Συνθετη Αναζητηση Νομοθεσιας - Νομολογιας

Νομοθεσία

ΣτΕ 91/2024 ΤΑΚΤΟΠΟΙΗΣΗ ΑΥΘΑΙΡΕΤΩΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΩΝ ΣΕ ΚΟΙΝΟΧΡΗΣΤΟ ΧΩΡΟ ΟΙΚΟΔΟΜΗΣ – ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Ή ΜΗ ΤΗΣ ΠΡΟΚΕΙΜΕΝΗΣ ΔΙΑΤΑΞΗΣ ΚΑΙ ΜΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ .

 

ΣτΕ 91/2024


ΤΑΚΤΟΠΟΙΗΣΗ ΑΥΘΑΙΡΕΤΩΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΩΝ ΣΕ ΚΟΙΝΟΧΡΗΣΤΟ ΧΩΡΟ ΟΙΚΟΔΟΜΗΣ – ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Ή ΜΗ ΤΗΣ ΠΡΟΚΕΙΜΕΝΗΣ ΔΙΑΤΑΞΗΣ ΚΑΙ ΜΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ – ΑΠΑΙΤΕΙΤΑΙ Η ΣΥΝΑΙΝΕΣΗ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΣΥΝΙΔΙΟΚΤΗΤΩΝ ΚΑΙ ΟΧΙ ΜΟΝΟ ΤΗΣ ΠΛΕΙΟΨΗΦΙΑΣ – ΣΥΣΤΑΣΗ ΟΡΙΖΟΝΤΙΟΥ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ – ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΠΟΛΥΚΑΤΟΙΚΙΑΣ ΠΟΥ ΟΡΙΖΕΙ ΤΑ ΚΟΙΝΟΧΡΗΣΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ – ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΑΠΟΛΥΤΗΣ ΧΡΗΣΗΣ ΑΠΟ ΕΝΑΝ ΣΥΝΙΔΙΟΚΤΗΤΗ – ΑΣΚΗΣΗ ΕΦΕΣΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΠΑΡΑΔΕΚΤΟΥ – ΥΠΑΡΞΗ ΑΝΤΙΘΕΤΗΣ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΒΑΡΟΣ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ ΤΟΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΑ. - Η κρίση του διοικητικού εφετείου, ανεξαρτήτως των ειδικότερων αιτιολογιών της, είναι ορθή, δεδομένου ότι η προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 11 παράγραφος 1 περίπτωση δ΄ υποπερίπτωση i του ν. 4178/2013, κατ’ επίκληση της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη με την αίτηση ακυρώσεως πράξη, είναι ανίσχυρη λόγω αντιθέσεώς της προς το Σύνταγμα, και συνεπώς η κρινόμενη έφεση θα έπρεπε να απορριφθεί- Εν όψει, όμως του ότι το ζήτημα της συνταγματικότητας της ανωτέρω διατάξεως δεν έχει κριθεί με προηγούμενη απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, το Τμήμα κρίνει ότι η επίλυση του εν λόγω ζητήματος πρέπει, κατ’ άρθρο 100 παρ. 5 του Συντάγματος, να παραπεμφθεί στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου – Παραπέμπει - (άρθρ. 58 του π.δ. 18/1989, αρθρ. 1, 2, 3, 4, 5, 13 ν. 3741/1929, 1002 και 1117 ΑΚ, άρθρ. 24 του ν. 4014/2011).

ΠΔ


ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Ε΄

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 1η Φεβρουαρίου 2023, με την εξής σύνθεση: Μαργαρίτα Γκορτζολίδου, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Ε΄ Τμήματος, Χρήστος Ντουχάνης, Δημήτριος Βασιλειάδης, Σύμβουλοι, Ελένη Μουργιά, Θεοδώρα Ζιάμου, Πάρεδροι. Γραμματέας η Μαρία Μάσσια.

Για να δικάσει την από 16 Φεβρουαρίου 2020 έφεση:

της Π,, - Χ, Γ, του Γ, κατοίκου Παπάγου Αττικής (…...), η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Δημήτριο Μέλισσα (Α.Μ. 17368), που τον διόρισε με πληρεξούσιο,

κατά των: 1. Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, ο οποίος παρέστη με τη Μαγδαληνή Καραγεώργου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, 2. Δήμου Αγίας Παρασκευής Αττικής, ο οποίος δεν παρέστη και 3. Γ. Τ. του Ν., κατοίκου Παπάγου Αττικής (. …..), ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Σπυρίδωνα Βλαχόπουλο (Α.Μ.17001), που τον διόρισε με πληρεξούσιο,

και κατά της υπ’ αριθμ. 2791/2019 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Ελένης Μουργιά.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο της εκκαλούσας, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους εφέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η έφεση, τον πληρεξούσιο του εφεσίβλητου και την αντιπρόσωπο του Υπουργού, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψή της.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

Σκέφθηκε κατά τον Νόμο

1. Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση εφέσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (e-Παράβολο ./2020).

2. Επειδή, με την κρινόμενη έφεση ζητείται η εξαφάνιση της 2791/2019 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Με την απόφαση αυτή έγινε δεκτή αίτηση ακυρώσεως του εφεσίβλητου φυσικού προσώπου κατά της .ης συν/24.11.2016 (θέμα 2ο) πράξεως του Συμβουλίου Πολεοδομικών Θεμάτων και Αμφισβητήσεων Περιφερειακής Ενότητας Βορείου Τομέα Αθηνών της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής, κατά το μέρος που με αυτήν απορρίφθηκε προσφυγή του ως άνω εφεσιβλήτου κατά δηλώσεως υπαγωγής της εκκαλούσας στον ν. 4014/2011, όπως αυτή μεταφέρθηκε στον ν. 4178/2013, για τη νομιμοποίηση αυθαίρετων κατασκευών σε οικοδομή που ευρίσκεται στον Δήμο Παπάγου-Χολαργού Αττικής.

3. Επειδή, νομίμως συζητήθηκε η υπόθεση, παρά το ότι ο εφεσίβλητος Δήμος δεν παρέστη κατά τη συζήτηση, εφόσον αντίγραφα της υπό κρίση εφέσεως και της από 5.7.2021 πράξεως της Προέδρου του Ε΄ Τμήματος περί ορισμού δικασίμου και εισηγητού για την εκδίκαση της εφέσεως επιδόθηκαν νομίμως σε αυτόν [βλ. το υφιστάμενο στον φάκελο από 2.9.2021 αποδεικτικό επιδόσεως δικαστικού επιμελητή του Δικαστηρίου].

