Συνθετη Αναζητηση Νομοθεσιας - Νομολογιας

Νομοθεσία

ΜΠρΧαλκ 89/2023 ΡΥΘΜΙΣΗ ΟΦΕΙΛΩΝ (Ν. 3869/2010) – ΠΟΙΕΣ ΟΦΕΙΛΕΣ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΝ ΝΑ ΡΥΘΜΙΣΤΟΥΝ – ΟΦΕΙΛΕΣ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΤΟΥ ΠΡΩΗΝ ΟΕΚ ΔΕΝ ΕΞΑΙΡΟΥΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΡΥΘΜΙΣΗ (ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ)

 

ΜΠρΧαλκ 89/2023


ΡΥΘΜΙΣΗ ΟΦΕΙΛΩΝ (Ν. 3869/2010) – ΠΟΙΕΣ ΟΦΕΙΛΕΣ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΝ ΝΑ ΡΥΘΜΙΣΤΟΥΝ – ΟΦΕΙΛΕΣ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΤΟΥ ΠΡΩΗΝ ΟΕΚ ΔΕΝ ΕΞΑΙΡΟΥΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΡΥΘΜΙΣΗ (ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ)- ΔΕΝ ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΓΙΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΑΦΟΡΑ ΩΣΤΕ ΝΑ ΕΧΟΥΝ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ ΤΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ – ΕΝΣΤΑΣΗ ΔΟΛΙΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΔΑΝΕΙΟΛΗΠΤΗ – ΕΝΣΤΑΣΗ ΠΕΡΙ ΑΝΕΙΛΙΚΡΙΝΕΙΑΣ – ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΟΑΕΔ/ΔΥΠΑ - ΕΝΝΟΜΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ. – Απορριπτέος ο ισχυρισμός ότι η ρύθμιση της οφειλής της εφεσίβλητης προς τον τ. ΟΕΚ/ΟΑΕΔ δια των διατάξεων του Ν. 3869/2010 αντίκειται στο άρθρο 1 παρ. 2 εδ. γ Ν. 3869/2010 λόγω της ιδιότητας του ΟΑΕΔ ως φορέα Κοινωνικής ασφάλισης κατ'άρθρο 15-16 Ν. 3586/2007 και της ιδιότητας του επίδικου στεγαστικού δανείου ως σύνθετης παροχής κοινωνικής ασφάλειας χορηγηθέντος επί τη βάσει κοινωνικών και όχι πιστοληπτικών-οικονομικών κριτηρίων, δοθέντος μάλιστα του γεγονότος ότι ο εκκαλών δεν μνημονεύει στο εφετήριο ούτε άλλωστε αποδεικνύει πραγματικά περιστατικά υπό τα οποία το χορηγηθέν στην αιτούσα-εφεσίβλητη δάνειο θα μπορούσε να ενταχθεί στη κατηγορία των "προσωπικών δανείων εκτάκτων αναγκών " σε ασφαλισμένους και συνταξιούχους, καθώς και στους υπαλλήλους του "Φορέα", προς αντιμετώπιση εξόδων σε περιπτώσεις γάμου, τοκετού, σοβαρής ασθένειας, θανάτου, έκτακτης στεγαστικής ανάγκης και σε κάθε άλλη περίπτωση που προβλέπεται από το καταστατικό των Φ.Κ.Α. των άρθρων 15-16 του Ν. 3586/2007 ώστε να εξαιρεθεί από την εφαρμογή του Ν. 3869/2010 – Απόρριψη εφεσης – Ρύθμιση οφειλών - (αρθρ. 1, 4, 10, Ν. 3869/2010).


ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΧΑΛΚΙΔΑΣ

ΕΦΕΣΗ/ΕΚΟΥΣΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΥΠΕΡΧΡΕΩΜΕΝΑ 

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΧΑΛΚΙΔΑΣ

(αρ. κατ. δικ. Εφέσεως: ... /2018)

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Χαρά Ν. Γιαννόπουλου, Πρωτοδίκη, η οποία ορίστηκε από την Διευθύνουσα το Πρωτοδικείο Πρόεδρο Πρωτοδικών και από τη Γραμματέα Σωτηρία Ζέρβα.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του στη Χαλκίδα Ευβοίας, την 16η Δεκεμβρίου 2022 για να δικάσει την με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ././2018 ΕΦΕΣΗ, μεταξύ των κάτωθι διαδίκων:

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Οργανισμός Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού» (Ο.Α.Ε.Δ.), υπό την ιδιότητα του ως καθολικού διαδόχου, του ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «Οργανισμός Εργατικής Κατοικίας» (Ο.Ε.Κ.), με έδρα τον Άλιμο Αττικής, οδός Εθνικής Αντιστάσεως, αρ. 8, νομίμως εκπροσωπούμενου, που παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου του Χαλκίδας, Παρασκευής Σκυριανού ( ΑΜ ΔΣΧ: 533), η οποία κατέθεσε προτάσεις

ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: . , χήρας . , το γένος . , κατοίκου Χαλκίδας, οδός . , αρ. . , με ΑΦΜ .  ΔΟΥ Χαλκίδας, που παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου της Χαλκίδας Ελευθέριου Γεροκωνσταντή (ΑΜ ΔΣΧ: 535), ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.

Η ήδη εφεσίβλητη με την από 27-12-2012 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./2012 αίτησή της ενώπιον του Ειρηνοδικείου Χαλκίδας, ζήτησε ό,τι αναφέρει σε αυτή, περί υπαγωγής της σε ρύθμιση χρεών κατά το ν. 3869/2010. Επί της αίτησης αυτής, εκδόθηκε η με αριθμ. 514/2016 μη οριστική απόφαση, η οποία ανέβαλε να αποφανθεί οριστικά επί της αιτήσεως και διέταξε την κλήτευση του παραλειφθέντος πιστωτή ν.π.δ.δ. με την επωνυμία "Οργανισμός Εργατικής Κατοικίας (ΟΕΚ)". Δια δε της από 12-12-2016 κλήσεως της αιτούσας με αρ. κατ. δικ. ./12-12-2016, η κρινόμενη αίτηση επαναφέρθηκε προς συζήτηση και επ' αυτής εξεδόθη η νυν εκκαλουμένη οριστική απόφαση με αριθμό 366/30-05-2018 με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή αυτή κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό της. Το ήδη εκκαλούν προσέβαλε την ανωτέρω απόφαση με την από 17-09-2018 έφεσή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ././1-10-2018 και προς προσδιορισμό δικασίμου στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ././8-10-2018, γράφτηκε στο πινάκιο στο οποίο έλαβε αύξοντα αριθμό .  και προσδιορίστηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 10ης-05-2019 και τελικά για την ανωτέρω αναφερόμενη δικάσιμο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, και κατά την εκφώνησή της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως αναφέρεται παραπάνω και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η από 17-09-2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ././1-10-2018 έφεση του εκκαλούντος-καθ' ου η αίτηση μετέχοντος στη δίκη πιστωτή κατά της 366/2018 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Χαλκίδας, που εκδόθηκε, αντιμωλίαν των διαδίκων κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρα 739, 740 επ. του ΚΠολΔ, 3 του Ν. 3869/2010), δεχόμενη εν μέρει την αίτηση της εφεσίβλητης, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα προ πάσης επιδόσεως, καθόσον από τα έγγραφα που προσκομίζονται δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, ότι έχει λάβει χώρα επίδοση της προσβαλλομένης απόφασης, ενώ δεν παρήλθε διετία από την δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης, που έλαβε χώρα στις 30-05-2018, με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου-Ειρηνοδικείου την 1η-10-2018, ημέρα Δευτέρα, δεδομένου ότι απαλλάσσεται από την υποχρέωση κατάθεσης του κατ' άρθρο 495 ΚΠολΔ παράβολου, κατά τη σχετική σημείωση του αρμόδιου Γραμματέα του ως άνω Δικαστηρίου στην έκθεση κατάθεσης του δικογράφου αυτής (έφεσης).

Επομένως, είναι παραδεκτή και τυπικά δεκτή και πρέπει να ερευνηθεί, ομοίως κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ), χωρίς μάλιστα να απαιτείται τα σχετικά παράπονα να είχαν υποβληθεί και ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου καθόσον, ενόψει της ειδικής διάταξης του άρθρου 765 ΚΠολΔ, στην εκούσια δικαιοδοσία δεν εφαρμόζεται η αρχή της «συγκέντρωσης» των ισχυρισμών και του «άνευ επικουρίας δικάζεσθαι», αλλά το ανακριτικό σύστημα κατ' απόκλιση από τα οριζόμενα στο άρθρο 527 και εν μέρει 529 ΚΠολΔ, αφού ρητά προβλέπεται, με την προαναφερόμενη διάταξη, η δυνατότητα των διαδίκων να υποβάλουν νέους πραγματικούς ισχυρισμούς, όπως και να προσκομίσουν και νέα αποδεικτικά μέσα, χωρίς κανέναν περιορισμό στην κατ' έφεση δίκη (ΑΠ 2270/2014 ΕφΑΔ 2015.354, ΑΠ 1417/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Μ. Μαργαρίτης, ΕρμΚΠολΔ II, εκδ. 2012, 765 αρ. 1, I. Βενιέρης, Εφαρμογή του Ν 3869/2010 για τα Υπερχρεωμένα Φυσικά Πρόσωπα, εκδ. 2016, § 1508, σ. 655, Ν. Κατηφόρης, Η Δικονομία της Ρυθμίσεως Οφειλών Υπερχρεωμένων Φυσικών Προσώπων, εκδ. 2013, σ. 112).

