Συνθετη Αναζητηση Νομοθεσιας - Νομολογιας

Νομοθεσία

ΑΠ 825/2020 - ΑΠΑΤΗ ΣΕ ΒΑΡΟΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ – Ο ΚΑΤΗΓΟΡΟΡΟΥΜΕΝΟΣ ΔΕΝ ΑΝΗΓΓΕΙΛΕ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ ΤΟΥ ΚΑΙ ΕΙΣΕΠΡΑΤΤΕ ΤΗ ΣΥΝΤΑΞΗ ΤΗΣ – Η ΑΠΑΤΗΛΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΕΛΑΒΕ ΧΩΡΑ ΑΠΑΞ – ΕΙΛΙΚΡΙΝΗΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑ – ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΕΠΙΕΙΚΕΣΤΕΡΟΥ ΝΟΜΟΥ

ΑΠ 825/2020    (Β΄ ΠΟΙΝΙΚΕΣ) ΑΠΑΤΗ ΣΕ ΒΑΡΟΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ – Ο ΚΑΤΗΓΟΡΟΡΟΥΜΕΝΟΣ ΔΕΝ ΑΝΗΓΓΕΙΛΕ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ ΤΟΥ ΣΤΙΣ ΑΡΜΟΔΙΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΚΑΙ ΕΙΣΕΠΡΑΤΤΕ ΤΗ ΣΥΝΤΑΞΗ ΤΗΣ – ΠΟΤΕ ΣΥΝΤΡΕΧΕΙ ΚΑΤ΄ ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΤΕΛΕΣΗ ΤΗΣ ΑΠΑΤΗΣ– ΑΝΑΙΡΕΙΤΑΙ Η ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΓΙΑ ΚΑΤ' ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΤΕΛΕΣΗ ΚΑΘΩΣ Η ΑΠΑΤΗΛΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΕΛΑΒΕ ΧΩΡΑ ΑΠΑΞ – ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΕΛΑΦΡΥΝΤΙΚΩΝ ΠΕΡΙΣΤΑΣΕΩΝ - ΕΙΛΙΚΡΙΝΗΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑ – ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΕΠΙΕΙΚΕΣΤΕΡΟΥ ΝΟΜΟΥ(386 παρ.1 και 2, 98 , 84 παρ. 2 ΠΚ,69 του π.δ. 169/2007)- Επί απάτης, που συνεπάγεται περιοδικές καταβολές εκ μέρους του εξαπατηθέντος και η πλάνη του θύματος και η περιουσιακή διάθεση πραγματώθηκαν με θετική ενέργεια, ήτοι με την άπαξ θετική απατηλή συμπεριφορά της παράστασης ψευδούς γεγονότος ως αληθινού, δεν μπορεί να θεωρηθεί, ότι συνεχίζεται με τη μορφή του διαφορετικού υπαλλακτικού τρόπου της παρασιώπησης, ήτοι της παράλειψης ανακοίνωσης του αληθινού γεγονότος και με τη δημιουργία έτσι νέας πλάνης, κάθε φορά που εισπράττει το μισθό του, που όμως αυτή έχει ήδη επέλθει με την αρχική επιδειχθείσα απατηλή συμπεριφορά του και να αποτελεί έτσι κατ' εξακολούθηση έγκλημα, αν δεν διαπράττεται κάθε φορά νέα αυτοτελής απάτη, με την πρόκληση νέας και διαφορετικής βλάβης στην περιουσία του παθόντος. Αναγνώριση ελαφρυντικού της ειλικρινούς μετάνοιας διότι ο κατηγορούμενος κατέβαλλε ένα μικρό ποσό μηνιαίως προκειμένου να μειώσει τη ζημία του Ελληνικού Δημοσίου.


Απόφαση 825/2020    (Β, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Αριθμός 825/2020

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΔΙΑΚΟΠΩΝ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ζαμπέτα Στράτα, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη (ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως), Πηνελόπη Παρτσαλίδου-Κομνηνού, Κωνσταντίνα Μαυρικοπούλου, ΣταματικήΜιχαλέτου-Εισηγήτρια και Κωνσταντίνο Παναρίτη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 3 Σεπτεμβρίου 2019, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Μπρακουμάτσου και του Γραμματέα Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου

Ο. Δ. του Σ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αντώνιο Μαρκούλη, για αναίρεση της υπ'αριθ. 336/2018 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και o αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που περιλαμβάνονται στην υπ'αριθ.πρωτ. 4522/15-4-2019 αίτησή του αναιρέσεως, και στους από 6-8-2019 προσθέτους λόγους που περιλαμβάνονται στο σχετικό δικόγραφο και καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 730/2019.

