Συνθετη Αναζητηση Νομοθεσιας - Νομολογιας

Νομοθεσία

ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΟΥ (ΜΕΤΑΦΟΡΑΣ ΚΑΙ ΑΠΟΘΗΚΕΥΣΗΣ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΩΝ) – ΑΓΩΓΗ ΓΙΑ ΚΑΤΑΒΟΛΗ ΤΗΣ ΟΦΕΙΛΟΜΕΝΗΣ ΑΜΟΙΒΗΣ - ΖΗΤΗΜΑ ΑΟΡΙΣΤΙΑΣ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ - ΑΣΚΗΣΗ ΕΦΕΣΗΣ

Μον.Εφ.Πειρ. 28/2023


ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΟΥ (ΜΕΤΑΦΟΡΑΣ ΚΑΙ ΑΠΟΘΗΚΕΥΣΗΣ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΩΝ) – ΑΓΩΓΗ ΓΙΑ ΚΑΤΑΒΟΛΗ ΤΗΣ ΟΦΕΙΛΟΜΕΝΗΣ ΑΜΟΙΒΗΣ – ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΗΝ ΑΓΩΓΗ ΓΙΑ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΟΡΙΣΜΕΝΗ – ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΣ ΑΜΟΙΒΗΣ ΚΑΙ ΤΡΟΠΟΣ ΚΑΤΑΒΟΛΗΣ ΤΗΣ. - Η ένδικη αγωγή με αυτό το περιεχόμενο είναι αόριστη, καθώς παρόλο που  η ενάγουσα επικαλείται ότι εκτέλεσε για λογαριασμό της εναγόμενης  μεταφορές και αποθήκευσε εμπορεύματά της, δεν εξειδικεύει καθόλου το έργο που εκτέλεσε και γενικότερα  τις υπηρεσίες που παρείχε στην εναγόμενη και κυρίως τον τρόπο υπολογισμού της αμοιβής της ενώ δεν προσδιορίζονται περαιτέρω  καθόλου τα  εμπορεύματα /αντικείμενα, που μεταφέρθηκαν ή αποθηκεύτηκαν,  με  μονάδα μέτρησης, κατ’ είδος, ή έστω μόνο  αριθμητικά και  ποια ήταν η μονάδα χρέωσης για την παρεχόμενη υπηρεσία, όγκος,  βάρος  ή κάποια άλλη ή συνδυασμός χαρακτηριστικών – Αοριστία αγωγής. - (681, 694 ΑΚ)

ΑΣΚΗΣΗ ΕΦΕΣΗΣ – ΠΟΙΟΣ ΕΧΕΙ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΝΑ ΤΗΝ ΑΣΚΗΣΕΙ ΚΑΙ ΚΑΤΑ ΠΟΙΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΑΠΕΥΘΥΝΕΤΑΙ – ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΤΙΚΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΕΦΕΣΗΣ - ΑΝΤΕΦΕΣΗ – ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΘΕΩΡΗΘΕΙ ΚΑΙ ΩΣ ΑΥΤΟΤΕΛΗΣ ΕΦΕΣΗ ΑΝ ΑΣΚΗΘΕΙ ΕΝΤΟΣ ΤΗΣ ΤΑΣΣΟΜΕΝΗΣ ΠΡΟΘΕΣΜΙΑΣ – ΑΝΤΕΦΕΣΗ ΚΑΙ ΠΡΟΤΑΣΗ ΣΥΜΨΗΦΙΣΜΟΥ – ΕΝΝΟΜΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ. - (516, 522, 523 ΚΠολΔ)

ΠΔ


ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Δημήτριο Καβαλλάρη, Εφέτη, που ορίστηκε από ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και τη Γραμματέα Τ.Λ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………,  για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

ΤΩΝ   ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ  – ΑΝΤΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ : 1) Της υπό εκκαθάριση εταιρείας ……….. 2) ………….. που εκπροσωπήθηκαν από  τον πληρεξούσιο τους Δικηγόρο Νικόλαο Καραντώνη.

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ – ΑΝΤΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Της εταιρείας ………….., η οποία εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από τον πληρεξούσιο Δικηγόρο της Γεώργιο Παπανικολάου (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).

Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα – αντεφεσίβλητη άσκησε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς την από  13.2.2013 και με αρ. καταθέσεως  ……./2013 αγωγή της. Η εφεσίβλητη – αντεκκαλούσα άσκησε στο ίδιο Δικαστήριο την από 28.4.2014  και με αρ. καταθέσεως ………../2014 αγωγή της. Επί των υποθέσεων αυτών εκδόθηκε η με αρ. 5019/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που απέρριψε αυτές.

Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εκκαλούσα -αντεφεσίβλητη με την από 16.11.2020 και με αρ. κατάθεσης δικογράφου  ……../2021 έφεσή της  και η αντεκκαλούσα – εφεσίβλητη με την  η από 9.2.2022 και με αρ. κατάθεσης δικογράφου ………../2022 αντέφεση, η συζήτηση των οποίων ορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη συζήτηση των άνω υποθέσεων, αφού συνεκφωνήθηκαν από το πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων παραστάθηκαν όπως παραπάνω και αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις τους, τις οποίες ο πληρεξούσιος Δικηγόρος του της αντεκκαλούσας – εφεσίβλητης είχε προκαταθέσει.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Στο Δικαστήριο αυτό εκκρεμούν οι  εξής υποθέσεις : α) από 16.11.2020 και με αρ. κατάθεσης δικογράφου  ………../2021 έφεση, β)  η από 9.2.2022 και με αρ. κατάθεσης δικογράφου ………../2022 αντέφεση. Οι άνω υποθέσεις πρέπει να ενωθούν και να συνεκδικασθούν,  δεδομένου ότι αφορούν την ίδια απόφαση (με αρ. 5019/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς)  κι επιπλέον διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται και μείωση των εξόδων της (άρθρ.31 και 246 ΚΠολΔ.).

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 516 παρ. 1 ΚΠολΔ δικαίωμα έφεσης έχουν, εφόσον νικήθηκαν ολικά ή εν μέρει στην πρωτόδικη δίκη, ο ενάγων, ο εναγόμενος, εκείνοι που άσκησαν κύρια ή Πρόσθετη παρέμβαση, οι καθολικοί διάδοχοί τους, οι ειδικοί διάδοχοί τους,  εφόσον απέκτησαν την ιδιότητα αυτή μετά την άσκηση της αγωγής και οι εισαγγελείς πρωτοδικών, αν ήταν διάδικοι. Έφεση έχει δικαίωμα να ασκήσει και ο διάδικος που νίκησε, εφόσον έχει έννομο συμφέρον (παρ.2).

Περαιτέρω σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 522 ΚΠολΔ με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικα8στήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Η διάταξη αυτή ρυθμίζει ειδικώς, σε σχέση με την έφεση, την καθιερούμενη από το άρθρο 106 του ΚΠολΔ γενική αρχή της διαθέσεως, σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο ενεργεί μόνον ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Το αίτημα συνεπώς της έφεσης  και οι λόγοι αυτής, που το στηρίζουν, οριοθετούν το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα αυτής  και ταυτόχρονα το παραδεκτό των προσθέτων λόγων αυτής και της αντέφεσης (ΑΠ 916/2020, ΑΠ 1514/2018  σε http://www.areiospagos.gr/.)

Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 523 παρ. 1 ΚΠολΔ αντέφεση ασκείται  από τον εφεσίβλητο  και μετά την πάροδο της προθεσμίας της έφεσης προς τα κεφάλαια της απόφασης που προσβάλλονται με την έφεση και ως προς εκείνα που συνέχονται αναγκαστικά με αυτά, και αν ακόμη αποδέχθηκε την απόφαση ή παραιτήθηκε από την έφεση (άρθρο  523 § 1 ΚΠολΔ.). 

Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με το άρθρο 522 ΚΠολΔ, προκύπτει, ότι η άσκηση της αντέφεσης, για να είναι παραδεκτή, πρέπει να αφορά τα κεφάλαια της απόφασης που προσβάλλονται με την έφεση, ή τα αναγκαίως με αυτά συνεχόμενα, δηλαδή το περιεχόμενο τους πρέπει να βρίσκεται μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, αφού με την άσκηση της δεν μεταβιβάζεται στο σύνολο της η υπόθεση στο Εφετείο, αλλά μόνο κατά τα διαγραφόμενα με την έφεση όρια (ΑΠ 212/2006, ΕφΛαμ 212/2009, ΕφΑθ 4561/2003 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ,  ΕφΛαρ 102/2004 Δικογρ 2004.319).

Ως κεφάλαια κατά την έννοια του άρθρου 523 § 1 Κ.Πολ.Δ., θεωρούνται εκείνα που ανάγονται σε αυτοτελείς αιτήσεις για παροχή προστασίας, ενώ συνέχονται με εκείνα που έχουν εκκληθεί όσα α) αφορούν παρεπόμενα ή παρακολουθήματα της κυρίας απαίτησης, β) αποτελούν προκριματικό ζήτημα της παραδοχής της έννομης προστασίας, γ) όταν οι διατάξεις της εκκαλούμενης έχουν τέτοια συνάφεια προς τα εκκληθέντα κεφάλαια, ώστε η επ’ αυτών διαφορετική κρίση του δικαστηρίου να επηρεάζει την κρίση και στα κεφάλαια που έχουν εκκληθεί με την έφεση και δ) πηγάζουν από την ίδια ιστορική και νομική αιτία (ΑΠ 212/2006, ΑΠ 1396/2002, ΑΠ 317/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 2557/2011 ΕφΑΔ 2011, σελ. 1070 Σ. Σαμουήλ, Η Έφεση, έκδ. Ε` 2003 παρ. 617). Κάθε κεφάλαιο της εκκαλουμένης απόφασης αντιστοιχεί σε μία αυτοτελή αίτηση δικαστικής προστασίας, που δημιουργεί χωριστό αντικείμενο δίκης (στα πλαίσια της αυτής διαφοράς) αλλά και εκκρεμοδικία (ΑΠ 1449/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 842/2010, ΕΠολΔ 2010/861, ΑΠ 798/2010, ΕΠολΔ 2010/862, ΑΠ 174/2010 ΔΕΕ 2010/919, ΑΠ 173/2010, ΧρΙΔ 2011/180, ΑΠ 925/1991, ΝοΒ 1992/550).

