Συνθετη Αναζητηση Νομοθεσιας - Νομολογιας

Νομοθεσία

ΑΓΩΓΗ ΕΞ ΑΔΙΚΟΠΡΑΞΙΑΣ ΓΙΑ ΑΠΑΤΗ, ΣΥΚΟΦΑΝΤΙΚΗ ΔΥΣΦΗΜΙΣΗ ΚΑΙ ΨΕΥΔΗ ΚΑΤΑΘΕΣΗ ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ – ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΟΡΙΣΜΕΝΟ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ

 

Μον.Εφ.Πειρ. 24/2023


ΑΓΩΓΗ ΕΞ ΑΔΙΚΟΠΡΑΞΙΑΣ ΓΙΑ ΑΠΑΤΗ, ΣΥΚΟΦΑΝΤΙΚΗ ΔΥΣΦΗΜΙΣΗ ΚΑΙ ΨΕΥΔΗ ΚΑΤΑΘΕΣΗ ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ – ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΟΡΙΣΜΕΝΟ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ – ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΑΟΡΙΣΤΙΑ – ΕΝΝΟΜΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ. - Με τέτοιο περιεχόμενο και αιτήματα η αγωγή αυτή είναι αόριστη και ανεπίδεκτη εκτιμήσεως καθόσον δεν  περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων τα οποία θεμελιώνουν κατά νόμο την αγωγή καταβολής χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης συνεπεία απόπειρας απάτης, ψευδορκία μάρτυρα και συκοφαντικής δυσφήμησης  και δικαιολογούν την άσκηση αυτής από τους ενάγοντες κατά των  εναγόμενων, ούτε  ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς καθόσον η έκθεση στο δικόγραφο της αγωγής των πραγματικών περιστατικών είναι ατελής με συνέπεια να καταλείπεται αμφιβολία περί της αξιώσεως η οποία απορρέει απ΄αυτά – Απόρριψη αγωγής ως αόριστης. - (904 ΑΚ, 216 ΚΠολΔ)

ΕΠΙΔΙΚΑΣΗ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΔΑΠΑΝΗΣ – ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΗΤΤΑΣ – ΥΠΟΛΟΓΙΜΟΣ ΒΑΣΕΙ ΤΩΝ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΠΕΡΙ ΑΜΟΙΒΗΣ ΤΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ – ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΔΑΠΑΝΗ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΑΟΡΙΣΤΙΑΣ ΑΓΩΓΗΣ. - Λαμβανομένου υπόψη ότι το Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή όχι κατόπιν ουσιαστικής διάγνωσης της διαφοράς αλλά προκειμένου να συμπληρωθεί η ιστορική βάση της αγωγής ώστε να καταστεί εφικτή η διάγνωση της αγωγικής αξίωσης  κρίνεται ότι το ποσό των 1800 ευρώ που ορίστηκε ως δικαστικά έξοδα του πρώτου εναγόμενου  για καθένα των εναγόντων είναι υπερβολικό  καθώς υπερβαίνει τα όρια όπως αυτά διαπιστώνονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας   και την περί δικαίου συνείδηση  και  πρέπει να οριστεί, βάσει της αρχής της αναλογικότητας,   στο ποσό  των  600 ευρώ για καθένα των εναγόντων προκειμένου να τηρηθεί μία δίκαιη ισορροπία  ανάμεσα στα αντιτιθέμενα  συμφέροντα με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων μεταξύ των οποίων και κείνο της περιουσίας – Έσφαλε το Πρωτοβάθμιο που επιδίκασε μεγαλύτερο ποσό. - (63, 64, 68 του ν 4194/2013 και 176 ΚΠολΔ)

ΠΔ


ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 2ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Χρυσή Φυντριλάκη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα K.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ:   1) …………. και 2) …………. οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιό τους δικηγόρο Βασίλειο Κατσαφάδο (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ:  1) ………., 2) ……….., 3) ……… και 4) …………. οι οποίοι παραστάθηκαν μετά του πληρεξουσίου τους δικηγόρου Ιωάννη Σάμιου.