Αφού άκουσε

Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η ένδικη αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη κατά του αναιρεσείοντος, λόγω παραγραφής και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με το άρθρο πρώτο του Ν.4620/2019 κυρώθηκε ο νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, ο οποίος άρχισε να ισχύει από 1η Ιουλίου 2019 (άρθρο δεύτερο του ανωτέρω νόμου και άρθρο 585 του νέου ΚΠΔ), στη διάταξη του άρθρου 590§1 του ως άνω νέου ΚΠΔ ορίζεται ότι ''υποθέσεις που εκκρεμούν σε οποιοδήποτε στάδιο της ποινικής διαδικασίας και σε οποιονδήποτε βαθμό συνεχίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος ΚΠΔ, οι δε πράξεις που τελέστηκαν όταν ίσχυαν οι διατάξεις που καταργούνται διατηρούν το κύρος τους''. Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 589§3 του ίδιου ως άνω νέου ΚΠΔ, ''αποφάσεις και βουλεύματα που εκδόθηκαν μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος κώδικα υπόκεινται στα ένδικα μέσα και στις διατυπώσεις άσκησής τους που προέβλεπε ο καταργούμενος ΚΠΔ και εκδικάζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κώδικα''. Από τις ως άνω μεταβατικές διατάξεις σε συνδυασμό και με εκείνη του άρθρου 2 του ΑΚ, κατά το οποίον ο νόμος ορίζει για το μέλλον και δεν έχει αναδρομική ισχύ, συνάγεται η γενική δικαιϊκή αρχή, ότι οι δικονομικοί νόμοι, που αποσκοπούν στην ορθή απονομή του δικαίου, έχουν αναδρομική ισχύ και καταλαμβάνουν και τις εκκρεμείς υποθέσεις (μόνο) ως προς το ατέλεστο μέρος τους, εκτός αν αυτοί ορίζουν διαφορετικά. Έτσι, αν δεν ορίζεται διαφορετικά σ' αυτόν, ο νέος δικονομικός νόμος διέπει το διαδικαστικό μέρος της ποινικής δίκης, που συντελείται μετά τη θέσπισή του και όχι και τις διαδικαστικές πράξεις που είχαν ήδη συντελεστεί μέχρι την έναρξη της ισχύος του, οι οποίες διατηρούν το κύρος τους. Από αυτά παρέπεται ότι το επιτρεπτό του ενδίκου μέσου και οι σχετικές πλημμέλειες της απόφασης ή του βουλεύματος, για τις οποίες παρέχεται η άσκησή του, κρίνονται με βάση τον νόμο που ισχύει κατά τον χρόνο δημοσίευσης της απόφασης ή έκδοσης του βουλεύματος, το δε παραδεκτό του ενδίκου μέσου, δηλαδή, η συνδρομή των όρων νομότυπης και εμπρόθεσμης άσκησής του, κρίνεται με βάση τον νόμο που ισχύει κατά τον χρόνο άσκησης αυτού. Στην προκειμένη περίπτωση, η κρινόμενη υπ' αριθμόν 4522/2019 και από 15-4-2019 αίτηση του Ο. Δ. του Σ., κατοίκου ... (οδός ...), καθώς και οι από 6-8-2019 πρόσθετοι επ' αυτής λόγοι, που κατατέθηκαν με χωριστό δικόγραφο στις 6-8-2019, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 336/2018 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης, με την οποία ο ήδη αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος της αξιόποινης πράξης της απάτης κατ' εξακολούθηση και κατ' επάγγελμα με περιουσιακό όφελος άνω των 30.000 ευρώ και καταδικάσθηκε σε ποινή φυλάκισης τριών (3) ετών, έχουν ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα κατά τις διατάξεις των άρθρων 473 §§1 και 3 και 509 §2 του ΚΠΔ όπως ίσχυε πριν τον Ν. 4620/2019 και εφαρμόζεται στην προκείμενη περίπτωση, σύμφωνα με το άρθρο 589§2 αυτού, ενόψει του ότι η ένδικη αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε πριν την 1-7-2019 που άρχισε να ισχύει ο ανωτέρω νόμος, καθόσον η προσβαλλόμενη απόφαση καταχωρήθηκε στο ειδικό βιβλίο στις 27-3-2019 και η ένδικη αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε με σχετική δήλωση του κατηγορουμένου στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, στις 15-4-2019. Επομένως πρέπει να συνεκδικασθούν ως συναφείς και να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς την βασιμότητα των προβαλλόμενων αναιρετικών λόγων.
Σύμφωνα με το άρθρο 7 § 1 του ισχύοντος Συντάγματος, "έγκλημα δεν υπάρχει ούτε ποινή επιβάλλεται χωρίς νόμο που να ισχύει πριν από την τέλεση της πράξης και να ορίζει τα στοιχεία της. Ποτέ δεν επιβάλλεται ποινή βαρύτερη από εκείνη που προβλεπόταν κατά την τέλεση της πράξης". Επίσης, κατά το άρθρο 7§1 της ΕΣΔΑ, "ουδείς δύναται να καταδικασθή δια πράξιν ή παράλειψιν η οποία, καθ' ην στιγμήν διεπράχθη, δεν αποτελεί αδίκημα συμφώνως προς το εθνικόν ή διεθνές δίκαιον. Ούτε και επιβάλλεται βαρυτέρα ποινή από εκείνην η οποία επεβάλλετο κατά την στιγμήν της διαπράξεως του αδικήματος", ενώ κατά τo άρθρο 15 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, που έχει κυρωθεί με το Ν. 2462/1997, "Κανείς δεν καταδικάζεται για πράξεις ή παραλείψεις, οι οποίες δεν ήταν αξιόποινες κατά το εσωτερικό ή το διεθνές δίκαιο τη στιγμή της διάπραξης τους. Επίσης δεν επιβάλλεται βαρύτερη ποινή από εκείνην