Α.Π. 13/2025 (Β1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
ΘΑΝΑΤΗΦΟΡΟ ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΑΤΥΧΗΜΑ ΜΕ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΡΟΧΑΙΟΥ ΑΤΥΧΗΜΑΤΟΣ. - Αναιρείται η πληττόμενη, καθώς ενώ δέχεται, ότι, κατά το ένδικο ατύχημα, ο θανών οδηγός οδηγούσε Ι.Χ. φορτηγό υπό καλές καιρικές συνθήκες και φώς ημέρας, σε ευθεία οδό με κατάσταση οδοστρώματος ασφάλτινο και ξηρό και με αραιή κυκλοφορία οχημάτων και ανύπαρκτη κυκλοφορία πεζών και ότι έχασε τον έλεγχο του οχήματος, το οποίο εξετράπη προς τα δεξιά της πορείας του, με αποτέλεσμα οι δεξιοί τροχοί του να εξέλθουν από το οδόστρωμα, και να κινηθεί για 56 μέτρα εκτός οδοστρώματος στο ευρισκόμενο παραπλεύρως της οδού χωμάτινο έρεισμα, παράλληλα ως προς την αρχική του πορεία και τον άξονα του οδοστρώματος, μετά δε την κίνηση των 56 αυτών μέτρων, ο ανωτέρω οδηγός προσπάθησε ανεπιτυχώς να επαναφέρει πάλι το όχημα στο οδόστρωμα αλλά αυτό κινήθηκε προς τα αριστερά σε σχέση με την αρχική του πορεία για 22 μέτρα και βγήκε εκτός του οδοστρώματος στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας, όπου εκεί προσέκρουσε σε δένδρο ευρισκόμενο στο πλησίον του οδοστρώματος έρεισμα και εν τέλει ανατράπηκε, αποδίδοντας το γεγονός αυτό στην παράλειψη της πρώτης αναιρεσείουσας, εργοδότριάς του (που του παραχώρησε το εν λόγω όχημα προς εκτέλεση της εργασίας του ως οδηγού) να λάβει κάθε μέτρο ασφαλείας για την προστασία της υγείας του ανωτέρω εργαζομένου της και την αποφυγή πρόκλησης κινδύνου γι' αυτόν καθώς αφενός δεν μερίμνησε για την αντικατάσταση των ελαστικών του οχήματος, τα οποία είχαν υποστεί φθορές καθιστώντας επικίνδυνη την οδήγηση αυτού και αφετέρου δεν προέβη στην αποκατάσταση των τεχνικών ελλείψεων που παρουσίαζε το όχημα, στον μεν κινητήρα απώλεια λαδιού με μη συνεχή διαρροή, στο δε σύστημα μετάδοσης κίνησης απώλεια λιπαντικού με μη συνεχή διαρροή, πλέον του ότι αν και το Δελτίο Τεχνικού Ελέγχου ΚΤΕΟ του οχήματος είχε λήξει δύο μήνες πριν το τροχαίο ατύχημα, δεν προέβη στον νέο έλεγχο αυτού, δεν αιτιολογεί επαρκώς πως οι αναφερόμενες ως αποδειχθείσες φθορές των ελαστικών ήταν ικανές, υπό συνθήκες ευθείας οδού με κατάσταση οδοστρώματος ξηρό και υπό καλές καιρικές συνθήκες, να αποτελέσουν αιτίες απώλειας του ελέγχου του αυτοκινήτου από τον οδηγό αυτού και εκτροπής αυτού και εν συνεχεία αδυναμία επιτυχούς ελιγμού επαναφοράς αυτού στην αρχική του πορεία, και με δεδομένο ότι δεν αναφέρεται στην προσβαλλόμενη απόφαση τυχόν ρήξη αυτών (ελαστικών) προ της αρχικής εκτροπής ή έστω προ του ελιγμού επαναφοράς καθώς και πως η απώλεια λαδιού στον κινητήρα, με μη συνεχή διαρροή και απώλεια λιπαντικού στο σύστημα μετάδοσης κίνησης, με μη συνεχή διαρροή, και με δεδομένο ότι στο σημείο του ατυχήματος, όπως δέχτηκε ανελέγκτως η προσβαλλόμενη, δεν ανευρέθησαν ίχνη λαδιών, ως και η κατά δύο (2) μήνες καθυστέρηση τεχνικού ελέγχου του αυτοκινήτου από το ΚΤΕΟ, είναι ικανά να επιφέρουν τα ως άνω αποτελέσματα (απώλεια του ελέγχου του αυτοκινήτου - εκτροπή αυτού - αδυναμία επιτυχούς ελιγμού επαναφοράς). Ούτε επίσης κάνει αναφορά στην συγκεκριμένη ταχύτητα του οχήματος κατά το χρόνο του ατυχήματος, ενόψει και της διαγραφείσης πορείας του αυτοκινήτου μετά την απώλεια ελέγχου αυτού και την πρώτη εκτροπή και της διαδρομής αυτού με την εν τέλει σφοδρότητα της πτώσης επί του δένδρου, ώστε να μπορεί να αποκλειστεί με βεβαιότητα, ως αιτία της απώλειας του ελέγχου του αυτοκινήτου από τον θανόντα οδηγό (και) η ενδεχόμενη αυξημένη ταχύτητα που είχε αναπτύξει αυτός, ενόψει και της μη ανεύρεσης ιχνών πέδησης. Περαιτέρω, ενώ δέχεται το Εφετείο, ότι, ο θανών οδηγός εργαζόταν πέραν του συμφωνημένου και νομίμου ωραρίου απασχόλησής του και πως δεν μεσολάβησε αναγκαίος χρόνος ανάπαυλας για την ειδικότητα του θανόντος ως οδηγού φορτηγού, αποδίδοντας την πρόκληση του ατυχήματος στη παράληψη τήρησης από την πρώτη εναγομένη εργοδότρια εταιρεία δια του νομίμου εκπροσώπου της δευτέρου εναγομένου και ήδη αντίστοιχων αναιρεσειόντων των διατάξεων του νόμου περί υποχρεωτικής ανάπαυλας του θανόντος, που προκάλεσαν την εξασθένηση των δυνάμεων και αντανακλαστικών αυτού λόγω κοπώσεως, εντούτοις, δεν κάνει αναφορά στον χρόνο πέρατος του δρομολογίου της προηγούμενης ημέρας του ατυχήματος και της σχετικής εργασίας του στην εναγομένη, ώστε να κριθεί αν ο χρόνος που μεσολάβησε έκτοτε και μέχρι την έναρξη της εργασίας του την επομένη ημέρα του ατυχήματος, που κατά τις παραδοχές της προσβαλλομένης ήταν η 6η ώρα πρωινή, επαρκούσε για την απαραίτητη ανάπαυλα αυτού. Σε κάθε δε περίπτωση δεν αιτιολογεί γιατί ο χρόνος από ώρα 21.30 μ.μ., που επέστρεψε ο θανών στην οικεία του την προηγουμένη του ενδίκου ατυχήματος, έως την 06.00 π.μ. ώρα που άρχιζε το ωράριο εργασίας του της επομένης ημέρας, ήτοι εκείνης οπότε έλαβε χώρα το ένδικο ατύχημα, δεν ήταν ικανός για την απαραίτητη ανάπαυλα του θανόντος ούτε επίσης αναφέρει, αν ο ανωτέρω θανών οδηγός, σε περίπτωση αισθήματος κόπωσης εκ της υπεραπασχόλησης του, είχε τη δυνατότητα, ως μέσος συνετός οδηγός, να προβεί σε τρόπους αντιμετώπισης αυτής. Αναιρεί 2419/2022 Μονομελούς Εφετείου Αθηνών - (297, 298, 330, 914, 932, 662 ΑΚ).