Ως νέοι δε πραγματικοί ισχυρισμοί δεν νοούνται μόνον οι οψιγενείς ή οι άλλοι προνομιακοί ισχυρισμοί του άρθρου 527 ΚΠολΔ, αλλά και όσοι στηρίζονται σε περιστατικά που είχαν ήδη λάβει χώρα κατά τον χρόνο της πρωτοβάθμιας δίκης, χωρίς να προταθούν εγκαίρως από τον διάδικο (βλ. Μπέη, άρθρο 765  σ. 382) και χωρίς να αποτελέσουν αντικείμενο αξιολογήσεως από το δικαστήριο στο πλαίσιο του άρθρου 744. Στην έννοια αυτή περιλαμβάνονται ακόμη, όπως και υπό το άρθρο 527 αρ. 1 ΚΠολΔ {βλ. ΑΠ 1630/1983, ΝοΒ 1984.1367, 1368 Νίκα, Οι νέοι πραγματικοί ισχυρισμοί στην κατ' έφεση δίκη (1987) 157-163 μ.π.π}, όσοι ισχυρισμοί προτάθηκαν μεν πρωτοδίκως, αλλ' απορρίφθηκαν για τυπικούς λόγους ως εκπρόθεσμοι ή αόριστοι. Περαιτέρω, αναφορικά με το παραδεκτό της συζήτησης της έφεσης, οι μετέχουσες στην πρωτόδικη δίκη πιστώτριες, ήτοι οι ανώνυμες τραπεζικές εταιρείες με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε», «ΤΡΑΠΕΖΑ EUROBANK ERGASIAS ΑΕ», οι οποίες μετά τη νόμιμη κλήτευσή τους κατά τα άρθρα 5 παρ. 1 Ν. 3869/2010 και 748 ΚΠολΔ είχαν καταστεί διάδικοι κατά την εκδίκαση της αίτησης ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και δεν έχουν παρασταθεί κατά τη συζήτηση της ως άνω έφεσης, έχουν κλητευθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα κατ' εφαρμογή του άρθρου 762 ΚΠολΔ (βλ. σχετ. ΕφΑΘ 172/2020 ο.π., ΕφΠειρ 181/2017 ο.π., ΕφΑΘ 2784/2011 ο.π., ΕφΑΘ 4188/2011 ο.π.) να παρασταθούν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου κατά (βλ. σχετ. τις υπ' αριθμ. ./3-06-2019 και ./3-06-2019 εκθέσεις επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών . ), επιδόθηκε δε και στην εφεσίβλητη την 23η-11-2018 δια της υπ' αριθμ. .  έκθεσης επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Χαλκίδας . .

Με την από 27-12-2012 (αρ. κατάθεσης δικογράφου ./2012) αίτησή της προς το Ειρηνοδικείο Χαλκίδας η αιτούσα, ήδη εφεσίβλητη, επικαλούμενη μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών της και έλλειψη πτωχευτικής ικανότητας, εκθέτοντας την κατάσταση της περιουσίας της και των εισοδημάτων της, τα στοιχεία των πιστωτριών της και των απαιτήσεων τους, ζήτησε όσα αναφέρονται σε αυτή. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δικάζοντας κατά τις διατάξεις της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρα 739 επ. ΚΠολΔ και 3 περ. 2 του ν. 3869/2010, εξέδωσε εν τέλει την 366/2018 οριστική απόφαση του, με την οποία δέχθηκε εν μέρει την αίτηση ως κατ' ουσίαν βάσιμη, διατάσσοντας όσα αναφέρονται στο διατακτικό της.

Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο μετέχων στη δίκη πιστωτής, ήδη το εκκαλούν νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία "Οργανισμός Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού» (Ο.Α.Ε.Δ.), υπό την ιδιότητα του ως καθολικού διαδόχου, του ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «Οργανισμός Εργατικής Κατοικίας» (Ο.Ε.Κ.), με έδρα τον Άλιμο Αττικής, οδός Εθνικής Αντιστάσεως, αρ. 8, νομίμως εκπροσωπούμενου, με την υπό κρίση έφεση του, για τους σ' αυτήν αναφερόμενους λόγους κατά τα ειδικότερα σε αυτούς εκτιθέμενα, ζητεί δε την εξαφάνιση της, με σκοπό να απορριφθεί η αίτηση και να καταδικαστεί η εφεσίβλητη στη καταβολή της δικαστικής του δαπάνης και στην αμοιβή των πληρεξούσιων δικηγόρων του.

Με την διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν. 3869/2010 («Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων...»), όπως το άρθρο αυτό ίσχυε και εφαρμόζεται στην προκειμένη υπόθεση πριν αντικατασταθεί με το άρθρο 1 παρ. 1 της ΥΠΟΠΑΡ. Α.4 του άρθρου 2 του ν. 4336/2015 (ΦΕΚ 94/Α/14-8-2015) που καταλαμβάνει, σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 2 της ΥΠΟΠΑΡ. Α.4 του άρθρου 2 του ίδιου νόμου, τις αιτήσεις που υποβάλλονται μετά την έναρξη ισχύος του, ορίζεται ότι «φυσικά πρόσωπα που δεν έχουν πτωχευτική ικανότητα και έχουν περιέλθει, χωρίς δόλο, σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών τους (εφεξής οφειλέτες) δικαιούνται να υποβάλουν στο αρμόδιο δικαστήριο την αίτηση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 4 για τη ρύθμιση των οφειλών τους και απαλλαγή. Την ύπαρξη δόλου αποδεικνύει ο πιστωτής». Σύμφωνα με την διάταξη αυτή, απαραίτητη προϋπόθεση για την υπαγωγή στο ρυθμιστικό πεδίο εφαρμογής του ν. 3869/2010 είναι ο οφειλέτης να έχει περιέλθει, χωρίς δόλο, σε μόνιμη (και γενική) αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών του.

Όπως προκύπτει από την πρόβλεψη του τελευταίου εδαφίου της παρ. 1 του πιο πάνω άρθρου 1 του Ν. 3869/2010, σύμφωνα με την οποία την ύπαρξη του δόλου αποδεικνύει ο πιστωτής, το επιλαμβανόμενο της υπόθεσης δικαστήριο ερευνά την ύπαρξη του δόλου όχι αυτεπαγγέλτως, αλλά, όπως είναι αυτονόητο και για αυτό παραλείφθηκε στον νόμο, κατά πρόταση πιστωτή, ο οποίος πρέπει να προτείνει τον εν λόγω ισχυρισμό κατά τρόπο ορισμένο, ήτοι με σαφή έκθεση των γεγονότων που τον θεμελιώνουν και να τον αποδείξει (ΑΠ 156/2020, ΑΠ 208/2020, ΑΠ 400/2020, ΑΠ 53/2020, ΑΠ 426/2019 όλες ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Ειδικότερα, για να είναι ορισμένη και επομένως παραδεκτή, κατά το άρθρο 262 ΚΠολΔ η ένσταση του δανειστή ότι, ο οφειλέτης περιήλθε σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών του από ενδεχόμενο δόλο, με την έννοια ότι, συμφώνησε με ικανό αριθμό πιστωτικών ιδρυμάτων την απόλαυση μεγάλου αριθμού τραπεζικών προϊόντων, παρότι πρόβλεπε ως ενδεχόμενο ότι ο υπερδανεισμός του, με βάση τις υφιστάμενες ή ευλόγως αναμενόμενες μελλοντικές οικονομικές του δυνατότητες, σε συνδυασμό με το ύψος των οφειλών του, θα τον οδηγούσε σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών και παρά ταύτα αποδέχθηκε το αποτέλεσμα αυτό, πρέπει να αναφέρει: α) τα τραπεζικά προϊόντα που ο οφειλέτης συμφώνησε, το αρχικό και τελικό ύψος αυτών, β) τον χρόνο που τα συμφώνησε, γ) τις οικονομικές δυνατότητες αυτού κατά τον χρόνο δημιουργίας των οφειλών ή τις ευλόγως αναμενόμενες μελλοντικές οικονομικές του δυνατότητες, καθώς και δ) ότι, με βάση τα ως άνω οικονομικά δεδομένα, πρόβλεπε ως ενδεχόμενο ότι ο υπερδανεισμός του θα τον οδηγούσε σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών και παρά ταύτα αποδέχθηκε το αποτέλεσμα αυτό (ΑΠ 1174/2019, ΑΠ 515/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 2 εδ. β΄ του άρθρου 4 του νόμου 3869/2010, που δεν έχει θιγεί, κατά το σημείο τούτο, από τα άρθρα 12 παρ. 1 του ν. 4161/2013 και 1 παρ. 4 της υποπαραγράφου Α.4 του άρθρου 2 του ν. 4336/2015, ο οφειλέτης υποχρεούται να προσκομίσει υπεύθυνη δήλωση, για την οποία ισχύει η παράγραφος 6 του άρθρου 22 του ν. 1599/1986, όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 13 του άρθρου 2 του ν. 2479/1997, για την ορθότητα και πληρότητα των καταστάσεων που προβλέπονται στις περιπτώσεις α΄ και β' της προηγούμενης παραγράφου, οι οποίες αφορούν, μεταξύ άλλων, τόσο την κατάσταση της περιουσίας του όσο και τα εισοδήματα από κάθε πηγή του ιδίου και του συζύγου του.

Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 1 εδ. α' και β' του ίδιου νόμου, ο οφειλέτης έχει την υποχρέωση να υποβάλει ειλικρινή δήλωση για τα περιουσιακά στοιχεία και τα εισοδήματα του, τόσο κατά τη διαδικασία που αρχίζει με την υποβολή της αίτησης της παραγράφου 1 του άρθρου 4, όσο και κατά την περίοδο ρύθμισης των οφειλών. Η παράβαση των υποχρεώσεων αυτών, εφόσον έγινε από δόλο ή βαριά αμέλεια, έχει ως συνέπεια, με την επιφύλαξη τυχόν ποινικής ευθύνης, την απόρριψη του αιτήματος για ρύθμιση οφειλών με απαλλαγή σύμφωνα με το άρθρο 8 ή την έκπτωση από τη ρύθμιση οφειλών και την απαλλαγή που έχει ήδη αποφασιστεί και μέχρι 2 έτη μετά την επέλευση της, ενώ νέα αίτηση μπορεί να υποβληθεί μετά την πάροδο 2 ετών από την τελεσίδικη απόρριψη της προηγούμενης αίτησης ή την τελεσιδικία της απόφασης για την έκπτωση.

Την παράβαση αυτή μπορεί να επικαλεστεί οποιοσδήποτε πιστωτής μέσα σε ένα έτος από τη στιγμή που πληροφορήθηκε τη διάσταση της πραγματικής κατάστασης του οφειλέτη σε σχέση με εκείνη που δηλώθηκε. Μολονότι ο νόμος κάνει λόγο για "αίτηση" του πιστωτή, είναι δεδομένο ότι, αν βρίσκεται σε εκκρεμότητα η αίτηση του άρθρου 4, ο ισχυρισμός αυτός μπορεί να προβληθεί κατ' ένσταση μέχρι την περάτωση της συζήτησης ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (άρθρο 745 ΚΠολΔ).

Ειδικότερα, παραβίαση του καθήκοντος ειλικρίνειας υπάρχει, αν ο οφειλέτης, από δόλο ή βαριά αμέλεια, αποκρύπτει εισοδήματα από οποιαδήποτε πηγή κι αν προέρχονται ή περιουσιακά στοιχεία, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εμφανίζεται μειωμένων οικονομικών δυνατοτήτων και έτσι να πετύχει παράνομα μειωμένη ικανοποίηση των πιστωτών του, εκτός βέβαια αν η παράλειψη αυτή είναι εντελώς ασήμαντη και επουσιώδης.

Επισημαίνεται ότι δεν έχει σημασία η νομότυπη άντληση των εισοδημάτων αυτών, καθώς στα εισοδήματα εμπίπτουν και τα άδηλα ή τα αφανή (βλ. Ι. Βενιέρη - Θ. Κατσά ό.π., σελ. 339). Ως δόλος νοείται η εκ μέρους του δράστη πρόβλεψη και αποδοχή του παράνομου αποτελέσματος ορισμένης συμπεριφοράς, την οποία αυτός επιχειρεί, αν και γνωρίζει τα περιστατικά που την καθιστούν παράνομη. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, με δόλο ενεργεί ο οφειλέτης, όταν, εν γνώσει του, υποβάλει ψευδή δήλωση, που δεν ανταποκρίνεται δηλαδή στην αλήθεια, χωρίς να χρειάζεται κάποιο πρόσθετο στοιχείο, ενώ ως βαριά χαρακτηρίζεται η αμέλεια, όταν η απόκλιση από το μέτρο συμπεριφοράς του μέσου συνετού και επιμελούς ανθρώπου είναι ασυνήθης και ιδιαίτερα μεγάλη. Η κρίση για το χαρακτήρα της αμέλειας ως βαριάς είναι θέμα αξιολόγησης των πραγματικών περιστατικών από το δικαστήριο.

Για να επέλθουν σε βάρος του οφειλέτη οι οριζόμενες στο νόμο πιο πάνω δυσμενείς κυρώσεις, δεν απαιτείται με τη συμπεριφορά αυτήν του οφειλέτη να έχει μειωθεί (βλαβεί) η ικανοποίηση των πιστωτών. Αρκεί ότι οι εσφαλμένες ή ατελείς δηλώσεις του οφειλέτη είναι πρόσφορες να μειώσουν (ζημιώσουν) την ικανοποίηση των πιστωτών. Όταν, όμως,  οι  παραβάσεις του οφειλέτη είναι εντελώς επουσιώδεις, δεν δικαιολογείται η προβλεπόμενη στο νόμο παραπάνω αντιμετώπιση. Επίσης, δεν χρειάζεται να αναφέρονται στην αίτηση του άρθρου 4 παρ. 1 του ίδιου νόμου τα ποσά που είχαν εισπραχθεί κατά το παρελθόν, στο βαθμό που αυτά, κατά την υποβολή της αίτησης, έχουν πλέον αναλωθεί προς κάλυψη αναγκών του οφειλέτη ή για εξόφληση οφειλών του, αφού έχουν πάψει να αποτελούν περιουσία του. Ο οφειλέτης, πάντως, πρέπει να αναφέρει και τα περιουσιακά στοιχεία τα οποία, κατά τη δική του υποκειμενική εκτίμηση, μπορεί να είναι και χωρίς αξία ή και χωρίς πιθανότητα ρευστοποίησης ή είσπραξης, καθώς ο μόνος αρμόδιος να ενημερωθεί γι’ αυτά και να τα αξιολογήσει είναι ο δικαστής (ΑΠ 1580/2017, ΑΠ 636/2017 ΤΝΠ Νόμος).

Τέλος, ο οφειλέτης μπορεί, κατά τη διάταξη του άρθρου 745 ΚΠολΔ, να προβάλει πραγματικούς ισχυρισμούς έως την περάτωση της τελευταίας συζήτησης  στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Επομένως, δεν συντρέχει περίπτωση παραβίασης του καθήκοντος ειλικρινούς δήλωσης, αν πριν την έναρξη της διαδικασίας συμπληρώσει την αίτηση του, όσον αφορά την κατάσταση της περιουσίας του (ΑΠ 1580/2017 ΤΝΠ Νόμος). Από τις προαναφερόμενες διατάξεις, σε συνδυασμό και με τις υπόλοιπες του ν. 3869/2010, προκύπτει ότι όλες οι διαδικασίες που προβλέπονται και ρυθμίζονται από το νόμο αυτόν αποβλέπουν στο να διευκολύνουν τον έντιμο και καλόπιστο οφειλέτη, ο οποίος περιήλθε, χωρίς δόλο, σε μόνιμη αδυναμία εκπλήρωσης των οφειλών του. Σε κάθε, πάντως, περίπτωση, ένας ανειλικρινής σε κρίσιμα ζητήματα οφειλέτης (περιουσιακή κατάσταση -εισοδήματα) δεν κρίνεται άξιος να τύχει της ευνοϊκής μεταχείρισης του νόμου (ΜΠρΗρακλ 319/2018 ΤΝΠ Νόμος).

Κατά τη διάταξη του άρθρου 520 ΚΠολΔ, το έγγραφο της έφεσης πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία που απαιτούνται κατά τα άρθρα 118 έως 120 του ιδίου Κώδικα και τους λόγους έφεσης. Ως λόγοι εφέσεως νοούνται οι πλημμέλειες και οι ελλείψεις, που αποδίδονται στην εκκαλουμένη απόφαση και οι οποίες συνίστανται, κυρίως σε παραδρομές του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Οι παραδρομές αυτές είναι δυνατόν να ανάγονται είτε στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, είτε στην εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων.

Ο λόγος της έφεσης πρέπει να διατυπώνεται με σαφήνεια, ώστε να διαγράφονται επακριβώς τα σφάλματα, τα οποία αποδίδονται στην εκκαλούμενη απόφαση και δικαιολογούν το αίτημα της έφεσης για εξαφάνιση ή μεταρρύθμιση της. Η αοριστία του εγερτηρίου δεν μπορεί να συμπληρωθεί με τις προτάσεις, ούτε να αναπληρωθεί με παραπομπή σε άλλα δικόγραφα, έστω και της ίδιας δίκης. Οι αόριστοι λόγοι έφεσης εξομοιώνονται με ανύπαρκτους και απορρίπτονται ως απαράδεκτοι και με αυτεπάγγελτη εξέταση (ΑΠ 403/2019, Εφ Αθ 116/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση ο προβαλλόμενος από το εκκαλούν υπό στοιχείο δ. λόγος έφεσης σχετικά με την ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος είναι απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος, καθώς είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη η σχετική ένσταση, διότι η απαγόρευση της άσκησης του δικαιώματος που ορίζει το άρθρο 281 ΑΚ, με τους όρους που αυτό προβλέπει είναι παραδεκτή μόνο για δικαίωμα το οποίο απορρέει από διατάξεις ουσιαστικού δικαίου και όχι από δικονομικές διατάξεις (βλ. σχετ. ΑΠ 1006/1999, ΕλλΔικ/νη 40/1718, ΑΠ 392/1997, ΕλλΔικ/νη 38/1842, Εφ.Πειρ. 357/2005, Δ.Ε.Ε 2005/1066, Εφ. Πατρών 964/2004 Αχ. Νομ. 205/22 Εφ.Θεσ. 1729/2003 Αρμ.2004/1401).

Περαιτέρω, δεν στοιχειοθετείται καταχρηστική άσκηση δικαιώματος κατά το άρθρο 281 του ΑΚ αλλά και στο πλαίσιο του γενικότερου πνεύματος του Ν. 3869/2010, ο οποίος παρέχει την δυνατότητα της ρύθμισης για το φυσικό πρόσωπο των χρεών του με απαλλαγή από αυτά, η οποία (ρύθμιση) βρίσκει νομιμοποίηση ευθέως στο ίδιο το κράτος δικαίου που επιτάσσει να μην εγκαταλειφθεί ο πολίτης σε μία κατάσταση χωρίς διέξοδο και προοπτική, από την οποία άλλωστε και οι πιστωτές δεν μπορούν να αντλήσουν κανένα κέρδος.

