Συνθετη Αναζητηση Νομοθεσιας - Νομολογιας

Νομοθεσία

ΑΝΑΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΜΙΣΘΩΜΑΤΟΣ ΣΤΙΣ ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΜΙΣΘΩΣΕΙΣ. ΤΡΟΠΟΣ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΕΝΟ ΤΗΣ ΣΧΕΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ, ΟΤΑΝ ΔΕΝ ΥΦΙΣΤΑΤΑΙ ΣΧΕΤΙΚΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΣΤΟ ΜΙΣΘΩΤΗΡΙΟ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟ. ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗ ΚΥΡΙΟΤΗΤΑΣ ΜΙΣΘΙΟΥ ΚΑΙ ΤΥΧΗ ΜΙΣΘΩΤΙΚΗΣ ΣΧΕΣΗΣ

Μ.Π.Κοζάνης 248/2020


ΑΝΑΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΜΙΣΘΩΜΑΤΟΣ ΣΤΙΣ ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΜΙΣΘΩΣΕΙΣ. ΤΡΟΠΟΣ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΕΝΟ ΤΗΣ ΣΧΕΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ, ΟΤΑΝ ΔΕΝ ΥΦΙΣΤΑΤΑΙ ΣΧΕΤΙΚΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΣΤΟ ΜΙΣΘΩΤΗΡΙΟ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟ -  Η αγωγή με την οποία ο εκμισθωτής ζητεί να αναγνωριστεί ότι το ύψος του μισθώματος ανέρχεται στο καθοριζόμενο από το νόμο ποσό με βάση την αντικειμενική αξία του μισθίου και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος μισθωτής να του καταβάλει τα αναπροσαρμοζόμενα και οφειλόμενα από την όχληση μισθώματα, είναι αναγνωριστική και καταψηφιστική ως προς τα οφειλόμενα μισθώματα, και όχι διαπλαστική, αφού με το νέο σύστημα νόμιμης αναπροσαρμογής που εισήγαγε ο νόμος (άρθρο 7 παρ. 2 π.δ. 34/1995) δεν γίνεται από το δικαστήριο διάπλαση της έννομης μισθωτικής σχέσης ως προς το μίσθωμα αλλά αυτό αναπροσαρμόζεται αυτοδίκαια από το νόμο με την καθιέρωση αντικειμενικών κριτηρίων.

ΑΠΟΡΡΙΨΗ ΣΧΕΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ δεδομένου ότι με αυτήν ζητείται το ποσό της αναπροσαρμογής του μισθώματος, όχι με βάση την παραπάνω συμφωνία αναπροσαρμογής, αλλά με βάση την τελευταία αυτή διάταξη της κατά νόμο οριζόμενης αναπροσαρμογής, το δε Δικαστήριο δεν δύναται να επιδικάσει κατ' άρθρο 106 ΚΠολΔ κάτι διαφορετικό από αυτό που ζητήθηκε.

ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ ΜΙΣΘΩΣΗΣ - Όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 58 παρ. 11 ΠΔ 34/1995, ως χρόνος παραμονής στη χρήση του μισθίου, με βάση τον οποίο προσδιορίζεται η νόμιμη, δηλαδή η υποχρεωτική, διάρκεια της μίσθωσης, νοείται ο συνολικός χρόνος που συμπληρώνεται, χωρίς διακοπή, στο πρόσωπο του μισθωτή συνυπολογιζομένου και του χρόνου των τυχόν δικαιοπαρόχων, σε περίπτωση που ο εκμισθωτής ή ο μισθωτής έχει υπεισέλθει στη θέση άλλου προηγούμενου εκμισθωτή ή μισθωτή. (5 ΠΔ 34/1995)

ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗ ΚΥΡΙΟΤΗΤΑΣ ΜΙΣΘΙΟΥ ΚΑΙ ΤΥΧΗ ΜΙΣΘΩΤΙΚΗΣ ΣΧΕΣΗΣ (1, 2, 12, 44 Π.Δ. 34/1995) - Επί μισθώσεων υπαγομένων στις ρυθμίσεις του ΠΔ 34/1995 μετά την κατάργηση με το άρθρο 3 του Ν. 1229/1982 της παρ. 1 του άρθρου 7 του κωδικοποιηθέντος Ν. 813/1978, που όριζε ότι οι διατάξεις των άρθρων 614, 618, 1164 ΑΚ και 1009 ΚΠολΔ εφαρμόζονται και στις μισθώσεις που υπάγονται στο Νόμο αυτό, η ρύθμιση του Κοινού Δικαίου, όσον αφορά στην τύχη της μισθωτικής σχέσης σε περίπτωση μεταβίβασης του μισθίου σε νέο κτήτορα κατά τη διάρκειά της, δεν ισχύει στις επαγγελματικές μισθώσεις, αλλά επέρχεται έκ του νόμου μεταβίβαση της μισθωτικής σχέσης στο νέο κτήτορα, ο οποίος υπεισέρχεται στη μίσθωση και αποκτά τα σχετικά δικαιώματα στην έκταση που τα είχε και ο δικαιοπάροχός του εκμισθωτής, χωρίς τις διακρίσεις του ως άνω άρθρου 614 ΑΚ. Έτσι, και στην περίπτωση που κατά τη διάρκεια εμπορικής μισθώσεως, την οποία κατάρτισε ο επικαρπωτής του μισθίου λήξει η επικαρπία, υπεισέρχεται εκ του νόμου στη μισθωτική σχέση ο ψιλός κύριος, στον οποίο επιστρέφει η επικαρπία και ο οποίος αποκτά όλα τα δικαιώματα που απορρέουν από τη μίσθωση, στην έκταση που τα είχε ο εκμισθωτής, άρα και το δικαίωμα της καταβολής του συμφωνημένου μισθώματος.

Απώτερος χρόνος, κατά τον οποίο κρίνεται η συνδρομή των στοιχείων της κτήσης και του απαιτητού του συγκεκριμένου δικαιώματος του ενάγοντος - Κατά γενική δικονομική αρχή που συνάγεται από τα άρθρα 69, 70, 223, 224, 269 και 281 ΚπολΔ, ως απώτερος χρόνος, κατά τον οποίο κρίνεται η συνδρομή των στοιχείων της κτήσης και του απαιτητού του συγκεκριμένου δικαιώματος του ενάγοντος είναι ο χρόνος της πρώτης συζήτησης της αγωγής στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δηλαδή εκείνης κατά την οποία εκφωνείται η υπόθεση και αρχίζει η κατ' ουσίαν εκδίκασή της, η διάταξη δε του άρθρου 69 ΚΠολΔ, εφαρμόζεται μόνον για την απόδοση του μισθίου και όχι για την οφειλή του μισθώματος, που άλλωστε εξαρτάται από την αντιπαροχή, ήτοι τη διάθεση του μισθίου κατάλληλου για τη χρήση που συμφωνήθηκε στον αντίστοιχο χρόνο.

ΑΝΑΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΜΙΣΘΩΜΑΤΟΣ ΕΠΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΕΚΜΙΣΘΩΤΩΝ Ή ΜΙΣΘΩΤΩΝ - Εξ άλλου, το δικαίωμα αναπροσαρμογής του μισθώματος είναι διαπλαστικής φύσεως, παρέχει δηλαδή τη δυνατότητα να επιδιωχθεί με αγωγή η διάπλαση για το μέλλον της έννομης σχέσεως της μισθώσεως, μεταβαλλόμενης ως προς το ύψος του μισθώματος από της ασκήσεως της αγωγής. Όμως, το δικαίωμα τούτο δεν είναι αδιαίρετο κατά την κτήση ή την άσκησή του, αφού μάλιστα η χρηματική παροχή του μισθώματος έχει διαιρετό αντικείμενο. Συνεπώς, κατά την κρατήσασα στη νομολογία άποψη σε περίπτωση υπάρξεως περισσότερων εκμισθωτών, καθένας, από αυτούς, σύμφωνα με τον κανόνα του άρθρου 480 ΑΚ, δικαιούται να ζητήσει την αναπροσαρμογή του μισθώματος, στο ποσοστό που αντιστοιχεί στην ιδανική του μερίδα επί του κοινού μίσθιου πράγματος. Εξ άλλου, αν υπάρχουν περισσότεροι μισθωτές ή και περισσότεροι εκμισθωτές, ο καθένας μισθωτής, αν δεν έχει συμφωνηθεί ενοχή εις ολόκληρον, υποχρεούται να καταβάλει την αναλογία του και κάθε εκμισθωτής μπορεί να απαιτήσει από το μισθωτή την αναλογία του.