ΑΧ
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές, Ιωάννα Μαργέλλου-Μπουλταδάκη, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη (κωλυομένης της Αντιπροέδρου Μαριάνθης Παγουτέλη), Ελένη Χροναίου, Μαλαματένια Κουράκου, Ελπίδα Σιμιτοπούλου και Μαρία-Μάριον Δερεχάνη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του, την 16 Μαΐου 2023, με την παρουσία και της Γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1)ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία "…..." και το διακριτικό τίτλο "….." όπως, μετετράπη σε ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία και το διακριτικό τίτλο ".......", όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εδρεύει στην ….. Αττικής, 2) Λ. Σ. του Μ. και 3) Μ. Σ. του Λ., κατοίκων …... Αττικής, οι οποίοι ανωτέρω, παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Γεωργίου Δρύλλη, ο οποίος αφού ζήτησε και έλαβε τον λόγο από την Πρόεδρο, διόρισε τον παρόντα δικηγόρο Ανδρέα Τσώκο, που παραστάθηκε και κατέθεσαν προτάσεις.
Των αναιρεσίβλητων: 1) E. (Ε.) Z. (Ζ.) του G. (Γ.), ατομικά και ως ασκούσας την γονική μέριμνα της ανήλικης κόρης της N. (Ν.) S. (Σ.) του Α., κατοίκων ….., 2) M. (Μ.) S. (Σ.) του Α., κατοίκου ….., 3) A. (Α.) S. (Σ.) του R.(Ρ.) κατοίκου ..., 4) Z. (Ζ.) S. (Σ.) του A. (Α.), κατοίκου ….., 5) T. (Τ.) S. (Σ.) του A. (Α.), κατοίκου ….... και 6) E. (Ε.) C. (Τ.) του A. (Α.) κατοίκου ….., που παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Αναστάσιου Πρίφτη, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 30-8-2016 αγωγή των ήδη αναιρεσίβλητων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν η 97/2021 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεων, αφού συνεκδικάσθηκαν, η 2419/2022 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας, ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 5-8-2022 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Εισηγήτρια ορίσθηκε η Αρεοπαγίτης Μαρία-Μάριον Δερεχάνη. Οι πληρεξούσιοι των αναιρεσειόντων ζήτησαν την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσίβλητων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στα δικαστικά έξοδα.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη, από 05.08.2022 και με αριθμό κατάθεσης 6319/711/05.08.2022, αίτηση αναίρεσης, με την οποία προσβάλλεται η, εκδοθείσα αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών, 2419/09.05.2022 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 3, 566 παρ. 1 και 144 του ΚΠολΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρο 577 παρ. 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 παρ. 3 ΚΠολΔ).
Με τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ, όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015 (Α 87) και όπως τα εδάφια της παρ. 3 αντικαταστάθηκαν από την παρ. 2 του άρθρου 35 του ν. 4446/2016 (ΦΕΚ Α 240), προβλέπεται η καταβολή παραβόλου από εκείνον που ασκεί το ένδικο μέσο της έφεσης, της αναίρεσης και της αναψηλάφησης (και επί περισσοτέρων ομοδίκων ενός παραβόλου), το οποίο ανέρχεται στο ποσό των τετρακοσίων πενήντα (450) ευρώ για την περίπτωση της αναίρεσης κατά απόφασης Εφετείου, που επισυνάπτεται στην έκθεση που συντάσσει ο γραμματέας, με κύρωση, σε περίπτωση μη καταβολής αυτού, την απόρριψη του ενδίκου μέσου ως απαράδεκτου από το Δικαστήριο. Σύμφωνα όμως με το τελευταίο εδάφιο της διάταξης αυτής, η υποχρέωση αυτή δεν ισχύει, μεταξύ των άλλων, και για τις διαφορές των άρθρων 614 αριθ. 3 και 5 (εργατικές διαφορές και διαφορές από αμοιβές για την παροχή εργασίας).
Στην προκείμενη περίπτωση κατά την κατάθεση της ένδικης από 05.08.2022 αίτησης αναίρεσης κατά της 2419/2022 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών επί της άνω υπόθεσης με αντικείμενο την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης από τον θανάσιμο τραυματισμό συγγενούς των εναγόντων και ήδη αναιρεσιβλήτων σε εργατικό ατύχημα, οι αναιρεσείοντες προέβησαν στην επισύναψη του υπ' αριθ. 52564819995302010004 ηλεκτρονικού παραβόλου, ποσού τετρακοσίων πενήντα (450) ευρώ για την άσκηση της αναίρεσης. Η ως άνω διαφορά, όμως, ως εργατική, απαλλάσσεται της καταβολής παραβόλου για το παραδεκτό της αίτησης αναίρεσης και κατά συνέπεια το καταβληθέν παράβολο πρέπει να αποδοθεί στους αναιρεσείοντες, ανεξάρτητα από την έκβαση της δίκης επί της ως άνω αίτησης (ΑΕΔ 3, 4/2014, ΑΠ 392/2022, 220/2021).
Από τις διατάξεις των άρθρων 914 και 932 του ΑΚ και 1 και 16 του ν. 551/1915, που κωδικοποιήθηκε με το β.δ. της 24-7/25-8-1920 και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ (άρθρο 38 παρ. 1 ΕισΝΑΚ), προκύπτει ότι χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη οφείλεται και επί εργατικού ατυχήματος όταν συντρέχουν οι όροι της αδικοπραξίας. Η διάταξη του άρθρου 16 παρ. 1 του ν. 551/1915, κατά την οποία ο παθών και τα λοιπά δικαιούμενα πρόσωπα για τις αξιώσεις τους που αφορούν εργατικό ατύχημα δικαιούνται να ασκήσουν την αγωγή του κοινού αστικού δικαίου και να ζητήσουν πλήρη αποζημίωση μόνον όταν το ατύχημα μπορεί να αποδοθεί σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων του ή όταν επήλθε σε εργασία στην οποία δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών για τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων και εξαιτίας της μη τηρήσεως των διατάξεων αυτών, αναφέρονται στην επιδίκαση αποζημίωσης για περιουσιακή ζημία και όχι στη χρηματική ικανοποίηση, για την οποία δεν υπάρχει πρόβλεψη στον προαναφερόμενο νόμο και εφαρμόζονται γι' αυτή μόνον οι γενικές διατάξεις.
Επομένως, για να δικαιούται ο παθών σε εργατικό ατύχημα χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή, σε περίπτωση θανάτου του, οι συγγενείς του χρηματική ικανοποίηση, λόγω ψυχικής οδύνης, αρκεί να συνετέλεσε στην επέλευση του ατυχήματος πταίσμα του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν, με την έννοια του άρθρου 914 του ΑΚ, δηλαδή αρκεί να συντρέχει οποιαδήποτε αμέλεια αυτών και όχι μόνον η ειδική αμέλεια ως προς την τήρηση των όρων ασφαλείας, που ορίζεται στις ως άνω διατάξεις του άρθρου 16 παρ. 1 του ν. 551/1915 (ΑΠ 1365/2023, 676/2023, 518/2021, 231/2021, 425/2018).
