Α.Π. 462/2025 (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
ΔΙΚΗΓΟΡΟΙ - ΠΑΡΟΧΗ ΝΟΜΙΚΗΣ ΒΟΗΘΕΙΑΣ ΣΕ ΠΟΛΙΤΗ ΧΑΜΗΛΟΥ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ – ΠΕΝΤΑΕΤΗΣ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ – ΔΙΑΚΟΠΗ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗΣ – ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ ΕΝ ΕΠΙΔΙΚΙΑ. Η παραγραφή αξίωσης κατά του Δημοσίου λαμβάνεται υπόψη και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο, ενώ η διακοπή της παραγραφής αυτής συνιστά αντένσταση, την οποία πρέπει να προτείνει, παραδεκτώς και νομίμως, ο διάδικος που αποκρούει την παραγραφή και δεν μπορεί να λάβει υπόψη του αυτεπαγγέλτως το δικαστήριο. Η αξίωση δικηγόρου εις βάρος του Ελληνικού Δημοσίου για καταβολή αποζημίωσης, με βάση την προβλεπόμενη ελάχιστη νόμιμη δικηγορική αμοιβή, στα πλαίσια παροχής νομικής βοήθειας σε πολίτη χαμηλού εισοδήματος του ν.3226/2004 υπόκειται στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 90 παρ.1 ν. 2362/1995. Εν προκειμένω, η παραγραφή αυτή παρήλθε εν επιδικία, καθόσον μεταξύ των δύο τελευταίων διαδικαστικών πράξεων των διαδίκων, που προκύπτουν από το δικόγραφο της έφεσης, μεσολάβησε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της πενταετίας. Συγκεκριμένα από την άσκηση της έφεσης από το αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, μέχρι την κατάθεση αντιγράφου της από τον ενάγοντα αναιρεσίβλητο στη Γραμματεία του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου για τον ορισμό επ' αυτής δικασίμου, παρήλθε διάστημα εξήμισι και πλέον ετών, χωρίς να μεσολαβήσει οποιαδήποτε διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου, μη εφαρμοζομένης της διατάξεως του άρθρου 261 παρ.1 εδ. α' και β' ΑΚ -που προβλέπει την ιδιότυπη αναστολή της παραγραφής αυτής μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της ένδικης αγωγής- αλλά της ειδικής για το Δημόσιο διάταξης του άρθρου 93 περ. α' ν.2362/1995 (ήδη αρθ.143 περ. α' ν.4270/2014). Αναιρεί [90 παρ.1, 94 εδ. δ' ν. 2362/1995, 261 παρ.1 εδ. α', β' ΑΚ, 143 περ. α' ν. 4270/2014, 1 επ. ν.3226/2004]
Απόφαση 462 / 2025 (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 462/2025
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αριστείδη Βαγγελάτο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννα Μαργέλλου - Μπουλταδάκη, Ιωάννη Δουρουκλάκη, Νίκη Κατσιαούνη - Εισηγήτρια και Μαρία Γιαννακοπούλου, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 28 Ιανουαρίου 2025, με την παρουσία και της Γραμματέως Α. Α., για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα. Εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του Παρασκευή Μιλήση, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., η οποία κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου: Ι. Κ., κατοίκου ..., ο οποίος παραστάθηκε για τον εαυτό του με την ιδιότητα του δικηγόρου, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από ...-2009 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: .../2011 του ίδιου Δικαστηρίου και .../2022 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο με την από ...-2024 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την υπό κρίση, από ...-2024 (αριθμ. εκθ. καταθ. ...-2024), αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η με αριθμό .../2022 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από αμοιβές για την παροχή εργασίας, επί της από ...-2012 και με αριθμό κατάθεσης ...-2012 έφεσης του εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου, κατά της με αριθμό .../2011 απόφασης του Ειρηνοδικείου Αθηνών. Με την οριστική αυτή απόφαση το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ίδια διαδικασία, επί της από ...-2009 και με αριθμό κατάθεσης .../2009 αγωγής του ήδη αναιρεσίβλητου δικηγόρου, αφού είχε απορρίψει ως αόριστη την επικουρική της βάση του αδικαιολογήτου πλουτισμού, είχε δεχθεί εν μέρει την κύρια βάση της άνω αγωγής του και είχε υποχρεώσει το εναγόμενο και ήδη αναιρεσείον να του καταβάλει το ποσό των 934 ευρώ, νομιμοτόκως, ως οφειλόμενη αποζημίωση, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα κατώτερα όρια καθορισμού δικηγορικής αμοιβής κατά τις αναφερόμενες ΚΥΑ, για τις παρασχεθείσες, στα πλαίσια του ν. 3226/2004, υπηρεσίες του νομικής βοήθειας σε πολίτη χαμηλού εισοδήματος. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε κατ'ουσία την έφεση του ήδη αναιρεσείοντος επικυρώνοντας την οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου. Η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, καθόσον από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης και η αίτηση αναίρεσης κατατέθηκε στη γραμματεία του δικαστηρίου που την εξέδωσε, στις 29-2-2024, πριν την πάροδο της καταχρηστικής προθεσμίας των δύο ετών από την δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης, που έγινε στις 10-3-2022 (άρθρα 552, 553, 556, 564 παρ. 3, 566 παρ. 1και 144 του ΚΠολΔ.
