Συνθετη Αναζητηση Νομοθεσιας - Νομολογιας

Νομοθεσία

ΤΡΑΥΜΑΤΙΣΜΟΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΣΕ ΛΕΩΦΟΡΕΙΟ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΙΦΝΙΔΙΑ ΤΡΟΧΟΠΕΔΗΣΗ ΠΟΥ ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΣΕ Ο ΟΔΗΓΟΣ – ΕΛΙΓΜΟΣ ΟΔΗΓΟΥ ΠΡΟΚΕΙΜΕΝΟΥ ΝΑ ΑΠΟΦΥΓΕΙ ΤΗΝ ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΜΕ ΜΟΤΟΣΙΚΛΕΤΑ ΠΟΥ ΠΑΡΕΜΒΛΗΘΗΚΕ ΣΤΗΝ ΠΟΡΕΙΑ ΤΟΥ

Α.Π. 49/2019 (Δ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)


ΤΡΑΥΜΑΤΙΣΜΟΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΣΕ ΛΕΩΦΟΡΕΙΟ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΙΦΝΙΔΙΑ ΤΡΟΧΟΠΕΔΗΣΗ ΠΟΥ ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΣΕ Ο ΟΔΗΓΟΣ – ΕΛΙΓΜΟΣ ΟΔΗΓΟΥ ΠΡΟΚΕΙΜΕΝΟΥ ΝΑ ΑΠΟΦΥΓΕΙ ΤΗΝ ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΜΕ ΜΟΤΟΣΙΚΛΕΤΑ ΠΟΥ ΠΑΡΕΜΒΛΗΘΗΚΕ ΣΤΗΝ ΠΟΡΕΙΑ ΤΟΥ – ΣΥΝΕΣΗ ΚΑΙ ΕΥΘΥΝΗ ΟΔΗΓΩΝ ΛΕΩΦΟΡΕΙΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΕΠΙΒΑΤΩΝ - ΔΕΝ ΥΦΙΣΤΑΤΑΙ ΑΔΙΚΟΠΡΑΚΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΟΥ ΟΔΗΓΟΥ – Ορθώς κρίθηκε ότι, δεν θεμελιώνεται υπαιτιότητα του εναγομένου οδηγού, διότι η τροχοπέδηση ήταν επιβεβλημένη για την αποφυγή της σύγκρουσης και επομένως το ατύχημα οφείλεται σε εξωτερικό παράγοντα, δηλαδή στην παράνομη κίνηση της αγνώστων στοιχείων μοτοσυκλέτας, που παρεμβλήθηκε στην πορεία του λεωφορείου, ανεξάρτητα από την ασφαλή ή μη στήριξη της ενάγουσας από τις χειρολαβές και συνεπώς δεν αποδείχθηκε, ότι ο εναγόμενος ώφειλε και μπορούσε να ενεργήσει διαφορετικά στη συγκεκριμένη περίπτωση και ότι δεν επέδειξε σύνεση για την ασφαλή μεταφορά των επιβατών, ως εκ τούτου δεν μπορεί να αποδοθεί σε αυτόν κανενός είδους αμέλεια, που να συνδέεται αιτιωδώς με τον τραυματισμό της ενάγουσας – Απόρριψη λόγων αναίρεσης (914, 330 ΑΚ, 12, 19, 13 ΚΟΚ)


Αριθμός 49/2019

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Δ' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ειρήνη Κιουρκτσόγλου - Πετρουλάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ειρήνη Καλού, Γεώργιο Χοϊμέ, Μαρία Τζανακάκη και Αντώνιο Τσαλαπόρτα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 5 Οκτωβρίου 2018, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Α. Τ. του Κ. , κατοίκου ... , η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ευθύμιο Παναγιωτόπουλο.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ε. Μ. του Δ. , κατοίκου ... , 2) ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "... " και το διακριτικό τίτλο "… ΑΕ" (πρώην "... ΑΕ"), που εδρεύει στον ... και εκπροσωπείται νόμιμα και 3) ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία "... ΑΕ", που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Μαρία - Μαγδαληνή Μαραγκουδάκη με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 17-7-2012 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3529/2013 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 502/2015 του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 3-6-2016 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, με Εισηγήτρια την Αρεοπαγίτη Μαρία Τζανακάκη, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη από 3-6-2016 (αρ. κατ. 42/2016) αίτηση για την αναίρεση της υπ' αριθμ. 502/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά, που εκδόθηκε με την ειδική διαδικασία των διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητο, καθώς και από τη σύμβαση ασφάλισης αυτού (αρ. 681Α ΚΠολΔ), έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα. Επομένως, πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των κατ' ιδίαν λόγων αυτής (άρθρ. 577 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ).

Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 299, 300, 330 εδ. β` και 914 ΑΚ συνάγεται, ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση ζημίας και αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Μορφή υπαιτιότητας είναι και η αμέλεια, η οποία υπάρχει, όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια, που απαιτείται στις συναλλαγές, δηλαδή αυτή, που αν καταβαλλόταν, με μέτρο τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς ανθρώπου του κύκλου δραστηριότητας του ζημιώσαντος, θα καθιστούσε δυνατή την αποτροπή του παράνομου και ζημιογόνου αποτελέσματος. Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει, όταν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του δράστη ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει τη ζημία και την επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως αποδειχθέντα, επιτρέπουν το συμπέρασμα να θεωρηθεί, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ορισμένο γεγονός ως πρόσφορη αιτία της ζημίας υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, γιατί είναι κρίση νομική, αναγόμενη στην ορθή ή μη υπαγωγή από το δικαστήριο της ουσίας των διδαγμάτων της κοινής πείρας στην αόριστη νομική έννοια της αιτιώδους συνάφειας. Δεν αποκλείεται καταρχήν η ύπαρξη του αιτιώδους συνδέσμου από το γεγονός, ότι στο αποτέλεσμα συνετέλεσε και συνυπαιτιότητα του βλαβέντος, εφόσον δεν διακόπτεται ο αιτιώδης σύνδεσμος. Ειδικότερα, από τις διατάξεις αυτές συνάγεται, ότι οι έννοιες της αμέλειας και της συνυπαιτιότητας είναι νομικές και επομένως η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς τη συνδρομή ή όχι συντρέχοντος πταίσματος του ζημιωθέντος κατά την επέλευση της ζημίας, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου ως προς το εάν τα περιστατικά, που το δικαστήριο της ουσίας δέχεται ανελέγκτως ως αποδειχθέντα, συγκροτούν την έννοια του συντρέχοντος πταίσματος.

Αντιθέτως, ο καθορισμός της βαρύτητας του πταίσματος και του ποσοστού, κατά το οποίο πρέπει να μειωθεί η αποζημίωση, αφορά εκτίμηση πραγμάτων, που δεν ελέγχεται ακυρωτικώς. Τα πιο πάνω έχουν εφαρμογή και στην περίπτωση του άρθρου 10 του ν. ΓΠΝ/1911, ως προς την υπαιτιότητα των οδηγών των συγκρουσθέντων αυτοκινήτων, κατά το οποίο είναι εφαρμοστέα η διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ. Εξάλλου, η παράβαση διατάξεων του ΚΟΚ δεν θεμελιώνει αυτή καθεαυτή υπαιτιότητα στην επέλευση αυτοκινητικού ατυχήματος, αποτελεί όμως στοιχείο, η στάθμιση του οποίου από το δικαστήριο της ουσίας θα κριθεί σε σχέση με την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συγκεκριμένης πράξης και του επελθόντος αποτελέσματος (ΑΠ 804/2017, ΑΠ 52/2016, ΑΠ 848/2015, ΑΠ 869/2013), ενώ μόνη η τήρηση των ελαχίστων υποχρεώσεων που επιβάλλει ο ΚΟΚ, στους οδηγούς των οχημάτων κατά την οδήγησή τους, δεν αίρει την υποχρέωσή τους να συμπεριφέρονται και πέραν των ορίων τούτων, όταν οι περιστάσεις το επιβάλλουν για την αποτροπή ζημιογόνου γεγονότος ή τη μείωση των επιζήμιων συνεπειών (ΑΠ 301/2018, ΑΠ 1685/2017, ΑΠ 1500/2002, ΑΠ 1070/2001).

Περαιτέρω, από τα άρθρα 12 και 19 του Ν. 2696/1999 (ΚΟΚ), ορίζονται υποχρεώσεις και κανόνες προς τους οποίους πρέπει να συμμορφώνεται ο οδηγός κάθε οχήματος, προκειμένου να αποφεύγονται, κατά το δυνατόν, ατυχήματα πεζών και οχημάτων. Ειδικότερα, στο άρθρο 12 παρ. 1, oρίζεται ότι "οι χρησιμοποιούντες τις οδούς, πρέπει, να αποφεύγουν οποιαδήποτε συμπεριφορά, η οποία είναι ενδεχόμενο μεταξύ άλλων να εκθέσει σε κίνδυνο πρόσωπα, ενώ οι οδηγοί υποχρεούνται να οδηγούν με σύνεση και διαρκώς τεταμένη την προσοχή τους". Κατά το άρθρ. 19 παρ. 1, "ο οδηγός του οδικού οχήματος, επιβάλλεται να έχει τον έλεγχο του οχήματός του, ώστε να μπορεί σε κάθε στιγμή να εκτελέσει τους απαιτούμενους χειρισμούς", κατά δε την παρ. 2 "ο οδηγός επιβάλλεται να έχει τον έλεγχο του οχήματός του και πρέπει να έχει την επιβαλλόμενη από τις περιστάσεις ταχύτητα, η οποία μπορεί να είναι και κατώτερη της προβλεπόμενης από το νόμο, κυρίως σε κατοικημένες περιοχές και έχει υποχρέωση να τη μειώνει μέχρι διακοπής της πορείας του, όταν οι περιστάσεις το επιβάλλουν...". Κατά το άρθρο 13 παρ. 2 "ο οδηγός... οφείλει κατά το χρόνο της οδήγησής του να είναι σε θέση να ελέγχει το όχημά του..." και κατά την παρ. 5 του ίδιου άρθρου "οι οδηγοί λεωφορείων, επιβατηγών δημόσιας χρήσης... ως και οι οδηγοί των μέσων μαζικής μεταφοράς... οφείλουν να φροντίζουν για τη λήψη μέτρων παθητικής ασφάλειας των επιβατών και να οδηγούν με σύνεση ώστε να είναι απόλυτα ασφαλής η μεταφορά τους".