Στόχος των διατάξεων του Ν. 3869/2010 είναι η επανένταξη του υπερχρεωμένου πολίτη στην οικονομική και κοινωνική ζωή με την επανάκτηση της οικονομικής ελευθερίας που συνεπάγεται η έλλειψη των χρεών που αδυνατεί να αποπληρώσει. Η συλλογική ικανοποίηση των πιστωτών αποβλέπει  στην δυνατότητα  μίας δεύτερης ευκαιρίας στο υπερχρεωμένο πρόσωπο, για ένα νέο οικονομικό ξεκίνημα, χωρίς τα ανυπέρβλητα βάρη του παρελθόντος, με τη δυνατότητα απαλλαγής από τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει, εφόσον για ένα χρονικό διάστημα εξαντλήσει τις δυνατότητες ικανοποίησης των πιστωτών του.

Επιπλέον, αφού ο νόμος 3869/2010 παρέχει το δικαίωμα στον αιτούντα να υπαχθεί στις ρυθμίσεις του και εφόσον πληροί τις προϋποθέσεις του νόμου και ρυθμισθούν οι οφειλές του, αναπόδραστη συνέπεια θα είναι η απώλεια εισοδημάτων των πιστωτών του, αποτέλεσμα που αποτελεί δικαιοπολιτική επιλογή του νομοθέτη, ενώ η επιλογή του αιτούντα να υπαχθεί στις ρυθμίσεις του νόμου, συνιστά νόμιμο δικαίωμά του και από μόνη αυτή την επιλογή δεν θεμελιώνεται καταχρηστικότητα, καθόσον στόχος των διατάξεων του ν. 3869/2010 είναι να δοθεί μία δεύτερη ευκαιρία στον υπερχρεωμένο οφειλέτη να επανενταχθεί στην οικονομική και κοινωνική ζωή με την επανάκτηση της οικονομικής ελευθερίας που συνεπάγεται η εξάλειψη των χρεών που αδυνατεί να αποπληρώσει. Ο νόμος 3869/2010 έχει ως σκοπό να διευκολύνει την έστω και μερική εξόφληση των χρεών, στην οποία δεν θα μπορούσαν να προβούν οι οφειλέτες χωρίς τη ρύθμιση, όπως και να τους ανακουφίσει κατά το δυνατόν από τη διαρκή πίεση των ατομικών καταδιώξεων (βλ. ΜονΠρΠατρών 15/2023 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Επιπροσθέτως, απορριπτέος ως αορίστως προβαλλόμενος κρίνεται ο υπό στοιχεία ε, ι, ii, iii, iv, ν λόγος έφεσης σχετικά με την ένσταση δόλιας περιέλευσης σε κατάσταση μόνιμης και γενικής αδυναμίας πληρωμών καθότι ο εκκαλών δεν αναφέρει συγκεκριμένες ενέργειες της αιτούσας από τις οποίες θα μπορούσε να εκτιμηθεί η δολιότητα της υπερχρέωσης της ούτε άλλωστε γίνεται επίκληση σε πραγματικά στοιχεία-επιμέρους πραγματικούς ισχυρισμούς της υπό κρίση αίτησης, ενώ ο εκκαλών επαναλαμβάνει το κείμενο του νόμου και γενικόλογους ισχυρισμούς περί "μη συνετού καταναλωτή, περί αγορών πολυτελείας της αιτούσας που ωστόσο δεν εξειδικεύονται στο εφετήριο δικόγραφο ποιες είναι, περί δήθεν κακού οικονομικού προγραμματισμού χωρίς περαιτέρω αιτιολόγηση της κρίσης αυτής και περί κακόβουλης ανάληψης δανειακών υποχρεώσεων η εξυπηρέτηση των οποίων ήταν εξ αρχής επισφαλής, επί τω τέλει όπως γίνει δεκτή η εν λόγω ένσταση του - λόγος έφεσης του.

Ακόμη, δέον όπως απορριφθούν ως αορίστως προβαλλόμενες οι σχετικές πλημμέλειες καθότι ο εκκαλών δεν προέβαλε παραδεκτώς τη σχετική ένσταση του αναφέροντας ρητά α) τα τραπεζικά προϊόντα που ο οφειλέτης συμφώνησε, το αρχικό και τελικό ύψος αυτών, β) τον χρόνο που τα συμφώνησε, γ) τις οικονομικές δυνατότητες αυτού κατά τον χρόνο δημιουργίας των οφειλών ή τις ευλόγως αναμενόμενες μελλοντικές οικονομικές του δυνατότητες, καθώς και δ) ότι, με βάση τα ως άνω οικονομικά δεδομένα, πρόβλεπε ως ενδεχόμενο ότι ο υπερδανεισμός του θα τον οδηγούσε σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών και παρά ταύτα αποδέχθηκε το αποτέλεσμα αυτό (ΑΠ 1174/2019, ΑΠ 515/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Περαιτέρω, με βάση πάγια νομολογία (βλ. ΟλΑΠ 2/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) κατά την διάταξη του άρθ. 1 παρ. 1 και 2 Ν. 3869/2010 όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 20 § 15 Ν. 4019/2011) φυσικά πρόσωπα που δεν έχουν πτωχευτική ικανότητα και έχουν περιέλθει χωρίς δόλο σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπροθέσμων χρηματικών οφειλών τους, (εφεξής οφειλέτες), δικαιούνται να υποβάλουν στο αρμόδιο δικαστήριο την αίτηση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 4 για την ρύθμιση "των οφειλών τους" και απαλλαγή. Την ύπαρξη δόλου αποδεικνύει ο πιστωτής.

Δεν επιτρέπεται η ρύθμιση οφειλών οι οποίες: α) έχουν αναληφθεί το τελευταίο έτος πριν την υποβολή της αίτησης για την έναρξη της διαδικασίας της παραγράφου 1 του άρθρου 4, είτε β) προέκυψαν από αδικοπραξία που διαπράχθηκε με δόλο, από διοικητικά πρόστιμα, χρηματικές ποινές, φόρους και τέλη προς το Δημόσιο και τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης πρώτου και δεύτερου βαθμού, τέλη προς νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και εισφορές προς οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης, είτε γ) προέκυψαν από χορήγηση δανείων από φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθ. 15 και 16 του Ν. 3586/2007 (θεσμικό πλαίσιο επενδύσεων - αξιοποίησης περιουσίας Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης), όπως ισχύουν. Κατά τη σαφή έννοια της πιο πάνω διάταξης, στο ρυθμιστικό πεδίο εφαρμογής της υπάγονται, κατ' αρχήν, όλα τα χρέη έναντι οποιουδήποτε δανειστή.

Ωστόσο, υπάρχουν και ορισμένα χρέη που αναφέρονται στις συνθήκες εν γένει θεμελίωσής τους, από πλευράς χρόνου και τρόπου, για τα οποία ο νομοθέτης έκρινε ότι ο οφειλέτης δεν κρίνεται άξιος να επωφεληθεί των ευνοϊκών ρυθμίσεων του νόμου και για το λόγο αυτό τα εξαιρεί. Στην τελευταία περίπτωση υπάγονται από το νόμο, μεταξύ άλλων και οι οφειλές που προέκυψαν από χορήγηση δανείων από "Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης "(Φ.ΚΑ). Περαιτέρω, Φ ΚΑ που υπάγονται στις διατάξεις του ν. 3586/2007, είναι, σύμφωνα με το άρθρο 1§1 του νόμου, όλοι οι Φ.ΚΑ. αρμοδιότητας της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων του Υπουργείου Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας, που λειτουργούν με τη μορφή Ν.Π.Δ.Δ. και Ν.Π.Ι.Δ., καθώς και κάθε άλλος φορέας, ανεξαρτήτως ονομασίας και νομικής μορφής, που χορηγεί περιοδικές παροχές υπό τύπο κύριων και επικουρικών συντάξεων, βοηθημάτων ή μερισμάτων ή παροχές ασθένειας, εφόσον καταβάλλεται εργοδοτική εισφορά ή κοινωνικός πόρος.

Κριτήριο, συνεπώς, του χαρακτηρισμού των πιο πάνω νομικών προσώπων ως Φ.ΚΑ. είναι η καταβολή περιοδικών παροχών και η προηγούμενη καταβολή εργοδοτικής εισφοράς ή κοινωνικών πόρων. Επομένως, στην έννοια του Φ.Κ.Α. υπάγεται και ο "Οργανισμός Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού" (ΟΑΕΔ), ο οποίος από τον ιδρυτικό του νόμο (ν. 2961/1951), λειτουργεί ως ΝΠΔΔ και έχει ως σκοπό τη διαχείριση και λειτουργία του κλάδου ασφάλισης κατά της ανεργίας, αφού χορηγεί, μεταξύ άλλων ασφαλιστικών παροχών και περιοδικές παροχές υπό τον τύπο βοηθημάτων και καταβάλλονται σ' αυτόν εργοδοτικές εισφορές και κοινωνικοί πόροι (άρθρα 26 Ν. 2020/1992 και 27 § 1α Ν. 4144/13).

Τέλος, τα δάνεια των Φ.Κ Α. τα οποία εξαιρεί, όπως προαναφέρθηκε, ο Νόμος, είναι εκείνα τα οποία χορηγούνται, με αποφάσεις των διοικητικών συμβουλίων τους, ως "προσωπικά δάνεια εκτάκτων αναγκών" σε ασφαλισμένους και συνταξιούχους, καθώς και στους υπαλλήλους του "Φορέα", προς αντιμετώπιση εξόδων σε περιπτώσεις γάμου, τοκετού, σοβαρής ασθένειας, θανάτου, έκτακτης στεγαστικής ανάγκης και σε κάθε άλλη περίπτωση που προβλέπεται από το καταστατικό των Φ.Κ.Α. (άρθρα 15 - 16 Ν. 3586/2007).Συνεπώς, από τη σαφή διατύπωση του Νόμου προκύπτει ότι τα στεγαστικά δάνεια που χορήγησε ο Οργανισμός Εργατικής Κατοικίας (ΟΕΚ), στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του οποίου υποκαταστάθηκε ο αναιρεσείων οργανισμός (ΟΑΕΔ), εφόσον δεν καλύπτουν έκτακτες στεγαστικές ανάγκες, δεν υπάγονται στις εξαιρέσεις του άρθρου 1 §2 περ. γ΄ Ν. 3869/2010 (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 20 § 15 Ν. 4019/2011).

