Συνθετη Αναζητηση Νομοθεσιας - Νομολογιας

Νομοθεσία

ΠΡΟΣΒΟΛΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑ- ΥΠΟΒΟΛΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΑΠΟ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗ ΝΑ ΛΑΒΕΙ ΑΝΤΙΓΡΑΦΑ ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΟΥ ΦΑΚΕΛΟΥ ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ – ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ ΣΕ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΔΙΑΜΑΧΗ

Εφετ.Πειρ. 24/2021 (Τριμελές)


ΠΡΟΣΒΟΛΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑ- ΥΠΟΒΟΛΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΑΠΟ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗ ΝΑ ΛΑΒΕΙ ΑΝΤΙΓΡΑΦΑ ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΟΥ ΦΑΚΕΛΟΥ ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ – ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ ΣΕ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΔΙΑΜΑΧΗ ΠΟΥ ΕΙΧΕ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ ΓΙΑ ΘΕΜΑΤΑ ΣΥΝΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ – ΤΟΝ ΦΑΚΕΛΟ ΕΙΧΕ ΑΝΟΙΞΕΙ Ο ΥΙΟΣ ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ – ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΣ ΟΤΙ Η ΕΝΑΓΟΜΕΝΗ ΗΘΕΛΕ ΝΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙ ΤΗΝ ΕΝΑΓΟΥΣΑ ΩΣ ΑΤΟΜΑ ΜΕ ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ – ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΒΟΛΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ – ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΣΗ ΑΔΙΚΗΜΑΤΩΝ ΕΞΥΒΡΙΣΗΣ ΚΑΙ ΑΠΛΗΣ /ΣΥΚΟΦΑΝΤΙΚΗΣ ΔΥΣΦΗΜΙΣΗΣ – ΕΝΝΟΙΑ ΤΡΙΤΟΥ – ΕΝΝΟΜΜΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ - Δεν στοιχειοθετείται η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης, διότι το γεγονός της δυσφήμησης, ήτοι, η δημιουργία φακέλου για ψυχιατρική εξέταση της ενάγουσας, είναι αληθές για, δε, το αδίκημα της απλής δυσφήμησης η πράξη, λόγω του αληθούς του γεγονότος, παραμένει ατιμώρητη και επιτρέπεται η απόδειξη της αλήθειας του γεγονότος διότι η εναγόμενη δεν ενήργησε κακόβουλα με την υποβολή της αίτησης αλλά για να υπερασπιστεί τον εαυτόν της ως κατηγορούμενη στην επερχόμενη ποινική δίκη και όχι για να προσβάλει την τιμή της ενάγουσας, ώστε ούτε το αδίκημα της εξύβρισης θεμελιώνεται, διότι από τις περιστάσεις, υπό τις οποίες υποβλήθηκε η αίτηση δεν προκύπτει σκοπός εξύβρισης – Δεν θεμελιώνεται προσβολή προσωπικότητας και αδικοπραξία – Απόρριψη (57, 59, 914 ΑΚ, 361, 363, 366, 367 ΠΚ)

ΔΙΚΑΣΤΙΚΑ ΕΞΟΔΑ – ΤΡΟΠΟΣ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΕΞΟΔΩΝ – ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΗΤΤΑΣ – ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΤΙΜΗΤΟ ΣΕ ΧΡΗΜΑ – ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΜΟΙΒΗ ΤΟΥ ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΥ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ Η ΟΠΟΙΑ ΚΑΤΑΒΑΛΛΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΝΤΟΛΕΑ – ΕΝΝΟΜΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ – ΠΡΟΣΒΟΛΗ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΤΩΝ ΕΞΟΔΩΝ ΜΕ ΕΦΕΣΗ ΜΟΝΟ ΑΝ ΠΡΟΣΒΑΛΛΕΤΑΙ ΜΕ ΛΟΓΟ Η ΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ - Τα δικαστικά έξοδα του εναγόμενου, όταν το αντικείμενο της αγωγής αποτιμάται σε χρήμα, ανέρχονται σε ποσοστό 2% επί του αντικειμένου της αγωγής ενώ από τις διατάξεις που ρυθμίζουν τις προϋποθέσεις επιβολής των δικαστικών εξόδων, ουδόλως προβλέπεται ότι αυτά επιδικάζονται ανάλογα με την οικονομική δυνατότητα του ηττηθέντος διαδίκου ή ότι παρέχεται ευχέρεια στο δικαστήριο να τα μειώσει ανάλογα με την οικονομική κατάσταση του τελευταίου – Απόρριψη λόγου (176, 177, 178, 193 ΚΠολΔ, 63, 68 Κωδ. Δικηγ.)


Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αμαλία Μήλιου, Πρόεδρο Εφετών,  Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη και Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη-Εισηγήτρια,   και από τη Γραμματέα Κ.Δ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. H υπό κρίση από 2-12-2016  και με ειδ. αρ. καταθ. ………../5-12-2016 έφεση της ηττηθείσας πρωτοδίκως ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας, κατά της υπ’ αρ. 144/2016 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε επί της αναφερόμενης παρακάτω  αγωγής κατά την τακτική διαδικασία και κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων, έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και είναι εμπρόθεσμη, εφόσον οι διάδικοι δεν επικαλούνται, ούτε άλλωστε προκύπτει από τα προσαγόμενα έγγραφα, ότι έγινε επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης και από τη δημοσίευση αυτής έως την άσκηση της έφεσης δεν παρήλθε διετία (άρθρα 19, 495, 511, 513 παρ.1 περ. β, 518 παρ. 2 ΚΠολΔ).  Πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτή κατά το τυπικό της μέρος, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της έχει κατατεθεί το νόμιμο παράβολο της έφεσης (αρ. παρ. .. – …./2016 ΤΑΧΔΙΚ – … – … – …./2016 ΔΗΜΟΣΙΟΥ) και  να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ίδια διαδικασία, για να κριθεί ως προς τη νομική και ουσιαστική της βασιμότητα.

Με την ένδικη, από 3-4-2008 και με αριθμ. κατ. …./2008 αγωγή και κατ΄ ορθή εκτίμηση του περιεχομένου της, η ενάγουσα ισχυρίζεται τα εξής,: ΄Οτι η  εναγόμενη στις 7-4-2003 υπέβαλε στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιά αίτηση, με την οποία ζητούσε να της χορηγηθούν αντίγραφα του ψυχιατρικού της φακέλου (της ενάγουσας), ότι δήθεν αντιμετώπιζε ψυχιατρικά προβλήματα δίνοντας την εντύπωση, έτσι, στον εξωτερικό κόσμο ότι όχι μόνο έχει ψυχιατρικά προβλήματα, αλλά, αυτά είναι τόσο συχνά, έντονα και σοβαρά που παρέχουν υλικό επαρκές για δημιουργία ψυχιατρικού φακέλου. Ότι η εναγόμενη, με την ανωτέρω ενέργειά της, η οποία έγινε αντιληπτή από τους, γραμματείς, του διοικητικούς υπαλλήλους των δικαστηρίων και τον Εισαγγελέα, έβλαψε την τιμή και την υπόληψή της, το δε γεγονός ότι έχει ψυχιατρικά προβλήματα είναι ψευδές, γεγονός που γνώριζε ή εναγόμενη, ζητούσε, δε, για την αιτία αυτή από την σε βάρος της τελεσθείσα αδικοπραξία και προσβολή της προσωπικότητάς της, να αναγνωρισθεί ότι η εναγόμενη υποχρεούται να της καταβάλει ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ποσό 200.000 €, να υποχρεωθεί η εναγόμενη να παραλείπει  στο μέλλον να προσβάλει την τιμή της με την απειλή χρηματικής ποινής 10.000 € για κάθε πράξη να απαγγελθεί εναντίον της προσωπική κράτηση ως μέσον αναγκαστικής εκτέλεσης της εκδοθησομένης απόφασης και να καταδικαστεί στη δικαστική της δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, απέρριψε την αγωγή και επιδίκασε σε βάρος της ενάγουσας τα δικαστικά έξοδα της εναγόμενης, ποσού 4.000 €. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η ενάγουσα και ζητεί, για τους λόγους που αναφέρονται στην έφεσή της και ανάγονται σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, να εξαφανισθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, ώστε να γίνει δεκτή η αγωγή της.

