Συνθετη Αναζητηση Νομοθεσιας - Νομολογιας

Νομοθεσία

ΑΝΘΡΩΠΟΚΤΟΝΙΑ ΑΠΟ ΑΜΕΛΕΙΑ - ΚΑΘΗΚΟΝ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑΣ - ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΣΗ ΑΙΤΙΩΔΟΥΣ ΣΥΝΑΦΕΙΑΣ ΜΕΤΑΞΥ ΠΑΡΑΛΕΙΨΗΣ ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΥ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΟΣ - ΑΜΕΛΕΙΑ ΑΠΟ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΠΡΟΣΩΠΑ - ΥΠΑΛΛΗΛΟΙ ΤΟΥ ΕΚΑΒ ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΑΠΟΧΩΡΗΣΑΝ ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΠΑΡΑΛΑΒΟΥΝ ΤΟΝ ΤΡΑΥΜΑΤΙΑ

Α.Π. 1114/2019 (Ε΄ΠΟΙΝΙΚΕΣ)


ΑΝΘΡΩΠΟΚΤΟΝΙΑ ΑΠΟ ΑΜΕΛΕΙΑ -  ΚΑΘΗΚΟΝ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑΣ - ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΣΗ ΑΙΤΙΩΔΟΥΣ ΣΥΝΑΦΕΙΑΣ ΜΕΤΑΞΥ ΠΑΡΑΛΕΙΨΗΣ ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΥ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΟΣ - ΑΜΕΛΕΙΑ ΑΠΟ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΠΡΟΣΩΠΑ - ΥΠΑΛΛΗΛΟΙ ΤΟΥ ΕΚΑΒ ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΑΠΟΧΩΡΗΣΑΝ ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΠΑΡΑΛΑΒΟΥΝ ΤΟΝ ΤΡΑΥΜΑΤΙΑ – ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΕΚΑΒ - ΑΝΑΙΡΕΙΤΑΙ Η ΑΠΟΦΑΣΗ, ΠΑΥΕΙ Η ΔΙΩΞΗ ΛΟΓΩ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗΣ (15, 28, 302 παρ. 1 ΠΚ,) - Στα δια παραλείψεως τελούμενα εγκλήματα θεωρείται ότι υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράλειψης και του επελθόντος εγκληματικού αποτελέσματος στην περίπτωση κατά την οποία αν δεν είχε συντρέξει η αμελής συμπεριφορά (παράλειψη) του υπαιτίου, αν γινόταν δηλαδή η επιβεβλημένη ενέργεια, η οποία τελικά δεν έγινε τότε με μεγάλη πιθανότητα, η οποία εγγίζει τα όρια της βεβαιότητας, θα αποτρεπόταν το συγκεκριμένο εγκληματικό αποτέλεσμα (ΑΠ 521/2017, ΑΠ 35/2016). Όταν το εξ αμελείας έγκλημα είναι απότοκο της συνδρομής αμέλειας πολλών προσώπων, το καθένα από αυτά κρίνεται και ευθύνεται αυτοτελώς και ανεξαρτήτως των άλλων, αναλόγως του βαθμού της αμέλειας που επέδειξε και εφόσον η αμέλειά του συνδέεται αιτιωδώς με το επελθόν αποτέλεσμα.


