Συνθετη Αναζητηση Νομοθεσιας - Νομολογιας

Νομοθεσία

Α.Π. 898/2025 (Β1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) ΠΑΡΑΠΟΜΠΗ ΣΤΗΝ ΤΑΚΤΙΚΗ ΟλΑΠ. ΚΥΡΟΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΕΜΜΙΣΘΗΣ ΕΝΤΟΛΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ - ΕΛΛΕΙΨΗ ΕΓΓΡΑΦΟΥ ΤΥΠΟΥ

 

Α.Π. 898/2025 (Β1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)


ΠΑΡΑΠΟΜΠΗ ΣΤΗΝ ΤΑΚΤΙΚΗ ΟλΑΠ. ΚΥΡΟΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΕΜΜΙΣΘΗΣ ΕΝΤΟΛΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ - ΕΛΛΕΙΨΗ ΕΓΓΡΑΦΟΥ ΤΥΠΟΥ – ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ - ΜΗΝΙΑΙΕΣ ΤΑΚΤΙΚΕΣ ΑΠΟΔΟΧΕΣ ΥΠΕΡΗΜΕΡΙΑΣ. Το Εφετείο με το να δεχθεί ότι καταρτίστηκε σύμβαση έμμισθης εντολής μεταξύ αναιρεσείουσας και αναιρεσιβλήτου χωρίς, για την κατάρτιση αυτή, να συνταγεί οποιοδήποτε έγγραφο μεταξύ των μερών, ούτε να έχει προηγηθεί έγγραφη πρόταση της αναιρεσείουσας προς τον αναιρεσίβλητο, και ότι η μη τήρηση εγγράφου τύπου για την κατάρτισή της δεν επάγεται ακυρότητα της σύμβασης αυτής και ακολούθως να κρίνει ότι η αναιρεσείουσα οφείλει στον αναιρεσίβλητο αποζημίωση λόγω της καταγγελίας της σύμβασης έμμισθης εντολής και μηνιαίες τακτικές αποδοχές υπερημερίας λόγω της υπερημερίας της αναιρεσείουσας από την μη καταβολή στον αναιρεσίβλητο της ως άνω αποζημίωσης, έσφαλε, αφού η εν λόγω σύμβαση, ως σύμβαση έμμισθης εντολής με πάγια αντιμισθία, ήταν άκυρη λόγω έλλειψης εγγράφου τύπου, ακυρότητα που έχει ως συνέπεια να οφείλεται μεν αποζημίωση λόγω της καταγγελίας αυτής, να μην οφείλεται όμως στον αναιρεσίβλητο, λόγω της μη καταβολής της από την αναιρεσείουσα, της συμφωνημένης αμοιβής (ως παροχή ex lege) μέχρι την καταβολή αυτής (αποζημίωσης). Μειοψηφία. Παραπέμπει στην Τακτική ΟλΑΠ [42, 43 παρ.1, 46 παρ.3, 4 ν. 4194/2013, 158, 159, 174, 180 Α.Κ., 27 παρ. 2 ν. 4938/2022]


Αριθμός 898/2025

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β1' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές, Αριστείδη Βαγγελάτο, Προεδρεύοντα Αντιπρόεδρο (σύμφωνα με την 1/2025 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου), Ελπίδα Σιμιτοπούλου, Μαρία-Μάριον Δερεχάνη, Βάϊα Ζαρχανή και Παρασκευή Γρίβα, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του, την 4 Μαρτίου 2025, με την παρουσία και της Γραμματέως Ε. Τ., για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:

Της αναιρεσείουσας: ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία "ATTICA BANK ΑΝΩΝΥΜΗ ΤΡΑΠΕΖΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ" και δ.τ. "ATTICA BANK" όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εδρεύει στην Αθήνα και παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου Ιωάννη Πίκουλα, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.

Του αναιρεσίβλητου: Ι. Μ. του Κ., κατοίκου ..., που παραστάθηκε αυτοπροσώπως λόγω της δικηγορικής της ιδιότητας και κατέθεσε προτάσεις.

Προσθέτως παρεμβαίνων υπέρ του αναιρεσίβλητου: το Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία "Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών" που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Παναγιώτη Νικολόπουλου, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 13-2-2020 αγωγή του ήδη αναιρεσίβλητου και την από 16-9-2020 πρόσθετη παρέμβαση, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν η 289/2021 μη οριστική και 125/2022 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως και πρόσθετης παρέμβασης, αφού συνεκδικάσθηκαν, η 4716/2023 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας, ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 21-12-2023 αίτησή της.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Εισηγήτρια ορίσθηκε η Αρεοπαγίτης Βάϊα Ζαρχανή. Ο αναιρεσίβλητος ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στα δικαστικά έξοδα.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Με την από 21-12-2023 (αρ.εκθ.καταθ. 10833/1055/2023) αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η 4716/2023 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (αμοιβών). Με την πιο πάνω απόφαση έγινε τυπικά δεκτή και απορρίφθηκε κατ' ουσίαν η έφεση της εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας κατά της υπ' αριθμ. 125/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία είχε γίνει δεκτή η από 13-2-2020 αγωγή του ενάγοντος και ήδη αναιρεσίβλητου, ενώ απορρίφθηκε ως απαράδεκτη η ασκηθείσα υπέρ αυτού πρόσθετη παρέμβαση του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών. Η εν λόγω αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 3, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ) και ως εκ τούτου είναι παραδεκτή (άρθρ. 577 παρ. 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και την ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρ. 577 παρ. 3 ΚΠολΔ).

ΙΙ. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθ. 80, 81, 82, 556παρ.1, 558 εδ. α', 495 και 569 ΚΠολΔ, συνάγεται αν σε δίκη που εκκρεμεί μεταξύ άλλων, τρίτος έχει έννομο συμφέρον να νικήσει κάποιος διάδικος, έχει δικαίωμα, έως την έκδοση αμετάκλητης απόφασης, να ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση για να υποστηρίξει το διάδικο αυτόν, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 68 του ίδιου κώδικα, με την οποία ορίζεται ότι δικαστική προστασία μπορεί να ζητήσει όποιος έχει άμεσο έννομο συμφέρον, προκύπτει ότι αναγκαίος όρος για την άσκηση πρόσθετης παρέμβασης είναι η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος στο πρόσωπο του παρεμβαίνοντος. Ειδικότερα στην αναιρετική διαδικασία ο προσθέτως παρεμβαίνων περιορίζεται σε μόνη την υποστήριξη ή αντίκρουση των λόγων αναίρεσης, στις οποίες εξαντλείται και το δικαίωμα των κυρίων διαδίκων (ΑΠ 1494/2023, ΑΠ 1741/2012, 1302/2005). Εξάλλου, κατά την διάταξη του άρθρου 90 περ. ζ' του ν. 4194/2013,που ισχύει ως εκ του χρόνου άσκησης της πρόσθετης παρέμβασης "Στους Δικηγορικούς Συλλόγους ανήκει: (...) ζ) Η άσκηση παρεμβάσεων ενώπιον δικαστηρίων και κάθε αρχής (στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και οι ανεξάρτητες αρχές) για κάθε ζήτημα εθνικού, κοινωνικού, πολιτισμικού, οικονομικού ενδιαφέροντος και περιεχομένου που ενδιαφέρει τα μέλη του συλλόγου ή το δικηγορικό σώμα γενικότερα, καθώς και για κάθε ζήτημα εθνικού, κοινωνικού, πολιτισμικού ή οικονομικού ενδιαφέροντος. Για την υλοποίηση και επίτευξη αυτού του σκοπού οι Δικηγορικοί Σύλλογοι μπορούν να υποβάλλουν αγωγή, κυρία ή πρόσθετη παρέμβαση, αναφορά, μήνυση, δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής, αίτηση ακύρωσης, ουσιαστική προσφυγή και γενικά οποιοδήποτε ένδικο βοήθημα και μέσο οποιασδήποτε φύσης ενώπιον κάθε δικαστηρίου ποινικού, πολιτικού, διοικητικού ουσίας ή ακυρωτικού ή ελεγκτικού οποιουδήποτε βαθμού δικαιοδοσίας στην Ελλάδα, στην Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς και σε οποιοδήποτε διεθνές δικαστήριο. Επίσης, για τα πιο πάνω ζητήματα μπορούν να παρεμβαίνουν, με οποιονδήποτε πρόσφορο τρόπο, σε κάθε αρμόδια αρχή στην Ελλάδα, στην Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς και σε οποιανδήποτε άλλη υπηρεσία ή αρχή του διεθνούς δικαίου".

Επομένως το προσθέτως παρεμβάν Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία "Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών", του οποίου ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος είναι μέλος, επικαλούμενο ως έννομο συμφέρον στην προκείμενη υπόθεση την προστασία των οικονομικών συμφερόντων του αναιρεσείοντος, των μελών του, αλλά και του δικηγορικού σώματος γενικότερα, ως προς την ερμηνεία των εφαρμοστέων στην προκείμενη υπόθεση κανόνων δικαίου του Κώδικα Δικηγόρων, που αφορούν στην κατάρτιση σύμβασης έμμισθης εντολής και στην καταγγελία αυτής, παραδεκτώς παρίσταται ενώπιον του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου προς αντίκρουση της ένδικης αίτησης αναίρεσης κατά του υπέρ ου παρενέβη αναιρεσιβλήτου, καταθέτοντας το από 17-2-2025 και με αριθ. κατάθεσης ΠΠ22/2025 ίδιο δικόγραφο, που κοινοποιήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στους διαδίκους της αναιρετικής δίκης (βλ. τις με αριθμούς ...-2025 και ...-2025 εκθέσεις επιδόσεως των δικαστικών επιμελητών Α. Κ. και Α. Σ. προς την αναιρεσείουσα και τον αναιρεσίβλητο, αντίστοιχα), και πρέπει να συνεκδικαστεί με την αίτηση αναίρεσης κατ' άρθρο 246 ΚΠολΔ.