ΙΙ. Από τη διάταξη του άρθρου 57 ΑΚ προκύπτει ότι όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του, έχει δικαίωμα να ζητήσει την άρση της προσβολής και τη μη επανάληψή της στο μέλλον. Αξίωση αποζημίωσης, κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις (άρθρα 914 επ. ΑΚ), δεν αποκλείεται, ύστερα από αίτηση του προσβληθέντος, όπως και της ικανοποίησης της ηθικής βλάβης, δοθέντος ότι ο σεβασμός της αξίας του ανθρώπου, περιεχόμενο του οποίου αποτελεί και η προστασία της προσωπικότητάς του, προστατεύεται και από το ίδιο το Σύνταγμα (άρθρα 2 παρ. 1 και 5 παρ. 1 και 2 αυτού). Προσβολή προσωπικότητας συνιστούν πράξεις, που περιέχουν ονειδισμό ή αμφισβήτηση της προσωπικής και επαγγελματικής προσωπικότητάς του, ακόμα και αν αυτές τον καθιστούν απλά ύποπτο, ότι μετέρχεται ανέντιμες μεθόδους κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του, ή άλλων εκφάνσεων της ζωής του. Εξ άλλου, από τις προαναφερόμενες νομικές διατάξεις, προκύπτει, ότι η προσβολή είναι παράνομη, όταν γίνεται χωρίς δικαίωμα ή σε ενάσκηση μικρότερης σπουδαιότητας δικαιώματος ή κάτω από περιστάσεις που καθιστούν καταχρηστική την άσκησή του. Ο νόμος καθιερώνει αντικειμενική ευθύνη του προσβάλλοντος, μόνο ως προς την αξίωση άρσης της προσβολής και παράλειψής της στο μέλλον, ενώ για την αξίωση χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ηθικής βλάβης, απαιτεί και το στοιχείο της υπαιτιότητας (ΟλΑΠ 812/1980 – ΑΠ 1735/2009, 1599/2000).

Εξάλλου, κατά το άρθρο 914 ΑΚ “όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει”, κατά δε το άρθρο 932 του ίδιου Κώδικα “Σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη, κατά την κρίση του, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του…”. Προϋποθέσεις για την κατ` άρθρο 914 ΑΚ δημιουργία ευθύνης προς αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας, είναι α) η παράνομη συμπεριφορά, β) η υπαιτιότητα, γ) η επέλευση της ζημίας και δ) ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ παράνομης συμπεριφοράς και ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί, δε, η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Είναι αδιάφορο σε ποιο τμήμα του δικαίου βρίσκεται η διάταξη που απαγορεύει την ένδικη συμπεριφορά. Έτσι, αδικοπραξία κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης συνιστά και ποινικώς κολάσιμη πράξη, όπως η εξύβριση και η απλή ή συκοφαντική δυσφήμηση, που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 361, 362 και 363 του Π.Κ..

Ειδικότερα, κατά τα άρθρα αυτά, εξύβριση διαπράττει όποιος προσβάλλει την τιμή άλλου με λόγο ή έργο ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, ενώ όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ισχυρίζεται ενώπιον τρίτου ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του, διαπράττει το έγκλημα της δυσφήμησης και αν το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε το ψεύδος, τότε διαπράττει το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης. Ως γεγονός κατά τις παραπάνω διατάξεις νοείται κάθε περιστατικό του εξωτερικού κόσμου ή αντίθετη προς την ηθική ή την ευπρέπεια σχέση ή συμπεριφορά, εφόσον ανάγονται στο παρελθόν ή στο παρόν και υποπίπτουν στις αισθήσεις, ώστε να είναι δεκτικά απόδειξης, συνιστά δε ισχυρισμό του γεγονότος κάθε σχετική μ` αυτό ανακοίνωση, που βασίζεται είτε σε προσωπική αντίληψη ή γνώμη είτε σε υιοθέτηση της γνώμης άλλου. Αντίθετα, διάδοση γεγονότος συνιστά η περαιτέρω απλή μετάδοση της σχετικής ανακοίνωσης που έγινε από άλλον. Για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της δυσφήμησης απαιτείται γνώση του δράστη, ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο απ` αυτόν ενώπιον τρίτου γεγονός είναι κατάλληλο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη άλλου και θέληση του ίδιου να ισχυρισθεί ή να διαδώσει ενώπιον τρίτου το βλαπτικό για άλλον γεγονός, ενώ για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται επιπλέον και γνώση του δράστη ότι το γεγονός είναι ψευδές. Έτσι, σε περίπτωση που ο δράστης δεν γνώριζε το ψευδές του γεγονότος που ισχυρίσθηκε ή διέδωσε ή είχε αμφιβολίες γι` αυτό, δεν στοιχειοθετείται μεν το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης σε βάρος άλλου, παραμένει όμως ως έγκλημα η απλή δυσφήμηση, που προσβάλλει επίσης την προσωπικότητα του άλλου σε βαθμό μη ανεκτό από την έννομη τάξη, όμως η τελευταία αυτή πράξη μένει ατιμώρητη εάν το γεγονός είναι αληθές.