4. Επειδή, σύμφωνα με τα οριζόμενα στα εδάφια δεύτερο και τρίτο της παραγράφου 1 του άρθρου 58 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), όπως οι διατάξεις αυτές ισχύουν μετά τη συμπλήρωση και την τροποποίηση του εν λόγω άρθρου, αρχικώς με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213) και ακολούθως με το άρθρο 15 παρ. 3 του ν. 4446/2016 (Α΄ 240), «Η έφεση επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο, με συγκεκριμένους ισχυρισμούς, που περιέχονται στο σχετικό δικόγραφο, ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου [...]».

Όπως συνάγεται από τις ανωτέρω διατάξεις, ο εκκαλών βαρύνεται δικονομικώς με την υποχρέωση, επί ποινή ολικού ή μερικού απαραδέκτου της εφέσεώς του, να τεκμηριώσει για καθέναν από τους προβαλλόμενους λόγους, με ειδικούς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο, είτε ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας επί συγκεκριμένου νομικού ζητήματος δηλαδή επί ζητήματος ερμηνείας διατάξεως νόμου ή γενικής αρχής του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, η οποία είναι κρίσιμη για την επίλυση της ενώπιον του Δικαστηρίου αγομένης διαφοράς είτε ότι οι παραδοχές της εκκαλουμένης επί συγκεκριμένου νομικού ζητήματος, η επίλυση του οποίου ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της οικείας υποθέσεως, έρχονται σε αντίθεση προς παγιωμένη ή πάντως μη ανατραπείσα νομολογία, επί του αυτού νομικού ζητήματος και υπό τους αυτούς όρους αναγκαιότητας για τη διάγνωση των σχετικών υποθέσεων, ενός τουλάχιστον εκ των τριών ανωτάτων δικαστηρίων (ΣτΕ, ΑΠ, ΕλΣ) ή του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου ή προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου (ΣτΕ 1419/2023, 1072/2021, 999/2021, 1278/2019 κ.ά.).

5. Επειδή, όπως βασίμως προβάλλει η εκκαλούσα, για το τιθέμενο με τον μοναδικό λόγο της κρινομένης εφέσεως νομικό ζήτημα, το οποίο αφορά ερμηνεία της διατάξεως του άρθρου 11 παρ. 1 περ. δ΄ υποπερ. i του ν. 4178/2013 [βλ. κατωτέρω], δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Συνεπώς, η κρινόμενη έφεση ασκείται παραδεκτώς από την άποψη αυτή.

6. Επειδή, από την εκκαλούμενη απόφαση και τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: Με την ./6.3.1978 πράξη συμβολαιογράφου Αθηνών συστάθηκε οριζόντια ιδιοκτησία κατ’ ορόφους επί οικοδομής που ευρίσκεται στην οδό . στον Δήμο Παπάγου-Χολαργού Αττικής. Σύμφωνα με την προαναφερθείσα πράξη συστάσεως οριζόντιας ιδιοκτησίας, την ./16.12.1986 δωρεά εν ζωή οριζόντιας ιδιοκτησίας του ιδίου συμβολαιογράφου και την ./22.1.2003 πράξη δηλώσεως αποδοχής κληρονομίας εκ διαθήκης συμβολαιογράφου Αθηνών, η εκκαλούσα φέρεται ως ιδιοκτήτρια ισογείου διαμερίσματος της ανωτέρω οικοδομής, με ποσοστό συνιδιοκτησίας εξ αδιαιρέτου επί του όλου οικοπέδου 178/1000, η Α.Γ. φέρεται ως ιδιοκτήτρια του διαμερίσματος του πρώτου ορόφου, με ποσοστό συνιδιοκτησίας εξ αδιαιρέτου επί του όλου οικοπέδου 253/1000, ο εφεσίβλητος Γ. Τ.. φέρεται ως ιδιοκτήτης διαμερίσματος του δευτέρου και του τρίτου ορόφου, με ποσοστά συνιδιοκτησίας εξ αδιαιρέτου επί του όλου οικοπέδου 261/1000 και 150/1000, αντίστοιχα. Από τις ως άνω πράξεις προκύπτει ότι το δικαίωμα υψούν της εν λόγω οικοδομής ανήκει από κοινού στον εφεσίβλητο Γ. Τ. και στην Α.Γ., στο οποίο δικαίωμα αντιστοιχεί ποσοστό συνιδιοκτησίας εξ αδιαιρέτου επί του όλου οικοπέδου 158/1000.

Στην ως άνω ./6.3.1978 πράξη συστάσεως οριζόντιας ιδιοκτησίας αναγράφεται ότι το ισόγειο διαμέρισμα της εν λόγω οικοδομής, επιφάνειας 127,10 τ.μ., συνορεύει βόρεια με την οδό Βυζαντίου, ανατολικά με την οδό Χ…., νότια με κλιμακοστάσιο, πλατύσκαλο και ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου και δυτικά με κλιμακοστάσιο και ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου. Οι συνιδιοκτήτες της ανωτέρω οικοδομής δεν ρύθμισαν με ειδική συμφωνία (κανονισμό) το δικαίωμα χρήσεως των κοινόκτητων και κοινόχρηστων μερών της οικοδομής. Κατόπιν αιτήσεως της εκκαλούσας, η αυθαίρετη μετατροπή δύο ελευθέρων χώρων της pilotis σε χώρους κύριας χρήσεως της ανωτέρω οικοδομής υπήχθη στις ρυθμίσεις του ν. 3843/2010.

Περαιτέρω, κατόπιν καταγγελιών του εφεσιβλήτου, με τις οποίες δήλωσε ότι ως συνιδιοκτήτης της ανωτέρω οικοδομής δεν συναινεί στην ανωτέρω αυθαίρετη μετατροπή χρήσεως και τις αυθαίρετες κατασκευές, κατά τις διενεργηθείσες στις 6.4.2012 και 29.5.2012 αυτοψίες υπαλλήλων της Υπηρεσίας Δόμησης του Δήμου Αγίας Παρασκευής διαπιστώθηκε, αντιστοίχως, αυθαίρετη επί πλέον επέκταση του υπάρχοντος ισογείου και κατασκευή αποθηκευτικού χώρου καθ’ υπέρβαση της χορηγηθείσης ./1976 οικοδομικής άδειας, καθώς και ότι οι υπαχθείσες στις ρυθμίσεις του ν. 3843/2010 επεκτάσεις του ισογείου διαμερίσματος είχαν καταλάβει κοινόχρηστο τμήμα pilotis, επιβλήθηκαν δε, κατόπιν τούτου, τα προβλεπόμενα πρόστιμα ανεγέρσεως και διατηρήσεως.