ΑΡΙΘΜΟΣ 1114/2019

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

E' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Χυτήρογλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Διονυσία Μπιτζούνη, Βασιλική Ηλιοπούλου, Βασιλική Μπαζάκη-Δρακούλη και Μαρία Βασδέκη-Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του την 1η Φεβρουαρίου 2019, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γρηγορίου Πεπόνη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Β. Γ. του Ι., κατοίκου ... και 2) Δ. Ψ. του Γ., κατοίκου ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Θρασύβουλο Κονταξή, περί αναιρέσεως της υπ' αριθ.4064/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 25-11-2013 αίτησή τους, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1422/2013.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους Δικαστές εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η από 25-11-2013 αίτηση-δήλωση αναίρεσης προς τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κατά της υπ' αριθ.4064/2013 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών, με την οποία οι αναιρεσείοντες καταδικάσθηκαν για την αξιόποινη πράξη της ανθρωποκτονίας από αμέλεια σε ποινή φυλάκισης δώδεκα (12) μηνών ο καθένας, έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως ( άρθρ.473 παρ. 2 και 3, 474 παρ. 2ΚΠΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ' ουσία.
Κατά το άρθρο 302 παρ. 1 ΠΚ, "όποιος επιφέρει από αμέλεια το θάνατο άλλου, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών", κατά δε το άρθρο 28 ΠΚ, '' από αμέλεια πράττει όποιος από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, είτε δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του, είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν''. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι για τη θεμελίωση της αξιόποινης πράξης της ανθρωποκτονίας από αμέλεια απαιτείται : α) να μην καταβλήθηκε από το δράστη η επιβαλλόμενη κατ' αντικειμενική κρίση προσοχή, την οποία ο μέσος συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος οφείλει υπό τις ίδιες πραγματικές περιστάσεις να καταβάλει με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές και την κοινή, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, πείρα και λογική, β) να μπορούσε αυτός με βάση τις προσωπικές του περιστάσεις, ιδιότητες, γνώσεις και ικανότητες και ιδίως λόγω της υπηρεσίας ή του επαγγέλματος του, να προβλέψει και να αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο από έλλειψη της οφειλόμενης προσοχής είτε δεν προέβλεψε (μη συνειδητή αμέλεια) είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν (ενσυνείδητη αμέλεια) και γ) να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ενέργειας ή παράλειψης του δράστη και του αποτελέσματος που επήλθε. Η παράλειψη, ως έννοια, ενυπάρχει σε κάθε είδος αμέλειας, αφού το ένα σκέλος της ευθύνης συνίσταται στη μη καταβολή της προσοχής, δηλαδή σε παράλειψη. Όταν, όμως, η αμέλεια δεν συνίσταται σε ορισμένη παράλειψη αλλά σε σύνολο συμπεριφοράς, που προηγήθηκε του αποτελέσματος, τότε για τη θεμελίωση της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, ως εγκλήματος που τελείται με παράλειψη, απαιτείται (επιπλέον των όρων του άρθρου 28 ΠΚ) η συνδρομή και των όρων του άρθρου 15 του ΠΚ, στο οποίο ορίζεται ότι όπου ο νόμος για την ύπαρξη αξιόποινης πράξης απαιτεί να έχει επέλθει ορισμένο αποτέλεσμα, η μη αποτροπή του (με παράλειψη) τιμωρείται όπως η πρόκλησή του με ενέργεια, αν ο υπαίτιος της παράλειψης είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος.