ΙΙΙ. Από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, προκύπτει ότι με αυτή έγιναν δεκτά τα ακόλουθα: "........Ο ενάγων, ήδη εφεσίβλητος είναι δικηγόρος από το έτος 1976, εγγεγραμμένος ως μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών και διατηρεί δικηγορικό γραφείο στην Αθήνα, ενώ από 12-9-2006 είναι ιδρυτικό μέλος, διαχειριστής και εταίρος της δικηγορικής εταιρείας, με την επωνυμία "I. Κ. Μ. - I. Μ. Μ. και Συνεργάτες Δικηγορική Εταιρεία", που εδρεύει στην Αθήνα, στην οδό ... Η εναγόμενη, ήδη εκκαλούσα, ανώνυμη τραπεζική εταιρεία, με την επωνυμία ATTICA BANK ΑΝΩΝΥΜΗ ΤΡΑΠΕΖΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ" και διακριτικό τίτλο "ATTICA BANK", δραστηριοποιείται στον τραπεζικό τομέα και διατηρεί υποκαταστήματα στην Αττική και στη περιφέρεια. Η συνεργασία μεταξύ των διαδίκων ξεκίνησε τον Οκτώβριο του έτους 2009, όταν ο ενάγων ανέλαβε τον χειρισμό ποινικών και απτικών υποθέσεων εταιρείας του ομίλου της και συγκεκριμένα, της εταιρείας με την επωνυμία "ATTICA WEALTH MANAGEMENT Α.Ε.Δ.Α.Κ" και συνεχίστηκε με παροχή υπηρεσιών του εκ μέρους του ενάγοντος, ήδη εφεσιβλήτου, ως εξωτερικού δικηγόρου, σε αστικές και ποινικές υποθέσεις της εναγομένης.

Στη συνέχεια, δυνάμει της από 30-4-2015 Απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου της εναγόμενης και ήδη εκκαλούσας (πρακτικό με αρ. 1189), ο ενάγων προσελήφθη, στις 1-10-2015, με σύμβαση ετήσιας πάγιας αντιμισθίας αορίστου χρόνου, ως Μέλος Νομικού Συμβουλίου της Τράπεζας, με αντικείμενο την παροχή νομικών και δικηγορικών υπηρεσιών από τον ενάγοντα, ως μέλους του Τριμελούς Νομικού Συμβουλίου της Τράπεζας, σύμφωνα με τον Κανονισμό του τελευταίου, προς υπεράσπιση των συμφερόντων της στα Δικαστήρια κάθε δικαιοδοσίας και βαθμού και σε κάθε Δημόσια Αρχή, με γνωμοδοτήσεις επί νομικών ερωτημάτων, που θα υποβάλλονταν από τη Διοίκηση ή το Νομικό Συμβούλιο της Τράπεζας, καθώς και με δικαστική ή εξώδικη διεκπεραίωση κάθε ανατεθειμένης σε αυτόν υπόθεσης νομικής φύσης. Ως τόπος παροχής των υπηρεσιών του συμφωνήθηκε το δικηγορικό γραφείο του και κατά περίπτωση, εφόσον κρινόταν απαραίτητο, με παρουσία του στα κεντρικά γραφεία της Τράπεζας ή όπου αλλού θα απαιτείτο, ενώ συμφωνήθηκε η δυνατότητά του να διατηρήσει και την πελατεία του μέσω της ανωτέρω αναφερόμενης δικηγορικής εταιρίας, της οποίας τυγχάνει εταίρος: Ως ετήσια αμοιβή για την παροχή των ως άνω υπηρεσιών του συμφωνήθηκε το ποσά των 59.400 ευρώ, καταβαλλόμενο σε δώδεκα ισόποσες δόσεις, όπου συμπεριλαμβάνονται τα επιδόματα και δώρα, που καταβάλλονταν στους εργαζόμενους στην Τράπεζα και σε ανάλογες θέσεις (οικογενειακό επίδομα, επίδομα τέκνων, επιστημονικό επίδομα κ.α. καθώς και δώρα Χριστουγέννων, Πάσχα και επίδομα αδείας), ενώ προβλέφθηκε και η υποχρέωση της εναγόμενης να καταβάλλει επ' ονόματί του το σύνολο των ετήσιων ασφαλιστικών εισφορών του στα οικεία ασφαλιστικά ταμεία, συμπεριλαμβανομένου του ποσού των εργοδοτικών εισφορών όσο και των εισφορών εργαζομένου, όπως συμβαίνει με όλους τους δικηγόρους, που απασχολούνται με πάγια αντιμισθία στην εναγομένη Τράπεζα.

Επιπλέον, συμφωνήθηκε: α) η υποχρέωση συμμόρφωσης του ενάγοντος στις οδηγίες της Διοίκησης και ειδικότερα του Διοικητικού Συμβουλίου της Τράπεζας και του Προέδρου του ΔΑ. καθώς και του Διευθύνοντος Συμβούλου αυτής στο μέτρο, που αυτές δεν συγκρούονται με τα προβλεπόμενα στις οικείες διατάξεις του Κώδικα περί Δικηγόρων δικαιώματα και υποχρεώσεις του ενάγοντος (όρος V), β) το δικαίωμα του Διοικητικού Συμβουλίου της Τράπεζας να λύσει οποτεδήποτε τη συνδέουσα με τον ενάγοντα έννομη σχέση της (όρος VI) και γ) την κατά τα λοιπά ισχύ και εφαρμογή ίων διατάξεων του Κώδικα περί Δικηγόρων, όπως εκάστοτε ισχύει (όρος VII). Με το με αριθμό ...-2015 Πρακτικό Δ.Σ. της εναγομένης συστήθηκε Νομικό Συμβούλιο, και με τα ...-2015 και ...-2015 Πρακτικά επικυρώθηκε το ανωτέρω Πρακτικό και εγκρίθηκε ομόφωνα ο Κανονισμός Λειτουργίας του Νομικού Συμβουλίου. Στον εν λόγω Κανονισμό ορίζονται τα εξής:

"'Αρθρο 2: ΣΚΟΠΟΣ Το Νομικό Συμβούλιο γνωμοδοτεί για θέματα μείζονος σημασίας, που εκφεύγουν των συνήθων καθημερινής λειτουργίας (αφορούν την εν γένει νομική υποστήριξη της Τράπεζας και όχι μόνο της Διοίκησης).

'Αρθρο 3: ΣΥΝΘΕΣΗ Η σύνθεση του Νομικού Συμβουλίου αποτελείται από τρία (3) τουλάχιστον μέλη, εκ των οποίων ένα είναι ο εκάστοτε Νομικός Σύμβουλος της Τράπεζας, ο οποίος ορίζεται ως Πρόεδρός της. Ένα τουλάχιστον μέλος θα πρέπει να κατέχει επαρκή εμπειρία και εξειδίκευση στο αστικό δίκαιο και ένα ακόμα θα πρέπει να κατέχει αντίστοιχη στο ποινικό δίκαιο. Ο αριθμός των μελών του Νομικού Συμβουλίου πρέπει να είναι πάντοτε περιττός. Τα δύο μέλη του Νομικού Συμβουλίου που συναπαρτίζουν την τριμελή σύνθεσή του ορίζονται από το Διοικητικό Συμβούλιο της Τράπεζας ή κατ' εξουσιοδότησή του από τον Διευθύνοντα Σύμβουλο. Τα μέλη του Νομικού Συμβουλίου αμείβονται με παγία αντιμισθία. Η αμοιβή τους καθορίζεται με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Τράπεζας. Στο Συμβούλιο δύναται να συμμετέχει συμβουλευτικά άνευ ψήφου ο Επικεφαλής της Νομικής Υπηρεσίας της Τράπεζας εφόσον προσκληθεί από τον Πρόεδρο του Συμβουλίου.

'Αρθρο 4: ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ-ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ Το Νομικό Συμβούλιο: 1. Γνωμοδοτεί σε θέματα μείζονος σημασίας τα οποία είναι πέραν των πλαισίων των καθημερινών θεμάτων που προκύπτουν από τη λειτουργία της Τράπεζας και που η αντιμετώπισή τους δεν εμπίπτει σε αυτά της συνήθους πρακτικής, εκτός αν άλλως υποδείξει ο Πρόεδρος ή το Δ.Σ. και ο Διευθύνων Σύμβουλος, δια του Προέδρου του Δ.Σ. Πρακτικό και εγκρίθηκε ομοφώνως ο Κανονισμός Λειτουργίας του Νομικού Συμβουλίου 2. Γνωμοδοτεί σε θέματα μείζονος σημασίας τα οποία είναι πέραν των πλαισίων των καθημερινών θεμάτων που προκύπτουν από τη λειτουργία της Τράπεζας και που η αντιμετώπισή τους δεν εμπίπτει σε αυτά της συνήθους πρακτικής, εκτός αν άλλως υποδείξει ο Πρόεδρος ή το Δ.Σ. και ο Διευθύνων Σύμβουλος, δια του Προέδρου του Δ.Σ, 3. Υποστηρίζει νομικά τη Διοίκηση στη λήψη των αποφάσεων και στην ανάληψη ενεργειών, παρέχοντας σχετικές νομικές γνωμοδοτήσεις όποτε ζητηθεί και ιδίως σε περιπτώσεις μείζονος σημασίας. 4. Προτείνει προς το Διοικητικό Συμβούλιο δια του Προέδρου αυτού, την ανάθεση γνωμοδοτήσεων ή και υποθέσεων, δικαστικών ή μη, στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων του, σε εξειδικευμένους νομικούς και δικηγόρους, εφόσον το κρίνει σκόπιμο, 4. Συνεργάζεται με τη Διεύθυνση Νομικών Υπηρεσιών της Τράπεζας για θέματα που άπτονται των αρμοδιοτήτων της. 5 Τηρεί τη δέουσα εχεμύθεια σχετικά με ο,τιδήποτε περιέλθει στη γνώση του κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του, εξαιτίας ή επ' ευκαιρία αυτών.