Με το άρθρο 559 αριθ. 1 του Κ.Πολ.Δ., ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται, είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ.ΑΠ 7/2006, 4/2005). Με τον συγκεκριμένο λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βασίμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κ.λπ. ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνος δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ` ουσίαν (Ολ.ΑΠ 27 και 28/1998, ΑΠ 199/2018, ΑΠ 147/2018, ΑΠ 349/2014).

Από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 περ. β` ΚΠολΔ προκύπτει ότι η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας, δηλαδή των γενικών και αφηρημένων αρχών για την εξέλιξη των πραγμάτων, που αντλούνται από την εμπειρική πραγματικότητα με τη βοήθεια της επιστημονικής έρευνας ή της επαγγελματικής ενασχολήσεως, δημιουργεί λόγο αναιρέσεως μόνον όταν αυτά αφορούν στην ερμηνεία κανόνων δικαίου ή στην υπαγωγή σε αυτούς των πραγματικών γεγονότων και όχι στη διαπίστωση των γεγονότων αυτών. Ειδικότερα, αυτό συμβαίνει όταν το δικαστήριο εσφαλμένα χρησιμοποιεί ή παραλείπει να χρησιμοποιήσει διδάγματα της κοινής πείρας για να ανεύρει με βάση αυτά την έννοια κανόνος δικαίου, ιδίως όταν αυτός περιέχει αόριστες νομικές έννοιες ή για να υπαγάγει ή όχι τα πραγματικά γεγονότα της διαφοράς στον κανόνα αυτό (ΑΠ 147/2018, ΑΠ 1751/2017, ΑΠ 969/2011).

Περαιτέρω, κατά την έννοια του άρθρ. 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδρύεται ο αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα, να μην μπορεί να ελεγχθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου, που δεν εφαρμόσθηκε (Ολ.ΑΠ 1/1999). Ειδικότερα, αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά, που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων, που τείνει στη θεμελίωση ή στην κατάλυση του επίδικου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει, όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά, που, είτε είναι κατά το νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση, στη συγκεκριμένη περίπτωση, της διάταξης ουσιαστικού δικαίου, που εφαρμόσθηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι δε και όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση αυτή εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (Ολ.ΑΠ 15/2006).

Δηλαδή, δεν υπάρχει ανεπάρκεια αιτιολογίας, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτική, αλλά πλήρη αιτιολογία, αφού, αναγκαίο να εκτίθεται σαφώς στην απόφαση είναι μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε και όχι ο λόγος για τον οποίο αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Συνακόλουθα, τα επιχειρήματα του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση απλώς των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές διαμορφωτικές του αποδεικτικού πορίσματός του και, επομένως, δεν συνιστούν αιτιολογία της απόφασης, ικανή να ελεγχθεί αναιρετικά με τον παραπάνω λόγο για ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα, ούτε ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης από το άρθρ. 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, αν το δικαστήριο της ουσίας δεν ανέλυσε ιδιαιτέρως ή διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων, που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς τους (ΑΠ 147/2018, ΑΠ 91/2017, ΑΠ174/2015, ΑΠ198/2015).

Στην προκειμένη περίπτωση από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης και των λοιπών διαδικαστικών εγγράφων (άρθρ. 561 αρ. 2 ΚΠολΔ) προκύπτει ότι, στις 21-12-2011, η αναιρεσείουσα,που επέβαινε στο με αρ. κυκλοφορίας ... 44 ΔΧΕ αυτοκίνητο - αστικό λεωφορείο, το οποίο οδηγούσε ο 1ος αναιρεσίβλητος, ιδιοκτησίας της 2ης αναιρεσίβλητης και ασφαλισμένο στην 3η αναιρεσίβλητη, ασφαλιστική εταιρεία, τραυματίστηκε κατά την τροχοπέδηση, που διενήργησε ο οδηγός, προκειμένου να αποφύγει τη σύγκρουση με μοτοσυκλέτα, αγνώστων στοιχείων, που παρεμβλήθηκε στην πορεία του αστικού λεωφορείου. Η αναιρεσείουσα άσκησε την από 17-7-2012 (αρ. κατ. 8504/2012) αγωγή εναντίον των ήδη αναιρεσιβλήτων και ζητούσε το ποσό των 12.140 ευρώ ως αποζημίωση για τις θετικές ζημίες, που είχε υποστεί καθώς και ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης το ποσό των 110.000 ευρώ. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 3529/2013 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία κρίθηκε αποκλειστικά υπαίτιος ο οδηγός του λεωφορείου και επιδίκασε στην ενάγουσα και ήδη αναιρεσείουσα ως αποζημίωση το ποσό των 1.950 ευρώ και ως χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 30.000 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής η ενάγουσα άσκησε την από 23-9-2013 (αρ. κατ. 823/2013) έφεση και οι εναγόμενοι και ήδη αναιρεσίβλητοι την από 2-10-2013 (αρ. κατ. 831/2013) αντίθετη έφεση, επί των οποίων εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, που, κατά ουσιαστική παραδοχή της έφεσης των αναιρεσιβλήτων, εξαφάνισε την εκκαλουμένη πρωτόδικη απόφαση και, αφού διακράτησε την υπόθεση, δίκασε την αγωγή, την οποία απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη, κρίνοντας, ότι ο 1ος αναιρεσίβλητος οδηγός του αστικού λεωφορείου δεν υπέχει καμιά ευθύνη για την πρόκληση του τροχαίου ατυχήματος.