Συνεπώς, είναι παραδεκτή (άρθρο 577 παρ.1 του ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 577 παρ. 3 του ΚΠολΔ).
Κατά το άρθρο 190 του ΝΔ 3026/1954 "Κώδικας περί Δικηγόρων" (εφεξής ΚπΔ), που έχει εν προκειμένω εφαρμογή, διότι οι ένδικες αξιώσεις και η παροχή των αντίστοιχων υπηρεσιών έλαβαν χώρα πριν από την κατάργηση του εν λόγω Κώδικα και τη θέση σε ισχύ του νέου Κώδικα των Δικηγόρων με το άρθρο 166 του ν. 4194/2013, "αι απαιτήσεις των Δικηγόρων δια τας αμοιβάς και τας δαπάνας αυτών παραγράφονται μετά πενταετίαν, αρχομένην, εάν μεν πρόκειται περί διοικητικών υποθέσεων ή εξωδίκων εργασιών, από το τέλος του έτους καθ' ο ενηργήθη η σχετική πράξις, εάν δε πρόκειται περί δικών, από το τέλος του έτους καθ' ο ενεργήθη υπ' αυτών η τελευταία διαδικαστική πράξις". Από τη διάταξη αυτή, η οποία ως ειδική υπερισχύει εκείνης του άρθρου 250 αριθ. 11 του ΑΚ (ΑΠ 239/2024, ΑΠ 720/2019) σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 251 του ΑΚ, συνάγεται ότι η αξίωση του δικηγόρου για την αμοιβή του γεννιέται και είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξή της από το χρονικό σημείο, κατά το οποίο ενήργησε την εξώδικη πράξη ή την τελευταία διαδικαστική πράξη στη δίκη ή έπαυσε από οποιοδήποτε λόγο να εκπροσωπεί τον εντολέα του, ο χρόνος δε της παραγραφής αρχίζει από το τέλος του έτους, στο οποίο εμπίπτει η κατά τα ανωτέρω γένεση της αξιώσεως (ΟλΑΠ 42/1990, ΑΠ 239/2024, ΑΠ 148/2023, ΑΠ 509/2019). Τα ίδια ως άνω ισχύουν και για την αξίωση δικηγόρου εις βάρος του Δημοσίου για την καταβολή της καθορισθείσας από το νόμο αποζημίωσης για τις παρασχεθείσες υπηρεσίες του στο πλαίσιο παροχής νομικής βοήθειας σε πολίτη χαμηλού εισοδήματος του ν. ν.3226/2004.
Περαιτέρω, ο Ν. 2362/1995 "περί Κώδικος Δημοσίου Λογιστικού", ο οποίος καταργήθηκε με το άρθρο 177 του ισχύοντος από 1.1.2015 Ν. 4270/2014 (Αρχές δημοσιονομικής διαχείρισης και εποπτείας - Δημόσιο Λογιστικό), αλλά έχει εφαρμογή στην προκείμενη περίπτωση, αφού, κατ' άρθρο 183 παρ. 2 γ', του ιδίου νόμου (4270/2014) οι διατάξεις του Υποκεφαλαίου 12 (που αφορά, μεταξύ άλλων, την παραγραφή, αναστολή και παραγραφή απαιτήσεων κατά του Δημοσίου) του Κεφαλαίου Β' του Μέρους Δ' ισχύουν για απαιτήσεις σε βάρος του Δημοσίου που γεννώνται μετά την ημερομηνία αυτή, όριζε με τις διατάξεις των άρθρων 90 παρ. 1 και 91 εδ. α' (όμοιες των οποίων εισήχθησαν με τα αντίστοιχα άρθρα 140 παρ. 1 και 141 του Ν. 4270/2014) τα ακόλουθα: α) το άρθρο 90 παρ. 1: "Οποιαδήποτε απαίτηση κατά του Δημοσίου παραγράφεται μετά πενταετία, εφόσον από άλλη γενική ή ειδική διάταξη δεν ορίζεται βραχύτερος χρόνος παραγραφής αυτής" και β) το άρθρο 91 εδ. α': "Επιφυλασσομένης κάθε άλλης ειδικής διατάξεως του παρόντος, η παραγραφή οποιασδήποτε απαιτήσεως κατά του Δημοσίου αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη αυτής". Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει, ότι εφόσον από άλλη γενική ή ειδική διάταξη δεν ορίζεται βραχύτερος χρόνος παραγραφής, οποιαδήποτε απαίτηση κατά του Δημοσίου, ακόμη και αν πηγάζει από αδικαιολόγητο πλουτισμό λόγω ακυρότητας της σύμβασης (ΑΠ 1260/2023, ΑΠ 1039/2017), παραγράφεται μετά από την πάροδο πενταετίας, η οποία αρχίζει, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά από άλλη ειδική διάταξη του νόμου περί Δημοσίου Λογιστικού, από το τέλος του οικονομικού έτους εντός του οποίου γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη της απαίτησης.