που προβλεπόταν κατά τη χρονική στιγμή της διάπραξης του ποινικού αδικήματος. Εάν, μετά τη διάπραξή του ο νόμος προβλέπει την επιβολή ελαφρύτερης ποινής, ο δράστης επωφελείται από αυτήν". Εξάλλου, κατά το άρθρο 2§1 του προϊσχύσαντος ΠΚ, "αν από την τέλεση της πράξης έως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν δύο ή περισσότεροι νόμοι, εφαρμόζεται αυτός που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις". Ανάλογου περιεχομένου είναι και η αντίστοιχη διάταξη του νέου ΠΚ, (Ν.4619/2019), ισχύοντος από 1-7-2019 (άρθρο 460 αυτού). Η διάταξη αυτή αναφέρεται στους ουσιαστικούς ποινικούς νόμους και όχι στους δικονομικούς, καθόσον οι δικονομικοί νόμοι έχουν αναδρομική ισχύ και ρυθμίζουν τις εκκρεμείς δίκες κατά το ατέλεστο, κατά το χρόνο της έκδοσής τους, μέρος αυτών, εκτός αν ορίζουν διαφορετικά (ΟλΑΠ 1/2014). Κατά την έννοια της ίδιας ως άνω διάταξης, με την οποία καθιερώνεται η αρχή της αναδρομικότητας του επιεικέστερου ουσιαστικού ποινικού νόμου, που ίσχυσε από την τέλεση της πράξης μέχρι το χρόνο της αμετάκλητης εκδίκασης της υπόθεσης, επιεικέστερος νόμος θεωρείται εκείνος που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις, δηλαδή, εκείνος, ο οποίος με την εφαρμογή του, με βάση τις προβλεπόμενες στη συγκεκριμένη περίπτωση προϋποθέσεις, επιφέρει την ευνοϊκότερη για τον κατηγορούμενο ποινική μεταχείριση. Προς τούτο γίνεται σύγκριση των περισσοτέρων σχετικών διατάξεων στο σύνολο των προϋποθέσεων που προβλέπονται από καθεμιά από αυτές, έτσι ώστε να είναι πλέον σαφές, βάσει του νέου ΠΚ, ότι εφαρμόζεται πάντα η επιεικέστερη διάταξη και όχι ο νόμος ως ενιαίο "όλον". Αν από τη σύγκριση αυτή προκύψει ότι ο κατηγορούμενος, όπως κατηγορείται, επιβαρύνεται το ίδιο από όλους τους νόμους, τότε εφαρμοστέος είναι ο νόμος που ίσχυε κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, διαφορετικά εφαρμόζεται ο νεότερος επιεικέστερος νόμος. Ειδικότερα, επιεικέστερος είναι ο νόμος, που προβλέπει το χαμηλότερο ανώτατο όριο του είδους της ποινής, αν δε το ανώτατο όριο είναι το ίδιο, επιεικέστερος είναι αυτός που προβλέπει το μικρότερο κατώτατο όριο. Για το χαρακτηρισμό ενός νόμου ως επιεικέστερου ή μη, λαμβάνεται κατ' αρχήν υπόψη το ύψος των απειλούμενων ποινών κάθειρξης ή φυλάκισης, ενώ θεωρείται η πρώτη βαρύτερη της δεύτερης και σε περίπτωση χρηματικής ποινής λαμβάνεται υπόψη επί ίσων ποινών κάθειρξης ή φυλάκισης και η χρηματική ποινή, η οποία, σε κάθε περίπτωση, είναι ελαφρύτερη της στερητικής της ελευθερίας ποινής. Σύμφωνα με το άρθρο 461 του νέου ΠΚ: "Από την έναρξη ισχύος του παρόντος Ποινικού Κώδικα καταργείται ο Ποινικός Κώδικας που ισχύει από την 1η Ιανουαρίου 1951, καθώς και κάθε άλλη διάταξη που τροποποιούσε το νόμο αυτό". Στη διάταξη του άρθρου 386 του ισχύοντος μέχρι 30-6-2019 ΠΚ, ορίζονταν τα ακόλουθα: 1. Όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. 3.Επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών: α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) δραχμών (δέκα πέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ)" [Το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ της περίπτωσης α' της παραγράφου 3 αναπροσαρμόστηκε στο ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ με την §2 περ. δ' άρθρου 25 Ν. 4055/2012, ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών" ή των "εβδομήντα τριών χιλιάδων (73.000) ευρώ". (Το ποσό των εβδομήντα τριών χιλιάδων (73.000) ευρώ του β' εδαφίου της §4 αναπροσαρμόστηκε στο ποσό των εκατό είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ με την §1 περ. ιδ' άρθρου 25 του ίδιου ως άνω Ν. 4055/2012. Ήδη, με τον ισχύοντα από 1ης Ιουλίου 2019 νέο ΠΚ, (Ν.4619/2019) στην §1του άρθρου 386 του ΠΚ, που ισχύει κατά τον νέο ΚΠΔ (Ν.4620/2019), ορίζεται:" Όποιος με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με σκοπό από τη βλάβη αυτής της περιουσίας να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή. Αν η ζημία που προκλήθηκε υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ επιβάλλεται κάθειρξη έως δέκα έτη και χρηματική ποινή'' και στην § 2 του ίδιου άρθρου (386 ΠΚ) ορίζεται : "2. Αν η απάτη στρέφεται άμεσα κατά του νομικού προσώπου του Ελληνικού Δημοσίου, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και η ζημιά που προκλήθηκε υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ επιβάλλεται κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών και χρηματική ποινή έως χίλιες ημερήσιες μονάδες. Η πράξη αυτή παραγράφεται μετά είκοσι έτη". Από τη διατύπωση των πιο πάνω διατάξεων προκύπτει ότι, κατ' αρχάς για το