Ήδη με τον 1ο λόγο της αίτησης αναίρεσης, κατά το Α' σκέλος αυτού η αναιρεσείουσα αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια εκ του άρθρου 559 αρ. 1 περ. β' ΚΠολΔ, με την αιτίαση, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβίασε ευθέως τα παρακάτω διδάγματα της κοινής πείρας, με εσφαλμένη ερμηνεία και υπαγωγή αυτών, στους ουσιαστικούς κανόνες των άρθρων 914 σε συνδ. 297, 298, 330 ΑΚ και, όπως ορθά εκτιμάται του άρθρου 15 παρ. 5 εδ. 2 του Ν. 2696/1999 (αντί του εσφαλμένου από προφανή παραδρομή εδαφίου 3), τα οποία ήταν ουσιώδη ως προς το ζήτημα της πρόκλησης του τροχαίου ατυχήματος από υπαιτιότητα τρίτου προσώπου και, ειδικότερα, του οδηγού της μοτοσυκλέτας, που παρεμβλήθηκε στην πορεία του ζημιογόνου αστικού λεωφορείου και, πιο συγκεκριμένα, τα διδάγματα της κοινής πείρας α) ότι λόγω των εορτών των Χριστουγέννων η κυκλοφοριακή κίνηση είναι αυξημένη και δήθεν το λεωφορείο αδυνατούσε να αναπτύξει μεγάλη ταχύτητα, β) ότι το σύστημα πέδησης του αρθρωτού ογκώδους λεωφορείου δήθεν δεν επιτρέπει την αύξηση ταχύτητας, γ) ότι η τροχοπέδηση του λεωφορείου προκαλεί δήθεν λόγω της δύναμης της αδράνειας, την αιφνίδια μετακίνηση των ορθίων επιβατών με συνέπεια, το Εφετείο, με εσφαλμένη εφαρμογή αυτών, να μην καταγνώσει υπαιτιότητα στον οδηγό αυτού.

Επίσης με τον ίδιο 1ο αναιρετικό λόγο, κατά το συναφές Β' σκέλος αυτού, η αναιρεσείουσα αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την ίδια ως άνω αναιρετική πλημμέλεια εκ του άρθρου 559 αρ. 1 περ. β' ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι το Εφετείο εσφαλμένα δέχθηκε ότι το σύστημα πέδησης και η δυνατότητα αυξομείωσης της ταχύτητας του λεωφορείου συνιστούν δίδαγμα της κοινής πείρας, διότι κατά την άποψή της, τα ανωτέρω άπτονται των εξειδικευμένων τεχνικών χαρακτηριστικών του αστικού λεωφορείου και δεν συνιστούν δίδαγμα κοινής πείρας. Το ανωτέρω Β' σκέλος όμως του 1ου αναιρετικού λόγου πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο, καθόσον αντιφάσκει με τα εκτιθέμενα υπό στοιχείο β' και γ' στο Α' σκέλος αυτού, σύμφωνα με τα οποία, όπως έχει προεκτεθεί, η δυνατότητα πέδησης και αυξομείωσης της ταχύτητας συνιστούν διδάγματα της κοινής πείρας, που εφαρμόστηκαν εσφαλμένα κατά την ερμηνεία των ουσιαστικών διατάξεων στο πραγματικό των οποίων το Εφετείο υπήγαγε τα περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν (ΑΠ 349/2014, ΑΠ 909/2014).

Επίσης, με το Γ' σκέλος του 1ου αναιρετικού λόγου η αναιρεσείουσα αποδίδει την πλημμέλεια εκ του άρθρου 559 αρ. 1 και 19 ΚΠολΔ, καθώς επίσης με τον 2ο συναφή αναιρετικό λόγο την πλημμέλεια εκ του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι το Εφετείο με το να μην καταγνώσει σε βάρος του οδηγού του αστικού λεωφορείου υπαιτιότητα στην πρόκληση του τροχαίου ατυχήματος, παραβίασε Α) ευθέως με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τους προαναφερόμενους ουσιαστικούς κανόνες δικαίου, καθώς επίσης με εσφαλμένη ερμηνεία και μη εφαρμογή τους ουσιαστικούς κανόνες δικαίου των άρθρων 12 παρ. 1, 13 παρ. 2 και 19 παρ. 1 και 2 του Ν. 2696/1999, αλλά και Β) εκ πλαγίου, διότι διέλαβε ελλιπή αιτιολογία ως προς το ζήτημα της υπαιτιότητας του οδηγού, που ήταν κρίσιμο για το αποτέλεσμα της δίκης. Σημειώνεται ότι το Γ' σκέλος του 1ου αναιρετικού λόγου και ο 2ος αναιρετικός λόγος είναι αρκούντως ορισμένοι, κατ' αυτεπάγγελτη έρευνα του Δικαστηρίου τούτου, καθόσον η αναιρεσείουσα αναφέρει την αναιρετική πλημμέλεια, τις παραβιασθείσες ουσιαστικές διατάξεις, το νομικό σφάλμα του Εφετείου, αναφορικά με την ευθεία παραβίασή τους, αλλά και τις παραδοχές του Εφετείου, αναφορικά με την εκ πλαγίου παραβίαση αυτών (ΑΠ 1543/2017, ΑΠ 224/2015). Συνεπώς, η ένσταση αοριστίας που προτείνουν οι αναιρεσίβλητοι, πρέπει κατ' αρχήν, να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη, ανεξάρτητα από το γεγονός, ότι προτείνεται απαράδεκτα με τις προτάσεις τους, οι οποίες είχαν κατατεθεί στην προηγούμενη δικάσιμο και όχι προ είκοσι ημερών από την εν αρχή της παρούσας δικάσιμο, κατά τη διάταξη του άρθρου 570 παρ. 1 ΚΠολΔ, διότι η προθεσμία αυτή υπολογίζεται με βάση τη δικάσιμο της συζήτησης και όχι την αρχική, κατά την οποία η υπόθεση αναβλήθηκε.