Από δε τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 330 και 914 του ΑΚ συνάγεται ότι προϋποθέσεις της ευθύνης προς αποζημίωση από αδικοπραξία είναι η υπαιτιότητα του υποχρέου, η οποία υπάρχει και στην περίπτωση της αμέλειας, δηλαδή όταν δεν καταβάλλεται η δέουσα στις συναλλαγές προσοχή και επιμέλεια που κάθε συνετός άνθρωπος, κατά κρίση αντικειμενική, όφειλε και μπορούσε, κάτω από τις συγκεκριμένες περιστάσεις, να καταβάλει, το παράνομο της πράξης ή παράλειψης αυτής και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της πράξης ή της παράλειψης και της επελθούσας ζημίας. Η παράνομη έναντι του ζημιωθέντος συμπεριφορά, ως όρος της αδικοπραξίας, μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία περίπτωση ο υπαίτιος ήταν υποχρεωμένος να ενεργήσει, η υποχρέωσή του δε αυτή σε πράξη μπορεί να επιβάλλεται από δικαιοπραξία, από το νόμο ή από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη, όπως και όταν ο υπαίτιος με ενέργειές του δημιούργησε μια επικίνδυνη κατάσταση από την οποία είναι δυνατό να προκύψει ζημία σε τρίτους (ΑΠ 1178/2023, 1565/2022, 220/2021). Τέτοια υποχρέωση είναι και αυτή που απορρέει από το άρθρο 662 ΑΚ, σύμφωνα με το οποίο ο εργοδότης οφείλει να διαρρυθμίζει τα σχετικά με την παροχή της εργασίας και το χώρο της ως και τα σχετικά με τη διαμονή, τις εγκαταστάσεις και τα μηχανήματα ή εργαλεία, έτσι, ώστε να προστατεύεται η ζωή και η υγεία του εργαζόμενου ("υποχρέωση πρόνοιας"). Η εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής πρέπει να γίνεται σύμφωνα με την καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη (ΑΚ 288).
Και αντίθετα, παράβαση της υποχρέωσης πρόνοιας του εργοδότη δεν μπορεί να νοηθεί, όταν οι σ' αυτόν αποδιδόμενες παραλείψεις ούτε από το νόμο ή τη σύμβαση επιβάλλονται ως θετικές ενέργειες, ούτε από την καλή πίστη υπαγορεύονται ως συνήθεις ή ευλόγως αναμενόμενες συμπεριφορές στο πλαίσιο της αποδοχής συγκεκριμένης εργασίας (ΑΠ 1121/2023, 220/2021, 959/2018). Αιτιώδης συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου ήταν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας ικανή και μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων το επιζήμιο αποτέλεσμα, το οποίο και πράγματι επέφερε (ΑΠ 1178/2023, 1565/2022, 220/2021). Το αν η πράξη ή παράλειψη ήταν ικανή, αντικειμενικά εξεταζόμενη, να επιφέρει τη ζημία, δηλαδή το αν ευρίσκεται σε πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια με το αποτέλεσμα, ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο και μάλιστα από την άποψη της παραβάσεως ή μη των διδαγμάτων της κοινής πείρας κατά την υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στη νομική έννοια της αιτιώδους συνάφειας (ΑΠ 220/2021), δηλαδή, η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, γενικώς λαμβανόμενα, μπορούν να θεωρηθούν αντικειμενικώς ως πρόσφορη αιτία της ζημίας που επήλθε, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, γιατί είναι κρίση νομική, αναγόμενη στην ορθή ή μη υπαγωγή από το δικαστήριο της ουσίας των διδαγμάτων της κοινής πείρας στην αόριστη νομική έννοια της αιτιώδους συνάφειας (ΑΠ 1178/2023).
Η κρίση όμως για το αν πράγματι στη συγκεκριμένη περίπτωση η πράξη ή η παράλειψη αποτέλεσε την αιτία του ζημιογόνου αποτελέσματος δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, καθόσον ανάγεται σε εκτίμηση πραγματικού υλικού, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ. Οι έννοιες της υπαιτιότητας (άρα και της αμέλειας) και της συνυπαιτιότητας είναι νομικές και επομένως η κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας ως προς τη συνδρομή ή όχι υπαιτιότητας του ζημιώσαντος ή συντρέχοντος πταίσματος του ζημιωθέντος (παθόντος) κατά την επέλευση της ζημίας, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 559 αρ. 1 και 19 ΚΠολΔ, για ευθεία ή εκ πλαγίου παράβαση κανόνων του ουσιαστικού δικαίου, καθώς και για παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας (ΑΠ 324/2015), αφενός ως προς το εάν, τα περιστατικά που το Δικαστήριο της ουσίας δέχεται ανελέγκτως ως αποδειχθέντα, συγκροτούν αντικειμενικά την έννοια του συντρέχοντος πταίσματος, αφετέρου ως προς την ορθή υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην αόριστη νομική έννοια της αιτιώδους συνάφειας, κατά πόσο δηλαδή τα περιστατικά αυτά του πταίσματος επιτρέπουν το συμπέρασμα να θεωρηθεί, αντικειμενικά, ορισμένο γεγονός ως πρόσφορη αιτία του ζημιογόνου αποτελέσματος.
Αντιθέτως, ο καθορισμός της βαρύτητας του πταίσματος και του ποσοστού, κατά το οποίο πρέπει να μειωθεί η αποζημίωση, αφορά εκτίμηση πραγμάτων που, κατά το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ, δεν ελέγχεται ακυρωτικώς (ΑΠ 1178/2023, 1565/2022, 163/2022, 220/2021). Εξάλλου, κατά το άρθρο 932 ΑΚ, "Σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή στερήθηκε την ελευθερία του. Σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου η χρηματική αυτή ικανοποίηση μπορεί να επιδικαστεί στην οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης". Προσδιοριστικό στοιχείο για τον καθορισμό χρηματικής ικανοποιήσεως, κατ' άρθρο 932 ΑΚ, αποτελεί, πλην των άλλων, και το τυχόν συντρέχον πταίσμα του παθόντος (ΑΠ 220/2021, 1212/2019, 1801/2017).
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος, που επιτάσσει ότι κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία) (ΟλΑΠ 1/1999, ΑΠ 517/2021, 559/2020, 1259/2019, 1033/2019 1265/2017).
Ειδικότερα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς και επαρκώς τα περιστατικά που, είτε είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση, στη συγκεκριμένη περίπτωση, της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι όμως όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση αυτή εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006). Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες (ΟλΑΠ 2/2019, 8/2018, ΑΠ 473/2022, 844/2022).
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Μονομελές Εφετείο Αθηνών δέχθηκε, σχετικά με τις συνθήκες που έλαβε χώρα το ένδικο ατύχημα και που ενδιαφέρουν τον αναιρετικό έλεγχο, τα εξής: "Ή ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία "…..." (πρώτη εναγομένη), ομόρρυθμα μέλη της οποίας τυγχάνουν οι δεύτερος και τρίτος των εναγομένων, εκ των οποίων ο δεύτερος εναγόμενος, Λ. Σ. είναι ο νόμιμος εκπρόσωπος της, τυγχάνει επιχείρηση συλλογής χρησιμοποιημένων μηχανέλαιων, βρώσιμων ελαίων, ζωικών λιπών, εισαγωγής και εμπορίας βρώσιμων ελαίων και αποθήκευσης μη επικίνδυνων απορριμμάτων με σκοπό το κέρδος. Ειδικότερα, η ως άνω εταιρεία συλλέγει και προσωρινώς αποθηκεύει απόβλητα λιπαντικά έλαια και βρώσιμα έλαια και λίπη, τα οποία εν συνεχεία επεξεργάζονται και διατίθενται ως νέο επεξεργασμένο προϊόν σε επιχειρήσεις στην Αθήνα και σε άλλες περιοχές της επαρχίας.
