Συνθετη Αναζητηση Νομοθεσιας - Νομολογιας

Νομοθεσία

ΜΕΜΨΗ ΑΣΤΟΡΓΗΣ ΔΩΡΕΑΣ – ΜΗ ΕΠΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΝΑ ΚΑΛΥΨΕΙ ΤΗΝ ΝΟΜΙΜΗ ΜΟΙΡΑ ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ ΜΕΡΙΔΟΥΧΟΥ – ΑΓΩΓΗ ΑΚΥΡΩΣΗΣ ΤΩΝ ΓΟΝΙΚΩΝ ΠΑΡΟΧΩΝ ΣΤΙΣ ΟΠΟΙΕΣ ΕΙΧΕ ΠΡΟΒΕΙ Ο ΘΑΝΩΝ ΠΑΤΕΡΑΣ

Α.Π. 907/2019 (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)


ΜΕΜΨΗ ΑΣΤΟΡΓΗΣ ΔΩΡΕΑΣ – ΜΗ ΕΠΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΝΑ ΚΑΛΥΨΕΙ ΤΗΝ ΝΟΜΙΜΗ ΜΟΙΡΑ ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ ΜΕΡΙΔΟΥΧΟΥ – ΑΓΩΓΗ ΑΚΥΡΩΣΗΣ ΤΩΝ ΓΟΝΙΚΩΝ ΠΑΡΟΧΩΝ ΣΤΙΣ ΟΠΟΙΕΣ ΕΙΧΕ ΠΡΟΒΕΙ Ο ΘΑΝΩΝ ΠΑΤΕΡΑΣ ΠΡΟΣ ΤΙΣ ΘΥΓΑΤΕΡΕΣ (ΛΟΓΩ ΠΡΟΙΚΑΣ) – ΙΣΧΥΡΙΣΜΟ ΓΙΑ ΑΝΑΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΔΡΑΧΜΗΣ ΕΤΣΙ ΩΣΤΕ ΑΥΤΟΣ ΝΑ ΘΙΓΕΤΑΙ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΝΟΜΙΜΗ ΜΟΙΡΑ ΚΑΙ ΤΟ ΕΝΑΠΟΜΕΙΝΑΝ ΠΟΣΟ ΤΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΙΑΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ – ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗ ΑΣΚΗΣΗ ΤΗΣ ΕΝ ΛΟΓΩ ΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΙΣ - Ενόψει της μεγάλης αξίας της κληρονομιαίας περιουσίας που κατέλιπε ο Ν. Α. και της έντονης αντιδικίας μεταξύ των τεσσάρων αδελφών ως προς την περιουσία της μητέρας τους, εκδηλωθείσα πριν και συνεχισθείσα αμέσως μετά τον επισυμβάντα θάνατό της χωρίς εν τω μεταξύ να έχει εκδηλωθεί οποιαδήποτε πρόθεση αμφισβήτησης εκ μέρους του ενάγοντος του κληρονομικού δικαιώματος των διαδίκων επί της πατρικής κληρονομιαίας περιουσίας, σε συνδυασμό με τις εκ μέρους του ενάγοντος γενόμενες και απέχουσες χρονικά μεταξύ τους μια δεκαετία αποδοχές της πατρικής κληρονομίας κατά τα 3/16 εξ αδιαθέτου, χωρίς καμία επιφύλαξη, αλλά και την επί δωδεκαετία από τον θάνατο του πατέρα των διαδίκων μη εκδήλωση οποιασδήποτε εκ μέρους του αμφισβήτησης των κληρονομιαίων μερίδων των αδελφών του, δημιουργήθηκε ευλόγως στις εναγόμενες-εφεσίβλητες η πεποίθηση ότι ο ενάγων αδελφός τους είχε αποδεχθεί πλήρως τη συμμετοχή του στην πατρική κληρονομία κατά το ποσοστό των 3/16 εξ αδιαιρέτου και ότι δεν πρόκειται να ασκήσει το με την ένδικη αγωγή ασκηθέν σχετικό δικαίωμά του – Άκυρη ως καταχρηστική η εν λόγω αγωγή του – Απόρριψη λόγων αναίρεσης (1835, 1831, 1833, 281, 1509 ΑΚ)

ΑΣΚΗΣΗ ΕΦΕΣΗΣ – ΕΝΝΟΜΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΒΛΑΒΗ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ Η ΟΠΟΙΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΡΟΚΥΠΤΕΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΟΣΒΑΛΛΟΜΕΝΗ ΑΠΟΦΑΣΗ – ΒΛΑΒΗ ΥΦΙΤΑΤΑΙ ΑΠΟ ΤΙΣ ΤΥΧΟΝ ΔΥΣΜΕΝΕΙΣ ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΕΣ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΠΟΥ ΙΔΡΥΟΥΝ ΔΕΔΙΚΑΣΜΕΝΟ – ΕΝΝΟΜΟ ΣΥΝΦΕΡΟΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΤΡΟΠΗ ΤΟΥΣ - Οι πλεοναστικές αιτιολογίες του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου δεν καλύπτονται από το δεδικασμένο και δεν μπορούν να δικαιολογήσουν την άσκηση ενδίκου μέσου ή να καταστούν αντικείμενο έρευνας από το Εφετείο – Απόρριψη (516, 534 και 536 ΚΠολΔ)