χαρακτηρισμό, ως κακουργήματος του εγκλήματος της απάτης, λαμβάνεται υπόψη το σύνολο του υπό του δράστη σκοπουμένου οφέλους ή της επελθούσας ζημίας τρίτου, στην οποία απέβλεπε αυτός, εφόσον βεβαίως υπερβαίνει το υπό του νόμου καθοριζόμενο χρηματικό όριο, με τις διατάξεις για τις επιβαρυντικές περιστάσεις της κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια τέλεσής τους να καταργούνται από 1-7-2019. Επομένως, η απάτη διώκεται πλέον σε βαθμό κακουργήματος, μόνο (α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 120.000 ευρώ ή (β) αν η απάτη στρέφεται άμεσα κατά του νομικού προσώπου του Ελληνικού Δημοσίου, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και η ζημιά που προκλήθηκε, υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ (άρθρο 386§2 ΠΚ). Έτσι, για την στοιχειοθέτησή του υπαλλακτικώς μικτού εγκλήματος της απάτης, όπως διαμορφώνεται στο άρθρο 386§1 του νέου ΠΚ, απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή και σε άλλον (τρίτον)παράνομο περιουσιακό όφελος, έστω και αν τελικώς δεν επιτευχθεί το όφελος, β)εν γνώσει, υπό την έννοια του άμεσου δόλου, παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον πράξη, παράλειψη ή ανοχή και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με την απατηλή συμπεριφορά (παραπλανητική ενέργεια ή παράλειψη του δράστη)και την συνεπεία αυτής πλάνη εκείνου που προέβη στην περιουσιακή διάθεση, χωρίς να απαιτείται ταυτότητα παραπλανηθέντος και ζημιωθέντος. Στο ως άνω έγκλημα της απάτης, η παραπλάνηση του άλλου πραγματώνεται με τρεις υπαλλακτικώς τρόπους (παράσταση - απόκρυψη - παρασιώπηση), που κατατείνουν σε ένα και το αυτό έγκλημα, οι οποίοι διαφέρουν εννοιολογικά μεταξύ τους και από τους οποίους οι δύο πρώτοι συνιστούν περιπτώσεις θετικής απατηλής συμπεριφοράς, ενώ ο τρίτος, της παρασιώπησης αληθινών γεγονότων, περίπτωση απατηλής συμπεριφοράς με παράλειψη, με την παράλειψη, δηλαδή, ανακοίνωσης αληθινών γεγονότων, για τα οποία υπήρχε υποχρέωση ανακοίνωσης από τον νόμο, τη σύμβαση ή την προηγούμενη συμπεριφορά του υπαιτίου. Η παραπλάνηση, γενόμενη είτε με πράξη είτε με παράλειψη, πρέπει να κατευθύνεται στην πρόκληση πλάνης σε άλλον ή στη διατήρηση πλάνης σε άλλον, η οποία όμως, δεν προκλήθηκε προηγουμένως σ' αυτόν από το δράστη με διαφορετικό από τους υπαλλακτικώς αναφερόμενους στη διάταξη τρόπους τέλεσης της απάτης. 'Άλλωστε, ως διατήρηση πλάνης, δεν εννοείται κατ' ακριβολογία η διατήρηση μιας αρχικά υφιστάμενης αμετάβλητης παράστασης, αλλά η παράλειψη του δράστη να αποτρέψει ή να άρει επιγενόμενη πλάνη, οφειλόμενη στο ότι ο παραπλανώμενος θεωρεί υφιστάμενη μία κατάσταση, η οποία όμως, στην πραγματικότητα έχει εν τω μεταξύ μεταβληθεί. Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 98 του Π Κ προκύπτει, ότι κατ' εξακολούθηση έγκλημα είναι εκείνο, το οποίο τελείται από το ίδιο πρόσωπο και απαρτίζεται από περισσότερες ομοειδείς πράξεις, διακρινόμενες χρονικά μεταξύ τους, που προσβάλλουν το ίδιο έννομο αγαθό και καθεμία περιέχει πλήρη τα στοιχεία ενός και του αυτού εγκλήματος, συνδέονται δε μεταξύ τους με την ταυτότητα της προς εκτέλεση απόφασης (ενότητα δόλου). Χρόνος τέλεσης της πράξης της απάτης, ενόψει και του άρθρου 17 του ΠΚ, είναι ο χρόνος που ολοκληρώνεται η απατηλή συμπεριφορά και είναι αδιάφορος ο τυχόν μεταγενέστερος χρόνος επέλευσης της περιουσιακής ζημίας του παθόντος, με την οποία ολοκληρώνεται η απάτη, καθώς και ο χρόνος που επιχειρήθηκε η ζημιογόνα ενέργεια, παράλειψη ή ανοχή του πλανηθέντος. Το επιζήμιο όμως, ή μη της πράξης της περιουσιακής διάθεσης, στην οποία προέβη ο πλανηθείς θα κριθεί κατά το χρόνο που διενεργείται η πράξη αυτή, γιατί τότε η ζημία θα είναι το άμεσο, αναγκαίο και αποκλειστικό αποτέλεσμα της πλάνης και της οφειλόμενης σ' αυτή πράξης της περιουσιακής διάθεσης. Η πράξη ολοκληρώνεται με την επέλευση βλάβης, έστω και κατά ένα μέρος μόνο, τούτο δε ισχύει και όταν η περιουσιακή διάθεση γίνεται με παράλειψη, καθόσον δεν είναι ανάγκη να επιτευχθεί και το περιουσιακό όφελος. Έτσι, προκειμένου περί απάτης, τότε μόνο υπάρχουν περισσότερες πράξεις, που αν συνδέονται και με την ταυτότητα της απόφασης προς τέλεσή τους, θα αποτελούν κατ' εξακολούθηση τέλεση αυτής, αν κάθε επιζήμια για τον παθόντα πράξη είναι αποτέλεσμα χωριστής πλάνης του εξαπατηθέντος, που προκλήθηκε από χωριστή απατηλή συμπεριφορά του κατηγορουμένου. Αντίθετα, τελείται μία πράξη απάτης και όχι περισσότερες εξακολουθητικώς τελούμενες, όταν συνεπεία της άπαξ προκληθείσας πλάνης, ο εξαπατηθείς προβαίνει σε περισσότερες και σε διαφορετικούς χρόνους (διαδοχικές) επιζήμιες πράξεις.