Περαιτέρω, από την επιτρεπτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης για τις ανάγκες των ερευνώμενων ως άνω αναιρετικών λόγων (1ου κατά το Α' και Γ' σκέλος αυτού και 2ου) προκύπτει ότι το Εφετείο, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά περί των πραγμάτων κρίση του (άρθρο 561 αρ. 2 ΚΠολΔ), δέχθηκε, κατ' ακριβή αντιγραφή, τα ακόλουθα: "Στις 21.12.2011 και περί ώρα 09.00 η ενάγουσα επέβαινε στο με αριθμό κυκλοφορίας ... 44 ΔΧΕ αυτοκίνητο - αστικό λεωφορείο της συγκοινωνιακής γραμμής "….", που οδηγούσε ο πρώτος εναγόμενος, κυριότητας της δεύτερης εναγόμενης και είναι ασφαλισμένο για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη στην τρίτη εναγόμενη εταιρία και το οποίο εκινείτο επί της Λεωφόρου …. στον .., στη δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας του ρεύματος πορείας από …. προς ….. Κατά τη στιγμή που το εν λόγω όχημα πλησίαζε στη διασταύρωση της άνω λεωφόρου με τη Λεωφόρο … και μολονότι η ενάγουσα, η οποία είχε επιβιβαστεί από την προηγούμενη στάση (….), όπως ισχυρίζεται με την ένδικη αγωγή της, στεκόταν όρθια εντός αυτού, στηριζόμενη από χειρολαβή, ο πρώτος εναγόμενος προκειμένου να αποφύγει τη σύγκρουση με ομόρροπα κινούμενη δίκυκλη μοτοσυκλέτα, ο οδηγός της οποίας επιχείρησε παρανόμως ελιγμό προσπέρασης από αριστερά προς τα δεξιά του και παρεμβλήθηκε, επομένως, στην πορεία του εν λόγω λεωφορείου, το οποίο ήταν διπλό - αρθρωτό, τροχοπέδησε αιφνιδίως με αποτέλεσμα η ενάγουσα, ευρισκόμενη μεταξύ και άλλων ορθίων επιβατών, να απωλέσει την ισορροπία της, να πέσει στο πάτωμα του λεωφορείου και να τραυματισθεί. Ο εναγόμενος οδηγός μόλις αντελήφθη την πτώση της ενάγουσας στάθμευσε σε ασφαλές σημείο το όχημα, ήτοι λίγα μέτρα μετά τη διασταύρωση σε στάση λεωφορείου επί της ιδίας λεωφόρου, και κάλεσε ασθενοφόρο.

Η ενάγουσα όμως ζήτησε και έγινε ανάκληση της κλήσης, διότι δεν αισθανόταν ακόμη έντονο άλγος. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας όμως εισήχθη στην ορθοπεδική κλινική του Γενικού Νοσοκομείου "…." όπου διαπιστώθηκε ότι είχε υποστεί εξάρθρημα κυβοειδούς (αρ) ταρσού, που αντιμετωπίσθηκε με χειρουργική ανάταξη και ακινητοποίηση, νοσηλεύθηκε δε για την αιτία αυτή μέχρι την 23.12.2011, οπότε και εξήλθε με οδηγίες αντιπηκτικής αγωγής και επανεξέταση, της χορηγήθηκε δε αναρρωτική άδεια, αρχικά 3 μηνών, που σταδιακά ανανεώθηκε μέχρι το Μάιο 2012. Ο μάρτυρας απόδειξης Α. Ζ. κατέθεσε στο ακροατήριο του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου επί λέξει τα εξής: "Ήταν όρθια, κρατιόταν όπως όλοι μας... Είχε κόσμο το λεωφορείο. Εγώ καθόμουν και άλλοι ήταν όρθιοι και η ενάγουσα. Στο φανάρι της …. και … στο …. ανέβαινε μια μηχανή προς …, κινείτο στην … και έκανε αριστερά προς το λιμάνι … και …. Το λεωφορείο πήγαινε προς …... προς την Ασφάλεια, όλο ευθεία. Αντιλήφθηκε το μηχανάκι και φρενάρισε, δεν συγκρούστηκαν. Μέσα στο λεωφορείο ήταν όρθιοι, έφυγαν πιο εύκολα, έπεσε ο ένας πάνω στον άλλο. Η ενάγουσα έφυγε από τις χειρολαβές και έπεσε κάτω, πήρε τούμπες και έπεσε κοντά στον οδηγό... Ο οδηγός έπρεπε να προβλέψει την μηχανή, να φρενάρει πιο μαλακά, ήταν απότομο για να αποφύγει τη μηχανή να μην γίνει σύγκρουση. Ο οδηγός δεν ξέρω τι φανάρι είχε, δεν το είδα. Ο ελιγμός της μοτοσυκλέτας έγινε γρήγορα για να φύγει... Τη μοτοσυκλέτα την είδα που πέρασε... πέρασε μπροστά από το λεωφορείο. Προσπάθησε να κόψει αριστερά, πιο γρήγορα να περάσει το λεωφορείο. Προσπάθησε να κάνει σφήνα δεν περίμενε να περάσει, ο οδηγός του λεωφορείου, αν δεν φρέναρε, βέβαια θα τράκαρε. Εγώ μπήκα στο ..... απέχει από το σημείο του ατυχήματος 150 με 200 μέτρα. Από το συμβάν δεν έπεσε κάτω άλλος...".