Αριθμός 907/2019

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ασπασία Μαγιάκου, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη, Πέτρο Σαλίχο, Ιωάννη Φιοράκη- Εισηγητή, Παρασκευή Καλαϊτζή και Γεώργιο Παπανδρέου Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 19η Σεπτεμβρίου 2018 με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του καλούντος: Α. Α. του Ν., ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Παραμυθιώτη.
Των καθών η κλήση: 1. Ε. συζ. Σ. Β., το γένος Ν. Α., κατοίκου ..., η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου Θεόδωρου Χρόνη, 2. Μ. συζ. Ι. Κ., το γένος Ν. Α., κατοίκου ..., που παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου Ιωάννη Παπαϊωάννου, 3. Ε., συζ. Ε. Σ., το γένος Ν. Α., κατοίκου ..., που παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου Λάμπρου Κιτσαρά
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 2-11-2006 αγωγή του καλούντος, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 4038/2011 του ίδιου Δικαστηρίου και 1848/2013 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησαν οι α) Ε. συζ. Σ. Β., το γένος Ν. Α., και β) Μ. συζ. Ι. Κ., το γένος Ν. Α., με τις από 24-9-2013 και 23-9-2013 αιτήσεις τους αντίστοιχα και τους από 13-2-2014 πρόσθετους λόγους της 2ης αίτησης, οι οποίες συνεκδικάσθηκαν και εκδόθηκε η 1379/2014 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία αναίρεσε την εφετειακή απόφαση και παρέπεμψε την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση.
Εκδόθηκε μετ' αναίρεση η 4686/2015 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησαν οι Α. Α. Α. του Ν. με την από 30-5-2016 αίτησή του, Β. Μ. συζ. Ι. Κ., το γένος Ν. Α., με την από 24-6-2016 αίτησή της και τον από 8-12-2016 πρόσθετο λόγο αυτής και Γ. Ε. συζ. Σ. Β., το γένος Ν. Α., με την από 20-5-2016 αίτησή της.
Εκδόθηκε η 1123/2017 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία αναίρεσε την ως άνω απόφαση, κράτησε την υπόθεση, προς ουσιαστική εκδίκαση σε νέα συζήτηση, μετά την επίσπευση του επιμελέστερου των διαδίκων. Η υπόθεση επανέρχεται για νέα συζήτηση με την από 27-9-2017 κλήση του καλούντος.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Νόμιμα φέρεται ενώπιον του Τμήματος αυτού για νέα συζήτηση η υπόθεση, μετά από δεύτερη αναίρεση, με την από 27-9-2017 κλήση του ενάγοντος-εκκαλούντος Α. Α., σύμφωνα με το άρθρο 581 παρ. 1 ΚΠολΔ, μετά την έκδοση της υπ' αριθ. 1123/2017 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία αναιρέθηκε η υπ' αριθ. 4686/2015 απόφαση του Εφετείου Αθηνών και κρατήθηκε η υπόθεση για ουσιαστική εκδίκαση από το παρόν Δικαστήριο. Από το συνδυασμό των άρθρων 570 παρ. 2, 579 παρ. 1, 580 παρ. 3 (όπως το τελευταίο εδάφιο της παρ. 3 προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 4 του ν. 4045/2012) και 581 παρ. 2 ΚΠολΔ, προκύπτει, ότι η απόφαση αναιρείται κατά το μέτρο παραδοχής της αναίρεσης, δηλαδή κατά τα κεφάλαια (αιτήσεις παροχής έννομης προστασίας), στα οποία αφορά ο δεκτός γενόμενος λόγος αναίρεσης, καθώς και εκείνα που συνάπτονται αρρήκτως προς τα αναιρεθέντα. Η έκταση της αναίρεσης προκύπτει από το συγκεκριμένο περιεχόμενο της αναιρετικής απόφασης, κατισχύει δε κάθε αντίθετης γενικής διατύπωσης αυτής.

Συνεπώς κατά τη νέα εκδίκαση της έφεσης, οι διάδικοι επανέρχονται στη θέση που ήταν πριν από τη συζήτηση, επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεθείσα απόφαση και η έφεση επαναξετάζεται μέσα στα όρια που διαγράφονται από την απόφαση αυτή, αφού κατατεθούν προτάσεις, σύμφωνα με όσα ορίζονται από το άρθρο 237 ΚΠολΔ, και αφού παρασχεθεί η δυνατότητα στους διαδίκους να προβάλουν νέους ισχυρισμούς και νέα αποδεικτικά μέσα για την ουσιαστική εκδίκαση της υπόθεσης, σύμφωνα με τις ισχύουσες για τα δικαστήρια της ουσίας διατάξεις.

Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προαναφερόμενη αναιρετική απόφαση, κατά παραδοχή των, από τον αριθμό 16 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, συναφών λόγων των από 30-5-2016, 24-6-2016 και 20-5-2016 αναιρέσεων, αναιρέθηκε η προσβληθείσα εφετειακή απόφαση στο σύνολό της. Κατόπιν αυτών, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν από την έκδοση της αναιρεθείσας απόφασης και πρέπει να ερευνηθούν περαιτέρω κατ' ουσίαν οι νομοτύπως και εμπροθέσμως ασκηθείσες από 11-1-2012 και 4-4-2012 εφέσεις του ενάγοντος Α. Α. και της εκ των εναγομένων Ε. συζύγου Ε. Σ. και οι από 27-2- 2015 πρόσθετοι λόγοι της τελευταίας, αντίστοιχα, κατά της υπ' αριθ. 4038/2011 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, οι οποίες πρέπει να συνεκδικασθούν, εφόσον έτσι επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρα 246 και 524 ΚΠολΔ).