Οι εκκαλούντες άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς  την από  2.4.2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2018) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ.  5532/2018 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου     οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες  με την από   25.1.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ……./2020) έφεσή τους, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου ………../2021) αυτή  που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εκκαλούντων, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις του με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε και ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εφεσιβλήτων, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη  με   αριθμό καταθ. στη γραμματεία του Εφετείου  Πειραιά …………//2021 έφεση κατά της υπ΄αριθμόν 5532/2018 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου  Πειραιά που εκδόθηκε  κατά την τακτική  διαδικασία αντιμωλία των διαδίκων, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα  καθώς η εκκαλουμένη απόφαση  δημοσιεύτηκε  στις 28-12-2018, επιδόθηκε στις 10-1-2020 και  η  έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του  Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά στις 5-2-2020 (άρθρα 495,511,513,516 παρ 1, 517 εδαφ α, 518 παρ 1  και 147 ΚΠολΔ). Συνεπώς, πρέπει να γινει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων αυτής κατά την  αυτή  διαδικασία  δοθέντος ότι έχει καταβληθεί και το απαιτούμενο παράβολο άσκησης έφεσης (βλ. με αριθμό ……………/ 2020 e-παράβολο).

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2, 118 αρ. 4 και 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων τα οποία θεμελιώνουν κατά νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκηση αυτής από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα.

Η έκθεση στο δικόγραφο της αγωγής των πραγματικών περιστατικών, τα οποία πρέπει να είναι όσα είναι νομικώς ικανά και αναγκαία για τη θεμελίωση του δικαιώματος, η προστασία του οποίου ζητείται και τα οποία πρέπει να αναφέρονται με τέτοια σαφήνεια, ώστε να εξατομικεύουν την επίδικη έννομη σχέση και να μην καταλείπεται αμφιβολία περί της αξιώσεως, η οποία απορρέει από αυτά, είναι απαραίτητη για να υπάρχει η δυνατότητα, το μεν δικαστήριο να κρίνει τη νομική βασιμότητα της αγωγής και να διατάξει τις δέουσες αποδείξεις, ο δε εναγόμενος να μπορεί να αμυνθεί κατά της αγωγικής αξιώσεως που θεμελιώνεται επ` αυτών με ανταπόδειξη ή ένσταση (AΠ 5/2020, ΑΠ 1424/2017).

Η ανεπάρκεια των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την ιστορική βάση της αγωγής και συνδέεται με την εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα του ουσιαστικού δικαίου, χαρακτηρίζεται ως νομική αοριστία. Αντίθετα,  ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, υπάρχει όταν δεν εκτίθενται σ` αυτήν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά νόμο για τη στήριξη του αιτήματος αυτής, τα πραγματικά, δηλαδή, περιστατικά που απαρτίζουν την ιστορική βάση της αγωγής και προσδιορίζουν το αντικείμενο της δίκης (ΑΠ 133/2022 ΝΟΜΟS).

Με την αγωγή επί της οποίας εξεδόθη η εκκαλουμένη απόφαση οι ενάγοντες ιστορούσαν ότι κατά του πρώτου των εναγομένων υπέβαλαν μήνυση για απάτη  συνεπεία της οποίας ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος του και τιμωρήθηκε σε ποινή φυλάκισης ενός έτους χωρίς την αναγνώριση ελαφρυντικών. Πέραν της μηνύσεως άσκησαν και  αγωγή για αποζημίωση επί της οποίας εξεδόθη απόφαση με την οποία αναβληθηκε κατ΄αρθρο 250 ΚΠολΔ η έκδοση οριστικής απόφασης μέχρις πέρατος της ποινικής διαδικασίας. Προς απόκρουση της μηνύσεως αυτής  και της αγωγής  ο πρώτος εναγόμενος τέλεσε σε βάρος του το αδίκημα της απάτης σε απόπειρα ενώ  προκάλεσε  και την απόφαση στον  δεύτερο εναγόμενο και στις θυγατέρες του, τρίτη και τέταρτη των εναγομένων,  να βεβαιώσουν  ψευδείς και μειωτικούς για την προσωπικότητα αυτών (εναγόντων)  ισχυρισμούς υπογράφοντας ψευδείς ένορκες βεβαιώσεις και δίδοντας ψευδείς καταθέσεις ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων.

Ειδικότερα, ο πρωτος εναγόμενος τέλεσε σε βάρος τους  το αδίκημα της απόπειρας  απάτης  ισχυριζόμενος με το δικόγραφο των Προτάσεων και της Προσθήκης – Αντίκρουσης μεταξύ άλλων ότι δήθεν « Περί το μήνα Νοέμβριο 2010 γνωρίστηκα … με μια κυρία …………. …!!!» και με αυτό τον τρόπο απέκρυψε αληθινά γεγονότα   προκειμένου να ωφεληθεί κατά το ποσό των 23.170,00 ευρώ από τον πρώτο ενάγοντα και κατά το ποσό των 25.470 ευρώ από τον δεύτερο ενάγοντα. Επιπρόσθετα με  όσα  περιέλαβε στις Προτάσεις  του τέλεσε σε βάρος των εναγόντων το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης  διότι ισχυρίστηκε  και διέδωσε  για τους ενάγοντες  ότι ήταν  αναληθή όσα είχαν αναγράψει στην αγωγή  για την σε βάρος τους απάτη  αναφέροντας ότι   κάποιο άλλο, δήθεν, άτομο,  ήταν αυτό που τέλεσε την απάτη σε βάρος τους, εμφανίζοντάς τους ακόμη και ως εκβιαστές.