Και τούτο γιατί ο Νόμος αυτός δεν έχει καμία επιφύλαξη μη ισχύος του σε άλλες περιπτώσεις, πλην εκείνων που ρητώς αναφέρθηκαν πιο πάνω. Ούτε, εξάλλου, ο ειδικός τρόπος εξόφλησης των στεγαστικών δανείων του ΟΕΚ, σε περίπτωση που αυτό καταστεί ληξιπρόθεσμο (άρθρο 19 Ν. 4019/2011) παρέχει κανένα στήριγμα περί μη εφαρμογής του Νόμου στην περίπτωση του στεγαστικού δανείου που χορηγήθηκε σε οφειλέτη από τον ΟΕΚ στα πλαίσια κρατικού προγράμματος στεγαστικής πολιτικής με πλήρη εγγύηση και επιδότηση του επιτοκίου από το Ελληνικό Δημόσιο.

Εξαιτίας των ερμηνευτικών προβλημάτων που δημιουργήθηκε για το θέμα αυτό στη Νομολογία των δικαστηρίων ουσίας, καταργήθηκε, ήδη, η επίμαχη διάταξη του άρθρου 1 § 2 του Ν. 3869/2010, (όπως είχε αντικατασταθεί από το άρθρο 20 § 15 του Ν. 4019/2011), με τους εφαρμοστικούς Νόμους του Γ Μνημονίου (άρθρα 2, Ν. 4336/2015, Μέρος Β και 14 Ν. 4346/15, που ρυθμίζουν την προστασία της πρώτης κατοικίας) και συνεπώς, το νομοθετικό πλαίσιο του άρθρου 1 § 2 του Ν. 3869/2010 επανήλθε στην αρχική του διατύπωση.

Δηλαδή, να υπάγονται στην ευνοϊκή ρύθμιση του Νόμου, όλα ανεξαιρέτως, τα χρέη των δανειοληπτών, πλην εκείνων που ρητά εξαιρούνται (τόσο με το προϊσχύσαν νομοθετικό καθεστώς, όσο και με το ισχύον) και για τα οποία δεν υπήρξε ερμηνευτικό ζήτημα. Ενώ περαιτέρω, η Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί επέκταση του κράτους δικαίου σε υπερεθνικό επίπεδο. Με άλλα λόγια, η δημοκρατική και η δικαιοκρατική αρχή, κοινές στα κράτη-μέλη που ίδρυσαν την Ένωση, διαμορφώνουν το κοινό ευρωπαϊκό έδαφος του Ενωσιακού υπέρτερου Δικαίου. Τα κράτη-μέλη αποδέχονται την ιδιαίτερη φύση του κοινοτικού δικαίου και αναγνωρίζουν τις συνταγματικής υφής κανονιστικές του συνέπειες, υπό την προϋπόθεση ότι αυτό δεν καταλήγει στην παραβίαση ορισμένων θεμελιωδών συνταγματικών αρχών.

Η διαλλακτική στάση της «συνταγματικής ανοχής» χαρακτηρίζεται από τη θέση κάποιων ορίων τα οποία προβάλλουν τα εθνικά δίκαια έναντι της αξίωσης απόλυτης υπεροχής του κοινοτικού δικαίου, όπως αυτή διατυπώνεται στη νομολογία του ΔΕΚ., έχουν δε ως θεμέλιο τα εθνικά Συντάγματα. Πράγματι, τα εθνικά δικαστήρια προέβαλαν ως αδιαπραγμάτευτα τα ζητήματα που αφορούν την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων, τη δημοκρατική αρχή, τον πυρήνα της εθνικής κυριαρχίας και την παραχώρηση της εξουσίας καθορισμού των ορίων των εκχωρημένων στην Ένωση αρμοδιοτήτων. Υπό το πρίσμα αυτό, το κοινοτικό δίκαιο διαμορφώνεται βάσει των κοινών συνταγματικών παραδόσεων όλων των κρατών - μελών, επομένως, κανένα κράτος δεν μπορεί να επιβάλει τις αποκλειστικά δικές του επιταγές.

Κατ' αποτέλεσμα, οι εθνικές συνταγματικές τάξεις και η κοινοτική συνταγματική τάξη χαρακτηρίζονται από την ομοιογένεια των θεμελιωδών αρχών και αξιών τους, δεδομένης μάλιστα της ρητής κατοχύρωσης στο άρθρο 6 παρ. 1 Σ.Ε.Ε,, των αρχών της ελευθερίας, της δημοκρατίας, του σεβασμού των δικαιωμάτων του ανθρώπου, των θεμελιωδών ελευθεριών και του κράτους δικαίου, ως αρχών κοινών που διέπουν τόσο τα κράτη - μέλη όσο και την Ένωση.

Η αξιακή αυτή ομοιογένεια εθνικών Συνταγμάτων και ευρωπαϊκού Συντάγματος διευκολύνει «τη μέθοδο του αμοιβαίου σεβασμού και της εναρμόνισης», η οποία είναι η αποτελεσματικότερη για τη συνύπαρξη εθνικού Συντάγματος και κοινοτικού δικαίου. Η διαδικασία αυτή οδηγεί στη διαμόρφωση ενός «ευρωπαϊκού συνταγματικού πλέγματος», το οποίο αποτελείται από κοινές συνταγματικές αρχές που «διυλίζονται» εντός του κοινοτικού δικαίου, από τις συνταγματικής υφής αρχές του τελευταίου, καθώς και από τις εθνικές ιδιαιτερότητες των κρατικών συνταγματικών τάξεων. Επομένως η υπεροχή του πρωτογενούς Ευρωπαϊκού Δικαίου επιβάλλει την κατίσχυση του και έναντι ειδικών διατάξεων του εθνικού Συντάγματος, κάμπτεται όμως εάν συγκρουστεί με μια από τις βασικές εθνικές συνταγματικές αξίες που συγκαθορίζουν την όλη ευρωπαϊκή ενωσιακή τάξη. Συνεπώς, η τελική υπεροχή εξαρτάται όχι από την ιεραρχική τυπική ισχύ αλλά από την πληρέστερη ικανοποίηση των κοινών αξιών.

Τα ίδια ιδρυτικά κείμενα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της επιβάλλουν την υποχρέωση να σέβεται την εθνική ταυτότητα των κρατών-μελών, συμπεριλαμβανομένης και της συνταγματικής τους διάστασης. Ένα κράτος -μέλος μπορεί, σε ορισμένες περιπτώσεις και, βεβαίως, υπό τον έλεγχο του ΔΕΚ., να επικαλεσθεί τη διαφύλαξη της εθνικής του ταυτότητας και της εθνικής συνταγματικής ταυτότητας, για να δικαιολογήσει μια παρέκκλιση από εφαρμογή ή να αναπτύξει, εντός ορισμένων ορίων, δική του αντίληψη σχετικά με ένα θεμιτό συμφέρον για παράδειγμα επί των περί κυκλοφορίας θεμελιωδών ελευθεριών (βλ. προτάσεις του γενικού Εισαγγελέα Poiares Madura στις υποθέσεις Arcelor και του «βασικού μετόχου», α) Δ.Ε.Κ. (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 16ης Δεκεμβρίου 2008, C-127/07, Societe Arcelor Atlantique et Lorraine κλπ. (Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Conseil d’ Etat- Γαλλία), Συλλογή 2008, σ. 1-9895 και β) Δ.Ε.Κ. (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 16ης Δεκεμβρίου 2008, C-213/07, Michaniki Α.Ε. (Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Συμβούλιο της Επικράτειας-Ελλάς), Συλλογή 2008, σ 1-9999).

Χαρακτηριστική περίπτωση συναφώς αποτελεί η γερμανική προσέγγιση της αρχής της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, την οποία εγγυάται το Εθνικό Σύνταγμα και προς την οποία το Δ.Ε.Κ. δέχθηκε ότι δικαιολογεί έναν περιορισμό στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, επισημαίνοντας ταυτόχρονα ότι η ανθρώπινη αξιοπρέπεια προστατεύεται στην κοινοτική έννομη τάξη ως γενική αρχή του δικαίου.

Έκρινε, ειδικότερα, ότι ο σκοπός της προστασίας της ανθρώπινης αξιοπρέπειας συμβιβάζεται με το κοινοτικό δίκαιο, χωρίς να έχει σχετικός σημασία το ότι στη Γερμανία η αρχή προστασίας της ανθρώπινης αξιοπρέπειας απολαύει ειδικού καθεστώτος, ως αυτοτελές θεμελιώδες δικαίωμα. Δεδομένου ότι ο σεβασμός θεμελιωδών δικαιωμάτων δεσμεύει τόσο την Κοινότητα όσο και τα κράτη - μέλη της, η προστασία εν λόγω δικαιωμάτων αποτελεί θεμιτό συμφέρον ικανό να δικαιολογήσει περιορισμό των υποχρεώσεων που επιβάλλονται από το κοινοτικό δίκαιο, ακόμη και δυνάμει μιας θεμελιώδους ελευθερίας την οποία εγγυάται η Συνθήκη, όπως ελεύθερη παροχή υπηρεσιών (Δ.Ε.Κ. της 14ης Δεκεμβρίου 2004, C-36/, Omega Συλλογή 2004, σ. 1-9609).