Τέτοιο αυτοτελές αντικείμενο δίκης δημιουργεί λ.χ. η ανταγωγή (ΑΠ 672/1993, Δνη 1994/1271 = ΕΕΝ 1994/441, ΕφΔωδ. 37/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) ή η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, όχι όμως και οι ενστάσεις, οι οποίες λόγω ακριβώς του αμυντικού τους χαρακτήρα, δεν εισάγουν ιδιαίτερο αντικείμενο δίκης,  ούτε διευρύνουν το αρχικό, δεν παρέχουν αυτοτελή έννομη προστασία και δεν ιδρύουν ιδιαίτερο κεφάλαιο, διάφορο εκείνου που διαγιγνώσκει την αγωγική αξίωση (ΑΠ 76/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, ΙΙΙ, 2007, § 112, αρ. 86, σελ. 181).

Αυτό  έχει ως αποτέλεσμα στο ίδιο κεφάλαιο της εκκαλουμένης απόφασης, που αποφαίνεται περί του παραδεκτού και της βασιμότητας του αυτοτελούς αιτήματος παροχής έννομης προστασίας να συμπεριλαμβάνεται και η κρίση του δικαστηρίου περί του παραδεκτού και της βασιμότητας και οποιασδήποτε ένστασης, που προβλήθηκε ως άμυνα κατά του αιτήματος αυτού (ΑΠ 249/2016, ΑΠ 1543/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Έτσι, η έφεση και η αντέφεση πλήττουν το ίδιο κεφάλαιο της εκκληθείσας απόφασης,  όταν με αυτές προσβάλλονται αντιστοίχως η ολική ή μερική παραδοχή της αγωγής και αντιστοίχως η απόρριψη ή η παραδοχή των ενστάσεων γενικώς (Β. Ρήγας, Ζητήματα εκ του δικαίου της εφέσεως, σε Δνη 39/749 επομ. [752]). Κατ’ εξαίρεση, ξεχωριστό κεφάλαιο της εκκαλουμένης απόφασης αποτελεί η απόφανσή της επί προταθείσας ένστασης συμψηφισμού (ΑΠ 76/2015, ο.π., Ν. Νίκας, ο.π., Κ. Μακρίδου, ο.π., σελ. 118 επομ., Αγ. Μπακόπουλος, Οι εξουσίες του εφετείου μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, σε Δνη 1989/264 επομ. [271], Ε. Ρίκος, Τα όρια της μεταβιβάσεως, σε Δνη 1985/181 επομ.) ως προς την ανταπαίτηση που προτάθηκε σε συμψηφισμό (βλ. και Κ. Παπαδόπουλου, Η αναιρετική διαδικασία κατά τον ΚΠολΔ, 1997, § 190, σελ. 335), δεδομένου ότι, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 221 § 2 ΚΠολΔ, η πρόταση της ένστασης συμψηφισμού συνεπάγεται εκκρεμοδικία, υπό την έννοια ότι η ανταπαίτηση που θεμελιώνει τον συμψηφισμό καθίσταται έκτοτε εκκρεμής και, συνεπώς, κρίνεται και αυτή ως κύριο ζήτημα στη δίκη, στο πλαίσιο της οποίας ο συμψηφισμός προτάθηκε. (ΑΠ 76/2015, ο.π., Ν. Νίκας, ο.π., Κ. Μακρίδου, ο.π., σελ. 118 επομ., Δ. Κονδύλης, Το δεδικασμένον κατά τον ΚΠολΔ, 2007, σελ. 144 επομ., 436 επομ.).

Ως ιδιαίτερο κεφάλαιο δίκης θα πρέπει να έχει μεταβιβασθεί  με την έφεση και δεν ερευνάται μετά την εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης. Επομένως, η προβολή του κεφαλαίου της ένστασης συμψηφισμού με την αντέφεση προϋποθέτει ότι   συνέχεται αναγκαστικά με το  κεφάλαιο που εκκαλείται με το εφετήριο (Β. Βαθρακοκοίλης η έφεση 2015 σ. 310, Κ. Μακρίδου, ο.π., σελ. 17).  Εξάλλου, έννομο συμφέρον για άσκηση αντέφεσης έχει ο εφεσίβλητος, κυρίως αν με το διατακτικό της πρωτόδικης απόφασης ηττάται και αυτός εν μέρει.