'Αρθρο 5 : ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ: Το Νομικό Συμβούλιο συνεδριάζει τακτικά μια φορά το μήνα και εκτάκτως όποτε κριθεί αυτό απαραίτητο. Η σύγκλησή του δύναται να πραγματοποιείται από τον Πρόεδρο του ΔΣ, ή τον Διευθύνοντα Σύμβουλο και το Δ.Σ., δια του Προέδρου αυτού, ή τον Νομικό Σύμβουλο. Βρίσκεται δε σε απαρτία όταν παρίστανται σε αυτό η πλειοψηφία των μελών του. Άρθρο 6: ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ Ο Κανονισμός του Συμβουλίου εγκρίνεται από το Διοικητικό Συμβούλιο της Τράπεζας μετά από σχετική εισήγηση του Διευθύνοντος Συμβούλου. Ο Κανονισμός δύναται να αναθεωρείται ανάλογα με τις μεταβολές των παραμέτρων που έχουν υιοθετηθεί κατά τη διαδικασία σύνταξής του. Την ευθύνη της προετοιμασίας των αναθεωρήσεων του Κανονισμού έχει το ίδιο το Συμβούλιο συνεπικουρούμενο από τις αρμόδιες μονάδες για την παρακολούθηση της διακυβέρνησης της Τράπεζας." Ως Πρόεδρος του Νομικού Συμβουλίου ορίστηκε ο κ. Μ. Μπαχάς και μέλη αυτού ο κ. Ν. Κανελλόπουλος και ο ενάγων. Σημειώνεται, ότι όπως προκύπτει από το με αριθμό ...-2015 Πρακτικό Δ.Σ., που επικυρώθηκε με τα λοιπά Πρακτικά, στην από 1-10-2015 σύμβαση ετήσιας πάγιας αντιμισθίας μέλους Νομικού Συμβουλίου, που υπεγράφη με τον ενάγοντα (αλλά και στις υπόλοιπες συμβάσεις του Προέδρου του Νομικού Συμβουλίου και του έτερου μέλους αυτού), η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα εκπροσωπήθηκε από τον Διευθύνοντα Σύμβουλο αυτής Α. Α., δυνάμει σχετικής ρητής και ειδικής εξουσιοδοτήσεως εκ μέρους του Διοικητικού Συμβουλίου προς τον Διευθύνοντα Σύμβουλο, να διαμορφώσει τους όρους και συμφωνίες και να υπογράψει τα σχετικά συμβατικά έγγραφα (με τους ανωτέρω), σύμφωνα με την κρίση του και τη διακριτική του ευχέρεια, δυνάμενος να εξουσιοδοτήσει λειτουργούς της Τράπεζας για την ολοκλήρωση των ενεργειών. Ακολούθως, με το ...-2016 Πρακτικό του Δ.Σ. της εναγόμενης και ήδη εκκαλούσας εγκρίθηκε το νέο Οργανόγραμμα της Τράπεζας Αττικής και εξουσιοδοτήθηκε ο Πρόεδρος του Δ.Σ., Π. Ρ., προκειμένου να προβεί α) στη σταδιακή εφαρμογή του Οργανογράμματος (με την ολοκλήρωση προγράμματος εθελούσιας εξόδου) και β) στις δέουσες, κατά την κρίση του, ενέργειες για ανασύσταση του Νομικού Συμβουλίου.

Ειδικότερα, η εναγόμενη προέβη στην κατάρτιση νέου οργανογράμματος, όπως αυτό αναφέρεται στο 10° Θέμα του με αριθμό ...-2016 Πρακτικού "Νέο Οργανόγραμμα της Τράπεζας", με το οποίο ο Νομικός Σύμβουλος και το Νομικό Συμβούλιο υπάγονται στον Πρόεδρο, αναλαμβάνουν την ενσωμάτωση και θα συνεργάζονται κατά περίπτωση, εφόσον αυτό απαιτείται, με επιλεγμένες Δικηγορικές Εταιρίες, με τις οποίες η Τράπεζα διατηρεί συμβατική σχέση. Υπό τις ανωτέρω οργανωτικές αλλαγές εκ μέρους της εναγόμενης, υπεγράφη μεταξύ των διαδίκων τo από 4- 10-2016 έγγραφο για λύση, από 31-10-2016 και εφεξής, της σύμβασης παροχής νομικών υπηρεσιών (δηλ. της από 1-10-2015 σύμβασης ετήσιας πάγιας αντιμισθίας μέλους Νομικού Συμβουλίου), "χωρίς δικαίωμα αποζημίωσης και χωρίς κανένας να διατηρεί κατά του ετέρου καμία απολύτως αξίωση ή απαίτηση".

Ταυτόχρονα, όμως, προς υλοποίηση των εγκριθέντων με το ως άνω Πρακτικό (...-2016 Πρακτικό του ΔΣ), ο Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου Π. Ρ., εξέδωσε την ίδια ημέρα δύο πράξεις με ίδια ημερομηνία (4-10-2016) και περιεχόμενο, που έχει ως εξής : ο Πρόεδρος του Δ.Σ. της εναγόμενης "αφού έλαβε υπόψη την εξουσιοδότηση προς αυτόν του ΔΣ (Πρακτικό (...-2016), σύμφωνα και με τον ισχύοντα Κανονισμό Λειτουργίας του όπως έχει εγκριθεί από το Διοικητικό Συμβούλιο (Πρακτικά ....2015 και ....2015) και ισχύει, αποφασίζει τα ακόλουθα συστήνεται Τριμελές Νομικό Συμβούλιο, το οποίο απαρτίζεται, από τους Μ. Μ., Πρόεδρο και ως Μέλη τους Ι. Μ. (ενάγοντα) και τον Δ. Π.... 5. Το Νομικό Συμβούλιο αναφέρεται στο πρόεδρο του ΔΣ της τράπεζας και : α. γνωμοδοτεί σε θέματα μείζονος σημασίας τα οποία είναι πέραν των πλαισίων των καθημερινών θεμάτων που προκύπτουν από τη λειτουργία της Τράπεζας και που η αντιμετώπισή τους δεν εμπίπτει σε αυτά της συνήθους πρακτικής, εκτός αν άλλως υποδείξει ο Πρόεδρος ή το Δ.Σ. και ο Διευθύνων Σύμβουλος, β. Υποστηρίζει νομικά τη Διοίκηση στη λήψη των αποφάσεων και στην ανάληψη ενεργειών, παρέχοντας σχετικές νομικές γνωμοδοτήσεις όποτε ζητηθεί και ιδίως σε περιπτώσεις μείζονος σημασίας, γ. Προτείνει προς το Διοικητικό Συμβούλιο δια του Προέδρου αυτού, την ανάθεση γνωμοδοτήσεων ή και υποθέσεων, δικαστικών ή μη, στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων του, σε εξειδικευμένους νομικούς και δικηγόρους, εφόσον το κρίνει σκόπιμο. 6. Συνεργάζεται με τη Διεύθυνση Νομικών Υπηρεσιών της Τράπεζας για θέματα που άπτονται των αρμοδιοτήτων της, εφόσον του ζητηθεί. 6. Τα μέλη του Νομικού Συμβουλίου οφείλουν να τηρούν τη δέουσα εχεμύθεια σχετικά με όσα περιέχονται σε γνώση τους κατά την ενάσκηση των καθηκόντων τους, εξαιτίας ή επ' ευκαιρία αυτών. 7. Το νομικό Συμβούλιο συνεδριάζει τακτικά μία φορά το μήνα και εκτάκτως όποτε κριθεί αυτό απαραίτητο. Η σύγκλησή του δύναται να πραγματοποιείται από τον Πρόεδρο του Δ.Σ., ή τον Διευθύνοντα Σύμβουλο ή το Δ.Σ., δια του Προέδρου αυτού, ή τον Νομικό Σύμβουλο. Βρίσκεται δε σε απαρτία όταν παρίστανται σε αυτό η πλειοψηφία των μελών του. Οι αποφάσεις και γνωμοδοτήσει του Συμβουλίου λαμβάνονται κατά πλειοψηφία του συνόλου των μελών του. Ο Πρόεδρος του Συμβουλίου καταρτίζει και επιμελείται την Ημερήσια Διάταξη, η οποία μαζί με τα στοιχεία των θεμάτων προς συζήτηση διανέμεται στα μέλη του σε εύλογο διάστημα πριν τη συνεδρίαση, με ευθύνη του προέδρου του και κοινοποιείται στον πρόεδρο του Δ.Σ. και στον Διευθύνοντα Σύμβουλο..." Ο

ι δυο ως άνω από 4-10-2016 Πράξεις διαφοροποιούνται μόνο στο σημείο της παρ. 3 αυτών, όπου ορίζεται πάγια αντιμισθία για καθένα από τα μέλη του Νομικού Συμβουλίου, στο ποσό των 3.000 ευρώ στη μία (Πράξη) και στο ποσό των 2.500 ευρώ στην άλλη (Πράξη). Πράγματι, ο ενάγων, από τα χρονικό αυτό σημείο και εφεξής, συνέχισε να παρέχει τις υπηρεσίες του στην εναγόμενη, με τον ίδιο τρόπο όπως και πριν, μετέχοντας στις ορισθείσες συνεδριάσεις του Νομικού Συμβουλίου, όπως η λειτουργία αυτού καθορίστηκε εκ νέου ως άνω και υπαγόταν πλέον απευθείας στον Πρόεδρο του Δ.Σ. της εναγομένης, το δε ύψος της πάγιας αντιμισθίας, που του καταβαλλόταν, πλέον, ανήρχετο στο ποσό των 2.500 ευρώ μηνιαίως, όπως ο ίδιος συνομολογεί, επίσης, η εναγόμενη συνέχισε να του καταβάλει, όπως και προηγούμενα, τις ασφαλιστικές εισφορές του (βλ. από 24-10-2019 έγγραφο της Υπ/νσης Αμοιβών, Παροχών και υποστήριξης Ανθρώπινου Δυναμικού της εναγομένης). Ειδικότερα, ο ενάγων έλαβε μέρος σε πολλές (περίπου 28) Συνεδριάσεις του Νομικού Συμβουλίου, με αντικείμενο πολλά και ποικίλα ζητήματα αστικού, εμπορικού και ποινικού δικαίου, είτε μετά από υποβολή ερωτημάτων από τον Διευθυντή Νομικών Υπηρεσιών, είτε απευθείας από τον Πρόεδρο του Δ.Σ.