Ακολούθως, η εκκαλούσα υπέβαλε την Α/Α ./2011 δήλωση υπαγωγής στις διατάξεις του ν. 4014/2011, η οποία μεταφέρθηκε στον ν. 4178/2013 και εκδόθηκε η Α/Α ./4.8.2014 βεβαίωση περαιώσεως της διαδικασίας υπαγωγής στις ρυθμίσεις του ν. 4178/2013 για αυθαίρετες κατασκευές επί της εν λόγω οικοδομής, κατ’ επέκταση ισογείου διαμερίσματος, συνολικού εμβαδού 38,88 τ.μ. Στην ως άνω Α/Α ./4.8.2014 βεβαίωση περαιώσεως της διαδικασίας υπαγωγής στις ρυθμίσεις του ν. 4178/2013 συμπεριελήφθησαν και οι υπαχθείσες στις ρυθμίσεις του ν. 3843/2010 επεκτάσεις του διαμερίσματος του ισογείου της ανωτέρω οικοδομής οι οποίες είχαν καταλάβει κοινόχρηστο τμήμα pilotis.

Ο εφεσίβλητος Γ. Τ. αμφισβήτησε τη νομιμότητα και των ανωτέρω δηλώσεων ασκώντας προσφυγή ενώπιον του ΣΥΠΟΘΑ, με την οποία προέβαλε ότι οι δηλώσεις αυτές παρανόμως είχαν υποβληθεί μόνο από την εκκαλούσα εφόσον αφορούσαν και αυθαίρετες κατασκευές στον κοινόχρηστο χώρο της οικοδομής (pilotis) και, συνεπώς, έπρεπε να έχουν τη συναίνεση και του ιδίου. Η προσφυγή αυτή απορρίφθηκε με την 15η συν/24.11.2016 απόφαση του Συμβουλίου Πολεοδομικών Θεμάτων και Αμφισβητήσεων Περιφερειακής Ενότητας Βορείου Τομέα Αθηνών της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής με την αιτιολογία ότι, σύμφωνα με το άρθρο 11 παρ. 1δι΄ του ν. 4178/2013, υφίσταται η απαιτούμενη από την ισχύουσα νομοθεσία πλειοψηφία των ψήφων των συνιδιοκτητών του ακινήτου αναλόγως των ποσοστών συνιδιοκτησίας τους. Ειδικότερα, στην πράξη αυτή αναφέρονται τα εξής: «[…] στην περίπτωση που δεν υφίσταται κανονισμός πολυκατοικίας απαιτείται η συναίνεση της πλειοψηφίας των συνιδιοκτητών (άνω των 50%) του ακινήτου, λαμβάνοντας υπόψη τα ποσοστά ιδιοκτησίας των συνιδιοκτητών […] προκύπτει ότι υφίσταται η απαιτούμενη από την ισχύουσα νομοθεσία πλειοψηφία των ψήφων των συνιδιοκτητών του ακινήτου ανάλογα με τα ποσοστά συνιδιοκτησίας τους». Κατά της πράξεως αυτής ο εφεσίβλητος άσκησε αίτηση ακυρώσεως, η οποία έγινε δεκτή με την εκκαλουμένη 2791/2019 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.

7. Επειδή, το δικάσαν δικαστήριο με βάση τα προαναφερθέντα στοιχεία του φακέλου και εν όψει όσων έκανε δεκτά ως προς την έννοια των διατάξεων των άρθρων 11 παρ. 1 περ. δ΄ υποπερ. i και ii του ν. 4178/2013, 1 παρ. 1,2 παρ. 1 και 3,3 παρ. 1 και 2, 4 παρ. 1,5 και 13 παρ. 1 και 2 του ν. 3741/1929 «Περί ιδιοκτησίας κατ’ ορόφους» (Α΄ 4) και 1002 και 1117 του Αστικού Κώδικα, έκρινε (σκ. 11), ειδικότερα, τα εξής: «[...] εφόσον οι επίδικες αυθαίρετες κατασκευές έγιναν σε κοινόχρηστους χώρους του ισογείου της ανωτέρω οικοδομής και οι συνιδιοκτήτες της εν λόγω οικοδομής δεν ρύθμισαν με κανονισμό το δικαίωμα χρήσεως των κοινόκτητων και κοινόχρηστων μερών της οικοδομής, για την υπαγωγή των επίδικων αυθαίρετων κατασκευών στον ν. 4178/2013, απαιτείτο η συναίνεση όλων των συνιδιοκτητών της ανωτέρω οικοδομής, και όχι μόνο της πλειοψηφίας των συνιδιοκτητών του ακινήτου ανάλογα με τα ποσοστά συνιδιοκτησίας τους, διότι η ανέγερση των επίδικων αυθαίρετων κατασκευών σε κοινόχρηστους χώρους του ισογείου της ανωτέρω οικοδομής παρεμποδίζει τη σύγχρηση των κοινόχρηστων χώρων αυτών εκ μέρους των λοιπών οροφοκτητών, στους οποίους συμπεριλαμβάνεται και ο αιτών. Για το λόγο αυτό, βασίμως προβαλλόμενο, η προσβαλλόμενη απόφαση του ΣΥ.ΠΟ.ΘΑ είναι πλημμελώς αιτιολογημένη και πρέπει να ακυρωθεί κατά το μέρος που απορρίφθηκε η προσφυγή του αιτούντος κατά της δήλωσης υπαγωγής της παρεμβαίνουσας στο ν. 4014/2011, όπως αυτή μεταφέρθηκε στο ν. 4178/2013 για τη νομιμοποίηση των επίδικων αυθαίρετων κατασκευών».