Αν αντιθέτως, έχει νικήσει ολοσχερώς, η αντέφεση δεν μπορεί να έχει αίτημα και απορρίπτεται ως απαράδεκτη, κατ’ ανάλογη εφαρμογή των άρθρων 516 § 2 και 532 του ΚΠολΔ. Εξαιρετικώς, έννομο συμφέρον για άσκηση αντέφεσης αναγνωρίζεται και στο διάδικο που νίκησε πρωτοδίκως, αν, παρά την ορθότητα τ2ου διατακτικού της πρωτόδικης απόφασης, βλάπτεται από τις αιτιολογίες αυτής, οι οποίες περιέχουν στοιχεία διατακτικού και δημιουργούν σε βάρος του δεδικασμένο.

Όμως αντέφεση του ολοσχερώς νικήσαντος διαδίκου με αίτημα την επαναφορά των ενστάσεων, με τις οποίες ως εναγόμενος ζητούσε την απόρριψη της αγωγής, δεν νοείται, αφού τις ενστάσεις αυτές μπορεί να επαναφέρει ο εν λόγω διάδικος στο Εφετείο ως εφεσίβλητος, κατά το άρθρο 527 παρ.1 ΚΠολΔ, αφού συντελούν σε υπεράσπισή του κατά της έφεσης του αντιδίκου του (ΑΠ 505/2020 ΑΠ 792/2015, ΑΠ 1811/2013, ΑΠ 920/2013, ΑΠ 1174/2009, ΑΠ 139/2001 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Πανταζόπουλος σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ΚΠολΔ 2 [2020], υπό άρθρο 523, αρ. 11 και αρ. 6-7- Ε. Μπαλογιάννη σε X. Απαλαγάκη, «Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας -Ερμηνεία κατ’ άρθρο» 3η εκδ. [2013] υπό το άρθρο 523 αρ. 7 σελ. 1052-1Σ. Σαμουήλ, «Η έφεση κατά το ΚΠολΔ», Ε` εκδ. [2003], §§ 615, σελ. 255).

Στην προκείμενη περίπτωση, από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο συνεκδικάσθηκαν  :  i) η από  13.2.2013 και με αρ. καταθέσεως  …../2013 αγωγή της ενάγουσας τελούσας υπό εκκαθάριση   «………», κατά της εναγόμενης  «…………» ii) η από 28.4.2014  και με αρ. καταθέσεως ……../2014 αντίθετη  αγωγή της  «…………..» κατά της «……….» και του ……….  Επί των αγωγών αυτών εκδόθηκε η εκκαλούμενη οριστική απόφαση, με αρ. 5019/2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, η οποία απέρριψε αυτές και ειδικότερα την με στοιχ. (i) αγωγή ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας και την με στοιχ. (ii) αγωγή εν μέρει ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης και εν μέρει λόγω αοριστίας.

Ήδη με την από 16.11.2020 και με αρ. κατάθεσης δικογράφου  ………./2021 έφεση, οι εκκαλούντες  «……..»  και ………. παραπονούνται  για την απόρριψη της αγωγής της πρώτης (ενάγουσας) ως αόριστης. Ωστόσο, όπως προκύπτει από το δικόγραφο της έφεσης, το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα αυτής οριοθετείται ρητώς μόνο στο κεφάλαιο της αγωγής αυτής, με συνέπεια να είναι απαράδεκτη η άσκηση της έφεσης από τον δεύτερο εκκαλούντα, ο οποίος δεν είχε ιδιότητα διαδίκου (ενάγοντος) στην (i) αγωγή παρά μόνο ήταν εναγόμενος στην (ii) αγωγή, ως προς τον η οποία όμως η απόφαση δεν εκκαλείται (αφού απορρίφθηκε αυτή). Ενόψει αυτών η έφεση πρέπει να απορριφθεί ως προς τον δεύτερο  εκκαλούντα ως απαράδεκτη, αφού δεν ήταν διάδικος στη δίκη για την οποία ασκήθηκε έφεση.

Εξάλλου η έφεση ως προς την πρώτη εκκαλούσα έχει ασκηθεί νομότυπα κι εμπρόθεσμα  (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ), ενώ, επίσης, έχει κατατεθεί  το νόμιμο παράβολο κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ (βλ. το με αρ. ………….. e παράβολο ποσού 100 €). Πρέπει, επομένως, η έφεση αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ). Εξάλλου η εφεσίβλητη «………….»    άσκησε την από 9.2.2022 και με αρ. κατάθεσης δικογράφου ………../2022 αντέφεση, ζητώντας την απόρριψη της έφεσης και της αγωγής της ενάγουσας.