Συνεπώς, προκειμένου περί απάτης που συνεπάγεται περιοδικές καταβολές εκ μέρους του εξαπατηθέντος, συνιστάμενες στη χωρίς υποχρέωση καταβολή ενός επιδόματος ή μισθού, δεν συντρέχει περίπτωση κατ' εξακολούθηση τέλεσης της απάτης, αφού, για να υπάρξει εξακολουθούν έγκλημα, θα πρέπει να διαπράττεται κάθε φορά μια νέα αυτοτελής απάτη. Εξάλλου, όταν η εξαπάτηση είναι το αποτέλεσμα της θετικής ενέργειας της ψευδούς παράστασης, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνεχίζεται με τη μορφή της παράλειψης άρσης της πλάνης του θύματος, ως ένα δήθεν έγκλημα μη γνήσιας παράλειψης. Κάτι τέτοιο θα οδηγούσε στη μετατροπή κάθε στιγμιαίου εγκλήματος σε διαρκές και κάθε εγκληματική ενέργεια σε σύνθετη συμπεριφορά (ενέργειας και παράλειψης), που έχει ως συνέπεια η διάπραξή της να διαρκεί για όσο χρονικό διάστημα δεν επέρχονται ακόμη τα τελικά αποτελέσματά της. Έτσι, σε περίπτωση που η πλάνη του θύματος και η περιουσιακή διάθεση, την οποία επιχειρεί, προκαλείται με θετική ενέργεια, η παράλειψη άρσης αυτής της διάθεσης είναι ποινικά αδιάφορη. Δεν δημιουργείται δε υποχρέωση άρσης της ήδη επελθούσας πλάνης που οδηγεί σε διαδοχικές διαθέσεις και διαδοχικές επιζήμιες συνέπειες, που αντιστοιχούν στο συνολικό όφελος, στο οποίο απέβλεπε ο δράστης με την άπαξ επιδειχθείσα απατηλή συμπεριφορά του, και που εντάσσονται σε ένα και το αυτό έγκλημα απάτης, με το οποίο δεν δημιουργείται κάποιος άλλος κίνδυνος για κάποιο άλλο αγαθό, αλλά είναι το ίδιο περιουσιακό αγαθό του τρίτου με το ίδιο υλικό αντικείμενο που πλήττεται στην ίδια έκταση, δηλαδή στο ίδιο ποσό, στο οποίο εξ αρχής απέβλεψε ο δράστης ως περιουσιακό όφελος. Διαφορετική εκδοχή θα οδηγούσε στο αποτέλεσμα, σε κάθε περίπτωση που η περιουσιακή διάθεση και η εξ αυτής βλάβη δεν επέρχεται ταυτόχρονα με την ολοκλήρωση της παραπλανητικής συμπεριφοράς και την εξ αυτής προκαλούμενη πλάνη αλλά μεταγενέστερα, να δημιουργείται, από το χρονικό σημείο της επελθούσας πλάνης, αμέσως υποχρέωση του δράστη, λόγω προηγούμενης επικίνδυνης κατάστασης που ο ίδιος δημιούργησε, να αποτρέψει την περιουσιακή διάθεση, στην οποία όμως, απέβλεπε με την αμέσως προηγηθείσα συμπεριφορά του. Συνακολούθα, επί απάτης, που συνεπάγεται περιοδικές καταβολές εκ μέρους του εξαπατηθέντος και η πλάνη του θύματος και η περιουσιακή διάθεση πραγματώθηκαν με θετική ενέργεια, ήτοι με την άπαξ θετική απατηλή συμπεριφορά της παράστασης ψευδούς γεγονότος ως αληθινού, δεν μπορεί να θεωρηθεί, ότι συνεχίζεται με τη μορφή του διαφορετικού υπαλλακτικού τρόπου της παρασιώπησης, ήτοι της παράλειψης ανακοίνωσης του αληθινού γεγονότος και με τη δημιουργία έτσι νέας πλάνης, κάθε φορά που εισπράττει το μισθό του, που όμως αυτή έχει ήδη επέλθει με την αρχική επιδειχθείσα απατηλή συμπεριφορά του και να αποτελεί έτσι κατ' εξακολούθηση έγκλημα, αν δεν διαπράττεται κάθε φορά νέα αυτοτελής απάτη, με την πρόκληση νέας και διαφορετικής βλάβης στην περιουσία του παθόντος (ΟλΑΠ 3/2019). Στην προκειμένη περίπτωση, το Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι, "Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα υπεράσπισης του κατηγορουμένου στο ακροατήριο που περιέχεται στα ενσωματωμένα στην απόφαση πρακτικά της δημόσιας συνεδρίασης του παρόντος Δικαστηρίου, την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων τα οποία αναγνώστηκαν στο ακροατήριο και καταχωρήθηκαν στα ίδια πρακτικά, σε συνδυασμό, με την απολογία του κατηγορούμενου και γενικά από όλη τη συζήτηση της υπόθεσης και από την αξιολογική εκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, σύμφωνα με την προβλεπόμενη από το άρθρο 177 παρ. 1 του ΚΠΔ, αρχή της ηθικής απόδειξης αποδείχτηκε ότι: "Στη Βέροια, κατά το χρονικό διάστημα από 24-5-2003 έως 17-9-2012 ο κατηγορούμενος με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, με σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος, έβλαψε ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, με την εν γνώσει αθέμιτη παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, για τα οποία υπήρχε υποχρέωση ανακοίνωσης από τον νόμο, την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, το δε συνολικό όφελος και η συνολική ζημία που προξενήθηκε υπερβαίνει τις 30.000 Ε, στο οποίο εξαρχής αποσκοπούσε, τη δε πράξη αυτή τέλεσε κατ'επάγγελμα, ήτοι με σκοπό πορισμού εισοδήματος. Ειδικότερα, κατηγορείται ως υπαίτιος του ότι, όντας συνδικαιούχος του με αριθμό IBAN GR ... τραπεζικού λογαριασμού της πρώην Εμπορικής Τράπεζας και νυν ALPHA BANK στον οποίο καταβαλλόταν η σύνταξη, τα επιδόματα και τα δώρα της έτερηςσυνδικαιούχου μητέρας του, Φ. Δ., συνταξιούχου του Ελληνικού Δημοσίου, παρά το γεγονός ότι γνώριζε πως η τελευταία είχε αποβιώσει τις 24-5-2003 και άρα ότι είχε λήξει το δικαίωμα συνταξιοδότησης της, δεν ανήγγειλε πάραυτα τον Θάνατο της στην αρμόδια Γενική Διεύθυνση Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, ως είχε υποχρέωση εκ του νόμου (άρθρο 69 του π.