Με τις σκέψεις αυτές το δικάσαν δικαστήριο έκανε δεκτή την αίτηση ακυρώσεως του ήδη εφεσιβλήτου και ακύρωσε την προαναφερθείσα .η συν/24.11.2016 (θέμα 2ο) απόφαση του ΣΥΠΟΘΑ ΠΕ Βορείου Τομέα Αθηνών της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής, κατά το μέρος που με αυτήν απορρίφθηκε προσφυγή του εφεσιβλήτου κατά της δηλώσεως υπαγωγής της εκκαλούσας στον ν. 4014/2011, όπως αυτή μεταφέρθηκε στον ν. 4178/2013 για τη νομιμοποίηση των ως άνω αυθαίρετων κατασκευών.

8. Επειδή, μετά τη δημοσίευση της εκκαλουμένης η Υπηρεσία Δόμησης του Δήμου Αγίας Παρασκευής λαμβάνοντας υπόψη την αιτιολογία και το ακυρωτικό αποτέλεσμα της εν λόγω δικαστικής αποφάσεως, με την ./28.1.2020 πράξη της ανακάλεσε την με Α/Α ./2014 δήλωση του ν. 4178/2013 και την ./2011 δήλωση του ν. 4014/2011, καθώς και την σχετική βεβαίωση περαιώσεως. Στη συνέχεια, η εκκαλούσα υπέβαλε την Α/Α . δήλωση υπαγωγής στις διατάξεις του νεότερου ν. 4495/2017, εκδόθηκε δε η Α/Α ./αρ. πρωτ. ./7.5.2020 βεβαίωση περαιώσεως της διαδικασίας υπαγωγής στις ρυθμίσεις του ν. 4495/2017 για τις προαναφερθείσες αυθαίρετες κατασκευές, συνολικού εμβαδού 38,88 τ.μ. Ακολούθως, η ως άνω Α/Α ./αρ. πρωτ. ./7.5.2020 βεβαίωση περαιώσεως της διαδικασίας υπαγωγής στις ρυθμίσεις του ν. 4495/2017, ανακλήθηκε με την 2427/19.4.2021 απόφαση της Υπηρεσίας Δόμησης του Δήμου Αγίας Παρασκευής με την αιτιολογία ότι «δεν υπάρχει η συναίνεση των λοιπών συνιδιοκτητών».

Τέλος, η τελευταία αυτή πράξη ανακλήθηκε με την ./8.10.2021 απόφαση της ιδίας υπηρεσίας, επανήλθε δε σε ισχύ η με Α/Α ./2020 δήλωση υπαγωγής των αυθαιρέτων κατασκευών της εκκαλούσας στον ν. 4495/2017. Στην εν λόγω πράξη με θέμα «αποτέλεσμα αυτοψίας-ανάκληση εγγράφου» αναφέρονται τα εξής:«[...] μετά την διενέργεια αυτοψίας στην επίμαχη οικοδομή στις 25/08/2021, και λαμβάνοντας υπόψη την ./06-03-1978 σύσταση οριζοντίου ιδιοκτησίας του ανωτέρω ακινήτου, διαπιστώθηκε ότι η με Α/Α ./2020 Δήλωση του Ν. 4495/2017 πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 98 παρ. 9 του ίδιου νόμου και η υφιστάμενη κατάσταση ήταν σύμφωνη με τις υπ’ αρ. 5358/20.06.1963 άδεια προσθήκης του Α.Ο.Ο.Α., την υπ’ αρ. ./76 οικοδομική άδεια, καθώς και την ανωτέρω Δήλωση Ν.4495/2017».

9. Επειδή, ο εφεσίβλητος επικαλείται με το κατατεθέν στις 8.2.2022 υπόμνημά του, εντός της χορηγηθείσης από την Πρόεδρο προθεσμίας, την δήλωση εντάξεως των επίδικων αυθαιρέτων κατασκευών στις διατάξεις του ν. 4495/2017 (Α΄ 167) και ισχυρίζεται ότι η προκείμενη δίκη στερείται αντικειμένου και πρέπει να καταργηθεί εφόσον οι κατασκευές έχουν νομιμοποιηθεί με την υπαγωγή τους στις ανωτέρω διατάξεις του νεότερου αυτού νόμου, επικαλείται δε τις αποφάσεις 2252/2022 του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών και 54/2018 του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ο ισχυρισμός αυτός είναι αβάσιμος προεχόντως διότι οι διατάξεις του ν. 4495/2017, με τις οποίες προβλέπεται, μεταξύ άλλων, η δυνατότητα να ενταχθούν αυθαίρετες κατασκευές, ήδη υπαχθείσες στη ρύθμιση του ν. 4178/2013, στη νέα ρύθμιση του νόμου αυτού μέσω μίας διαδικασίας ηλεκτρονικής μεταφοράς των στοιχείων της δηλώσεως του ν.4178/2013 σε νέα δήλωση, δεν καταλαμβάνουν διαφορές που αφορούν την ανέγερση αυθαιρέτων κατασκευών χωρίς οικοδομική άδεια, εφόσον, όπως συμβαίνει στην επίδικη περίπτωση, έχει εκδοθεί επ’ αυτών δικαστική απόφαση.

Τούτο δε διότι, σε αντίθετη περίπτωση, θα συνέτρεχε παραβίαση του άρθρου 20 του Συντάγματος, με το οποίο κατοχυρώνεται το δικαίωμα σε παροχή έννομης προστασίας καθώς και του άρθρου 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), [η οποία κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 (Α΄ 256) και οι διατάξεις της αποδόθηκαν στη δημοτική γλώσσα με το π.δ. 76/2022 (Α΄ 205)], με το οποίο θεσπίζεται η αρχή της νομιμότητας και της δίκαιης δίκης (πρβλ. ΣτΕ 4494/2015 σκ. 6, 1858/2015 Ολομ. σκ. 26). Με τα δεδομένα αυτά, η δίκη διατηρεί το αντικείμενό της, η κρινόμενη δε έφεση, η οποία ασκείται εμπροθέσμως και εν γένει παραδεκτώς, πρέπει να εξετασθεί επί της ουσίας.