Κατά τη διάταξη δε του άρθρου 93 του ίδιου ως άνω νόμου "Με την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων, η παραγραφή των χρηματικών απαιτήσεων κατά του Δημοσίου διακόπτεται μόνο: α) Με την υποβολή της υποθέσεως στο δικαστήριο ή σε διαιτητές, οπότε η παραγραφή αρχίζει εκ νέου από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων, του δικαστηρίου ή των διαιτητών, β) Με την υποβολή στην αρμόδια δημόσια αρχή αιτήσεως για την πληρωμή της απαιτήσεως,.... γ) Με την υποβολή αιτήσεως προς το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους για την αναγνώριση της απαιτήσεως..., δ) Με την επίδοση επιταγής για εκτέλεση, όπου αυτή επιτρέπεται, ε) Με την έκδοση τίτλου πληρωμής... στ) Με την αναγνώριση της απαιτήσεως υπό του Δημοσίου με πρακτικό του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, που έχει εγκριθεί από τον Υπουργό Οικονομικών. Αυτό ισχύει επί οποιασδήποτε απαιτήσεως κατά του Δημοσίου, συμπεριλαμβανομένης και της εκ του αδικαιολογήτου πλουτισμού". Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 94 εδ. δ' (τελευταίο) του ιδίου ως άνω νόμου "Η παραγραφή λαμβάνεται υπόψη αυτεπάγγελτα από τα δικαστήρια". Από τις προπαρατεθείσες διατάξεις του Ν. 2362/1995, συνάγεται σαφώς, ότι η παραγραφή αξίωσης κατά του Δημοσίου λαμβάνεται υπόψη και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο της ουσίας, ενώ η διακοπή της παραγραφής αυτής, που συντελείται με έναν από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 93 του ως άνω νόμου τρόπους, συνιστά αντένσταση, την οποία πρέπει να προτείνει, παραδεκτώς και νομίμως, ο διάδικος που αποκρούει την παραγραφή, και δεν μπορεί να λάβει υπόψη του αυτεπαγγέλτως το δικαστήριο (ΟλΑΠ 11/2003, ΑΠ 494/2022, ΑΠ 15/2020, ΑΠ 1233/2019, ΑΠ 666/2018).
Εξάλλου, το άρθρο 261 ΑΚ, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το άρθρο 101 παρ.1 ν.4139/2013 (ΦΕΚ Α.74/20-3-2013) όριζε ότι: "1.Την παραγραφή διακόπτει η έγερση της αγωγής. Η παραγραφή που διακόπηκε, με τον τρόπο αυτό, αρχίζει και πάλι από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου". Το ίδιο άρθρο ( 261 ΑΚ), αντικαταστάθηκε με το άρθρο 101 παρ. 1 του Ν. 4139/20.3.2013, και όπως ισχύει από τις 20-3-2013, ορίζει ότι: "1. την παραγραφή διακόπτει η άσκηση αγωγής. Η παραγραφή που διακόπηκε με τον τρόπο αυτό αρχίζει και πάλι από την έκδοση τελεσίδικης απόφασης ή την κατ` άλλον τρόπο περάτωση της δίκης. 2. Στην περίπτωση που οι διάδικοι δεν επισπεύδουν την πρόοδο της δίκης και εφόσον δεν προβλέπεται άλλη προθεσμία για την ενέργεια διαδικαστικών πράξεων από αυτούς, η παραγραφή αρχίζει και πάλι έξι μήνες μετά την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου. Στις περιπτώσεις αυτές η παραγραφή διακόπτεται εκ νέου εφόσον κάποιος διάδικος επισπεύσει την πρόοδο της δίκης. 3.Η παρούσα διάταξη εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς υποθέσεις, εφόσον δεν έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση". Το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 δεν διαφέρει από την προϊσχύουσα ρύθμιση, παρά μόνον στην αντικατάσταση του όρου "έγερση" από τον σύγχρονο όρο "άσκηση" της αγωγής. Οι συνέπειες του ουσιαστικού δικαίου εξακολουθούν να εντοπίζονται στο χρονικό σημείο της έγκυρης επίδοσης της αγωγής, οπότε θεωρείται ότι ο εναγόμενος έλαβε γνώση της εναντίον του αγωγής. Η σοβαρότερη διαφοροποίηση από την προϊσχύουσα διάταξη του άρθρου 261 ΑΚ εντοπίζεται στο δεύτερο εδάφιο της πρώτης παραγράφου, το οποίο προβλέπει ταυτοχρόνως διακοπή και μία ιδιότυπη αναστολή της παραγραφής, μέχρι το χρονικό σημείο εκδόσεως τελεσίδικης αποφάσεως ή περατώσεως της δίκης με άλλο τρόπο (ΑΠ 717/2021, ΑΠ 472/2021, ΑΠ 1233/2019, ΑΠ 361/2019, ΑΠ 148/2017).