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 516, 534 και 536 ΚΠολΔ συνάγεται ότι για την άσκηση έφεσης απαιτείται όπως ο εκκαλών έχει έννομο συμφέρον προς τούτο, η ύπαρξη του οποίου κρίνεται όχι από το αιτιολογικό, αλλά από το διατακτικό της εκκαλουμένης απόφασης. Κριτήριο για την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος αποτελεί η βλάβη, η οποία πρέπει να προκύπτει αμέσως από την προσβαλλόμενη απόφαση και μόνο. Οι εσφαλμένες αιτιολογίες της, οι οποίες δεν απολήγουν σε βλάβη του διαδίκου με αντίστοιχες προς αυτές διατάξεις που περιέχονται στο διατακτικό της, δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο έφεσης για το λόγο ότι είναι ασύμφορες γι' αυτόν ή μη ορθές νομικώς, καθόσον το ουσιώδες της απόφασης είναι οι διατάξεις και όχι οι αιτιολογίες αυτής, το δε δικαστήριο που δικάζει την έφεση μπορεί να την απορρίψει και να προσθέσει άλλες αιτιολογίες (άρθρο 534 ΚΠολΔ), χωρίς η απόφασή του να θεωρείται επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα. Κατ' εξαίρεση η βλάβη μπορεί να προέρχεται από τις δυσμενείς αιτιολογίες, όταν από αυτές ιδρύεται δεδικασμένο, οπότε και υπάρχει έννομο συμφέρον για την άσκηση έφεσης από τον διάδικο που νίκησε, προς αποτροπή αυτού. Πλεοναστικές αιτιολογίες, εκείνες δηλαδή των οποίων η παράλειψη δεν θα επιδρούσε στην πληρότητα του δικανικού συλλογισμού, δεν καλύπτονται από το δεδικασμένο (ΑΠ 1020/2006, ΑΠ 1489/2006), ούτε μπορούν να δικαιολογήσουν την άσκηση ενδίκου μέσου ή να καταστούν αντικείμενο έρευνας από το ανώτερο δικαστήριο, όταν τούτο κρίνει ένδικο μέσο που ασκήθηκε παραδεκτώς.

Στην προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων, με την από 2-11-2006, απευθυνόμενη στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, αγωγή του εξέθετε ότι, στις 18-3-1989, απεβίωσε στην …. ο Ν. Α., πατέρας αυτού και των εναγομένων χωρίς να αφήσει διαθήκη και κληρονομήθηκε από τη σύζυγό του Μ. χήρα Ν. Α., κατά ποσοστό 4/16 εξ αδιαιρέτου και από τα τέκνα του-διαδίκους, κατά ποσοστό 3/16 εξ αδιαιρέτου από το καθένα. Ότι ο κληρονομούμενος, κατά το χρόνο του θανάτου του, κατέλιπε τα λεπτομερώς περιγραφόμενα ακίνητα και κινητά περιουσιακά στοιχεία, συνολικής αξίας, κατά το χρόνο αυτό, 240.136.163 δραχμών. Ότι, κατά τη διάρκεια της ζωής του, είχε μεταβιβάσει σε καθεμία από τις εναγόμενες, λόγω προίκας, τα περιγραφόμενα ακίνητα και συγκεκριμένα, το έτος 1965, στην πρώτη εναγόμενη ακίνητα συνολικής αξίας 4.173.000 δραχμών, το έτος 1966, στη δεύτερη εναγόμενη ακίνητα συνολικής αξίας 3.949.000 δραχμών και το έτος 1973, στην τρίτη από αυτές ακίνητα συνολικής αξίας 6.180.000 δραχμών, οι οποίες υποχρεούνται να συνεισφέρουν τις εν λόγω παροχές. Ότι από τους χρόνους σύστασης των προικών μέχρι το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου επήλθε ουσιώδης υποτίμηση της δραχμής, με συνέπεια, μετά από αναγωγή σε χρυσές λίρες Αγγλίας, η αξία των παροχών αυτών, κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου, να αντιστοιχεί στα ποσά των 482.528.275, 488.971.720 και 120.102.420 δραχμών, αντίστοιχα. Ότι με βάση την, ανερχόμενη στο ποσό του 1.271.704.538 δραχμών, αξία της πλασματικής ομάδας της κληρονομίας, η κληρονομική μερίδα καθενός από αυτούς ανέρχεται στο ποσό των 317.926.134 δραχμών και ότι οι δύο πρώτες εναγόμενες δεν δικαιούνται να λάβουν κληρονομικό μερίδιο από την πραγματική ομάδα της κληρονομίας, διότι οι προίκες που έλαβαν είναι μεγαλύτερης αξίας από την αξία της κληρονομικής του μερίδας και ότι η δική του κληρονομική μερίδα ανέρχεται σε ποσοστό 625/οο εξ αδιαιρέτου και της τρίτης εναγομένης σε ποσοστό 125/οο εξ αδιαιρέτου.

Με βάση αυτό το ιστορικό, ζήτησε να αναγνωρισθεί, ότι οι εναγόμενες υποχρεούνται να συνεισφέρουν τις άνω παροχές (προίκες), ότι η πρώτη και η δεύτερη από αυτές αποκλείονται από την κληρονομία λόγω υπέρτερης αξίας της παροχής που πρέπει να συνεισφέρουν και ότι το εξ αδιαθέτου κληρονομικό του δικαίωμα στην κληρονομία του πατρός του ανέρχεται στο ύψος των 625/00 εξ αδιαιρέτου. Επί της αγωγής εκδόθηκαν από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αρχικά η υπ' αριθ. 7446/2008 μη οριστική απόφαση που διέταξε τη διενέργεια διπλής πραγματογνωμοσύνης (από πολιτικό μηχανικό για την εκτίμηση της εμπορικής αξίας των ακινήτων της κληρονομίας και των προικώων και από λογιστή - οικονομολόγο για την αξία της ατομικής επιχείρησης του κληρονομούμενου, της μερίδας συμμετοχής του στην αναφερόμενη ομόρρυθμη εταιρεία και ενός ΙΧΕ αυτοκινήτου) και, στη συνέχεια, η υπ' αριθ. 4038/2011 οριστική απόφαση, με την οποία η αγωγή απορρίφθηκε κατ' ουσίαν, κατά παραδοχή, ως ουσιαστικά βάσιμης, της ένστασης των εναγομένων περί καταχρηστικής άσκησής της.