10. Επειδή, με τον μοναδικό λόγο εφέσεως, η οποία όπως ήδη αναφέρθηκε ασκείται παραδεκτώς [βλ. ανωτ. σκ. 5], προβάλλεται ότι το δικάσαν δικαστήριο, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 11 παρ. 1 περ. δ΄ υποπερ. i του ν. 4178/2013, έκρινε ότι για την υποβολή δηλώσεως υπαγωγής στις ρυθμίσεις του νόμου αυτού που αφορά σε κοινόχρηστους ή κοινόκτητους χώρους απαιτείται η συναίνεση όλων των συνιδιοκτητών της επίδικης οικοδομής και όχι μόνον της πλειοψηφίας των συνιδιοκτητών του ακινήτου αναλόγως των ποσοστών συνιδιοκτησίας τους παρά το περί του αντιθέτου σαφές γράμμα της προαναφερθείσης διατάξεως. Οίκοθεν, δε, νοείται ότι η εξέταση της βασιμότητας του λόγου αυτού προϋποθέτει την ερμηνεία της εφαρμοστέας στην προκείμενη υπόθεση ανωτέρω διατάξεως του άρθρου 11 του ν. 4178/2013, καθώς και τον αυτεπάγγελτο έλεγχο της συνταγματικότητάς της, δεδομένου ότι, σύμφωνα με το άρθρο 93 παρ. 4 του Συντάγματος, τα δικαστήρια οφείλουν να μην εφαρμόζουν νόμο, το περιεχόμενο του οποίου αντίκειται στο Σύνταγμα.

11. Επειδή, κατά το άρθρο 1002 του Αστικού Κώδικα, «Κυριότης χωριστή επί ορόφου οικοδομής ή διαμερίσματος ορόφου δύναται να συσταθή μόνον διά δικαιοπραξίας του κυρίου του όλου ακινήτου ...», κατά δε το άρθρο 1117 του Κώδικα αυτού, «Επί οικοδομής, ο κύριος ορόφου ή διαμερίσματος τούτου είναι αυτοδικαίως συγκύριος εξ αδιαιρέτου κατ’ ανάλογον μερίδα επί των μερών του όλου ακινήτου, άτινα χρησιμεύουσιν εις κοινήν και των λοιπών κυρίων χρήσιν, ως είναι ιδία το έδαφος, τα θεμέλια, οι πρωτότοιχοι, η στέγη, η αυλή».

Περαιτέρω, στο άρθρο 1 του ν. 3741/1929 «Περί ιδιοκτησίας κατ’ ορόφους» (Α΄ 4), ο οποίος διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα δυνάμει του άρθρου 54 του Εισαγωγικού Νόμου αυτού, ορίζονται τα εξής: «1. Αναγνωρίζεται η διηρημένη κατ’ ορόφους ή μέρη αυτών ιδιοκτησία επί του αυτού οικοδομήματος», στο άρθρο 2 «1. Αδιαίρετος είναι η ιδιοκτησία επί του εδάφους, των θεμελίων, των πρωτοτοίχων, της στέγης, των καπνοδόχων, των αυλών [...] εγκαταστάσεων κεντρικής θερμάνσεως και παντός άλλου πράγματος χρησιμεύοντος προς κοινήν των ιδιοκτητών χρήσιν. 2. [...] 3. Αγωγή προς διαίρεσιν των αδιαιρέτων ως άνω πραγμάτων επιτρέπεται μόνον μετά πλήρη καταστροφήν του οικοδομήματος [...]», στο άρθρο 3 «1. Ο ιδιοκτήτης εκάστου ορόφου ή μέρους αυτού έχει πάντα τα εις τον κύριον ανήκοντα δικαιώματα, εφ’ όσον η άσκησις αυτών δεν παραβλάπτει την χρήσιν των άλλων ιδιοκτητών ή δεν μειοί την ασφάλειαν αυτών ή του οικοδομήματος. 2. Υπό τους αυτούς όρους δύναται να επιχειρήση μεταβολάς ή προσθήκας επί των αδιαιρέτως κοινών μερών του οικοδομήματος», στο άρθρο 4 «1. Επιτρέπεται εις τους συνιδιοκτήτας ίνα δι’ ιδιαιτέρας συμφωνίας, εις ην είναι απαραίτητος η κοινή πάντων συναίνεσις, κανονίσωσι τα της συνιδιοκτησίας δικαιώματα και υποχρεώσεις, να καθορίσωσι γενικαί συνελεύσεις και να δώσωσιν εις καθωρισμένην πλειοψηφίαν, δυναμένην να μεταβληθή αναλόγως της σοβαρότητος των ληφθησομένων αποφάσεων, το δικαίωμα να λαμβάνη εν τω κοινώ συμφέροντι πάσαν απόφασιν σχετικήν με την συντήρησιν, βελτίωσιν και χρήσιν των κοινών μερών της οικίας [...]», στο άρθρο 5 «Εν ελλείψει πάσης μεταξύ των συνιδιοκτητών συμφωνίας ως προς τα δικαιώματα και τας υποχρεώσεις αυτών περί των κοινών πραγμάτων, κρατούσι τα εξής: (α) Έκαστος των συνιδιοκτητών δικαιούται να ποιήται απόλυτον χρήσιν των κοινών πραγμάτων και να προβαίνη εις την επισκευήν και ανανέωσιν αυτών, υπό τον όρον να μη βλάπτη τα δικαιώματα των λοιπών συνιδιοκτητών μηδέ να μεταβάλλη τον συνήθη προορισμόν αυτών, (β) Έκαστος των συνιδιοκτητών υποχρεούται να συνεισφέρη εις τα κοινά βάρη [...] (γ) Κοινά βάρη θεωρούνται [...]» και στο άρθρο 13 «1. Πάσα σύμβασις κανονίζουσα ή μεταβάλλουσα τα αμοιβαία δικαιώματα και υποχρεώσεις των ιδιοκτητών γίνεται δια συμβολαιογραφικού εγγράφου και καταχωρίζεται εις το βιβλίον μεταγραφών. 2. Η καταχώρησις γίνεται εις το περιθώριον των μεταγραφών του τίτλου ιδιοκτησίας [...]».

12. Επειδή, όπως έχει κριθεί, από το συνδυασμό των προαναφερθεισών διατάξεων και των διατάξεων περί κοινωνίας του Αστικού Κώδικα (άρθρα 785 και 787) προκύπτει ότι κάθε ιδιοκτήτης ορόφου ή διαμερίσματος οικοδομής, για την οποία έχει συσταθεί εγκύρως οριζόντια ιδιοκτησία, δικαιούται, λόγω της αναγκαίας συγκυριότητας του επί των κοινόχρηστων μερών της οικοδομής, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και ο ακάλυπτος χώρος του οικοπέδου, να κάνει απόλυτη χρήση τούτων και να προβαίνει στην επισκευή και ανανέωση αυτών, αρκεί να μη βλάπτει τα αντίστοιχα δικαιώματα των λοιπών συνιδιοκτητών και να μην μεταβάλλει τον συνήθη προορισμό των μερών αυτών. Μπορεί, επίσης, με συμφωνία όλων των συνιδιοκτητών, η οποία πρέπει να καταρτισθεί με συμβολαιογραφικό έγγραφο και να μεταγραφεί, να παραχωρηθεί η αποκλειστική χρήση κοινόκτητων και κοινόχρηστων μερών της οικοδομής σε έναν ή και περισσότερους από τους συνιδιοκτήτες, με αντίστοιχο αποκλεισμό των άλλων (ΑΠ 603/2010, πρβλ. και ΣτΕ 4762/2014 7μ., 2271/2022).