Περαιτέρω, εκθέτει ότι ο δεύτερος εναγόμενος  υπογράφοντας ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά  τέλεσε σε βάρος τους το αδίκημα της ψευδορκία μάρτυρα και της  συκοφαντικής δυσφήμησης καθόσον κατέθεσε  ψευδώς ότι «Περί το έτος 2013 μου εκμυστηρεύθηκε ότι της κόρης του της είχαν υποσχεθεί διορισμό με αντάλλαγμα χρήματα που είχε δώσει σε κάποια κυρία…» , επιπλέον δε, τέλεσε το αδίκημα της ψευδορκία μάρτυρα  και της συκοφαντικής δυσφήμησης και ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου και ειδικότερα ενώπιον του Β΄Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά  καταθέτοντας τα αυτά περιστατικά. Η τρίτη εναγόμενη τέλεσε το αδίκημα της ψευδορκία μάρτυρα και της συκοφαντικής δυσφήμησης υπογράφοντας ένορκη  βεβαιώση  ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά στην οποία ανέφερε ψευδώς ότι  « όπως πληροφορήθηκα από τον πατέρα μου, στο  μαγαζί του θείου μου, γνώρισε κάποια κα ……. …. κλπ» , καθώς και ότι «γνωρίζω και βεβαιώνω  ότι ο πατέρας μου ουδέποτε πήρε χρήματα από τους …………. και …………., ούτε ποτέ παρέστησε σε αυτούς ότι θα τους διορίσει στο δημόσιο …».

Τέλος, η τέταρτη εναγόμενη τέλεσε τα αδικήματα  της ψευδορκία μάρτυρα και της συκοφαντικής δυσφήμησης υπογράφοντας  ένορκη  βεβαίωση  ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά στην οποία ανέφερε ψευδώς ότι: « Το έτος 2010 ο πατέρας μου γνώρισε ως πελάτισσα στο μαγαζί του θείου μου μια  κυρία … …. κλπ» καθώς επισης και ότι «ο πατέρας μου γνωρίζω ότι ουδέποτε πήρε χρήματα από τους ………….. και ………….., ούτε ποτέ παρέστησε ότι έχει γνωριμίες…» , ενώ  ενώπιον του Β΄Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά και του Α΄Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά κατέθεσε ψευδώς ότι : « περί δήθεν κάποιας κυρίας περιποιημένης, εμφανίσιμης με μερσεντές κλπ» ή περί του ότι « … όχι ο πατέρας μου δεν έλαβε χρήματα. Τα τριακόσια (300) ευρώ τα έδωσα εγώ ως ενίσχυση, επειδή ήταν άρρωστη. Η αδελφή μου τα έδωσε … κλπ» .

Συνεπεία των αδικων αυτών πράξεων περαιτέρω ισχυρίζονται οι ενάγοντες υπέστησαν ηθική βλάβη προς αποκατάσταση της οποίας ζήτησαν  να αναγνωριστεί, όπως παραδεκτά περιορίστηκε το καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής σε αναγνωριστικό, ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται  να καταβάλουν στον πρώτο ενάγοντα :  ο πρώτος εναγόμενος το ποσό των 90.000 ευρώ, ο δεύτερος εναγομενος το ποσό των 20.000 ευρώ,  η τρίτη εναγόμενη το ποσό των 10.000 ευρώ και η τέταρτη εναγόμενη το ποσό των 30.000 ευρώ και στον δεύτερο ενάγοντα : ο πρώτος εναγόμενος το ποσό των 90.000 ευρώ, ο δεύτερος εναγόμενος το ποσό των 20.000 ευρώ, η τρίτη εναγόμενη το ποσό των 10.000 ευρώ και η τέταρτη εναγόμενη το ποσό των 30.000 ευρώ αφαιρουμένου του ποσού των 30 ευρώ από κάθε εναγόμενο ως προς το οποίο καθένας των εναγόντων επιφυλάχθηκε ν΄ασκήσει το δικαίωμά του ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου.