Παράλληλα, είχε σχεδόν καθημερινή συνεργασία είτε με αυτοπρόσωπη παρουσία του στο γραφείο του Προέδρων του Δ.Σ., και του Νομικού Συμβούλου, είτε με συχνές τηλεφωνικές επικοινωνίες για γνωμοδότηση επί νομικών ζητημάτων κυρίως ποινικού δικαίου είτε για την προάσπιση των εννόμων συμφερόντων της Τράπεζας είτε προληπτικά για την παροχή νομικών συμβουλών υπέρ του νομικού προσώπου της εναγόμενης, αλλά και σε διευθυντικά στελέχη της, που απασχολούνταν τόσο στην Κεντρική Διοίκηση όσο και σε Υποκαταστήματα κυρίως των Αθηνών αλλά και της Θεσσαλονίκης, ύστερα από υπόδειξη είτε του Προέδρου του Δ.Σ. είτε του Νομικού Συμβούλου για τη διευθέτηση και αντιμετώπιση νομικής φύσης προβλημάτων, που ανέκυπταν κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους. Εν τέλει η συνεργασία των διαδίκων διακόπηκε, στις 9-9-2019, οπότε και η εναγομένη απέστειλε το με αρ. ...-2019 έγγραφο, με το οποίο του γνωστοποιούσε την από 28-8-2019 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου περί κατάργησης του Νομικού Συμβουλίου της Τράπεζας και. ότι. κατόπιν τούτου, παύει να έχει την ιδιότητα του μέλους αυτού και διακόπτεται η σχετική αμοιβή του. Αποδείχθηκε, δε, ότι και μετά την έγγραφη λύση σύμβασης έμμισθης εντολής, η φύση, το είδος και ο τρόπος των παρεχόμενων από τον ενάγοντα δικηγορικών υπηρεσιών και νομικών συμβουλών παρέμεινε ο ίδιος, με τη διαφοροποίηση μόνο ως προς το ύψος της αμοιβής του, η οποία, σαφώς, στο άρθρο 3 της Πράξης του Προέδρου Δ.Σ. χαρακτηρίζονταν ως πάγια αντιμισθία, όπως και η μέχρι τότε καταβαλλόμενη σε αυτόν και όχι ως μηνιαία αμοιβή κατ' αποκοπήν, ανάλογα με την υπόθεση που θα χειριζόταν ή τη συνεδρίαση που θα ελάμβανε μέρος.

Επομένως, η σχέση που συνέχισε να συνδέει τους διαδίκους ήταν αυτή της έμμισθης εντολής με πάγια μηνιαία αντιμισθία, μεταξύ της εναγόμενης, ως εντολέως και του ενάγοντος ως εντολοδόχου, της σύμβασης αυτής ρυθμιζόμενης από τις οικείες διατάξεις του Κώδικα περί Δικηγόρων, ως προς την οποία υπήρχε ταυτότητα βουλήσεως των δύο συμβαλλόμενων, σύμφωνα με τις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, και όχι αυτή του συνεργάτη δικηγόρου, ο οποίος παρείχε κάποιες μεμονωμένες νομικές υπηρεσίες προς τούτη, έναντι μηνιαίας αμοιβής κατ' αποκοπήν. Πράγματι, κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα της έμμισθης εντολής, που συνάπτει ο δικηγόρος με τον πελάτη του είναι η περιοδικότητα της αμοιβής, η συμφωνία δηλαδή ότι η αμοιβή θα καταβάλλεται παγίως κατά μήνα ή κατ' έτος και θα είναι ανεξάρτητη από τον αριθμό των υποθέσεων που θα του ανατεθούν ή των θεμάτων, επί των οποίων οφείλει να παράσχει τις νομικές συμβουλές του, γραπτές ή προφορικές, όπως συνέβη εν προκειμένω, ενώ, υπό το πρίσμα της νέας ρύθμισης του άρθρου 42 του νόμου 4194/2013, είναι αδιάφορο αν προσφέρει νομικές υπηρεσίες ως νομικός σύμβουλος ή ως δικηγόρος σε συγκεκριμένο εντολέα και άρα, απορριπτέοι ως αβάσιμοι τυγχάνουν οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί της εκκαλούσας που εμπεριέχονται στον υπό στοιχείο 3 λόγο έφεσης.

Εξάλλου, η ως άνω σύμβαση, για τον καθορισμό της αμοιβής του δικηγόρου, κατά τα προαναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, επιτρέπεται να καταρτισθεί ρητώς και σιωπηρώς (βλ. άρθρο 86 του νόμου 4194/2013) και αποδεικνύεται με κάθε είδους έγγραφα, με απλές επιστολές, καθώς και με ομολογία σύμφωνα (βλ. άρθρο 95 παρ. 2 του ως άνω Κώδικα, υπό την προγενέστερη μορφή). Περαιτέρω, η κρίση του παρόντος Δικαστηρίου περί των όρων και των συνθηκών της συνέχισης της παροχής από πλευράς του ενάγοντος πανομοιότυπων νομικών υπηρεσιών, καθώς και του είδους της μεταξύ των διαδίκων επαναλαμβανόμενης σύμβασης, ως έμμισθης εντολής δικηγόρου, συνάγεται από το περιεχόμενο των ανωτέρω 2 Πράξεων του Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου, οι οποίες επιπλέον α) παρέπεμπαν στα Πρακτικά Δ.Σ.. που ρύθμιζαν τη λειτουργία του Νομικού Συμβουλίου και προγενέστερα (ήτοι πριν την από 4-10-2016 έγγραφη λύση) β) περιέγραφαν τον τρόπο λειτουργίας του Νομικού Συμβουλίου και συμμετοχής σε αυτό με τον ίδιο τρόπο όπως και προηγούμενα, γ) συνέστησαν το Τριμελές Νομικό Συμβούλιο, ορίζοντας ονομαστικά τον Πρόεδρο και τα μέλη αυτού, υπαγόμενο, όμως πλέον απευθείας στον Πρόεδρο του Δ.Σ. της εναγόμενης. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο συνεκτίμησε τα ανωτέρω έγγραφα και, κατέληξε σε όμοια κρίση περί της επίδικης σύμβασης, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και άρα, απορριπτέος ως αβάσιμος τυγχάνει ο εμπεριεχόμενος στον υπό στοιχείο 4 λόγο έφεσης ισχυρισμός περί μη νόμιμης αποδείξεως της φερόμενης συναφθείσας συμβατικής σχέσης έμμισθης εντολής μόνο με μάρτυρες. Στη συνέχεια, τα ως άνω αποδειχθέντα, επιρρωνύονται και από το περιεχόμενο των καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης, ιδίως του Μ. Μ., που προήδρευε του Νομικού Συμβουλίου καθόλο το χρονικό διάστημα, τόσο πριν τις 4-10-2016 όσο και μετά, μέχρι την κατάργηση αυτού και ο οποίος, πέραν των άλλων, επιβεβαίωσε την καθημερινή παρουσία και ενασχόληση του ενάγοντος με νομικά θέματα που προέκυπταν, κυρίως ποινικού δικαίου. Η εκκαλούσα-εναγομένη προβάλει i/ ότι οι από τον ενάγοντα νομικές υπηρεσίες παρέχονταν επί της βάσεως περιοδικής αμοιβής συμβάσεως, αφού μπορούσαν να εκτελεσθούν από οποιοδήποτε τρίτο νομικό [υπό στοιχείο 3 λόγος εφέσεως].

Τούτο, όμως, αναιρείται από τη σταθερή προτίμηση στο πρόσωπό του (δηλ. και μετά τις 4-10-2016), ως δικηγόρου, με πολύχρονη εμπειρία στο ποινικό δίκαιο, εξάλλου, όπως προεκτέθηκε, αυτό δεν αποτελεί το καθοριστικό κριτήριο για το χαρακτηρισμό της έννομης σχέσης ως έμμισθης εντολής με πάγια μηνιαία αντιμισθία, αλλά η παροχή των νομικών του υπηρεσιών σταθερά και μόνιμα στον εντολέα αποκλειστικά έναντι πάγιας μηνιαίας αντιμισθίας, ii) ότι η φερόμενη συναφθείσα συμβατική σχέση έμμισθης εντολής πάσχει ακυρότητας α) διότι ο Πρόεδρος του Δ.Σ. Π. Ρ. δεν είχε εξουσία εκπροσωπήσεως καθόσον δεν ήταν εκτελεστικό μέλος του Δ.Σ., β) ελλείψει έγγραφου συστατικού τύπου [υπό στοιχείο 4 λόγος έφεσης]. iii/ ότι, επικουρικά, η φερόμενη συναφθείσα συμβατική σχέση έμμισθης εντολής πάσχει ακυρότητας, διότι αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 42 παρ. 1 Κώδικα περί δικηγόρων, αφού ο ενάγων, ο οποίος μπορεί να αναλαμβάνει υποθέσεις από οποιονδήποτε, όχι όμως από τον εντολέα του, συνέχισε να παρέχει τις υπηρεσίες του μέσω της δικηγορικής εταιρείας, άλλως, από 1-3-2017, οπότε η δικηγορική εταιρεία, στην οποία μετέχει, συνήψε σύμβαση παροχής υπηρεσιών με την εναγομένη [υπό στοιχείο 5 λόγος έφεσης].