Όμως, το με τέτοια συμφωνία παρεχόμενο σε συνιδιοκτήτη δικαίωμα αποκλειστικής χρήσεως κοινόχρηστου πράγματος δεν περιέχει και εξουσία άρσεως του προβλεπόμενου προορισμού του, αλλά η παραχώρηση αυτή και η αντίστοιχη χρήση θα γίνεται για τον προορισμό που το τμήμα αυτό από τη φύση του έχει και προκύπτει από τις λειτουργικές χρησιμότητες του οικοδομήματος που ορίζονται από τον κανονισμό, την τοποθεσία του ακινήτου και τις τακτικές συνήθειες της περιοχής (ΑΠ 603/2010). Αν και πότε θίγονται τα δικαιώματα των λοιπών συνιδιοκτητών ή υπάρχει μεταβολή του συνήθους προορισμού των κοινών μερών με τη χρήση τους από ορισμένους συνιδιοκτήτες, κρίνεται, κατά περίπτωση, με βάση τις συγκεκριμένες συνθήκες και στο πλαίσιο του γενικότερου συμφέροντος της ομαλής λειτουργίας της σχέσεως της οροφοκτησίας.

Ειδικότερα, βλαπτική για τα δικαιώματα των λοιπών συνιδιοκτητών είναι η χρήση που εμποδίζει ή δυσχεραίνει υπερμέτρως αυτούς στη χρήση των οριζόντιων ιδιοκτησιών τους ή και στη σύγχρηση των κοινών μερών, ενώ μεταβολή του συνήθους προορισμού προκαλείται όταν η συγκεκριμένη χρήση αλλοιώνει τον προορισμό των κοινών μερών, που ορίζεται με δικαιοπρακτική ρύθμιση ή, σε περίπτωση ελλείψεώς της, προκύπτει από τη φύση των πραγμάτων και τον σκοπό που αυτά υπηρετούν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας στη λειτουργία της οροφοκτησίας, καθώς και από τις συνθήκες της συγκεκριμένης περιπτώσεως (ΑΠ 442/2019. Πρβλ. ΑΠ 505/2022, 386/2021, 70/2019,1300/2014).

Η εφαρμογή των κανόνων αυτών, αναγόμενη στις ρυθμιζόμενες από το ιδιωτικό δίκαιο σχέσεις των συνιδιοκτητών, εμπίπτει στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων (ΣτΕ 2030/2023 πρβλ. ΑΠ 463/2021, 386/2021, 70/2019, 43/2016 κ.ά.), δεν αποκλείεται, όμως, να εκφέρουν παρεμπίπτουσα κρίση επ’ αυτών και διοικητικά όργανα, εφόσον αυτό είναι αναγκαίο για την άσκηση της αρμοδιότητάς τους (ΣτΕ 2030/2023, πρβλ. ΣτΕ 3733/2015).

13. Επειδή, περαιτέρω, τα θέματα της αυθαίρετης δομήσεως επιχειρήθηκε να ρυθμισθούν με διατάξεις του ν. 4014/2011 «Περιβαλλοντική αδειοδότηση έργων και δραστηριοτήτων, ρύθμιση αυθαιρέτων σε συνάρτηση με δημιουργία περιβαλλοντικού ισοζυγίου και άλλες διατάξεις αρμοδιότητας Υπουργείου Περιβάλλοντος» (Α΄ 209/21.9.2011). Με τις 3341/2013, 1118/2014 και 1119/2014 αποφάσεις της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε ότι οι σχετικές διατάξεις αντίκεινται στο Σύνταγμα. Ειδικότερα, κρίθηκε ότι οι ρυθμίσεις του άρθρου 24 του ν. 4014/2011, με τις οποίες επιτράπηκε κατ’ ουσίαν η επί μακρόν διατήρηση κατασκευών που παραβιάζουν τις εκάστοτε ισχύουσες πολεοδομικές διατάξεις, εφαρμοζομένου του μέτρου αυτού και σε κατασκευές μεταγενέστερες του ν. 1337/1983, είναι αντίθετες στις επιταγές που απορρέουν από το άρθρο 24 παρ. 2 του Συντάγματος. Ακολούθως, τα θέματα της αυθαίρετης δομήσεως ρυθμίστηκαν εκ νέου με τον ν. 4178/2013 «Αντιμετώπιση της Αυθαίρετης Δόμησης – Περιβαλλοντικό Ισοζύγιο και άλλες διατάξεις» (Α΄ 174).

Με τον νόμο αυτό επανεισήχθη το πρότυπο των ρυθμίσεων που είχαν επιχειρηθεί με τον ν. 4014/2011 με προσθήκες νέων ρυθμίσεων (όπως η κατηγοριοποίηση των αυθαιρεσιών με το άρθρο 8, από την οποία συναρτάται η χορήγηση εξαιρέσεως ή αναστολής από την κατεδάφιση) και διαφοροποιήσεις, είτε επί το επιεικέστερο [όπως, άρθρα 1 (παρ. 2, περ. ζ), 2 (παρ. 2 περ. α, δ, ζ, η, ι, ιστ), 3 (παρ. 9, 10, 11)], είτε επί το αυστηρότερο [όπως, άρθρο 7 παρ. 2 για την απόδειξη χρόνου κατασκευής με βάση εισηγμένες στο ηλεκτρονικό σύστημα αεροφωτογραφίες της 28.7.2011] για τις αυθαίρετες κατασκευές ή χρήσεις. Με την απόφαση 1858/2015 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε ότι οι ρυθμίσεις του ν. 4178/2013, με τις οποίες τα ακίνητα, αναλόγως της κατηγορίας του αυθαιρέτου, νομιμοποιούνται ή εξαιρούνται οριστικά από την κατεδάφιση ή διαφορετικά ρυθμίζονται για 30 χρόνια (άρθρα 7, 8), εφόσον δεν περιλαμβάνονται σε περιοχές που χρήζουν ειδικής προστασίας ή προστατεύονται από ειδικές διατάξεις (άρθρο 2) είναι συνταγματικώς ανεκτές.