Από τα ανωτέρω πλήρως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά δεν συνάγεται κάποιος βαθμός υπαιτιότητας του πρώτου εναγομένου οδηγού του λεωφορείου και ειδικότερα: Η ενάγουσα, όπως και η ίδια ισχυρίζεται, είχε μόλις επιβιβαστεί στο λεωφορείο, το οποίο ήταν αρθρωτό, από τη στάση …., που απέχει 150 - 200 μέτρα περίπου από το σημείο του ατυχήματος και κρατούσε με τα χέρια της τη χειρολαβή. Ήταν ώρα πρωινή, περίπου 09.00 π.μ., ημέρα των εορτών των Χριστουγέννων (21/12) και η κυκλοφορία στη συγκεκριμένη λεωφόρο ήταν αυτονόητα αυξημένη. Το εν λόγω λεωφορείο κινούνταν σε λεωφορειολωρίδα, το γεγονός αυτό όμως δεν συνεπάγεται ταυτόχρονα ότι για το λόγο αυτό είχε αναπτύξει υπερβολική για τις κρατούσες συνθήκες ταχύτητα 30 μέχρι 40 χλμ/ώρα και τούτο διότι το σύστημα πεδήσεως στο συγκεκριμένο τύπο οχήματος (αρθρωτό) επιτρέπει στον οδηγό να αυξήσει, να ελαττώσει ή να μηδενίσει προοδευτικά την ταχύτητά του, όταν βρίσκεται σε κίνηση, ακόμα και σε δρόμο με κλίση και η πέδηση απαιτεί μεγαλύτερη απόσταση για την ακινητοποίησή του, όπως είναι γνωστό από τα διδάγματα κοινής πείρας. Συνεπώς, αν είχε πράγματι αναπτύξει μεγάλη ταχύτητα, όπως η ενάγουσα ισχυρίζεται, δεν θα είχε προλάβει να αποφύγει την παρεμβληθείσα μοτοσυκλέτα. Εξάλλου, ο μάρτυρας απόδειξης επισημαίνει, με απόλυτη σαφήνεια, πως αν δεν είχε τροχοπεδήσει ο εναγόμενος οδηγός, το λεωφορείο θα είχε συγκρουστεί με τη μοτοσυκλέτα, η οποία παρεμβλήθηκε αιφνιδίως στην πορεία του, και η τροχοπέδηση του λεωφορείου, προκαλεί, σύμφωνα και πάλι με τα διδάγματα κοινής πείρας, λόγω του όγκου του αιφνίδια μετακίνηση των επιβατών του, εξαιτίας της δύναμης της αδράνειας.

Υπό τα ανωτέρω, δεν θεμελιώνεται υπαιτιότητα του εναγομένου οδηγού, διότι η τροχοπέδηση ήταν επιβεβλημένη για την αποφυγή της σύγκρουσης και επομένως το ατύχημα οφείλεται σε εξωτερικό παράγοντα, δηλαδή στην παράνομη κίνηση της αγνώστων στοιχείων μοτοσυκλέτας, που παρεμβλήθηκε στην πορεία του λεωφορείου, ανεξάρτητα από την ασφαλή ή μη στήριξη της ενάγουσας από τις χειρολαβές. Δεν αποδείχθηκε, συνεπώς, ότι ο εναγόμενος ώφειλε και μπορούσε να ενεργήσει διαφορετικά στη συγκεκριμένη περίπτωση και ότι δεν επέδειξε σύνεση για την ασφαλή μεταφορά των επιβατών, ως εκ τούτου δεν μπορεί να αποδοθεί σε αυτόν κανενός είδους αμέλεια, που να συνδέεται αιτιωδώς με τον τραυματισμό της ενάγουσας, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών της ενάγουσας...".