Κατά της οριστικής απόφασης ασκήθηκαν, νομότυπα και εμπρόθεσμα, (α) η από 11-1-2012 έφεση του ενάγοντος και (β) η από 4-4-2012, αντίθετη, έφεση της τρίτης εναγομένης Ε. συζ. Ε. Σ. και οι από 27-2-2015 πρόσθετοι λόγοι της, που νίκησε μεν στην πρωτοβάθμια δίκη, αλλά επικαλέστηκε έννομο συμφέρον, ως θιγόμενη από την διαλαμβανόμενη στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης κρίση περί της αξίας των κληρονομιαίων και των συνεισενεκτέων προικώων ακινήτων. Σύμφωνα, όμως, με όσα προεκτίθενται, η έφεση της τελευταίας και οι πρόσθετοι λόγοι της πρέπει ν' απορριφθούν ως απαράδεκτοι, διότι, μετά την παραδοχή της προβληθείσας, καταλυτικής της αγωγής ένστασης καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος του ενάγοντος και την εξ αυτού του λόγου απόρριψη της αγωγής, οι πλεοναστικές αιτιολογίες του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου δεν καλύπτονται από το δεδικασμένο και δεν μπορούν να δικαιολογήσουν την άσκηση ενδίκου μέσου ή να καταστούν αντικείμενο έρευνας από το Εφετείο.

Κατά το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής το δικαίωμα, στην έννοια του οποίου περιλαμβάνεται και το εμπράγματο τοιούτο, θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικώς, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, χωρίς κατά νόμο να εμποδίσουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού εκείνη τείνει στην ανατροπή κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Απαιτείται ακόμη οι πράξεις του υπόχρεου και η υπ' αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, επαγόμενη ιδιαιτέρως επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σύνδεσμο με την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου. Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου και όταν ακόμη δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση στον υπόχρεο ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται αυτό να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική την μεταγενέστερη άσκηση αυτού, αλλά απαιτείται να συντρέχουν, προσθέτως, ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες, κυρίως, από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του υπόχρεου, ενόψει των οποίων και της αδράνειας του δικαιούχου, η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος, τείνουσα στην ανατροπή της διαμορφωθείσας κατάστασης υπό τις ανωτέρω ειδικές συνθήκες και διατηρηθείσας για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, να εξέρχεται των από την ανωτέρω διάταξη διαγραφομένων ορίων. Η ειρημένη δε αδράνεια του δικαιούχου, που δεν είναι απαραίτητο να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες για τον υπόχρεο συνέπειες, ενώ αρκεί και η επέλευση δυσμενών απλώς για τα συμφέροντά του επιπτώσεων, πρέπει να υφίσταται επί μακρό χρονικό διάστημα, πλην μικρότερο του για την παραγραφή του δικαιώματος από το νόμο προβλεπομένου, από τότε που ο δικαιούχος μπορούσε να ασκήσει το δικαίωμά του (ΟλΑΠ 7/2002, ΟλΑΠ 8/2001, ΑΠ 1225/2017, ΑΠ 206/2017).

Από την εκτίμηση των καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, που εξετάσθηκαν νομότυπα στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται στα 7446/2008 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού, από όλα τα έγγραφα, το οποία κάθε διάδικος επικαλείται και προσκομίζει νομίμως, σε μερικά από τα οποία γίνεται ειδική μνεία κατωτέρω, χωρίς, πάντως, να παραλείπεται κανένα, κατά την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, τις, ενώπιον της συμβολαιογράφου Ε. Σ. - Κ., ….97 και …..98/1-10-2004, ένορκες βεβαιώσεις των Π. Ο. και Α. Κ., αντίστοιχα, που λήφθηκαν με την επιμέλεια του ενάγοντος, για να χρησιμοποιηθούν στη συζήτηση της προγενέστερης, από 7-4-2003 (αριθ. κατάθ. 54708/2003), αγωγής του, ομοίου περιεχομένου και αιτημάτων με την ένδικη (η οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, λόγω μη εγγραφής της στα βιβλία διεκδικήσεων, με την υπ' αριθ. 5912/2006 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών), μετά από προηγούμενη νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση των αντιδίκων του, όπως προκύπτει από τις …..16Β, …17Β και ….18Β, από 27-9-2004 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Α. Π., καθώς και την, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών, ….41/1-4-2015 ένορκη βεβαίωση των Μ. Β., Σ. Γ. και Α. Μ., που λήφθηκε με την επιμέλεια της εναγομένης - εκκαλούσας - εφεσίβλητης Ε. Σ., μετά από προηγούμενη νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση του αντιδίκου της, όπως προκύπτει από την ….4 Ε/27-3-2015 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών Ε. Κ.-Φ., από τις από μηνός Ιανουαρίου 2010 και από 17-3-2010 εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης των πραγματογνωμόνων Σ. Β., πολιτικού μηχανικού και Β. Ζ., λογιστή - οικονομολόγου, αντίστοιχα, που διορίστηκαν με την υπ' αριθ. 7446/2008 απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με την οποία διατάχθηκε η διενέργεια διπλής πραγματογνωμοσύνης, για την κατάθεση των οποίων συντάχθηκαν οι 57/2010 και 102/2010 εκθέσεις της γραμματέως αυτού, αντίστοιχα, οι οποίες εκτιμώνται ελεύθερα (άρθρο 387 ΚΠολΔ), τις από 6-7-2010 και από 23-8-2010 εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης των Α. Α., πολιτικού μηχανικού και Γ. Π., οικονομολόγου, αντίστοιχα, που ορίστηκαν τεχνικοί σύμβουλοι από την τρίτη εναγομένη Ε. Σ., με προφορική δήλωσή της ενώπιον του δικαστηρίου κατά την όρκιση του πραγματογνώμονα Σ. Β., την από μηνός Σεπτεμβρίου 2010 περιληπτική έκθεση οικονομολογικής μελέτης της ανώνυμης εταιρείας παροχής εξειδικευμένων οικονομοτεχνικών και εκτιμητικών υπηρεσιών με την επωνυμία "... S.A." και την από 15-12-2009 εκτίμηση αγοραίας αξίας της εταιρείας "...", που συντάχθηκαν κατ' εντολή του ενάγοντος (άρθρο 392 παρ. 1 ΚΠολΔ), που εκτιμώνται ελεύθερα (άρθρα 390 και 391 ΚΠολΔ), χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι, ενώπιον της συμβολαιογράφου Φ. Α., ...15/1-10-2004 και ...31/11-10-2004, ένορκες βεβαιώσεις των Κ. Λ. και Σ. Τ., αντίστοιχα, που λήφθηκαν με την επιμέλεια της εναγομένης Μ. Κ., για να χρησιμοποιηθούν στην ίδια, ως άνω, δίκη επί της από 7-4-2003 αγωγής, διότι η ανωτέρω διάδικος δεν επικαλείται στις προτάσεις της ότι λήφθηκαν ύστερα από προηγούμενη νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση του ενάγοντος, ούτε προσκομίζει σχετικές εκθέσεις επίδοσης κλήτευσης αυτού, αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:

Στις 18 Μαρτίου 1989 απεβίωσε στην …., χωρίς να αφήσει διαθήκη, ο Ν. Α. του Α., ο οποίος κατά το χρόνο του θανάτου του άφησε μοναδικούς εξ αδιαθέτου κληρονόμους του τη σύζυγο του Μ., χήρα Ν. Α., κατά ποσοστό 4/16 εξ αδιαιρέτου και τα τέσσερα τέκνα του, ήτοι τον ενάγοντα γιό του, ήδη εκκαλούντα και τις θυγατέρες του, Ε. συζ. Σ. Β. (πρώτη εναγομένη-εφεσίβλητη), Μ. συζ. Ι. Κ. (δεύτερη εναγομένη-εφεσίβλητη) και Ε. συζ. Ε. Σ. (τρίτη εναγομένη-εφεσίβλητη), τον καθένα κατά ποσοστό 3/16 εξ αδιαιρέτου, την κληρονομία του οποίου οι ανωτέρω κληρονόμοι αποδέχθηκαν νομότυπα. Ο κληρονομούμενος, κατά το χρόνο του θανάτου του, είχε στην κυριότητά του τα εξής ακίνητα, με την αντίστοιχη στο καθένα, κατά τον ίδιο χρόνο, αξία, ήτοι: 1) ποσοστό 75% εξ αδιαιρέτου ενός οικοπέδου, επιφάνειας 136 τ.μ., που βρίσκεται στην …., επί της οδού ..., 2) ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου ενός οικοπέδου, επιφάνειας 126 τ.μ., που βρίσκεται στην …., επί της οδού ..., 3) ένα κατάστημα με στοιχεία Κ1-Κ2, εμβαδού 94,10 τ.μ , με ποσοστό συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο 130/οο εξ αδιαιρέτου, που βρίσκεται στην ……, στον ισόγειο όροφο της επί της οδού ..., πολυκατοικίας, 4) ένα κατάστημα με στοιχεία Κ7- Κ8, εμβαδού 59,10 τ.μ., με ποσοστό συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο 21/οο εξ αδιαιρέτου, που βρίσκεται στον ισόγειο όροφο της, ίδιας, ως άνω, πολυκατοικίας, 5) μια αποθήκη με στοιχεία Υ1, εμβαδού 131 τ.μ., με ποσοστό συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο 19/οο εξ αδιαιρέτου, που βρίσκεται στο υπόγειο της ίδιας πολυκατοικίας. Οι οριζόντιες ιδιοκτησίες με στοιχεία Κ1-Κ2 Κ7-Κ8 και Υ1 έχουν συνενωθεί ατύπως πριν από το έτος 1989 σε ένα ενιαίο χώρο, 6) μια αποθήκη με στοιχεία Υ5, εμβαδού 20 τ.μ , με ποσοστό συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο 3/οο εξ αδιαίρετου, που βρίσκεται στο υπόγειο της ίδιας πολυκατοικίας, 7) ένα εργοστάσιο, αποτελούμενο από ισόγειο, πρώτο και δεύτερο πάνω από το ισόγειο ορόφους, συνολικού εμβαδού 1.439,16 τ.μ., το οποίο είναι κτισμένο σε οικόπεδο, επιφάνειας 827,60 τ.μ., που βρίσκεται στην ….., επί της συμβολής των οδών ..., 8) ένα εργοστάσιο, αποτελούμενο από υπόγειο, ισόγειο και πρώτο πάνω από το ισόγειο όροφο, συνολικού εμβαδού 1.965 τ.μ., το οποίο είναι κτισμένο σε οικόπεδο, επιφάνειας 4.051,51 τ.μ., που βρίσκεται στη ..., στη θέση "...", 9) ένα παλαιό αυτοκίνητο, εργοστασίου κατασκευής MERCEDES, τύπου 220, έτους κατασκευής 1960, ενώ επίσης είχε 10) την εκμετάλλευση στην ….. επί της οδού ..., μιας ατομικής επιχείρησης με την επωνυμία "..." και 11) μερίδα συμμετοχής κατά ποσοστό 50% στην ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία "... Ο.Ε.", με έδρα την Αθήνα, .... Ο ανωτέρω κληρονομούμενος, κατά τη διάρκεια της ζωής του, είχε μεταβιβάσει, λόγω προίκας: Α) δυνάμει του ...32/29-9-1965 προικοσυμφώνου του συμβολαιογράφου Δ. Κ., που μεταγράφηκε νόμιμα, στην πρώτη εναγομένη θυγατέρα του Ε. συζ. Σ. Β. τα παρακάτω ακίνητα και δη: α) από την πολυώροφη οικοδομή που βρίσκεται στην …., στην οδό ..., τις εξής οριζόντιες ιδιοκτησίες: (1) το γραφείο-κατάστημα του τρίτου ορόφου με τα στοιχεία Γ-1, εμβαδού 28,15 τ.μ., (2) το γραφείο-κατάστημα του τρίτου ορόφου με τα στοιχεία Γ-2, εμβαδού 27,15 τ.μ., (3) το γραφείο- κατάστημα του τρίτου ορόφου με τα στοιχεία Γ-8, εμβαδού 27,80 τ.μ., (4) το γραφείο-κατάστημα του τρίτου ορόφου με τα στοιχεία Γ-9, εμβαδού 23,60 τ.μ., (5) το γραφείο-κατάστημα του τέταρτου ορόφου με τα στοιχεία Δ-1, εμβαδού 28,15 τ.μ., (6) το γραφείο-κατάστημα του τέταρτου ορόφου με τα στοιχεία Δ-2, εμβαδού 27,15 τ.μ., (7) το γραφείο-κατάστημα του τέταρτου ορόφου με τα στοιχεία Δ-8, εμβαδού 27,80 τ.μ., (8) το γραφείο-κατάστημα του τέταρτου ορόφου με τα στοιχεία Δ-9, εμβαδού 24,60 τ.μ., (9) το γραφείο - κατάστημα του πέμπτου ορόφου με τα στοιχεία Ε-8, εμβαδού 27,80 τ.μ. και (10) το γραφείο-κατάστημα του πέμπτου ορόφου με τα στοιχεία Ε-9, εμβαδού 23,60 τ.μ., β) από την πολυώροφη οικοδομή που βρίσκεται στην ….., επί της οδού ..., τις εξής οριζόντιες ιδιοκτησίες: (1) το ισόγειο κατάστημα με συνεχόμενη αποθήκη με αριθμό "1", εμβαδού 22 τ. μ., (2) το κατάστημα του ισογείου ορόφου με αριθμό "3", εμβαδού 40 τ.μ., και (3) ολόκληρο τον δεύτερο όροφο, συνολικού εμβαδού 150 τ.μ., Β) δυνάμει του ...38/28-5-1966 προικοσυμφώνου του συμβολαιογράφου Δ. Κ. που μεταγράφηκε νόμιμα, στη δεύτερη εναγομένη θυγατέρα του Μ. συζ. Ι. Κ. τα παρακάτω ακίνητα και δη: α) από την πολυώροφη οικοδομή της οδού ...: (1) το γραφείο- κατάστημα του πρώτου ορόφου με τα στοιχεία Α-1, εμβαδού 27,80 τ.μ., (2) το γραφείο-κατάστημα του πρώτου ορόφου με τα στοιχεία Α-9, εμβαδού 23,60 τ.μ., (3) το γραφείο-κατάστημα του πέμπτου ορόφου με τα στοιχεία Ε-1, εμβαδού 28,15 τ.μ., (4) το γραφείο-κατάστημα του πέμπτου ορόφου με τα στοιχεία Ε-2, εμβαδού 27,15 τ.μ., (5) το γραφείο - κατάστημα του έκτου ορόφου με τα στοιχεία Ρ-1, εμβαδού 19,80 τ.μ., (6) το γραφείο-κατάστημα του έκτου ορόφου με τα στοιχεία Ρ-2, εμβαδού 19,30 τ.μ., (7) γραφείο-κατάστημα του έκτου ορόφου με τα στοιχεία Ρ-3, εμβαδού 25,90 τ.μ., (8) το γραφείο-κατάστημα του έκτου ορόφου με τα στοιχεία Ρ-8, εμβαδού 21,15 τ.μ (9) το γραφείο- κατάστημα του έκτου ορόφου με τα στοιχεία Ρ-9, εμβαδού 30,15 τ.μ., και (10) το γραφείο-κατάστημα του έκτου ορόφου με τα στοιχεία Ρ-10, εμβαδού 21,90 τ.μ., β) από την πολυκατοικία επί της οδού ..., της μεταβίβασε τις εξής οριζόντιες ιδιοκτησίες: (1) το ισόγειο κατάστημα με συνεχόμενη αποθήκη με αριθμό "2", εμβαδού 23 τ. μ., (2) το κατάστημα του ισογείου ορόφου με αριθμό "4", εμβαδού 36 τ.μ., και (3) ολόκληρο τον πρώτο όροφο, συνολικού εμβαδού 150 τ.μ., Γ) δυνάμει του ...76/22-4-1973 προικοσυμφώνου του συμβολαιογράφου Δ. Κ., που μεταγράφηκε νόμιμα, στην τρίτη εναγομένη θυγατέρα του Ε. συζ. Ε. Σ. τα παρακάτω ακίνητα, και δη: α) από την πολυκατοικία της οδού ... τις εξής οριζόντιες ιδιοκτησίες: (1) το γραφείο- κατάστημα του πρώτου ορόφου με τα στοιχεία Α-1, εμβαδού 28,15 τ.μ., (2) το γραφείο-κατάστημα του πρώτου ορόφου με τα στοιχεία Α-2, εμβαδού 27,15 τ.μ., (3) το γραφείο-κατάστημα του πρώτου ορόφου με τα στοιχεία Α-3, εμβαδού 27,15 τ.μ., (4) το γραφείο-κατάστημα του δεύτερου ορόφου με τα στοιχεία Β-1, εμβαδού 28,15 τ.μ., (5) το γραφείο-κατάστημα του δεύτερου ορόφου με τα στοιχεία Β-2, εμβαδού 27,15 τ.μ., (6) το γραφείο-κατάστημα του δεύτερου ορόφου με τα στοιχεία Β-8, εμβαδού 27,80 τ.μ., και (7) το γραφείο-κατάστημα του δεύτερου ορόφου με τα στοιχεία Β-9, εμβαδού 23,60 τ.μ., β) από την πολυκατοικία της οδού ..., τις εξής οριζόντιες ιδιοκτησίες: (1) τον τρίτο όροφο, εμβαδού 138 τ. μ., (2) τον τέταρτο όροφο, εμβαδού 108 τ.μ, οι οποίοι επικοινωνούν μεταξύ τους και αποτελούν ενιαία οριζόντια ιδιοκτησία, συνολικού εμβαδού 246 τ.μ. και (3) το δικαίωμα υψούν ορόφου πάνω από τον τέταρτο όροφο.

Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο ενάγων, μετά τον θάνατο του πατέρα του: α) άσκησε την από 29-3-1989 αίτησή του ασφαλιστικών μέτρων, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά της μητέρας του και των εναγομένων αδελφών του, με την ιδιότητα του εξ αδιαθέτου κληρονόμου του αποβιώσαντος πατρός του, κατά ποσοστό 3/16 εξ αδιαιρέτου, χωρίς καμία επιφύλαξη, ζητώντας τη σφράγιση κληρονομιαίων ακινήτων, β) με τη νομίμως μεταγραφείσα υπ' αριθ. ...690/1990 πράξη αποδοχής κληρονομίας του συμβολαιογράφου Δ. Θ. αποδέχθηκε την επαχθείσα κληρονομία του αποβιώσαντος πατέρα του, κατά το ποσοστό της εξ αδιαθέτου διαδοχής, ήτοι 3/16, χωρίς καμία επιφύλαξη, γ) με τη νομίμως μεταγραφείσα υπ' αριθ. ...277/2000 πράξη αποδοχής κληρονομίας του συμβολαιογράφου Δ. Θ. αποδέχθηκε εκ νέου, δέκα έτη μετά την προαναφερόμενη αρχική αποδοχή, την κληρονομία του αποβιώσαντος πατέρα του, κατά το ποσοστό της εξ αδιαθέτου διαδοχής, ήτοι 3/16, χωρίς καμία επιφύλαξη, δ) με το νομίμως μεταγραφέν υπ' αριθ. …..48/1990 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Ά. Ν. Κ. επώλησε τα 3/16 εξ αδιαιρέτου, ήτοι το εξ αδιαθέτου ποσοστό του, επί του (εν μέρει, κατά τα ανωτέρω) κληρονομιαίου οικοπέδου της οδού ... στην εταιρία "...", ε) με το νομίμως μεταγραφέν υπ' αριθ. ….49/1990 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Ά. Ν. Κ. επώλησε τα 3/16 εξ αδιαιρέτου, ήτοι το εξ αδιαθέτου ποσοστό του, επί του (εν μέρει, κατά τα ανωτέρω) κληρονομιαίου οικοπέδου της οδού ... στην εταιρία "..." και στ) με το νομίμως μεταγραφέν υπ' αριθ. ...309/1-3-2001 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Δ. Θ., ήτοι 12 έτη μετά τον θάνατο του πατέρα του, δώρισε τα 3/16 εξ αδιαιρέτου, ήτοι το εξ αδιαθέτου ποσοστό του, επί του κληρονομιαίου εργοστασίου της οδού ... στη σύζυγο του Π.. Εξ άλλου, οι σχέσεις μεταξύ των τεσσάρων αδελφών-διαδίκων ήσαν γενικώς τεταμμένες.