14. Επειδή, ειδικότερα, στο άρθρο 11 του προαναφερθέντος ν. 4178/2013 ορίζονται τα εξής: «Εξουσιοδοτημένος Μηχανικός εισάγει στο πληροφοριακό σύστημα του παρόντος όλα τα στοιχεία και δικαιολογητικά που αφορούν την αυθαίρετη κατασκευή ή την αυθαίρετη αλλαγή χρήσης συμπληρώνοντας τα φύλλα καταγραφής κατά το Παράρτημα Α του παρόντος νόμου και σύμφωνα με τις ρυθμίσεις των επομένων άρθρων.

Η υπαγωγή στις διατάξεις του παρόντος νόμου συνοδεύεται από τα εξής δικαιολογητικά, τα οποία φυλάσσει ο ιδιοκτήτης μετά την εισαγωγή τους στο πληροφοριακό σύστημα: 1. Αίτηση. Σε κάθε οικόπεδο ή γήπεδο η διαδικασία υπαγωγής αυθαιρέτων κατασκευών ή αυθαίρετης αλλαγής χρήσης στις διατάξεις του παρόντος μπορεί, κατ’ επιλογή του ιδιοκτήτη, να γίνεται είτε με μία αίτηση υπαγωγής για το σύνολο των αυθαιρέτων κατασκευών ή χρήσεων είτε με περισσότερες αιτήσεις για κάθε μεμονωμένο αυτοτελή χώρο οριζόντιας ή κάθετης ιδιοκτησίας, που αποτελεί αντικείμενο μεταβίβασης. Την αίτηση υποβάλλει: α) [...] δ) ο συνιδιοκτήτης: i) Επί αυθαιρέτων κατασκευών ή αυθαιρέτων αλλαγών χρήσης επί κοινοχρήστων χώρων ακινήτου, στο οποίο έχει συσταθεί οριζόντιος ή κάθετος ιδιοκτησία μετά από απόφαση της πλειοψηφίας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στον κανονισμό της οροφοκτησίας, άλλως με απλή πλειοψηφία. ii) Επί αυθαιρέτων κατασκευών ή αυθαιρέτων αλλαγών χρήσης που έχουν εκτελεστεί ή εγκατασταθεί σε οριζόντια ή κάθετη συνιδιοκτησία και εντός τμημάτων αποκλειστικής χρήσης αυτών, χωρίς να απαιτείται η συναίνεση του ετέρου συνιδιοκτήτη [...]».

Εξάλλου, κατά το άρθρο 242 του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας [ΚΒΠΝ], που κυρώθηκε με το π.δ. της 14-27.7.1999 (Δ΄ 580), κοινής χρήσεως χώροι του κτηρίου και του οικοπέδου «είναι οι χώροι που προορίζονται για χρήση από όλους τους ενοίκους του κτηρίου» (παρ. 22), υποχρεωτικός ακάλυπτος χώρος του οικοπέδου δε «είναι ο χώρος που αφήνεται ακάλυπτος για να μην υπάρχει υπέρβαση του ποσοστού κάλυψης ή του συντελεστή δόμησης που ισχύει στην περιοχή» (παρ. 29) [βλ. άρθρο 2 παρ. 22 και 29 του ν. 1577/1985 (Α΄ 210)]. Τέλος, κατά το άρθρο 2 του ισχύοντος πλέον Νέου Οικοδομικού Κανονισμού [ν. 4067/2012 (Α’ 79/9.4.2012)] ακάλυπτος χώρος του οικοπέδου «είναι ο χώρος του οικοπέδου, που δεν δομείται. Περιλαμβάνει τον υποχρεωτικά ακάλυπτο και προαιρετικούς ακάλυπτους. α. Υποχρεωτικός ακάλυπτος χώρος του οικοπέδου είναι ο χώρος, που δεν δομείται και παραμένει ακάλυπτος λόγω εφαρμογής του ρυμοτομικού σχεδίου, τήρησης των υποχρεωτικών αποστάσεων από τα όρια του οικοπέδου, προκειμένου να μην υπάρχει υπέρβαση της επιτρεπόμενης κάλυψης της περιοχής. β. Προαιρετικός ακάλυπτος χώρος του οικοπέδου είναι αυτός, που αφήνεται αδόμητος πέραν του υποχρεωτικώς ακαλύπτου» (παρ. 3).

15. Επειδή, ως προς τη συνταγματικότητα της ανωτέρω διατάξεως του άρθρου 11 παράγραφος 1 περίπτωση δ΄ υποπερίπτωση i του ν. 4178/2013, το Τμήμα, ομοφώνως δέχθηκε τα ακόλουθα: Με τη διάταξη αυτή, κάθε αυθαίρετη κατασκευή που καταλαμβάνει κοινόχρηστο χώρο ακινήτου, κείμενη οπουδήποτε στην επικράτεια, εξαιρείται της κατεδαφίσεως υποχρεωτικώς, με την υποβολή δηλώσεως από τον ενδιαφερόμενο, χωρίς να ερευνάται εάν αντίκειται στους ισχύοντες όρους και περιορισμούς δομήσεως του οικείου ρυμοτομικού σχεδίου και αν υπάρχει υπέρβαση της επιτρεπόμενης καλύψεως της περιοχής.