Αναγνώρισε, δηλαδή, στο κράτος μέλος ευρεία ελευθερία προς καθορισμό του περιεχομένου και της έκτασης εφαρμογής της αναλόγως της δικής του αντίληψης όσον αφορά την προάσπιση αυτού του θεμελιώδους δικαιώματος στην επικράτεια του, λαμβανομένων υπόψη των εθνικών ιδιαιτεροτήτων. Ο σεβασμός της συνταγματικής ταυτότητας των κρατών - μελών συνιστά θεμιτό συμφέρον ικανό να δικαιολογήσει, κατ' αρχήν, έναν περιορισμό των υποχρεώσεων που επιβάλλονται από το κοινοτικό δίκαιο, κατά μείζονα λόγο μπορεί να τον επικαλεστεί ένα κράτος - μέλος για να δικαιολογήσει τη δική του εκτίμηση των συνταγματικών μέτρων που πρέπει να συμπληρώσουν την κοινοτική νομοθεσία προς εξασφάλιση, εντός της επικράτειας του, των αρχών και κανόνων που θεσπίζει ή επί των οποίων βασίζεται η εν λόγω νομοθεσία. Η άσκηση της εν λόγω διακριτικής ευχέρειας του κράτους - μέλους πρέπει, ωστόσο, να παραμένει εντός των ορίων που καθορίζει η εκάστοτε γενική αρχή και η σχετική κοινοτική νομοθεσία (προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Poiares Maduro της 20ης Σεπτεμβρίου 2005, στις υποθέσεις C-53/04 και C- 180/04 Manrosu και Sardino (Συλλογή 2006, σ. 1-7213) (βλ. Λίνα Παπαδοπούλου, Εθνικό Σύνταγμα και Κοινοτικό Δίκαιο, Το ζήτημα της υπεροχής, 2009, Ευγ. Πρεβεδούρου, Η σχέση εθνικού συντάγματος και κοινοτικού δικαίου υπό το πρίσμα του διαλόγου των Δικαστών, ΕΔικΚοινΑσφ, 2010/257).

Ο Ο.Α.Ε.Δ., ως καθολικός διάδοχος του Ο.Ε.Κ. υπό το καθεστώς της με αριθμό 2012/21 /EE απόφασης της Επιτροπής και των καταστατικών αυτού διατάξεων, αποτελεί Υπηρεσία Γενικού Οικονομικού Συμφέροντος (Υ.Γ.Ο.Σ.) στον τομέα της κοινωνικής κατοικίας υπό την έννοια των άρθρων 14 και 106 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατά συνέπεια τυγχάνουν εφαρμογής οι κανόνες της ενωσιακής νομοθεσίας περί ανταγωνισμού, κατά το μέτρο που η εφαρμογή των κανόνων αυτών δεν εμποδίζει νομικά ή πραγματικά την εκπλήρωση της ιδιαίτερης αποστολής που του έχει ανατεθεί. Σύμφωνα δε, με το Πρωτόκολλο 26 το οποίο προσαρτήθηκε στη Συνθήκη της Λισαβόνας, η κύρια αρμοδιότητα στον τομέα της ανάθεσης, παροχής, χρηματοδότησης και οργάνωσης των Υ.Γ.Ο.Σ., εναπόκειται στα κράτη μέλη, τα οποία έχουν ευρεία διακριτική ευχέρεια επί του θέματος και ελευθερία δημοκρατικών επιλογών, ανάλογα με τις ανάγκες των χρηστών που μπορούν να προκόψουν από τις εκάστοτε γεωγραφικές, κοινωνικές ή πολιτισμικές συνθήκες.

Το ως άνω Πρωτόκολλο επιβάλλει, μεταξύ άλλων, στα κράτη μέλη να μεριμνούν για την εξασφάλιση «υψηλού επιπέδου οικονομικής προσιτότητας», και για την προώθηση της καθολικής πρόσβασης των Υ.Γ.Ο.Σ. τους. Ενδεχόμενη παράλειψη κράτους μέλους να διασφαλίσει «υψηλό επίπεδο προσιτότητας» στην κοινωνική στέγαση θα συνεπαγόταν ματαίωση της εφαρμογής του πρωτοκόλλου αριθ. 26 για τις ΥΓΟΣ, πλήττοντας με τον τρόπο αυτό την «αρχή της πλήρους αποτελεσματικότητας του ευρωπαϊκού ενωσιακού δικαίου», αρχή, η οποία αποτυπώνεται ρητά με το άρθρο 4 παρ. 3 εδάφια β΄και γ' της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και σύμφωνα με την οποία: «Τα κράτη μέλη λαμβάνουν κάθε γενικό ή ειδικό μέτρο ικανό να διασφαλίσει την εκτέλεση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τις Συνθήκες ή προκύπτουν από πράξεις των θεσμικών οργάνων της Ένωσης. Τα κράτη-μέλη διευκολύνουν την Ένωση στην εκπλήρωση της αποστολής της και απέχουν από τη λήψη οποιουδήποτε μέτρου ικανού να θέσει σε κίνδυνο την πραγματοποίηση των στόχων της Ένωσης» (βλ. και Αποφ. Υπουργ. Εργ. αριθμ. 13097/661/2017, Φ.Ε.Κ. 403/25- 04-2017).

Σύμφωνα λοιπόν με τα προλεχθέντα εν προκειμένω, η εθνική έννομη τάξη, η οποία, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, αποτελεί κομμάτι του πολυεπίπεδου ευρωπαϊκού συνταγματισμού, διατηρώντας τόσο την εθνική όσο και τη συνταγματική της ταυτότητα, αλλά και ασκώντας τη διακριτική της ευχέρεια που το ίδιο το κοινοτικό δίκαιο της παρέχει και τέλος λαμβάνοντας υπόψιν τις ιδιαίτερες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες που επικρατούν στη χώρα, μεριμνά για τη διευθέτηση του φαινομένου της υπερχρέωσης, είτε αυτή αφορά σε οφειλές προς ιδιώτες, είτε αφορά σε οφειλές προς ασφαλιστικούς οργανισμούς ή άλλα νομικά πρόσωπα. Εκκινώντας ο νομοθέτης από την βάση της προστασίας του οφειλέτη από τον κίνδυνο της κοινωνικής περιθωριοποίησης, δίνει τη δυνατότητα της ρύθμισης, για το φυσικό πρόσωπο των χρεών του, με απαλλαγή από αυτά και έχει ως βάση ευθέως στο ίδιο το κοινωνικό κράτος δικαίου.

Ενόψει της μεγάλης εκτάσεως της υπερχρέωσης σε συνδυασμό με την γενικευμένη οικονομική κρίση που επιτάχυνε, ανέδειξε και προκάλεσε το κοινωνικό αυτό φαινόμενο, η μέριμνα αυτή επιτάσσεται τόσο για λόγους δημοσίου συμφέροντος, καθώς οι πολίτες επανακτούν ουσιαστικά μέσω των εν λόγω διαδικασιών την αγοραστική τους δύναμη προάγοντας την οικονομική και κοινωνική δραστηριότητα, όσο και από την υποχρέωση σεβασμού της αξίας του οφειλέτη ως ανθρώπου.

Ειδικότερα, πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος, είναι να σέβεται και να προστατεύει την αξία του ανθρώπου. Η ανθρώπινη αξία αποτελεί το θεμελιώδες δικαίωμα πάνω στο οποίο εδράζονται και αναπτύσσονται όλα τα άλλα επιμέρους δικαιώματα. Πρόκειται για έναν ανώτατο ερμηνευτικό νομικό κανόνα τόσο άλλων διατάξεων του Συντάγματος, όσο και της κοινής νομοθεσίας και που επηρεάζει επίσης καταλυτικά την οργάνωση και λειτουργία του κράτους. Το Σύνταγμα διαμορφώνει ένα πολίτευμα στο επίκεντρο του οποίου βρίσκεται ο άνθρωπος όχι ως αποκομμένη ατομική μονάδα, αλλά ως τμήμα του κοινωνικού συνόλου.

Η πολιτεία, δηλαδή όλα τα πολιτειακά όργανα, οφείλουν όχι μόνο να σέβονται αλλά και να προστατεύουν την αξία αυτή από προσβολές. Από το ανωτέρω δικαίωμα, απορρέει και το δικαίωμα αξιοπρεπούς διαβίωσης ή ενός ελάχιστου εισοδήματος, το οποίο έχει ως φορέα τον «καθένα», ενεργοποιείται ως κανόνας προστασίας για κάθε άτομο που πλησιάζει τα όρια της εξαθλίωσης και αποτελεί το ακραίο όριο των νομοθετικών επιλογών. Άλλωστε, η υποχρέωση για την προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας είναι πρωταρχικής σημασίας και σύμφωνα με το άρθρο 1 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεδομένου ότι, όπως αναφέρθηκε, το κοινοτικό δίκαιο διαμορφώνεται βάσει των κοινών συνταγματικών παραδόσεων όλων των κρατών - μελών.

Η δε παραβίαση των συνταγματικών ορίων σε εθνικό επίπεδο θα συνιστούσε συνεπώς ταυτόχρονα και παραβίαση των συνταγματικών αρχών της ίδιας της ενωσιακής έννομης τάξης. Η υπό όρους απαλλαγή (μερική η ολική) από το σύνολο των χρεών του οφειλέτη , που αποφασίζεται σε περιβάλλον δεινής οικονομικής κρίσης και της εξ αυτής γενικευμένης αδυναμίας πληρωμών, δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως παραβίαση της ισότιμης μεταχείρισης των πολιτών αλλά ως υποχρέωση σεβασμού της αξίας του «αδυνάτου» οφειλέτη ως ατόμου, η κοινωνική και οικονομική εξόντωση του οποίου δεν προάγει το δημόσιο συμφέρον αλλά αντίθετα το πλήττει , καθώς τον εμποδίζει να επανενταχθεί στην κοινωνική και οικονομική δραστηριότητα και να συμβάλλει στην οικονομική ανόρθωση της χώρας, σύμφωνα με την επιταγή της διάταξης του άρθρου 106 παρ.1 και 2 του Συντάγματος (ΑΠ 288/2000, Νόμος, ΕιρΘεσ, 394/2016, Νόμος, ΕιρΘεσσαλ 202/2017 ΝΟΜΟΣ, I. Βενιέρη, παρατηρήσεις στην ΕιρΙλ 398/2016, ΕΕμπΔ 2016/941).