Από την τελευταία αυτή διάταξη συνάγεται ότι αναγκαία προϋπόθεση της εφαρμογής της είναι η ύπαρξη ιδιαίτερης, δηλαδή ειδικής και όχι γενικής, υποχρέωσης του υπαιτίου προς ενέργεια, που τείνει στην παρεμπόδιση του αποτελέσματος, για την επέλευση του οποίου ο νόμος απειλεί ορισμένη ποινή. Η ιδιαίτερη αυτή νομική υποχρέωση προς παρεμπόδιση της επέλευσης του βλαπτικού για ορισμένο έννομο αγαθό αποτελέσματος, συνιστά πρόσθετο στοιχείο του εγκλήματος που τελείται με παράλειψη και δύναται να πηγάζει κυρίως : α) από ρητή, επιτακτικού χαρακτήρα, διάταξη του νόμου, β) από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων, που συνδέονται με ορισμένη έννομη σχέση του υπόχρεου προς ενέργεια, γ)από ειδική σχέση, που θεμελιώνεται είτε σε συμβατικό δεσμό, είτε και σε προηγουμένη ενέργεια του υπαιτίου της παράλειψης, δια της οποίας αυτός αναδέχθηκε εκουσίως την αποτροπή κινδύνων στο μέλλον, δ) από ορισμένη προηγηθείσα συμπεριφορά του υπαιτίου, από την οποία δημιουργήθηκε ο κίνδυνος επέλευσης του εγκληματικού αποτελέσματος. Σε αυτή την περίπτωση πρέπει στην αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης να αναφέρεται και η συνδρομή αυτής της υποχρέωσης, να εκτίθενται, δηλαδή, τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία προσδιορίζεται η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση του υπαιτίου να ενεργήσει, επιπροσθέτως δε, αν πηγάζει από επιτακτικό κανόνα δικαίου, να προσδιορίζεται και ο κανόνας αυτός, ήτοι n νομική διάταξη, στην οποία θεμελιώνεται η ιδιαίτερη υποχρέωση προς ενέργεια, που τείνει στην παρεμπόδιση του αποτελέσματος, ενώ, εάν η ιδιαίτερη αυτή νομική υποχρέωση προκύπτει από την ιδιότητα του υπαιτίου, δεν είναι αναγκαίος ο προσδιορισμός αυτής από ειδική διάταξη νόμου.

Προϋποτίθεται, βέβαια, ότι για τη θεμελίωση της αξιόποινης πράξης της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, όπως προαναφέρθηκε, συντρέχει και αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της πράξης ή της παράλειψης και του επελθόντος αποτελέσματος του θανάτου, η οποία, εκτός των λοιπών στοιχείων του εγκλήματος, πρέπει να αιτιολογείται με σαφήνεια και πληρότητα, προκειμένου να έχει η σχετική καταδικαστική απόφαση την επιβαλλόμενη κατά τα κατωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Η πράξη ή η παράλειψη του δράστη τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με το επελθόν αποτέλεσμα, όταν αυτή κατά την κοινή αντίληψη είναι εκείνη που από μόνη της ή μαζί με τη συμπεριφορά άλλου προσώπου βρίσκεται σε άμεση αιτιότητα προς το αποτέλεσμα. Στα δια παραλείψεως τελούμενα εγκλήματα θεωρείται ότι υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράλειψης και του επελθόντος εγκληματικού αποτελέσματος στην περίπτωση κατά την οποία αν δεν είχε συντρέξει η αμελής συμπεριφορά (παράλειψη) του υπαιτίου, αν γινόταν δηλαδή η επιβεβλημένη ενέργεια, η οποία τελικά δεν έγινε τότε με μεγάλη πιθανότητα, η οποία εγγίζει τα όρια της βεβαιότητας, θα αποτρεπόταν το συγκεκριμένο εγκληματικό αποτέλεσμα (ΑΠ 521/2017, ΑΠ 35/2016). Όταν το εξ αμελείας έγκλημα είναι απότοκο της συνδρομής αμέλειας πολλών προσώπων, το καθένα από αυτά κρίνεται και ευθύνεται αυτοτελώς και ανεξαρτήτως των άλλων, αναλόγως του βαθμού της αμέλειας που επέδειξε και εφόσον η αμέλειά του συνδέεται αιτιωδώς με το επελθόν αποτέλεσμα. Αρκεί δε προς θεμελίωση της ευθύνης η πράξη ή η παράλειψη να ήταν ένας από τους παραγωγικούς όρους του αποτελέσματος, χωρίς τον οποίο δεν θα επερχόταν αυτό, αδιαφόρως αν συνέβαλαν και άλλοι όροι αμέσως ή εμμέσως. Τέλος, όπως προεκτέθηκε, κατά την έννοια του ως άνω άρθρου 28 ΠΚ, η αμέλεια διακρίνεται σε μη συνειδητή κατά την οποία ο δράστης από έλλειψη της προσήκουσας προσοχής δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του και σε ενσυνείδητη κατά την οποία προέβλεψε μεν ότι από τη συμπεριφορά του μπορεί να επέλθει το αποτέλεσμα αυτό, πίστευε όμως ότι θα το απέφευγε. Ενόψει της διάκρισης αυτής το δικαστήριο της ουσίας όταν απαγγέλλει καταδίκη για έγκλημα από αμέλεια πρέπει να εκθέτει στην απόφασή του με σαφήνεια ποιο από τα ανωτέρω δύο είδη της αμέλειας συνέτρεξε στη συγκεκριμένη περίπτωση, διότι αν δεν εκθέτει τούτο σαφώς ή δέχεται και τα δύο είδη δημιουργείται ασάφεια και αντίφαση, η οποία καθιστά ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή μη εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διάταξης και ιδρύεται εντεύθεν λόγος αναίρεσης για έλλειψη νόμιμης βάσης εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠΔ ( ΑΠ 365/2018).

Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, όταν εκτίθενται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί υπαγωγής των αποδειχθέντων περιστατικών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού με το διατακτικό της απόφασης, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της απόφασης, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατύπωσης του σκεπτικού της. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, για την πληρότητα της αιτιολογίας, πρέπει να προκύπτει ότι το δικαστήριο, για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης, τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι ορισμένα μόνον κατ` επιλογήν. Αρκεί δε ο κατ' είδος προσδιορισμός τους γενικώς, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία τι προέκυψε χωριστά από το καθένα και χωρίς να απαιτείται να αναφέρεται από ποιο συγκεκριμένα αποδεικτικό μέσο προέκυψε η κάθε παραδοχή, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα από αυτά δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους (εγγράφων, μαρτυρικών καταθέσεων), ούτε απαιτείται να ορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για τον σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Δεν αποτελούν λόγους αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχέτισης, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.

Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, μετά από συνεκτίμηση των κατά το είδος τους μνημονευομένων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε ανελέγκτως ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: " Οι κατηγορούμενοι είναι υπάλληλοι του ΕΚΑΒ και στις 20-6-2007, μετά από κλήση που δέχθηκε το ΕΚΑΒ, μετέβησαν με το υπ' αριθμ. Α32 ασθενοφόρο προκειμένου να παραλάβουν τον υπήκοο ….K. M., ο οποίος βρίσκεται πεσμένος επί της λεωφόρου … - περιοχή ..., είχε απωλέσει τις αισθήσεις και ήταν τραυματισμένος, φέροντας εκδορές και εκχυμώσεις στη μετωπιαία χώρα, τη ράχη της ρινός και πέριξ του οφθαλμού. Το ΕΚΑΒ ειδοποίησε ο μάρτυρας Γ. Κ., ο οποίος διατηρεί κατάστημα στην ως άνω περιοχή και αντελήφθη τα ανωτέρω. Το πλήρωμα του ως άνω ασθενοφόρου, αποτελούμενο από τους άνω κατηγορουμένους, έφθασαν περί ώρα 10.09 στο ... προκειμένου να παραλάβουν τον ως άνω τραυματία, οι τελευταίοι όμως αποχώρησαν από το σημείο μετά 15λεπτο περίπου. χωρίς να παραλάβουν τον τραυματία. Οι κατηγορούμενοι ισχυρίζονται ότι ο ως άνω τραυματίας αρνήθηκε να τους ακολουθήσει και για το λόγο αυτό αποχώρησαν. Όπως προκύπτει όμως από την κατάθεση του μάρτυρα Γ. Κ., ο ανωτέρω τραυματίας είχε απωλέσει τις αισθήσεις του και δεν μπορούσε να προβάλει αντίσταση και ούτε μπορούσε να θεωρηθεί σοβαρή και αποτρεπτική στο να επιληφθούν οι κατ/νοι του περιστατικού και να επιβιβάσουν τον τραυματία στο ασθενοφόρο και να τον μεταφέρουν σε νοσοκομείο. Μετά την αποχώρηση των κατηγορουμένων ο εν λόγω τραυματίας μεταφέρθηκε από δύο φίλους σε παρακείμενο σημείο κάτω από ένα δένδρο, όπου παρέμεινε αβοήθητος μέχρι ώρα 14.30, οπότε