Περαιτέρω, στην έννοια του τρίτου, κατά τις ανωτέρω διατάξεις, περιλαμβάνεται οποιοδήποτε (πλην του δράστη και του παθόντος) φυσικό πρόσωπο ή αρχή, όπως ο γραμματέας, ο δικαστικός επιμελητής, οι δικαστές, οι εισαγγελείς κλπ, που έλαβαν γνώση του δυσφημιστικού ισχυρισμού ή της διάδοσης (ΠΟΙΝ ΑΠ 1777/2017, ΑΠ 1264/2016, ΑΠ 611/2015). Αντίθετη εκδοχή, κατά την οποία, όταν η ανακοίνωση του δυσφημιστικού γεγονότος γίνεται με το περιεχόμενο δικογράφου ενώπιον του δικαστή και του γραμματέα του δικαστηρίου και γενικά ενώπιον προσώπων, τα οποία είναι θεσμικά αρμόδια, ήτοι ειδικώς, συνταγματικώς και δικονομικώς εξουσιοδοτημένα, να εξετάζουν τέτοια δικόγραφα και να λαμβάνουν γνώση υποχρεωτικά του περιεχομένου τους, δεν στοιχειοθετείται το αδίκημα της συκοφαντικής ή απλής δυσφήμησης, καθόσον τα πρόσωπα αυτά δεν περιλαμβάνονται στην έννοια του τρίτου, δεν δικαιολογείται ούτε από τη γραμματική διατύπωση των άρθρων 362-363 ΠΚ, αφού, κατά το νόημα της λέξης, “τρίτος” είναι οποιοσδήποτε που δεν μετέχει στη σχέση που υπάρχει μεταξύ δύο προσώπων και, συνεπώς, αυτή καταλαμβάνει αναμφισβήτητα και τα ανωτέρω αναφερόμενα δικαστικά πρόσωπα, αλλά ούτε από την τελολογική ερμηνεία των εν λόγω διατάξεων, σκοπός των οποίων είναι η προστασία του έννομου αγαθού της τιμής και υπόληψης του προσώπου από την εξωτερίκευση εκδηλώσεων αμφισβήτησης του ανωτέρω έννομου αγαθού που περιέρχονται στην αντίληψη άλλου προσώπου, το οποίο μπορεί να σχηματίσει αρνητική αντίληψη για την προσωπικότητα εκείνου που αφορά το δυσφημιστικό γεγονός. Μόνο το γεγονός ότι τα δικαστικά πρόσωπα, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, έχουν αυστηρά προκαθορισμένους ρόλους, δεν εκφράζουν την προσωπική τους άποψη, δεν δικαιούνται να προβαίνουν σε σχολιασμό όσων εκτίθενται στο πλαίσιο της οικείας διαδικασίας και εκφέρουν την κρίση τους εντός του πλαισίου των καθηκόντων τους, αποκλειστικά, προς διευθέτηση της εννόμου σχέσεως που αφορά τα διάδικα μέρη, χωρίς να την ανακοινώνουν σε άλλους, δεν δικαιολογεί τη συσταλτική ερμηνεία του όρου “τρίτος”, αφού και ο δικαστικός λειτουργός δεν παύει ως άνθρωπος να γίνεται κοινωνός μιας δυσμενούς παράστασης για το πρόσωπο που αφορούν οι ισχυρισμοί, χωρίς μάλιστα να έχει πάντοτε τη δυνατότητα να ερευνήσει την ουσιαστική βασιμότητα αυτών, είτε για λόγους τυπικούς (όπως π.χ. σε περίπτωση παραγραφής, εκπρόθεσμης υποβολής της έγκλησης κλπ), είτε διότι περιορίζεται δικονομικά από το αντικείμενο της έρευνάς του, όπως συμβαίνει, όταν στο απευθυνόμενο σε αυτόν δικόγραφο περιλαμβάνονται, πέραν του ερευνώμενου αντικειμένου, και άσχετοι προς αυτό, δυσφημιστικοί για τον αντίδικο, ισχυρισμοί, οπότε ο θεσμικός ρόλος των δικαστικών προσώπων δεν αποτρέπει ουσιαστικά τον κίνδυνο διασυρμού του φορέα του προστατευόμενου έννομου αγαθού. Δεν αποκλείεται, δε, ο δράστης, ο δόλος του οποίου δεν χρειάζεται να οριοθετεί και να προσδιορίζει επακριβώς τους τρίτους, ενώπιον των οποίων επιδιώκει να συκοφαντήσει κάποιον, να αποβλέπει στην πραγματικότητα στο διασυρμό του συγκεκριμένου ατόμου με δυσφημιστικά γεγονότα, μέσω του θεσμικού ρόλου των δικαστικών λειτουργών και με πρόσχημα την επίκληση του συνταγματικώς κατοχυρωμένου δικαιώματος προσφυγής στη δικαιοσύνη (ΑΠ 789/2019).