Κατ' ακολουθίαν όλων των ανωτέρω σκέψεων, η ευρύτερη νομοθετική διαχείριση της διόγκωσης του φαινομένου της υπερχρέωσης φυσικών προσώπων στην ελληνική πραγματικότητα, είναι μία προσπάθεια εξορθολογισμού του θεσμού και αποκατάστασης της οικονομικής ισορροπίας μεγάλου αριθμού πολιτών για προφανείς λόγους γενικότερου κοινωνικού και ιδιαιτέρως έντονου δημοσίου συμφέροντος, έτσι ώστε όχι μόνον να δικαιολογούνται, αλλά και να επιβάλλονται οι όποιες ρυθμίσεις αφορούν και σε υπαγωγή υπηρεσιών ΓΟΣ, όπως ο Ο.Α.Ε.Δ. στη ρύθμιση του νόμου, χωρίς να παραβιάζεται ούτε το συνταγματικό αλλά ούτε και Ενωσιακό Δίκαιο. Αλλωστε, το ίδιο το άρθρο 14 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εξαρτά την εφαρμογή του υπό την επιφύλαξη του άρθρου 4 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, το οποίο κάνει λόγο για σεβασμό της Ένωσης των ουσιωδών λειτουργιών των κρατών-μελών, αλλά αντίστοιχα και σεβασμό των κρατών- μελών των υποχρεώσεων τους που απορρέουν από τις Συνθήκες, μία εκ των οποίων είναι και η υποχρέωση προστασίας της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.

Με αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνεται και η πραγματοποίηση των στόχων της Ένωσης (άρθρο 4 παρ. 3 ΣΕΕ), ένας εκ των οποίων είναι και η ευημερία των λαών της (άρθρο 3 ΣΕΕ). Η ένταξη συνεπώς των οφειλών προς τον Ο.Α.Ε.Δ. στο νομοθετικό πλαίσιο του Ν. 3869/2010 κρίνεται καταρχήν συνταγματική και εν συνεχεία κρίνεται και πλήρως εναρμονισμένη με τους κανόνες, τις αρχές και τις αξίες του Κοινοτικού Δικαίου και ειδικότερα των διατάξεων των άρθρων 14 και 106 της Συνθήκης, καθόσον οι όποιες ρυθμίσεις για τη λειτουργία και την οργάνωση των Υπηρεσιών ΓΟΣ εντάσσονται στο πλαίσιο της διατήρησης της εθνικής και συνταγματικής ταυτότητας κάθε κράτους-μέλους και της διακριτικής ευχέρειας που το καθένα έχει, προκειμένου να θεσπίζει ειδικότερες διατάξεις που απαιτούνται για την αντιμετώπιση των ιδιαιτέρων συνθηκών που επικρατούν και είναι περαιτέρω πρόσφορες για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, πληρούν το αναγκαίο μέτρο προς επίτευξη του απαραίτητου αποτελέσματος, καθώς με αυτόν τον τρόπο ο Ο.Α.Ε.Δ. ως Υ.Γ.Ο.Σ. θα επιτελέσει πιο αποτελεσματικά την ιδιαίτερη αποστολή του προς το γενικό δημόσιο όφελος, και πληρούν το όριο αναλογικότητας σε σχέση με την ανάγκη να τεθεί ο συγκεκριμένος περιορισμός. Έτσι στην ευνοϊκή ρύθμιση του Ν. 3869/2010 υπάγονται όλα ανεξαιρέτως τα χρέη των δανειοληπτών, μεταξύ των οποίων και αυτά προς τον Ο.Α.Ε.Δ., πλην εκείνων που ρητά εξαιρούνται από το νόμο αυτό (Ολ. ΑΠ 2/2017, Νόμος).

Άλλωστε, προφανής σκοπός τον νόμου είναι η παροχή στον υπερχρεωμένο και αδυνατούντα να ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις του οφειλέτη μιας ευκαιρίας επανένταξης του στην οικονομική και κοινωνική ζωή με την επανάκτηση της οικονομικής ελευθερίας που συνεπάγεται η εξάλειψη των χρεών που αδυνατεί να αποπληρώσει. Η μερική έστω ικανοποίηση των πιστωτών από το εισόδημα τον καταναλωτή προβάλει ως δοκιμασία και επίδοση τον καταναλωτή προκειμένου να επιτύχει το ευεργετικό αποτέλεσμα της απαλλαγής των χρεών με την ολοκλήρωση της πτωχευτικής διαδικασίας».

Με το νόμο, δηλαδή, δεν σκοπείται η δικαίωση τον «κακοπληρωτή». Σκοπείται, απλώς, η παροχή διεξόδου στον επιθυμούντα μεν, αλλ’ αδυνατούντα, να πληρώσει τα χρέη του οφειλέτη, ώστε να μπορέσει να καταβάλει ένα τουλάχιστον μέρος τους στους πιστωτές του, οι οποίοι, διαφορετικά, δεν θα μπορούσαν να επιτύχουν μείζονα ικανοποίηση, με βάση το πραγματικά και δικονομικά εφικτό της περιπτώσεως. Το προσφερόμενο για τον επιλέγοντα τη διαδικασία τον νόμου οφειλέτη κέρδος είναι, αφενός μεν η αποφυγή του άχθους των άναρχων και συνεχών, κατά τις κοινές διατάξεις, διώξεων των πιστωτών του, αφετέρου δε η δυνατότητα της, μέσω των ρυθμίσεων τον νόμου, απαλλαγής του από τυχόν υπόλοιπα χρεών. Υπό αντίστροφη θεώρηση, ο νόμος σκοπεί τη συλλογική ικανοποίηση των πιστωτών από τον υπερχρεωμένο οφειλέτη τους, στο μέτρο των πραγματικά και νομικά έλλογων και βάσιμων προσδοκιών τους.

Εισάγεται, δηλαδή, συλλογική, οπωσδήποτε, διαδικασία, με όλες τις εντεύθεν συνέπειες (βλ. Ψυχομάνη, όπ. σελ. 530, παρ. 1982 επ.). Υπό το ανωτέρω πρίσμα οι διατάξεις του Ν. 3869/2010 όπως τροποποιήθηκαν με το Ν. 4336/2015 δεν μπορούν να θεωρηθούν αντισυνταγματικές ως αντικείμενες στη συνταγματική αρχή της ισότητας διότι ρυθμίζουν, στα πλαίσια της κοινωνικής αποστολής του κράτους, το οποίο προγραμματίζει και συντονίζει την οικονομική δραστηριότητα στη χώρα για την εδραίωση της κοινωνικής ειρήνης και την προστασία του γενικού συμφέροντος και του χρέους της κοινωνικής αλληλεγγύης που αξιώνει από κάθε πολίτη, το ζήτημα της κοινωνικής περιθωριοποίησης του υπερχρεωμένου οφειλέτη,  το οποίο μακροοικονομικά επιφέρει σημαντικές επιπτώσεις στην εύρυθμη λειτουργία μιας οικονομίας που στηρίζεται ως επί το πλείστον στην κατανάλωση αγαθών ενώ εγκυμονεί κίνδυνο διαταραχών στον κοινωνικό βίο.

Με βάση τα ανωτέρω, απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος κρίνεται ο υπό στοιχεία στ λόγος εφέσεως του εκκαλούντος με την αιτίαση ότι η κρινόμενη αίτηση αντίκειται ευθέως στις κατ' άρθρο 28 Συντάγματος υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις πρωτογενούς και παράγωγου Ευρωπαϊκού Κοινοτικού Δικαίου καθώς η εφαρμογή του Ν. 3869/2010 ως προς τον Ο.Α.Ε.Δ. συνιστά παραβίαση του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και συγκεκριμένα των διατάξεων του άρθρων 14 και 106 παρ. 1 και 2 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς και της Απόφασης με αριθμό 2012/21/EE της Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ότι η ρύθμιση της οφειλής της εφεσίβλητης προς τον τ. ΟΕΚ/ΟΑΕΔ δια των διατάξεων του Ν. 3869/2010 αντίκειται στο άρθρο 1 παρ. 2 εδ. γ Ν. 3869/2010 λόγω της ιδιότητας του ΟΑΕΔ ως φορέα Κοινωνικής ασφάλισης κατ'άρθρο 15-16 Ν. 3586/2007 και της ιδιότητας του επίδικου στεγαστικού δανείου ως σύνθετης παροχής κοινωνικής ασφάλειας χορηγηθέντος επί τη βάσει κοινωνικών και όχι πιστοληπτικών-οικονομικών κριτηρίων, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα σε αυτόν, με βάση και τα αναφερόμενα στην αμέσως ανωτέρω μείζονα σκέψη επί του κρινόμενου λόγου εφέσεως, δοθέντος μάλιστα του γεγονότος ότι ο εκκαλών δεν μνημονεύει στο εφετήριο ούτε άλλωστε αποδεικνύει πραγματικά περιστατικά υπό τα οποία το χορηγηθέν στην αιτούσα-εφεσίβλητη δάνειο θα μπορούσε να ενταχθεί στη κατηγορία των "προσωπικών δανείων εκτάκτων αναγκών " σε ασφαλισμένους και συνταξιούχους, καθώς και στους υπαλλήλους του "Φορέα", προς αντιμετώπιση εξόδων σε περιπτώσεις γάμου, τοκετού, σοβαρής ασθένειας, θανάτου, έκτακτης στεγαστικής ανάγκης και σε κάθε άλλη περίπτωση που προβλέπεται από το καταστατικό των Φ.Κ.Α. των άρθρων 15-16 του Ν. 3586/2007 ώστε να εξαιρεθεί από την εφαρμογή του Ν. 3869/2010. Επομένως ο περί αντισυνταγματικότητας ισχυρισμός του εκκαλούντος ελέγχεται συλλήβδην απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος.

