Συνθετη Αναζητηση Νομοθεσιας - Νομολογιας

Νομοθεσία

ΑΠ 671/2019 (ΣΤ΄ΠΟΙΝΙΚΕΣ) ΑΠΙΣΤΙΑ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ- ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΣΗ – ΧΡΟΝΟΣ ΤΕΛΕΣΗΣ- ΕΝΑΡΞΗ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗΣ - ΕΝΔΕΧΟΜΕΝΟΣ ΔΟΛΟΣ- ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΠΑΡΕΛΕΙΨΕ ΝΑ ΠΡΟΧΩΡΗΣΕΙ ΣΤΗΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΤΟΥ Ν.3869/2010 ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΝΤΟΛΕΑ ΤΗΣ

 

ΑΠ 671/2019 (ΣΤ΄ΠΟΙΝΙΚΕΣ) ΑΠΙΣΤΙΑ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ- ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΣΗ – ΧΡΟΝΟΣ ΤΕΛΕΣΗΣ- ΕΝΑΡΞΗ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗΣ - ΑΡΚΕΙ ΚΑΙ Ο ΕΝΔΕΧΟΜΕΝΟΣ ΔΟΛΟΣ-ΟΡΘΗ Η ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΣΕ ΒΑΡΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ Η ΟΠΟΙΑ ΠΑΡΕΛΕΙΨΕ ΝΑ ΠΡΟΧΩΡΗΣΕΙ ΣΤΗΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΤΟΥ Ν.3869/2010 ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΝΤΟΛΕΑ ΤΗΣ, ΠΟΥ ΠΛΗΡΟΥΣΕ ΤΙΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ, ΜΕ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΝΑ ΕΠΙΒΑΡΥΝΘΟΥΝ ΟΙ ΟΦΕΙΛΕΣ ΤΟΥ ΜΕ ΤΟΚΟΥΣ ΚΑΙ ΝΑ ΕΠΙΣΠΕΥΘΕΙ ΕΙΣ ΒΑΡΟΣ ΤΟΥ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ- ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΤΗΣ ΕΛΑΦΡΥΝΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΣΤΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΙΛΙΚΡΙΝΟΥΣ ΜΕΤΑΜΕΛΕΙΑΣ ΛΟΓΩ ΤΜΗΜΑΤΙΚΗΣ ΚΑΤΑΒΟΛΗΣ ΑΠΟ ΜΕΡΟΥΣ ΤΗΣ ΣΤΟΝ ΕΓΚΑΛΟΥΝΤΑ ΤΟΥ ΠΟΣΟΥ ΤΩΝ ΤΟΚΩΝ ΜΕ ΤΟΥΣ ΟΠΟΙΟΥΣ ΕΠΙΒΑΡΥΝΘΗΚΕ ΕΞΑΙΤΙΑΣ ΤΩΝ ΠΑΡΑΛΕΙΨΕΩΝ ΤΗΣ (233 εδ. α' του ΠΚ,) - Η βλάβη, με την επέλευση της οποίας περατώνεται το αδίκημα, είναι δυνατόν να επέλθει τόσο από ενέργεια του δικηγόρου όσο και από παράλειψη (ΑΠ 443/2017, 680/2014). Αν ο χρόνος αυτός (προς επιχείρηση της πράξεως) δεν είναι συγκεκριμένο χρονικό σημείο, αλλά μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, ως χρόνος τελέσεως του εγκλήματος αυτού νοείται το τελευταίο χρονικό σημείο του διαστήματος τούτου, από το οποίο και αρχίζει η παραγραφή του εγκλήματος. Για την πλήρωση της αντικειμενικής υποστάσεως απαιτείται δόλος του δράστη οποιουδήποτε βαθμού, ακόμη και ενδεχόμενος [ΑΠ 443/2017, ΑΠ 1298/2016].