Τούτο προκύπτει, τόσο από την προαναφερόμενη από 30-3-1989 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων του εφεσίβλητου-ενάγοντος, όπου ο τελευταίος αναφέρει ως λόγο αποτροπής κινδύνου τη μεταξύ των διαδίκων ύπαρξη "διενέξεων και αντιγνωμιών", όσο και από το ότι: α) ο ενάγων και η Μ. Κ. άσκησαν κατά των αδελφών τους Ε. Σ. και Ε. Β. την από 22-7-1996 αγωγή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με αίτημα την ακύρωση συμβολαίου γονικής παροχής της μητέρας των διαδίκων Μ. συζύγου Ν. Α. που αφορούσε τη μεταβίβαση της ψιλής κυριότητας ακινήτου της κειμένου στη ..., β) η Μ. Κ. άσκησε κατά των υπολοίπων τριών αδελφών της-διαδίκων την από 26-3-1997 αγωγή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με αίτημα την ακύρωση της από 18-3-1991 ιδιόγραφης διαθήκης της, αποβιώσασας στις 13-6-1996, μητέρας των διαδίκων, Μ. συζ. Ν. Α., με την οποία η διαθέτις αποκλήρωσε την ενάγουσα θυγατέρα της και γ) ο ενάγων και η Μ. Κ. άσκησαν κατά των αδελφών τους Ε. Σ. και της Ε. Β. την από 5-10-1998 αγωγή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με αίτημα την κήρυξη σε κατάσταση αναξιότητας των εναγομένων να κληρονομήσουν την αποβιώσασα μητέρα τους. Καίτοι από τα προαναφερόμενα περιστατικά επιβεβαιώνεται ότι οι διάδικοι ευρίσκοντο σε διαρκείς και έντονες αντιδικίες που αφορούσαν την (εν ζωή και κληρονομιαία) περιουσία της αποβιώσασας, επτά έτη μετά τον θάνατο του πατέρα τους, μητέρας τους, εν τούτοις ο ενάγων ουδέποτε έθεσε θέμα αμφισβήτησης του κληρονομικού δικαιώματος των τριών εναγομένων-εφεσιβλήτων αδελφών του επί της κληρονομιαίας περιουσίας του πατέρα τους και της συνακόλουθης υποχρέωσης συνεισφοράς των εν ζωή περιουσιακών παροχών του τελευταίου προς αυτές. Για πρώτη φορά δε, δώδεκα έτη μετά τον θάνατο του πατέρα τους (18-3-1989), στην από 8-5-2001 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων κατά των εναγομένων αδελφών του, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με αίτημα τον διορισμό προσωρινού διαχειριστή στο κληρονομιαίο κατάστημα της οδού ….., ο ενάγων δηλώνει ότι υφίσταται ενεργός αξίωση συνεισφοράς των, ως άνω, περιουσιακών παροχών.