Περαιτέρω, στις  προαναφερόμενες περιπτώσεις των ποινικών αδικημάτων των άρθρων 361 – 363 του ΠΚ, έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων 366-367 του ίδιου Κώδικα, οι οποίες, για την ενότητα της έννομης τάξης, εφαρμόζεται αναλογικά και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου, όπως αυτός οριοθετείται από τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 57 – 59 και 914 επ. ΑΚ. Επομένως, μη θεμελιωμένων των ανωτέρω αξιόποινων πράξεων ή αιρουμένου του άδικου χαρακτήρα αυτών, αποκλείεται και το στοιχείο του παράνομου της επιζήμιας συμπεριφοράς ως όρου της αντίστοιχης αδικοπραξίας του αστικού δικαίου (ΑΠ 265/2015, 285/2012).

Με τον πρώτο λόγο της έφεσης η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις και ειδικότερα, εσφαλμένα δέχθηκε ότι η εναγόμενη με την υποβολή της αίτησής της στην Εισαγγελία Πειραιά δεν τέλεσε σε βάρος της αδικοπραξία, διότι με την ενέργειά της αυτή σκοπό είχε να την εμφανίσει σε ποινικό δικαστήριο ως ψυχοπαθές  άτομο, μειωμένης αξιοπιστίας για να απαλλαγεί ως κατηγορούμενη της ποινικής της ευθύνης. Ο λόγος αυτός είναι ορισμένος (άρθρο 520 παρ.1 ΚΠολΔ), νόμιμος (άρθρα 914 ΑΚ και 340 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί κατ’ ουσία.

Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων, που εξετάστηκαν νομότυπα στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (βλ. πρακτικά δίκης), αξιολογούμενες κατά το λόγο γνώσεως και το βαθμό αξιοπιστίας των προσώπων, εκ των οποίων προέρχονται, τις υπ’ αρ. ………./12-1-2015 ένορκες βεβαιώσεις του Ειρηνοδίκη Καλλιθέας Αττικής, που έχουν ληφθεί μετά από νομότυπη κλήτευση της εναγόμενης για να παραστεί κατά τη λήψη της (βλ. υπ’ αρ. …/7-1-2015 έκθ. επίδ. της δικαστ. επιμελ. στο Πρωτ/κείο Πειραιά ………….) και τα έγγραφα, που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, για να ληφθούν υπόψη, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:

Οι διάδικοι έχουν μακροχρόνιες δικαστικές διαμάχες από τη σχέση της οροφοκτησίας, καθότι η ενάγουσα είναι κυρία διαμερίσματος και η εναγόμενη επικαρπώτρια διαμερίσματος πολυώροφης οικοδομής επί της οδού … … στον Πειραιά. Περαιτέρω, και με την οικογένειά της η ενάγουσα είχε προβλήματα και δικαστικές διαμάχες σε τέτοια έκταση, που ο γιος της …………., Αρχικελευστής (ΜΗΧ), στις 23-12-2002 υπέβαλε στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά αίτηση με την οποία ζητούσε να διαταχθεί η μεταφορά της μητέρας του σε ψυχιατρική κλινική για εξέταση από ψυχιάτρους, επειδή πάσχει από ψυχική διαταραχή και εν ανάγκη να διαταχθεί αναγκαστική νοσηλεία της, η αίτηση, δε, αυτή έγινε δεκτή και διατάχθηκε από τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά η ιατρική εξέταση της ενάγουσας. Μόλις πληροφορήθηκε το γεγονός αυτό η ενάγουσα υπέβαλε έγκληση για την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης, εναντίον του γιού της, ο οποίος παραπέμφθηκε να δικαστεί ενώπιον του Πενταμελούς Ναυτοδικείου Πειραιά. Τα ανωτέρω γεγονότα,, κυρίως την υποβολή της αίτησης για ψυχιατρική εξέταση της ενάγουσας, η εναγόμενη πληροφορήθηκε από τον γιο της ενάγουσας και ενόψει επικείμενης δίκης στο Μονομελές Πλημμελειοδικείο Πειραιά, με κατηγορούμενη την εναγόμενη και με εγκαλούσα την ενάγουσα για την πράξη της απειλής, η εναγόμενη με την από 7-4-2003 αίτησή της στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιά ζήτησε να της χορηγηθούν αντίγραφα του ψυχιατρικού φακέλου της ενάγουσας, η, δε, Εισαγγελία της απάντησε ότι δεν μπορούσε να της χορηγήσει αντίγραφα του ψυχιατρικού φακέλου της ενάγουσας, που σχηματίστηκε, κατόπιν αιτήσεως συγγενούς της, διότι τούτο προσέκρουε στις διατάξεις του ν 2472/1977 (βλ.έγγραφο με αριθμ. πρωτ. …../8-3-2003). Με την υπ’ αριθμ. 3065/9-4-2003 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά, η εναγόμενη κρίθηκε αθώα για την πράξη της απειλής και από την ανάγνωση της απόφασης αυτής προκύπτει ότι η εναγόμενη δεν προσκόμισε στο ποινικό Δικαστήριο την ανωτέρω απάντηση (αρ. …../2003) της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Πειραιά. Την ίδια ημέρα της συνεδρίασης του ανωτέρω Δικαστηρίου (9-4-2003) η ενάγουσα, συνοδευόμενη από αστυνομικούς, μεταφέρθηκε με ασθενοφόρο στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Αττικής, κατόπιν της υπ’ αριθμ. ……/23-12-2002 παραγγελίας του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά, όπου εξεταζόμενη από ψυχιάτρους διαπιστώθηκε ότι εμφανίζει στοιχεία διαταραχής προσωπικότητας παρανοειδούς τύπου και ότι δεν έχει ανάγκη νοσηλείας, αλλά συμβουλευτικού τύπου παρεμβάσεις για να αντιμετωπιστούν οι ενδοοικογενειακές συγκρούσεις που τροφοδοτούνται από τις ανωτέρω διαταραχές.

Μετά πάροδο ολίγων ημερών η ενάγουσα προσήλθε στο Πρωτοδικείο Πειραιά για να λάβει αντίγραφα της ανωτέρω ποινικής δικογραφίας της για απειλή, στα οποία υπήρχε η προαναφερόμενη από 7-4-2003 αίτηση της εναγόμενης, η απάντηση της Εισαγγελίας και η εντολή του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά, για ψυχιατρική εξέταση της ενάγουσας. Με αφορμή την ανωτέρω αίτηση, η ενάγουσα θεώρησε, ότι σκοπός της εναγόμενης ήταν να βλάψει την τιμή και την υπόληψή της, καθώς, με την αίτησή της ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά αλλά και του αρμόδιου δικαστικού υπαλλήλου, που παρέλαβε την αίτηση και διεκπεραίωσε την Εισαγγελική παραγγελία, ισχυριζόταν ότι αυτή(η ενάγουσα) έχει ψυχιατρικά προβλήματα και μάλιστα τόσο σημαντικά, ώστε να έχει σχηματιστεί ψυχιατρικός φάκελος. Από τα ανωτέρω πραγματικά γεγονότα αποδεικνύεται πλήρως ότι στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Πειραιά είχε σχηματιστεί φάκελος για την ενάγουσα, ο οποίος περιείχε την από 23-12-2002 αίτηση του …………… για ψυχιατρική εξέταση και αναγκαστική νοσηλεία της ενάγουσας λόγω ψυχιατρικής διαταραχής με την επ’ αυτής, από 23-12-2002 σημείωση του Εισαγγελέα «Δεκτή» και την υπ’ αριθμ. ……/23-12-2002 παραγγελία του Εισαγγελέα στο Αστυνομικό Τμήμα Πειραιά για ψυχιατρική εξέταση της ενάγουσας. Ο σχηματισμός του ανωτέρω φακέλου αναφέρεται ρητά στο από …../2003 έγγραφο της Εισαγγελίας Πειραιά και επιβεβαιώνεται ακόμη και με το ……./8-4-2005 έγγραφο της ίδιας Υπηρεσίας ότι ο φάκελος αυτός σχηματίστηκε κατόπιν αιτήσεως του γιου της ενάγουσας ……………..