απεβίωσε συνεπεία καρδιακού επεισοδίου (ισχαιμικές αλλοιώσεις μυοκαρδίου - στεφανιαία νόσος). Η παραπάνω συμπεριφορά των κατηγορουμένων είναι αντίθετη προς τον Κανονισμό του ΕΚΑΒ, ο οποίος υπαγορεύει ότι το πλήρωμά του δεν μπορεί να αποχωρήσει αν ο ασθενής αρνηθεί και υπογράψει το δελτίο που θα καταρτίσουν προς τούτο το πλήρωμα αυτός ή κάποιος οικείος του. Συνεπεία της ως άνω παραλείψεως των κατηγορουμένων ο ως άνω τραυματίας παρέμεινε αβοήθητος και στη συνέχεια επήλθε ο θάνατός του από καρδιακό επεισόδιο. Η παράλειψη αυτή των κατηγορουμένων συνδέεται αιτιωδώς με το θάνατο του τραυματία, διότι, αν τον είχαν μεταφέρει με το ασθενοφόρο στο νοσοκομείο, θα του είχαν παρασχεθεί οι ενδεδειγμένες ιατρικές υπηρεσίες και φροντίδες και θα αποτρεπόταν ο θάνατός του. Δεν είναι πειστικό αυτό που ισχυρίζονται οι κατ/νοι ότι αρνήθηκε ο τραυματίας να τους ακολουθήσει, όταν, όπως καταθέτει ο μάρτυρας Γ. Κ., τον είχε πλησιάσει πριν που ήταν πεσμένος στο οδόστρωμα και του μίλησε χωρίς να του απαντήσει. Τη σοβαρότητα της κατάστασης του ανωτέρω τραυματία υποδηλώνει κατά τρόπο σαφή τα τραύματα που έφερε αυτός και το γεγονός ότι ήταν πεσμένος εντός του οδοστρώματος, χωρίς να αντιλαμβάνεται τον κίνδυνο που διέτρεχε από διερχόμενα αυτοκίνητα και χωρίς να είναι σε θέση να μετακινηθεί στο άκρο του δρόμου, όπου μετακινήθηκε από τους κατηγορουμένους και όχι με τις δικές του δυνάμεις. Εξάλλου οι κατ/νοι και στην περίπτωση άρνησης του τραυματία να μπεί στο ασθενοφόρο από τη στιγμή που διαπίστωσαν την κατάσταση του τραυματία (τραυματισμένος και πεσμένος στο οδόστρωμα της οδού) δεν φρόντισαν να ειδοποιήσουν τις αστυνομικές αρχές για να τους συνδράμουν στη μεταφορά του τραυματία. Θα πρέπει συνεπώς να κηρυχθούν ένοχοι".

Στη συνέχεια κήρυξε ενόχους τους κατηγορουμένους με το ακόλουθο διατακτικό: "Στο ..., την 20-6-2007, ενεργώντας από αμέλεια ήτοι από έλλειψη της προσοχής που όφειλαν από τις περιστάσεις και μπορούσαν να καταβάλουν επέφεραν δια παραλείψεως τον θάνατο άλλου, χωρίς να προβλέψουν το αξιόποινο αυτό αποτέλεσμα αν και είχαν ιδιαίτερη νομική υποχρέωση για την αποτροπή του. Συγκεκριμένα, κατά την ανωτέρω ημεροχρονολογία, ενώ οι κατηγορούμενοι υπηρετούσαν ως πλήρωμα στο Α-32 ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ και έλαβαν σήμα για διακομιδή τραυματία από το ... προσήλθαν μεν στις 10.09' στο σημείο του περιστατικού, αλλά ενώ διαπίστωσαν ότι ο K. M., …. υπήκοος, ήταν πεσμένος στο έδαφος, είχε πλατείες εκδορές και εκχυμώσεις κατά τη μετωπιαία χωρά, τη ράχη της ρινός και πέριξ των οφθαλμών καθώς και απώλεια των αισθήσεων και γνώριζαν, ειδικά από την ιδιότητα τους, ότι αυτός έχρηζε άμεσης ιατρικής περίθαλψης, παρέλειψαν να τον μεταφέρουν στο πλησιέστερο νοσοκομείο και αποχώρησαν από το σημείο, με αποτέλεσμα από την ως άνω παράλειψη τους ως μόνη ενεργό αιτία να επέλθει στις 14:30 ο θάνατός του, με αιτία θανάτου: ισχαιμικές αλλοιώσεις μυοκαρδίου-στεφανιαία νόσο, αποτέλεσμα το οποίο οι κατηγορούμενοι δεν προέβλεψαν ως δυνατόν".