Κείμενο

Απόφαση 671 / 2019    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

ΑΡΙΘΜΟΣ 671/2019
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δήμητρα Κοκοτίνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αρτεμισία Παναγιώτου, Γεώργιο Αναστασάκο, Μαρία Γεωργίου και Αλεξάνδρα Σιούτη-Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Φεβρουαρίου 2019, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ισίδωρου Ντογιάκου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Δ. Κ. του Δ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αντώνιο Μαρκουλή, περί αναιρέσεως της υπ' αριθ. 664/2018 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην υπ' αριθμ. πρωτ. 11853/23-10-2018 αίτησή της αναίρεσης, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1408/2018.

Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης,

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου η από 22-10-2018 αίτηση αναιρέσεως της Δ. Κ. του Δ., που ασκήθηκε με δήλωση, η οποία επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου στις 23-10-2010 [αρ.πρωτ.11853/23-10-2018], για αναίρεση της υπ'αριθμ.664/2018 καταδικαστικής αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, που έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα [άρθρα 473 παρ.2 και 509 παρ.2 ΚΠΔ] και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς την βασιμότητα των λόγων αυτής.
Κατά τη διάταξη του άρθρου
233 εδ. α' του ΠΚ, "δικηγόρος ή άλλος νομικός παραστάτης που βλάπτει με πρόθεσή του εκείνον, των συμφερόντων του οποίου έχει αναλάβει τη νομική προστασία....τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών". Από την παραπάνω διάταξη προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απιστίας δικηγόρου απαιτείται, α) η ιδιότητα του δράστη ως δικηγόρου ή άλλου νομικού συμπαραστάτη, β) η ανάθεση σ' αυτόν υποθέσεως, που μπορεί να είναι δικαστική ή εξώδικη, με εντολή ή με έμμισθη εντολή ακόμη και ενέργεια στα πλαίσια της εντολής, γ) η από πρόθεση πρόκληση βλάβης των συμφερόντων εκείνου, του οποίου έχει αναλάβει τη νομική προστασία, η οποία μπορεί να μην είναι αποκλειστικά περιουσιακή και δ) ενέργεια στα πλαίσια του επαγγέλματος του δικηγόρου και όχι άσχετη με αυτό. Η βλάβη, με την επέλευση της οποίας περατώνεται το αδίκημα, είναι δυνατόν να επέλθει τόσο από ενέργεια του δικηγόρου όσο και από παράλειψη (ΑΠ 443/2017, 680/2014). Ως βλάβη θεωρείται κάθε χειροτέρευση της θέσεως του πελάτη, χωρίς να έχει σημασία ο ειδικότερος χαρακτήρας αυτής της χειροτέρευσης, αν δηλαδή είναι περιουσιακή, προσωπική, ηθική ή δικονομική. Οσάκις δε η βλάβη είναι απότοκος οφειλόμενης ενέργειας, για την οποία ο δικηγόρος είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να ενεργήσει δυνάμει της σύμβασης εντολής που έλαβε, πρόκειται για έγκλημα που τελείται με παράλειψη (άρθρ.15 ΠΚ), ως χρόνος δε τελέσεως του εγκλήματος αυτού νοείται (άρθρ. 17 ΠΚ) εκείνος κατά τον οποίο όφειλε ο δικηγόρος να επιχειρήσει την ενέργεια αυτή. Αν ο χρόνος αυτός (προς επιχείρηση της πράξεως) δεν είναι συγκεκριμένο χρονικό σημείο, αλλά μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, ως χρόνος τελέσεως του εγκλήματος αυτού νοείται το τελευταίο χρονικό σημείο του διαστήματος τούτου, από το οποίο και αρχίζει η παραγραφή του εγκλήματος. Για την πλήρωση της αντικειμενικής υποστάσεως του εν λόγω εγκλήματος απαιτείται, σύμφωνα με το άρθρο 233 σε συνδ. με το άρθρο 27 παρ.1 ΠΚ, πρόθεση, δηλαδή δόλος του δράστη οποιουδήποτε βαθμού, ακόμη και ενδεχόμενος [ΑΠ 443/2017, ΑΠ 1298/2016].