Σύμφωνα με τις ανωτέρω παραδοχές του το Εφετείο με το να μην καταγνώσει υπαιτιότητα στο 1ο αναιρεσίβλητο-οδηγό του αστικού λεωφορείου, κατά την πρόκληση του τροχαίου ατυχήματος, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικού κανόνα δικαίου διατάξεις των άρθρων 914 σε συνδ. 297, 298, 330 ΑΚ και άρθρ. 15 παρ. 5 εδάφιο 2 του Ν. 2696/1999 - ΚΟΚ, διότι τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ανελέγκτως αναιρετικά, ότι αποδείχθηκαν αρκούσαν για να υπαχθούν στο πραγματικό των ανωτέρω ουσιαστικών κανόνων δικαίου, τους οποίους επομένως δεν παραβίασε ευθέως. Ούτε επίσης, κατά την εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων, παραβίασε ευθέως τα διδάγματα της κοινής πείρας, σύμφωνα με τα οποία, κατά τις παραδοχές, η κίνηση ενός ογκώδους αρθρωτού αστικού λεωφορείου σε κεντρικό δρόμο του … (….), κατά την εορταστική περίοδο των Χριστουγέννων, εμποδίζει τον οδηγό να αναπτύξει υπερβολική ταχύτητα, ότι επίσης η άμεση ακινητοποίηση ενός τέτοιου οχήματος είναι δυσχερής και ότι η τροχοπέδη του ενεργοποιεί τη δύναμη αδράνειας με άμεση συνέπεια την μετακίνηση των σωμάτων, κυρίως, των ορθίων επιβατών. Εκτός τούτου, το Εφετείο διέλαβε, επίσης, σαφή και επαρκή αιτιολογία ως προς το κρίσιμο ζήτημα της μη κατάγνωσης υπαιτιότητας στον οδηγό του αστικού λεωφορείου, διότι κατά τις παραδοχές η τροχοπέδη, που διενήργησε ο οδηγός του αστικού λεωφορείου και ο τραυματισμός της αναιρεσείουσας δεν συνδέονται αιτιωδώς, καθόσον, όπως ανελέγκτως δέχτηκε το Εφετείο, η αναιρεσείουσα τραυματίστηκε εξαιτίας της αιφνίδιας παρεμβολής στην πορεία του λεωφορείου της μοτοσυκλέτας, την κίνηση της οποίας δεν μπορούσε να προβλέψει κατ' αντικειμενική κρίση, ο οδηγός του λεωφορείου. Οι αιτιολογίες αυτές καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή υπαγωγή των αποδειχθέντων περιστατικών στους ανωτέρω εφαρμοσθέντες κανόνες δικαίου κα συνεπώς, το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση. Συνακόλουθα, δεν ιδρύεται η αναιρετική πλημμέλεια εκ του άρθρου 559 αρ. 1 περ. α' και β' και αριθμός 19 ΚΠολΔ για την ευθεία και εκ πλαγίου παραβίαση των εφαρμοσθέντων κανόνων δικαίου και των διδαγμάτων κοινής πείρας.

Ειδικότερα, το Εφετείο με σαφή αιτιολογία δέχεται, ότι η αναιρεσείουσα επιβάτης επιβιβάστηκε στο λεωφορείο από την προηγούμενη στάση του …., η οποία απείχε από το σημείο του ατυχήματος περί τα 150 με 200 μέτρα, απόσταση που στηρίζει την παραδοχή, ότι το λεωφορείο δεν μπορούσε να επιταχύνει και να αναπτύξει υπερβολική ταχύτητα, όπως αβάσιμα υποστηρίζει η αναιρεσείουσα, ενόψει της εορταστικής αυξημένης κυκλοφοριακής κίνησης, του όγκου του και της ιδιότητάς του ως αρθρωτού λεωφορείου, ότι η μοτοσυκλέτα, που μέχρι την στιγμή εκείνη εκινείτο ομόρροπα με το λεωφορείο, κινήθηκε παράνομα με ελιγμό προσπέρασης από αριστερά προς τα δεξιά του λεωφορείου, αιφνιδιαστικά και απροειδοποίητα και παρεμβλήθηκε (δηλαδή με σφήνα) στην πορεία του λεωφορείου, που εκινείτο κανονικά στην λεωφορειολωρίδα, ότι ο οδηγός του δεν μπορούσε να προβλέψει αντικειμενικά την παράνομη αυτή και αιφνίδια παρεμβολή και ότι ο μόνος ενδεδειγμένος αποφευκτικός ελιγμός, προκειμένου να μην προσκρούσει στη μοτοσυκλέτα ήταν η άμεση τροχοπέδη του λεωφορείου, την οποία όφειλε εκείνη τη στιγμή να ενεργήσει ως ο μέσος επιμελής οδηγός αστικού λεωφορείου, διότι, άλλως, ήταν απολύτως βέβαιο ότι θα προσέκρουε στη μοτοσυκλέτα, ότι η ταχύτητα του λεωφορείου δεν ήταν υπερβολική, διότι, άλλως, δεν θα απέφευγε την σύγκρουση με τη μοτοσυκλέτα και ότι τέλος, η τροχοπέδη δεν ήταν έντονη, διότι, αν και το λεωφορείο ήταν γεμάτο με όρθιους επιβάτες, δεν κατέπεσε στο πάτωμα κανένας από τους ορθίους επιβάτες, εκτός από την αναιρεσείουσα - παθούσα.