Οι ανωτέρω ισχυρισμοί τυγχάνουν απορριπτέοι ως αβάσιμοι, διότι: α) εν προκειμένω, η οργανική εκπροσώπηση της εταιρείας από τον Πρόεδρο του Λ.Σ. Π. Ρ. πηγάζει από την νόμιμη αντιπροσωπευτική εξουσία του Δ.Σ. της εναγομένης και έγινε με βάση τις σχετικές ως άνω προηγούμενες αποφάσεις του Δ.Σ. (σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στα άρθρα 18 παρ. I και 2 και 22 παρ.1 και 3 του Κωδ.Ν.2190/1920, που εφαρμόζονται πριν την κατάργηση τους με τις διατάξεις των άρθρων 1, 5. 77 παρ. 1 και 3, 78 παρ. 1 και 2 και 117 παρ.1 στ. β και 2 στ. β του ν. 4548/2018 "περί αναμόρφωσης του δικαίου περί ανωνύμων εταιριών", ως εκ του χρόνου λήψης των αποφάσεων Δ.Σ.), με τις οποίες του ανατέθηκε, ενόψει του νέου οργανογράμματος και της απευθείας υπαγωγής σε αυτόν του Νομικού Συμβουλίου, η ανασύσταση και η στελέχωσή του, καθώς και ο καθορισμός της λειτουργίας του, ενώ ουδόλως γίνεται επίκληση από την εναγόμενη αντίθετης πρόβλεψης με το καταστατικό (το οποίο δεν προσκομίζεται), ούτε οποιοσδήποτε μεταγενέστερης ακύρωσης των σχετικών αποφάσεων ή Πράξεων του Δ.Σ., β) στο άρθρο 43 του Ν 4194/2013 (όπως και υπό την προηγούμενη μορφή του με το ίδιο άρθρο ν.δ. 3026/1954 "κώδικα δικηγόρων") προβλέπεται ότι "η πρόσληψη δικηγόρων με έμμισθη εντολή στον ιδιωτικό τομέα γίνεται με έγγραφη σύμβαση, που καταρτίζεται μεταξύ αυτού και του εντολέα". Δεν υπάρχει, όμως, οποιαδήποτε πρόβλεψη στην περίπτωση ανυπαρξίας έγγραφης σύμβασης, όπως αντίθετα ρητώς και ειδικώς προβλέπεται στο άρθρο 46 παρ. 2 τελευταίο εδάφιο του ίδιου νόμου (... "Η καταγγελία με ποινή ακυρότητας είναι έγγραφη και σε αυτή αναφέρεται ο λόγος της απόλυσης, επιδίδεται δε με δικαστικό επιμελητή") και άρα, συνάγεται άτι η μη ύπαρξη έγγραφης σύμβασης δεν επάγεται ακυρότητα αυτής και τέλος, iii) από την από 1-3-2017 έγγραφη σύμβαση παροχής νομικών υπηρεσιών, προκύπτει ότι μεταξύ της εναγόμενης και της δικηγορικής εταιρείας, με την επωνυμία "Ι.Κ. Μ. - l.N. Μ. και Συνεργάτες -Δικηγορική Εταιρεία" (εκπροσωπούμενη από τον ενάγοντα) συμφωνήθηκε η παροχή προς την Τράπεζα από την ανωτέρω δικηγορική εταιρεία νομικών υπηρεσιών, όπως περιγράφονται κατά τα ουσιώδη χαρακτηριστικά τους (παροχή γνωμοδοτήσεων για θέματα που αφορούν τις εν γένει τραπεζικές εργασίες, καθώς και επί θεμάτων εμπορικού και πτωχευτικού δικαίου, νομική υποστήριξη, έλεγχο συμφωνητικών και συμβάσεων κ.λπ). Είναι σαφές ότι ο ενάγων-εφεσίβλητος στην ανωτέρω σύμβαση συμβάλλεται ως εκπρόσωπος της δικηγορικής εταιρείας, στην οποία πλην του ίδιου μετέχει και ο δικηγόρος Ι.Ν. Μ., καθώς και άλλοι συνεργάτες, ενώ για τις επιμέρους νομικές ενέργειες, που πραγματοποιούνταν, στα πλαίσια της ως άνω σύμβασης, εκδίδονταν από την δικηγορική εταιρεία αναλυτικές α.π.υ. (όπως πλήθος αυτών προσκομίζονται με επίκληση από την εκκαλούσα-εναγομένη).

Επομένως, η επίδικη σύμβαση δεν καθίσταται εξ υπαρχής άκυρη, λόγω της μεταγενέστερης αυτής από 1-3-2017 σύμβασης παροχής νομικών υπηρεσιών, ούτε άλλωστε (καθίσταται άκυρη) από την τελευταία αυτή ημερομηνία και εφεξής, ως αντικείμενη στην παρ. 1 του άρθρου 42 του Ν. 4104/2013 ("1. Έμμισθος δικηγόρος είναι αυτός που προσφέρει αποκλειστικά νομικές υπηρεσίες, ως νομικός σύμβουλος ή ως δικηγόρος, σε συγκεκριμένο εντολέα, σταθερά και μόνιμα, αμειβόμενος αποκλειστικά με πάγια περιοδική αμοιβή. Ο ίδιος δικηγόρος μπορεί επίσης να αναλαμβάνει υποθέσεις από οποιονδήποτε άλλον, αμειβόμενος είτε ανά υπόθεση είτε με άλλον τρόπο"), αφού δεν υπάρχει πρωτίστως η απαιτούμενη ταυτότητα του προσώπου (δικηγόρου), που παρέχει τις υπηρεσίες, διότι στην υπό κρίση περίπτωση αφορά το φυσικό πρόσωπο, ενώ στην από 1-3-2017 σύμβαση το νομικό πρόσωπο, αλλά ούτε ταυτότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών. Εξάλλου, δεν προέκυψε ότι η ανωτέρω πρακτική αντίκειται στο πνεύμα και στο σκοπό του ανωτέρω Νομοθετήματος ("Κώδικα Δικηγόρων"), ενώ αποδείχθηκε ότι έλαβαν χώρα ανάλογες συμβάσεις μεταξύ της εναγόμενης και των δικηγορικών εταιρειών, που μετείχαν τόσο ο Πρόεδρος του Νομικού Συμβουλίου, Μ. Μ., καθώς και το μέλος αυτού Δ. Π. (βλ. ενδεικτικά την από 27-1-2017 σύμβαση παροχής νομικών υπηρεσιών με τη Δικηγορική Εταιρεία με την επωνυμία "Μ., Γ. & ΣΥΝΕΤΑΙΡΟΙ", που προσκομίζει μετ' επικλήσεως ο ενάγων-εφεσίβλητος). Σε κάθε περίπτωση, επισημαίνεται ότι, ανεξαρτήτως της ακυρότητας των πράξεων διορισμού του, με σύμβαση έμμισθης εντολής αορίστου χρόνου, ο δικηγόρος έχει δικαίωμα να απαιτήσει ευθέως εκ του νόμου, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν παραπάνω, την ως άνω προβλεπόμενη αποζημίωση απόλυσης, καθώς και τις αναφερόμενες ποινές, ως μέσο εξαναγκασμού για την καταβολή της αποζημίωσης και οι οποίες αναλογούν στις σχετικές μηνιαίες αποδοχές του.

Επομένως, εφόσον, με το με αριθμό ...-2019 έγγραφο της εναγομένης, ανακοινώθηκε στον ενάγοντα η κατάργηση του Νομικού Συμβουλίου αυτής και η διακοπή της σχετικής αμοιβής, λόγω της ιδιότητας ως μέλους αυτής, ουσιαστικά καταγγέλθηκε από την πρώτη, η μεταξύ τους σύμβαση έμμισθης εντολής, η οποία λειτούργησε από 4-10-2016 μέχρι 9-9-2019, κατά τα αναφερόμενα στην ένδικη αγωγή και όχι από 1-10-2015, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η εκκαλούσα με τον υπό στοιχείο 1 λόγο έφεσης, ο οποίος κρίνεται ως απορριπτέος, χωρίς να του καταβληθεί η οφειλόμενη νόμιμη αποζημίωση. Ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος, όμως, δικαιούται, κατά τα προαναφερόμενα. να λαμβάνει την συμφωνημένη αντιμισθία, ακόμη και χωρίς την παροχή νομικών υπηρεσιών στην εναγομένη και ήδη εκκαλούσα, για όσο χρόνο η τελευταία τυγχάνει υπερήμερη, μη καταβάλλοντας πλήρη την προβλεπόμενη και οφειλόμενη αποζημίωση λόγω καταγγελίας [υπό στοιχείο 2 λόγος έφεσης].

Συνεπώς, δικαιούται να αξιώσει από την εναγομένη Α/ αποζημίωση λόγω καταγγελίας της σύμβασης έμμισθης εντολής, ίση με δύο (2) μηνιαίες παροχές +1/6, ήτοι [2.911.75 ευρώ (που αντιστοιχεί στη μηνιαία πάγια αντιμισθία από 1-6-2019 έως ως 31-8- 2019) χ2 + 1/6 =| 6.794.08 ευρώ (παρ. 3 του άρθρου 46 του Ν. 4194/2013), Β/ τις μηνιαίες τακτικές αποδοχές υπερημερίας για το αιτούμενο χρονικό διάστημα από 9-9-2019 έως 09-04-2020, λόγω του ότι η εναγομένη έχει καταστεί υπερήμερη λόγω μη καταβολής της αποζημίωσης για την προαναφερθείσα καταγγελία εκ [2.911,75 ευρώ (που αντιστοιχεί στη τελευταία μηνιαία πάγια αντιμισθία) X 7 μήνες =] 20.382,25 ευρώ, το ύψος των οποίων κονδυλίων, καθώς και τον τρόπο υπολογισμού δεν αμφισβητεί η εναγομένη-εκκαλούσα, συναγόμενης από αυτό ομολογίας της, κατ' άρθρο 261 ΚΠολΔ. σε συνδ. με άρθρο 524 παρ. I ΚΠολΔ, απορριπτομένου κατά τα λοιπά ως αβάσιμου του υπό στοιχείου 7 λόγου έφεσης. Επιπλέον, δικαιούται και 17 επιδόματα αδείας για το χρονικό διάστημα από 4-10-2016 έως 9-9-2019, που ανέρχονται στο 14 του ποσού των μηνιαίων τακτικών αποδοχών του (και αναλύονται, για τα έτη 2017 και 2018 (μηνιαίες τακτικές αποδοχές 2.918 ευρώ : 2 = 1.459 ευρώ χ2 έτη) = 2.918 ευρώ και για το έτος 2019 (μηνιαίες τακτικές αποδοχές 2.911.75 ευρώ : 2 =) 1.455,87 ευρώ και συνολικώς (2.918 ευρώ + 1.455.87 ευρώ = ) εκ συνολικού ποσού 4.373,87. Τα ανωτέρω επιδόματα οφείλονται, σύμφωνα με τις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, καθόλο το χρονικό διάστημα που διήρκησε η σύμβαση έμμισθης εντολής και δεν υπάρχει δυνατότητα συμψηφισμού με τις συμφωνημένες καταβαλλόμενες αποδοχές, απορριπτομένων ως αβάσιμων των περί αντιθέτου ισχυρισμών της εκκαλούσας-εναγομένης, που εμπεριέχονται στους επικουρικούς υπό στοιχεία 8 (αρ. α) και 9 λόγους έφεσης, οι οποίοι, σε κάθε περίπτωση, ως ανωτέρω, δεν αμφισβητούν το ύψος και τον τρόπο υπολογισμού του κονδυλίου αυτού.