Δυνάμει συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, με προβλεπόμενο καθεστώς μερικής απασχόλησης, η οποία καταρτίστηκε στις 11-4-2013 στη ... Αττικής μεταξύ του Α.Σ. (A. S.) και της ως άνω πρώτης εναγομένης, νομίμως αναγγελθείσα στην αρμόδια υπηρεσία της επιθεώρησης εργασίας, ο Α.Σ. (A.S.), Αλβανός υπήκοος, σύζυγος της πρώτης των εναγόντων και πατέρας των δύο ανηλίκων τέκνων (θυγατέρων του), των οποίων τη γονική μέριμνα ασκεί η τελευταία, υιός των τρίτου και τέταρτης των εναγόντων, αδελφός των πέμπτου και έκτης των εναγόντων, κάτοχος νόμιμης άδειας επαγγελματικής οδήγησης προσελήφθη ως περιοδεύων οδηγός - πωλητής και έκτοτε υπό την ειδικότητα του αυτή προσέφερε τις υπηρεσίες του στην εργοδότρια, υπό τους όρους αμοιβής και εργασίας, οι οποίοι καθορίζονταν κατά τα λοιπά από την οικεία εφαρμοζόμενη σύμβαση εργασίας. Ο Α. Σ. (A. S.) στο πλαίσιο της εργασίας του, ως οδηγός και περιοδεύων πωλητής της εναγομένης εταιρείας, μετακινούνταν σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας, κυρίως στην επαρχία, προκειμένου αφενός να συλλέγει τα απόβλητα - χρησιμοποιημένα (καμένα) έλαια, αφετέρου να μεταφέρει και να παραδίδει τα συλλεγμένα έλαια στις εγκαταστάσεις της εταιρείας για επεξεργασία.
Για τη μετακίνηση και τη μεταφορά των προϊόντων χρησιμοποιούσε Ι.Χ. φορτηγό όχημα το οποίο του παραχωρούσε για το σκοπό αυτό η πρώτη εναγομένη. Στις 22-10-2014 επιβιβάστηκε ως οδηγός στο υπ' αριθ. κυκλοφορίας .… - ..20 ΙΧΦ όχημα κατηγορίας Ν2, μάρκας - μοντέλου και εργοστασίου κατασκευής ….., χρώματος λευκού, ιδιοκτησίας της πρώτης εναγομένης, με συνοδηγό τον τρίτο εναγόμενο Μ. Σ., προκειμένου να μεταβούν από την ευρισκόμενη στη ... Αττικής έδρα της εναγομένης εταιρείας στην περιοχή της ….... Περί ώρα 07:50 ο Α.Σ. (A. S.), οδηγώντας το ανωτέρω όχημα, κινείτο στην Ε.Ο. …... με κατεύθυνση προς …..., προσεγγίζοντας το 39,2 χιλιόμετρο της οδού αυτής. Στο εν λόγω σημείο η παραπάνω οδός ήταν ευθεία, διπλής κατεύθυνσης, με μία λωρίδα ανά κατεύθυνση, οι οποίες χωρίζονταν με μονή διακεκομμένη γραμμή σήμανσης, είχε συνολικό πλάτος 7 μέτρα, με έρεισμα πλάτους 1,5 μέτρα. Η κατάσταση της οδού ήταν ξηρή και το είδος του οδοστρώματος άσφαλτος, επικρατούσαν δε καλές καιρικές συνθήκες με αραιή κυκλοφορία οχημάτων και ανύπαρκτη κυκλοφορία πεζών και συνθήκες φωτισμού ημέρας. Το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο ταχύτητας για την κατηγορία του οχήματος που οδηγούσε ο ενάγων, ανέρχονταν σε 80 χλμ/ώρα (...). Όταν ο οδηγός Α. Σ. (A. S.), έφθασε στο παραπάνω σημείο της οδού, έχασε τον έλεγχο του οχήματος το οποίο εξετράπη προς τα δεξιά της πορείας του, με αποτέλεσμα οι δεξιοί τροχοί του (οχήματος) να εξέλθουν από το οδόστρωμα, το όχημα να κινηθεί για 56 μέτρα εκτός οδοστρώματος στο ευρισκόμενο παραπλεύρως της οδού χωμάτινο έρεισμα, αλλά σε παράλληλη ως προς την αρχική του πορεία και τον άξονα του οδοστρώματος.
Στη συνέχεια και μετά την κίνηση των 56 μέτρων, ο οδηγός προσπάθησε ανεπιτυχώς να επαναφέρει πάλι το όχημα στο οδόστρωμα αλλά εν τέλει το όχημα κινήθηκε προς τα αριστερά σε σχέση με την αρχική του πορεία για 22 μέτρα, και βγήκε εκτός του οδοστρώματος στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας, όπου εκεί προσέκρουσε σε δένδρο ευρισκόμενο στο πλησίον του οδοστρώματος έρεισμα και εν τέλει ανατράπηκε (...). Η αρχική ταχύτητα του οχήματος δεν αποδείχθηκε καθόσον στο δίσκο του ταχογράφου λόγω βλάβης δεν έχουν καταγραφεί ενδείξεις ταχύτητας. Στο σημείο του ατυχήματος δεν ανευρέθησαν ίχνη πέδησης (τροχοπεδήσεως), νερού ή λαδιών. Ανευρέθησαν ίχνη ελαστικών του ως άνω οχήματος πιθανόν από απότομη αλλαγή κατεύθυνσης εντός του οδοστρώματος, ενώ ολόκληρο το παρμπρίζ της καμπίνας οδηγού βρέθηκε εκτός οχήματος πάνω στο δέντρο στο οποίο προσέκρουσε το όχημα (...). Αποτέλεσμα της πρόσκρουσης αυτής, στην οποία δεν αποδείχθηκε ότι ενεπλάκη άλλο όχημα, ήταν να τραυματισθεί θανάσιμα ο οδηγός του οχήματος, ο οποίος κατά την άφιξη των οργάνων της Τροχαίας, βρέθηκε νεκρός εκτός του οχήματος, έχοντας υποστεί πολλαπλές κακώσεις κεφαλής και σώματος, εκ των οποίων ως μόνης ενεργού αιτίας επήλθε αμέσως ο θάνατος του (...).
Επίσης τραυματίστηκε σοβαρά, ο συνοδηγός Μ. Σ.. Το ως άνω (τροχαίο) ατύχημα το οποίο δεν θα συνέβαινε χωρίς την εργασία και τις προαναφερθείσες συγκεκριμένες περιστάσεις εκτέλεσής της, χαρακτηρίζεται ως εργατικό, ήτοι προκληθέν από αιφνίδιο βίαιο συμβάν κατά την εργασία, κατά την έννοια του άρθρου 1 του Ν. 551/1915. Ο επελθών δε θάνατος του εργαζομένου, Α.Σ. (A.S.), ήταν το αιτιώδες αποτέλεσμα της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της πρώτης εναγομένης ομόρρυθμης εταιρείας η οποία παράνομα και υπαίτια δια του νομίμου εκπροσώπου της, δευτέρου εναγομένου, παραβίασε την υποχρέωσή της, να διαρρυθμίσει τα σχετικά με την παροχή της εργασίας και τον χώρο αυτής, παραλείποντας να λάβει κάθε μέτρο ασφαλείας για την προστασία της υγείας των εργαζομένων και την αποφυγή πρόκλησης κινδύνου γι' αυτούς, μη καταβάλλοντος τη δέουσα προσοχή και επιμέλεια που κάθε συνετός άνθρωπος, κατά κρίση αντικειμενική, όφειλε και μπορούσε κάτω από συγκεκριμένες περιστάσεις να καταβάλει και όπως οι παραλείψεις αυτές, συνδέονται αιτιωδώς με το ένδικο ατύχημα, καθόσον και κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ήταν ικανές και μπορούσαν αντικειμενικά να προκαλέσουν κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων το ατύχημα αυτό εξεταζόμενες και κατά τα διδάγματα της και στη συγκεκριμένη περίπτωση πράγματι επέφεραν. ...
