠ6, που οριοθετούν τα όρια των όμορων οικοπέδων, αποδεικνύει ότι δεν είναι δυνατή κατά τη λογική πορεία των πραγμάτων, ως εξετέθη, να αποτελεί αυτό εγκαταλειφθέν βάθρο ορίου επί της εμβασίας, αφού συν τοις προηγουμένοις, δεν ανευρέθησαν ίχνη πασσαλακίων ή τσιμεντένιων βάθρων σε ευθεία γραμμή με αυτό. Παρέπεται ότι η χρήση του ήταν οποιαδήποτε άλλη πλην του ορίου της εμβασίας.

Όμως το δικαστήριο, έχοντας το δικαίωμα της ελεύθερης εκτίμησης όλων των αποδεικτικών μέσων και του πορίσματος της παρούσας έκθεσης πραγματογνωμοσύνης, θεωρεί ότι με βάση τις προσκομιζόμενες φωτογραφίες και την έκθεση αυτοψίας της Ειρηνοδίκου, το μοναδικό κολωνάκι που υπάρχει στην ιδιοκτησία των εναγομένων, οριοθετούσε αρχικά το ακίνητο των 50 τμ που κατέχει η πρώτη και δεύτερη εναγομένη, ενώ οι πάσσαλοι δεν οριοθετούσαν την μπασία πριν την κατασκευή του τοίχου, διότι αυτοί είχαν τοποθετηθεί στην ίδια ευθεία με το κολωνάκι, που υπάρχει στην ιδιοκτησία των εναγομένων.

Κατά συνέπεια το δικαστήριο θεωρεί ότι το πόρισμα του πραγματογνώμονα δεν ευθυγραμμίζεται με την πραγματικότητα της κατάστασης, όπως αυτή προέκυψε από την έκθεση αυτοψίας, που διενήργησε η Ειρηνοδίκης και τις φωτογραφίες που προσκόμισαν τα διάδικα μέρη. Τέλος ο 1° κατηγορούμενος στην απολογία του στο ακροατήριο ανέφερε ότι, όπου πάει για τοπογραφικά, βγάζει φωτογραφίες. Το ίδιο έκανε και στη συγκεκριμένη περίπτωση. Αρνήθηκε την όποια σχέση του με τους διαδίκους, τους οποίους χαρακτήρισε ως απλούς πελάτες και ότι ο ίδιος δεν γνώριζε ποια ήταν τα όρια, απλώς αποτύπωσε ότι του υπέδειξαν οι πελάτες του, ενώ ο ίδιος δεν γνώριζε ποια ήταν τα όρια. Στα δεξιά της εμβασίας υπήρχαν τρία τσιμεντένια βάθρα και αριστερά τέσσερις μεταλλικοί πάσσαλοι σε απόλυτη ευθεία, ότι υπήρχε βλάστηση στο ύψος ανθρώπου τότε που κάλυπτε το τσιμεντένιο βάθρο, ομολογώντας εμμέσως ότι πράγματι υπήρχε τσιμεντένιο βάθρο και μετά συμπλήρωσε ότι ένα βάθρο στο μέσον κάποιου οικοπέδου δεν είναι όριο. Επίσης η δεύτερη κατηγορουμένη στην απολογία της ανέφερε ότι όταν έγινε η οριοθέτηση των ακινήτων τα όρια έγιναν αποδεκτά από όλους. Για όριο στην εμβασία μπήκαν τα τέσσερα σιδερένια πασσαλάκια, τα οποία ουδέποτε μετακινήθηκαν, ότι ήταν παρούσα στις μετρήσεις τους, ότι υπήρχαν τα τσιμεντένια κολωνάκια από τη μια μεριά και τα σιδερένια από την άλλη τη δική τους ιδιοκτησία, πράγμα το οποίο έρχεται σε αντίθεση με αυτά τα οποία διαπίστωσε ιδίοις όμμασι, η Ειρηνοδίκης στην έκθεση αυτοψίας της.