Η αντέφεση έχει ασκηθεί νομότυπα κι εμπρόθεσμα (άρθρο 523 ΚΠοΔ), καθώς κατατέθηκε  στη γραμματεία του  δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου και επιδόθηκε στην εκκαλούσα 30 ημέρες πριν τη συζήτηση της έφεσης (10.2.2022, βλ.  τις με αρ. …. και ……./10.2.2022 εκθέσεις επιδόσεως  της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιώς ………… στο   φωτοαντίγραφο του δικογράφου, που επιδόθηκε στους αντεφεσίβλητους). Στην αντέφεσή της η αντεκκαλούσα  επικαλείται τους εξής  λόγους : α) ένσταση ολικής εξόφλησης της απαίτησης της ενάγουσας με γενόμενο συμψηφισμό ανταπαίτησής της ύψους 92.840,59 €, όπως αναλυτικά προσδιορίζει, ώστε με αφαίρεση ποσού  55.192,17 € που ανέρχεται πραγματικά η απαίτηση  της ενάγουσας, και έχει προβεί ήδη στον λογαριασμό που τηρεί, η τελευταία της οφείλει 37.648,22 €. β)  Επικουρικά ένσταση συμψηφισμού της άνω ανταπαίτησής της, γ)  ένσταση συμψηφισμού ανταπαίτησής της ύψους 83.834 €, όπως προσδιορίζει, δ) ότι  η εκκαλούμενη απόφαση έσφαλε και ως προς την απόρριψη της αγωγής της ως ενεργητικά ανομιμοποίητης.

Με βάση το ιστορικό αυτό ζητά να απορριφθεί η έφεση της εκκαλούσας και επιπλέον να απορριφθεί η αγωγή της ενάγουσας. Όμως οι με στοιχ. β) και γ) λόγοι της αντέφεσης, αναφέρονται σε ένταση συμψηφισμού της ανταπαιτήσεων της εφεσίβλητης, ενώ  το δικόγραφο της έφεσης αφορά αποκλειστικά  παράπονο της  εκκαλούσας για την απόρριψη της αγωγής της ως αόριστης, δηλαδή οι άνω λόγοι  εισάγουν αυτοτελές κεφάλαιο δίκης – ενστάσεων συμψηφισμού, το οποίο δεν έχει μεταβιβασθεί  στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο με το δικόγραφο της έφεσης.

Εξάλλου, η εφεσίβλητη έχει τη δυνατότητα να προβάλλει τους ανωτέρω ισχυρισμούς, όπως και την υπό (α)  ένσταση εξόφλησης (που ουσιαστικά είχε  το ίδιο περιεχόμενο με την ένταση συμψηφισμού) αμυνόμενη  ως εφεσίβλητη – εναγόμενη κατά της έφεσης της εκκαλούσας – ενάγουσας, τους οποίους (ισχυρισμούς) μάλιστα είχε προτείνει και στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Να σημειωθεί επίσης ότι η εκκαλούμενη απόφαση,  όσον αφορά το κεφάλαιο της αγωγής της  «……………» δεν περιέχει δυσμενείς αιτιολογίες για την εναγόμενη, αφού η άνω αγωγή απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας.  Κατόπιν των ανωτέρω η αντέφεση της αντεκκαλούσας πρέπει να απορριφθεί για τους άνω λόγους  μετά από αυτεπάγγελτη έρευνα του Δικαστηρίου, ως απαράδεκτη.

Σημειώνεται ότι η άνω αντέφεση δεν μπορεί να ισχύσει ως αυτοτελής έφεση, δεδομένου ότι ασκήθηκε μετά την πάροδο της προθεσμίας των 2 ετών   που ορίζει η διάταξη  του άρθρου 518 παρ. 2 ΚΠολΔ  και με συνυπολογισμό της αναστολής της άνω προθεσμίας λόγω του COVID -19 (άρθρο 83 του ν. 4790/2021), δεδομένου η εκκαλούμενη απόφαση  δημοσιεύθηκε στις 19.11.2018, ενώ όπως εκτέθηκε η αντέφεση κατατέθηκε στις 9.2.2022. Εξάλλου, δεδομένου ότι ως εκ περισσού η αντεκκαλούσα  κατέθεσε παράβολο του Δημοσίου (βλ. το με αρ…………………. e – παράβολο)   θα πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή αυτού σ΄αυτήν (Πανταζόπουλος, οπ. Άρθρο 523 αρ. 12).