Με την υπ’ αρ. 4081/2009 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά η εναγόμενη κηρύχθηκε αθώα για την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης, που φέρεται ότι τέλεσε με την προαναφερόμενη από 7-4-2003 αίτηση στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά, η απόφαση δε αυτή δεν αποτελεί πλήρη απόδειξη στην παρούσα πολιτική δίκη ότι η εναγόμενη δεν τέλεσε σε βάρος της ενάγουσας αδικοπραξία, διότι η απόφαση αυτή είναι προϊόν άλλων (λιγότερο αυστηρών) αποδεικτικών προϋποθέσεων, ενώ η αντίστοιχη κρίση του πολιτικού δικαστηρίου είναι προϊόν πλήρους δικανικής πεποίθησης, επιβάλλεται όμως το πολιτικό δικαστήριο να λάβει σοβαρά υπόψη ως ισχυρό τεκμήριο την ποινική κρίση (ΟλΑΠ 4/2020). Υπό τα ανωτέρω πραγματικά γεγονότα δεν στοιχειοθετείται η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης, διότι το γεγονός της δυσφήμησης, ήτοι, η δημιουργία φακέλου για ψυχιατρική εξέταση της ενάγουσας, είναι αληθές (άρθρο 363 ΠΚ), για, δε, το αδίκημα της απλής δυσφήμησης η πράξη, λόγω του αληθούς του γεγονότος, παραμένει ατιμώρητη και επιτρέπεται η απόδειξη της αλήθειας του γεγονότος διότι η εναγόμενη δεν ενήργησε κακόβουλα με την υποβολή της αίτησης (άρθρο 366 παρ.1 ΠΚ), αλλά για να υπερασπιστεί τον εαυτόν της ως κατηγορούμενη στην επερχόμενη ποινική δίκη και όχι για να προσβάλει την τιμή της ενάγουσας, ώστε ούτε το αδίκημα της εξύβρισης θεμελιώνεται, διότι από τις περιστάσεις, υπό τις οποίες υποβλήθηκε η αίτηση δεν προκύπτει σκοπός εξύβρισης (άρθρο 366 παρ.3 και 367 παρ.3 ΠΚ). Επομένως, εφόσον δεν θεμελιώνονται τα ανωτέρω αδικήματα, αποκλείεται και το στοιχείο του παρανόμου της επιζήμιας συμπεριφοράς ως όρου της αντίστοιχης αδικοπραξίας του αστικού δικαίου (ΑΠ 265/2015, 285/2012). Όμοια που έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα από την εκκαλούσα με τον πρώτο λόγο της έφεσης κρίνονται ουσία αβάσιμα και απορριπτέα.