Επομένως από την συνεκτίμηση όλων των προαναφερομένων στοιχείοον το δικαστήριο κρίνει ότι θα πρέπει να κηρυχθεί αθώος ο πρώτος κατηγορούμενος, ελλείψει δόλου και ένοχη η δεύτερη. Θα πρέπει δε να αναγνωριστεί ότι η δεύτερη κατηγορουμένη έζησε έως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή (άρθρο 84παρ. 2 α Π.Κ.). Στο διατακτικό της απόφασης διαλαμβάνονται τα εξής: ''Στη ..., στις 20 Μαΐου 2010, κατά την ένορκη εξέτασή της ως μάρτυρας ενώπιον Αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση, κατέθεσε, με πρόθεση, εν γνώσει της ψευδή γεγονότα. Ειδικότερα, στον ανωτέρω τόπο και χρόνο, αναφερόμενη στον όρκο της ενώπιον του Συμβολαιογράφου Β. Θ. Τ..., που συνέταξε την υπ' αριθμ. 16.013/20-5-2010 έκθεση ένορκης βεβαίωσης, κατέθεσε εν γνώσει της τα ακόλουθα ψευδή γεγονότα " .. Η αλήθεια είναι ότι η μπασία αυτή εξυπηρετούσε από το έτος 1952 τις ξαδέλφες μου Β. και Κ. (Δ.) για να έχουν είσοδο στο ακίνητο αφού η Κ. και ο Γ. ουδέποτε τη χρησιμοποιούσαν, αφού είχαν πάντα την είσοδο τους από την .... ...Τα σιδερένια αυτά πασσαλάκια και τα δύο κολονάκια υπάρχουν από το έτος 1989 μέχρι και σήμερα και δεν έχουν μετακινηθεί. .. Από τη μεριά της μπασίας ο τοίχος αυτός έχει οριοθετηθεί από τα πασσαλάκια τα οποία δεν έχουν ξηλωθεί από το έτος 1989, όποτε και τοποθετήθηκαν..."

Τα ανωτέρω όμως ήταν ψευδή ενώ, η αλήθεια που καλώς εγνώριζε η κατηγορούμενη εξ ιδίας αντίληψης, διότι επρόκειτο για όμορη με τη δική της ιδιοκτησίας την οποία επισκεπτόταν και γνώριζε, είναι ότι η συγκεκριμένη εμβασία αφέθηκε γιατί εξυπηρετούσε και την ιδιοκτησία της εγκαλούσας Κ. Δ. και του αδελφού της Ι. Δ. και όχι μόνο εκείνης των Β.ς και Κ. Δ.. Επίσης το αληθές είναι ότι η οριοθέτηση της εμβασίας από την πλευρά του ακινήτου των Π. Δ. και Σ. συζύγου Π. Δ. δεν είχε γίνει από τους σιδερένιους πασσάλους που εφάπτονται του ανεργερθέντος το έτος 2007 μαντρότοιχου, αλλά από δύο τσιμεντένια κολωνάκια διαστάσεων 20 Χ 20 cm, εκ των οποίων το ένα μεν εφάπτεται με τον τοίχο, το άλλο όμως έχει συμπεριληφθεί από τις κατηγορούμενες αυτές εντός της ιδιοκτησίας που περιέφραξαν με την ανέγερση μαντρότοιχου το έτος 2007, κατά τρόπο ώστε ο τοίχος να απέχει από το κολωνάκι 1,5 μέτρο με συνέπεια να αυξηθεί το εμβαδό της ιδιοκτησίας των εγκαλουμένων κατά τριάντα ένα (31) τετραγωνικά μέτρα περίπου σε βάρος της επιφανείας της προϋπάρχουσας και επίδικης εμβασίας. Έπραξε δε τούτο προκειμένου να χρησιμοποιηθεί η ένορκη αυτή βεβαίωση από τις Π. Δ. του Π. και Σ. συζ. Π. Δ., το γένος Γ. Ρ., ενώπιον του Ειρηνοδικείου Νεάπολης στις 29-10-2010 κατά την εκδίκαση της προαναφερθείσας υπό στοιχείο Α' του κατηγορητηρίου αγωγής. Επιπλέον δέχθηκε ότι η κατ/νη έζησε έως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη, ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή (άρθρο 84 παρ.2 α Π.Κ.).