Από τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 2, 118 αρ. 4 και 216 παρ. 1 ΚΠολΔικ, προκύπτει ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει, σαφή έκθεση των γεγονότων, τα οποία θεμελιώνουν κατά νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκηση αυτής από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Η έκθεση δε στο δικόγραφο της αγωγής των πραγματικών περιστατικών, τα οποία πρέπει να είναι όσα είναι νομικώς ικανά και αναγκαία για τη θεμελίωση του δικαιώματος, η προστασία του οποίου ζητείται και τα οποία πρέπει να αναφέρονται με τέτοια σαφήνεια, ώστε να εξατομικεύουν την επίδικη έννομη σχέση και να μην καταλείπεται αμφιβολία περί της αξιώσεως, η οποία απορρέει από αυτά, είναι απαραίτητη για να υπάρχει η δυνατότητα, το μεν δικαστήριο να κρίνει τη νομική βασιμότητα της αγωγής και να διατάξει τις δέουσες αποδείξεις, ο δε εναγόμενος να μπορεί να αμυνθεί κατά της αγωγικής αξίωσης που θεμελιώνεται επ` αυτών με ανταπόδειξη ή ένσταση.

Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 681 και 694 ΑΚ προκύπτει ότι με τη σύμβαση έργου ο εργολάβος, αναλαμβάνει την υποχρέωση να εκτελέσει το έργο και ο εργοδότης, να καταβάλει τη συμφωνημένη αμοιβή με την παράδοση του έργου.  Για την εφαρμογή της εν λόγω διάταξης από δικονομική άποψη, με την έννοια του ορισμένου, κατά το άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, της αγωγής, ο ενάγων εργολάβος για την καταβολή της αμοιβής του  οφείλει να επικαλεστεί στο δικόγραφο αυτής τη σύμβαση, το έργο που συμφωνήθηκε, να  προσδιορίζεται το είδος και το ύψος της αμοιβής και ότι εκτέλεσε προσηκόντως την υποχρέωση που τον βαρύνει με την παράδοση του έργου (ΑΠ 1184/2021, ΑΠ  682/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Η αμοιβή του εργολάβου μπορεί να ορίζεται κατά την κατάρτιση της σύμβασης κατ’ αποκοπή, κατά μονάδα, επί τη βάσει προϋπολογισμού, απολογιστικώς, χρονικώς, με ποσοστά ή και να καταλείπεται ακαθόριστη ως προς το ποσό και τον τρόπο υπολογισμού της. Αν συμφωνήθηκε το σύστημα καθορισμού της αμοιβής κατά χρονικές μονάδες, που αναφέρονται στη χρονική έκταση του αποτελέσματος και ειδικότερα στον προσδιορισμό αντί ορισμένου ποσού ανά  ώρα μέχρι την ολοκλήρωση του έργου, προκειμένου να εξαχθεί η συνολική αμοιβή του εργολάβου, μετά την εκτέλεση του έργου ή τμήματος αυτού, πολλαπλασιάζεται ο αριθμός  που απαιτήθηκαν για την εκτέλεσή του με το συμφωνηθέν ανά ώρα ποσόν. Καταβάλλεται δε η αμοιβή σύμφωνα με το άρθρο 694 του ΑΚ, κατά την παράδοση του έργου, εκτός αν η παράδοση τούτου συμφωνήθηκε κατά τμήματα, που καθένα αποτελεί και αυτοτελές έργο, οπότε καταβάλλεται με την παράδοση κάθε τμήματος ή αυτοτελούς έργου.

Επομένως η αγωγή, με την οποία ο εργολάβος ενάγει τον εργοδότη για την καταβολή της αμοιβής του, οφείλει να προσδιορίζει τη συμφωνία για την αμοιβή με  ένα από τους παραπάνω τρόπους (ΑΠ 162/2018, ΑΠ 554/2018, ΑΠ 535/2018, ΑΠ 233/2016, ΑΠ 882/2013, ΑΠ 346/2010, ΑΠ 257/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 314/2009, ΕφΠειρ. 485/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Μόνο όταν η αμοιβή του εργολάβου καταλείπεται ακαθόριστη ως προς το ποσό και τον τρόπο υπολογισμού, ο καθορισμός αυτής θα γίνει είτε κατά τα άρθρα 371 – 373 Α.Κ. είτε με αντικειμενικά στοιχεία, όπως με τις τυχόν ισχύουσες διατιμήσεις ή την ειθισμένη αμοιβή, αυτή, δηλαδή, η οποία συνηθίζεται υπό τις ίδιες συνθήκες τόπου, χρόνου κλπ. να καταβάλλεται σε εργολάβους της ίδιας κατηγορίας για όμοιες εργασίες (ΑΠ 941/2002, ΕφΠειρ 372/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Εξάλλου η αμιγής σύμβαση χερσαίας οδικής μεταφοράς έχει ως αντικείμενο την επίτευξη ορισμένου οικονομικού αποτελέσματος, δηλαδή τη μετακίνηση προσώπων ή πραγμάτων από έναν τόπο σε άλλο, ώστε  φέρει τον χαρακτήρα της μίσθωσης έργου και συνεπάγεται την εφαρμογή σ’ αυτή των διατάξεων των άρθρων 97 έως 107 του ΕμπΝ και συμπληρωματικώς, δηλαδή στα μη καλυπτόμενα σημεία από την εφαρμογή των ως άνω διατάξεων, εκείνων περί μίσθωσης έργου του ΑΚ (ΑΠ (ΑΠ 1669/2011, ΑΠ  860/1987 ΕΕμπΔ 1989.214, ΕφΑθ 5439/2013 ΔΕΕ 2013, 1186, ΕφΠατρ 721/2005 ΔΕΕ 2006, 1173).