Από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων με αυτή του άρθρου 92 του ανωτέρω ν. 2362/1995 (ήδη 142 του ν.4270/2014), σύμφωνα με το οποίο "Οι περί αναστολής της παραγραφής διατάξεις των άρθρων 257 έως 259 του Αστικού Κώδικα, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στον παρόντα νόμο, εφαρμόζονται και επί απαιτήσεων κατά του Δημοσίου. Η παραγραφή απαιτήσεως κατά του Δημοσίου αναστέλλεται για όσο χρόνο ο έχων την απαίτηση λόγω ανωτέρας βίας έχει εμποδιστεί να ασκήσει την αξίωση μέσα στο τελευταίο εξάμηνο του χρόνου της παραγραφής", συνάγεται ότι, κατά τη νομοθετική βούληση που εκφράσθηκε σαφώς, τα ζητήματα του χρόνου παραγραφής των κατά του Δημοσίου αξιώσεων και των λόγων διακοπής και αναστολής της παραγραφής αυτής ρυθμίζονται από τον Κώδικα Δημοσίου Λογιστικού και, ως εκ τούτου, δεν μπορούν να εφαρμοσθούν ως προς τα ζητήματα αυτά οι αντίστοιχες διατάξεις του Αστικού Κώδικα, παρά μόνον στις περιπτώσεις που το ίδιο το Δημόσιο Λογιστικό παραπέμπει σε αυτές, όπως συμβαίνει ως προς τις αφορώσες την αναστολή της παραγραφής διατάξεις των άρθρων 257 έως 259 του Αστικού Κώδικα, οι οποίες είναι οι μοναδικές από τις περί αναστολής της παραγραφής διατάξεις του Αστικού Κώδικα που εφαρμόζονται (ΑΠ 222/2024, ΑΠ 223/2024, ΑΠ 224/2024, ΑΠ 399/2021).
Συνακόλουθα, η νέα διάταξη του άρθρου 261 παρ.1 εδ.β'ΑΚ, που προβλέπει μια ιδιότυπη αναστολή της παραγραφής και δεν περιλαμβάνεται, ως λόγος αναστολής της παραγραφής των απαιτήσεων κατά του Δημοσίου στην ανωτέρω ειδική διάταξη του άρθρου 92 του ν. 2362/1995 (ήδη 142 του ν.4270/2014), δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση αξίωσης με αγωγή απαιτήσεων κατά του Δημοσίου. Επιπρόσθετα, η παραπάνω διάταξη του άρθρου 261 του ΑΚ (όπως ισχύει από 20-3-2013), δεν τροποποίησε, ούτε κατήργησε την ειδική διάταξη του άρθρου 93 περ.α'του ν.2362/1995 (ήδη 143 περ.α'του ν.4270/2014) για τη διακοπή της παραγραφής των απαιτήσεων κατά του Δημοσίου και την εκ νέου έναρξη αυτής από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου, η οποία δεν περιλαμβάνει τέτοια περίπτωση (εκ νέου έναρξη της παραγραφής που διακόπηκε με την έκδοση τελεσίδικης απόφασης) και κατισχύει, ως ειδική, κάθε γενικότερης διάταξης. Αντίθετα, και οι μεταγενέστερες του υπό τη νέα μορφή άρθρου 261 του ΑΚ, διατάξεις των άρθρων 142 και 143 περ.α'του Ν.4270/2014, έχουν το ίδιο ακριβώς περιεχόμενο με τις καταργηθείσες, από την 1-1-2015, ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 92 και 93 περ.α'του ν.2362/1995, και οι ρυθμίσεις τους, κατά σαφή νομοθετική βούληση, ισχύουν, ως ειδικές, για την διακοπή και αναστολή των απαιτήσεων κατά του Δημοσίου (ΑΠ 222/2024, ΑΠ 223/2024, ΑΠ 224/2024).
Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 560 παρ.1 εδ α` ΚΠολΔ κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων και των αποφάσεων των Πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων αναίρεση επιτρέπεται μόνο, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ` αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2022, ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013).
Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο, κατά το κύριο σκέλος του, λόγο της αίτησης αναίρεσης το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι το Εφετείο, κρίνοντας ουσιαστικά βάσιμη, και όχι παραγεγραμμένη εν επιδικία την ένδικη κύρια αγωγική αξίωση του ήδη αναιρεσίβλητου δικηγόρου-περί καταβολής αποζημίωσης ποσού 934 ευρώ για τις παρασχεθείσες δικηγορικές υπηρεσίες του στα πλαίσια νομικής βοήθειας κατά το νόμο 3226/2004-παρότι είχε παρέλθει η πενταετής παραγραφής της μεταξύ των δύο τελευταίων διαδικαστικών πράξεων που προέκυπταν από τα διαδικαστικά έγγραφα (της άσκησης της έφεσης και της κατάθεσής της ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου προς ορισμό δικασίμου επ'αυτής), η οποία αυτεπαγγέλτως λαμβάνεται υπόψη, αλλά και το ίδιο (το αναιρεσείον) παραδεκτά, κατ'άρθρον 527 αριθ.2 και 3 ΚΠολΔ, είχε ισχυριστεί με τις ενώπιόν του έγγραφες προτάσεις του, το Εφετείο παραβίασε ευθέως τις διατάξεις των άρθρων 90 παρ.1, 93 περ.α'και 94 εδ.δ'του ν.2362/1995, με εσφαλμένη ερμηνεία και μη εφαρμογή τους, ενώ αυτές ήσαν εφαρμοστέες, και όχι αυτή του άρθρου 261 παρ.1 εδ.α'και β'του ΑΚ, όπως ισχύει από τις 20-3-2013 μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 101 παρ.1 του ν.4139/2013. Από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης, που παραδεκτά επισκοπούνται κατ'άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ, προκύπτουν, κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος, τα ακόλουθα:
Με την από ...-2009 με αριθμό κατάθεσης .../2009 αγωγή του ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών ο ενάγων [ήδη αναιρεσίβλητος] δικηγόρος Αθηνών, εγγεγραμμένος στους πίνακες διοριστέων δικηγόρων του ΔΣΑ για την παροχή νομικής βοήθειας σε πολίτες χαμηλού εισοδήματος του ν.3226/2004, και επικαλούμενος τον διορισμό του με τη υπ'αριθμ. ...-2006 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου για την παροχή νομικής βοήθειας σε υπόθεση της Ι. Π.-Γ. και συγκεκριμένα για την άσκηση αίτηση αναίρεσης για λογαριασμό της κατά της με αριθμό .../2005 απόφασης του Εφετείου Αθηνών και της .../2003 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ισχυρίστηκε ότι στα πλαίσια του διορισμού του αυτού παρείχε τις περιγραφόμενες νομικές υπηρεσίες του, για τις οποίες η οφειλόμενη από το εναγόμενο [ήδη αναιρεσείον] Ελληνικό Δημόσιο κατ'άρθρο 14 του ν.3226/2004 αποζημίωσή του, σύμφωνα με τις ελάχιστες δικηγορικές αμοιβές κατά τις επικαλούμενες ΚΥΑ, ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 934 ευρώ.