Εξ άλλου, η δικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθενται σ' αυτήν, προκειμένου περί καταδικαστικής αποφάσεως, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά τα οποία προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο σχετικά με τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά καθώς και οι σκέψεις, με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά στην εφαρμοσθείσα ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο όλο. Η ύπαρξη του δόλου που απαιτείται, κατά το άρθρο 26 παρ. 1 ΠΚ, για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος, δεν είναι κατ' αρχήν ανάγκη να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι προκύπτει από την πραγμάτωση των περιστατικών τούτων, χρήζει μόνο ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, όταν για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος αξιώνονται πρόσθετα στοιχεία και συγκεκριμένα η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξης (άμεσος δόλος) ή η επιδίωξη ορισμένου περαιτέρω σκοπού (έγκλημα υπερχειλούς υποκειμενικής υπόστασης), περίπτωση που δεν συντρέχει στην κρινόμενη υπόθεση. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.

Κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ, εσφαλμένη ερμηνεία ποινικής διατάξεως υπάρχει, όταν ο δικαστής αποδίδει σ' αυτήν έννοια διαφορετική από εκείνη που έχει πραγματικά, ενώ εσφαλμένη είναι η εφαρμογή αυτής, όταν ο δικαστής, χωρίς να την παρερμηνεύει, δεν υπάγει στην αληθινή έννοιά της τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την επ' ακροατηρίου διαδικασία, αλλά σε άλλη διάταξη νόμου που δεν αρμόζει στη συγκεκριμένη περίπτωση. Υπάρχει τέτοια περίπτωση και όταν η ουσιαστική ποινική διάταξη παραβιάζεται εκ πλαγίου, όπως συμβαίνει, όταν στην απόφαση δεν αναφέρονται κατά τρόπο σαφή, πλήρη και ορισμένο τα πιο πάνω περιστατικά ή, κατά την παράθεσή τους, υπάρχει αντίφαση είτε μεταξύ αυτών στην αιτιολογία που τα περιέχει είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού της αποφάσεως, κατά τρόπο ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως [ΟλΑΠ 3/2008].

Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ' αρ. 664/2018 απόφαση, το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, δέχθηκε ανελέγκτως στο σκεπτικό του, μετά από εκτίμηση των κατ' είδος αναφερομένων στο προοίμιο αυτού αποδεικτικών μέσων (ένορκες καταθέσεις μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, ανάγνωση όλων των εγγράφων, ανάγνωση πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης και απολογία της κατηγορουμένης) ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Η κατηγορούμενη, η οποία είναι δικηγόρος, εγγεγραμμένη από τις 27-09-1999 στο μητρώο δικηγόρων του δικηγορικού Συλλόγου …, αρχές Οκτωβρίου 2011, δέχθηκε στο γραφείο της που διατηρεί επί της οδού ... της …, τον εγκαλούντα. Αυτός, είχε οφειλές α) προς την "Τράπεζα ... ΑΕ" ποσού 23.600 ευρώ από το αριθμ. ...327 προσωπικό δάνειο, που του είχε χορηγηθεί από την τελευταία, β)προς την Τράπεζα "... ΑΕ", ποσού 51.638,68 ευρώ, 35.963,34 ευρώ και 3.940,82 ευρώ, από τα αριθμ ...24, ...24 στεγαστικά δάνεια και το αριθμ ...100 "Όλα σε 1 δάνειο", αντίστοιχα και πληρούσε όλες τις νόμιμες προϋποθέσεις για την ένταξή του στο Ν. 3869/2010 "περί ρύθμισης οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων". Κατόπιν τούτου, εξαιτίας του γεγονότος ότι βρισκόταν σε γενική αδυναμία εξυπηρέτησης των οφειλών του, ανέθεσε στην κατηγορουμένη να προβεί, ως πληρεξούσια δικηγόρος του σε όλες τις ενέργειες για την ρύθμιση των άνω οφειλών του, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3869/2010, αντί αμοιβής 350 ευρώ που της κατέβαλε, με ταυτόχρονη παράδοση στην τελευταία των εγγράφων που αποδεικνύουν ότι, χωρίς δόλο είχε περιέλθει σε γενική αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών του, και ως εκ τούτου εδικαιούτο στην υποβολή αιτήσεως προς το αρμόδιο Ειρηνοδικείο Θεσσαλονίκης για την ρύθμιση των οφειλών του αυτών, με βάση τις διατάξεις του άνω νόμου. Ωστόσο η κατηγορούμενη από τον Οκτώβριο του 2004 έως και τον Αύγουστο του 2013 σε ουδεμία νομική ενέργεια προέβη για την ρύθμιση των άνω οφειλών του εγκαλούντος, ενώ τον διαβεβαίωνε ψευδώς περί του αντιθέτου, όταν την ρωτούσε για την πορεία της υποθέσεως γνωρίζοντας ως δικηγόρος ότι με την συμπεριφορά της αυτή βλάπτει τα συμφέροντα του εγκαλούντος, του οποίου είχε αναλάβει την νομική προστασία. Συγκεκριμένα, εξαιτίας της συμπεριφοράς αυτής της κατηγορουμένης οι άνω οφειλές του εγκαλούντος κατά το επίδικο χρονικό διάστημα επιβαρύνθηκαν με τόκους 5.133,54 ευρώ, 3.323,89 ευρώ, 2325,32 ευρώ και 462,95 ευρώ, αντίστοιχα, ενώ η εκ των δανειστριών τραπεζών "... ΑΕ", προς ικανοποίηση της προεκτεθείσας απαιτήσεώς της κατά του εγκαλούντος πέτυχε την έκδοση της 12126/14.05.2012 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, σε εκτέλεση της οποίας επέσπευσε κατά του τελευταίου αναγκαστική εκτέλεση με επίδοση προς αυτόν αντιγράφου από το πρώτο απόγραφο εκτελεστό της διαταγής πληρωμής, με επιταγή προς πληρωμή σε αυτόν του ποσού των 23.530,25 ευρώ πλέον τόκων και εξόδων. Κατ' ακολουθίαν η κατηγορουμένη με πρόθεση ζημίωσε τον εγκαλούντα ως δικηγόρος του, η οποία είχε αναλάβει την προστασία των νομικών του συμφερόντων, κατά τα ως άνω ποσά των τόκων του επίδικου χρονικού διαστήματος, με την μη μείωση των ποσών των άνω οφειλών του και την επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης από την Τράπεζα "..." για την ικανοποίηση της παραπάνω απαιτήσεώς της. Πρέπει λοιπόν, η κατηγορουμένη να κηρυχθεί ένοχη της αποδιδόμενης σε αυτήν απιστίας δικηγόρου, όπως αυτήν κατά τα αντικειμενικά και υποκειμενικά της στοιχεία εκτίθεται στο διατακτικό, και να της αναγνωρισθεί η ελαφρυντική περίπτωση του άρθρου 82&2δ' ΠΚ, διότι αποδείχθηκε ότι μεταμελήθηκε και επιδίωξε ειλικρινά και όχι προσχηματικά να άρει εμπράκτως τις συνέπειες της πράξεώς της. Έτσι δυνάμει του από 21-06-2018 συμφωνητικού που συνετάγη μεταξύ αυτής και του εγκαλούντος ανέλαβε να αποκαταστήσει την ζημία που του προκάλεσε, η οποία συμφώνησαν ότι ανήλθε στο ποσό 5500 ευρώ, με καταβολή τούτου σε δόσεις και δη με το ποσό των 2000 ευρώ το οποίο του πλήρωσε συγχρόνως με την υπογραφή του άνω συμφωνητικού και το ποσό των 3500 ευρώ που του κατέβαλε μέχρι την συζήτηση της υποθέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (βλ την κατάθεση του εγκαλούντος του παρόντος Δικαστηρίου)".