ΙΙΙ.   Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 57, 58 επ., 63 επ. του ισχύοντος Κώδικα Δικηγόρων (ν 4194/2013), αντίστοιχων των παλαιών άρθρων 91, 92 παρ. 1 και 98 του προϊσχύσαντος Κώδικα περί Δικηγόρων (νδ 3026/1954) και των άρθρων 176, 177 και 189 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, άλλη είναι η αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου και άλλη η εις το διάδικο επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη, στην καταβολή της οποίας καταδικάζεται ο αντίδικός του με τη δικαστική απόφαση. Τούτο διότι η πρώτη, η αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου, ανάγεται στην εσωτερική εκ της εντολής σχέση, η οποία συνδέει τον πληρεξούσιο δικηγόρο με τον πελάτη του και καθορίζεται κατά την μεταξύ τους συμφωνία (άρθρο 92 ΚώδΔικηγ.), εφόσον αυτή είναι έγκυρη, εν ελλείψει δε τέτοιας έγκυρης συμφωνίας, κατά τις ισχύουσες εκάστοτε διατιμήσεις αμοιβής των δικηγόρων (άρθρο 98 παρ. 1 ΚωδΔικ.). Αντίθετα η δεύτερη, ήτοι η αποδοτέα δικαστική δαπάνη καθορίζεται κατά τις περί αυτής διατάξεις του άρθρου 189 ΚΠολΔ, κατά την οποία αποδίδονται μόνο τα αναγκαία προς διεξαγωγή και υπεράσπιση της δίκης δικαστικά έξοδα και περιλαμβάνει τα δαπανήματα που καθορίζονται σ` αυτή. Με βάση τα παραπάνω, πρέπει να γίνεται σαφώς διάκριση μεταξύ της δικηγορικής αμοιβής, η οποία πάντοτε είναι πληρωτέα από τον εντολέα του δικηγόρου με βάση τη σχέση έμμισθης εντολής και της δικαστικής δαπάνης που επιδικάζεται από το δικαστήριο, στην οποία περιλαμβάνεται και η δικηγορική αμοιβή και αποτελεί βέβαια το μεγαλύτερο μέρος αυτής, η οποία εντούτοις ανήκει στο διάδικο και όχι στο δικηγόρο του (ΑΠ 939/2013, 2073/2007). Ο υπολογισμός της δικαστικής δαπάνης, σε περίπτωση που το αντικείμενο της δίκης αποτιμάται χρηματικώς, γινόταν βάσει των άρθρων 100 επ. του παλαιού Κώδικα Δικηγόρων (Ν.Δ. 3026/1954) και ήδη από 17-9-2013 με τα άρθρα 63 επ. του Νέου Κώδικα. Κατά το άρθρο 68 του ισχύοντος Κώδικα Δικηγόρων η αμοιβή του δικηγόρου του εναγόμενου για σύνταξη προτάσεων κατά την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης είναι ίση με την αμοιβή της παραγράφου 1 του άρθρου 63 του Κώδικα, η οποία ορίζεται α) σε ποσοστό 2% όταν η αξία του αντικειμένου της αγωγής ανέρχεται μέχρι το ποσό των 200.000 ευρώ. β) 1,5% όταν η αξία του αντικειμένου της αγωγής ανέρχεται από το ποσό των 200.001 ευρώ μέχρι 750.000 ευρώ κλπ. (ΑΠ 85/2019).

Με το δεύτερο λόγο της έφεσης η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι η από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο επιδικασθείσα σε βάρος της και υπέρ της εναγόμενης δικαστική δαπάνη είναι υπερβολική, διότι δέχθηκε την αίτηση της τελευταίας και υπολόγισε αυτή  σε ποσοστό 2% επί του αντικειμένου ης αγωγής κα’ άρθρο 107 του Κώδικα Δικηγόρων, ενώ το ποσό αυτό δεν ανταποκρίνεται στην πραγματική της δαπάνη και στην οικονομική δυνατότητα της ίδιας, διότι είναι άνεργη από το έτος 2008 και δεν λαμβάνει ουδεμία σύνταξη.   Ο λόγος αυτός είναι ορισμένος (άρθρο 520 παρ.1 ΚΠολΔ), παραδεκτός, αφού προσβάλλεται συγχρόνως και η ουσία της υπόθεσης (άρθρο 193 ΚΠολΔ) και ερευνώμενος περαιτέρω πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμος, διότι τα δικαστικά έξοδα του εναγόμενου, όταν το αντικείμενο της αγωγής αποτιμάται σε χρήμα, ανέρχονται σε ποσοστό 2% επί του αντικειμένου της αγωγής (άρθρα 68 και 63 παρ.1 του ισχύοντος από 17-9-2013 νέου ΚωδΔικηγ που αντιστοιχούν στα άρθρα 107 και 100 επ. του προηγούμενου ΚωδΔικηγ), ενώ από τις διατάξεις των άρθρων 173 έως 193 ΚΠολΔ, που ρυθμίζουν τις προϋποθέσεις επιβολής των δικαστικών εξόδων, ουδόλως προβλέπεται ότι αυτά επιδικάζονται ανάλογα με την οικονομική δυνατότητα του ηττηθέντος διαδίκου ή ότι παρέχεται ευχέρεια στο δικαστήριο να τα μειώσει ανάλογα με την οικονομική κατάσταση του τελευταίου.

ΙV.Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά και ύστερα από ορθή εκτίμηση των αποδείξεων και ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου κατέληξε στην ίδια κρίση, δεν έσφαλε, όσα δε αντίθετα υποστηρίζονται από την εκκαλούσα κρίνονται ουσία αβάσιμα και απορριπτέα καθώς και η έφεση στο σύνολό της.  Τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Επίσης, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου της έφεσης στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ  ΤΟΥΣ  ΛΟΓΟΥΣ  ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται την έφεση τυπικά και την απορρίπτει κατ’ ουσία.

Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία καθορίζει σε τετρακόσια (400) €. Και

Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου της έφεσης στο δημόσιο ταμείο.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε στον Πειραιά στις  

Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ    Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