Κατόπιν τούτων ο ενάγων ζήτησε να υποχρεωθεί το εναγόμενο να του καταβάλει, μεταξύ άλλων, (και) το ανωτέρω ποσό των 934 ΑΚ για την προαναφερόμενη, κύρια, αιτία, νομιμοτόκως. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από αμοιβές για την παροχή εργασίας, η με αριθμό .../2011 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών, με την οποία το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε κατά το μέρος τούτο την κύρια βάση της αγωγής και επιδίκασε στον ενάγοντα και ήδη αναιρεσίβλητο δικηγόρο το ποσό των 934 ευρώ, ως οφειλόμενη αποζημίωση, ίση με την ελάχιστη δικηγορική αμοιβή κατά τις ΚΥΑ 64762/9-15/6/2004, 67900/6/6/-7/7/2005, 7790/14/12-2006-16-7-2007, για τις παρεσχεθείσες υπηρεσίες του παροχής νομικής βοήθειας. Κατά της άνω πρωτόδικης απόφασης, κατά το μέρος του δέχθηκε κατ'ουσία την αγωγή του αντιδίκου του, το εναγόμενο και ήδη αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο άσκησε την από ...-2012 έφεσή του, με κατάθεσή της στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 19-4-2012, συνταχθείσης της με αριθμό ...-2012 έκθεσης της Γραμματέα του Ειρηνοδικείου Αθηνών, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο από τους διαδίκους επικυρωμένο αντίγραφό της, αλλά και από το προσκομιζόμενο από τον αναιρεσίβλητο υπ'αριθμ. ...-2017 πιστοποιητικό του Γραμματέα του ίδιου δικαστηρίου. Επικυρωμένο αντίγραφο της άνω έφεσης κατέθεσε ο αναιρεσίβλητος για τον ορισμό δικασίμου επ'αυτής στη Γραμματεία του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου (του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών) στις 16-11-2018, ήτοι μετά την πάροδο έξι και πλέον ετών από την άσκησή της, συνταχθείσης της υπ'αριθμ. ...-2018 έκθεσης κατάθεσης δικογράφου της Γραμματέως του Πρωτοδικείου Αθηνών, και επ'αυτής ορίστηκε δικάσιμος για τη συζήτησή της στις 28-5-2021 κατά την οποία και η έφεση συζητήθηκε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών που δίκασε ως Εφετείο.
Κατά τη συζήτηση της έφεσής του το εναγόμενο-εκκαλούν και ήδη αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο με τις από 26-5-2021 ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου προτάσεις του επικαλέστηκε το πρώτον παραδεκτά, κατ'άρθρο 527 παρ.2 και 3 ΚΠολΔ, την ένσταση της πενταετούς παραγραφής εν επιδικία της επιδικασθείσας με την εκκαλουμένη απόφαση ένδικης αξίωσης του αντιδίκου του, κατά τις διατάξεις των άρθρων 90 παρ. 1, 93 περ. α' και 94 εδ. δ' του ν.2362/1995, λόγω παρόδου χρονικού διαστήματος μεγαλύτερου της πενταετίας μεταξύ των δύο τελευταίων διαδικαστικών πράξεων, και δη της άσκησης της έφεσής του με κατάθεσή της στη γραμματεία του δικαστηρίου που εξέδωσε την εκκαλουμένη απόφαση (στις 19-4-2012) και της κατάθεσης αντιγράφου της από τον αντίδικό του στη γραμματεία του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου (στις 16-11-2018) για ορισμό δικασίμου για τη συζήτησή της. Το Εφετείο, με την με αριθμό .../2022 προσβαλλόμενη απόφασή του, έκρινε ουσιαστικά βάσιμη την ένδικη αξίωση του εφεσίβλητου και ήδη αναιρεσίβλητου δικηγόρου, για καταβολή της επιδικασθείσας πρωτοδίκως αποζημίωσης ποσού 934 ευρώ κατά τις αναφερόμενες ΚΥΑ, λόγω της παροχής εκ μέρους του, εντός του έτους 2006, των επιδίκων υπηρεσιών του νομικής βοήθειας στα πλαίσια του ν.3224/2004, και όχι παραγεγραμμένη εν επιδικία και συνακόλουθα αβάσιμη κατ'ουσία, όπως ισχυρίστηκε το εκκαλούν και ήδη αναιρεσείον, χωρίς να δεχθεί αντένταση του εφεσιβλήτου και ήδη αναιρεσιβλήτου δικηγόρου για διακοπή της παραγραφής της ή αναστολής αυτής για λόγο ανωτέρας βίας εντός του τελευταίου εξαμήνου της.