Εξάλλου σχετικά με τον υπό στοιχεία γ εκτιμώμενο λόγο εφέσεως με τον οποίο ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι η αίτηση της εφεσίβλητης θα έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα σε αυτόν, δέον να αναφερθεί ότι : Κατά τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1του ν. 3869/2010 "ρύθμιση οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων", όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 85 παρ. 1 του ν. 3996/2011, για την έναρξη της διαδικασίας, ο οφειλέτης καταθέτει αίτηση στο γραμματέα του αρμοδίου δικαστηρίου. Η αίτηση πρέπει να περιέχει: α) κατάσταση της περιουσίας του οφειλέτη και των κάθε φύσεως εισοδημάτων του ιδίου και του συζύγου του, β) κατάσταση των πιστωτών του και των απαιτήσεων τους κατά κεφάλαιο τόκους και έξοδα και γ) σχέδιο διευθέτησης οφειλών, που να λαμβάνει υπόψη με εύλογο τρόπο και συσχέτιση, τόσο τα συμφέροντα των πιστωτών, όσο και την περιουσία, τα εισοδήματα και την οικογενειακή κατάσταση του οφειλέτη (ΑΠ 213/2018 ΤΝΠΝΟΜΟΣ).

Επομένως, δεν αποτελεί στοιχείο του ορισμένου της αιτήσεως η αναφορά των βιοτικών αναγκών του οφειλέτη, αφού από την περιγραφή της οικογενειακής του κατάστασης δύναται να εκτιμηθεί το ύψος αυτών, όλα δε τα στοιχεία που αποδεικνύουν τη μόνιμη αδυναμία πληρωμής του αιτούντος αποτελούν αντικείμενο απόδειξης (ΑΠ 635/2019 ΤΝΠΝΟΜΟΣ). Ο προκείμενος λόγος εφέσεως δέον όπως απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος καθόσον η αίτηση της εφεσίβλητης περιελάμβανε άπαντα τα κατά νόμο αξιούμενα στοιχεία για να είναι ορισμένη.

Συγκεκριμένα, με σαφήνεια εκτίθεται αρκούντως στην αίτηση και προκύπτει από το προσκομιζόμενο αποδεικτικό υλικό - το οποίο ακόμα και αν δεν αναφέρεται ρητώς στην κρινόμενη αίτηση λαμβάνεται υπόψη, από το Δικαστήριο, δυνάμει του ανακριτικού συστήματος που διέπει την εν λόγω διαδικασία - η προσωπική και η εν γένει περιουσιακή κατάσταση του συνόλου των μελών της οικογένειας της αιτούσας και οι λόγοι, από τους οποίους αβίαστα συνάγεται η μόνιμη και διαρκής αδυναμία εξυπηρέτησης των οφειλών της. Όλα δε όσα μνημονεύει ο εκκαλών ως στοιχεία που κατά τις αιτιάσεις του, όφειλαν να περιληφθούν στην κρινόμενη αίτηση για το ορισμένο της, αποτελούν στοιχεία που μπορούν να προκύψουν παραδεκτώς από τις αποδείξεις και δεν αποτελούν στοιχεία αφορώντα στο ορισμένο της κρινόμενης αιτήσεως, ως αβάσιμα διατείνεται.

Ειδικά δε, σχετικά με το αίτημα περί δικαστικής ρύθμισης των οφειλών της εφεσίβλητης, υφίσταται και αναπτύσσεται στο κεφ. 8 της κρινόμενης αιτήσεως (σελ. 13-17), το οποίο τίθεται απολύτως ορισμένα, υπό τα οικονομικά δεδομένα και το εν γένει νομοθετικό πλαίσιο που ίσχυε, κατά το χρόνο κατάθεσης της κρινόμενης αίτησης αλλά και διατυπώνεται ρητώς, στο αιτητικό μέρος της αίτησης της, απορριπτόμενου ως ουσία αβασίμου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού του εκκαλούντος. Εξ ου και ο σχετικός λόγος έφεσης κρίνεται απορριπτέος.

Ακόμη, απορριπτέος ως ουσία αβάσιμος κρίνεται και ο υπό στοιχείο ζ λόγος εφέσεως περί του ότι η αιτούσα δεν έχει προσκομίσει την ειλικρινή και ανταποκρινόμενη στα αληθή δεδομένα Υπεύθυνη δήλωση κατ άρθρο 4 παρ. 4 Ν. 3869/2010 στην βάση της πληρότητας της περιουσιακής κατάστασης της, καθότι από το ίδιο το σώμα της εκκαλουμένης απόφασης (6η σελίδα) προκύπτει ότι η αιτούσα κατέθεσε νομίμως και εμπροθέσμως στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου όλα τα αξιούμενα κατ’ άρθρο 4 παρ. 2 Ν. 3869/2010 έγγραφα και δη τη βεβαίωση αποτυχίας του εξωδικαστικού συμβιβασμού, την υπεύθυνη δήλωση για την ορθότητα και πληρότητα των καταστάσεων και συνεπώς, ο σχετικός λόγος εφέσεως μετά του συνδεόμενου αρρήκτως με αυτόν λόγου (υπό στοιχείο γα του εφετηρίου δικογράφου) σχετικά με την ανυπαρξία θετικής δήλωσης περί τυχόν ύπαρξης χρέους της αιτούσας εκ δανείου ή άλλης αιτίας, που εκείνη συνέχιζε να εξυπηρετεί και δεν συμπεριέλαβε στην κρινόμενη αίτηση, κρίνονται απορριπτέοι ως ουσία αβάσιμοι.

Σχετικά δε με τον υπό στοιχείο β προβαλλόμενο λόγο εφέσεως αναφορικά με την έλλειψη παθητικής νομιμοποίησης του εκκαλούντος με την αιτίαση ότι στις δίκες του Ν. 3869/2010 απαραδέκτως ενάγεται ο ΟΑΕΔ, ενώ έπρεπε να ενάγεται το Υπουργείο Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας, κρίνεται απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος καθότι στις προκείμενες δίκες κατά πάγια νομολογία απολύτως παραδεκτά ενάγεται ο εκκαλών ΟΑΕΔ υπό την ιδιότητα του ως καθολικού διαδόχου των καταργηθέντων ΝΠΔΔ με την επωνυμία "Οργανισμός Εργατικής Κατοικίας (ΟΕΚ)" και "Οργανισμός Εργατικής Εστίας (ΟΕΕ)", υπεισερχόμενου σ’ όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους σύμφωνα με το άρθρο 35 παρ. 1 και 2 του Ν. 4144/2013.

Ομοίως, απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος κρίνεται ο υπό στοιχείο α προβαλλόμενος λόγος εφέσεως σχετικά με την έλλειψη δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων να κρίνουν επί της ένδικης διαφοράς με την αιτίαση ότι το χορηγηθέν στην αιτούσα δάνειο αποτελεί σύνθετη παροχή κοινωνικής ασφάλειας και η όποια διαφορά προκύπτει από αυτό δέον όπως επιλύεται από τα αρμόδια διοικητικά δικαστήρια, καθότι από και με μόνο το σύνθετο χαρακτήρα του χορηγηθέντος από τον ΟΕΚ και ήδη ΟΑΕΔ στεγαστικού δανείου, επί τη βάσει κοινωνικών κριτηρίων, δεν συνεπάγεται ότι η φύση της διαφοράς είναι δημοσίου ή διοικητικού χαρακτήρα, καθότι το δάνειο ως παροχή, καλύπτει μία ιδιωτική ανάγκη της αιτούσας, υπαγόμενη στη σφαίρα της ιδιωτικής της περιουσίας και συνεπώς η φύση της απαίτησης είναι ιδιωτική κατά βάση.

Εξ ου και ο λόγος για τον οποίο ο νομοθέτης υπήγαγε και τη συγκεκριμένη κατηγορία δανείων στο Ν. 3869/2010, με τις ανωτέρω μνημονευόμενες εξαιρέσεις, ώστε τα πολιτικά δικαστήρια (Ειρηνοδικείο ως πρωτοβάθμιο και Πρωτοδικείο ως δευτεροβάθμιο) να έχουν δικαιοδοσία να κρίνουν επί των διαφορών αυτών με την διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας.

Κατόπιν τούτων, απορριπτόμενων όλων των λόγων της έφεσης, πρέπει η υπό κρίση έφεση να απορριφθεί ως κατ' ουσίαν αβάσιμη. Διάταξη επιβολής δικαστικών εξόδων κατά το άρθρο 746 ΚΠολΔ δεν θα περιληφθεί έστω και εάν πρόκειται για υπόθεση που κρίνεται κατά τους κανόνες της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρο 3εδ.βχ ν. 3869/2010), διότι σύμφωνα με την ειδική ρύθμιση του άρθρου 8 παρ. 6β' του ν. 3869/2010 που τυγχάνει εφαρμογής και στη δευτεροβάθμια δίκη, δεν επιδικάζονται εν προκειμένω δικαστικά έξοδα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλίαν των διαδίκων

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατ' ουσία την κρινόμενη Έφεση

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στη Χαλκίδα Ευβοίας, στις 13 Απριλίου 2023.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ    Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