Σημειώνεται ότι το προσκομιζόμενο με επίκληση από τον τελευταίο αντίγραφο δήλωσης φόρου κληρονομίας, στο οποίο αναφέρεται ότι "ποσοστό που διεκδικώ (επίδικο) από το κληρονομικό μερίδιο των παρακάτω αδελφών μου για την αξία των προικών που είχαν πάρει....", δεν φέρει ούτε ημερομηνία κατάθεσής του στην οικεία ΔΟΥ, ούτε οποιοδήποτε στοιχείο, υπογραφή και σφραγίδα του παραλαβόντος αρμόδιου υπαλλήλου της ΔΟΥ και, συνεπώς, δεν μπορεί από αυτό να αποδειχθεί οποιαδήποτε, προηγούμενη της 8-5-2001, διατύπωση αξίωσης ή επιφύλαξης.

Ενόψει όμως της μεγάλης αξίας της κληρονομιαίας περιουσίας που κατέλιπε ο Ν. Α. και της έντονης αντιδικίας μεταξύ των τεσσάρων αδελφών ως προς την (εν ζωή και κληρονομιαία) περιουσία της μητέρας τους, εκδηλωθείσα πριν και συνεχισθείσα αμέσως μετά τον, επτά έτη μετά τον θάνατο του πατέρα τους (1989), επισυμβάντα θάνατό της (1996), χωρίς εν τω μεταξύ να έχει εκδηλωθεί οποιαδήποτε πρόθεση αμφισβήτησης εκ μέρους του ενάγοντος του κληρονομικού δικαιώματος των διαδίκων επί της πατρικής κληρονομιαίας περιουσίας, σε συνδυασμό με τις εκ μέρους του ενάγοντος γενόμενες και απέχουσες χρονικά μεταξύ τους μια δεκαετία (1990-2000) αποδοχές της πατρικής κληρονομίας κατά τα 3/16 εξ αδιαθέτου, χωρίς καμία επιφύλαξη, τις πωλήσεις και δωρεές που έλαβαν νομοτύπως χώρα από εκείνον προς τρίτους και τη σύζυγό του αντίστοιχα και που αφορούσαν τα 3/16 εξ αδιαθέτου του ποσοστού συγκυριότητας του πατέρα του επί των προαναφερομένων ακινήτων, χωρίς καμία επιφύλαξη, αλλά και την επί δωδεκαετία από τον θάνατο του πατέρα των διαδίκων (1989) μη εκδήλωση οποιασδήποτε εκ μέρους του αμφισβήτησης των κληρονομιαίων μερίδων των αδελφών του μέχρι την από εκείνον υποβολή της από 8-5-2001 προαναφερόμενης αίτησης ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, δημιουργήθηκε ευλόγως στις εναγόμενες-εφεσίβλητες η πεποίθηση ότι ο ενάγων αδελφός τους είχε αποδεχθεί πλήρως τη συμμετοχή του στην πατρική κληρονομία κατά το ποσοστό των 3/16 εξ αδιαιρέτου και ότι δεν πρόκειται να ασκήσει το με την ένδικη αγωγή ασκηθέν σχετικό δικαίωμά του. Η μακροχρόνια αδράνεια του ενάγοντος και οι προπαρατεθείσες ειδικές συνθήκες και περιστάσεις που προήλθαν από την προηγηθείσα συμπεριφορά του ενάγοντος διεμόρφωσαν την πεποίθηση αυτή, η δε επακολουθήσασα με την αγωγή του άσκηση του δικαιώματός του, προκαλούσα επαχθείς για τα περιουσιακά συμφέροντα των εναγομένων επιπτώσεις, κρίνεται καταχρηστική.

Κατόπιν των όσων αναφέρονται, πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατ' ουσίαν η νομοτύπως προβληθείσα ένσταση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος του ενάγοντος, το δε πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφασή του ήχθη σε όμοια κρίση, έστω και με συνοπτική αιτιολογία, η οποία συμπληρώνεται ως ανωτέρω (άρθρο 534 ΚΠολΔ), ορθά εφήρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις, οι δε τ' αντίθετα υποστηρίζοντες λόγοι της από 11-1-2012 έφεσης του ενάγοντος πρέπει ν' απορριφθούν ως αβάσιμοι, όπως και η έφεση στο σύνολό της.

Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολό τους, λόγω της μεταξύ των διαδίκων εξ αίματος συγγένειας δευτέρου βαθμού (άρθρα 179 παρ. β' και 183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει τις από 11-1-2012 και 2-4-2012 εφέσεις και τους από 27-2-2015 πρόσθετους λόγους της δεύτερης εξ αυτών κατά της υπ' αριθ. 4038/2011 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ' ουσίαν τις εφέσεις και τους πρόσθετους λόγους.

Συμψηφίζει στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 10 Ιουνίου 2019.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 24 Ιουλίου 2019.

H ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