Συγκεκριμένα, ενώ η εναγομένη ήταν υποχρεωμένη από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη, δια του νομίμου εκπροσώπου της, να συντηρεί το παραπάνω όχημα δεν μερίμνησε από απερισκεψία και αμελή συμπεριφορά του τελευταίου, για τη συντήρηση του (οχήματος) και ειδικότερα δεν μερίμνησε ως όφειλε για την αντικατάσταση των ελαστικών του οχήματος τα οποία είχαν υποστεί φθορές καθιστώντας επικίνδυνη την οδήγηση του (οχήματος). Πιο συγκεκριμένα ... αποδείχθηκε ότι, στις πλευρικές επιφάνειες των ελαστικών του οχήματος που οδηγούσε ο Α. Σ. (A.S.) υπήρχαν τριχοειδής ρωγμές, καθώς επίσης και φθορές από γδαρσίματα, ενώ στο πέλμα των ελαστικών είχαν αποκολληθεί τμήματα αυτών. Οι ανωτέρω φθορές των ελαστικών, ήταν απόρροια της παλαιότητάς τους και της καθημερινής οδήγησης του οχήματος με την πραγματοποίηση δρομολογίων μεγάλων χιλιομετρικών αποστάσεων. ... το ένδικο όχημα έφερε στους άξονες του διαφορετικούς τύπους ελαστικών και συγκεκριμένα στον εμπρόσθιο άξονα ελαστικά ….. 225/75/R60, τύπου ….. 21/14 στον αριστερό μπροστινό τροχό, που σημαίνει ότι κατασκευάστηκε την εικοστή πρώτη εβδομάδα του έτους 2014 και τύπου ... 15/09 στο δεξιό μπροστινό τροχό, που σημαίνει ότι το ελαστικό κατασκευάστηκε τη δέκατη πέμπτη εβδομάδα του έτους 2009 [...], και στον οπίσθιο άξονα ελαστικά …... 225/75/R16C.
Συνεπώς αποδεικνύεται ότι ανά άξονα του οχήματος υπήρχαν μεν ελαστικά του ίδιου κατασκευαστή και του ίδιου τύπου, ..., όχι όμως της ίδιας παλαιότητας, αφού τα ελαστικά του εμπρόσθιου άξονα αποδείχθηκε ότι είχαν κατασκευαστεί με διαφορά πέντε ετών του ενός από το άλλο. ... ο Α.Σ. (A.S.) τις ανωτέρω φθορές των ελαστικών είχε επισημάνει στο νόμιμο εκπρόσωπο της εναγομένης, δεύτερο εναγόμενο, πριν από το ατύχημα. ... Επίσης, αν και το όχημα παρουσίαζε τις κατωτέρω τεχνικές ελλείψεις που επισημάνθηκαν στο με ημερομηνία 28-8-2013 Δελτίο Τεχνικού Ελέγχου ΚΤΕΟ, ήτοι Δ12…. Κινητήρας απώλεια λαδιού, μη συνεχής διαρροή. Δ12…. Σύστημα μετάδοσης κίνησης απώλεια λιπαντικού, μη συνεχής διαρροή, δεν αποδείχθηκε έγκαιρη, ήτοι πριν από την πρόκληση του ατυχήματος αποκατάσταση αυτών, πλέον του γεγονότος ότι αν και το ανωτέρω Δελτίο Τεχνικού Ελέγχου του οχήματος είχε λήξει από 28-8-2014 οπότε και έπρεπε να διενεργηθεί εκ νέου τεχνικός έλεγχος με επιμέλεια του νομίμου εκπροσώπου της εναγομένης, ήτοι δύο μήνες πριν το τροχαίο ατύχημα, δεν πραγματοποιήθηκε ο έλεγχος αυτός.
Οι ανωτέρω ελλείψεις, και κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας καθιστούσαν το συγκεκριμένο όχημα το οποίο ήταν παλαιότητας 10 ετών με ημερομηνία πρώτης κυκλοφορίας 3-10-1994 ... και το οποίο κινούνταν καθημερινά, διανύοντας πολλά χιλιόμετρα στην Αττική και στην επαρχία, επικίνδυνο περί την οδήγηση και επηρέαζαν τη δυνατότητα ασφαλούς κίνησής του επί του οδοστρώματος. Εξαιτίας της ως άνω αποδειχθείσης κατάστασης των ελαστικών και των ως άνω ελλείψεων τεχνικής αρτιότητας του οχήματος, ο Α. Σ. (A. S.), ο οποίος οδηγούσε το όχημα αυτό, έμφορτο με προϊόντα ελαιολάδου σε υγρή μορφή εντός δεξαμενών αλλά και σε μικρότερες συσκευασίες καθώς και συσκευασίες υγρών προϊόντων καθαρισμού, η ποσότητα των οποίων όμως από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν αποδείχθηκε, στερήθηκε της δυνατότητας αφενός να κινηθείς με ασφάλεια εντός του οδοστρώματος, με αποτέλεσμα να εκτραπεί το όχημα προς τα δεξιά του οδοστρώματος, αλλά και στη συνέχεια δεν μπόρεσε με ασφάλεια να πραγματοποιήσει ελιγμό επαναφοράς του οχήματος εντός της αρχικής του πορείας, με αποτέλεσμα το όχημα να εκτραπεί και ο Α. Σ. (A. S.), να υποστεί τις προαναφερόμενες βαρύτατες κακώσεις από τις οποίες επήλθε ο θάνατος του.
Οι παραπάνω παραλείψεις, συνδέονται αιτιωδώς με το ένδικο ατύχημα, όπως αποδεικνύεται ... Αντίθετα, από τα ίδια αποδεικτικά στοιχεία, μετατόπιση του υπάρχοντος εντός της κλειστής καρότσας του οχήματος φορτίου δεν αποδείχθηκε κατά τρόπον μάλιστα να αποτελέσει και την αποκλειστική αιτία του ατυχήματος, ... ο θανών δεν ήταν δεμένος με ζώνη ασφαλείας καθόσον το όχημα δεν ήταν εφοδιασμένο με ζώνες ασφαλείας, ... ως προς την έλλειψη ζωνών ασφαλείας δεν μπορεί να αποδοθεί ουδεμία υπαιτιότητα στους εναγομένους, ... το επίδικο όχημα ανήκει στην ανωτέρω κατηγορία ως έχον μέγιστο επιτρεπόμενο βάρος (μικτό αναφερόμενο στην άδεια κυκλοφορίας) 6600 χλγρμ, αλλά με χρόνο πρώτης κυκλοφορίας την 3-10-1994 δεν ήταν υποχρεωτικό να φέρει ζώνες ασφαλείας. ... Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι ο Α. Σ. (A. S.), εργαζόταν πέραν του συμφωνημένου και νομίμου ωραρίου απασχόλησής του και όπως τα χρονικά όρια οδήγησης, ανάπαυλας και εν γένει εργασίας των οδηγών φορτηγών αυτοκινήτων καθορίζονται από ..., σε ημερήσιο χρόνο οδήγησης ο οποίος ... δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τις 8 ώρες ημερησίως και 48 ώρες καθ' εβδομάδα, παρά μόνον καθ' ο μέτρο κρίνεται αναγκαία για την πρόληψη διαταραχής στην κανονική διεξαγωγή της εργασίας σε περίπτωση ατυχήματος, επικειμένου ή επελθόντος, επείγουσας εργασίας σε μηχανές, εργαλεία ή εγκαταστάσεις και ανωτέρας βίας, περίπτωση που δεν συντρέχει εν προκειμένω. Κατά δε το Β.Δ. 882/1961 και λόγω συσσωρεύσεως εργασίας ή προς αντιμετώπιση επείγουσας γενικά εργασίας επί 2ωρο ημερησίως (πέραν δηλαδή του 8ώρου) και επί τρίμηνο ετησίως κατ' ανώτατο όριο.