Μετά ταύτα το Εφετείο απέρριψε κατ'ουσία την έφεση του εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου και επικύρωσε την εκκαλουμένη απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο παραβίασε ευθέως, με εσφαλμένη ερμηνεία και μη εφαρμογή, τις διατάξεις ουσιαστικού δικαίου των άρθρων 90 παρ.1, 93 περ. α' και 94 εδ. δ' του ν.2362/1995, οι οποίες είναι οι εφαρμοστέες εν προκειμένω. Ειδικότερα, η ένδικη αξίωση του ενάγοντος και ήδη αναιρεσίβλητου δικηγόρου εις βάρος του εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου για καταβολή αποζημίωσης, με βάση την προβλεπόμενη ελάχιστη νόμιμη δικηγορική αμοιβή, στα πλαίσια παροχής νομικής βοήθειας σε πολίτη χαμηλού εισοδήματος του ν.3226/2004, η οποία κατά τις παραδοχές του Εφετείου γεννήθηκε εντός του έτους 2006, υπόκειται στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 90 παρ.1 του ν.2362/1995. Η παραγραφή αυτή παρήλθε εν επιδικία, καθόσον μεταξύ των δύο τελευταίων διαδικαστικών πράξεων των διαδίκων, που προκύπτουν από το δικόγραφο της έφεσης, μεσολάβησε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της πενταετίας.
Συγκεκριμένα από την άσκηση της έφεσης από το εναγόμενο και ήδη αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 19-4-2012, μέχρι την κατάθεση αντιγράφου της από τον ενάγοντα και ήδη αναιρεσίβλητο στη Γραμματεία του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου στις 16-11-2018 για τον ορισμό επ'αυτής δικασίμου, παρήλθε διάστημα εξήμισι και πλέον ετών, χωρίς να μεσολαβήσει, με βάση τις παραδοχές της απόφασης του Εφετείου, οποιαδήποτε διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου, μη εφαρμοζομένης εν προκειμένω της διατάξεως του άρθρου 261 παρ.1 ΑΚ εδ.α'και β', όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 101 παρ.1 ν.4139/2013-που προβλέπει την ιδιότυπη αναστολή της παραγραφής αυτής μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της ένδικης αγωγής-αλλά της ειδικής για το Δημόσιο διάταξης του άρθρου 93 περ.α' ν.2362/1995 (ήδη αρθ.143 περ.α'του ν.4270/2014). Την παραγραφή αυτή, που προέκυπτε ημερολογιακά από το χρόνο που είχε μεσολαβήσει μεταξύ των ανωτέρω, γενόμενων με επιμέλεια των διαδίκων, διαδικαστικών πράξεων (άσκηση της έφεσης στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο με αριθμό κατάθεσης ...-2012 και κατάθεση του αντιγράφου της στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο για ορισμό δικασίμου με αριθμό ...-2018) και διαλαμβάνονταν στο ενώπιον του Εφετείου αντίγραφο του εφετηρίου, όφειλε να λάβει υπόψη αυτεπαγγέλτως το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 94 εδ. δ' του ν.2362/1995, την πρότεινε όμως και το εκκαλούν και ήδη αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο, παραδεκτά ενώπίον του, κατ' άρθρο 527 παρ. 2 και 3 ΚΠολΔ, με τις έγγραφες προτάσεις του.
Επομένως, το Εφετείο, κρίνοντας ουσιαστικά βάσιμη εν μέρει την αγωγή κατά την κύρια βάση της, ενώ αυτή ήταν ουσιαστικά αβάσιμη λόγω συμπλήρωσης, της προκύπτουσας κατά τα ανωτέρω ενώπιόν του, πενταετούς παραγραφής εν επιδικία, της ένδικης αξίωσης του ενάγοντος και ήδη αναιρεσίβλητου κατά του εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 93 περ. α' του ν.2362/1995, την οποία όφειλε να λάβει υπόψη του ακόμη και αυτεπαγγέλτως, και εσφαλμένως ερμήνευσε και δεν την εφάρμοσε, με συνέπεια να μην δικαιολογείται το απορριπτικό, της έφεσης του ήδη αναιρεσείοντος, πόρισμα της προσβαλλομένης απόφασής του και συνακόλουθα η επικύρωση της πρωτόδικης απόφασης που είχε δεχθεί κατά το μέρος αυτό την αγωγή κατ'ουσία. Κατόπιν τούτων το Εφετείο υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ και ο σχετικός ερευνώμενος λόγος αναίρεσης κατά το κύριο σκέλος του είναι βάσιμος, παρελκομένης, μετά ταύτα, της έρευνας του επικουρικού του σκέλους. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, που απέρριψε κατ'ουσία την έφεση του εκκαλούντος και ήδη αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου και επικύρωσε την εκκαλουμένη απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, η οποία είχε δεχθεί την αγωγή κατά την κύρια βάση της εν μέρει κατ'ουσία, επιδικάζοντας στον ενάγοντα και ήδη αναιρεσίβλητο το εκεί αναφερόμενο χρηματικό ποσό, νομιμοτόκως. Με τη διάταξη του άρθρου 580 παρ.3 εδ.α'και β'ΚΠολΔ ορίζεται ότι αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, μπορεί να κρατήσει την υπόθεση και να τη δικάσει, αν κατά την κρίση του δεν χρειάζεται άλλη διευκρίνιση. Στην αντίθετη περίπτωση παραπέμπει την υπόθεση στο τμήμα που ορίζεται από τον κανονισμό και, αν πρόκειται για τους λόγους που αναφέρονται στους αριθμός 1, 2, 3, 6 έως 17, 19 και 20 του άρθρου 559 μπορεί να παραπέμψει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση σε άλλο δικαστήριο ισόβαθμο και ομοειδές προς εκείνο το οποίο εξέδωσε την απόφαση που αναιρέθηκε ή στο ίδιο αν είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές.
Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη και με τη διάταξη της παρ.4 του ίδιου άρθρου, η οποία ορίζει ότι οι αποφάσεις της ολομέλειας και των τμημάτων του Αρείου Πάγου δεσμεύουν τα δικαστήρια που ασχολούνται με την ίδια υπόθεση ως προς τα νομικά ζητήματα που έλυσαν, συνάγεται, ότι οσάκις μετά την αναίρεση της απόφασης δεν υπάρχει δικονομικά έδαφος για περαιτέρω διευκρίνιση της υπόθεσης από το δικαστήριο της ουσίας, υπολείπεται δε μόνη η διατύπωση του διατακτικού της απόφασης με βάση το περιεχόμενο της αναιρετικής απόφασης και την έκταση της αναίρεσης αυτής, μπορεί η τελειωτική απόφαση για την υπόθεση να εκδοθεί από τον Άρειο Πάγο (ΟλΑΠ 5/2022, ΟλΑΠ 42/2005, ΟλΑΠ 41/2002, ΟλΑΠ 25/2001, ΑΠ 520/2023). Στην εξεταζόμενη περίπτωση, σύμφωνα με τα παραπάνω και κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη που προηγήθηκε, η ασκηθείσα, με την από ...-2009 με αριθμ.καταθ..../2009 αγωγή, κύρια αξίωση του ενάγοντος δικηγόρου και του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου (εκ του άρθρου 14 του ν.3226/2004 σε συνδ. με τις ΚΥΑ 64762/9-6-2004, 67900/6-6-2005 και 7790/16-2-2007, που ίσχυαν κατά το χρόνο γέννησής της) έχει υποπέσει σε παραγραφή εν επιδικία, με την πάροδο της πενταετίας μεταξύ των δύο ως άνω διαδικαστικών πράξεων, δεδομένου ότι ο ενάγων-εφεσίβλητος και ήδη αναιρεσίβλητος με τις προτάσεις του και την από 2-6-2021 προσθήκη των προτάσεών του ενώπιον του Εφετείου, που παραδεκτά επισκοπούνται (αρθ.561 παρ.2 ΚΠολΔ) δεν προέβαλε κατ' αντένσταση α) κάποιον από τους προβλεπόμενους από το άρθρο 93 του ν.2362/1995 (ήδη 143 του ν.4270/2014) λόγους διακοπής της παραγραφής αυτής, ούτε β) νόμιμο λόγο αναστολής, λόγω επέλευσης ανωτέρας βίας κατά το τελευταίο εξάμηνο, του χρόνου της παραγραφής (αρθ.92 το ν.2362/1995 ήδη 142 του ν.4270/2014). Η επικαλούμενη στην άνω προσθήκη των προτάσεών του απώλεια του δικογράφου της έφεσης του αντιδίκου του από το αρχείο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου με ευθύνη των εκεί υπαλλήλων, "επί συναπτή τετραετία (2012-2016)" που διήρκησε μέχρι που ο ίδιος έλαβε ακριβές αντίγραφό της για τον προσδιορισμό από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο της προαναφερόμενης δικασίμου-και αληθής ακόμη υποτιθέμενη, παρότι δεν πιστοποιείται από το προσκομιζόμενο με επίκληση από τον ίδιο (τον εκκαλούντα) υπ'αριθμ. .../2017 πιστοποιητικό του Γραμματέα του Ειρηνοδικείου Αθηνών-δεν ασκεί ουσιώδη επιρροή κατά το νόμο στην ανωτέρω παραγραφή.