δ. 169/2007 "Κώδικας Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων " και 288,330 ΑΚ), ώστε αυτές να προβούν στη διακοπή της συνταξιοδότησης και στη διακοπή πίστωσης του ανωτέρω τραπεζικού λογαριασμού, αλλά παρέλειψε αθεμίτως να προβεί στην ενημέρωση αυτή, αποσιωπώντας το παραπάνω γεγονός και παραπλανώντας έτσι τους αρμόδιους υπαλλήλους, που συνέχισαν να καταβάλλουν τη σύνταξη, τα επιδόματα και τα δώρα, πιστώνοντας τον παραπάνω τραπεζικό λογαριασμό, αφού θεωρούσαν ότι η Φ. Δ. ήταν ακόμη εν ζωή. Την πράξη δε αυτή τέλεσε με σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος, προξενώντας στο Ελληνικό Δημόσιο ισόποση ζημία, αφού συνέχισε να εισπράττει κάθε μήνα, ήτοι με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, με την ιδιότητα του συνδικαιούχου, τα ανωτέρω χρηματικά ποσά, κατά το χρονικό διάστημα από την 24- 5-2003 έως την 17-9-2012,καθώς στο μεταξύ τις 30-7-2012 είχε εκπνεύσει η προθεσμία απογραφής των ασφαλισμένων του Ελληνικού Δημοσίου και διακόπηκαν αυτομάτως οι συντάξεις των συνταξιούχων που δεν είχαν απογραφεί, αποκομίζοντας με τον τρόπο αυτό το συνολικό ποσό των 66.467,18 Ε, ήτοι ποσό μεγαλύτερο των 30.000 Ε. Από το γεγονός δε, ότι επί περίπου εννέα έτη προέβαινε συστηματικά στην παραπάνω αθέμιτη αποσιώπηση, προέκυψε ότι τελούσε την πράξη της απάτης κατ'επάγγελμα, δηλαδή με σκοπό πορισμού εισοδήματος.

Συνεπώς, πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της αξιόποινης πράξης που του αποδίδεται με την εκκαλούμενη απόφαση. Περαιτέρω, πρέπει, όπως και πρωτοδίκως, να του αναγνωρισθούν: α) η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 § 2 δ'Π.Κ., ότι δηλαδή ο κατηγορούμενος έδειξε ειλικρινή μετάνοια και επεδίωξε να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του καταβάλλοντος ένα μικρό ποσό μηνιαίως προκειμένου να μειώσει τη ζημία του Ελληνικού Δημοσίου και β) η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 § 2 ε'Π.Κ, ότι δηλαδή ο κατηγορούμενος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του συναισθανόμενος την ποινική απαξία της πράξης του, καθώς σε αντίθετη περίπτωση θα χειροτέρευε η θέση του εκκαλούντος-κατηγορουμένου". Στη συνέχεια, το παραπάνω Δικαστήριο της ουσίας που δίκασε όπως προαναφέρθηκε σε δεύτερο βαθμό κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα της αξιόποινης πράξης της απάτης κατ' εξακολούθηση από υπαίτιο που ενεργεί κατ' επάγγελμα με συνολικό όφελος ή αντίστοιχη προξενηθείσα ζημία σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου που υπερβαίνει το ποσό των 30.000 ευρώ και συγκεκριμένα ανέρχεται στο ποσό των 66.467,18 ευρώ και αφού αναγνώρισε τη συνδρομή στο πρόσωπό του των ελαφρυντικών περιστάσεων της διάταξης του άρθρου 84§2δ και ε του ΠΚ, του επέβαλε ποινή φυλάκισης τριών (3) ετών, ανασταλείσα επί τριετία, με το ακόλουθο διατακτικό: "Στη Βέροια και κατά το χρονικό διάστημα από 24-5-2003 έως 17-9-2012, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, με σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος, έβλαψε ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, με την εν γνώσει αθέμιτη παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, για τα οποία υπήρχε υποχρέωση ανακοίνωσης από τον νόμο, την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, το δε συνολικό όφελος και η συνολική ζημίας, που προξενήθηκε υπερβαίνει τις 30.000Ε,στοοποίο εξαρχής αποσκοπούσε, τη δε πράξη της τέλεσε κατ'επάγγελμα, ήτοι με σκοπό πορισμού εισοδήματος. Ειδικότερα, κατηγορείται ως υπαίτιος του ότι, όντας συνδικαιούχος του με αριθμό IBAN GR ... τραπεζικού λογαριασμού της πρώην Εμπορικής Τράπεζας και νυν ALPHA BANK στον οποίον καταβαλλόταν σύνταξη, τα επιδόματα και τα δώρα της έτερηςσυνδικαιούχου μητέρας του, Φ. Δ., συνταξιούχου του Ελληνικού Δημοσίου, παρά το γεγονός ότι γνώριζε πως η τελευταία είχε αποβιώσει στις 24-5-2003 και άρα ότι είχε λήξει το δικαίωμα συνταξιοδότησης της, δεν ανήγγειλε πάραυτα τον θάνατο της στην αρμόδια Γενική Διεύθυνση Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, ως είχε υποχρέωση εκ του νόμου (άρθρο 69 του π.