Οι περαιτέρω αιτιάσεις της αναιρεσείουσας για ανεπάρκεια αιτιολογίας της προσβαλλόμενης ως προς τη δυνατότητα του οδηγού να ελέγχει το όχημά του και να εκτελέσει αποφευκτικό ελιγμό, καθώς επίσης να ρυθμίσει την ταχύτητά του ακινδύνως για τους επιβάτες, ως προς την απόσταση από την οποία ο οδηγός αντιλήφθηκε τη μοτοσυκλέτα και ποια ήταν η ταχύτητά του εκείνη τη στιγμή, ως προς τη δυνατότητα να προβλέψει την παράνομη κίνηση της μοτοσυκλέτας, ως προς την καταλληλότητα της τροχοπέδης και του συστήματος πέδησης και της επίδρασης της δύναμης της αδράνειας κατά την πτώση και εκτίναξη του σώματος της παθούσας, πρέπει να απορριφθούν πρωτίστως ως απαράδεκτες, διότι, υπό την επίφαση της αναιρετικής πλημμέλειας εκ του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, η αναιρεσείουσα πλήττει την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του Δικαστή ουσίας, κατά την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού. Άλλως, διότι οι αιτιάσεις αυτές αφορούν την επιχειρηματολογία του Δικαστηρίου, την οποία άντλησε από το αποδεικτικό υλικό. Σε κάθε περίπτωση όμως πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμες, εφόσον το Εφετείο διέλαβε σαφή και πλήρη αιτιολογία για όλα τα ανωτέρω ζητήματα, όπως έχει εκτεθεί αναλυτικά προηγουμένως και ειδικά, αναφορικά με την ταχύτητα και την οδηγική συμπεριφορά του οδηγού ενός βαρέος και ογκώδους αρθρωτού λεωφορείου.

Συμπερασματικά, κατόπιν όλων αυτών η προσβαλλόμενη απόφαση δεν παραβίασε ευθέως, αλλά, ούτε εκ πλαγίου τις ουσιαστικές διατάξεις, που εφάρμοσε, ούτε επίσης παραβίασε ευθέως τα διδάγματα της κοινής πείρας, που εφάρμοσε κατά την ερμηνεία και εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων, ενώ επίσης, διέλαβε σαφή αιτιολογία, που καθιστά εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο, εάν τα αποδειχθέντα περιστατικά πληρούσαν το πραγματικό των εφαρμοστέων διατάξεων και συνεπώς, έχει νόμιμη βάση. Επομένως ο 1οςς αναιρετικός λόγος, κατά το Α' και Γ' σκέλος αυτού εκ του άρθρου 559 αρ. 1 περ. β' και αρ. 19 για την ευθεία και εκ πλαγίου παραβίαση των διδαγμάτων κοινής πείρας και ο 2οςς αναιρετικός λόγος εκ του άρθρου 559 αρ. 1 και 19 για την ευθεία και εκ πλαγίου παραβίαση των αναφερόμενων ανωτέρω ουσιαστικών κανόνων δικαίου πρέπει να απορριφθούν κατά τις ανωτέρω διακρίσεις.

Συνακόλουθα, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί στο σύνολό της. Απορριπτέο επίσης, κρίνεται ως ουσιαστικά αβάσιμο και το αίτημα, που υπέβαλε η αναιρεσείουσα, περί συνεκδίκασης της ένδικης αίτησης αναίρεσης με την από 2-8-2018 αντίθετη αίτηση αναίρεσης των ήδη αναιρεσιβλήτων, με την οποία αυτοί αιτιώνται να ερευνηθεί το αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, το οποίο είχαν υποβάλει στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο και παρέλειψε να δικάσει το Εφετείο. Και τούτο, διότι το αίτημα συνεκδίκασης της αναιρεσείουσας στηρίζεται στην προϋπόθεση να γίνει δεκτή η δική της αίτηση αναίρεσης και ακολούθως, να παραπεμφθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, προκειμένου να επικυρωθεί η πρωτόδικη απόφαση, που είχε δεχθεί την αγωγή της, περίπτωση όμως, που δεν ίσχύει πλέον μετά την απόρριψη της ένδικης αίτησης αναίρεσης. Επίσης, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου, που έχει καταθέσει η αναιρεσείουσα για την άσκηση της αίτησης αναίρεσης στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 εδ. Β'δ' ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα, που ηττήθηκε (άρθρο 176, 183 ΚΠολΔ) στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, που παραστάθηκαν και κατέθεσαν προτάσεις, κατά το νόμιμο αίτημα αυτών, όπως ειδικότερα, ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 3-6-2016 (αρ. κατ. 42/2016) αίτηση για αναίρεση της υπ' αριθμ. 502/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά (ειδική διαδικασία του άρθρου 681Α ΚΠολΔ).

Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου που έχει κατατεθεί για την άσκηση της αίτησης αναίρεσης στο Δημόσιο Ταμείο.

Επιβάλλει σε βάρος της αναιρεσείουσας τα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, που ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ. Και

Απορρίπτει το αίτημα συνεκδίκασης της ένδικης αίτησης αναίρεσης με την αντίθετη από 2-8-2018 αίτηση αναίρεσης των αναιρεσιβλήτων.

ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Δεκεμβρίου 2018.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 11 Ιανουαρίου 2019.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ   Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