Εξάλλου, η παράλειψη του ενάγοντος-εφεσιβλήτου, καθόλο το διάστημα από 4-10-2016 έως 9-9-2019 να προβεί στην διεκδίκηση οποιουδήποτε επιπλέον ποσού ως μηνιαία αμοιβή (πέραν των 2.500 ευρώ που είχαν συμφωνηθεί), και αν ακόμη δημιούργησε στην εναγόμενη την πεποίθηση ότι δεν θα ασκήσει τις ένδικες αξιώσεις του, δεν καθιστά καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματός του να ζητήσει την καταβολή πλήρους αποζημίωσης εξαιτίας καταγγελίας της σύμβασης έμμισθης εντολής και τις παροχές ex lege λόγω αυτής.

Επιπλέον, η ανωτέρω παράλειψη και οι εκτιθέμενες λοιπές περιστάσεις, όπως η μη ανακοίνωση της επίδικης σύμβασης στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο από τον ενάγοντα δεν δικαιολογούν την δημιουργία τέτοιας πεποιθήσεως και μάλιστα σε σημείο, που η μεταγενέστερη άσκηση των νόμιμων αξιώσεων αυτού, αντικειμενικά εκτιμώμενη, να παρέχει έντονη εντύπωση αδικίας και να έρχεται σε προφανή αντίθεση προς τις αρχές της καλής πίστεως και των χρηστών ηθών. Για τον ίδιο λόγο, η συμπεριφορά του ενάγοντος με δηλώσεις του σε δημοσίευμα εφημερίδας και ιστοσελίδας, περί του ύψους της μηνιαίας αμοιβής του δεν συνιστά εκδήλωση κακοπιστίας ούτε έλλειψη συναλλακτικής εντιμότητας, όπως αβάσιμα υποστηρίζει η εκκαλούσα-εναγομένη, αφού, από την αναφορά και μόνο, που έχει ως εξής "η μηνιαία αμοιβή εμού και των άλλων δύο μελών, Δ. Π. και Α. Π., για τη συμμετοχή στο Νομικό Συμβούλιο είναι 2.500 ευρώ μεικτά, ήτοι 30.000 ευρώ μεικτά ετησίως, χωρίς λήψη δώρων και επιδόματος αδείας..." δεν προκύπτει ότι αυτός παραιτήθηκε από τις ένδικες αξιώσεις του, καθώς δεν γίνεται επίκληση κατά θετικό τρόπο δήλωσής του προς την εναγόμενη με οποιονδήποτε τρόπο ή και δημιουργία στην τελευταία της πεποίθησης ότι ο ενάγων παραιτείται από τα νόμιμα δικαιώματά του σε περίπτωση μελλοντικής καταγγελίας της μεταξύ τους έννομης σχέσης.

Με βάση, δε, όλα τα ιστορούμενα από την εκκαλούσα-εναγομένη και ιδίως, ότι ο εφεσίβλητος-ενάγων αποκόμισε, χωρίς να επιτρέπεται, παράλληλα με την επίδικη σύμβαση, σημαντικότατο όφελος και από τη συνεργασία τους μέσω της δικηγορικής εταιρείας όπου μετέχει, δεν μπορεί να γίνει λόγος για κακόπιστη μεταγενέστερη διεκδίκηση των ένδικων αξιώσεων του και για αντίθεση της συμπεριφοράς του στην καλή πίστη, μόνη δε η φερόμενη ως μακροχρόνια αδράνεια του δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκησή τους, ούτε άλλωστε συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο, αφού δεν αποδείχθηκε ότι το φερόμενο μεγάλο ύψος των αμοιβών, που καταβλήθηκε από την εκκαλούσα-εναγομένη τόσο στον εφεσίβλητο ενάγοντα, όσο και στη δικηγορική εταιρεία όπου μετέχει δεν ανταποκρίνεται σε πραγματικά παρασχεθείσες νομικές και δικηγορικές υπηρεσίες.

Αναφορικά, δε, με τον ισχυρισμό της εκκαλούσας περί συγγνωστής πλάνης τόσο όσον αφορά το εάν η επίδικη συμβατική σχέση ήταν σχέση έμμισθης εντολής, όσο και αναφορικά με το ύψος της καταβλητέας αποζημιώσεως, λεκτέα τα εξής : η υποχρέωση του εντολέα, για την καταβολή της συμφωνημένης αμοιβής στον δικηγόρο, μέχρι την καταβολή της πλήρους αποζημίωσης, όπως προαναφέρθηκε, είναι μία παροχή ex lege, προς τον δικηγόρο, που επιβάλλεται ως είδος ποινής στον εντολέα και μέσο εξαναγκασμού του, για την καταβολή της αποζημίωσης, πρόκειται, δηλαδή, για μη γνήσια ή νόθο αντικειμενική ευθύνη του εντολέα, που προϋποθέτει πταίσμα του, έστω και από ελαφρά αμέλεια, κατ' άρθρο 330 ΑΚ, εφόσον δεν ορίζεται, κάτι άλλο, από το νόμο, το πταίσμα, όμως, αυτό τεκμαίρεται. από μόνη την καθυστέρηση της καταβολής της αποζημίωσης, γίνεται, δηλαδή, στην περίπτωση αυτή αντιστροφή του βάρους απόδειξης και ο ζημιωθείς δικηγόρος δεν χρειάζεται να αποδείξει την υπαιτιότητα του εντολέα του, αφού αυτή τεκμαίρεται από την μη καταβολή πλήρους της αποζημίωσης, κατά τον χρόνο αποχώρησης του δικηγόρου, μπορεί, όμως, ο εντολέας να ανατρέψει το μαχητό αυτό τεκμήριο και να απαλλαγεί, αν αποδείξει, ότι η ελλιπής καταβολή της αποζημίωσης οφείλεται σε συγγνωστή πλάνη του ή σε εύλογη αμφιβολία του, αναφορικά με το ύψος της. Από το σύνολο των ανωτέρω αποδειχθέντων, προέκυψε ότι η εκκαλούσα- εναγόμενη, η οποία σημειωτέον διαθέτει στελεχωμένη νομική υπηρεσία, είχε θετική γνώση, για την αληθινή φύση της συμβατικής σχέσης, που τους συνέδεε με τον εφεσίβλητο- ενάγοντα, αφού συνέχισε να αποδέχεται τις υπηρεσίες του υπό τις ίδιες συνθήκες και προϋποθέσεις και με το ίδιο ακριβώς χαρακτηρισμό της αμοιβής του ως "παγία αντιμισθία" και άρα, κατά τον ίδιο τρόπο λειτούργησε η σύμβαση έμμισθης εντολής, μετά τις 4-10-2016, όπως και προηγούμενα.

Τα ανωτέρω επιρρωνύονται και από το γεγονός, ότι, στις 27-9-2019, δηλ. λίγες ημέρες μετά την καταγγελία της μεταξύ των διαδίκων έννομης σχέσης, κατέβαλε συμβιβαστικά στον Πρόεδρο του Νομικού Συμβουλίου, Μ. Μ., αποζημίωση, λόγω κατάργησης της θέσης του ως νομικού συμβούλου, κατόπιν έντονων διαμαρτυριών του τελευταίου και αποστολής εξωδίκων (με τον χαρακτηρισμό της αποζημίωσης ως οικειοθελούς αποχώρησης). Επομένως, είναι προφανές ότι η εκκαλούσα-εναγομένη επέλεξε, κατά τη δεδομένη χρονική συγκυρία, τη μη καταβολή της οφειλόμενης νόμιμης αποζημίωσης και, τις έννομες συνέπειες, που ακολουθούν, ενώ δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός της ότι δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει το ακριβές ύψος της αποζημίωσης του εφεσιβλήτου-ενάγοντος, αφού δεν υπήρχε προσφορά καταβολής οποιουδήποτε ποσού ως αποζημίωση. Πρέπει, λοιπόν, οι ανωτέρω ισχυρισμοί, που συνιστούν ένσταση καταχρηστικής άσκησης των αγωγικών αξιώσεων, κατ' άρθρο 281 ΑΚ, η οποία εμπεριέχεται στον υπό στοιχείο 8 (αρ. β και γ) λόγο έφεσης, που προβάλλεται επικουρικά για την περίπτωση που ήθελε κριθεί ως έγκυρη η από 4-10-2016 έως 9-9-2019 σύμβαση έμμισθης εντολής (διότι δεν εφαρμόζεται όταν ο εναγόμενος αρνείται το αγωγικό δικαίωμα, όπως συμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση, κατά την οποία η εναγόμενη - εκκαλούσα παρότι επικαλείται καταχρηστικότητα κατά την ενάσκηση του επιδίκου δικαιώματος του ενάγοντος-εφεσιβλήτου, αμφισβητεί ταυτόχρονα την ύπαρξη οποιουδήποτε δικαιώματος αυτού για τις αξιώσεις του, καθόσον κατά τα ιστορούμενα, οι επίμαχες δικηγορικές υπηρεσίες του τελευταίου προς την ίδια καλύπτονται από απλή σύμβαση εντολής περί παροχής νομικών συμβουλών και ουδεμία οφειλή εκ της αιτίας αυτής έχει προς τον εφεσίβλητο) να απορριφθούν ως αβάσιμοι, όπως πρωτοδίκως, καθώς και ο ανωτέρω λόγος έφεσης.

Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ομοίως, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου - έστω και με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία που συμπληρώνεται με αυτή της παρούσας απόφασης (άρθρ. 534 ΚΠολΔ)- και όλοι οι περί του αντιθέτου λόγοι της έφεσης πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, ως και η υπό κρίση έφεση στο σύνολό της....." IV. Με το άρθρο 42 του ν. 4194/2013 ["Κώδικας Δικηγόρων" -ΦΕΚ Α' 208/27-9-2013], που ισχύει από 29-9-2013, "Έμμισθος δικηγόρος είναι αυτός που προσφέρει αποκλειστικά νομικές υπηρεσίες, ως νομικός σύμβουλος ή ως δικηγόρος, σε συγκεκριμένο εντολέα, σταθερά και μόνιμα, αμειβόμενος αποκλειστικά με πάγια περιοδική αμοιβή. Ο ίδιος δικηγόρος μπορεί επίσης να αναλαμβάνει υποθέσεις από οποιονδήποτε άλλον, αμειβόμενος είτε ανά υπόθεση είτε με άλλον τρόπο". Από τη διάταξη αυτή καθίσταται σαφές ότι με βάση το καθοριζόμενο από τον Κώδικα περί Δικηγόρων ισχύον νομικό πλαίσιο, σύμβαση έμμισθης εντολής υπάρχει στην περίπτωση κατά την οποία ο δικηγόρος, που παρέχει νομικές υπηρεσίες σταθερά και μόνιμα σε συγκεκριμένο εντολέα, αμείβεται γι' αυτές αποκλειστικά με πάγια περιοδική αμοιβή (ΑΠ 509/2024, 1408/2023).

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 43 παρ. 1 του ν. 4194/2013 "η πρόσληψη δικηγόρων με έμμισθη εντολή στον ιδιωτικό τομέα γίνεται με έγγραφη σύμβαση, που καταρτίζεται μεταξύ αυτού και του εντολέα". Κατά το άρθρο 46 παρ. 2 του ν. 4194/2013 και 167 ΑΚ, "η σύμβαση μεταξύ έμμισθου δικηγόρου και εντολέα είναι πάντοτε αορίστου χρόνου και λύεται α)... και δ) με καταγγελία της σύμβασης από τον εντολέα ή εντολοδόχο δικηγόρο. ... Η καταγγελία με ποινή ακυρότητας είναι έγγραφη και σε αυτή αναφέρεται ο λόγος της απόλυσης, επιδίδεται δε με δικαστικό επιμελητή". Από τις διατάξεις του άρθρου 46 παρ. 2,3,4 του Ν. 4194/2013 σαφώς προκύπτει ότι δεν ιδρύεται ακυρότητα της καταγγελίας της σύμβασης έμμισθης εντολής από τη μη καταβολή πλήρους αποζημίωσης και επομένως η σύμβαση που καταγγέλθηκε λύεται οπωσδήποτε, η δε υποχρέωση του εντολέα για την καταβολή της συμφωνημένης αμοιβής στο δικηγόρο μέχρι καταβολής πλήρους της αποζημίωσης είναι παροχή ex lege προς το δικηγόρο, που επιβάλλεται ως είδος ποινής στον εντολέα και μέσο εξαναγκασμού του για την καταβολή της αποζημίωσης (ΑΠ 491/2024, 1408/2023, 381/2022 569/2020, 506/2018).

Όμως, επί άκυρης για οποιονδήποτε λόγο συμβάσεως εργασίας ή έμμισθης εντολής δικηγόρου, ο εργοδότης, που δεν αποδέχεται τις υπηρεσίες του εργαζομένου ή του δικηγόρου, δεν καθίσταται υπερήμερος και, συνεπώς, δεν υποχρεούται στην καταβολή αποδοχών υπερημερίας, ούτε στη συνέχιση της σχέσεως εργασίας ή εντολής, αφού αυτή δεν αναγνωρίζεται από το νόμο και δεν μπορεί να συνεχισθεί χωρίς τη θέλησή του (ΑΠ 34/2024, 557/2021, ΑΠ 1187/2019, ΑΠ 1419/2018), πλην, όμως, και στην περίπτωση αυτή (άκυρη σύμβαση έμμισθης εντολής), ο δικηγόρος δικαιούται ευθέως εκ του νόμου την αποζημίωση απόλυσης, όταν ο εντολέας παύσει να αποδέχεται τις υπηρεσίες του (ΑΠ 358/2024, 1017/2019, 540/2017), χωρίς, όμως, να γεννάται αξίωση καταβολής της κατά την παρ.4 του άρθρου 46 του ως άνω νόμου παροχής (ex lege ποινής) σε περίπτωση που ο εντολέας δεν καταβάλει στο δικηγόρο την αποζημίωση (ΑΠ 358/2024).

Εξάλλου, κατά μεν το άρθρο 158 ΑΚ η τήρηση τύπου για τη δικαιοπραξία απαιτείται μόνο όπου το ορίζει ο νόμος, κατά δε το άρθρο 159 παρ.1 του ίδιου κώδικα δικαιοπραξία για την οποία δεν τηρήθηκε ο τύπος που απαιτεί ο νόμος, εφόσον δεν ορίζεται το αντίθετο, είναι άκυρη. Ειδικότερα, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 158 και 159 του Α.Κ. και της διάταξης του άρθρου 43 παρ.1 του Ν.4194/2013 ("Κώδικα Δικηγόρων"), προκύπτει ότι, ο τύπος του ιδιωτικού εγγράφου, που απαιτείται για τις καταρτιζόμενες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών επί παγία αντιμισθία μεταξύ δικηγόρου και εντολέα του ιδιωτικού τομέα, είναι συστατικός και όχι αποδεικτικός, εφόσον η τήρηση του τύπου επιβάλλεται από τον ίδιο το νόμο (43 παρ.1 Ν.4194/2013), γι΄ αυτό και η έλλειψή του καθιστά κατά τα άρθρα 158 και 159 παρ. 1 του ΑΚ άκυρη τη σύμβαση, εφόσον δεν ορίζεται ρητά στο νόμο το αντίθετο, η ακυρότητα δε της συμβάσεως από την έλλειψη του απαιτουμένου τύπου είναι απόλυτη, εκτός από την περίπτωση που η πρόταση για την κατάρτιση της συμβάσεως γίνει εγγράφως και η αποδοχή προφορικά, οπότε αίρεται η ακυρότητα που προκαλείται από την έλλειψη εγγράφου αποδοχής, εάν εκπληρωθεί η σύμβαση (πρβλ. ΑΠ 919/2023, 493/2020, 430/2015, 1213/2015). 'Αρση όμως της ακυρότητας χωρεί, σε περίπτωση εκτελέσεως της συμβάσεως, μόνον όταν για τη σύμβαση προηγήθηκε χωριστή έγγραφη πρόταση, χωρίς να επακολουθήσει και έγγραφη αποδοχή, όχι όμως και όταν δεν τηρήθηκε καθόλου ο έγγραφος τύπος για την πρόταση και την αποδοχή (ΟλΑΠ 862/1984, ΑΠ 919/2023, ΑΠ 1966/2022, 1423/2022).

Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 εδ. α του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνο, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί ενώ συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή του ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται, είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ΄ ουσίαν, η παραβίαση κανόνος ουσιαστικού δικαίου κρίνεται με βάση τα πραγματικά περιστατικά που ανέλεγκτα το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν και την υπαγωγή τους στο νόμο και ιδρύεται αυτός ο λόγος αναιρέσεως αν οι πραγματικές παραδοχές της αποφάσεως καθιστούν εμφανή την παραβίαση. Αυτό συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε, αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (Ολ.ΑΠ 2/2023, 2/2021).

V. Με τον πέμπτο λόγο αναίρεσης, η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με την παραβίαση των διατάξεων των άρθρων 43 παρ.1, 46 παρ.3 και 4 του Κώδικα Δικηγόρων, 158, 159α, 174 και 180 του Α.Κ., τις οποίες εσφαλμένα δεν εφήρμοσε, ενώ ήταν εφαρμοστέες, ως και των διατάξεων των άρθρων 42 και 46 παρ.3 και 4 του Κώδικα Δικηγόρων, που εφήρμοσε, ενώ δεν ήταν εφαρμοστέες, και συγκεκριμένα ότι, εφόσον υπό τις παραδοχές της, η μεταξύ της ίδιας (αναιρεσείουσας) και του αναιρεσιβλήτου σύμβαση ήταν σύμβαση έμμισθης εντολής με παγία αντιμισθία, αυτή, ελλείψει εγγράφου τύπου έπασχε από ακυρότητα, την οποία εσφαλμένα δεν διέγνωσε το Εφετείο, και επομένως ο αναιρεσίβλητος δεν δικαιούτο λόγω της καταγγελίας, αποδοχές υπερημερίας, οι οποίες κατά παραβίαση των ως άνω ουσιαστικών διατάξεων του επιδικάστηκαν, αποζημίωση απόλυσης και αστική ποινή ενώ εξάλλου, και η επάλληλη σκέψη του Εφετείου ότι και επί ακυρότητας της σύμβασης τα εν λόγω ποσά δικαιούται ο αναιρεσίβλητος ευθέως εκ του νόμου, δεν αφορούν την αστική ποινή. Κατά τη γνώμη που επικράτησε στο Δικαστήριο, το Εφετείο με το να δεχθεί ότι καταρτίστηκε σύμβαση έμμισθης εντολής μεταξύ αναιρεσείουσας και αναιρεσιβλήτου στις 4-10-2016 χωρίς, για την κατάρτιση αυτή, να συνταγεί οποιοδήποτε έγγραφο μεταξύ των μερών, ούτε να έχει προηγηθεί έγγραφη πρόταση της αναιρεσείουσας προς τον αναιρεσίβλητο, και ότι η μη τήρηση εγγράφου τύπου για την κατάρτισή της δεν επάγεται ακυρότητα της σύμβασης αυτής και ακολούθως να κρίνει ότι η αναιρεσείουσα οφείλει στον αναιρεσίβλητο αποζημίωση λόγω της από 9.9.2019 καταγγελίας της σύμβασης έμμισθης εντολής και μηνιαίες τακτικές αποδοχές υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από 9.9.2019 έως 9.4.2020 λόγω της υπερημερίας της αναιρεσείουσας από την μη καταβολή στον αναιρεσίβλητο της ως άνω αποζημίωσης, παραβίασε τις παραπάνω ουσιαστικές διατάξεις, αφού η εν λόγω σύμβαση, ως σύμβαση έμμισθης εντολής με πάγια αντιμισθία, ήταν άκυρη λόγω έλλειψης εγγράφου τύπου, ακυρότητα που έχει ως συνέπεια να οφείλεται μεν αποζημίωση λόγω της καταγγελίας αυτής, να μην οφείλεται όμως στον αναιρεσίβλητο, λόγω της μη καταβολής της από την αναιρεσείουσα, της συμφωνημένης αμοιβής (ως παροχή ex lege) μέχρι την καταβολή αυτής (αποζημίωσης), σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προηγήθηκε.