Και τούτο καθόσον το ιστορούμενο γεγονός ανωτέρας βίας (της απώλειας του εφετηρίου από υπαλλήλους του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου), ακόμη και αν υποτεθεί ότι έλαβε χώρα στις 19-10-2016, στην αρχή του τελευταίου εξαμήνου της πενταετούς παραγραφής-που θα συμπληρωνόταν εν επιδικία στις 19-4-2017-η αναστολή της παραγραφής έπαυσε στις 3-11-2017, με τη χορήγηση στον αναιρεσίβλητο από τη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου ακριβούς αντιγράφου της έφεσης του αντιδίκου του, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο αντίγραφό της, το οποίο ακολούθως, μετά, από την από 10-7-2019 δική του παραγγελία, επιδόθηκε στο αναιρεσείον. Χωρίς υπολογισμό του ανωτέρω διαστήματος της αναστολής (από 19-10-2016 έως και τις 3-11-2017) στο χρόνο της πενταετούς παραγραφής, και δεδομένου ότι από τις 19-4-2012 έως και τις 19-10-2016 είχαν ήδη παρέλθει 4 έτη και 6 μήνες, η πενταετής παραγραφή συμπληρώθηκε εν επιδικία μετά την πάροδο εξαμήνου από την επομένη της 3-11-2017, δηλαδή στις 4-5-2018, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 92 το ν.2362/1995 (ήδη 142 του ν.4270/2014), και 257 ΑΚ. Ο ενάγων-εφεσίβλητος όμως, προέβη στην, επόμενη της άσκησης της έφεσης του αντιδίκου του, διαδικαστική πράξη, αυτή της κατάθεσής της ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου προς ορισμό δικασίμου, μεταγενέστερα της ανωτέρω συμπλήρωσης της πενταετούς παραγραφής εν επιδικία και συγκεκριμένα στις 16-11-2018. Με βάση τα ανωτέρω η αγωγή, κατά την κύρια βάση της κατά το μέρος που κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, είναι ουσιαστικά αβάσιμη λόγω της συμπλήρωσης της πενταετούς παραγραφής εν επιδικία, χωρίς να υφίσταται δικονομικό έδαφος για επανεκδίκαση της υπόθεσης και περαιτέρω έρευνα στην ουσία της με διαφορετικό από το πόρισμα αυτό, από το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, δικάζον την έφεση του αναιρεσείοντος, μετά την κατά τα άνω αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης, δεσμευόμενο ως προς το νομικό ζήτημα της παραγραφής της ένδικης απαίτησης και της αναστολής της που λύθηκε ως άνω και προκύπτει από τα άνω διαδικαστικά έγγραφα και ημερολογιακά.
Και τούτο διότι το μόνο που απομένει στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο είναι η, κατά παραδοχή της έφεσης, μετά από εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης του Ειρηνοδικείου Αθηνών κατά το μέρος που είχε γίνει δεκτή η αγωγή κατ'ουσία κατά την κύρια βάση της, απόρριψή της κατά το μέρος τούτο που επιστηρίζεται στις άνω διατάξεις, ως ουσιαστικά αβάσιμης, λόγω συμπλήρωσης της πενταετούς παραγραφής εν επιδικία. Επομένως, πρέπει να κρατηθεί και να δικαστεί από το παρόν Τμήμα η υπόθεση, να γίνει δεκτή κατ'ουσία η από ...-2012 (αριθ.καταθ. ...-2012) έφεση του ήδη αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου, να εξαφανιστεί η με αριθμ. .../2011 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών κατά το μέρος που δέχθηκε κατ'ουσία την από ...-2009 με αριθμ.καταθ. .../2009 αγωγή, και να απορριφθεί η αγωγή κατά το μέρος αυτό, που κρίθηκε νόμιμη, ως ουσιαστικά αβάσιμη λόγω παραγραφής εν επιδικία της ένδικης, κύριας, αξίωσης του ενάγοντος-αναιρεσιβλήτου. Τέλος, επειδή το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο με τις προτάσεις που κατέθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ζητεί να καταδικαστεί ο αναιρεσίβλητος στην πληρωμή των δικαστικών του εξόδων μόνο της παρούσας αναιρετικής δίκης, πρέπει να καταδικαστεί ο αναιρεσίβλητος, λόγω της ήττας του στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσείοντος της παρούσας αναιρετικής δίκης, κατά ουσιαστική παραδοχή του σχετικού νομίμου αιτήματός του (αρθ.176, 183 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ), μειωμένων, κατά τη διάταξη του άρθρου 22 του ν.3693/1957, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αρ.18 του ΕισΝΚΠολΔ, σε συνδ. με την παρ.2 της υπ'αριθμ. ... οικ. της ...-1993 Κοινής Υπουργικής Απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ β 11), που εκδόθηκε κατ'εξουσιοδότηση του άρθρου 12 παρ.5 του ν.1738/1987), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δέχεται την από ...-2024 με αριθμ.καταθ....-2024 αίτηση για αναίρεση της με αριθμό .../2022 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (δικάσαντος ως Εφετείο με την ειδική διαδικασία των διαφορών από αμοιβές για παροχή εργασίας).
Αναιρεί την με αριθμό .../2022 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
Κρατεί την υπόθεση και δικάζει επί της από ...-2012 (αριθ. εκθ. καταθ. .../2012) έφεσης Ελληνικού Δημοσίου.
Δέχεται κατ'ουσία την έφεση.
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη με αριθμό .../2011 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών κατά το μέρος που δέχθηκε την από ...-2009 με αριθμ.καταθ. .../2009 αγωγή.
Απορρίπτει την ανωτέρω αγωγή κατά το μέρος αυτό.
Καταδικάζει τον αναιρεσίβλητο στην πληρωμή των δικαστικών του αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου της παρούσας αναιρετικής δίκης, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 28 Φεβρουαρίου 2025.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 14 Μαρτίου 2025.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
1974 - 2025 © Τετράβιβλος. Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος. Όροι και Προϋποθέσεις