Στην συνέχεια, το δικαστήριο κήρυξε ένοχη την κατηγορουμένη και ήδη αναιρεσείουσα, με το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2 δ ΠΚ και της επέβαλε ποινή φυλάκισης πέντε (5) μηνών που ανέστειλε επί 3ετία του ότι: "στη …κατά το χρονικό διάστημα από τον Οκτώβριο του 2011 έως τον Αύγουστο του 2013 ως δικηγόρος … εν γνώσει ότι ζημίωσε άλλον, των συμφερόντων του οποίου είχε αναλάβει την νομική προστασία. Συγκεκριμένα ως δικηγόρος του εγκαλούντος Α. Ι. του Δ. ενώ εισέπραξε από τον παθόντα το χρηματικό ποσό των 350 ευρώ με την εντολή να προβεί στις νόμιμες ενέργειες για υπαγωγή του εγκαλούντος στο νομοθετικό καθεστώς των υπερχρεωμένων νοικοκυριών αυτή παρέλαβε το χρηματικό ποσό χωρίς να προβεί σε καμία ενέργεια ενώ παράλληλα διαβεβαίωνε επανειλημμένα τον εγκαλούντα τηλεφωνικά ότι κατέθεσε την νόμιμη αίτηση και πως η υπόθεση προχωρεί. Με τον τρόπο αυτό ζημίωσε εν γνώση της την περιουσία του εγκαλούντος από την συνέχιση της οφειλής και την διενέργεια αναγκαστικής εκτέλεσης εις βάρος του". Με αυτές τις, από το συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού, παραδοχές, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις προδιαληφθείσες διατάξεις του Συντάγματος και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ως προς την καταδικαστική του κρίση για την πράξη της απιστίας δικηγόρου που καταδικάστηκε η αναιρεσείουσα, αφού εκθέτει σ'αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του προειρημένου εγκλήματος, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς και τους νομικούς συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1α, 27 και 233 ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, με ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες. Ειδικότερα αναφέρεται η ιδιότητα της κατηγορουμένης -αναιρεσείουσας ως δικηγόρου, η ανάθεση σ'αυτήν της ένδικης υποθέσεως, η πρόκληση βλάβης στα συμφέροντα του αναθέσαντος την υπόθεση αυτή και η από πρόθεση πρόκληση βλάβης, με παράλειψη της αναιρεσείουσας που έγινε στα πλαίσια του επαγγέλματός της, ως δικηγόρου. Περαιτέρω, προσδιορίζεται ρητά η βλάβη που υπέστη ο εγκαλών από την αξιόποινη παράλειψη της αναιρεσείουσας και που συνίσταται, κατά της παραδοχές της απόφασης, στην μη υπαγωγή των οφειλών της προς τις δανείστριες τράπεζες, στις ευνοϊκές ρυθμίσεις του ν. 3869/2010 "Περί ρύθμισης οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων", καίτοι συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις, με εντεύθεν συνέπειες, να μη γίνει ρύθμιση των οφειλών του εντολέως της στις τράπεζες, να εξακολουθήσουν να υφίστανται αυτές, όπως είχαν, να επιβαρυνθούν οι οφειλές του με επιπλέον τόκους και να επισπευθεί αναγκαστική εκτέλεση κατά της περιουσίας του από τη δανείστρια τράπεζα "... ΑΕ", η συγκεκριμένη δε βλάβη αναφέρεται, χωρίς καμία αντίφαση, τόσο στην αιτιολογία της απόφασης όσο και στο διατακτικό της. Διαλαμβάνεται, ακόμη, για τη θεμελίωση του υποκειμενικού στοιχείου της πράξεως και η από πρόθεση πρόκληση βλάβης, με παράλειψη της αναιρεσείουσας που έγινε στα πλαίσια της εντολής που της είχε ανατεθεί, ως δικηγόρου. Επομένως, οι σχετικοί από τα άρθρα 510 παρ. 1Δ' και Ε' λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και κατά συνέπεια, έλλειψη νόμιμης βάσης, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Μετά από αυτά και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης και να επιβληθούν στην αναιρεσείουσα τα δικαστικά έξοδα της παρούσας δίκης [άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ], κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 22-10-2018 [αριθμ.πρωτ.11853/23-10-2018] αίτηση της Δ. Κ. του Δ., κατοίκου ..., για αναίρεση της με αριθμό 664/2018 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, το οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων πενήντα [250] ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Μαρτίου 2019.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 2 Απριλίου 2019.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