δ. 169/2007 "Κώδικας Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων" και 288,330 ΑΚ), ώστε αυτές να προβούν στη διακοπή της συνταξιοδότησης και στη διακοπή πίστωσης του ανωτέρω τραπεζικού λογαριασμού, αλλά παρέλειψε αθεμίτως να προβεί στην ενημέρωση αυτή, αποσιωπώντας το παραπάνω γεγονός και παραπλανώντας έτσι τους αρμόδιους υπαλλήλους, που συνέχισαν να καταβάλλουν τη σύνταξη, τα επιδόματα και τα δώρα, πιστώνοντας τον παραπάνω τραπεζικό λογαριασμό, αφού θεωρούσαν ότι η Φ. Δ. ήταν ακόμη εν ζωή. Την πράξη δε αυτή τέλεσε με σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακά όφελος, προξενώντας στο Ελληνικό Δημόσιο ισόποση ζημία, αφού συνέχισε να εισπράττει κάθε μήνα, ήτοι με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, με την ιδιότητα του συνδικαιούχου, τα ανωτέρω χρηματικά ποσά, κατά το χρονικό διάστημα από την 24-5-2003 έως την 17-9-2012, καθώς στο μεταξύ στις 30-7-2012 είχε εκπνεύσει η προθεσμία απογραφής των ασφαλισμένων του Ελληνικού Δημοσίου και διακόπηκαν αυτομάτως οι συντάξεις των y συνταξιούχων που δεν είχαν απογραφεί αποκομίζοντας με τον τρόπο αυτό το συνολικό ποσό των 66.467,18 Ε, ήτοι ποσό μεγαλύτερο των 30.000 Ε. Από το γεγονός δε, ότι επί περίπου εννέα έτη προέβαινε συστηματικά στην παραπάνω αθέμιτη αποσιώπηση, προέκυψε ότι τελούσε την πράξη της απάτης κατ'επάγγελμα, δηλαδή με σκοπό πορισμού εισοδήματος.

Με αυτά, όμως που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας ως προς την τέλεση της απάτης σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 περ. στ, 98 και 386 του ΠΚ, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, καθόσον, αφού δεχόμενο ότι η πράξη της απάτης τελέσθηκε από τον αναιρεσείοντα, με την παράλειψή του να προβεί ως είχε υποχρέωση στην γνωστοποίηση στην αρμόδια Γενική Διεύθυνση Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους του επελθόντος την 24-5-2003 θανάτου της μητέρας του Φ. Δ., συνταξιούχου του Ελληνικού Δημοσίου, με την οποία ήσαν συνδικαιούχοι τραπεζικού λογαριασμού, στον οποίον κατατίθεντο τα αντιστοιχούντα στη σύνταξή της χρηματικά ποσά και ότι έτσι με την ως άνω παρασιώπηση, οι αρμόδιοι υπάλληλοι του Τμήματος Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, συνέχισαν να καταθέτουν τη σύνταξη, τα δώρα και τα επιδόματα που θα δικαιούνταν αν ζούσε η αποβιώσασα, μέχρι και την 17-9-2012, με συνέπεια να ζημιωθεί το Ελληνικό Δημόσιο του συνολικού ποσού των 66.467,18 ευρώ, στη συνέχεια έκρινε και καταδίκασε τον αναιρεσείοντα για την τέλεση της πράξης της απάτης κατ' εξακολούθηση, δηλαδή, με περισσότερες πράξεις, που αυτός τέλεσε, κατά το ως άνω χρονικό διάστημα (από 24-5-2003 έως 179-2012), με την παρασιώπηση της αλήθειας, ήτοι με παράλειψη ανακοίνωσης, του θανάτου κάθε μήνα που εισέπραττε τη σύνταξή της, διότι υπό τα ανωτέρω περιστατικά και σύμφωνα με όσα αναγράφονται στη μείζονα πρόταση της παρούσας , δεν θεμελιώνονται αυτοτελείς απάτες, χωρίς την πρόκληση κάθε φορά νέας χωριστής πλάνης προκληθείσας από νέα χωριστή απατηλή συμπεριφορά του αναιρεσείοντος και την πρόκληση νέας διαφορετικής βλάβης στο Ελληνικό Δημόσιο. Επομένως, η αποδιδόμενη στον αναιρεσείοντα αξιόποινη πράξη της απάτης τελέστηκε άπαξ, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν και συγκεκριμένα την 24-11-2003. Συνακόλουθα, είναι βάσιμος ο σχετικός από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Ε του ΚΠΔ πρώτος λόγος της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των και παραπάνω αναγραφόμενων ουσιαστικών διατάξεων των άρθρων 13 περ. στ , 98 και 386 του ΠΚ, ο οποίος άλλωστε λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη. Ενόψει δε του ότι μετά την έκδοση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης και μέχρι την αμετάκλητη εκδίκαση της υπόθεσης ίσχυσε η κατά τα προαναφερόμενα επιεικέστερη διάταξη του άρθρου 386 του ισχύοντος από 1-7-2019 ΠΚ, κατ' εφαρμογή της οποίας η πράξη για την οποία κηρύχθηκε ένοχος ο αναιρεσείων είναι πλέον πλημμέλημα, ενόψει του ύψους της προκληθείσας σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου ζημίας (σς.467, 18 ευρώ) και δεδομένου ότι ο αληθής χρόνος τέλεσης αυτού είναι 24-11-2003, από τον οποίον έχει ήδη παρέλθει χρονικό διάστημα, που υπερβαίνει την οκταετία με συνέπεια το αξιόποινο της πράξης αυτής να έχει εξαλειφθεί λόγω παραγραφής. Επομένως, με βάση τα προαναφερόμενα και ενόψει του ότι ο αναιρεσείων εμφανίστηκε στην παρούσα δίκη και η κρινόμενη αίτηση αναίρεσής του είναι παραδεκτή, πρέπει, να γίνει αυτή δεκτή, όπως και οι πρόσθετοι επ' αυτής λόγοι, περί της εφαρμογής του επιεικέστερου νόμου, ανεξαρτήτως του ότι λαμβάνονται και αυτεπάγγελτα υπόψη, και αφού αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 111§3, 112 και 113§2 του ΠΚ, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 310§1 εδ.β', 368 στοιχ. β' και 511 εδ. α' και γ' του ΚΠΔ (Ν. 4620/2019), όπως ίσχυαν κατά τον κρίσιμο χρόνο που συντελέσθηκε η συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρ. 590§ ΚΠΔ), να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη, που ασκήθηκε κατά του αναιρεσείοντος για την ανωτέρω πράξη της απάτης, αφού έχει εξαλειφθεί το αξιόποινο αυτής, λόγω παραγραφής, κατά τα οριζόμενα, ειδικότερα, στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΑΝΑΙΡΕΙ την υπ' αριθμόν 336/2018 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης
Παύει οριστικά την ποινική δίωξη κατά του αναιρεσείοντος Ο. Δ. του Σ., κατοίκου ... (οδός ...) για το ότι: στον πιο κάτω τόπο και στους πιο κάτω χρόνους, τέλεσε αδίκημα που τιμωρείται με στερητική της ελευθερίας ποινή και δη ότι: Στη Βέροια και κατά το χρονικό διάστημα από 24-5-2003 έως 17-9-2012, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, με σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος, έβλαψε ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, με την εν γνώσει αθέμιτη παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, για τα οποία υπήρχε υποχρέωση ανακοίνωσης από τον νόμο, την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, το δε συνολικό όφελος και η συνολική ζημία που προξενήθηκε υπερβαίνει τις 30.000 €, στο οποίο εξαρχής αποσκοπούσε, τη δε πράξη της τέλεσε κατ1 επάγγελμα, ήτοι με σκοπό πορισμού εισοδήματος. Ειδικότερα, κατηγορείται ως υπαίτιος του ότι, όντας συνδικαιούχος του με αριθμό IBAN GR ... τραπεζικού λογαριασμού της πρώην Εμπορικής Τράπεζας και νυν ALPHA BANK στον οποίον καταβαλλόταν η σύνταξη, τα επιδόματα και τα δώρα της έτερηςσυνδικαιούχου μητέρας του, Φ. Δ., συνταξιούχου του Ελληνικού Δημοσίου, παρά το γεγονός ότι γνώριζε πως η τελευταία είχε αποβιώσει στις 24-5-2003 και άρα ότι είχε λήξει το δικαίωμα συνταξιοδότησής της, δεν ανήγγειλε πάραυτα τον θάνατο της στην αρμόδια Γενική Διεύθυνση Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, ως είχε υποχρέωση εκ ίου νόμου (άρθρο 69 του π.δ. 169/2007 "Κώδικας Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων" και 288, 330 ΑΚ), ώστε αυτές να προβούν στη διακοπή της συνταξιοδότησης και στη διακοπή πίστωσης του ανωτέρω τραπεζικού λογαριασμού, αλλά παρέλειψε αθεμίτως να προβεί στην ενημέρωση αυτή, αποσιωπώντας το παραπάνω γεγονός και παραπλανώντας έτσι τους αρμόδιους υπαλλήλους, που συνέχισαν να καταβάλλουν τη σύνταξη, τα επιδόματα και τα δώρα, πιστώνοντας τον παραπάνω τραπεζικό λογαριασμό, αφού θεωρούσαν ότι η Φ. Δ. ήταν ακόμη εν ζωή. Την πράξη δε αυτή τέλεσε με σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος, προξενώντας στο Ελληνικό Δημόσιο ισόποση ζημία, αφού συνέχισε να εισπράττει κάθε μήνα, ήτοι με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, με την ιδιότητα του συνδικαιούχου, τα ανωτέρω χρηματικά ποσά, κατά το χρονικό διάστημα από την 24-5-2003 έως την 17-9-2012, καθώς στο μεταξύ στις 30-7-2012 είχε εκπνεύσει η προθεσμία απογραφής των ασφαλισμένων του Ελληνικοί Δημοσίου και διακόπηκαν αυτομάτως οι συντάξεις των συνταξιούχων που δεν είχαν απογραφεί, αποκομίζοντας με τον τρόπο αυτό το συνολικό ποσό των 66.467,18 €, ήτοι ποσό μεγαλύτερο των 30.000 €. Από το γεγονός δε, ότι επί περίπου εννέα έτη προέβαινε συστηματικά στην παραπάνω αθέμιτη αποσιώπηση, προέκυψε ότι τελούσε την πράξη της απάτης κατ' επάγγελμα, δηλαδή με σκοπό πορισμού εισοδήματος.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 23 Σεπτεμβρίου 2019.

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 11 Ιουνίου 2020.

Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