Ειδικότερα, στην προκειμένη περίπτωση, αποδείχθηκε ότι ο Α. Σ. (A. S.) προσλήφθηκε από την εναγομένη εταιρεία προκειμένου να παρέχει τις υπηρεσίες του ως οδηγός και παρείχε τις υπηρεσίες του ως οδηγός φορτηγού αυτοκινήτου Γ' κατηγορίας, εντός συμφωνημένου ωραρίου από ώρα 08 έως 12 (...), το οποίο κατά τον χρόνο του ατυχήματος είχε τροποποιηθεί από ώρα 06:00 έως ώρα 16:00. ... δύο διαδοχικών εβδομάδων πριν από το ένδικο ατύχημα πραγματοποίησε αυθημερόν τα εξής δρομολόγια ... Πλέον ειδικότερα, τα δύο προηγούμενα του ατυχήματος εικοσιτετράωρα, ο Α. Σ. (A. S.) διανύοντας τις κατωτέρω πασίδηλες χιλιομετρικές αποστάσεις, εκτέλεσε στις 20-1-2014 το δρομολόγιο προς ….. - ….. - ….. και ... κινήθηκε συνολικά 10 ώρες και 10 λεπτά και διένυσε 585 χιλιόμετρα. Το ανωτέρω δρομολόγιο πραγματοποίησε αυθημερόν, διότι την επομένη (21-10-2014) ήταν υποχρεωμένος να εκτελέσει άλλο δρομολόγιο. Συγκεκριμένα στις 21-10-2014 εκτέλεσε δρομολόγιο προς .... - …. - .... …. - ...., δρομολόγιο το οποίο πραγματοποίησε αυθημερόν, διότι την επομένη (22-10-2014) ήταν υποχρεωμένος να εκτελέσει το δρομολόγιο προς .... κατά το οποίο συνέβη το ένδικο τροχαίο ατύχημα. Στην από 9-12-2014 ένορκη εξέτασή της, η σύζυγος του θανόντος (επ.) Ζ. (ον.) E. του G. κατέθεσε ότι ο σύζυγος της είχε επιστρέψει από τη δουλειά το προηγούμενο βράδυ (21-10-2014) στις 21:30 μ.μ., και ξύπνησε την επομένη (22-10-2014) στις 04:00 π.μ. για να μεταβεί στην εργασία του στη ... Αττικής και συνεπώς μεταξύ των δρομολογίων της 21-10-2014 και 22-10-2014, αποδείχθηκε ότι δεν μεσολάβησε ο αναγκαίος χρόνος ανάπαυλας για την ειδικότητα του θανόντος ως οδηγού φορτηγού, δεδομένου ότι ο κάθε οδηγός έχει ημερήσια ανάπαυση τουλάχιστον δώδεκα (12) ωρών ημερησίως (Β.Δ. 882/1961).
Συνεπώς αποδεικνύεται ότι στην πρόκληση του τροχαίου ατυχήματος και στον εξ αυτού θάνατο του ως άνω συγγενούς των εναγόντων συνετέλεσαν αιτιωδώς και οι ανωτέρω αποδειχθείσες συνθήκες κάτω από τις οποίες εργαζόταν ο Α. Σ. (A. S.), οι οποίες και κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας προκάλεσαν την εξασθένηση των δυνάμεων και αντανακλαστικών του θανόντος λόγω κοπώσεως εξ υπαιτιότητας της εναγομένης εργοδότριας του, η οποία δια του αρμοδίου νομίμου εκπροσώπου της δεν τήρησε ως όφειλε τις διατάξεις του νόμου περί υποχρεωτικής ανάπαυλας του θανόντος, ο οποίος εργαζόταν χωρίς σταθερό ωράριο εργασίας, με συνεχή καθημερινά δρομολόγια, πέραν του συμφωνημένου ωραρίου εργασίας του. Εκ των ανωτέρω συνθηκών εργασίας, αμέλεια του ίδιου του θανόντος, η οποία να θεμελιώνει συνυπαιτιότητά του στην επέλευση του ατυχήματος τελούσα σε αιτιώδη συνάφεια με το ζημιογόνο αποτέλεσμα, δεν αποδείχθηκε και συνεπώς απορριπτέος τυγχάνει ως αβάσιμος ο ισχυρισμός των εναγομένων περί συνυπαιτιότητάς του Α. Σ. (A. S.) στο τροχαίο ατύχημα, ισχυρισμό τον οποίο οι εναγόμενοι παραδεκτά προέβαλλαν ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και νομίμως επαναφέρουν με τις προτάσεις τους αμυνόμενοι κατά της έφεσης των εναγόντων.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι στα πλαίσια της ποινικής δικογραφίας που σχηματίστηκε για το ένδικο ατύχημα, κατόπιν των επεχουσών θέση εγκλήσεως από 9-12-2014 εκθέσεων ένορκης εξέτασης μάρτυρα του (επ.) S. (ον.) A. του R. και της (επ.) S. (ον.) Z. του A., και την από 9-12-2014 έκθεση ένορκης εξέτασης της (επ.) Ζ. (ον.) E. του G., κατά του δεύτερου εναγομένου Λ. Σ., ομόρρυθμου εταίρου και διαχειριστή της ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία "...." και της διενεργηθείσας εν συνεχεία προκαταρκτικής εξέτασης περί της ύπαρξης περίπτωσης ποινικής δίωξης για το αδίκημα της ανθρωποκτονίας από αμέλεια (άρθρο 28, 302 παρ. 1 ΠΚ), εκδόθηκε αρχικά η με αριθμό Δ…/54/92ΔΔ Διάταξη της Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Ναυπλίου, με την οποία κρίθηκε ότι αποκλειστικά υπαίτιος του τροχαίου ενδίκου ατυχήματος ήταν ο Α. Σ. (A. S.), χωρίς να συντρέχει περίπτωση κίνησης της ποινικής δίωξης καθ' οιουδήποτε προσώπου για το έγκλημα της ανθρωποκτονίας από αμέλεια (άρθρο 28, 302 παρ. 1 ΠΚ), και απορρίφθηκαν οι ανωτέρω εγκλήσεις ως ουσία αβάσιμες. Ακολούθως εκδόθηκε η με αριθμό Διάταξης ../2019 Διάταξη του Εισαγγελέως Εφετών Ναυπλίου, με την οποία απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη η υπ' αριθμ. …./9-1-2019 κοινή προσφυγής των α) E.Ζ. του G., β) A.S. του R., και γ) Z.S. συζ. A.S., κατά της ως άνω υπ' αριθ. Δ…/54/92ΔΔ απορριπτικής Διάταξης της Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Ναυπλίου. Πλην όμως οι ανωτέρω Εισαγγελικές Διατάξεις δεν αποτελούν πλήρη απόδειξη στην παρούσα πολιτική δίκη αναφορικά με την αποκλειστική υπαιτιότητα του θανόντος Α.Σ. (A.S.) ως προς το τροχαίο ένδικο ατύχημα, διότι οι Διατάξεις αυτές είναι προϊόν άλλων (λιγότερο αυστηρών) αποδεικτικών προϋποθέσεων, ενώ η αντίστοιχη αντίθετη κρίση του παρόντος πολιτικού Δικαστηρίου είναι προϊόν πλήρους δικανικής πεποίθησης (...)".
Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο απέρριψε κατ' ουσίαν την, από 01.04.2021 (με αριθμό κατάθεσης 16754/1050/2021 έφεση των εναγομένων, δέχτηκε δε την, από 28.04.2021 (αριθμό κατάθεσης 28119/1977/2021), έφεση των εναγόντων ως βάσιμη κατ' ουσίαν, εξαφάνισε την πρωτόδικη 97/2021 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που είχε δεχτεί εν μέρει την, από 30.08.2016 και με αριθμό κατάθεσης 51334/1562/2016, ένδικη αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, Αλβανών υπηκόων, περί επιδίκασης σ' αυτούς χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης εκ του θανάτου του εργαζόμενου στην πρώτη εναγομένη ομόρρυθμη εταιρία, της οποίας ομόρρυθμοι εταίροι είναι οι λοιποί εναγόμενοι, συγγενούς τους σε εργατικό ατύχημα με τα χαρακτηριστικά τροχαίου ατυχήματος [κρίνοντας ότι αποκλειστικά υπαίτιος της πρόκλησης του ατυχήματος ήταν ο ίδιος ο θανών Α. Σ. (A. S.), όμως ο επελθών θάνατός ήταν αιτιώδες αποτέλεσμα και της αμελούς συμπεριφοράς της εργοδότριας πρώτης εναγομένης εταιρείας (δεν διέθετε στο αυτοκίνητο ζώνες ασφαλείας), ευθυνόμενη σε ποσοστό κατά 30%, ενώ ο βαθμός ευθύνης βαρύνει τον θανόντα κατά 70%] και, αφού κράτησε την υπόθεση, δέχτηκε εν μέρει την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη και υποχρέωσε τους εναγομένους, τον καθένα εις ολόκληρον, να καταβάλλουν, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης από το θάνατος του ανωτέρω συγγενούς τους, στην με σύζυγο αυτού 60.000 ευρώ, στα εκπροσωπούμενα από αυτή δύο ανήλικα τότε τέκνα του 40.000 ευρώ στο καθένα, σε καθένα των δύο γονέων αυτού 20.000 ευρώ και σε καθένα από τα δύο αδέλφια 15.000 ευρώ, έναντι των 20.000, 8.000, 5.000 και 3.000 ευρώ που επιδικαστήκαν πρωτοδίκως αντιστοίχως.