Στην προκείμενη περίπτωση η ενάγουσα   «……….»  ισχυρίστηκε στην με στοιχ. (i) αγωγή της (με αρ. καταθ. 13.2.2013 και με αρ. καταθέσεως  ……./2013) ότι με προφορική συμφωνία που κατάρτισε με την εναγόμενη στα γραφεία της τελευταίας στον Πειραιά,   στις 27-01 -2010 στον Πειραιά ανέλαβε την υποχρέωση να παρέχει στην – εναγόμενη υπηρεσίες μεταφοράς και φορτοεκφόρτωσης εμπορευμάτων, η δε εναγόμενη ανέλαβε να καταβάλλει στην πρώτη την αμοιβή της, ανάλογα με εκάστοτε προσφερόμενη υπηρεσία, εντός τριάντα (30) ημερών από την έκδοση του εκάστοτε τιμολογίου παροχής υπηρεσιών. Ότι σε εκτέλεση της ανωτέρω σύμβασης  ενάγουσα άρχισε από την 29-01-2010 έως τις 14.4.2011 να παρέχει στην εναγόμενη τις υπηρεσίες  για τις οποίες εξέδωσε τα τιμολόγια παροχής υπηρεσιών που επισυνάπτει στην αγωγή της  συνολικού ποσού με το ΦΠΑ 73.942,61 €.  Ότι, παρόλο που η ενάγουσα  εκτέλεσε  κανονικά το υπηρεσίες της και η εναγόμενη    παρέλαβε κανονικά τα τιμολόγια παροχής υπηρεσιών, δεν έχει καταβάλει στην ενάγουσα,  τις οφειλόμενες αμοιβές της, που ανέρχονται συνολικά στο ποσό των 73.942,61 €.

Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησε  να υποχρεωθεί η εναγόμενη, να της καταβάλει τo  άνω ποσό,  με το νόμιμο τόκο, από την ημερομηνία που η καταβολή του επιμέρους ποσού κάθε τιμολογίου κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, όπως προσδιορίζει στην αγωγή της και να επιβληθούν σε βάρος της εναγόμενης τα δικαστικά της έξοδα. Ωστόσο η ένδικη αγωγή με αυτό το περιεχόμενο είναι αόριστη, καθώς παρόλο που  η ενάγουσα επικαλείται ότι εκτέλεσε για λογαριασμό της εναγόμενης  μεταφορές και αποθήκευσε εμπορεύματά της, δεν εξειδικεύει καθόλου το έργο που εκτέλεσε και γενικότερα  τις υπηρεσίες που παρείχε στην εναγόμενη και κυρίως τον τρόπο υπολογισμού της αμοιβής της.  Ειδικότερα τα τιμολόγια  παροχής υπηρεσιών που επισυνάπτει στην αγωγή της  αναγράφουν ως αιτιολογία «αποθηκευτικά» και «φορτοεκφορτωτικά» και   στην έναντι στήλη το  συνολικό ποσό,  αντίτιμο  των υπηρεσιών.

Ορισμένα από αυτά αναφέρουν τον μήνα παροχής υπηρεσιών, λχ. τα δύο πρώτα  που έχουν εκδοθεί στις 14.4.2011  ποσών  1.723,44 και 2.572,78 €  αναφέρουν   αποθηκευτικά «Ιανουαρίου 2011», και άλλα «Νοεμβρίου 2010»  χωρίς όμως να προκύπτει ότι η αμοιβή της ενάγουσας ήταν καταβλητέα  κατ’ αποκοπήν ανά μήνα, με δεδομένο ότι  ποσά του κάθε τιμολογίου είναι διαφορετικά, για την περίπτωση  δε που η αμοιβή αυτή ήταν καταβλητέα ανά ημέρα,  δεν αναφέρεται ο αριθμός των αριθμός των ημερών αποθήκευσης ή άλλης χρονικής μονάδας. Δεν προσδιορίζονται περαιτέρω  καθόλου τα  εμπορεύματα /αντικείμενα, που μεταφέρθηκαν ή αποθηκεύτηκαν,  με  μονάδα μέτρησης, κατ’ είδος, ή έστω μόνο  αριθμητικά και  ποια ήταν η μονάδα χρέωσης για την παρεχόμενη υπηρεσία, όγκος,  βάρος  ή κάποια άλλη ή συνδυασμός χαρακτηριστικών.