Με αυτά που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας, κατά το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται, δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις προαναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν είναι σαφής και πλήρης ως προς τη συνδρομή των στοιχείων της αμέλειας και της αιτιώδους συνάφειας με το αποτέλεσμα που επήλθε. Ειδικότερα, α) δεν αναφέρει πραγματικά περιστατικά από τα οποία να προκύπτει ότι δεν καταβλήθηκε από τους κατηγορουμένους η επιβαλλόμενη κατ' αντικειμενική κρίση προσοχή, την οποία κάθε συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος οφείλει υπό τις ίδιες πραγματικές περιστάσεις να καταβάλει με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές και την κοινή κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων πείρα και λογική, β) δεν αιτιολογεί αν οι κατηγορούμενοι είχαν τη δυνατότητα με βάση τις προσωπικές τους περιστάσεις, ιδιότητες, γνώσεις και ικανότητες και κυρίως εξαιτίας της υπηρεσίας και του επαγγέλματός τους να προβλέψουν και να αποφύγουν το αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο από έλλειψη της προαναφερθείσας προσοχής δεν προέβλεψαν, αφού δέχεται ότι συνέτρεξε μη συνειδητή αμέλεια, γ) δεν προσδιορίζει ποια συγκεκριμένη διάταξη του Εσωτερικού Κανονισμού Λειτουργίας του ΕΚΑΒ, εγγράφου που αναγνώσθηκε κατά τη διάρκεια της δίκης, προβλέπει την ιδιαίτερη νομική υποχρέωση που είχαν οι κατηγορούμενοι, ως πλήρωμα του ασθενοφόρου, να μην μπορούν να αποχωρήσουν από τον τόπο του συμβάντος ώστε να αποτραπεί το αξιόποινο αποτέλεσμα του θανάτου του τραυματία, εκτός αν ο ασθενής αρνιόταν να επιβιβασθεί στο ασθενοφόρο και αυτός ή κάποιος οικείος του υπέγραφε το σχετικό δελτίο που θα κατάρτιζε προς τούτο το πλήρωμα και δ) δεν αιτιολογείται ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της αμελούς συμπεριφοράς των κατηγορουμένων να μην παραλάβουν τον τραυματία, ο οποίος έφερε επιφανειακές κακώσεις ( εκχυμώσεις, εκδορές) και του επελθόντος εγκληματικού αποτελέσματος, καθώς κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης ο θάνατος επήλθε μετά τέσσερις και πλέον ώρες από καρδιακό επεισόδιο και θα έπρεπε να παρατίθενται πραγματικά περιστατικά που να δικαιολογούν ότι ο θάνατος ήταν απότοκος της παράλειψης των κατηγορουμένων να παραλάβουν τον ασθενή.

Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ πρώτος λόγος αναίρεσης για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς τη στοιχειοθέτηση του αδικήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, για το οποίο καταδικάσθηκαν οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι, είναι βάσιμος και πρέπει κατά παραδοχή του να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, αφού πλέον παρέλκει η έρευνα των λοιπών λόγων αναίρεσης. Περαιτέρω, κατά τα άρθρα 111, 112 και 113 του ΠΚ, το αξιόποινο των εγκλημάτων εξαλείφεται με παραγραφή, η οποία προκειμένου για πλημμελήματα είναι πενταετής και αρχίζει από τότε που τελέσθηκε η πράξη. Η προθεσμία της παραγραφής αναστέλλεται για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως πέραν των τριών ετών για τα πλημμελήματα. Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 310 παρ. 1 εδ. β', 370 εδ. β' και 511 του ΚΠΔ προκύπτει ότι η παραγραφή ως θεσμός δημόσιας τάξης εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης, ακόμη και από τον Άρειο Πάγο, ο οποίος διαπιστώνοντας τη συμπλήρωση αυτής υποχρεούται να αναιρέσει την προσβαλλόμενη καταδικαστική απόφαση και να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη, εφόσον η αίτηση αναίρεσης είναι τυπικά παραδεκτή και περιέχεται σ' αυτήν ένας τουλάχιστον παραδεκτός και βάσιμος λόγος από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 510 του ΚΠΔ (Ολ. ΑΠ 7/2005).

Στην προκειμένη περίπτωση η πράξη της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, για την οποία καταδικάσθηκαν οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι, τιμωρείται σε βαθμό πλημμελήματος (με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών - άρθρο 302 παρ. 1 του ΠΚ), από το χρόνο δε που φέρεται ότι τελέσθηκε (20-6-2007) μέχρι τη συζήτηση της ένδικης αίτησης αναίρεσης (1-2-2019) παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της οκταετίας και εξαλείφθηκε με παραγραφή το αξιόποινο της πράξης αυτής.

Επομένως, αφού η ένδικη αίτηση περιέχει παραδεκτό λόγο αναίρεσης, ο οποίος κρίθηκε βάσιμος, πρέπει να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη κατά των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων για την άνω πράξη, λόγω παραγραφής, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί την υπ' αριθ. 4064/2013 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών.

Παύει οριστικά την ποινική δίωξη κατά των αναιρεσειόντων- κατηγορουμένων, λόγω παραγραφής, του ότι: "Στο ..., την 20-6-2007, ενεργώντας από αμέλεια ήτοι από έλλειψη της προσοχής που όφειλαν από τις περιστάσεις και μπορούσαν να καταβάλουν επέφεραν δια παραλείψεως τον θάνατο άλλου, χωρίς να προβλέψουν το αξιόποινο αυτό αποτέλεσμα αν και είχαν ιδιαίτερη νομική υποχρέωση για την αποτροπή του. Συγκεκριμένα, κατά την ανωτέρω ημεροχρονολογία, ενώ οι κατηγορούμενοι υπηρετούσαν ως πλήρωμα στο Α-32 ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ και έλαβαν σήμα για διακομιδή τραυματία από το ... προσήλθαν μεν στις 10.09' στο σημείο του περιστατικού, αλλά ενώ διαπίστωσαν ότι ο K. M., … υπήκοος, ήταν πεσμένος στο έδαφος, είχε πλατείες εκδορές και εκχυμώσεις κατά τη μετωπιαία χωρά, τη ράχη της ρινός και πέριξ των οφθαλμών καθώς και απώλεια των αισθήσεων και γνώριζαν, ειδικά από την ιδιότητα τους, ότι αυτός έχρηζε άμεσης ιατρικής περίθαλψης, παρέλειψαν να τον μεταφέρουν στο πλησιέστερο νοσοκομείο και αποχώρησαν από το σημείο, με αποτέλεσμα από την ως άνω παράλειψη τους ως μόνη ενεργό αιτία να επέλθει στις 14:30 ο θάνατός του, με αιτία θανάτου: ισχαιμικές αλλοιώσεις μυοκαρδίου-στεφανιαία νόσο, αποτέλεσμα το οποίο οι κατηγορούμενοι δεν προέβλεψαν ως δυνατόν".

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 17 Μαΐου 2019.

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 10 Ιουνίου 2019.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ  Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