Υπό τις παραδοχές αυτές, με βάση τις οποίες το Εφετείο έκρινε ότι το επίδικο ατύχημα οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα της πρώτης εναγομένης ομορρύθμου εταιρείας (εργοδότριας του θανόντος), ενεργούσας δια του οργάνου της δευτέρου εναγομένου, - ήδη αντίστοιχων αναιρεσειόντων, συνιστάμενη σε ό,τι λεπτομερώς ανωτέρω περιγράφεται, παραβίασε εκ πλαγίου τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 297, 298, 330, 914, 932 και 662 ΑΚ, καθότι διέλαβε στην απόφασή του ανεπαρκείς και ασαφείς αιτιολογίες σχετικά με τις συνθήκες του ατυχήματος και ειδικότερα αναφορικά με την υπαίτια συμπεριφορά των ανωτέρω και την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ αυτής και της πρόκλησης του ατυχήματος, καθώς και την έλλειψη υπαίτιας συμπεριφοράς του θανόντος (συγγενούς των ήδη αναιρεσιβλήτων) οδηγού, που δεν επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο, για την ορθή ή μη εφαρμογή των περί υπαιτιότητας (αμέλειας) και αιτιώδους συναφείας διατάξεων, στερώντας έτσι, κατά τούτο, την απόφασή του νόμιμης βάσης. Ειδικότερα, ενώ δέχεται το Εφετείο, ότι, κατά το ένδικο ατύχημα, ο θανών οδηγός Α.Σ. (A.S.), οδηγούσε το ανωτέρω όχημα (Ι.Χ. φορτηγό) υπό καλές καιρικές συνθήκες και φώς ημέρας, σε ευθεία οδό (στο 39,2 χιλιόμετρο της Ε.Ο. ...), με κατάσταση οδοστρώματος ασφάλτινο και ξηρό και με αραιή κυκλοφορία οχημάτων και ανύπαρκτη κυκλοφορία πεζών [που δεν ενεπλάκησαν (άλλα οχήματα και πεζοί) στο ένδικο ατύχημα] και ότι όταν έφθασε στο παραπάνω σημείο της οδού, έχασε τον έλεγχο του οχήματος, το οποίο εξετράπη προς τα δεξιά της πορείας του, με αποτέλεσμα οι δεξιοί τροχοί του να εξέλθουν από το οδόστρωμα, και να κινηθεί για 56 μέτρα εκτός οδοστρώματος στο ευρισκόμενο παραπλεύρως της οδού χωμάτινο έρεισμα, παράλληλα ως προς την αρχική του πορεία και τον άξονα του οδοστρώματος, μετά δε την κίνηση των 56 αυτών μέτρων, ο ανωτέρω οδηγός προσπάθησε ανεπιτυχώς να επαναφέρει πάλι το όχημα στο οδόστρωμα αλλά αυτό κινήθηκε προς τα αριστερά σε σχέση με την αρχική του πορεία για 22 μέτρα και βγήκε εκτός του οδοστρώματος στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας, όπου εκεί προσέκρουσε σε δένδρο ευρισκόμενο στο πλησίον του οδοστρώματος έρεισμα και εν τέλει ανατράπηκε, αποδίδοντας το γεγονός αυτό στην παράλειψη της πρώτης εναγομένης ήδη πρώτης αναιρεσείουσας, εργοδότριάς του (που του παραχώρησε το εν λόγω όχημα προς εκτέλεση της εργασίας του ως οδηγού) να λάβει κάθε μέτρο ασφαλείας για την προστασία της υγείας του ανωτέρω εργαζομένου της και την αποφυγή πρόκλησης κινδύνου γι' αυτόν καθώς αφενός δεν μερίμνησε για την αντικατάσταση των ελαστικών του οχήματος, τα οποία είχαν υποστεί φθορές καθιστώντας επικίνδυνη την οδήγηση αυτού, αφού στις πλευρικές τους επιφάνειες υπήρχαν τριχοειδείς ρωγμές και φθορές από γδαρσίματα, ενώ στο πέλμα τους είχαν αποκολληθεί τμήματα αυτών, ως απόρροια της παλαιότητάς τους και της καθημερινής οδήγησης του οχήματος με την πραγματοποίηση δρομολογίων μεγάλων χιλιομετρικών αποστάσεων, ενώ έφερε στον εμπρόσθιο άξονα ελαστικά διαφορετικής παλαιότητας και αφετέρου δεν προέβη στην αποκατάσταση των τεχνικών ελλείψεων που παρουσίαζε το όχημα, στον μεν κινητήρα απώλεια λαδιού με μη συνεχή διαρροή, στο δε σύστημα μετάδοσης κίνησης απώλεια λιπαντικού με μη συνεχή διαρροή, πλέον του ότι αν και το Δελτίο Τεχνικού Ελέγχου ΚΤΕΟ του οχήματος είχε λήξει δύο μήνες πριν το τροχαίο ατύχημα, δεν προέβη στον νέο έλεγχο αυτού, δεν αιτιολογεί επαρκώς πως οι αναφερόμενες ως αποδειχθείσες φθορές των ελαστικών ήταν ικανές, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, υπό συνθήκες ευθείας οδού με κατάσταση οδοστρώματος ξηρό και υπό καλές καιρικές συνθήκες, να αποτελέσουν αιτίες απώλειας του ελέγχου του αυτοκινήτου από τον οδηγό αυτού και εκτροπής αυτού και εν συνεχεία αδυναμία επιτυχούς ελιγμού επαναφοράς αυτού στην αρχική του πορεία, και με δεδομένο ότι δεν αναφέρεται στην προσβαλλόμενη απόφαση τυχόν ρήξη αυτών (ελαστικών) προ της αρχικής εκτροπής ή έστω προ του ελιγμού επαναφοράς καθώς και πως η απώλεια λαδιού στον κινητήρα, με μη συνεχή διαρροή και απώλεια λιπαντικού στο σύστημα μετάδοσης κίνησης, με μη συνεχή διαρροή, και με δεδομένο ότι στο σημείο του ατυχήματος, όπως δέχτηκε ανελέγκτως η προσβαλλόμενη απόφαση, δεν ανευρέθησαν ίχνη λαδιών, ως και η κατά δύο (2) μήνες καθυστέρηση τεχνικού ελέγχου του αυτοκινήτου από το ΚΤΕΟ, είναι ικανά, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, να επιφέρουν τα ως άνω αποτελέσματα (απώλεια του ελέγχου του αυτοκινήτου - εκτροπή αυτού - αδυναμία επιτυχούς ελιγμού επαναφοράς).