Η γενόμενη δια της παρατεθείσης διατάξεως ρύθμιση, και μάλιστα με απλή πλειοψηφία των συνιδιοκτητών, κατά το μέρος που αφορά κοινόχρηστους χώρους στον υποχρεωτικώς ακάλυπτο χώρο του ακινήτου, ο οποίος, κατά τις σχετικές πολεοδομικές διατάξεις, παραμένει αδόμητος λόγω εφαρμογής του οικείου ρυμοτομικού σχεδίου προκειμένου να μην υπάρχει υπέρβαση της επιτρεπόμενης καλύψεως της περιοχής, προσκρούει, κατά βάση, στο άρθρο 24 του Συντάγματος διότι έχει ως συνέπεια να ανατρέπεται, και σε κάθε περίπτωση να νοθεύεται, ο επιβαλλόμενος από το άρθρο 24 του Συντάγματος ορθολογικός πολεοδομικός σχεδιασμός, και να επέρχεται αλλοίωση της λειτουργικότητας των οικισμών και επιδείνωση των όρων διαβιώσεως των κατοίκων, δεδομένου ότι η αναστολή αυτή επέρχεται με μόνη την υποβολή αιτήσεως του ενδιαφερομένου και των σχετικών δικαιολογητικών και την καταβολή του οριζόμενου στον νόμο ποσού ειδικού προστίμου, χωρίς ειδική για κάθε αυθαίρετο κρίση αρμόδιου οργάνου της διοικήσεως, ύστερα από εκτίμηση πολεοδομικών και κτιριολογικών κριτηρίων, που σχετίζονται με το μέγεθος, τη χρήση, το είδος και τη σημασία της αυθαίρετης κατασκευής, καθώς και με τις επιπτώσεις της στον χώρο που την περιβάλλει, τη συνολική δηλαδή επιβάρυνση της περιοχής.

Η επίμαχη ρύθμιση, πέραν της αντιθέσεώς της στο άρθρο 24 του Συντάγματος, σύμφωνα με τα ανωτέρω, αντίκειται επίσης, αφενός στις συνταγματικές αρχές του κράτους δικαίου (άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος) και του σεβασμού και προστασίας της αξίας του ανθρώπου (άρθρο 2 παρ. 1 Συντάγματος), αφετέρου δε στη συνταγματική αρχή της ισότητας (άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος). Ειδικότερα, αντιβαίνει στις συνταγματικές αρχές του κράτους δικαίου και του σεβασμού και προστασίας της αξίας του ανθρώπου, εφόσον θεμελιώδης επιδίωξη του Κράτους δικαίου είναι η πραγμάτωση του Δικαίου στην Πολιτεία, που πρωτίστως επιτυγχάνεται με τη διαφύλαξη του κύρους του νόμου.

Η επιδίωξη αυτή επιτελείται, μεταξύ άλλων, με τη θέσπιση πάγιων διατάξεων που ρυθμίζουν την ατομική και κοινωνική δραστηριότητα των πολιτών οι οποίοι, βάσει των κανόνων αυτών και μέσα στα πλαίσια της ρυθμίσεώς τους, ασκούν τα συνταγματικώς κατοχυρωμένα ατομικά και κοινωνικά τους δικαιώματα και μετέχουν στην οικονομική και κοινωνική ζωή της χώρας (άρθρο 5 παρ. 1 Συντάγματος). Εξάλλου, ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου, που αποτελούν πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας, επιβάλλουν στο Κράτος την υποχρέωση να εγγυάται υπέρ των πολιτών την πιστή εφαρμογή των νόμων, να προασπίζει τα νομίμως και όχι τα παρανόμως κτηθέντα από τους πολίτες αγαθά καθώς και να σέβεται και να προάγει με κάθε πρόσφορο μέσο την εμπιστοσύνη των πολιτών στο νόμο και την έννομη τάξη, την ύπαρξη και τη διατήρηση της οποίας εγγυάται η αποτελεσματική λειτουργία των κρατικών υπηρεσιών επιβολής και εφαρμογής του νόμου.

Στη δε συνταγματική αρχή της ισότητας αντιβαίνει, διότι θέτει σε μειονεκτική μοίρα, έναντι εκείνων των οποίων οι ανεγερθείσες ή διαρρυθμισθείσες οικοδομές είναι αυθαίρετες λόγω παραβιάσεως των ισχυόντων όρων δομήσεως και χρήσεων γης, αλλά εν τούτοις εξαιρούνται από την κατεδάφιση, τους νομοταγείς πολίτες που έχουν ιδιοκτησία στην ίδια περιοχή και οι οποίοι, μολονότι ενήργησαν κατά την ανέγερση ή διαρρύθμιση της οικοδομής τους μέσα στα πλαίσια των δυνατοτήτων τις οποίες παρείχαν οι νόμοι, θα υφίστανται του λοιπού εις το διηνεκές τις δυσμενείς πολεοδομικές συνέπειες των αυθαίρετων κατασκευών των γειτόνων τους οι οποίες, αν και επιβαρύνουν τους όρους διαβιώσεως, διαφεύγουν την κατεδάφισή τους (πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 3341/2013, 1119/2014, 1118/2014, 3921/2010, 3500/2009. Πρβλ. επίσης ΠΕ 585/1978).

16. Επειδή, η κρίση του διοικητικού εφετείου που εκτίθεται στη σκέψη 7, ανεξαρτήτως των ειδικότερων αιτιολογιών της, είναι ορθή, δεδομένου ότι η προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 11 παράγραφος 1 περίπτωση δ΄ υποπερίπτωση i του ν. 4178/2013, κατ’ επίκληση της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη με την αίτηση ακυρώσεως πράξη, είναι ανίσχυρη λόγω αντιθέσεώς της προς το Σύνταγμα, κατά τα γενόμενα δεκτά στην προηγούμενη σκέψη. Συνεπώς η κρινόμενη έφεση θα έπρεπε να απορριφθεί.

Εν όψει, όμως του ότι το ζήτημα της συνταγματικότητας της ανωτέρω διατάξεως δεν έχει κριθεί με προηγούμενη απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, το Τμήμα κρίνει ότι η επίλυση του εν λόγω ζητήματος πρέπει, κατ’ άρθρο 100 παρ. 5 του Συντάγματος, να παραπεμφθεί στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, να ορισθεί δε ενώπιόν της ως εισηγητής ο Σύμβουλος Δ. Βασιλειάδης.

Διά ταύτα

Απορρίπτει όσα κρίθηκαν απορριπτέα.

Απέχει να αποφανθεί οριστικώς.

Παραπέμπει στην Ολομέλεια προς επίλυση το εκτιθέμενο στο αιτιολογικό ζήτημα.

Ορίζει εισηγητή ενώπιον της Ολομελείας τον Σύμβουλο Δ. Βασιλειάδη.

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 10 Φεβρουαρίου 2023

Η Πρόεδρος του Ε΄ Τμήματος                                      Η Γραμματέας

Μαργαρίτα Γκορτζολίδου                                             Μαρία Μάσσια

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 17ης Ιανουαρίου 2024.

Ο Προεδρεύων Αντιπρόεδρος                                       Η Γραμματέας

Χρήστος Ντουχάνης                                                    Ειρήνη Κανάκη