Με τέτοιο περιεχόμενο και αιτήματα η αγωγή αυτή είναι αόριστη και ανεπίδεκτη εκτιμήσεως καθόσον δεν  περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων τα οποία θεμελιώνουν κατά νόμο την αγωγή καταβολής χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης συνεπεία απόπειρας απάτης, ψευδορκία μάρτυρα και συκοφαντικής δυσφήμησης  και δικαιολογούν την άσκηση αυτής από τους ενάγοντες κατά των  εναγομένων, ούτε  ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς καθόσον η έκθεση στο δικόγραφο της αγωγής των πραγματικών περιστατικών είναι ατελής με συνέπεια να καταλείπεται αμφιβολία περί της αξιώσεως η οποία απορρέει απ΄αυτά.

Ειδικότερα, δεν αναφέρεται έστω περιληπτικά  το περιεχόμενο της αρχικής  αγωγής  προς απόκρουση της οποίας δοθηκαν οι αναφερόμενες στην αγωγή ψευδείς ένορκες βεβαιώσεις  και ψευδείς ένορκες καταθέσεις, ώστε να γίνει αντιληπτό για ποιο λόγο οι αναφερόμενες στην αγωγή περικοπές από τις ένορκες βεβαιώσεις και από τις  καταθέσεις ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων αφενός μεν είναι ψευδείς αφετέρου δε συκοφαντικές και προσβλητικές για την προσωπικότητα των εναγόντων, ούτε αποσαφηνίζεται επαρκώς  με ποιο τρόπο επιχείρησε ο πρώτος εναγόμενος να εξαπατήσει το πολιτικό Δικαστήριο κατά την εκδίκαση της αρχικής  αγωγής που είχαν ασκήσει οι ενάγοντες με συνεπεια να καταλείπεται αμφιβολία περί της αξιώσεως των εναγόντων και να βρίσκεται το Δικαστήριο  σε αδυναμία να διαγνώσει την νομική βασιμότητα της αγωγής και να διατάξει τις δέουσες αποδείξεις  και από την άλλη πλευρά  οι εναγόμενοι να αδυνατούν ν΄αμυνθούν κατά της αγωγικής αξιώσεως.

Η ανεπάρκεια των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την ιστορική βάση της αγωγής και προσδιορίζουν το αντικείμενο της δίκης αποτελεί ποσοτική και  ποιοτική αοριστία της κρινόμενης  αγωγής η οποία, κατ΄ακολουθίαν, καθισταται  απορριπτέα ως απαράδεκτη. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε την αγωγή ως αόριστη και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτιμήσεως ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και όλα όσα αντίθετα υποστηρίζονται με σχετικό λόγο της έφεσης είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.

Με τον δεύτερο και  τελευταίο λόγο της έφεσης οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι η δικαστική δαπάνη που επέβαλε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη σε βάρος τους ύψους 1800 ευρώ, 400 ευρώ,  σε 200 ευρώ και  σε 600 ευρώ, αντίστοιχα, για καθένα των εναγόντων, είναι υπέρμετρη και αυθαίρετη. Ο λόγος αυτός  ο οποιος είναι  νόμιμος ερειδόμενος στις παρακάτω αναφερόμενες διατάξεις πρεπει να  γίνει δεκτός ως βάσιμος και κατ΄ουσίαν.

Ειδικότερα, από τις διατάξεις των άρθρων 63, 64 και  68 του ν 4194/2013 και 176 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η αμοιβή του δικηγόρου  του εναγόμενου, σε περίπτωση ήττας του ενάγοντος,  ορίζεται σε 2% όταν η αξία του αντικειμένου της αγωγής ανέρχεται μεχρι το ποσό των 200.000 ευρώ καθώς και ότι  σε περίπτωση σώρευσης αγωγών  οφείλεται ιδιαίτερη αμοιβή για κάθε αγωγή που σωρεύεται με βάση την αξία του αντικειμένου αυτής.  Ως εκ τούτου ενόψει του   ότι α) το αιτούμενο ποσό από τον πρώτο εναγόμενο ανέρχεται σε  90.000  ευρώ, β) το αιτούμενο ποσό από τον δεύτερο ενάγοντα ανέρχεται σε 20.000 ευρώ, γ) το αιτούμενο ποσό από  την τρίτη ενάγουσα ανέρχεται σε 10.000 ευρώ, δ) το αιτούμενο ποσό από την τέταρτη ενάγουσα ανέρχεται σε 30.000 ευρώ για καθένα των εναγόντων, η αμοιβή του δικηγόρου για καθένα των εναγόντων ανέρχεται   σε 1800 ευρώ,  σε 400 ευρώ,  σε 200 ευρώ και  σε 600 ευρώ, αντίστοιχα.