Επιπλέον, για τα αντικείμενα/εμπορεύματα που μεταφέρθηκαν, εκτός από τα ανωτέρω,  δεν προσδιορίζεται το  μέσο, η  αφετηρία και ο προορισμός,  τα οποία επίσης  επιδρούν  στον καθορισμό της αμοιβής, δεδομένου ότι το έργο του μεταφορέα είναι ακριβώς η διαμετακόμιση εμπορευμάτων από τόπο σε τόπο, στοιχεία που θα έπρεπε να προσδιορίζονται, αφού μόνο με τον τρόπο αυτό  περιγράφεται επαρκώς το έργο που εκτέλεσε. Περισσότερα στοιχεία περιέχουν μόνο  τα επισυναπτόμενα στην αγωγή  με αρ. …/25.5.2010, …./25.5.2010 και …../27.4.2010 τιμολόγια παροχής υπηρεσιών  ποσών  82,28 €, 114,95   και 1.756,92 €.  Στα δύο πρώτα  με αιτιολογία «αποθηκευτικά» αναφέρονται ο αριθμός και το βάρος των αντικειμένων «89 τεμ. 1677 kgr Δελτίο αποστολής …. 89 κουτ. Υφάσματα» και αντίστοιχα 7 τεμ. 2938 κιλά Δελτίο Ε ….. 7 παλ. Έπιπλα». Το με αρ.  …./27.4.2010  συνολικού ποσού `1.756,92 €   αναλύεται σε 730 € εργατικά, 322,00  € παλετοποίηση και 400,00 € μεταφορικά,  μνημονεύει το δελτίο αποστολής Ε ….. 174 Χαρ. Διαφημιστικές τσάντες» και στο κάτω μέρος του «…………..]   

Ωστόσο και  από τα τιμολόγια αυτά (σε φωτοαντίγραφο στην αγωγή) δεν περιέχονται τα απαραίτητα στοιχεία, καθώς ως προς τα 2  πρώτα δεν προκύπτει το χρονικό διάστημα της αποθήκευσης, με συνέπεια να μην μπορεί να εξαχθεί τί αντιπροσωπεύουν τα αναγραφόμενα ποσά, ενώ και στο τελευταίο δεν προκύπτει ο χρόνος εκτέλεσης της μεταφοράς, το μεταφορικό μέσο κι επίσης  ο τρόπος υπολογισμού των αναγραφόμενων  συνολικών ποσών (για ποιό λόγο έγινε η χρέωση 730 € για εργατικά, πόσοι εργάτες εργάσθηκαν και πώς εξάγονται τα ποσά των 322 € για παλετοποίηση και 400 € για  μεταφορά, η οποία πότε έγινε και με ποιό μέσο).  Οι ελλείψεις όμως αυτές καθιστούν  την αγωγή αόριστη, καθώς η εναγόμενη αδυνατεί να αμυνθεί και  το  Δικαστήριο να οριοθετήσει το προσήκον θέμα απόδειξης (βλ. και ΑΠ 729/2007, ΕφΑθ 5536/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).  

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε την αγωγή ως αόριστη, εφάρμοσε ορθά το νόμο, ώστε οι σχετικοί (δύο) λόγοι της έφεσης πρέπει να απορριφθούν ως  αβάσιμοι. Κατόπιν αυτών, θα πρέπει να απορριφθεί η έφεση ως προς την πρώτη εκκαλούσα [ενάγουσα της (i) αγωγής]  ως ουσιαστικά αβάσιμη και να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου της έφεσης στο δημόσιο ταμείο κατ’ άρθρο 495 § 4 προτελ. εδ. του ΚΠολΔ. Τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας (έφεσης-αντέφεσης) πρέπει να συμψηφισμούν ολικώς,  ενόψει της αμοιβαίας νίκης και ήττας αυτών (άρθρο 179 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων : α) την  από 16.11.2020 και με αρ. κατάθεσης δικογράφου  ………./2021 έφεση, β)  την από 9.2.2022 και με αρ. κατάθεσης δικογράφου ………../2022 αντέφεση.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αντέφεση.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την απόδοση του παραβόλου της αντέφεσης (100 €)  στην αντεκκαλούσα που κατέθεσε αυτό.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την  έφεση ως προς τον δεύτερο εκκαλούντα.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και απορρίπτει κατ΄ουσίαν την έφεση, ως προς την πρώτη εκκαλούσα.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του παράβολου της έφεσης  ποσού εκατό (100 €), που αναφέρθηκε στο σκεπτικό,   στο δημόσιο ταμείο.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους Δικηγόρων,  στις 17.1.2023.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