ΕΝΝΟΙΑ άρθρου 106 Κ.Πολ.Δ - Με το άρθρο 106 ΚΠολΔ που ορίζει ότι "το Δικαστήριο ενεργεί μόνο ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση πραγματικούς ισχυρισμούς που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις που υποβάλλουν, εκτός αν ο Νόμος ορίζει διαφορετικά", κατοχυρώνονται δύο βασικές αρχές: α) η αρχή της διαθέσεως και β) η αρχή της συζητήσεως. Η αρχή της διαθέσεως ορίζει ότι η δικαστική προστασία παρέχεται μόνον αν ζητείται, στην έκταση που ζητείται και εφ' όσον εξακολουθεί να ζητείται από τους διαδίκους. Εξαίρεση ισχύει για ορισμένες ρητά από το Νόμο προβλεπόμενες περιπτώσεις Εκούσιας Δικαιοδοσίας (π.χ. άρθρα 826, 831 § 1, 838 § 1 κ.λπ.). Συνεπώς το δικαστήριο δεσμεύεται από τις αιτήσεις των διαδίκων, και δεν επιτρέπεται να επιδικάσει κάτι περισσότερο ή διαφορετικό απ' αυτό που ζητήθηκε ή να επιδικάσει κάτι που δεν ζητήθηκε, ούτε μπορεί να προβεί σε διάγνωση έννομης σχέσης που δεν εκτέθηκε στην αγωγή, ή να διαγνώσει έννομη σχέση κατ' ουσία διάφορη από αυτή που εκτίθεται στην αγωγή.

Το άρθρο 69 ΚΠολΔ δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση καταβολής μελλοντικών (μη δεδουλευμένων) μισθωμάτων, αφού η οφειλή τους εξαρτάται από την αντιπαροχή, δηλαδή τη διάθεση του μισθίου κατάλληλου για τη χρήση που συμφωνήθηκε στον αντίστοιχο χρόνο.

ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΜΙΣΘΩΣΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΛΗΞΗ ΤΗΣ ΚΑΘΙΣΤΑΤΑΙ (άνευ άλλου τινός) ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΜΙΣΘΩΣΗ ΑΟΡΙΣΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ. ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ - Εν προκειμένω ήδη από το έτος 2015, μετά την υπεισέλευση της ενάγουσας στη μισθωτική σχέση, επήλθε περαιτέρω αύξηση του μηνιαίου μισθώματος, ανερχομένου πλέον στο συνολικό ποσό των 1.000 ευρώ μηνιαίως, ως συνομολογούν αμφότεροι οι διάδικοι. Σύμφωνα με το άρθρο 5 του Π.Δ. 34/1995, το οποίο τυγχάνει εφαρμογής στην ένδικη επαγγελματική μίσθωση, η διάρκεια της μίσθωσης είναι δωδεκαετής, ανεξάρτητα από τη θέληση των συμβληθέντων, η οποία είχε κατά το χρόνο θανάτου της προκτήτορα (10-1-2015) και εκμισθώτριας ήδη παρέλθει, αφού συνήφθη τουλάχιστον την 30-9-2002 ..., ωστόσο παρατάθηκε συμβατικώς και σιωπηρώς έως και σήμερα, και έχει ήδη καταστεί αορίστου χρόνου (άρθρ. 611 ΑΚ σε συνδυασμό με την κατάργηση του άρθρου 61 περ. δ' του Π.Δ. 34/1995 περί τετραετούς παράτασης της μίσθωσης μετά την άπρακτη πάροδο εννέα μηνών από τη λήξη της σύμβασης χωρίς να ασκηθεί αγωγή απόδοσης μισθίου με το άρθρο 13 παρ. 3 του Ν. 4242/2014 ΦΕΚ Α 50/28.2.2014, κατάργηση που καταλαμβάνει και την ένδικη μίσθωση κατ' άρθρ. 13 παρ. 2 α του ιδίου νόμου), παραμένουσας της μισθώτριας-εναγομένης στην ακώλυτη χρήση του επίδικου μισθίου εν γνώσει και χωρίς την εναντίωση της συνεκμισθώτριας - ενάγουσας και του έτερου συνεκμισθωτή, μη υπαγόμενη πλέον, ως προς τη διάρκεια και τη λήξη της, στις ρυθμίσεις του ΠΔ/τος 34/1995, χωρίς να προκύπτει βούληση των μερών για κατάργηση της παλαιός μίσθωσης και σύναψη νέας, με νέους όρους, μη υπάρχουσας καμιάς αμφιβολίας περί τούτου, αφού δεν υπάρχει κανένα κενό και δεν χρειάζεται προσφυγή στις διατάξεις 173 και 200 ΑΚ για την ερμηνεία των συμβάσεων, καθώς τη συνέχιση της αρχικής μίσθωσης συνομολογεί και η ενάγουσα στην αγωγή της.


Για το πλήρες κείμενο πατήστε εδώ.