Με αυτά που δέχθηκε το δικαστήριο δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση την απαιτούμενη από τις προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία διότι ούτε στο σκεπτικό, ούτε στο διατακτικό της απόφασης αναφέρονται τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο καταδικάσθηκε η κατηγορουμένη αναιρεσείουσα. Ειδικότερα, δεν αναφέρεται αν η ως άνω ένορκη βεβαίωση με αριθμό 16013/20-5-10 ενώπιον του Συμβολαιογράφου Β. Θ.. Τ. δόθηκε νομότυπα, ήτοι αν αυτή λήφθηκε σύμφωνα με το άρθρο 270 παρ.2 Κ.Πολ.Δ. μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση των εναγόντων (ήδη πολιτικώς ενάγουσας) στη σχετική πολιτική δίκη επί της οποίας εκδόθηκε η υπ' αρ.47/2010 απόφαση του Ειρηνοδικείου ..., με επιμέλεια των οποίων έχει ληφθεί η άνω βεβαίωση για την υποστήριξη των ισχυρισμών τους, έτσι ώστε σε καταφατική περίπτωση να αποτελεί η εν λόγω ένορκη βεβαίωση υποστατό νόμιμο αποδεικτικό μέσο και συνακόλουθα πραγματώνεται η αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος της ψευδορκίας, εφόσον βεβαίως συντρέχουν και οι άλλες προϋποθέσεις.

Με την ως άνω ελλιπή αιτιολογία καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής της οικείας διάταξης του άρθρου 224 Π.Κ. και θα πρέπει, κατά παραδοχή του συναφούς εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Δ ΚΠΔ λόγου αναίρεσης, παρελκομένης της έρευνας των λοιπών λόγων, αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Περαιτέρω, κατά τα άρθρα 111, 112 και 113 του ΠΚ, το αξιόποινο των εγκλημάτων εξαλείφεται με παραγραφή, η οποία προκειμένου για πλημμελήματα, είναι πενταετής και αρχίζει από τότε που τελέσθηκε η πράξη. Η προθεσμία της παραγραφής αναστέλλεται για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως πέραν των τριών ετών για τα πλημμελήματα.

Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 310 παρ.1 εδ.β' , 370 εδ.β' και 511 ΚΠοινΔ προκύπτει ότι η παραγραφή, ως θεσμός δημόσιας τάξεως, εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης, ακόμη και από τον Άρειο Πάγο, ο οποίος διαπιστώνοντας τη συμπλήρωση αυτής, υποχρεούται να αναιρέσει την προσβαλλόμενη καταδικαστική απόφαση και να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη, εφόσον η αίτηση αναιρέσεως είναι τυπικά παραδεκτή και περιέχεται σ' αυτήν ένας τουλάχιστον παραδεκτός και βάσιμος λόγος από τους περιοριστικά αναφερόμενος στο άρθρο 510 ΚΠΔ (Ολ.Α.Π. 7/2005).

Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, το Τριμελές Εφετείο Καλαμάτας (Πλημ/των) κήρυξε ένοχη την αναιρεσείουσα για την αξιόποινη πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα, ήτοι για έγκλημα διωκόμενο σε βαθμό πλημμελήματος, πράξη η οποία, όπως από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει, τελέσθηκε στις 20-5-2010 και επομένως έως το χρόνο διασκέψεως (19-10-2018) της παρούσας, παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της οκταετίας.