Επομένως κατά τη γνώμη που επικράτησε στο Δικαστήριο ο πέμπτος λόγος αναίρεσης κατά το μέρος που προσάπτονται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση οι ως άνω αιτιάσεις που αφορούν την κρίση της ότι η σύμβαση έμμισθης εντολής ήταν έγκυρη παρά την έλλειψη του εγγράφου τύπου και ότι οφείλονται λόγω της καταγγελίας της σύμβασης έμμισθης εντολής και της μη καταβολής της εξ αυτής οφειλόμενης αποζημίωσης, μηνιαίες τακτικές αποδοχές υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από 9.9.2019 έως 9.4.2020, είναι βάσιμος. Δύο όμως μέλη του Δικαστηρίου και συγκεκριμένα οι Αρεοπαγίτες Ελπίδα Σιμιτοπούλου και Παρασκευή Γρίβα είχαν την άποψη ότι ο απαιτούμενος από τη διάταξη του άρθρου 43 παρ. 1 του Ν. 4194/2013 έγγραφος τύπος, για την πρόσληψη δικηγόρων με έμμισθη εντολή στον ιδιωτικό τομέα, δεν έχει συστατικό χαρακτήρα, αλλά αποδεικτικό, καθόσον: Ι) Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 43 παρ. 1 και 2 στοιχ. ι' του Ν. 4194/2013 "Κώδικας Δικηγόρων", "1. Η πρόσληψη δικηγόρων με έμμισθη εντολή στον ιδιωτικό τομέα γίνεται με έγγραφη σύμβαση, που καταρτίζεται μεταξύ αυτού και του εντολέα. 2. Η πρόσληψη δικηγόρων στους φορείς του δημόσιου τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά με νόμο, γίνεται με επιλογή ύστερα από προκήρυξη, με βάση όσα παρακάτω ορίζονται, εκτός αν πρόκειται για πρόσληψη του προϊσταμένου νομικής ή δικαστικής υπηρεσίας ή νομικού συμβούλου στους φορείς αυτούς, ο οποίος προσλαμβάνεται με απόφαση του αρμοδίου οργάνου του φορέα.

Ειδικότερα για τους εμμίσθους δικηγόρους: α)..... ι) Προσλήψεις στο δημόσιο τομέα κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος είναι άκυρες και συνεπάγονται την ποινική δίωξη των μελών του οργάνου, που ενήργησε την πρόσληψη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 259 Π.Κ., και την πειθαρχική δίωξη των εμπλεκόμενων δικηγόρων". Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων, εκ των οποίων εκείνη της παρ. 2 στοιχ. ι' ορίζει ρητώς ότι η πρόσληψη δικηγόρου με έμμισθη εντολή στο δημόσιο τομέα είναι άκυρη, εφόσον δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις του άρθρου αυτού (προκήρυξη από ενδιαφερόμενο φορέα, υποβολή αίτησης από τους υποψηφίους, συνοδευόμενη από τα απαιτούμενα δικαιολογητικά, εξέταση αιτήσεων από πενταμελή επιτροπή και έκδοση απόφασης από αυτήν), ενώ στην παρ. 1 του ίδιου άρθρου δεν προβλέπεται αντίστοιχη κύρωση για τους εμμίσθους δικηγόρους που προσλαμβάνονται στον ιδιωτικό τομέα, ήτοι ακυρότητα της σύμβασης έμμισθης εντολής, εφόσον δεν τηρηθεί ο προβλεπόμενος γι' αυτήν έγγραφος τύπος, συνάγεται ότι ο έγγραφος τύπος που απαιτείται από την παρ. 1 του άρθρου 43 του Ν. 4194/2013, για την πρόσληψη δικηγόρων με έμμισθη εντολή στον ιδιωτικό τομέα, έχει αποδεικτικό και όχι συστατικό χαρακτήρα. Η άποψη αυτή ενισχύεται και από το γεγονός ότι στην αιτιολογική έκθεση του Ν. 4194/2013, στην ενότητα ΙΙ με τίτλο "Παρουσίαση των βασικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει σήμερα η άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος" διαλαμβάνεται ότι "Σε κάθε περίπτωση προβλέπουμε τον κανόνα της γραπτής αποτύπωσης της συμφωνίας μεταξύ δικηγόρου και εντολέα του. Ο γραπτός τύπος, όμως, είναι μόνο αποδεικτικός".

Συνεπώς το Εφετείο, το οποίο με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε ότι η ένδικη σύμβαση έμμισθης εντολής με πάγια αντιμισθία δεν έπασχε από ακυρότητα λόγω της μη τήρησης εγγράφου τύπου, δεν υπέπεσε στην ανωτέρω αναιρετική πλημμέλεια και ως εκ τούτου πρέπει να απορριφθεί ο πέμπτος λόγος αναίρεσης ως αβάσιμος.

VI. Με τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 563 του ΚΠολΔ ορίζεται ότι "Στην αρμοδιότητα της Ολομελείας του Αρείου Πάγου υπάγονται α) αιτήσεις αναίρεσης υπέρ του Νόμου, β) αιτήσεις αναίρεσης κατά αποφάσεων που παραπέμπονται για εκδίκαση στην ολομέλεια με κοινό πρακτικό του Προέδρου και του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ή με απόφαση του τμήματος που δικάζει. Η παραπομπή μπορεί να γίνει για όλους ή για μερικούς μόνο από τους λόγους της αναίρεσης, αν σε κάθε περίπτωση κριθεί ότι δημιουργούνται ζητήματα με γενικότερο ενδιαφέρον ή ότι τούτο είναι αναγκαίο για την ενότητα της Νομολογίας. Το τμήμα που δικάζει είναι υποχρεωμένο να παραπέμψει την εκδίκαση της υπόθεσης στην ολομέλεια αν η απόφασή του για την αίτηση αναίρεσης, ανατρεπτική ή απορριπτική, λαμβάνεται με πλειοψηφία μιας ψήφου ή αν αρνείται να εφαρμόσει νόμο ως αντισυνταγματικό. Αν όμως το ζήτημα της αντισυνταγματικότητας έχει ήδη κριθεί με απόφαση της ολομέλειας, η παραπομπή είναι δυνητική"..

Περαιτέρω, από τη διάταξη της παρ.2 του άρθρου 27 του ν. 4938/2022, που ορίζει ότι "στην πλήρη Ολομέλεια υπάγονται: α) αιτήσεις αναίρεσης υπέρ του νόμου, β) αιτήσεις αναίρεσης που παραπέμπονται σε αυτή για εκδίκαση με κοινό πρακτικό του Προέδρου και του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ή με ομόφωνη απόφαση του δικάζοντος τμήματος ή με απόφαση της τακτικής Ολομέλειας, γ) οι περιπτώσεις που το τμήμα αρνείται την εφαρμογή νόμου ως αντισυνταγματικού και δ) οι περιπτώσεις που το τμήμα πρόκειται να εκδώσει απόφαση αντίθετη με προηγούμενη θέση της ολομέλειας ή τμήματος του Αρείου Πάγου, για το ίδιο θέμα. Η παραπομπή μπορεί να γίνει για όλους ή ορισμένους μόνο λόγους αναίρεσης, αν πρόκειται για ζήτημα εξαιρετικής σημασίας. Η τακτική Ολομέλεια παραπέμπει την εκδίκαση της υπόθεσης στην πλήρη Ολομέλεια, αν σχηματισθεί πλειοψηφία με διαφορά μίας (1) μόνο ψήφου" προκύπτει, εξ αντιδιαστολής, ότι στην περίπτωση κατά την οποία η απόφαση του Τμήματος του Αρείου Πάγου λήφθηκε με πλειοψηφία μιας ψήφου, η υπόθεση παραπέμπεται στην Τακτική Ολομέλεια (πρβλ. ΑΠ 1206/2021, 171/2019).

Κατ΄ ακολουθία των ανωτέρω, εφόσον η απόφαση για το βάσιμο του πέμπτου από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ λόγου της ένδικης αίτησης αναίρεσης λαμβάνεται με πλειοψηφία μιας (1) ψήφου, πρέπει το ζήτημα αυτό να παραπεμφθεί στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου προκειμένου να κριθεί η βασιμότητα ή μη του λόγου αυτού. Οι λοιποί λόγοι της ένδικης αίτησης αναίρεσης, δεν ερευνώνται από το Δικαστήριο τούτο κατά το στάδιο αυτό, καθόσον τελούν υπό την αίρεση της αβασιμότητας του προαναφερόμενου πέμπτου λόγου της, που παραπέμπεται προς έρευνα κατά τα ανωτέρω.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Παραπέμπει στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου το αναφερόμενο στο σκεπτικό ζήτημα του βάσιμου ή μη του πέμπτου λόγου της από 21-12-2023 (αρ.εκθ.καταθ. 10833/1055/2023) αίτησης για αναίρεση της υπ' αριθμ. 4716/2023 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 6 Μαΐου 2025.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 28 Μαΐου 2025.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