Ούτε επίσης κάνει αναφορά στην συγκεκριμένη ταχύτητα του οχήματος κατά το χρόνο του ατυχήματος (παρά μόνο αναφέρει ότι η αρχική ταχύτητα του οχήματος δεν αποδείχθηκε) και αν αυτή υπερέβαινε ή μη το (δεχθέν ανελέγκτως από την προσβαλλομένη) ανώτατο επιτρεπόμενο όριο ταχύτητας για την κατηγορία του οχήματος των 80 χλμ/ώρα και αν ήταν υπερβολικά αυξημένη ή όχι, για τις περιστάσεις, ενόψει και της διαγραφείσης πορείας του αυτοκινήτου μετά την απώλεια ελέγχου αυτού και την πρώτη εκτροπή και της διαδρομής αυτού με την εν τέλει σφοδρότητα της πτώσης επί του δένδρου, ώστε να μπορεί να αποκλειστεί με βεβαιότητα, ως αιτία της απώλειας του ελέγχου του αυτοκινήτου από τον θανόντα οδηγό (και) η ενδεχόμενη αυξημένη ταχύτητα που είχε αναπτύξει αυτός, ενόψει και της, κατά τις ανέλεγκτες παραδοχές της προσβαλλομένης, μη ανεύρεσης ιχνών πέδησης.
Περαιτέρω, ενώ δέχεται το Εφετείο, ότι, ο θανών οδηγός του φορτηγού Α.Σ. (A.S.), εργαζόταν πέραν του συμφωνημένου και νομίμου ωραρίου απασχόλησής του και όπως τα χρονικά όρια οδήγησης, ανάπαυλας και εν γένει εργασίας των οδηγών φορτηγών αυτοκινήτων καθορίζονται νομίμως, το δε συμφωνημένο ωράριο αυτού κατά τον χρόνο του ατυχήματος ήταν από ώρα 06.00 έως ώρα 16.00, και ότι την προηγούμενη ημέρα του ατυχήματος (στις 21.10.2014), είχε εκτελέσει αυθημερόν δρομολόγιο προς …. - .... - .... - .... - …., το δε προηγούμενο του ατυχήματος βράδυ είχε επιστρέψει στην οικία του στις 21.30 μ.μ. και ξύπνησε την επομένη (22.10.2014 - ημέρα του ατυχήματος) στις 04.00 π.μ. για να μεταβεί στην εργασία του στη ... Αττικής και συνεπώς μεταξύ των δρομολογίων της 21.10.2014 και 22.10.2014, δεν μεσολάβησε ο αναγκαίος χρόνος ανάπαυλας για την ειδικότητα του θανόντος ως οδηγού φορτηγού, αποδίδοντας την πρόκληση του ατυχήματος στη παράληψη τήρησης από την πρώτη εναγομένη εργοδότρια εταιρεία δια του νομίμου εκπροσώπου της δευτέρου εναγομένου και ήδη αντίστοιχων αναιρεσειόντων των διατάξεων του νόμου περί υποχρεωτικής ανάπαυλας του θανόντος, που προκάλεσαν την εξασθένηση των δυνάμεων και αντανακλαστικών αυτού λόγω κοπώσεως, εν τούτοις, το Εφετείο, δεν κάνει αναφορά στον χρόνο πέρατος του αναφερόμενου δρομολογίου της προηγούμενης ημέρας του ατυχήματος και της σχετικής εργασίας του στην εναγομένη, ώστε να κριθεί αν ο χρόνος που μεσολάβησε έκτοτε και μέχρι την έναρξη της εργασίας του την επομένη ημέρα του ατυχήματος, που κατά τις παραδοχές της προσβαλλομένης ήταν η 6η ώρα πρωινή, επαρκούσε για την απαραίτητη ανάπαυλα αυτού, καθώς η παραδοχή περί επιστροφής στην οικία του περί ώρα 21.30 της προηγουμένης δεν συνδέεται με το πέρας της εν λόγω εργασίας του ως οδηγού και διενέργειας του ανωτέρω δρομολογίου.
Σε κάθε δε περίπτωση το Εφετείο δεν αιτιολογεί επαρκώς γιατί ο χρόνος από ώρα 21.30 μ.μ., που, κατά τις παραδοχές του, επέστρεψε ο θανών στην οικεία του την προηγουμένη του ενδίκου ατυχήματος, έως την 06.00 π.μ. ώρα που, κατά τις παραδοχές του, άρχιζε το ωράριο εργασίας του της επομένης ημέρας, ήτοι εκείνης οπότε έλαβε χώρα το ένδικο ατύχημα, δεν ήταν ικανός, αντικειμενικά και κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, για την απαραίτητη ανάπαυλα του θανόντος ούτε επίσης αναφέρει, αν ο ανωτέρω θανών οδηγός, σε περίπτωση αισθήματος κόπωσης εκ της υπεραπασχόλησης του, είχε τη δυνατότητα, ως μέσος συνετός οδηγός, να προβεί σε τρόπους αντιμετώπισης αυτής, όπως προσωρινή διακοπή της οδήγησης, ώστε να μπορεί να θεωρηθεί με βεβαιότητα ως αιτία του ενδίκου ατυχήματος (και) η υπεραπασχόληση του θανόντος και η έλλειψη ανάπαυλα αυτού, με συνέπεια την εξασθένηση των δυνάμεων και αντανακλαστικών αυτού λόγω κοπώσεως και να αποκλειστεί με βεβαιότητα η ενδεχόμενη έλλειψη τεταμένης προσοχής του θανόντος ως συνετού οδηγού κατά την οδήγηση και ελέγχου του οχήματος ώστε να είναι σε θέση ανά πάσα στιγμή να εκτελεί τους απαραίτητους χειρισμούς.
Τα περιστατικά αυτά, ήταν αναγκαίο να διευκρινίζονται στην προσβαλλόμενη απόφαση, ενόψει του αρνητικού ισχυρισμού των εναγομένων και ήδη αναιρεσειόντων περί αποκλειστικής υπαιτιότητας του θανόντος στην πρόκληση του ενδίκου ατυχήματος και της, επικουρικώς, προβληθείσας από αυτούς, παραδεκτώς, ένστασης συνυπαιτιότητας του τελευταίου στην πρόκληση αυτού (ως προσδιοριστικού παράγοντος του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης) που στηρίζονται στην ανάπτυξη μεγάλης και άνω του ανωτάτου προβλεπόμενου ορίου ταχύτητος εκ μέρους του θανόντος οδηγού και στην έλλειψη τεταμένης προσοχής κατά την οδήγηση και ελέγχου του οχήματος που συνέβαλαν στην απώλεια ελέγχου αυτού και την εντεύθεν αρχική εκτροπή του και τον αποτυχή ελιγμό επαναφοράς του στο οδόστρωμα.
Συνεπώς, ο πρώτος λόγος της αίτησης αναίρεσης από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, όπως εκτιμάται, πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά παραδοχή του ως άνω λόγου της αίτησης αναίρεσης, η αναιρετική εμβέλεια του οποίου στο σύνολο της προσβαλλόμενης αποφάσεως καθιστά αλυσιτελή την εξέταση των λοιπών λόγων αναίρεσης, να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, η σύνθεση του οποίου είναι εφικτή από άλλο δικαστή, εκτός από εκείνον που δίκασε προηγουμένως (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ) και να καταδικαστούν οι αναιρεσίβλητοι, λόγω της ήττας τους, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των αναιρεσειόντων, που παραστάθηκαν και κατέθεσαν προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημά τους (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΝΑΙΡΕΙ την υπ' αριθμόν 2419/2022 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή στους αναιρεσείοντες του παραβόλου, ύψους τετρακοσίων πενήντα (450) ευρώ, που κατατέθηκε από αυτούς για την άσκηση της, από 05.08.2022 (αριθμός κατάθεσης 6319/711/2022), αίτησης αναίρεσης.
ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, που θα συγκροτηθεί από άλλον δικαστή.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους αναιρεσίβλητους στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των αναιρεσειόντων, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων τριακοσίων (2.300) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 30 Ιουνίου 2024.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 7 Ιανουαρίου 2025.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
1974 - 2025 © Τετράβιβλος. Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος. Όροι και Προϋποθέσεις