Επομένως, αφού έγινε δεκτή η αναίρεση, πρέπει, να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη κατά της κατηγορουμένης, για την ως άνω πράξη, λόγω παραγραφής, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί την υπ' αριθμ.29/2018 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημ/των) Καλαμάτας.

Παύει οριστικά την ποινική δίωξη κατά της κατηγορουμένης Ά. Δ. του Π. και της Σ. για το ότι: Στη ..., στις 20 Μαΐου 2010, κατά την ένορκη εξέτασή της ως μάρτυρας ενώπιον Αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση, κατέθεσε, με πρόθεση, εν γνώσει της ψευδή γεγονότα. Ειδικότερα, στον ανωτέρω τόπο και χρόνο, αναφερόμενη στον όρκο της ενώπιον του Συμβολαιογράφου Β. Θ. Τ..., που συνέταξε την υπ' αριθμ. 16.013/20-5-2010 έκθεση ένορκης βεβαίωσης, κατέθεσε εν γνώσει της τα ακόλουθα ψευδή γεγονότα " .. Η αλήθεια είναι ότι η μπασία αυτή εξυπηρετούσε από το έτος 1952 τις ξαδέλφες μου Β. και Κ. (Δ.) για να έχουν είσοδο στο ακίνητο αφού η Κ. και ο Γ. ουδέποτε τη χρησιμοποιούσαν, αφού είχαν πάντα την είσοδο τους από την .... ...Τα σιδερένια αυτά πασσαλάκια και τα δύο κολονάκια υπάρχουν από το έτος 1989 μέχρι και σήμερα και δεν έχουν μετακινηθεί. .. Από τη μεριά της μπασίας ο τοίχος αυτός έχει οριοθετηθεί από τα πασσαλάκια τα οποία δεν έχουν ξηλωθεί από το έτος 1989, όποτε και τοποθετήθηκαν..." Τα ανωτέρω όμως ήταν ψευδή ενώ, η αλήθεια που καλώς εγνώριζε η κατηγορούμενη εξ ιδίας αντίληψης, διότι επρόκειτο για όμορη με τη δική της ιδιοκτησίας την οποία επισκεπτόταν και γνώριζε, είναι ότι η συγκεκριμένη εμβασία αφέθηκε γιατί εξυπηρετούσε και την ιδιοκτησία της εγκαλούσας Κ. Δ. και του αδελφού της Ι. Δ. και όχι μόνο εκείνης των Β.ς και Κ. Δ.. Επίσης το αληθές είναι ότι η οριοθέτηση της εμβασίας από την πλευρά του ακινήτου των Π. Δ. και Σ. συζύγου Π. Δ. δεν είχε γίνει από τους σιδερένιους πασσάλους που εφάπτονται του ανεργερθέντος το έτος 2007 μαντρότοιχου, αλλά από δύο τσιμεντένια κολωνάκια διαστάσεων 20 Χ 20 cm, εκ των οποίων το ένα μεν εφάπτεται με τον τοίχο, το άλλο όμως έχει συμπεριληφθεί από τις κατηγορούμενες αυτές εντός της ιδιοκτησίας που περιέφραξαν με την ανέγερση μαντρότοιχου το έτος 2007, κατά τρόπο ώστε ο τοίχος να απέχει από το κολωνάκι 1,5 μέτρο με συνέπεια να αυξηθεί το εμβαδό της ιδιοκτησίας των εγκαλουμένων κατά τριάντα ένα (31) τετραγωνικά μέτρα περίπου σε βάρος της επιφανείας της προϋπάρχουσας και επίδικης εμβασίας. Έπραξε δε τούτο προκειμένου να χρησιμοποιηθεί η ένορκη αυτή βεβαίωση από τις Π. Δ. του Π. και Σ. συζ. Π. Δ., το γένος Γ. Ρ., ενώπιον του Ειρηνοδικείου Νεάπολης στις 29-10-2010 κατά την εκδίκαση της προαναφερθείσας υπό στοιχείο Α' του κατηγορητηρίου αγωγής.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Οκτωβρίου 2018.