Ωστόσο, λαμβανομένου υπόψη ότι το Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή όχι κατόπιν ουσιαστικής διάγνωσης της διαφοράς αλλά προκειμένου να συμπληρωθεί η ιστορική βάση της αγωγής ώστε να καταστεί εφικτή η διάγνωση της αγωγικής αξίωσης  κρίνεται ότι το ποσό των 1800 ευρώ που ορίστηκε ως δικαστικά έξοδα του πρώτου εναγόμενου  για καθένα των εναγόντων είναι υπερβολικό  καθώς υπερβαίνει τα όρια όπως αυτά διαπιστώνονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας   και την περί δικαίου συνείδηση  και  πρεπει να οριστεί, βασει της αρχής της αναλογικότητας,   η οποία επιβάλλεται να τηρείται  κατά τον καθορισμό του επιδικαζόμενου ποσού  ως γενική νομική αρχή και δη  αυξημένης  τυπικής  ισχύος   (ΟλΑπ 9/2015)   στο ποσό  των  600 ευρώ για καθένα των εναγόντων προκειμένου να τηρηθεί μία δίκαιη ισορροπία  ανάμεσα στα αντιτιθέμενα  συμφέροντα με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων μεταξύ των οποίων και κείνο της περιουσίας.

Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που όρισε τα δικαστικά έξοδα του πρώτου εναγόμενου σε 1800 ευρώ για καθένα των εναγόντων  υπέπεσε σε σφάλμα κατά τον βάσιμο περί αυτού λόγο της έφεσης η οποία κατ΄ακολουθίαν πρέπει να γίνει δεκτή και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη μόνο ως προς την διάταξη περί δικαστικών εξόδων  του πρώτου εναγόμενου.

Περαιτέρω, πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση ως προς το κεφάλαιο αυτό για περαιτέρω έρευνα και να οριστούν τα δικαστικά έξοδα ως προς τον πρώτο εναγόμενο του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας στο ποσό των 600 ευρώ για καθένα των εναγόντων. Πρέπει, επίσης να διαταχθεί, ενόψει της παραδοχής της έφεσης και  η επιστροφή  του κατατεθέντος παραβόλου άσκησης έφεσης στους εκκαλούντες  (άρθρο 495 παρ 3 ΚΠλοΔ). 

Μέρος των δικαστικών εξόδων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας του πρώτου εφεσίβλητου   πρέπει να επιβληθεί   σε βάρος των εκκαλούντων λόγω της  έκτασης της ήττας αυτών (άρθρο 183, 178 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό, ενώ τα δικαστικά έξοδα των λοιπών εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος εκάστου των εκκαλούντων λόγω της απόρριψης της έφεσης ως προς αυτούς καθοριζομένων βάσει  της αρχής της αναλογικότητας  (αρθρα 183,176 ΚΠολΔ), κατα τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό .

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ  αντιμωλία των διαδικων

ΔΕΧΕΤΑΙ  τυπικά και ουσία  την  έφεση ως προς τον πρώτο των εφεσιβλήτων

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ουσία  την έφεση ως προς τους λοιπούς των εφεσιβλήτων.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ  την εκκαλουμένη μόνον κατά την διάταξη αυτής περί δικαστικών εξόδων ως προς τον πρώτο εναγόμενο

ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ   την υπ΄αριθμόν καταθ. …………/2018 αγωγή μόνο ως προς τον πρώτο εναγόμενο και ως  προς το ανωτέρω κεφάλαιο.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ έκαστο των εναγόντων  στα δικαστικά έξοδα του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας του πρώτου εναγόμενου τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ  έκαστο των εκκαλούντων  σε μέρος των δικαστικών εξόδων του δεύτερου  βαθμού δικαιοδοσίας του πρώτου των εφεσιβλήτων  το οποίο καθορίζει  στο ποσό των εξακοσίων (600)  ευρώ.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ έκαστο των εκκαλούντων στα δικαστικά έξοδα του δεύτερου  βαθμού δικαιοδοσίας  του τρίτου, της τέταρτης και της πέμπτης των εφεσιβλήτων τα οποία ορίζει  στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ για τον δεύτερο εφεσίβλητο, στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ για την τρίτη εφεσίβλητη και στο ποσό των επτακοσίων (700) ευρώ για την τέταρτη των εναγομένων

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή στους εκκαλούντες του κατατεθέντος παραβόλου άσκησης έφεσης.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  13 Ιανουαρίου 2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